Avis juridique important
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 3ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1985. - ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑ PROFANT. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COUR D'APPEL ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ. - ΦΠΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 249/84.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 03237
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 01095
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00315
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00329
Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 . Φορολογικές διατάξεις — Εναρμόνιση των νομοθεσιών — Φόροι κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας — Είσπραξη φόρου κατά την εισαγωγή αυτοκινήτων — Εσωτερική φορολογία — Διατάξεις περί δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος — Δεν εφαρμόζονται
( Συνθήκη EOK , άρθρα 12 , 13 και 95 )
2 . Φορολογικές διατάξεις — Εναρμόνιση των νομοθεσιών — Φόροι κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας — Απαλλαγές που προβλέπονται από την έκτη οδηγία — Απαλλαγή κατά την προσωρινή εισαγωγή αγαθών — Προσωρινή εισαγωγή των αυτοκινήτων τους από φοιτητές που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη — Είσπραξη του φόρου — Δεν επιτρέπεται
( Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου , άρθρο 14 )
1 . O φόρος προστιθέμενης αξίας , τον οποίο εισπράττει κράτος μέλος κατά την εισαγωγή οχήματος προελεύσεως άλλου κράτους μέλους , δεν αποτελεί εισαγωγικό δασμό ή φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς εισαγωγικό δασμό υπό την έννοια των άρθρων 12 και 13 της Συνθήκης , αλλά πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός γενικού συστήματος εσωτερικής φορολογίας κατά την έννοια του άρθρου 95 , στο πλαίσιο δε του άρθρου αυτού πρέπει να κριθεί αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο .
2 . O χειρισμός των απαλλαγών κατά την εισαγωγή που προβλέπει το άρθρο 14 της έκτης οδηγίας περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών , δεν υπάγεται στην απόλυτη διάκριση των αρχών των κρατών μελών . Οι αρχές αυτές οφείλουν να τηρούν τους θεμελιώδεις σκοπούς στους οποίους αποβλέπει η προσπάθεια εναρμονίσεως στον τομέα αυτό , όπως , ιδίως , η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των εμπορευμάτων και η πρόληψη των περιπτώσεων διπλής επιβολής φόρου . Γι’ αυτό , προκειμένου περί αυτοκινήτων οχημάτων που χρησιμοποιούνται από φοιτητές οι οποίοι προέρχονται από άλλα κράτη μέλη , οι εν λόγω αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν την έννοια της προσωρινής εισαγωγής κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται , με τη διπλή επιβολή φόρου στα εν λόγω οχήματα , η ελευθερία των υπηκόων των κρατών μελών να φοιτούν στο κράτος μέλος της επιλογής τους . Από αυτό έπεται ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου , ειδικότερα δε οι κανόνες που θεσπίζει η έκτη οδηγία , εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εισπράττουν φόρο προστιθέμενης αξίας κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου οχήματος , το οποίο έχει αγοραστεί σε άλλο κράτος μέλος όπου έχει καταβληθεί ο φόρος και το όχημα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας , όταν το όχημα αυτό χρησιμοποιείται από υπήκοο του δεύτερου αυτού κράτους μέλους , ο οποίος έχει κατοικία στο κράτος αυτό αλλά παρακολουθεί σπουδές στο πρώτο κράτος μέλος , στο οποίο είναι εγγεγραμμένος , για την περίοδο των σπουδών του , στα μητρώα αλλοδαπών . Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία αν το εν λόγω άτομο είναι έγγαμο ή όχι .
Στην υπόθεση 249/84 ,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d’appel των Βρυξελλών προς το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , με την οποία το παραπέμπον δικαστήριο ζητεί , στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ
Εισαγγελικής αρχής και Υπουργείου Οικονομικών
και
Venceslas Profant ,
την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης EOK που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών , προκειμένου το παραπέμπον δικαστήριο να κρίνει αν η βελγική νομοθεσία περί του φόρου προστιθέμενης αξίας συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές ,
1 Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1984 , η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Οκτωβρίου 1984 , το Cour d’appel των Βρυξελλών υπέβαλε , δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων , προκειμένου το παραπέμπον δικαστήριο να κρίνει αν η βελγική νομοθεσία περί του φόρου προστιθέμενης αξίας ( στο εξής ΦΠΑ ) συμβιβάζεται με τη Συνθήκη .
