Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0196

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio της 12ης Οκτωβρίου 1999. - Regina Virginia Hepple κατά Adjudication Officer και Adjudication Officer κατά Anna Stec. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Social Security Commissioner - Ηνωμένο Βασίλειο. - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως - Παροχές στο πλαίσιο συστήματος ασφαλίσεως κατά εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών - Σύνδεση με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. - Υπόθεση C-196/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-03701


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Η παρούσα προδικαστική υπόθεση αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: η οδηγία). Το κύριο ερώτημα το οποίο παραπέμπει στο Δικαστήριο ο Social Security Commissioner (Ηνωμένο Βασίλειο) αφορά την ευχέρεια των κρατών μελών να ρυθμίζουν παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εισάγοντας, όσον αφορά τις παροχές αναπηρίας, διαφορετική μεταχείριση αρρένων και θηλέων εργαζομένων συνδεόμενη με τη διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

2. Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η οδηγία αποσκοπεί στην «προοδευτική εφαρμογή (...) της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως». Η αρχή αυτή συνεπάγεται, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, την απαγόρευση «κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, (...) ιδιαίτερα όσον αφορά: τον υπολογισμό των παροχών (...) και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών». Η διαφορετική μεταχείριση θεωρείται πάντως δικαιολογημένη, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας, που προβλέπει ότι η οδηγία «δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της: α) τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές». Το άρθρο 5 προβλέπει ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως». Τα κράτη μέλη, προβλέπει στη συνέχεια το άρθρο 8, παράγραφος 1, θέτουν σε ισχύ τέτοιες διατάξεις εντός προθεσμίας έξι ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας. Τέλος, το άρθρο 7, παράγραφος 2, προβλέπει την εκ μέρους των κρατών μελών περιοδική επανεξέταση των θεμάτων που εξαιρούνται σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, προκειμένου να εξακριβώσουν αν εξακολουθούν να δικαιολογούνται τέτοιες εξαιρέσεις και συνεπώς πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ. Στο πλαίσιο πάντοτε αυτής της οπτικής, το άρθρο 8, παράγραφος 2 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τους λόγους που δικαιολογούν ενδεχομένως τη διατήρηση, στις έννομες τάξεις τους, «των υφισταμένων διατάξεων στα θέματα που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και για τις δυνατότητες μεταγενέστερης αναθεωρήσεώς τους».

Η κανονιστική ρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου

3. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατ' εφαρμογήν του νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως του 1975, μια παροχή αποκαλούμενη Special Hardship Allowance (επίδομα λόγω ιδιαιτέρων δυσχερειών, στο εξής: ΕΙΔ) χορηγούνταν, μέχρι το 1986, στους εργαζόμενους θύματα εργατικού ατυχήματος το οποίο είχε προκαλέσει μείωση της ικανότητάς τους προς εργασία.

4. Ο Social Security Act 1986 (νόμος του 1986 περί κοινωνικής ασφαλίσεως) αντικατέστησε το ΕΙΔ με άλλη παροχή αποκαλούμενη Reduced Earnings Allowance (επίδομα λόγω μειώσεως των εισοδημάτων, στο εξής ΕΜΕ). Η νέα αυτή παροχή καλύπτει ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που πραγματοποιούσε ο ενδιαφερόμενος λόγω της επαγγελματικής του δραστηριότητας πριν από το ατύχημα και του εισοδήματος που αυτός ήταν σε θέση να επιτύχει μετά το ατύχημα. Σκοπός του ΕΜΕ είναι στην πραγματικότητα η αποζημίωση του εργαζομένου για την προκληθείσα από το ατύχημα απώλεια εισοδημάτων.

5. Με διάφορες νομοθετικές τροποποιήσεις που εισήχθησαν μετά το 1986, ο νομοθέτης του Ηνωμένου Βασιλείου προσπάθησε να περιορίσει τη χορήγηση του ΕΜΕ μόνον στα ευρισκόμενα σε ηλικία εργασίας πρόσωπα ώστε να χρησιμοποιήσει το επίδομα αυτό για να αντισταθμίσει την οφειλόμενη στην αναπηρία μείωση του επαγγελματικού εισοδήματος. ρος τον σκοπό αυτό, δηλαδή για να μην χορηγούνται στους εργαζόμενους που έπαυσαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα συγχρόνως η σύνταξη γήρατος και το πλήρες ΕΜΕ (πράγμα που δεν ήταν συμβατό με τον σκοπό των παροχών αυτών που προορίζονταν αμφότερες να αντισταθμίσουν την απώλεια επαγγελματικών εισοδημάτων), επέβαλε περιορισμούς στο ποσόν του ΕΜΕ συνδεόμενους με την προβλεπόμενη αναλόγως του φύλου διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

6. Το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, το συμβατό του οποίου προς την κοινοτική έννομη τάξη και, ειδικότερα, προς την οδηγία αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας, προβλέπει στις βασικές του γραμμές ότι τα πρόσωπα που υπήρξαν θύματα εργατικού ατυχήματος ή επλήγησαν από επαγγελματική ασθένεια, τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν μεταξύ Απριλίου 1987 και Απριλίου 1989 και τα οποία, πριν τη συνταξιοδότησή τους, ελάμβαναν πλήρες ΕΜΕ, λαμβάνουν αντ' αυτού το ΕΜΕ σε σταθερό ποσό, ήτοι σε ποσό που ανταποκρίνεται σε ορισμένη ημερομηνία και δεν υπόκειται σε διακυμάνσεις βάσει των μεταγενέστερων ετήσιων αυξήσεων του κόστους διαβιώσεως . ροβλέπει επίσης ότι τα πρόσωπα που συνταξιοδοτήθηκαν αργότερα, ήτοι μετά τον Απρίλιο του 1989, αλλά τα οποία, κατά τα λοιπά, βρίσκονται υπό τις ίδιες συνθήκες με τα πρόσωπα της πρώτης κατηγορίας, χάνουν το δικαίωμα χορηγήσεως του ΕΜΕ και λαμβάνουν, αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, παροχή αποκαλούμενη Retirement Allowance (Επίδομα Συντάξεως, στο εξής: ΕΣ), που αντιστοιχεί σε ποσό κατώτερο του ΕΜΕ σταθερού ύψους. Το ΕΣ, το οποίο χορηγείται ισοβίως, ισούται με το 25 % του τελευταίου εβδομαδιαίου ποσού του ΕΜΕ το οποίο θα εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος ή με το 10 % του ανώτατου ποσού της συντάξεως λόγω αναπηρίας .

