Avis juridique important
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Ιανουαρίου 1998. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας. - Κρατικές ενισχύσεις - Φορολογικό ευεργέτημα σε σχέση με διάφορους φόρους - Αναζήτηση της ενισχύσεως - Έλλειψη απόλυτης αδυναμίας. - Υπόθεση C-280/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-00259
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Μη τήρηση αποφάσεως της Επιτροπής σχετικής με κρατική ενίσχυση - Απόφαση μη προσβληθείσα με προσφυγή ακυρώσεως - Μέσα άμυνας - Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως - Κριτήρια εκτιμήσεως
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 2)
Οσάκις ασκείται προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους που είναι αποδέκτης αποφάσεως εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η οποία δεν προσβλήθηκε με προσφυγή ακυρώσεως και με την οποία αυτό υποχρεώνεται να αναζητήσει παράνομη ενίσχυση, το μόνο μέσο άμυνας του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση κατά της προσφυγής είναι αυτό που στηρίζεται στην απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.
Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται οσάκις η κυβέρνηση του κράτους μέλους απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής, πολιτικής ή πρακτικής φύσεως που παρουσίαζε η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις προκειμένου να αναζητήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των δυσχερειών.
Εξάλλου, μολονότι ανυπέρβλητες δυσχέρειες μπορούν να εμποδίσουν ένα κράτος μέλος να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο, ο απλός φόβος για τέτοιες δυσχέρειες δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους του μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
Στην υπόθεση C-280/95,
Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Antonio Aresu και Anders C. Jessen, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
προσφεύγουσα,
κατά
Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adιlaοde,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της προς την απόφαση 93/496/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 1993, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/92 (ex NN 67/92) - Ιταλία (πίστωση φόρου για τους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς) (ΕΕ L 233, σ. 10), και παραλείποντας ιδίως να προβεί από το οικονομικό έτος 1992 σε αναζήτηση της ενισχύσεως που θεσπίστηκε παρανόμως, με υπουργική απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, υπό μορφή πιστώσεως φόρου σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος, τον δημοτικό φόρο ή τον φόρο προστιθεμένης αξίας υπέρ των επαγγελματιών οδικών μεταφορέων στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους H. Ragnemalm, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, G. F. Mancini, J. L. Murray και G. Hirsch (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαου 1997, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ιταλική Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από τον Oscar Fiumara, η δε Επιτροπή από τον Anders C. Jessen και τη Laura Pignataro, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 1995, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της προς την απόφαση 93/496/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 1993, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/92 (ex NN 67/92) - Ιταλία (πίστωση φόρου για τους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς) (ΕΕ L 233, σ. 10), και παραλείποντας ιδίως να προβεί από το οικονομικό έτος 1992 σε αναζήτηση της ενισχύσεως που θεσπίστηκε παρανόμως, με υπουργική απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, υπό μορφή πιστώσεως φόρου σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος, τον δημοτικό φόρο ή τον φόρο προστιθεμένης αξίας υπέρ των επαγγελματιών οδικών μεταφορέων στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.
2 Με υπουργική απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992 (GURI αριθ. 25, της 31ης Ιανουαρίου 1992, σ. 17, στο εξής: υπουργική απόφαση), η Ιταλική Κυβέρνηση θέσπισε, για το οικονομικό έτος 1992, υπέρ των ιταλικών επιχειρήσεων των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στη οδική μεταφορά εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων πίστωση φόρου σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος, τον δημοτικό φόρο ή τον φόρο προστιθεμένης αξίας. Οι δικαιούχοι μπορούσαν να εκπίπτουν την εν λόγω πίστωση φόρου από την καταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, τον τοπικό φόρο εισοδήματος και τον φόρο προστιθεμένης αξίας, ακολούθως δε να την εκπίπτουν επίσης κατά την καταβολή των κρατήσεων στην πηγή που πραγματοποιούν οι εκπρόσωποι των μεταφορικών επιχειρήσεων επί των αποδοχών των μισθωτών και των αμοιβών των ελευθέρων επαγγελματιών. Το χρονικό σημείο και η συχνότητα διενέργειας της εκπτώσεως διέφεραν ανάλογα με το είδος του φόρου που επέλεγαν οι δικαιούχοι ως βάση της πιστώσεως φόρου. Το ποσό της πιστώσεως φόρου υπολογίστηκε βάσει της διαφοράς μεταξύ της τιμής του πετρελαίου ντίζελ στην Ιταλία και της μέσης τιμής που εφαρμόζεται στα άλλα κράτη μέλη· ως συνολικό ύψος της πιστώσεως φόρου ορίστηκε το ποσό των 275 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών (LIT).
