Avis juridique important
Απόϕαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 8ης Φεβρουαρίου 1996. - Pezzullo Molini Pastifici Mangimifici SpA κατά Ministero delle Finanze. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Corte d'appello di Salerno - Ιταλία. - Καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή - Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί των γεωργικών εισϕορών και του ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ προσωρινής και οριστικής εισαγωγής. - Υπόθεση C-166/94.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00331
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων * Εμπόριο με τρίτες χώρες * Καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή * Διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή * Είσπραξη της γεωργικής εισφοράς * Είσπραξη τόκων υπερημερίας * Παραδεκτό
(Οδηγία 69/73 του Συμβουλίου, άρθρο 16)
2. Φορολογικές διατάξεις * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Φόροι κύκλου εργασιών * Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας * Γενεσιουργός αιτία και απαιτητό του φόρου * Καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή * Διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή * Είσπραξη του φόρου που οφείλεται λόγω της εισαγωγής * Είσπραξη τόκων υπερημερίας * Απαράδεκτο
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρα 10 και 3, εδ. 4)
1. Η οδηγία 69/73 περί του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή επέτρεπε σε κράτος μέλος να προβλέψει ότι, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς αυτό, η οφειλόμενη γεωργική εισφορά προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
2. Η έκτη οδηγία 77/388 αντιτίθεται στο να επιβάλλει ένα κράτος μέλος την είσπραξη τόκων επί του οφειλομένου φόρου προστιθεμένης αξίας, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
Πράγματι, η δυνατότητα αυτή αποκλείεται από το άρθρο 10, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας, το οποίο έχει εφαρμογή επί του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή και προβλέπει ότι το απαιτητό του φόρου δεν επέρχεται παρά κατά το χρονικό σημείο που τα αγαθά εξέρχονται του καθεστώτος αυτού και δηλώνονται προκειμένου να διατεθούν στην κατανάλωση.
Στην υπόθεση C-166/94,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Corte d' appello di Salerno (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Pezzullo Molini Pastifici Mangimifici SpA
και
Ministero delle Finanze,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12, 13, 30 και 38 της Συνθήκης ΕΚ, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), και του άρθρου 16 της οδηγίας 69/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 34),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida και C. Gulmann (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: R. Grass
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato,
* η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Aresu, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 31ης Μαΐου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουνίου 1994, το Corte d' appello di Salerno υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12, 13, 30 και 38 της Συνθήκης ΕΚ, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), και του άρθρου 16 της οδηγίας 69/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 34).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Pezzullo Molini Pastifici Mangimifici SpA (στο εξής: Pezzullo) και του Ministero delle Finanze (Υπουργείου Οικονομικών).
3 Στις 21 Μαΐου 1982, η Pezzullo εισήγαγε προσωρινώς 1 000 τόνους σκληρού σίτου προελεύσεως Καναδά με σκοπό να τον μεταποιήσει σε σιμιγδάλι και να επανεξαγάγει σιμιγδάλι. Μετά την επανεξαγωγή του σιμιγδαλιού, η Pezzullo διέθεσε στην κατανάλωση εντός της Ιταλίας τα υποπροϊόντα της μεταποιήσεως (σιμιγδάλι κατώτερης ποιότητας, πίτουρο και άλευρο για ζωοτροφές), τα οποία έτσι εισήχθησαν οριστικώς στις 15 Ιανουαρίου 1985.
4 Για την οριστική εισαγωγή των υποπροϊόντων αυτών, οι τελωνειακές υπηρεσίες του Salerno αξίωσαν την καταβολή μιας εισφοράς και του φόρου προστιθεμένης αξίας. Αξίωσαν επίσης, βάσει του άρθρου 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου (όπως διαμορφώθηκε με το προεδρικό διάταγμα 43 της 23ης Ιανουαρίου 1973), την καταβολή τόκων υπερημερίας για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής. Προσδιόρισαν το σύνολο των οφειλομένων τόκων στο ποσό των 18 315 610 ιταλικών λιρών (LIT), ήτοι 17 382 352 LIT για τη γεωργική εισφορά και 933 258 LIT για τον ΦΠΑ.
5 Η Pezzullo κατέβαλε την εισφορά και τον ΦΠΑ, καθώς και τους τόκους υπερημερίας. Εντούτοις, θεωρώντας ότι οι διατάξεις του ιταλικού δικαίου, βάσει των οποίων εισπράχθηκαν οι τόκοι, δεν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale di Salerno με αίτημα την επιστροφή των καταβληθέντων τόκων. Κατόπιν απορρίψεως της αγωγής της, η Pezzullo άσκησε έφεση ενώπιον του Corte d' appello di Salerno.
