Avis juridique important
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΦΠΑ - ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-276/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04413
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Φορολογικές διατάξεις * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Φόρος κύκλου εργασιών * Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας * Εθνικό σύστημα κυρώσεων κατά της φοροδιαφυγής * Διαφοροποίηση μεταξύ εισαγωγών και εσωτερικού καθεστώτος * Επιτρέπεται * Προϋπόθεση * 'Ελλειψη δυσανάλογης διαφοράς μεταξύ των κυρώσεων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95 οδηγία 77/388 του Συμβουλίου)
Καίτοι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν όμοια συστήματα κυρώσεων για παραβάσεις της νομοθεσίας περί φόρου προστιθεμένης αξίας που οφείλεται κατά την εισαγωγή και για παραβάσεις που αφορούν τον ίδιο φόρο που επιβάλλεται επί των πραγματοποιουμένων στο εσωτερικό της χώρας συναλλαγών, καθόσον οι δύο κατηγορίες παραβάσεων δεν μπορούν να εντοπίζονται με την ίδια ευχέρεια, η κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη δυσκολία εντοπισμού μιας παραβάσεως δεν μπορεί να δικαιολογεί ωστόσο προφανώς δυσανάλογη διαφορά ως προς την αυστηρότητα των κυρώσεων που προβλέπονται για τις δύο κατηγορίες παραβάσεων. Υπάρχει τέτοια δυσαναλογία, και επομένως παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 95 της Συνθήκης, οσάκις οι παραβάσεις που διαπράττονται κατά την εισαγωγή αγαθών οδηγούν στην κατάσχεση του αντικειμένου της απάτης και σε πρόστιμο το οποίο κυμαίνεται από το ισόποσο μέχρι το διπλάσιο της αξίας του εν λόγω αντικειμένου, ενώ οι παραβάσεις που διαπράττονται στα πλαίσια συναλλαγών στο εσωτερικό της χώρας τιμωρούνται με πρόστιμο ανάλογο με το ύψος του μη καταβληθέντος φόρου.
Στην υπόθεση C-276/91,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Johannes Foens Buhl, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
προσφεύγουσα,
κατά
Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον Philippe Pouzoulet, υποδιευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου των Εξωτερικών, και τον Jean-Louis Falconi, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων του ιδίου υπουργείου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας βάσει του άρθρου 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι οποίες τιμωρούν τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των εισαγωγών από άλλο κράτος μέλος αυστηρότερα σε σχέση με τις κυρώσεις που προβλέπονται για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των πραγματοποιουμένων στο εσωτερικό της χώρας συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, προεδρεύοντα, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1993,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 1991, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας βάσει του άρθρου 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι οποίες τιμωρούν τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των εισαγωγών από άλλο κράτος μέλος αυστηρότερα σε σχέση με τις κυρώσεις που επιβάλλονται επί των πραγματοποιουμένων στο εσωτερικό της χώρας συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης.
2 Η γαλλική νομοθεσία προβλέπει δύο συστήματα κυρώσεων για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί φόρου προστιθεμένης αξίας. Το πρώτο, το οποίο έχει εφαρμογή επί παραβάσεων που αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, προβλέπει φορολογικές και ποινικές κυρώσεις. Το δεύτερο, το οποίο αφορά παραβάσεις που διαπράττονται κατά την εισαγωγή ορισμένων αγαθών στην εθνική επικράτεια, προβλέπει αποκλειστικά ποινικές κυρώσεις.
3 Ως προς τις παραβάσεις που αφορούν συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας, ο νόμος 87-502 της 8ης Ιουλίου 1987, περί τροποποιήσεως των φορολογικών και τελωνειακών διαδικασιών (JORF της 9ης Ιουλίου 1987, σ. 7470, στο εξής: νόμος της 8ης Ιουλίου 1987), προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, φορολογική κύρωση η οποία συνίσταται σε προσαύξηση ίση με το 10 % του οφειλομένου ποσού, η οποία αυξάνεται σε 40 % μετά την πρώτη όχληση και σε 80 % μετά τη δεύτερη. Τα άρθρα 1741 και 1750 του γενικού φορολογικού κώδικα προβλέπουν, εξάλλου, ποινικές κυρώσεις: πρόστιμο από 5 000 μέχρι 250 000 γαλλικά φράγκα (FF), φυλάκιση από ένα μέχρι πέντε έτη και, ενδεχομένως, αναστολή ισχύος της αδείας οδηγήσεως μέχρι τρία έτη.