7. _Οσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των εργαζομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο, το σύστημα χαρακτηρίζεται από ευελιξία. _Ενα πρόσωπο που έπαυσε να ασκεί κανονική επαγγελματική δραστηριότητα μπορεί πράγματι να επιλέξει το χρονικό σημείο της συνταξιοδοτήσεώς του εντός προθεσμίας πέντε ετών μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας που παρέχει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, η οποία είναι τα 65 έτη για τους άνδρες και τα 60 έτη για τις γυναίκες . _Ενα πρόσωπο που δεν προέβη στην επιλογή αυτή εντός της ανωτέρω προθεσμίας θεωρείται ότι συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 70 ετών αν πρόκειται για άνδρα και σε ηλικία 65 ετών αν πρόκειται για γυναίκα.

8. Ο καθορισμός ηλικίας συνταξιοδοτήσεως διαφορετικής αναλόγως του φύλου έχει ως συνέπεια ότι η απώλεια του δικαιώματος χορηγήσεως ΕΜΕ και η αντικατάστασή του με ΕΜΕ μειωμένου ποσού ή με παροχή ποσού σημαντικά κατώτερου όπως το ΕΣ επέρχονται σε χρονικά σημεία διαφορετικά για τους άνδρες και για τις γυναίκες.

ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

9. Οι πέντε περιπτώσεις διαφορών στις οποίες αναφέρεται η διάταξη περί παραπομπής αφορούν τον τρόπο υπολογισμού της παροχής λόγω αναπηρίας και, ειδικότερα, την επίπτωση της διαφορετικής για τους άνδρες και τις γυναίκες ηλικίας συνταξιοδοτήσεως επί του καθορισμού του ποσού της εν λόγω παροχής και, συναφώς, επί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου. Το πλαίσιο κάθε μιας από τις διαφορές αυτές, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, εκτίθεται συνοπτικά.

10. Η S. Spencer, γεννηθείσα το 1926, ελάμβανε ως θύμα εργατικού ατυχήματος το ΕΙΔ και κατόπιν το ΕΜΕ από το 1967. Επέλεξε να συνταξιοδοτηθεί από τις 23 Δεκεμβρίου 1986, ήτοι από την ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε ηλικία 60 ετών. Η αρμόδια αρχή την ενημέρωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του παραρτήματος 7 του Social Security Contributions and Benefits Act του 1992, είχε δικαίωμα επί ΕΜΕ σταθερού ποσού. Μετά την προσφυγή της ενδιαφερόμενης, ο αρμόδιος για διαφορές σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως δικαστής ακύρωσε την απόφαση αυτή και αναγνώρισε το δικαίωμά της να λαμβάνει το πλήρες ποσό του ΕΜΕ, στηριζόμενος στο ότι ένας άνδρας εργαζόμενος, γεννηθείς επίσης το 1926 και ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, θα εδικαιούτο να λαμβάνει το πλήρες ποσό της παροχής αυτής μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Η αρμόδια για θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως υπηρεσία άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, εμμένοντας στον ισχυρισμό της ότι η S. Spencer μπορούσε να λαμβάνει μόνον ΕΜΕ μειωμένου ποσού. Η S. Spencer υποστήριξε αντίθετα ότι, σύμφωνα με την οδηγία, δικαιούνταν το πλήρες ποσό της παροχής μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών και ότι, στην αντίθετη περίπτωση, θα υφίστατο δυσμενή διάκριση σε σχέση προς τους άνδρες εργαζομένους. Με άλλους λόγους, αμφισβητούσε το συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο της νομοθετικής τροποποιήσεως βάσει της οποίας το ΕΜΕ μειωνόταν σε σταθερό ποσό, ισχυριζόμενη ότι ένα πρόσωπο ανδρικού φύλου ευρισκόμενο υπό τις ίδιες με αυτή συνθήκες θα μπορούσε να συνεχίσει να λαμβάνει το πλήρες ποσό της παροχής αυτής.

11. Η R. V. Hepple, γεννηθείσα το 1933, ελάμβανε λόγω επαγγελματικής ασθένειας το ΕΜΕ από τις 27 Ιανουαρίου 1987. Η παροχή αυτή μειώθηκε από τις 31 Μαρτίου 1996 διότι, κατά την ημερομηνία αυτή, συμπλήρωσε ηλικία 60 ετών και έπαυσε να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Κατόπιν της προσφυγής της ενδιαφερόμενης, η οποία ζητούσε την καταβολή πλήρους ΕΜΕ επικαλούμενη την αρχή της ισότητας ανεξαρτήτως φύλου, το αρμόδιο δικαστήριο επικύρωσε την άρνηση της Διοικήσεως. Η R. V. Hepple άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, προβάλλοντας ότι, βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η επίμαχη παροχή δεν μπορούσε να μειωθεί πριν η ίδια συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών, ήτοι την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των ανδρών.

12. Η A. Stec, γεννηθείσα το 1933, ελάμβανε ως θύμα εργατικού ατυχήματος το ΕΜΕ από το 1990. Η παροχή αυτή μειώθηκε από τις 31 Μαρτίου 1996 διότι, κατά την ημερομηνία αυτή, συμπλήρωσε ηλικία 60 ετών και δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα. Κατόπιν της προσφυγής της ενδιαφερόμενης, το αρμόδιο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της διοικητικής αρχής και αναγνώρισε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να λαμβάνει πλήρες ΕΜΕ μέχρι την ηλικία των 65 ετών, ήτοι μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των ανδρών. Η Διοίκηση άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

13. Οι προσφεύγουσες R. V. Hepple και A. Stec αμφισβητούν επομένως, κατ' ουσίαν, το συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο της νομοθετικής τροποποιήσεως δυνάμει της οποίας το ΕΜΕ αντικαταστάθηκε από παροχή σταθερού και κατώτερου ποσού, ισχυριζόμενες ότι, υπό τις ίδιες συνθήκες, η απώλεια εισοδήματος έπληττε τις γυναίκες περισσότερο από τους άνδρες.

