Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61986J0257

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 21ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1988. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΠΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΔΩΡΕΑΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΑΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 77/388/ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 257/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03249


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Ασφάλεια του δικαίου και προστασία των ιδιωτών - Εθνική ρύθμιση παρεμβαίνουσα σε τομέα διεπόμενο από το κοινοτικό δίκαιο - Ανάγκη σαφούς διατυπώσεως

Περίληψη


Οι αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών επιβάλλουν, στους τομείς που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου των κρατών μελών που να καθιστά δυνατόν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο σαφή και ακριβή και στα δικαιοδοτικά όργανα να διασφαλίζουν την τήρησή τους.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 257/86,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Giuliano Marenco, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Plateau de Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας φόρο προστιθεμένης αξίας στις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G. Bosco, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, U. Everling, Y. Galmot, Κ. Κακούρη και F. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Φεβρουαρίου 1988,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου 1988,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 1986, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας φόρο προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) στις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας, ενώ τα ίδια δείγματα της εγχώριας παραγωγής απαλλάσσονται από τον εν λόγω φόρο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α), της έκτης οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49) καθώς και από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Κατά το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δ), του διατάγματος του Προέδρου της Δημοκρατίας αριθ. 633, της 26ης Οκτωβρίου 1972 (στο εξής: DΡR της 26ης Οκτωβρίου 1972), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας αριθ. 687, της 23ης Δεκεμβρίου 1974 (GURΙ n* 338, της 28ης Δεκεμβρίου 1974, σ. 9071), απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ οι δωρεάν παραδόσεις δειγμάτων ευτελούς αξίας τα οποία ρητώς χαρακτηρίζονται ως τοιαύτα. Το άρθρο 68 προβλέπει ότι οι διατάξεις του άρθρου 2, τρίτο εδάφιο, εφαρμόζονται επίσης στις εισαγωγές.

3 Η ρύθμιση αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει του διατάγματος του Προέδρου της Δημοκρατίας αριθ. 24, της 29ης Ιανουαρίου 1979 (GURΙ n* 30, της 31.1. 1979, σ. 983) - στο εξής: DΡR της 29ης Ιανουαρίου 1979 - το οποίο, ενώ διατηρεί την απαλλαγή που προβλέπεται στο προαναφερθέν άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, καταργεί αντιθέτως τη διάταξη του άρθρου 68 που επέκτεινε την απαλλαγή αυτή στις εισαγωγές. Εξάλλου, ο ιταλός Υπουργός των Οικονομικών, με τις αποφάσεις του της 30ής Ιουνίου 1979 και της 10ης Δεκεμβρίου 1982, απαντώντας σε ορισμένα ερωτήματα, ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας υπόκεινταν στην εφαρμογή του ΦΠΑ από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του DΡR της 29ης Ιανουαρίου 1979.

4 Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το διαφορετικό φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται αφενός στις εκχωρήσεις στο εσωτερικό της χώρας δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας και αφετέρου στις εισαγωγές αυτών των δειγμάτων συνιστά παράβαση του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α), της έκτης οδηγίας, κάλεσε, με έγγραφο της 3ης Μαΐου 1984, την ιταλική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ. Εν συνεχεία διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη που διασταυρώθηκε καθ' οδόν με τηλετύπημα της ιταλικής κυβερνήσεως της 22ας Μαΐου 1985, στο οποίο η εν λόγω κυβέρνηση επικαλέστηκε προς άμυνά της το άρθρο ΙΙ της Συμβάσεως της Γενεύης της 7ης Νοεμβρίου 1952 (Διεθνής Σύμβαση για τη διευκόλυνση της εισαγωγής των εμπορικών δειγμάτων και του διαφημιστικού υλικού), η οποία επικυρώθηκε και άρχισε να ισχύει βάσει νόμου της 26ης Νοεμβρίου 1957, το οποίο προβλέπει την απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς των δειγμάτων μικρής αξίας κάθε είδους εμπορεύματος. Υποστήριξε ότι δυνάμει της διατάξεως αυτής ήταν δυνατό να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ τα δωρεάν δείγματα ευτελούς αξίας που εισάγονται από τα κράτη μέρη της προαναφερθείσας συμβάσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται όλα τα κράτη μέλη. Εξάλλου, διευκρίνισε ότι το εν λόγω σύστημα απαλλαγής απορρέει επίσης από το άρθρο 72, πρώτο εδάφιο, του DΡR της 26ης Οκτωβρίου 1972 και των τροποποιήσεών του, που προβλέπει τη διατήρηση όλων των προνομίων που έχουν προβλεφθεί από τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του σχετικού με τον ΦΠΑ συστήματος.

