Avis juridique important
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 26ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1993. - HANS WERNER ΚΑΤΑ FINANZAMT AACHEN-INNENSTADT. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT KOELN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΦΟΡΟΙ - ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-112/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00429
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00007
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00007
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Διατάξεις της Συνθήκης * Προσωπικό πεδίο εφαρμογής * Υπήκοος κράτους μέλους ασκών τη δραστηριότητά του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους στο οποίο επίσης εκπαιδεύθηκε * Δεν εμπίπτει * Κατοικία σε άλλο κράτος μέλος * Δεν έχει σημασία
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 52)
Ελλείψει επαρκούς στοιχείου αλλοδαπότητας ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και, ιδίως, η εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, επιβάλλεται να ερμηνευθεί το άρθρο 52 της Συνθήκης υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να φορολογεί βαρύτερα τους υπηκόους του, οι οποίοι, αφού απέκτησαν επαγγελματικά προσόντα και επαγγελματική πείρα στο εν λόγω κράτος, ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του, όπου πραγματοποιούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους και διαθέτουν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, όταν δεν έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος παρά όταν έχουν την κατοικία τους στο κράτος αυτό.
Στην υπόθεση C-112/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Koeln (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ
Hans Werner
και
Finanzamt Aachen-Innenstadt,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. N. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg, J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco, P. J. G. Kapteyn και D. A. O. Edward, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* ο Hans Werner, εκπροσωπούμενος από τον φορολογικό σύμβουλο Wolfgang Kaefer,
* το Finanzamt Aachen-Innenstadt, εκπροσωπούμενο από τον Hermann Kersten, Regierungsdirektor,
* η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Verhoeven, Γενικό Διευθυντή στο Υπουργείο Οικονομικών,
* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Joachim Karl, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,
* η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, directeur-adjoint νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων, και τον Geraud De Bergues, secretaire adjoint principal στο ίδιο Υπουργείο,
* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Servizio del contenzioso diplomatico στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato,
* η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Luis Inez Fernandes, διευθυντή της Servico de Assuntos Juridicos da Direccao Geral das Comunidades Europeias, τον Antonio Goucha Soares, μέλος της Servico de Assuntos Juridicos da Direccao Geral das Comunidades Europeias, και την Maria Margarita Mesquita Palha, νομικό του Centro de Estudos fiscais του Υπουργείου Οικονομικών,
* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Christopher Vajda, barrister, και John Collins, του Treasury Solicitor' s Deparment,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Henri Etienne, κύριο νομικό σύμβουλο,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Werner, εκπροσωπούμενου από τον Kaefer και τον δικηγόρο Μονάχου Sass, του Finanzamt Aachen-Innenstadt, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 1991, το Finanzgericht Koeln υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο δύο εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν η μεν πρώτη τον φόρο εισοδήματος, η δε δεύτερη τον φόρο περιουσίας, οι οποίες αντιμετωπίζουν διαφορετικά τους φορολογουμένους ανάλογα με το αν κατοικούν ή όχι εντός του εθνικού εδάφους.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Werner και του Finanzamt Aachen-Innenstadt (φορολογική υπηρεσία του Aachen) σχετικά με τους όρους φορολογήσεως που προβλέπονται, αφενός μεν, στον Einkommensteuergesetz (νόμος περί φορολογίας εισοδήματος), αφετέρου δε, στον Vermoegensteuergesetz (νόμος περί φορολογίας περιουσίας).