6 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού υποστήριξε ότι οι ζητηθέντες τόκοι υπερημερίας αποτελούν εσωτερικό δασμό ή επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος που δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 9, 12, 13, 30 και 38 της Συνθήκης. Προέβαλε επίσης παράβαση του κανονισμού 19 του Συμβουλίου, της 20ής Απριλίου 1962, περί σταδιακής κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (JO 1962, 30, σ. 933), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 120/67 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1967, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (JO L 117, σ. 2269), με το αιτιολογικό ότι οι κανονισμοί αυτοί απαγόρευαν την είσπραξη οποιουδήποτε δασμού ή οποιασδήποτε επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος στο εμπόριο με τρίτες χώρες.
7 Το Ministero delle Finanze ισχυρίστηκε ότι, όταν έγινε η προσωρινή εισαγωγή, οι κανονισμοί 19 και 120/67 δεν ήσαν πλέον εν ισχύι, δεδομένου ότι είχαν καταργηθεί με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2727/75. Υποστήριξε επίσης ότι το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου είναι σύμφωνο με την προαναφερθείσα οδηγία 69/73.
8 Το Corte d' appello di Salerno αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
"Αντέβαινε, κατά τον χρόνο της επίμαχης εν προκειμένω εισαγωγής (1982), προς υπερισχύουσες των εθνικών διατάξεων διατάξεις του κοινοτικού δικαίου η επιβολή τόκων υπερημερίας, την οποία προέβλεπε το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου για την περίπτωση οριστικής εισαγωγής;"
9 Εφόσον, εν προκειμένω, οι τόκοι υπερημερίας εισπράχθηκαν τόσο επί της οφειλομένης εισφοράς όσο και επί του οφειλομένου ΦΠΑ, πρέπει να εξεταστεί πρώτα αν το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται στην είσπραξη τόκων υπερημερίας επί της εισφοράς και στη συνέχεια αν αντιτίθεται στην είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του ΦΠΑ.
Επί της εισπράξεως τόκων υπερημερίας επί της εισφοράς
10 Εφόσον η εισφορά εισπράχθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, πρέπει να εξεταστούν οι κοινοτικοί κανόνες που είχαν εφαρμογή στον τομέα αυτόν κατά τον χρόνο της επίμαχης εισαγωγής, δηλαδή η προαναφερθείσα οδηγία 69/73.
11 Η οδηγία 69/73 θεσπίζει κοινούς κανόνες περί του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Το τελωνειακό αυτό καθεστώς επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να τύχουν επεξεργασίας στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, για να υποστούν μία ή περισσότερες εργασίες τελειοποιήσεως (κατεργασία, μεταποίηση, επιδιόρθωση ή χρησιμοποίηση), μη κοινοτικά εμπορεύματα που προορίζονται να επανεξαχθούν από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας υπό μορφή παραγώγων προϊόντων, χωρίς να επιβαρυνθούν τα εμπορεύματα αυτά με δασμούς ή γεωργικές εισφορές.
12 Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α' και στοιχείο β', πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 69/73 ορίζει ότι, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις με συνεχή ροή παραγωγής αγαθών που προορίζονται τόσο για την κοινοτική αγορά όσο και για εξωτερικές αγορές, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν να διατεθούν στην κατανάλωση παράγωγα προϊόντα ή προϊόντα που έχουν τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή.
13 Το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, "σε περίπτωση αδείας για θέση σε ανάλωση υπό τους όρους του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο α' και στοιχείο β', πρώτη περίπτωση, οι δασμοί, οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι γεωργικές εισφορές που πρέπει να εισπραχθούν επί των παραγώγων προϊόντων, επί των ενδιαμέσων προϊόντων ή επί των αρχικών εμπορευμάτων είναι οι αναφερόμενοι στα εισαχθέντα εμπορεύματα, λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή ή του ποσού που ισχύει κατά την ημερομηνία αποδοχής από τις αρμόδιες αρχές του σχετικού τελωνειακού εγγράφου και βάσει της δασμολογητέας αξίας και των άλλων στοιχείων φορολογήσεως ανεγνωρισμένων ή αποδεκτών κατά την ημερομηνία αυτή, με την επιφύλαξη των ενδεχομένως απαιτητών τόκων υπερημερίας".
14 Το τελευταίο μέρος του άρθρου αυτού, δηλαδή οι όροι "με την επιφύλαξη των ενδεχομένως απαιτητών τόκων υπερημερίας", αποδεικνύει ότι το Συμβούλιο έχει προβλέψει ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εισπράττουν τόκους υπερημερίας επί εισαγωγικών δασμών και γεωργικών εισφορών για τα προϊόντα που έχουν τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή.