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής διώξεως που ασκήθηκε κατά του Venceslas Profant , ο οποίος αρνήθηκε να καταβάλει ΦΠΑ κατά την εισαγωγή δύο αυτοκινήτων οχημάτων τα οποία είχαν αγοραστεί στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου όπου είχαν λάβει άδεια κυκλοφορίας , αλλά εχρησιμοποιούντο στο βελγικό έδαφος .
3 O Profant , υπήκοος Λουξεμβούργου , κατοικούσε με τη μητέρα του στο Diekirch , στο Μεγάλο Δουκάτο , όταν , το 1976 , άρχισε σπουδές ζωολογίας , στο πανεπιστήμιο της Λιέγης . Κατά τη διάρκεια των σπουδών του , ο Profant είχε διεύθυνση στη Λιέγη , την οποία είχε δηλώσει στο τμήμα αλλοδαπών της αστυνομίας της πόλης αυτής , ενώ παρέμενε εγγεγραμμένος στα μητρώα του δήμου του Diekirch , δεδομένου ότι είχε την κατοικία του στο σπίτι της μητέρας του , όπου και επέστρεφε τακτικά . Μετά το τέλος των σπουδών του , εγκαταστάθηκε στο Μεγάλο Δουκάτο . Από το 1976 μέχρι το 1981 , ο Profant χρησιμοποίησε διαδοχικά τα δύο επίμαχα αυτοκίνητα· στην αρχή επρόκειτο για αυτοκίνητο μάρκας Alfa Romeo , το οποίο κατείχε ήδη το 1976 και πώλησε το 1979 , και , στη συνέχεια , για αυτοκίνητο μάρκας Volkswagen . Τα δύο αυτά αυτοκίνητα αγοράστηκαν στο Μεγάλο Δουκάτο , όπου καταβλήθηκε ο ΦΠΑ του Λουξεμβούργου και έλαβαν άδεια κυκλοφορίας . Από το 1976 μέχρι το 1981 , ο Profant τα χρησιμο ποίησε για να διανύει την απόσταση μεταξύ Λιέγης και Diekirch , καθώς και για τις μετακινήσεις μέσα στην πόλη της Λιέγης . H Alfa Romeo πωλήθηκε σε λουξεμβούργιο αγοραστή στο Μεγάλο Δουκάτο· ο Profant εξακολούθησε να έχει το Volkswagen όταν εγκαταστάθηκε στο Μεγάλο Δουκάτο μετά το τέλος των σπουδών του .
4 Το 1980 , η φορολογική αρχή του Βελγίου ανακοίνωσε στον Profant ότι , από την ημέρα του γάμου του το 1978 , είχε τη συνήθη διαμονή του στη Λιέγη και ότι , επομένως , υποχρεούτο να καταβάλει ΦΠΑ κατά την εισαγωγή για καθένα από τα δύο αυτοκίνητα . Πράγματι , στις 15 Σεπτεμβρίου 1978 ο Profant τέλεσε γάμο , στο Μεγάλο Δουκάτο , με την Charlotte Kaiser , γαλλίδα υπήκοο , η οποία έχει αποκτήσει τώρα την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου και η οποία ασκούσε το επάγγελμα της νοσοκόμου στη Λιέγη από τον Ιανουάριο του 1978 . Οι σύζυγοι κατοικούσαν μαζί σε φοιτητικό δωμάτιο στη Λιέγη μέχρι την επιστροφή τους στο Μεγάλο Δουκάτο· η διεύθυνσή τους ήταν καταχωρημένη στο μητρώο αλλοδαπών της πόλης της Λιέγης .