3 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο 1, του Einkommensteuergesetz, τα φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή διαμένουν συνήθως στη χώρα αυτή υποβάλλονται σε φόρο επί του συνόλου των εισοδημάτων τους. Αντιθέτως, κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την κατοικία τους στη Γερμανία ή δεν διαμένουν συνήθως στη χώρα αυτή υποβάλλονται σε φόρο μόνο ως προς το τμήμα των εισοδημάτων τους που πραγματοποιείται στη Γερμανία. Κατά το άρθρο 49, παράγραφος 1, σημείο 3, αυτά τα γερμανικής προελεύσεως εισοδήματα είναι ιδίως εκείνα που αποτελούν προϊόν μη έμμισθης δραστηριότητας που ασκείται ή ασκήθηκε στη Γερμανία. Στο πλαίσιο της πλήρους υποχρεώσεως καταβολής φόρου εφαρμόζεται, ως προς τα έγγαμα ζεύγη, προτιμησιακή κλίμακα που ονομάζεται splitting tarif. Επίσης, επιτρέπεται στους φορολογούμενους να εκπίπτουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους ορισμένες δαπάνες, όπως ιδίως τις εισφορές τους στα ταμεία ασφαλίσως υγείας, ατυχήματος και ευθύνης, στο προβλεπόμενο εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως γήρατος και στο ταμείο ασφαλίσεως ανεργίας, τις διατροφές, μέρος των οικονομιών που πραγματοποίησαν με σκοπό την κατασκευή κατοικίας, τον φόρο υπέρ θρησκευτικών φορέων, καθώς και ορισμένες δαπάνες επαγγελματικής εκπαιδεύσεως. Τα ευεργετήματα αυτά δεν παρέχονται σε όσους υπέχουν περιορισμένη υποχρέωση καταβολής φόρου. Επίσης, για τους τελευταίους ισχύουν ορισμένοι διαφορετικοί συντελεστές φορολογίας.
4 Aνάλογες διατάξεις περιέχει και ο Vermoegensteuergesetz. Πράγματι, με τον νόμο αυτό παρέχονται στους υπέχοντες πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου ειδικές εκπτώσεις, ιδίως όταν οι σύζυγοι φορολογούνται από κοινού ή όταν τα τέκνα φορολογούνται από κοινού με έναν από τους συζύγους. Τα ευεργετήματα αυτά δεν παρέχονται σε όσους υπέχουν περιορισμένη υποχρέωση καταβολής φόρου.
5 Ο Werner, γερμανικής ιθαγένειας, κατοικεί με τη σύζυγό του στις Κάτω Χώρες από το 1961. 'Οπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, έχει τα διπλώματα και τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται βάσει της γερμανικής νομοθεσίας για την άσκηση του επαγγέλματος του οδοντιάτρου. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1981 εργαζόταν ως μισθωτός οδοντίατρος σε οδοντιατρείο του Aachen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας). Κατόπιν εγκαταστάθηκε ως ανεξάρτητος οδοντίατρος και πάλι στο Aachen. Τα εισοδήματά του προέρχονται αποκλειστικά από τη δραστηριότητά του αυτή.
6 Κατά τον καθορισμό του φόρου του έτους 1982, το Finanzamt Aachen-Innenstadt έκρινε ότι ο Werner έπρεπε να θεωρηθεί ως υπέχων μερική υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος και περιουσίας, επειδή δεν ήταν κάτοικος Γερμανίας.
7 Ο Werner, ο οποίος επιθυμούσε να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις περί "splitting tarif", ως προς τον φόρο εισοδήματος και στις διατάξεις περί εκπτώσεων, ως προς τον φόρο περιουσίας, υπέβαλε στο Finanzamt Aachen-Innenstadt διοικητικές ενστάσεις αναφορικά με τις δύο αυτές πράξεις επιβολής φόρου. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η γερμανική φορολογική νομοθεσία αντιβαίνει προς το άρθρο 52 της Συνθήκης. Το Finanzamt απέρριψε τις διοικητικές αυτές ενστάσεις. Κατόπιν αυτού ο Werner προσέφυγε ενώπιον του Finanzgericht Koeln.