4 Ως προς τις παραβάσεις που διαπράττονταν κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων που φορολογούνται με υψηλό συντελεστή, όπως συνέβαινε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, με τα αυτοκίνητα, τα οποία υπέκειντο σε συντελεστή ΦΠΑ 33,33 %, το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα θεσπίζει ποινικές κυρώσεις, ήτοι την επιβολή προστίμου το οποίο κυμαίνεται μεταξύ του ισαξίου και του διπλασίου της αξίας του αντικειμένου της απάτης, κατάσχεση του αντικειμένου αυτού και φυλάκιση μέχρι τρία έτη. Εξάλλου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, υπό II, του νόμου της 8ης Ιουλίου 1987, τέτοιες παραβάσεις μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο συμβιβασμού το ύψος του οποίου ανέρχεται, κατά μήνα καθυστερήσεως, στο 5 % του μη καταβληθέντος ΦΠΑ, οσάκις ο φόρος καταβάλλεται με καθυστέρηση τριών μέχρι δεκαέξι μηνών, και σε 80 %, οσάκις ο φόρος καταβάλλεται με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δεκαέξι μηνών.
5 Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε κατόπιν διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ της κυρίας Patron, Βελγίδας υπηκόου, και των γαλλικών τελωνειακών υπηρεσιών, οι οποίες κατηγόρησαν την Patron ότι χρησιμοποίησε στη Γαλλία το ταξινομημένο στο Βέλγιο ιδιωτικό της αυτοκίνητο, χωρίς να καταβάλει ΦΠΑ, καίτοι, κατά τη γνώμη τους, είχε τη συνήθη διαμονή της στη Γαλλία. Επειδή η Patron αρνήθηκε τον συμβιβασμό που της προτάθηκε, καταδικάστηκε τελικά για εισαγωγή αυτοκινήτου χωρίς την υποβολή διασαφήσεως, πράγμα που συνιστά τελωνειακή παράβαση σε βαθμό πλημμελήματος, σε πρόστιμο το ύψος του οποίου, λόγω των πολλών ελαφρυντικών που μπορούσαν να της αναγνωριστούν, καθορίστηκε σε 22 000 FF και διατάχθηκε η κατάσχεση του αυτοκινήτου.
6 Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 1989, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γαλλική Κυβέρνηση ότι φρονούσε ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα κυρώσεις αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 95 της Συνθήκης για δύο λόγους. Πρώτον, είναι αυστηρότερες από τις κυρώσεις που επιβάλλονται επί παραβάσεων διαπραττομένων στα πλαίσια συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας και η διαφορά αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανομοιότητα των δύο κατηγοριών παραβάσεων (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 299/86, Drexl, Συλλογή 1988, σ. 1213). Δεύτερον, οι κυρώσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη το ποσό του ΦΠΑ που καταβλήθηκε στο κράτος μέλος εξαγωγής, αντιθέτως προς την αρχή που διατύπωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1982 στην υπόθεση 15/81, Schul (Συλλογή 1982, σ. 1409) και της 21ης Μαΐου 1985 στην υπόθεση 47/84, Schul (Συλλογή 1985, σ. 1491).
7 Επειδή δεν έλαβε καμιά απάντηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή της κοινοποίησε, στις 26 Ιουλίου 1990, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία ενέμεινε στις αιτιάσεις που περιείχε το έγγραφο οχλήσεως και την κάλεσε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών.
8 Το αίτημα αυτό έμεινε επίσης χωρίς απάντηση. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή άσκησε, με δικόγραφο της 25ης Οκτωβρίου 1991, την παρούσα προσφυγή αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους.
9 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται λεπτομερώς η επίμαχη εθνική νομοθεσία, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
10 Ενόψει της διατυπώσεως των αιτημάτων της προσφυγής, πρέπει να τονιστεί ότι με την προσφυγή ζητείται κυρίως να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας, με το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα, σύστημα κυρώσεων για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων, το οποίο είναι αυστηρότερο από το σύστημα που προβλέπεται για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των εξ επαχθούς αιτίας συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης.