14. Ο P. V. Lunn, γεννηθείς το 1923, ελάμβανε ως θύμα ατυχήματος το ΕΙΔ και στη συνέχεια το ΕΜΕ από τις 12 Μα_ου 1974. _Ελαβε σύνταξη γήρατος για πρώτη φορά το 1993, όταν συμπλήρωσε ηλικία 70 ετών. Το ΕΜΕ το οποίο του χορηγούνταν μειώθηκε στο ποσό του ΕΣ από τις 31 Μαρτίου 1996. Κατόπιν της προσφυγής του ενδιαφερόμενου, το αρμόδιο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Διοικήσεως. Ο P. V. Lunn αμφισβήτησε την απόφαση αυτή προβάλλοντας ότι είχε δικαίωμα να λαμβάνει για το υπόλοιπο της ζωής του το ΕΜΕ σταθερού ποσού, δεδομένου ότι μια γυναίκα της ίδιας ηλικίας θα λάμβανε τέτοια παροχή από το 1988.

15. Ο O. Kimber, γεννηθείς το 1924, ελάμβανε ως θύμα εργατικού ατυχήματος από το 1982 το ΕΙΔ και στη συνέχεια το ΕΜΕ. _Ελαβε σύνταξη γήρατος όταν συμπλήρωσε ηλικία 70 ετών, ήτοι από το 1994. Στη συνέχεια, το ΕΜΕ μειώθηκε στο ύψος του ΕΣ από τις 31 Μαρτίου 1996. Κατόπιν της προσφυγής του ενδιαφερόμενου, το αρμόδιο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της διοικήσεως και αναγνώρισε στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να συνεχίζει να λαμβάνει το πλήρες ΕΜΕ, δεδομένου ότι μια γυναίκα υπό τις ίδιες συνθήκες θα λάμβανε αυτή την υψηλότερη παροχή. Συγκεκριμένα, μια γυναίκα γεννηθείσα, όπως ο O. Kimber, στις 30 Σεπτεμβρίου 1924, η οποία δεν θα είχε επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1994, θα είχε λάβει το μειωμένο ποσό του ΕΣ από τις 30 Σεπτεμβρίου 1989. Αλλά αν είχε αντίθετα επιλέξει να ζητήσει τη σύνταξή της μεταξύ της 30ής Σεπτεμβρίου 1988 και της 9ης Απριλίου 1989 (πράγμα που ο O. Kimber δεν είχε τη δυνατότητα να πράξει), θα είχε λάβει ισοβίως το ΕΜΕ σταθερού ύψους.

16. Οι P. V. Lunn και O. Kimber στρέφονται κατ' ουσίαν κατά του ότι, εφόσον δεν τους χορηγήθηκε το ΕΜΕ σταθερού ύψους το οποίο θα μπορούσαν να απαιτήσουν οι τότε ευρισκόμενες στην ίδια κατάσταση γυναίκες, το ποσό αυτό το οποίο ελάμβαναν στο πλαίσιο του συστήματος του ΕΣ ήταν κατώτερο εκείνου το οποίο ελάμβανε μια γυναίκα ευρισκόμενη σε ανάλογη κατάσταση. Επομένως, το σύστημα αυτό έπρεπε να θεωρηθεί μη συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο.

17. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το κοινό στις πέντε διαφορές κύριο ζήτημα είναι να καθορισθεί αν μια εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει την καταβολή παροχής όπως το ΕΜΕ σε πρόσωπα προχωρημένης ηλικίας μη επιτρέπουσας την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστά ανωμαλία επαρκώς σημαντική για να δικαιολογήσει την κατάργηση της χορηγήσεως του ΕΜΕ σε ηλικία διαφορετική για τους άνδρες και τις γυναίκες. Με άλλους λόγους, πρέπει να καθορισθεί αν τέτοια νομοθετική επιλογή είναι συμβατή με την εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας.

18. Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου, το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) To άρθρο 7 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου επιτρέπει σε κράτος μέλος να επιβάλλει ανόμοιες προϋποθέσεις ως προς την ηλικία, συναρτώμενες προς τα διαφέροντα μεταξύ ανδρών και γυναικών όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει το νομοθετικό του σύστημα συντάξεων γήρατος, όσον αφορά την κτήση δικαιώματος επί μιας παροχής έχουσας τα χαρακτηριστικά του επιδόματος λόγω μειώσεως του εισοδήματος (ΕΜΕ) που καταβάλλεται στο πλαίσιο νομοθετικού συστήματος ασφαλίσεως κατά εργατικών αυτυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, με αποτέλεσμα να καταβάλλονται εβδομαδιαίως, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, διαφορετικά χρηματικά ποσά σε άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται κατά τα λοιπά σε παρόμοια κατάσταση, ειδικότερα όταν η εν λόγω άνιση μεταχείριση:

α) δεν επιβάλλεται από κανένα οικονομικό λόγο συναρτώμενο με το ένα ή το άλλο ασφαλιστικό σύστημα, και

β) ουδέποτε υπήρξε στο παρελθόν, επιβλήθηκε δε για πρώτη φορά πολλά έτη μετά την εγκαθίδρυση των δύο ασφαλιστικών συστημάτων, αλλά και μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984, οπότε εξέπνευσε η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 8 της οδηγίας για την πλήρη εφαρμογή της;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να καθοριστεί αν οι ανόμοιες προϋποθέσεις ως προς την ηλικία, όπως αυτές που επιβλήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία για το επίδομα λόγω μειώσεως του εισοδήματος από το 1988/89 και εφεξής, είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των ασφαλιστικών συστημάτων ή περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων που τα κράτη μέλη δύνανται, δυνάμει του άρθρου 7, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας;