5 Το άρθρο 40 του βελγικού κώδικα περί ΦΠΑ προβλέπει δυνατότητα απαλλαγής από τον ΦΠΑ της προσωρινής εισαγωγής ορισμένων αγαθών . Βάσει της διατάξεως αυτής , το υπ’ αριθ . 7 βασιλικό διάταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1977 , περί της εφαρμογής του ΦΠΑ στην εισαγωγή αγαθών ( Moniteur belge της 31.12.1977 ) ορίζει ότι επιτρέπεται η προσωρινή ατελής ως προς τον ΦΠΑ εισαγωγή , μεταξύ άλλων , « των μεταφορικών μέσων » , υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζουν οι διατάξεις που διέπουν την ατέλεια ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς . Οι διατάξεις αυτές , που έχουν θεσπιστεί με υπουργική απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1960 , δεν επιτρέπουν την ατελή εισαγωγή παρά μόνο των μεταφορικών μέσων « τα οποία εισάγουν φυσικά πρόσωπα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην αλλοδαπή , τα χρησιμοποιούν δε για ιδιωτική τους χρήση » . Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών , θεωρούνται , μεταξύ άλλων , ως έχοντα τη συνήθη διαμονή τους στην αλλοδαπή τα άτομα τα οποία ασκούν το επάγγελμά τους στο Βέλγιο , αλλά επιστρέφουν στην αλλοδαπή τουλάχιστον μια φορά το μήνα , όταν διατηρούν στέγη στην αλλοδαπή ή , ελλείψει στέγης , είναι εγγεγραμμένα σε δημοτολόγιο της αλλοδαπής . Κατά την παράγραφο 3 γ ), στοιχείο α ), του άρθρου 25 της υπουργικής αυτής απόφασης , ως στέγη νοείται , για τους εγγάμους , ο τόπος όπου βρίσκεται η οικογενειακή τους κατοικία .
6 Από τη δικογραφία φαίνεται να προκύπτει ότι , δυνάμει των διατάξεων αυτών , η φορολογική αρχή του Βελγίου χορηγεί , κατά γενικό κανόνα , στους λουξεμβούργιους φοιτητές , που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο Μεγάλο Δουκάτο αλλά φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του Βελγίου , το ευεργέτημα της ατελούς εισαγωγής των αυτοκι νήτων οχημάτων τους που έχουν άδεια κυκλοφορίας του Μεγάλου Δουκάτου , αλλά ότι το ευεργέτημα αυτό δεν χορηγείται στους έγγαμους φοιτητές διότι λογίζονται ότι διατηρούν στέγη στο Βέλγιο . Κατά την έγγραφη διαδικασία , η κυβέρνηση του Βελγίου επιβεβαίωσε , αρχικά , την πρακτική αυτή , εξηγώντας ότι ο Profant πληρούσε τους όρους της χορηγήσεως ατελείας μέχρι την ημερομηνία του γάμου του , χρονικό σημείο από το οποίο ως κατοικία λογίζεται ο τόπος όπου βρίσκεται η οικογενειακή εστία . Εντούτοις , η κυβέρνηση του Βελγίου υπογράμμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι βελγικές αρχές δεν αποκλείουν από το ευεργέτημα αυτό τους αλλοδαπούς φοιτητές παρά μόνο όταν αποδεικνύεται ότι έχουν εγκαταστήσει « την εστία του νέου οικογενειακού κυττάρου που δημιουργείται με το γάμο » στο βελγικό έδαφος .