8 Το δικαστήριο αυτό έκρινε αναγκαίο να υποβάλει τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 7 και 52 της Συνθήκης. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
"1) Περιορίζεται το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ στην επιβολή της υποχρεώσεως της ίσης με τους ημεδαπούς μεταχειρίσεως των αλλοδαπών που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους της ΕΟΚ ή περιλαμβάνει επίσης απαγόρευση κάθε περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως;
2) Στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ απαγορεύει κάθε περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, δυσμενείς φορολογικές επιπτώσεις οι οποίες απορρέουν από το γεγονός ότι
ο υπόχρεως καταβολής φόρου κατοικεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Βασίλειο των Κάτω Χωρών) και
πραγματοποιεί σε άλλο κράτος μέλος (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς (κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 90 %) τα υποκείμενα σε φόρο εισοδήματά του ή κατέχει περιουσιακά στοιχεία υποκείμενα σε φόρο περιουσίας, για τον λόγο ότι έχει εγκατασταθεί επαγγελματικώς στο δεύτερο κράτος όπου ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα
αντιβαίνουν προς την απαγόρευση των περιορισμών επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως;
Κατά συνέπεια, οφείλει το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο φορολογούμενος ασκεί το ελεύθερο επάγγελμά του να τον αντιμετωπίσει από φορολογικής απόψεως ως ημεδαπό;
3) Παραβιάζεται η επιβαλλόμενη με το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ απαγόρευση των εμμέσων διακρίσεων όταν, βάσει των διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας περί περιορισμένης υποχρεώσεως καταβολής φόρου, Γερμανός υπήκοος που πληροί τις προαναφερθείσες στο σημείο 2 πραγματικές προϋποθέσεις επιβαρύνεται με σημαντικώς υψηλότερο φόρο σε σύγκριση με φορολογούμενο ο οποίος πληροί τις ίδιες πραγματικές προϋποθέσεις αλλά υπέχει απεριόριστη υποχρέωση καταβολής φόρου ως εγκατεστημένος στην ημεδαπή;"
9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα νομοθεσία καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
Επί του δικαιώματος εγκαταστάσεως
10 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, με το πρώτο και δεύτερο ερώτημά του το Finanzgericht Koeln θέτει στην πράξη το ζήτημα αν το άρθρο 52 της Συνθήκης επιτρέπει σε κράτος μέλος να επιβάλλει στους υπηκόους του, οι οποίοι ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο έδαφος αυτού του κράτους όπου πραγματοποιούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους ή έχουν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση όταν δεν κατοικούν παρά όταν κατοικούν στο κράτος αυτό.
11 Το εθνικό δικαστήριο αναφέρει σχετικώς ότι η νομολογία του Δικαστηρίου του δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον συμβιβάζεται με το άρθρο 52 η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των μονίμων και μη μονίμων κατοίκων που προβλέπουν ο Einkommensteuergesetz και ο Vermoegensteuergesetz. Επικαλείται, καταρχάς, την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 115/78, Knoors (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 169), από την οποία συμπεραίνει ότι από τη στιγμή που ο Werner εγκαταστάθηκε σε χώρα διαφορετική από εκείνη που κατοικεί περιήλθε σε κατάσταση όμοια με εκείνη όλων των άλλων προσώπων που έλκουν από τη Συνθήκη δικαιώματα και ελευθερίες. Επικαλούμενος, επίσης, την απόφαση της 8ης Μαΐου 1990, C-175/88, Biehl (Συλλογή 1990, σ. Ι-1779), φρονεί ότι η στέρηση των φορολογικών πλεονεκτημάτων περιορίζει το δικαίωμα εγκαταστάσεως του άρθρου 52. Τέλος, υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 273), διαφορετική μεταχείριση αναφορικά με την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει η Συνθήκη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την έλλειψη εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθετικών διατάξεων ούτε από την τήρηση της συμβάσεως που έχει συναφθεί με άλλο κράτος μέλος όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της συμβάσεως της 16ης Ιουνίου 1959, μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, περί αποφυγής της διπλής φορολογίας στον τομέα του φόρου εισοδήματος και περιουσίας, καθώς και των λοιπών φόρων και περί ρυθμίσεως λοιπών φορολογικών ζητημάτων (ΒGΒl. 1960, ΙΙ, σ. 1781).
12 Eπιβάλλεται, καταρχάς, να υπογραμμιστούν οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις και των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης.
13 Πρώτον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι αντιθέτως προς τον Knoors, Ιρλανδό υπήκοο, ο οποίος επιθυμούσε να εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες επικαλούμενος επαγγελματικά προσόντα που είχε αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος, συγκεκριμένα στο Βέλγιο, ο Werner είναι Γερμανός υπήκοος εγκατεστημένος στο κράτος καταγωγής του βάσει επαγγελματικών προσόντων και πείρας που απέκτησε στο εν λόγω κράτος.