3) Αν οι εν λόγω ανόμοιες προϋποθέσεις ως προς την ηλικία δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 7, η αρχή του αμέσου αποτελέσματος επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο (ελλείψει εθνικής νομοθεσίας προς συμμόρφωση προς την οδηγία) να διορθώσει την άνιση μεταχείριση, χορηγώντας συμπληρωματική παροχή σε κάθε ενδιαφερόμενο κάθε εβδομάδα κατά την οποία το ποσό το οποίο του καταβάλλεται βάσει του συστήματος ασφαλίσεως κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών είναι κατώτερο εκείνου το οποίο λαμβάνει πρόσωπο του ετέρου φύλου, ευρισκόμενο κατά τα λοιπά σε παρόμοια κατάσταση (το πρόσωπο αναφοράς), αυτό δε ανεξαρτήτως:

α) κάθε αντιστρόφου πλεονεκτήματος όταν, κατά τη διάρκεια άλλων εβδομάδων, το ίδιο πρόσωπο τυγχάνει της καταβολής υψηλότερου ποσού απ' ό,τι το πρόσωπο αναφοράς και/ή

β) της υπάρξεως ή της ασκήσεως επιλογών διαφοροποιημένων αναλόγως του φύλου, στο πλαίσιο του συστήματος των συντάξεων - ενόψει της επιλογής της ηλικίας από της συμπληρώσεως της οποίας θα πρέπει να καταβάλλεται η σύνταξη, λαμβανομένου υπόψη ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των επιλογών αυτών και των ανόμοιων προϋποθέσεων που προβλέπονται από το σύστημα ασφαλίσεως κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών μπορεί να συνεπάγεται την εβδομαδιαία καταβολή ποσών κυμαινόμενων (και άνισων) δυνάμει του εν λόγω συστήματος: ορισμένες εβδομάδες υπέρ του ενδιαφερόμενου, άλλες εβδομάδες υπέρ του προσώπου αναφοράς;

Ή πρέπει, αντιθέτως, να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία αυτά και, στην περίπτωση αυτή, ποιες είναι οι επ' αυτών ισχύουσες αρχές όταν αναγνωρίζεται άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4;»

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

19. Επισημαίνω κατ' αρχάς ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι αναγνωρίζουν ότι η επίμαχη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και ότι, επομένως, αρκεί εν προκειμένω να καθορισθεί αν τέτοια παρέκκλιση δικαιολογείται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας.

20. Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν διαστήριο ερωτά αν ο καθορισμός διαφορετικής ηλικίας παρέχουσας δικαίωμα επί του ΕΜΕ, παράλληλα με ανάλογες διατάξεις σχετικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, ειδικότερα όταν το μέτρο αυτό δεν υπαγορεύεται από οικονομικής φύσεως απαιτήσεις και δεν υπήρχε κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας. Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο συνδέεται στενά με το πρώτο, το παραπέμπον δικαστήριο ερωτά, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ποια στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθορισθεί, αφενός, αν η διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως έχει επίπτωση στο σύστημα των παροχών αναπηρίας και, αφετέρου, αν η ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής των δύο συστημάτων ή άλλες απαιτήσεις αναγνωριζόμενες από το άρθρο 7 μπορούν να δικαιολογήσουν ενδεχόμενες διακρίσεις στο σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα συνδέεται τόσο στενά με την απάντηση στο πρώτο ώστε θεωρώ σκόπιμο να εξετασθούν τα δύο αυτά ερωτήματα από κοινού.

21. Χάριν λογικής ακολουθίας, πρέπει να εξετασθεί πρώτον το σκέλος του ερωτήματος που περιλαμβάνεται στο στοιχείο β_ και το οποίο αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανόνα ακινητοποιήσεως στην παρέκκλιση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_. ρόκειται συνεπώς να καθορισθεί κατ' αρχάς αν η οδηγία επέτρεπε στα κράτη μέλη να εισαγάγουν νέες διακρίσεις συνδεόμενες, με μία σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα, με τη διαφορά στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως, νέες υπό την έννοια ότι δεν υπήρχαν πριν την έναρξη της ισχύος της οδηγίας. Αν γίνει δεκτό ότι η οδηγία περιλαμβάνει υποχρέωση ακινητοποιήσεως, η έκταση της παρεκκλίσεως πρέπει κατ' ανάγκη να περιορισθεί μόνον στις διακρίσεις τις υπάρχουσες κατά την εκπνοή της εξαετούς προθεσμίας που είχε ταχθεί για τη μεταφορά της οδηγίας, ήτοι στις 23 Δεκεμβρίου 1984. Αν γινόταν δεκτό εν προκειμένω το αξίωμα αυτό, θα έπρεπε να αναγνωρισθεί το μη συμβατό των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών που υπάρχουν στο σύστημα ασφαλίσεως κατά της αναπηρίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις με τις οποίες εισήχθησαν για πρώτη φορά στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου χρονολογούνται στα 1986, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας.

ρος στήριξη της θέσεως κατά την οποία η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύεται βάσει του κανόνα της ακινητοποιήσεως, οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη και η Επιτροπή επικαλούνται το γράμμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας. ροβάλλουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, το οποίο προβλέπει ότι «Τα κράτη μέλη προβαίνουν περιοδικά στην εξέταση των θεμάτων που εξαιρούνται κατά την παράγραφο 1, προκειμένου να εξακριβώσουν αν δικαιολογείται, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής εξελίξεως, η διατήρηση των (...) εξαιρέσεων» στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω παράγραφος, αφήνει να εννοηθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ τις εκεί προβλεπόμενες εξαιρέσεις, αλλά όχι να εισαγάγουν εκ νέου μεταγενέστερες εξαιρέσεις μεταξύ εκείνων οι οποίες επιτρέπονται. Η χρήση του όρου «διατήρηση» και η υποχρέωση των κρατών μελών να δικαιολογήσουν τη «διατήρηση» των εν λόγω διατάξεων στις έννομες τάξεις τους επιρρωννύει τη θέση αυτή.

Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας οδηγεί επίσης στην ερμηνεία αυτή. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «ενημερώνουν την Επιτροπή για τους λόγους που δικαιολογούν την ενδεχόμενη διατήρηση των υφισταμένων διατάξεων στα θέματα που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1 και για τις δυνατότητες μεταγενέστερης αναθεωρήσεώς τους», πρέπει δε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προϋποθέτει ότι η προβλεπόμενη, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, παρέκκλιση εφαρμόζεται στις διακρίσεις οι οποίες υπήρχαν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας. Είδαμε ήδη ότι οι εν προκειμένω επίμαχες διακρίσεις εισήχθησαν στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου το 1986, ενώ η οδηγία, εκδοθείσα το 1978, έπρεπε να μεταφερθεί, όπως ήδη ελέχθη, στην εσωτερική έννομη τάξη πριν από τις 23 Δεκεμβρίου 1984.

Υποστηρίζεται στη συνέχεια ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η οδηγία χαρακτηρίζεται από τον προοδευτικό χαρακτήρα της εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως, προοδευτικό χαρακτήρα ο οποίος συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι τα εισάγοντα διακρίσεις εθνικά μέτρα, τα οποία στηρίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και των οποίων η προοδευτική κατάργηση συνιστά, παρά την παρέκκλιση, το αποτέλεσμα στο οποίο κατατείνει η οδηγία, έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Στο άρθρο 1 της οδηγίας επισημαίνεται ρητώς ο προοδευτικός χαρακτήρας της εφαρμογής των στόχων της. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στην απόφαση Bramhill του 1994 , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε συμβατή προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας (το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση προσαυξήσεων επί ορισμένων μακροχρονίων παροχών) την κατάργηση τέτοιας διακρίσεως για ορισμένες γυναίκες αλλά όχι για όλες, διότι ένα μέτρο αυτού του είδους, έστω και αν δεν εξάλειφε πλήρως την ανισότητα μεταχειρίσεως, περιόριζε πάντως τις αρχικώς υπάρχουσες διακρίσεις.

22. Δεν μπορώ να συμμερισθώ τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της στενής ερμηνείας της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ_ παρεκκλίσεως και συνεπώς της θέσεως περί μη συμβατού της επίμαχης νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου προς την οδηγία, αυτό δε για περισσότερους λόγους.

ρέπει κατ' αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι η ρήτρα ακινητοποιήσεως διατυπώνεται κατά γενικό κανόνα ρητώς. _Ετσι διατυπώνεται, παραδείγματος χάριν, στο άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 31, παράγραφος 2, ΕΚ). Δεν συναντούμε όμως στην οδηγία, όπως θα δούμε κατωτέρω, παρά ενδείξεις μη απαλλαγμένες αμφιβολιών σχετικά με την υποτιθέμενη αδυναμία εισαγωγής νέων διακρίσεων, όχι όμως μια σαφή διατύπωση της εν λόγω ρήτρας, όπως, θεωρώ, θα ήταν απαραίτητο, δεδομένου ότι πρόκειται για κανόνα ο οποίος αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν ευχερώς οι ενδιαφερόμενοι, κυρίως οι εργαζόμενοι.

Κάθε αβεβαιότητα μπορεί πάντως να αρθεί αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, όταν προσδιορίζει τα όρια εντός των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι διατυπωμένο με γενικούς όρους καθόσον προβλέπει ότι η οδηγία «δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της» μια σειρά μέτρων εισαγόντων διακρίσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται επίσης ο καθορισμός διαφορετικής αναλόγως του φύλου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και οι συνέπειες που μπορούν να απορρέουν από τον καθορισμό αυτό για άλλες κοινωνικές παροχές. Λαμβανομένου υπόψη του τρόπου κατά τον οποίο είναι διατυπωμένη, η διάταξη αυτή έχει προφανώς γενικό περιεχόμενο υπό την έννοια ότι χορηγεί προπάντων στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν ορισμένες μορφές διακρίσεως από το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όταν θεσπίζουν τις οικείες διατάξεις, τους επιτρέπει δε επίσης, κατά μείζονα λόγο να διατηρούν σε ισχύ τις εν λόγω διακρίσεις στην περίπτωση κατά την οποία αυτές υπήρχαν ήδη κατά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας.

Δεν είναι επομένως δικαιολογημένο να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέμβουν στα ζητήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, μόνον για να εξαλείψουν τις υπάρχουσες διακρίσεις ή να περιορίσουν την έκτασή τους. Κατά την άποψή μου, η επίκληση των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 2, τα οποία προβλέπουν αντιστοίχως, ως γνωστόν, την περιοδική εξέταση των εξαιρουμένων θεμάτων προκειμένου να εξακριβωθεί αν είναι δικαιολογημένη η διατήρηση των εξαιρέσεων και την υποχρέωση των κρατών μελών να ενημερώνουν την Επιτροπή για τους λόγους που δικαιολογούν ενδεχομένως τη διατήρηση των υπαρχουσών διατάξεων στα θέματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, ουδόλως επιρρωννύει την θέση αυτή. Η επίκληση του άρθρου 7, παράγραφος 2, δεν είναι λυσιτελής διότι η διάταξη αυτή αφορά τον ενδεχόμενο περιορισμό των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 εξαιρέσεων και όχι την επίπτωσή τους επί των εσωτερικών κανονιστικών διατάξεων. Ούτε η επίκληση του άρθρου 8, παράγραφος 2, είναι λυσιτελής διότι, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, ερμηνευθεί όπως πρότεινα, ως υπάρχουσες διατάξεις πρέπει να θεωρηθούν όχι μόνον εκείνες οι οποίες ίσχυαν ήδη κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας, αλλά επίσης οι νέες διατάξεις οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, καθόσον και για αυτές προβλέπεται η υποχρέωση «ενημερώσεως» της Επιτροπής, υποχρέωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

Ας προστεθεί ότι, όπως υπογραμμίζεται στο υπόμνημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε_, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συνέπειες που προκύπτουν από την άσκηση, «προ της εκδόσεως της (...) οδηγίας» , δικαιώματος επιλογής σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως: από τη διάταξη αυτή προκύπτει προφανώς ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν έκρινε αναγκαίο να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως, συνδέοντάς την με την ύπαρξη προϋποθέσεων που έπρεπε να πληρούνται πριν από τη θέσπιση της οδηγίας, διατύπωσε τον περιορισμό αυτό με όρους απόλυτα σαφείς. Ο κοινοτικός νομοθέτης θα είχε διατυπώσει τους σχετικούς κανόνες κατά τρόπο εξίσου σαφή αν είχε τη βούληση να περιορίσει την έκταση των εξαιρέσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέποντας συναφώς την υποχρέωση ακινητοποιήσεως.