7 Επειδή ο Profant αρνήθηκε να καταβάλει τα ποσά του ΦΠΑ που επιβλήθηκε για τα δύο αυτοκίνητα , ασκήθηκε κατ’ αυτού ποινική δίωξη ενώπιον του tribunal correctionnel της Λιέγης προκειμένου , κυρίως , να δημευθούν τα δύο αυτοκίνητα και , επικουρικώς , να υποχρεωθεί ο Profant να καταβάλει το αντίτιμο της αξίας τους , δηλαδή ποσό 61 565 και 168 950 βελγικών φράγκων αντιστοίχως . Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτά τα αιτήματα αυτά , η δε απόφασή του επικυρώθηκε από το Cour d’appel της Λιέγης . Το Cour de cassation όμως ακύρωσε την απόφαση του Cour d’appel με την αιτιολογία ότι η απόφαση αυτή παρέλειψε να αναφέρει τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις . H υπόθεση παραπέμφθηκε στο Cour d’appel των Βρυξελλών , το οποίο , λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Cour de cassation , εξέδωσε , αρχικά , απόφαση ερήμην του κατηγορουμένου . Στη συνέχεια , ο κατηγορούμενος άσκησε , κατά της αποφάσεως αυτής , ανακοπή , στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η απόφαση περί παραπομπής .
8 Με την απόφαση αυτή , το Cour d’appel των Βρυξελλών έκρινε καταρχάς το αίτημα των φορολογικών αρχών όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του αυτοκινήτου Alfa Romeo στο Βέλγιο απαράδεκτο , δεδομένου ότι ως προς το θέμα αυτό είχε επέλθει , εν τω μεταξύ , παραγραφή του αξιόποινου . Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του αυτοκινήτου Volkswagen , το Cour d’appel έκανε σκέψεις που το οδήγησαν να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο .
9 Το εθνικό δικαστήριο εκφράζει , πρώτον , αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία — ηθικά απαράδεκτη κατ’ αυτό — του νόμου , κατά την οποία , όπως παραδέχτηκε το Υπουργείο Οικονομικών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού , δεν θα υφίστατο αδίκημα αν ο κατηγορούμενος δεν είχε συνάψει γάμο , αλλά ζούσε εν παλλακεία . Στη συνέχεια θεωρεί ότι πρέπει να παρατηρηθεί , προτού επιλυθούν τα ζητήματα της κατοικίας και κατά συνέπεια της ατελούς προσωρινής εισαγωγής ότι το επίμαχο όχημα αγοράστηκε στο Λουξεμβούργο όπου καταβλήθηκε ο συνολικός φόρος επί της καταναλώσεως , ο οποίος , όπως και στο Βέλγιο , καλείται ΦΠΑ και ο οποίος , όπως και στο Βέλγιο , δεν επιστρέφεται . Υπό τις συνθήκες αυτές , τίθεται το ερώτημα μήπως η διττή αυτή επιβάρυνση που πλήττει τους Λουξεμβούρ γιους που αγοράζουν το αυτοκίνητό τους στο Λουξεμβούργο και το χρησιμοποιούν προσκαίρως αλλά κυρίως στο Βέλγιο είναι αντίθετη προς τις αρχές που έχουν θεσπίσει οι διεθνείς συνθήκες .
10 Συνεχίζοντας τον ίδιο συλλογισμό , το εθνικό δικαστήριο διερωτάται μήπως εν προκειμένω παρεμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων , δεδομένου ότι ο βελγικός ΦΠΑ εμφανίζεται , στη συγκεκριμένη περίπτωση , να μοιάζει πολύ με συγκεκαλυμμένο δασμό , αφού ο γενεσιουργός λόγος της επιβολής του φόρου είναι η εισαγωγή στο Βέλγιο αγαθού προελεύσεως Μεγάλου Δουκάτου , ενώ δεν υπάρχουν πλέον τελωνειακά σύνορα μεταξύ των δύο αυτών κρατών .