3 Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν ενημερώθηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση πριν από τη θέσπιση της πιστώσεως φόρου, ζήτησε από την εν λόγω κυβέρνηση, με έγγραφο της 15ης Απριλίου 1992, να της παρασχεθούν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την υπουργική απόφαση και δήλωσε ότι η θέσπιση της εν λόγω πιστώσεως φόρου μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ. Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η πίστωση φόρου δεν συνιστούσε ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ, αλλ' αντιθέτως μέτρο αμιγώς φορολογικής φύσεως με σκοπό την αντιστάθμιση των εισφορών έναντι των μεταφορικών επιχειρήσεων, ιδίως εκείνων που οφείλονται σε σχέση με τα καύσιμα και τα λιπαντικά, οπότε δεν δημιουργούσε καμία νόθευση του ανταγωνισμού. Με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 1992, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης αυτής.
4 Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση, της οποίας τα άρθρα 1, 2 και 3 ορίζουν τα εξής:
«Άρθρο 1
Η ενίσχυση που χορηγείται στους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς στην Ιταλία υπό μορφή πίστωσης φόρου για τον φόρο εισοδήματος ή για τον δημοτικό φόρο ή για τον ΦΠΑ, η οποία καθιερώθηκε με την ιταλική υπουργική απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, είναι παράνομη, δεδομένου ότι χορηγείται κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων που ορίζονται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η ενίσχυση αυτή δεν συμβιβάζεται ούτε με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι δεν πληροί κανέναν από τους όρους για εξαίρεση που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3, ούτε πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70.
Άρθρο 2
Η Ιταλία καταργεί την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 και εξασφαλίζει ότι τα ήδη χορηγηθέντα ποσά επιστρέφονται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης. Η ενίσχυση επιστρέφεται σύμφωνα με τις ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές που διέπουν τους τόκους υπερημερίας για χρηματικά ποσά που οφείλονται στο κράτος· οι τόκοι αυτοί αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία χορήγησης της παράνομης ενίσχυσης.
Άρθρο 3
Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί προς αυτήν.»
5 Η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία ούτε προσέβαλε την απόφαση αυτή ούτε προέβη στην αναζήτηση της πιστώσεως φόρου, παρέτεινε επανειλημμένα την ισχύ της υπουργικής αποφάσεως, ενώ συγχρόνως της επέφερε τροποποιήσεις που άρχισαν να ισχύουν από το οικονομικό έτος 1993, ώστε η ενίσχυση να χορηγείται και στους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά την εκ μέρους τους κατανάλωση πετρελαίου ντίζελ εντός του ιταλικού εδάφους (άρθρο 15 του νομοθετικού διατάγματος 82 της 29ης Μαρτίου 1993, το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 162 της 27ης Μαου 1993).
6 Έτσι, με έγγραφο της 26ης Αυγούστου 1993, η Ιταλική Κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι, αφού η αιτίαση που είχε διατυπωθεί εναντίον της με την απόφαση στηριζόταν κυρίως στη διάκριση μεταξύ των Ιταλών οδικών μεταφορέων και των οδικών μεταφορέων των λοιπών κρατών μελών, προέβη στην εξάλειψη της διαφοράς όσον αφορά τη μεταχείρισή τους, χορηγώντας στους κοινοτικούς οδικούς μεταφορείς, από το οικονομικό έτος 1993, ενίσχυση συγκρίσιμη από οικονομικής απόψεως με την πίστωση φόρου που χορηγούνταν στους Ιταλούς μεταφορείς. Η εν λόγω κυβέρνηση προσέθεσε ότι, από τεχνικής απόψεως, η αναζήτηση της ήδη χορηγηθείσας πιστώσεως φόρου θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής και επαχθής για τις φορολογικές αρχές, δεδομένου ότι η εν λόγω πίστωση ήταν εκπεστέα από προκαταβολές και υπόλοιπα σχετικά με άμεσους φόρους καθώς και από μηνιαίες ή τριμηνιαίες εκκαθαρίσεις του φόρου προστιθεμένης αξίας.