23. Αυτοί είναι οι σχετικοί κανόνες του παράγωγου κοινοτικού δικαίου· θεωρώ όμως ότι η επίκληση της ρήτρας ακινητοποιήσεως δεν είναι λυσιτελής βάσει επίσης μιας γενικότερης εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, το ζήτημα κατά πόσο υφίσταται ή όχι υποχρέωση ακινητοποιήσεως όσον αφορά ορισμένους κανόνες του παράγωγου δικαίου δεν τίθεται για προφανείς λόγους εφόσον υπάρχει σχετική ρητή διάταξη διότι, στην περίπτωση αυτή, ο προβαίνων στην ερμηνεία καλείται να καθορίσει το περιεχόμενο της ρητής περιοριστικής διατάξεως την οποία πρέπει να εφαρμόσει, αλλά αυτό δεν ισχύει αν απουσιάζει τέτοια διάταξη. Αυτή η τελευταία περίπτωση χαρακτηρίζει γενικώς τις οδηγίες και ώθησε ορισμένους να υποστηρίξουν ότι οι οδηγίες έχουν ως αποτέλεσμα, ήδη πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς τους στις εθνικές έννομες τάξεις, να περιορίζουν την ελευθερία των κρατών μελών να θεσπίζουν κανόνες με τους οποίους θα μπορούσε να διακυβευθεί η μεταγενέστερη μεταφορά των οδηγιών . Η προκειμένη όμως περίπτωση δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία από τις δύο αυτές υποθέσεις, δεδομένου ότι η επίμαχη οδηγία περιλαμβάνει διάταξη, ήτοι το άρθρο 7, παράγραφος 1, που αναγνωρίζει ρητώς στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένα θέματα.

ρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη ότι η ύπαρξη υποχρεώσεως ακινητοποιήσεως μπορεί να νοηθεί μόνον όταν η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας δεν έχει ακόμη εκπνεύσει . Είναι όμως εν προκειμένω προφανές ότι οι νέες διατάξεις του Ηνωμένου Βασιλείου θεσπίσθηκαν μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης εξαετούς προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας και συνεπώς δεν εντάσσονται στο τυπικό πλαίσιο μιας υποχρεώσεως ακινητοποιήσεως απορρέουσας από οδηγία, υποχρεώσεως η οποία είναι νοητή μόνο για την περίοδο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας. Σε τέτοια περίπτωση, η στάση ενός κράτους μέλους που δεν είναι συμβατή προς τις υποχρεώσεις του οι οποίες απορρέουν από την οδηγία δεν συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως ακινητοποιήσεως, αλλά των υποχρεώσεων οι οποίες συνδέονται άμεσα με το ειδικό περιεχόμενο της μη εφαρμοσθείσας οδηγίας και/ή με γενικές αρχές των οποίων έκφραση αποτελεί η οδηγία.

24. Εφόσον καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται υποχρέωση ακινητοποιήσεως, πρέπει να καθορισθεί αν μια κανονιστική ρύθμιση όπως η εν προκειμένω επίμαχη, η οποία εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα των παροχών λόγω αναπηρίας, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_· με άλλους λόγους, πρέπει να καθορισθεί η φύση της σχέσεως που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και των διακρίσεων στο πλαίσιο άλλων κοινωνικών παροχών, ώστε αυτές οι τελευταίες να μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένες βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_. Υπενθυμίζω ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τον καθορισμό της ηλικίας στην οποία οι εργαζόμενοι αποκτούν το δικαίωμα λήψεως «συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει» καθώς και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να απορρέουν για άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως από την επιλογή συγκεκριμένων ορίων ηλικίας.

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει επομένως να καθορισθεί αν το εν λόγω σύστημα παροχών αναπηρίας, το οποίο διαφέρει αναλόγως του αν πρόκειται για άνδρες ή γυναίκες, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «συνέπεια» του καθορισμού διαφορετικού ορίου ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες ενόψει της αποκτήσεως του δικαιώματος συντάξεως γήρατος ή συντάξεως εν γένει, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

25. Το Δικαστήριο επελήφθη ήδη του ζητήματος αυτού, το οποίο δεν είναι νέο, σε διάφορες υποθέσεις αφορώσες παρόμοιες καταστάσεις. Υπενθυμίζω κατωτέρω τις βασικές γραμμές των δύο πιο σημαντικών συναφών αποφάσεων.

Με την απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-328/91, Thomas κ.λπ. , το Δικαστήριο εξέτασε το συμβατό προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μιας εθνικής διατάξεως αποκλείουσας τη χορήγηση παροχών λόγω αναπηρίας στα πρόσωπα που έχουν υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, δεδομένου ότι η ηλικία αυτή διαφέρει για τους άνδρες και τις γυναίκες. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τέτοια διάταξη είναι αντίθετη προς την ανωτέρω αρχή, έκρινε όμως ότι δικαιολογείται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας καθόσον πρόκειται για συνέπεια που μπορεί να απορρέει για παροχές άλλες, πλην της συντάξεως γήρατος, από τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη δικαιολογείται εφόσον οι διακρίσεις συνδέονται «αναγκαστικά και αντικειμενικά με τη διαφορά σχετικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως» και, ειδικότερα, μόνον αν «είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή για να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ του συστήματος συντάξεων λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου και του συστήματος των άλλων παροχών» . Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν πρόκειται για αντικειμενικώς αναγκαία διάκριση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή για να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ του συστήματος συντάξεων λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου και του συστήματος των άλλων παροχών . Διευκρίνισε όμως ότι το Δικαστήριο είναι παρά ταύτα αρμόδιο να παράσχει ενδείξεις ικανές να καταστήσουν ικανή την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου . Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης, αναφερόμενο στην απαίτηση διασφαλίσεως της οικονομικής ισορροπίας μεταξύ του συστήματος συντάξεων γήρατος και του συστήματος άλλων κοινωνικών παροχών, ότι η χορήγηση παροχών που εμπίπτουν σε συστήματα τα οποία δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφορών σε άτομα θύματα ορισμένων κινδύνων, ανεξάρτητα από το δικαίωμα των ατόμων αυτών για σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωθεισών περιόδων καταβολής εισφορών, «δεν ασκεί άμεση επιρροή στην οικονομική ισορροπία των συστημάτων συντάξεων που στηρίζονται στην καταβολή εισφορών» . Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο φαίνεται ότι υποδεικνύει στον εθνικό δικαστή ότι η βρεταννική κανονιστική ρύθμιση σχετικά με παροχές λόγω αναπηρίας δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως συνέπεια της διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, καθόσον δεν είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η συνοχή και η οικονομική ισορροπία του συστήματος των συντάξεων, εξυπακούεται δε προφανώς ότι στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση αυτή.