11 Κρίνοντας , για τους λόγους αυτούς , ότι στα πλαίσια της διαφοράς αυτής ανακύπτουν προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου , το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος :
« Οι διατάξεις του βελγικού νόμου της 3ης Ιουλίου 1969 , με τον οποίο θεσπίζεται ο κώδικας του φόρου προστιθέμενης αξίας , όπως έχουν ερμηνευθεί από το Υπουργείο Οικονομικών , δεν είναι αντίθετες , εν προκειμένω , προς την κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών κατά το ότι αυτές οι διατάξεις , και ιδίως τα άρθρα 23 και 24 , έχουν δημιουργήσει υπό την ονομασία του φόρου προστιθέμενης αξίας έναν πραγματικό δασμό ; »
12 Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο , στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης , να κρίνει αν η ερμηνεία που δίνουν οι φορολογικές αρχές κράτους μέλους στην εθνική τους νομοθεσία συμβιβάζεται με τη Συνθήκη . Εντούτοις , από τη διατύπωση του ερωτήματος που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο και από τα στοιχεία που παρέχει , το Δικαστήριο είναι σε θέση να εντοπίσει τα σημεία που αφορούν την ερμηνεία των κανόνων του κοινοτικού δικαίου .
13 Από τη διατύπωση του υποβληθέντος ερωτήματος σε συνδυασμό με τις σκέψεις που προβάλλει και τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ως αποδεδειγμένα το εθνικό δικαστήριο , προκύπτει ότι με το ερώτημα αυτό ερωτάται αν οι κοινοτικοί κανόνες στο θέμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και , ειδικότερα , οι κανόνες που αφορούν την κατάργηση των δασμών στο εσωτερικό της Κοινότητας , απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εισπράττουν ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου το οποίο έχει αγοραστεί σε άλλο κράτος μέλος , όπου έχει καταβληθεί ΦΠΑ και το αυτοκίνητο έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας , όταν το αυτοκίνητο αυτό χρησιμοποιείται από υπήκοο του δεύτερου κράτους μέλους , ο οποίος κατοικεί στο κράτος αυτό , αλλά παρακολουθεί σπουδές στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους , όπου είναι εγγεγραμμένος , για την περίοδο των σπουδών του , στα μητρώα αλλοδαπών .
14 O κατηγορούμενος στην κύρια δίκη θεωρεί ότι ο φόρος που του έχει επιβληθεί έχει ως μόνο στόχο να πλήξει την εισαγωγή αγαθού και πρέπει , για το λόγο αυτό , να χαρακτηριστεί συγκεκαλυμμένος δασμός . Αντιθέτως , η κυβέρνηση του Βελγίου και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η είσπραξη ΦΠΑ κατά την εισαγωγή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δασμό ή με φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 9 , 12 και 13 της Συνθήκης .
15 Υπενθυμίζεται σχετικά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου , και ιδίως από την απόφασή του της 5ης Μα ΐου 1982 ( Gaston Schul , 15/81 , Συλλογή 1982 , σ . 1409 ), προκύπτει ότι ο ΦΠΑ που ένα κράτος μέλος εισπράττει κατά την εισαγωγή προϊόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αποτελεί μέρος του κοινού συστήματος του ΦΠΑ , η δομή και οι βασικοί όροι εφαρμογής του οποίου έχουν θεσπιστεί από τις οδηγίες εναρμονίσεως του Συμβουλίου , οι οποίες έχουν θεσπίσει έναν ομοιόμορφο φορολογικό μηχανισμό που πλήττει συστηματικά και με αντικειμενικά κριτήρια τόσο τις πράξεις εντός των κρατών μελών όσο και τις πράξεις εισαγωγής . O φόρος αυτός πρέπει , επομένως , να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός γενικού συστήματος εσωτερικής φορολογίας κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης , στο πλαίσιο δε του άρθρου αυτού πρέπει να κριθεί αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο και όχι στο πλαίσιο των άρθρων 12 και επομένων της Συνθήκης .
16 Κατά συνέπεια , ο ΦΠΑ τον οποίο εισπράττει κράτος μέλος κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου οχήματος προελεύσεως άλλου κράτους μέλους , δεν αποτελεί εισαγωγικό δασμό ή φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς εισαγωγικό δασμό υπό την έννοια των άρθρων 12 και 13 της Συνθήκης .