5 Εξάλλου, στο τηλετύπημά της της 8ης Ιουλίου 1985, απαντώντας στην αιτιολογημένη γνώμη, η ιταλική κυβέρνηση ανέφερε ότι, αναμένοντας τη θέσπιση ενός κειμένου ενιαίου νόμου επί του ΦΠΑ που θα επιφέρει καλύτερη συμφωνία της ιταλικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο, στα προβλήματα που αφορούν την εφαρμογή του ΦΠΑ στις εν λόγω εισαγωγές μπορεί "να δοθεί προσωρινώς μία εκ των πραγμάτων λύση" με την εφαρμογή αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, της 18ης Ιουνίου 1984, που απάλλαξε από τον ΦΠΑ τα δωρεάν δείγματα ευτελούς αξίας που εισάγονται από κράτη μέρη της προαναφερθείσας Συμβάσεως της Γενεύης.

6 Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η λύση την οποία υιοθέτησε η ιταλική κυβέρνηση δεν μπορούσε να θέσει τέρμα στην προβαλλόμενη παράβαση, διατύπωσε δεύτερη αιτιολογημένη γνώμη, συμπληρωματική της προηγουμένης. Στην εν λόγω γνώμη υπογράμμισε ότι η Σύμβαση της Γενεύης της 7ης Νοεμβρίου 1952 δεν καθιστούσε δυνατή την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας που εισάγονται από τα κράτη που δεν είναι μέρη της εν λόγω συμβάσεως και ότι εν πάση περιπτώσει η προτεινόμενη λύση δεν διασφάλιζε την ασφάλεια των νομικών σχέσεων. Επειδή η Επιτροπή δεν έκρινε ικανοποιητικές τις παρατηρήσεις της ιταλικής κυβερνήσεως που κοινοποιήθηκαν με τηλετύπημα της 13ης Ιανουαρίου 1986, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8 Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ της εισαγωγής δειγμάτων μικρής αξίας προερχομένων από χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης, ή ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, δεν αρκεί για να καταστήσει την ιταλική νομοθεσία σύμφωνη με την οδηγία, της οποίας το άρθρο 14 προβλέπει αυτή την απαλλαγή για όλες τις εισαγωγές όταν τα δείγματα της εγχώριας παραγωγής απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.

9 'Οσον αφορά τις εισαγωγές από τις προαναφερόμενες χώρες, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι η νομική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ιταλία με το DΡR της 29ης Ιανουαρίου 1979 χαρακτηρίζεται από σημαντική σύγχυση, περί της οποίας μαρτυρούν εξάλλου οι αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών της 30ής Ιουνίου 1979 και της 10ης Δεκεμβρίου 1982. Μπορεί μεν από τη μία πλευρά τα νέα διοικητικά μέτρα περί τροποποιήσεως των υπουργικών αποφάσεων να βελτίωσαν την κατάσταση, από την άλλη όμως πλευρά, η διατήρηση σε ισχύ ενός κειμένου νόμου που κατάργησε την προηγούμενη εξομοίωση των εισαγωγών προς τις εσωτερικές συναλλαγές κινδυνεύει να δημιουργήσει αβεβαιότητες για τους ενδιαφερομένους οι οποίοι, εξ αυτού του λόγου, ενδέχεται να δυσκολεύονται να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων.

10 Κατά την καθής, δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης, οι εισαγωγές δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας από τα εν λόγω κράτη τυγχάνουν της απαλλαγής της εν λόγω σύμβασης. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να της προσαφθεί η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 95 της Συνθήκης. Ως προς την παράβαση που της καταλογίζεται, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α), της έκτης οδηγίας, αναγνωρίζει την εν λόγω παράβαση μόνον έναντι πολύ μικρού αριθμού κρατών. Πράγματι, στο υπόμνημα αντικρούσεώς της ανέφερε ότι ο Υπουργός των Οικονομικών, με υπόμνημα της 5ης Νοεμβρίου 1986, απευθυνόμενο σε όλες τις διευθύνσεις τελωνείων, όχι μόνο κοινοποίησε τον κατάλογο των κρατών που είχαν προσχωρήσει στην προαναφερθείσα Σύμβαση της Γενεύης, αλλά επίσης διευκρίνισε ότι το ίδιο σύστημα απαλλαγής από τον ΦΠΑ εφαρμοζόταν στις εισαγωγές από κράτη ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους. Δεδομένου ότι μεταξύ αυτών των κρατών συμπεριλαμβάνονται τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) η οποία, στο άρθρο της 1, παράγραφος 1, προβλέπει την επέκταση της εν λόγω ρήτρας σε όλα τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας αυτής, η καθής θεώρησε ότι σπάνιες ήταν οι εισαγωγές στις οποίες εφαρμοζόταν ο ΦΠΑ.