14 Δεύτερον, η περίπτωση της κύριας δίκης είναι επίσης διαφορετική από την περίπτωση που εξέτασε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Biehl. Πράγματι, ο Βiehl ήταν Γερμανός υπήκοος, υποκείμενος σε φορολογική διάταξη του Λουξεμβούργου κατά την οποία η τυχόν επιστροφή υπερβάλλοντος φόρου συνδεόταν με το κριτήριο της μόνιμης κατοικίας στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου περιάγοντας σε δυσμενέστερη θέση τους φορολογουμένους εκείνους που είχαν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών, ενώ ο Werner είναι Γερμανός υπήκοος, υποκείμενος στη νομοθεσία του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια.
15 Τέλος, τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, είναι επίσης διαφορετικά. Πράγματι, αφορμή της υποθέσεως εκείνης υπήρξε η εφαρμογή επί εταιριών διαφορετικών φορολογικών κανόνων, ανάλογα με το αν η εταιρική τους έδρα βρισκόταν στη Γαλλία ή σε άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα οι μη έχουσες την έδρα τους στη Γαλλία εταιρίες να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα από τις εγκατεστημένες στη Γαλλία εταιρίες. Κατά το άρθρο 58 της Συνθήκης, οι εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου περί δικαιώματος εγκαταστάσεως, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφασή του αυτή (σκέψη 18), η έδρα υπό την προαναφερθείσα έννοια είναι για τις εταιρίες αντίστοιχη της ιθαγένειας για τα φυσικά πρόσωπα. Το κριτήριο, όμως, της διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως βάσει της νομοθετικής ρυθμίσεως κατά της οποίας στρέφεται ο Werner δεν αποτελεί η ιθαγένεια των φυσικών προσώπων, αλλά ο τόπος της κατοικίας.
16 Επιβάλλεται να τονιστεί ότι ο Werner είναι Γερμανός υπήκοος, ο οποίος απέκτησε στη Γερμανία τα διπλώματα και τα επαγγελματικά του προσόντα, άσκησε ανέκαθεν την επαγγελματική του δραστηριότητα στη χώρα αυτή και υπόκειται στη γερμανική φορολογική νομοθεσία. Το μόνο στοιχείο που εξέρχεται από το καθαρώς εθνικό πλαίσιο είναι το γεγονός ότι ο Werner κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα.
17 Συνεπώς, επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση στο εθνικό δικαστήριο ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να φορολογεί βαρύτερα τους υπηκόους του που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του, όπου πραγματοποιούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους και διαθέτουν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, όταν δεν έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος παρά όταν έχουν την κατοικία τους στο κράτος αυτό.
Επί της δυσμενούς διακρίσεως
18 Το τρίτο ερώτημα του Finanzgericht Koeln αναφέρεται στο αν το άρθρο 7 της Συνθήκης εμποδίζει ένα κράτος μέλος να φορολογεί βαρύτερα τους υπηκόους του που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του όταν δεν έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος παρά όταν έχουν την κατοικία τους στο κράτος αυτό.
19 Στο άρθρο 7 ορίζεται, ειδικότερα, ότι εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.
20 'Οπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο στην απόφασή του της 9ης Ιουνίου 1977, 90/76, Van Ameyde (Συλλογή τόμος 1977, σ. 333 σκέψη 27), εφόσον το άρθρο 52 της Συνθήκης διασφαλίζει, στον τομέα του δικαιώματος εγκαταστάσεως, την εφαρμογή της αρχής που επιβάλλει το άρθρο 7 της εν λόγω Συνθήκης, συνάγεται ότι, όταν συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το άρθρο 52, τότε είναι επίσης σύμφωνη και με το άρθρο 7.
Επί των δικαστικών εξόδων
21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
Κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Finanzgericht Koeln, με Διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 1991, αποφαίνεται ότι:
Το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να φορολογεί βαρύτερα τους υπηκόους του που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του, όπου πραγματοποιούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους και διαθέτουν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, όταν δεν έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος παρά όταν έχουν την κατοικία τους στο κράτος αυτό.