7 Με την από 24 Νοεμβρίου 1993 απάντησή της, η Επιτροπή δήλωσε ότι η αιτιολογία της αποφάσεως δεν στηριζόταν μόνον στη διαφορετική μεταχείριση των Ιταλών οδικών μεταφορέων έναντι των μεταφορέων των λοιπών κρατών μελών, αλλά και στην ύπαρξη νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Επομένως, κατά την άποψή της, η Ιταλική Δημοκρατία, καθόσον παρέλειψε να αναζητήσει τη χορηγηθείσα το 1992 ενίσχυση και παρέτεινε την ισχύ του - έστω και τροποποιηθέντος - καθεστώτος πιστώσεως φόρου, δεν συμμορφώθηκε προς την εν λόγω απόφαση.
8 Με έγγραφο της 13ης Ιανουαρίου 1994, η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε ότι η αναζήτηση την οποία αφορούσε η απόφαση ήταν τεχνικώς αδύνατη, καθόσον, δεδομένου ότι η πίστωση φόρου ήταν εκπεστέα από διάφορα είδη φόρων, θα υποχρέωνε τις φορολογικές αρχές να προβούν σε μια σειρά ειδικών ελέγχων ενός τεράστιου αριθμού δηλώσεων που είχαν υποβληθεί από περίπου 150 000 μεταφορικές επιχειρήσεις και τους εκπροσώπους τους.
9 Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση καθόρισε με σαφήνεια την υποχρέωση της Ιταλικής Κυβερνήσεως να απαιτήσει την επιστροφή της ενισχύσεως, οπότε η Ιταλική Δημοκρατία, καθόσον δεν προέβη στην αναζήτηση της ενισχύσεως, παρέβη τις υποχρέωσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.
10 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι η εντολή αναζητήσεως αποτελεί τη συνέπεια της διαπιστώσεως της Επιτροπής περί του ασυμβιβάστου της ενισχύσεως προς τη Συνθήκη ούτε ότι δεν αναζήτησε την πίστωση φόρου που είχε χορηγηθεί για το οικονομικό έτος 1992. Ωστόσο, προς αντίκρουση του συμπεράσματος της Επιτροπής, ότι δηλαδή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη, η εν λόγω κυβέρνηση επικαλείται την απόλυτη αδυναμία συμμορφώσεώς της προς την απόφαση.
11 Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση διατείνεται, πρώτον, ότι η θέσπιση του επίδικου καθεστώτος της πιστώσεως φόρου ήταν το αποτέλεσμα σοβαρών διενέξεων που σημειώθηκαν στον τομέα των οδικών μεταφορών κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και είχαν σοβαρές συνέπειες για τον οικονομικό και κοινωνικό βίο στην Ιταλία. Συγκεκριμένα, το 1990, η Ιταλική Κυβέρνηση υπέγραψε ένα πρωτόκολλο συμφωνίας με τις επαγγελματικές ενώσεις, που είχε ως σκοπό τον περιορισμό όλων των δαπανών που συνεπάγονται οι οδικές μεταφορές και, ειδικότερα, η κατανάλωση πετρελαίου ντίζελ. Μεταξύ των μέτρων που ελήφθησαν αμέσως, δυνάμει του εν λόγω πρωτοκόλλου, συγκαταλεγόταν η πίστωση φόρου. Η αναζήτηση της πιστώσεως από μια ομάδα επαγγελματιών που έλαβε ένα - νόμιμο ή όχι - όφελος μέσω αγώνα που διεξήγαγε με μεγάλη αποφασιστικότητα και ομοψυχία θα σήμαινε την αναζωπύρωση της διενέξεως με ακόμη πιο εκρηκτικά αποτελέσματα.
12 Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για να είναι δυνατή η επίκληση της δικαιολογίας που στηρίζεται στην απόλυτη αδυναμία αναζητήσεως της ενισχύσεως, αρκεί να έχει χορηγηθεί η ενίσχυση αυτή σε έναν ευρύτατο τομέα επιχειρηματιών, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα διεκδικητικοί και διαθέτουν επαρκή μέσα προς υλοποίηση των απειλών τους. Έτσι, στο πλεονέκτημα που παρέχεται στους δικαιούχους με τη χορήγηση της ενισχύσεως προστίθεται το πλεονέκτημα μιας δυνατότητας αποτροπής, αποθαρρύνουσας οποιαδήποτε απόπειρα αναζητήσεως. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι προδήλως ανεπίτρεπτη.