17 Κατά το σύστημα της Συνθήκης , την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας , υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού , αφορούν οι διατάξεις περί καταργήσεως των τελωνειακών δασμών και των επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος , μαζί με τις διατάξεις περί εσωτερικής φορολογίας , στις οποίες ανήκει ιδίως το άρθρο 95 . Για το λόγο αυτό ακριβώς το Δικαστήριο , με την προαναφερθείσα απόφασή του της 5ης Μα ΐου 1982 , εξέτασε την επίπτωση που έχει στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων η σώρευση φόρων , η οποία συνίσταται στην είσπραξη ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αγαθού , για το οποίο έχει ήδη καταβληθεί , χωρίς να επιστραφεί , ΦΠΑ στο κράτος μέλος εξαγωγής .
18 H Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει στην υπό κρίση υπόθεση , δεδομένου ότι η είσπραξη ΦΠΑ επί των εισαγωγών συμβιβάζεται με το άρθρο 95 μόνο στο μέτρο που λαμβάνεται υπόψη ο εναπομένων ΦΠΑ που έχει ήδη καταβληθεί στο κράτος μέλος εξαγωγής . Θεωρεί , πάντως , ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν το εφαρμοζόμενο στην περίπτωση αυτή κοινοτικό δίκαιο απαγόρευε οποιαδήποτε είσπραξη ΦΠΑ κατά την εισαγωγή σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη . Πράγματι , η Επιτροπή κρίνει ότι οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στην απαλλαγή των προσωρινών εισαγωγών από τον ΦΠΑ , η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14 , παράγραφος 1 , της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου , της 17ης Μα ΐου 1977 , περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας : ομοιόμορφη φορολογική βάση ( EE ειδ . έκδ . 09/001 , σ . 49 ).
19 Προκειμένου να παρασχεθούν στο εθνικό δικαστήριο όλα τα χρήσιμα εκείνα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να επιλύσει τη διαφορά που του έχει υποβληθεί , θα πρέπει να εξεταστεί , καταρχάς , η άποψη αυτή της Επιτροπής .
20 Το άρθρο 14 της έκτης οδηγίας διέπει τις περιπτώσεις απαλλαγής της εισαγωγής αγαθών από τον ΦΠΑ . H διάταξη αυτή διακρίνει μεταξύ οριστικών και προσωρινών εισαγωγών αγαθών· ειδικότερα , απαλλάσσει , στην παράγραφο 1 , στοιχείο γ ), τις εισαγωγές αγαθών τα οποία δηλώθηκαν ότι τίθενται υπό τελωνειακό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής και απολαύουν , ως εκ τούτου , απαλλαγής , από τους δασμούς ή τα οποία θα απαλλάσσονταν από τους δασμούς αν εισάγονταν από τρίτη χώρα . Κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 14 , με μεταγενέστερες οδηγίες θα πρέπει να θεσπιστούν οι κοινοτικοί φορολογικοί κανόνες που θα καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 . Μέχρι την έναρξη της ισχύος των κανόνων αυτών , τα κράτη μέλη μπορούν « να διατηρούν τις εν ισχύι εθνικές τους διατάξεις στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων » , παράλληλα δε να τις προσαρμόζουν προς το σκοπό μειώσεως διπλής φορολογήσεως από απόψεως φόρου προστιθέμενης αξίας στο εσωτερικό της Κοινότητας .