11 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει καταρχάς ότι, μετά τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, η εναρμόνιση των συντελεστών ΦΠΑ η οποία αποφασίστηκε σε κοινοτικό επίπεδο, οδήγησε στην εξαφάνιση της κατηγορίας των υποκειμένων σε υψηλό φορολογικό συντελεστή αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 414 του τελωνειακού κώδικα. Συναφώς, αναφέρεται στο άρθρο 11 του νόμου 91-716 της 26ης Ιουλίου 1991, το οποίο προβλέπει πράγματι την οριστική κατάργηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ από 1ης Ιανουαρίου 1993.
12 Στο επιχείρημα αυτό πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το αντικείμενο της ασκηθείσας προσφυγής βάσει του άρθρου 169 προσδιορίζεται από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και ότι, ακόμη και σε περίπτωση που έπαυσε η παράβαση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου, εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον για συνέχιση της δίκης (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1973 στην υπόθεση 39/72, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 375, σκέψη 9).
13 Με την απάντησή της στην αιτίαση της Επιτροπής περί δυσαναλογίας των κυρώσεων, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται κατόπιν ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95 της Συνθήκης, όπως ερμηνεύθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Drexl, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν ακριβώς όμοια συστήματα κυρώσεων για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που εισπράττεται κατά την εισαγωγή και για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας. Εν προκειμένω, οι παραβάσεις αυτές τιμωρούνται λιγότερο αυστηρά σε σχέση με εκείνες που αφορούν τον οφειλόμενο κατά την εισαγωγή ΦΠΑ, διότι είναι ευκολότερο να αποκαλυφθούν λόγω των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους υποκειμένους στον φόρο. Ειδικότερα, στα πλαίσια του εσωτερικού καθεστώτος, ο πωλητής αυτοκινήτου υποχρεούται να καταρτίσει μια σειρά εγγράφων τα οποία παρέχουν στις φορολογικές αρχές τη δυνατότητα να αποκαλύψουν την απάτη, ενώ στα πλαίσια του ΦΠΑ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή, η διέλευση των συνόρων αποτελεί τη μόνη πράξη επ' ευκαιρία της οποίας μπορεί να αποκαλυφθεί η απάτη και να εξακριβωθεί η ταυτότητα του παραβάτη.
14 Συναφώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν όμοιες κυρώσεις για τις δύο κατηγορίες παραβάσεων, εφόσον δεν μπορούν να αποκαλύπτονται με την ίδια ευχέρεια.
15 Εντούτοις, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Drexl, η κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη δυσχέρεια αποκαλύψεως μιας παραβάσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προδήλως δυσανάλογη διαφορά ως προς την αυστηρότητα των κυρώσεων που προβλέπονται για τις δύο κατηγορίες παραβάσεων.
16 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η διαφορά αυτή δεν είναι προφανώς δυσανάλογη.
17 Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 1741 και 1750 του γενικού φορολογικού κώδικα για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί συναλλαγής που πραγματοποιείται στο εσωτερικό της χώρας είναι ανάλογες με τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα σε περίπτωση παραβάσεως αφορώσας τον ΦΠΑ που οφείλεται κατά την εισαγωγή.
18 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
19 Η κατά την εισαγωγή ενός αγαθού παράλειψη υποβολής διασαφήσεως και καταβολής του αναλογούντος ΦΠΑ αποτελεί, αυτή καθαυτή, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη δόλου, πλημμέλημα, το οποίο τιμωρείται, κατά το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα, με πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ του ισαξίου και του διπλασίου της αξίας του αγαθού, κατάσχεση του αυτοκινήτου και φυλάκιση μέχρι τρία έτη. Η διάταξη αυτή καλύπτει συγκεκριμένα "κάθε εισαγωγή (...) χωρίς την υποβολή διασαφήσεως".
20 Αντιθέτως, στα πλαίσια του καθεστώτος των συναλλαγών στο εσωτερικό της χώρας, η παράλειψη απλώς δηλώσεως πράξεως υποκειμένης σε ΦΠΑ συνεπάγεται την καταβολή τόκου υπηρημερίας και προσαυξήσεως ίσης με το 10 % των οφειλομένων φόρων, με το 40 % μετά την πρώτη όχληση και με το 80 % μετά τη δεύτερη όχληση. Μόνον εφόσον η εθνική αρχή αποδεικνύει δόλο του παραβάτη στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με πρόστιμο από 5 000 μέχρι 250 000 FF, φυλάκιση από ένα μέχρι πέντε έτη και, ενδεχομένως, αναστολή ισχύος της αδείας οδηγήσεως μέχρι τρία έτη, δυνάμει των άρθρων 1741 και 1750 του γενικού φορολογικού κώδικα.