Με την απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, C-92/94, Graham κ.λπ. , το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τη γενική εκτίμηση η οποία περιλαμβάνεται στις προηγούμενες αποφάσεις και, ειδικότερα, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας επιτρέπει όχι μόνον τον διά νόμου καθορισμό διαφορετικής ηλικίας αναλόγως του φύλου για τη χορήγηση συντάξεων λόγω γήρατος και λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, αλλά επίσης τις διακρίσεις σε άλλα συστήματα κοινωνικών παροχών που συνδέονται κατ' ανάγκη και αντικειμενικά με τη διαφορά σχετικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο θεωρεί συμβατή προς την οδηγία μία εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, μετά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στα 65 έτη για τους άνδρες και στα 60 για τις γυναίκες, προβλέπει αφενός ότι το ύψος της συντάξεως λόγω αναπηρίας την οποία λαμβάνουν τα άτομα τα οποία επλήγησαν από ανικανότητα προς εργασία πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως περιορίζεται στο πραγματικό ύψος της συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου από την ηλικία των 60 ετών για τις γυναίκες και των 65 ετών για τους άνδρες και, αφετέρου, προβλέπει τη χορήγηση επιδόματος εκτός της συντάξεως λόγω αναπηρίας στα άτομα τα οποία, κατά τον χρόνο εκδηλώσεως της ανικανότητας προς εργασία, έχουν ηλικία κατώτερη των 55 ετών για τις γυναίκες και κατώτερη των 60 ετών για τους άνδρες. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό θεωρώντας ότι ο εισάγων διακρίσεις χαρακτήρας των εν λόγω διατάξεων, που χαρακτηρίζει τον περιορισμό και τη συμπλήρωση της συντάξεως λόγω αναπηρίας υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, είναι δικαιολογημένος, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας διότι συνδέονται άμεσα και κατ' ανάγκη με τη διαφορά αναφορικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως . Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι οι εν λόγω «διακρίσεις είναι αντικειμενικά αναγκαίες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή για να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ του συστήματος των συντάξεων γήρατος και του συστήματος των άλλων παροχών» . Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τέτοιες διακρίσεις συνδέονται αντικειμενικά με τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τις γυναίκες και τους άνδρες καθόσον απορρέουν άμεσα από τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως . Το Δικαστήριο διευκρίνισε επιπλέον ότι οι εν λόγω διακρίσεις συνδέονται κατ' ανάγκην με τη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δεδομένου ότι οι παροχές αναπηρίας σκοπούν να αντικαταστήσουν το εισόδημα που εξασφαλίζει η επαγγελματική δραστηριότητα, και επομένως τίποτε δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να προβλέψει τη διακοπή της καταβολής τους και την αντικατάστασή τους από τη σύνταξη γήρατος, από τη στιγμή που οι δικαιούχοι θα σταματούσαν οπωσδήποτε να εργάζονται, λόγω συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως . Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να περιορίσουν το ύψος των παροχών αναπηρίας που καταβάλλονται στους εργαζόμενους πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και ότι επιβάλλει τον καθορισμό του ποσού αυτού σε ύψος αντίστοιχο προς το ύψος της συντάξεως γήρατος την οποία θα δικαιούνταν τα εν λόγω άτομα δυνάμει του συστήματος των συντάξεων γήρατος, τούτο θα κατέληγε σε περιορισμό της δυνατότητας που έχει ένα κράτος μέλος να καθορίζει διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως, ενώ η διάταξη αυτή αναγνωρίζει ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα αυτή . Το Δικαστήριο επισημαίνει τέλος ότι μια τόσο περιοριστική ερμηνεία θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα να θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή μεταξύ του συστήματος των συντάξεων γήρατος και του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας διότι: α) τα κράτη μέλη δεν θα είχαν τη δυνατότητα να χορηγούν στους εργαζόμενους που καθίστανται ανίκανοι προς εργασία πριν συμπληρώσουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως παροχές αναπηρίας υψηλότερες από τις συντάξεις γήρατος αλλά αντίστοιχες προς τα εισοδήματα τα οποία θα συνέχιζαν να λαμβάνουν μέχρι την ηλικία συνταξιοδοτήσεως αν συνέχιζαν να εργάζονται· β) οι γυναίκες θα ελάμβαναν σύνταξη αναπηρίας ίση με την πλήρη σύνταξη γήρατος αν, για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, η σύνταξη αναπηρίας που τους αναγνωρίζεται από την ηλικία των 60 ετών τους αναγνωριζόταν αντίθετα, όπως για τους άνδρες, από την ηλικία των 65 ετών .