13 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αμφισβητείται το κύρος της αποφάσεως. Ωστόσο, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο επιβάλλει την αναζήτηση της επίμαχης πιστώσεως φόρου, επιβάλλει μια υποχρέωση της οποίας η εκτέλεση είναι απολύτως αδύνατη. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το μόνο μέσο άμυνας το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία άσκησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, είναι αυτό που βασίζεται στην απόλυτη αδυναμία της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Απριλίου 1995 στην υπόθεση C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-673, σκέψη 16).
14 Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται οσάκις η καθής κυβέρνηση απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσίαζε η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις προκειμένου να αναζητήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των δυσχερειών (βλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989 στην υπόθεση 94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 175, σκέψη 10, και της 10ης Ιουνίου 1993 στην υπόθεση C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1993, σ. Ι-3131, σκέψη 20).
15 Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, καθίσταται φανερό ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ουδόλως επιχείρησε να αναζητήσει την επίμαχη πίστωση φόρου. Ελλείψει μιας τέτοιας ενέργειας, δεν μπορεί να αποδειχθεί η αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως περί αναζητήσεως.
16 Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι ανυπέρβλητες δυσχέρειες μπορούν να εμποδίσουν ένα κράτος μέλος να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 101/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1985, σ. 2629, σκέψη 16), ο απλός φόβος για τέτοιες δυσχέρειες δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους του παράλειψη να εφαρμόσει ορθώς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-52/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-4443, σκέψη 38, και της 9ης Δεκεμβρίου 1997 στην υπόθεση C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 55, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή).
17 Δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση περιορίζεται εν προκειμένω στην πρόβλεψη μια αναζωπυρώσεως της παλαιάς διενέξεως στον τομέα των οδικών μεταφορών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές που χαρακτηρίζουν την παρούσα κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων ιδίως εκείνων που αφορούν την ύπαρξη της αποφάσεως και την υποχρέωση διασφαλίσεως της τηρήσεώς της, η επιχειρηματολογία της ως προς το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
18 Δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι η αναζήτηση της πιστώσεως φόρου είναι αδύνατη και από τεχνικής απόψεως. Συγκεκριμένα, προς τούτο θα απαιτούνταν ο αφηρημένος προσδιορισμός των δικαιούχων (περίπου 100 000), η εξέταση κάθε ατομικής καταστάσεως για ένα ή περισσότερα έτη (τα έτη από το 1992 και μετά), η επαλήθευση της πράγματι χρησιμοποιηθείσας πιστώσεως φόρου, η κατανομή της συνολικής πιστώσεως που χρησιμοποιήθηκε από καθένα στις διάφορες φορολογικές κατηγορίες, η προετοιμασία εγγράφων προς δικαιολόγηση κάθε αιτήσεως επιστροφής και η σύνταξη αιτήσεως επιστροφής, εξυπακουομένου ότι κάθε υπηρεσία θα προέβαινε στην αναζήτηση των φόρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, τόσο από γεωγραφικής απόψεως όσο και σε σχέση με το είδος του φόρου. Κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, είναι προφανές ότι μια τέτοια διαδικασία αναζητήσεως προϋποθέτει ένα μεγάλο αριθμό υπηρεσιών διασκορπισμένων στην επικράτεια (εφορίες, αρμόδια κέντρα, υπηρεσίες αρμόδιες για τους άμεσους φόρους, για τον φόρο προστιθεμένης αξίας), καθόσον απαιτεί μια ελεγκτική δραστηριότητα η οποία βαίνει πέραν εκείνης που προβλέπεται και σχεδιάζεται κατά κανόνα βάσει των ικανοτήτων τους δράσεως. Τα μέσα που θα έπρεπε να αφιερωθούν σε μια τέτοια δραστηριότητα θα έθιγαν σοβαρά την κανονική δυνατότητα ελέγχου των υπηρεσιών με επιβλαβείς συνέπειες για την ορθή λειτουργία του φορολογικού συστήματος.
19 Εντός της προοπτικής αυτής, η Ιταλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι κατέστησε ακόμη δυσχερέστερη την αναζήτηση, καθόσον άφησε να παρέλθουν δύο έτη μέχρι να προσφύγει στο Δικαστήριο.