21 Από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 14 της έκτης οδηγίας , η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι η έννοια της προσωρινής εισαγωγής έχει κοινοτικό περιεχόμενο , το οποίο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των απαλλαγών . Προκειμένου να καθοριστεί το κοινοτικό αυτό περιεχόμενο , θα πρέπει να γίνει αναφορά στην οδηγία 83/182 του Συμβουλίου , της 28ης Μαρτίου 1983 , για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων ( EE L 105 , σ . 59 ). Μολονότι η οδηγία αυτή είναι μεταγενέστερη από τα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως , είναι , εντούτοις , ικανή να αποσαφηνίσει τις αντιλήψεις στις οποίες βασίζεται το σύστημα των απαλλαγών που προβλέπει η έκτη οδηγία . Προκύπτει , λοιπόν , από τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 83/182 αφενός ότι οι φοιτητές που αναχωρούν από τη χώρα καταγωγής τους διατηρούν τους οικογενειακούς τους δεσμούς και το τεκμήριο ότι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη χώρα αυτή , παρά το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους διαμένουν σε άλλο κράτος μελος προκειμένου να παρακολουθούν σπουδές στο κράτος αυτό , και αφετέρου , ότι η κατάσταση αυτή δεν μεταβάλλεται με το γάμο τους .
22 H βελγική κυβέρνηση υπενθυμίζει , πρώτον , ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 83/182 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν , πριν από την 1η Ιανουαρίου 1984 , τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωσή τους προς την οδηγία αυτή . Υπενθυμίζει , εξάλλου , ότι η οδηγία χορηγεί ατέλεια για την προσωρινή εισαγωγή αυτοκινήτων οχημάτων από φοιτητές , οι οποίοι διαμένουν στο έδοφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αποκλειστικά και μόνο για τις σπουδές τους . Περιπτώσεις , όμως , όπως του Profant , αφορούν ζεύγη που ζουν στο Βέλγιο ενώ έχουν επίσης κατοικία και στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου· η βελγική κυβέρνηση θεωρεί πράγματι ότι ένα τέτοιο ζεύγος καθίσταται , λόγω του γάμου , ανεξάρτητο από τους εκατέρωθεν γονείς και ότι , για το λόγο αυτό , η ανεξαρτησία του νέου οικογενειακού κυττάρου εξαφανίζει τους παλαιούς δεσμούς με τη λουξεμβουργιανή οικογένεια .
23 Θα πρέπει , καταρχάς , να παρατηρηθεί σχετικά ότι το άρθρο 14 της έκτης οδηγίας , προβλέποντας τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή , αναφέρεται σε έννοιες οι οποίες χρήζουν διευκρινίσεως , όπως η έννοια της « προσωρινής » εισαγωγής . Για το λόγο ακριβώς αυτό , η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι , μεταγενεστέρως , θα θεσπιστούν κοινοτικοί κανόνες και ότι , εν αναμονή της θέσεως των κανόνων αυτών σε ισχύ , εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι εθνικές διατάξεις των κρατών μελών . Από αυτό έπεται ότι οι εθνικές διατάξεις που διατηρούνται σε ισχύ θα πρέπει να τηρούν τα όρια που χαράσσουν οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου , την εφαρμογή των οποίων εξασφαλίζουν οι διατάξεις αυτές .
24 Παρατηρείται , περαιτέρω , ότι σύμφωνα με τους όρους του προαναφερθέντος άρθρου 14 , η διατήρηση των εν λόγω διατάξεων πρέπει να γίνεται « στο πλαίσιο » των απαλλαγών που προβλέπουν οι κοινοτικοί κανόνες και να προσαρμόζεται στη μείωση των περιπτώσεων διπλής φορολογήσεως από απόψεως ΦΠΑ στο εσωτερικό της Κοινότητας . Οι απαιτήσεις αυτές εντάσσονται , με τη σειρά τους , στα πλαίσια ενός από τους σκοπούς της εναρμονίσεως σε θέματα ΦΠΑ , ο οποίος , όπως αναφέρεται σε μία από τις αιτιολογικές σκέψεις της έκτης οδηγίας , συνίσταται στη συνέχιση της πραγματικής ελευθέρωσης της κυκλοφορίας των προσώπων και των αγαθών , καθώς και στην αλληλοδιείσδυση των οικονομιών .