11 Πρέπει να αναφερθεί, καταρχάς, ότι η ισχύουσα στην Ιταλία νομοθεσία, όπως το αναγνώρισε η ιταλική κυβέρνηση, δεν καθιστά δυνατή την απαλλαγή από τον ΦΠΑ όλων των εισαγωγών δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας. Πράγματι, ακόμη και αν το άρθρο 72 του DΡR της 26ης Οκτωβρίου 1972 ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διατηρούνται όλες οι απαλλαγές που έχουν προβλεφθεί από διεθνείς συμβάσεις ή συνεπεία της εφαρμογής αυτών, εντούτοις, ορισμένες εισαγωγές θα εξακολουθούν να υπόκεινται στον ΦΠΑ κατά παράβαση του άρθρου 14 της οδηγίας. 'Οπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984 (Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, 166/82, Συλλογή 1984, σ. 455), το γεγονός της εφαρμογής σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μιας νομοθεσίας κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν αρκεί για να εξαλείψει την παράβαση αυτή.

12 Εν συνεχεία πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε, μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Δανίας, 143/83, Συλλογή 1985, σ. 427), οι αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών επιβάλλουν, στους τομείς που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου των κρατών μελών που να καθιστά δυνατόν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο σαφή και ακριβή και στα δικαιοδοτικά όργανα να διασφαλίζουν την τήρησή τους.

13 Η ιταλική ρύθμιση δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Πράγματι, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει η ιταλική κυβέρνηση, απαλλάσσει τις εισαγωγές από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης ή ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, εντούτοις, στο διφορούμενο χαρακτήρα της οφείλεται μία διοικητική πρακτική που δεν είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο. Δύο αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που εκδόθηκαν στις 30 Ιουνίου 1979 και στις 10 Δεκεμβρίου 1982, επιβεβαίωσαν μεν την κατάργηση της απαλλαγής όσον αφορά όλες τις εισαγωγές και μια προηγούμενη απόφαση, της 18ης Ιουνίου 1984, απάλλαξε από τον ΦΠΑ όλες τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης, αλλά το υπόμνημα της 5ης Νοεμβρίου 1986 του Γενικού Διευθυντή των Τελωνείων και Εμμέσων Φόρων διευκρινίζει ότι αυτή η απαλλαγή εφαρμόζεται επίσης στις εισαγωγές από τα κράτη ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, αναφερόμενο όμως μόνο στα ιατρικά δείγματα.

14 Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η Ιταλική Δημοκρατία θεώρησε ότι, όσον αφορά τις εισαγωγές δειγμάτων ευτελούς αξίας από χώρες που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης καθώς και από χώρες ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, η προσφεύγουσα είχε τροποποιήσει το αντικείμενο της διαφοράς μη στηρίζοντας πλέον την παράβαση στην απουσία εθνικών διατάξεων που προβλέπουν την απαλλαγή από τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αυτών των δειγμάτων, αλλά στη νομική αβεβαιότητα που προκαλείται από την εν λόγω ρύθμιση.

15 Πρέπει να αναφερθεί σχετικά ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη ισχυριστεί, με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη και την προσφυγή, ότι η λήψη υπόψη και μόνο του άρθρου 72 του DΡR και της Συμβάσεως της Γενεύης δημιουργούσε νομική αβεβαιότητα. Με το συλλογισμό που αναπτύσσεται στο υπόμνημα απαντήσεως, απλώς, είτε καθίσταται σαφέστερος ο προαναφερθείς ισχυρισμός, είτε καθίσταται εφαρμοστέος στις εισαγωγές από τις χώρες ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, στις οποίες η Ιταλική Δημοκρατία είχε αναφερθεί μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεώς της.

16 Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε όλες τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας και η οποία δεν είναι σαφής και ακριβής ως προς την απαλλαγή ορισμένων εισαγωγών αυτών των δειγμάτων και προβλέποντας την απαλλαγή των ίδιων δειγμάτων εγχώριας παραγωγής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης και το άρθρο 14 της οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

17 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε όλες τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας και η οποία δεν είναι σαφής και ακριβής ως προς την απαλλαγή ορισμένων εισαγωγών αυτών των δειγμάτων και προβλέποντας την απαλλαγή των ίδιων δειγμάτων εγχώριας παραγωγής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης και το άρθρο 14 της οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977.

2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.