20 Η Επιτροπή διατείνεται, στηριζόμενη στην ιταλική φορολογική νομοθεσία, ότι, αφενός, χάρη στο ότι συμπεριελήφθη ένας ειδικός πίνακας στη δήλωση εισοδήματος των δικαιούχων, στο πλαίσιο του οποίου ήταν υποχρεωτική η διευκρίνιση του πραγματοποιηθέντος υπολογισμού και των επιπτώσεων της απαλλαγής επί των οφειλομένων φόρων, και, αφετέρου, χάρη στην υποχρέωση ελέγχου των δηλώσεων, την οποία υπέχουν οι εφορίες των περιφερειών προκειμένου να επαληθεύουν ότι οι τυχόντες της πιστώσεως φόρου χρησιμοποίησαν ορθώς την ενίσχυση αυτή, οι ιταλικές αρχές μπορούν να υπολογίσουν για κάθε τυχόντα της πιστώσεως φόρου το ακριβές ποσό της πιστώσεως φόρου που έχει εκπεστεί από τη φορολογική βάση, δηλαδή το ποσό που πρέπει να επιστραφεί από τους οδικούς μεταφορείς.
21 Όσον αφορά τον συγκεκριμένο τρόπο αναζητήσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι η αναζήτηση των φόρων - στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα του συμψηφισμού - δεν παρουσιάζει άλλες δυσχέρειες από εκείνες που αντιμετωπίζουν οι φορολογικές αρχές σε περίπτωση διορθώσεως των δηλώσεων εισοδήματος δυνάμει της ιταλικής ρυθμίσεως (οι βασικές διατάξεις, που έχουν τροποποιηθεί επανειλημμένα, είναι οι εξής: διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας υπ' αριθ. 600 της 29ης Σεπτεμβρίου 1973, κοινές διατάξεις όσον αφορά την επαλήθευση του φόρου εισοδήματος και διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας υπ' αριθ. 633 της 26ης Οκτωβρίου 1972, θέσπιση και ρύθμιση του φόρου προστιθεμένης αξίας), η οποία προβλέπει ειδικές διαδικασίες, ήτοι την αποστολή ειδοποιήσεως, την ενδεχόμενη είσπραξη με μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως και τη συνεργασία με τη guardia di finanza (φορολογική αρχή), οι οποίες καθιστούν δυνατή την είσπραξη των ποσών που οφείλει ο φορολογούμενος.
22 Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι η άποψή της όσον αφορά την ανάγκη αναζητήσεως της χορηγηθείσας ενισχύσεως ήταν πάντοτε σαφής.
23 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, έστω κι αν υποτεθεί ότι η αναζήτηση της επίμαχης πιστώσεως φόρου παρουσιάζει δυσχέρειες από διοικητικής απόψεως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να επιτρέψει να θεωρηθεί η αναζήτηση ως τεχνικώς αδύνατη.
24 Εξάλλου, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως αναγνώρισε ότι, θεωρητικά, ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος δεν αντιβαίνει προς την αναζήτηση της πιστώσεως, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα των διαφόρων μεταφορέων, να επανεξετάσουν την κατάσταση καθενός από αυτούς ελέγχοντας τις υποβληθείσες δηλώσεις εισοδήματος, να προσδιορίσουν τους διαφόρους φόρους καθώς και τα σχετικά ποσά που έχουν αφαιρεθεί από τον καθέναν από αυτούς και να ζητήσουν από τον καθέναν από τους μεταφορείς το ποσό που προορίζεται για τον συμψηφισμό της χορηγήσεως της πιστώσεως.
25 Όσον αφορά τις επιβαρύνσεις που απορρέουν για τις φορολογικές αρχές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, το αργότερο με το έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Απριλίου 1992, η Ιταλική Κυβέρνηση ενημερώθηκε για το ενδεχόμενο να είναι το καθεστώς της πιστώσεως φόρου ασυμβίβαστο προς το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και, συνεπώς, για τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να αναζητήσει την εν λόγω πίστωση. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αναγνώριση της αδυναμίας αναζητήσεως θα ισοδυναμούσε με το να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
26 Ενόψει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία, καθόσον δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.
Επί των δικαστικών εξόδων
27 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να συμμορφωθεί προς την απόφαση 93/496/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 1993, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/92 (ex NN 67/92) - Ιταλία (πίστωση φόρου για τους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.
2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.