25 Από τις σκέψεις αυτές καθίσταται σαφές ότι ο χειρισμός των απαλλαγών που προβλέπει το άρθρο 14 της έκτης οδηγίας δεν υπάγεται στην απόλυτη διάκριση των αρχών των κρατών μελών , δεδομένου ότι οι αρχές αυτές οφείλουν να τηρούν τους θεμελιώδεις σκοπούς στους οποίους αποβλέπει η προσπάθεια εναρμονίσεως στα θέματα του ΦΠΑ , όπως , ιδίως , η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των εμπορευμάτων και η πρόληψη των περιπτώσεων διπλής επιβολής φόρου .
26 Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών , όταν εφαρμόζουν την εθνική τους νομοθεσία περί απαλλαγών από τον ΦΠΑ στα αυτοκίνητα οχήματα που χρησιμοποιούνται από φοιτητές οι οποίοι προέρχονται από άλλα κράτη μέλη , υποχρεούνται να εφαρμόζουν την έννοια της προσωρινής εισαγωγής κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται , με τη διπλή επιβολή φόρου στα εν λόγω οχήματα , η ελευθερία των υπηκόων των κρατών μελών να φοιτούν στο κράτος μέλος της επιλογής τους .
27 Το γεγονός και μόνο ότι φοιτητής , προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος συνάπτει γάμο , δεν είναι ικανό να μεταβάλει τα δεδομένα του ζητήματος . Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω ζεύγος εγκαθίσταται στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τρόπο ο οποίος να υποδηλώνει την πρόθεση του ζεύγους να μην επιστρέψει στο κράτος μέλος καταγωγής . Πάντως , η απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρεται σε παρόμοια κατάσταση , τα δε στοιχεία της δικογραφίας δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά τέτοια περίπτωση .
28 Στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει επομένως η απάντηση ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου , ειδικότερα δε οι κανόνες που θεσπίζει η έκτη οδηγία , εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εισπράττουν ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου οχήματος , το οποίο έχει αγοραστεί σε άλλο κράτος μέλος όπου έχει καταβληθεί ο ΦΠΑ και το όχημα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας , όταν το όχημα αυτό χρησιμοποιείται από υπήκοο του δεύτερου αυτού κράτους μέλους , ο οποίος έχει κατοικία στο κράτος αυτό , αλλά παρακολουθεί σπουδές στο πρώτο κράτος μέλος , στο οποίο είναι εγγεγραμμένος , για την περίοδο των σπουδών του , στα μητρώα αλλοδαπών . Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία αν το εν λόγω άτομο είναι έγγαμο ή όχι .
Επί των δικαστικών εξόδων
29 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η βελγική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τέταρτο τμήμα ),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε , με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1984 , το Cour d’appel των Βρυξελλών , αποφαίνεται :
1 ) O ΦΠΑ , τον οποίο εισπράττει κράτος μέλος κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου οχήματος προελεύσεως άλλου κράτους μέλους , δεν αποτελεί εισαγωγικό δασμό ή φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς εισαγωγικό δασμό υπό την έννοια των άρθρων 12 και 13 της Συνθήκης .
2 ) Οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου , ειδικότερα δε οι κανόνες που θεσπίζει η έκτη οδηγία 77/388 του Συμβουλίου , της 17ης Μα ΐου 1977 , περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας : ομοιόμορφη φορολογική βάση ( EE ειδ . έκδ . 09/001 , σ . 49 ), εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εισπράττουν ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αυτοκινήτου οχήματος , το οποίο έχει αγοραστεί σε άλλο κράτος μέλος όπου έχει καταβληθεί ο ΦΠΑ και το όχημα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας , όταν το όχημα αυτό χρησιμοποιείται από υπήκοο του δεύτερου αυτού κράτους μέλους , ο οποίος έχει κατοικία στο κράτος αυτό , αλλά παρακολουθεί σπουδές στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγγεγραμμένος , για την περίοδο των σπουδών του , στα μητρώα αλλοδαπών . Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία αν το εν λόγω άτομο είναι έγγαμο ή όχι .