15 Ο κανόνας αυτός δεν αντίκειται προς τα άρθρα 9, 12, 13, 30 και 38 της Συνθήκης ΕΚ, τα οποία επικαλέστηκε η Pezzullo ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 11 των προτάσεών του, τα άρθρα αυτά δεν είναι εφαρμοστέα ή δεν ασκούν άμεση επιρροή στην παρούσα υπόθεση.
16 Ομοίως, ο κανόνας αυτός δεν είναι αντίθετος προς το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2727/75, το οποίο ορίζει:
"Πλην αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή εξαιρέσεως που απεφασίσθη από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής, απαγορεύονται:
* η είσπραξη κάθε δασμού ή φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος
(...)"
17 Πράγματι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 17 των προτάσεών του, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχοι τόκοι υπερημερίας χαρακτηριστούν ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, το άρθρο 16 της οδηγίας 69/73 αποτελεί εξαίρεση από την απαγόρευση που περιέχεται στο άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2727/75, εξαίρεση που αποφασίστηκε από το Συμβούλιο και που κατά τα ανωτέρω επιτρέπεται ρητώς.
18 Συνεπώς, σ' αυτό το μέρος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 69/73, ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, επέτρεπε σε κράτος μέλος να προβλέψει ότι, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, η οφειλόμενη γεωργική εισφορά προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
Επί της εισπράξεως τόκων υπερημερίας επί του ΦΠΑ
19 Εφόσον εισπράχθηκαν τόκοι υπερημερίας και επί του ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής, πρέπει να εξεταστεί αν η είσπραξη των τόκων αυτών είναι σύμφωνη με τους κοινοτικούς κανόνες περί ΦΠΑ, δηλαδή την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως των πραγματικών περιστατικών.
20 Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής ορίζει:
"Κατά την εισαγωγή, η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο εισόδου του αγαθού στο εσωτερικό της χώρας, κατά την έννοια του άρθρου 3.
'Οταν τα εισαγόμενα αγαθά υπόκεινται σε δασμούς, γεωργικές εισφορές ή επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο κοινής πολιτικής, τα κράτη μέλη δύνανται να συναρτούν την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του φόρου με την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό που προβλέπονται γι' αυτούς τους κοινοτικούς δασμούς, εισφορές και επιβαρύνσεις.
Σε περίπτωση που τα αγαθά δεν υπόκεινται σε κανένα από τους εν λόγω κοινοτικούς δασμούς ή φόρους, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν, ως προς την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του φόρου, τις ήδη εν ισχύι σχετικές διατάξεις επί των δασμών.
'Οταν τα αγαθά τίθενται, από της εισαγωγής τους, σε ένα από τα καθεστώτα που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, περίπτωση Α, ή υπό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής ή διαμετακομίσεως, η γενεσιουργός αιτία και το απαιτητό του φόρου επέρχονται μόνο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο τα αγαθά εξέρχονται από το καθεστώς αυτό και δηλώνονται ότι τίθενται σε ανάλωση."
21 Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, περίπτωση Α, στοιχείο ε', της οδηγίας 77/388, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 3, έχει εφαρμογή επί του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή.
22 Συνεπώς, από την οδηγία αυτή προκύπτει ρητώς ότι η γενεσιουργός αιτία και το απαιτητό του φόρου δεν επέρχονται παρά κατά το χρονικό σημείο που τα προϊόντα εξέρχονται του καθεστώτος και δηλώνονται προκειμένου να διατεθούν στην κατανάλωση. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β', το χρονικό σημείο που ο φόρος καθίσταται απαιτητός είναι εκείνο κατά το οποίο το Δημόσιο μπορεί να προβάλει το δικαίωμα πληρωμής του φόρου έναντι του υποχρέου, έστω και αν η πληρωμή αυτή μπορεί να ανασταλεί. Συνεπώς, οι τόκοι λόγω μη πληρωμής του φόρου μπορούν να τρέχουν το νωρίτερο από αυτό το χρονικό σημείο.
23 Επομένως, το άρθρο 10, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 77/388 αποκλείει τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να αξιώσει, στο πλαίσιο του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, τόκους υπερημερίας επί του ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
24 Συνεπώς, σ' αυτό το μέρος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 77/388 δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του οφειλομένου ΦΠΑ, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
Επί των δικαστικών εξόδων
25 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 31ης Μαΐου 1994 το Corte d' appello di Salerno, αποφαίνεται:
1) Η οδηγία 69/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, επέτρεπε σε κράτος μέλος να προβλέψει ότι, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, η οφειλόμενη γεωργική εισφορά προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.
2) Η οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του οφειλομένου ΦΠΑ, σε περίπτωση διαθέσεως στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας εμπορευμάτων που έχουν προηγουμένως τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, για την περίοδο μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.