21 Επομένως, το ελάχιστο όριο για την επιβολή ποινικών κυρώσεων είναι χαμηλότερο σε περίπτωση παραβάσεως αφορώσας τον οφειλόμενο κατά την εισαγωγή ΦΠΑ σε σχέση με τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας.
22 Κατά συνέπεια, πρέπει να συγκριθούν οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα, οι οποίες δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη δόλου, με τις φορολογικές κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος της 8ης Ιουλίου 1987, οι οποίες επίσης δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη δόλου.
23 Aπό τη σύγκριση αυτή προκύπτει ότι το μέτρο της κατασχέσεως του αντικειμένου της απάτης δεν υπάρχει σε περίπτωση αντίστοιχης εσωτερικής παραβάσεως. Εξάλλου, το πρόστιμο, ποινή η οποία προστίθεται αυτομάτως στο μέτρο της κατασχέσεως, κυμαίνεται μεταξύ του ισαξίου και του διπλασίου της αξίας του μη δηλωθέντος αντικειμένου, ενώ, σε περίπτωση αντίστοιχης εσωτερικής παραβάσεως, είναι ανάλογο με το ύψος του μη καταβληθέντος φόρου. Η δυσαναλογία στην αυστηρότητα των κυρώσεων που έχουν εφαρμογή, αφενός, επί παραβάσεων της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που οφείλεται κατά την εισαγωγή και, αφετέρου, επί παραβάσεων της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται στις εσωτερικές συναλλαγές είναι επομένως προφανής.
24 Ως προς την αιτίαση αυτή, Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επιπλέον ότι, όσον αφορά τις παραβάσεις που διαπράττονται κατά την εισαγωγή αυτοκινήτων, το άρθρο 350 του τελωνειακού κώδικα εξουσιοδοτεί τις τελωνειακές αρχές να συνάπτουν συμβιβασμούς και ότι το ύψος των συμβιβασμών αυτών είναι παρόμοιο με τις φορολογικές κυρώσεις που έχουν εφαρμογή επί των παραβάσεων που διαπράττονται στα πλαίσια πράξεων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας.
25 Συναφώς, αρκεί να δοθεί η απάντηση ότι η δυνατότητα αυτή, η οποία ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως, δεν αρκεί για την άρση της παραβάσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το ασυμβίβαστο εθνικής διατάξεως με τις διατάξεις της Συνθήκης μπορεί να αίρεται μόνον μέσω υποχρεωτικών εσωτερικών διατάξεων (βλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1986 στην υπόθεση 239/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 3645, και της 21ης Ιουνίου 1988 στην υπόθεση 257/86, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 3249).
26 Τέλος, πρέπει να εξεταστεί η δεύτερη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή. 'Οπως ήδη ειπώθηκε στη σκέψη 6, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παράβαση του άρθρου 95 απορρέει, εξάλλου, από το γεγονός ότι το πρόστιμο που προβλέπει το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα δεν λαμβάνει υπόψη το ποσό του ΦΠΑ που καταβλήθηκε στο κράτος μέλος εξαγωγής και είναι ακόμη ενσωματωμένο στην αξία του αγαθού κατά τον χρόνο της εισαγωγής, καθόσον το ύψος του ποσού αυτού αποτελεί τμήμα της φορολογικής βάσεως και δεν αφαιρείται από τον ΦΠΑ που οφείλεται κατά την εισαγωγή.
27 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το σύστημα κατά το οποίο ο προσδιορισμός του ύψους του προστίμου εξαρτάται από την αξία του αγαθού δεν λαμβάνει υπόψη, εξ υποθέσεως, το ποσό του καταβληθέντος στο κράτος μέλος εξαγωγής ΦΠΑ.
28 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας, βάσει του άρθρου 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα, σύστημα κυρώσεων για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή από άλλο κράτος μέλος, το οποίο είναι αυστηρότερο από το προβλεπόμενο για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που αφορά τις πραγματοποιούμενες στο εσωτερικό της χώρας συναλλαγές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης.
Επί των δικαστικών εξόδων
29 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
1) Η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας, βάσει του άρθρου 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα, σύστημα κυρώσεων για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή από άλλο κράτος μέλος, το οποίο είναι αυστηρότερο από το προβλεπόμενο για τις παραβάσεις της νομοθεσίας ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των πραγματοποιουμένων στο εσωτερικό της χώρας συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης.
2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.