26. Από τη νομολογία αυτή απορρέει ότι για να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, μια διάκριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να αποτελεί αναγκαία «συνέπεια» του καθορισμού διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες. Οι αποφάσεις Thomas κ.λπ. και Graham κ.λπ., βασικά χωρία των οποίων παρέθεσα ανωτέρω, μας παρέχουν τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προσανατολισθούμε στην προκειμενη περίπτωση. Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι μια διάκριση η οποία προκαλείται από τη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (επρόκειτο στις υποθέσεις αυτές, όπως και εν προκειμένω, για παροχές λόγω αναπηρίας οι οποίες διέφεραν βάσει της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως) μπορεί να θεωρηθεί ως «συνέπεια» της διαφοράς αυτής όταν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για να εξασφαλίσει την οικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή τη συνοχή μεταξύ του συστήματος των συντάξεων γήρατος και του συστήματος των άλλων παροχών. Διευκρινίζει επιπλέον ότι οι διακρίσεις αυτές συνδέονται αντικειμενικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθόσον απορρέουν άμεσα από το γεγονός ότι η ηλικία αυτή καθορίσθηκε κατά τρόπο διαφορετικό αναλόγως του φύλου, και ότι συνδέονται κατ' ανάγκη με την ηλικία αυτή διότι οι παροχές λόγω αναπηρίας αντικαθιστούν το εισόδημα εκ της εργασίας και, επομένως, η καταβολή τους δεν είναι πλέον κατ' αρχήν δικαιολογημένη όταν χορηγείται σύνταξη και παύει κατά συνέπεια η απόκτηση εισοδημάτων εκ της εργασίας. Με την απόφαση Graham κ.λπ., το Δικαστήριο εξηγεί ότι, για να είναι δεκτές, οι εισαγόμενες διακρίσεις πρέπει να διασφαλίζουν τη συνοχή μεταξύ των δύο συστημάτων από δύο απόψεις: πρώτον, διότι τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν να χορηγήσουν στους εργαζόμενους που επλήγησαν από ανικανότητα προς εργασία πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως παροχές λόγω αναπηρίας αντίστοιχες προς τα εισοδήματα τα οποία θα συνέχιζαν να λαμβάνουν αν είχαν μπορέσει να συνεχίσουν να εργάζονται και, δεύτερον, διότι οι γυναίκες θα ελάμβαναν παροχή αναπηρίας στο ύψος της συντάξεως γήρατος αν, για την εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως, η παροχή αναπηρίας τους χορηγούνταν στην ίδια ηλικία με τους άνδρες, δηλαδή στα 65 έτη.

27. Εν προκειμένω, οι διακρίσεις των οποίων επελήφθη το αιτούν δικαστήριο αφορούν, σε τρεις περιπτώσεις, γυναίκες και, σε δύο περιπτώσεις, άνδρες. Η S. Spencer προβάλλει ότι η αντικατάσταση του πλήρους ΕΜΕ από το ΕΜΕ σταθερού ύψους για τους εργαζόμενους οι οποίοι, όπως η ίδια, συνταξιοδοτήθηκαν μεταξύ του Απριλίου 1987 και του Απριλίου 1989, είχε καταστήσει την παροχή την οποία ελάμβανε λιγότερο ευνοϊκή από την ανάλογη παροχή που ελάμβαναν οι άνδρες οι οποίοι, συνταξιοδοτούμενοι αργότερα, σε ηλικία 65 ετών, και ευρισκόμενοι σε παρόμοια κατάσταση, είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν το δικαίωμα λήψεως του πλήρους ΕΜΕ. Οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη R. V. Hepple και A. Stec προβάλλουν ότι η αντικατάσταση του ΕΜΕ από επίδομα κατώτερου ποσού, το ΕΣ, όταν έφθασαν σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αποτέλεσε δυσμενή μεταχείριση σε σχέση προς τη μεταχείριση των ευρισκομένων σε παρόμοια κατάσταση ανδρών δεδομένου ότι, εφόσον οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται πριν από τους άνδρες, παύουν πριν από αυτούς να λαμβάνουν πλήρες επίδομα λόγω αναπηρίας. Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη P. V. Lunn και O. Kimber ισχυρίζονται ότι υφίστανται αντίστροφη διάκριση, δηλαδή διάκριση που αποβαίνει υπέρ των γυναικών και εις βάρος των προσφευγόντων. ροβάλλουν ότι το ΕΜΕ σταθερού ύψους δεν τους είχε καταβληθεί διότι, κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1987 και Απριλίου 1989, δεν είχαν ακόμη φθάσει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ενώ γυναίκες της ίδιας ηλικίας, υπό τις ίδιες συνθήκες, θα μπορούσαν να έχουν συνταξιοδοτηθεί και συνεπώς να αποκτήσουν το δικαίωμα λήψεως πλήρους ΕΜΕ (έστω και σταθερού ύψους).

_Ολες οι δυσμενείς διακρίσεις τις οποίες καταγγέλλουν οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη, και οι οποίες περιγράφονται ανωτέρω, συνδέονται αναμφιβόλως με σχέση αιτίου προς αιτιατό με τη διαφορά η οποία προβλέπεται στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως των ανδρών και των γυναικών. Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να καθορισθεί αν οι διακρίσεις αυτές είναι αντικειμενικά αναγκαίες, υπό την έννοια ότι, χωρίς αυτές, τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν να εισαγάγουν στις έννομες τάξεις τους ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφορετική αναλόγως του φύλου.

28. Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη και η Επιτροπή, που προβάλλουν επιχειρήματα τα οποία αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, αμφισβητούν ότι υφίσταται κατ' ανάγκη σχέση μεταξύ της διαφοράς της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και των κανόνων που εισήχθησαν από το 1986 όσον αφορά τις παροχές λόγω αναπηρίας.

29. Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη προβάλλουν ότι η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, εισάγοντας σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος συντάξεως γήρατος και των παροχών λόγω αναπηρίας, δεν είναι συμβατή προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία εγγυάται η οδηγία και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_. ρος στήριξη της θέσεως αυτής, υπογραμμίζουν ότι, πριν από την τροποποίηση του 1986, το σύστημα της συντάξεως γήρατος και στο σύστημα του επιδόματος λόγω αναπηρίας (το οποίο δεν συνδεόταν τότε με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και καταβάλλονταν ισοβίως στους δικαιούχους) είχαν συνυπάρξει χωρίς να δημιουργήσουν προβλήματα. Αυτό επιβεβαιώνει το αιτούν δικαστήριο, το οποίο αναφέρει ρητώς ότι η διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως είχε «συνυπάρξει με το Industrial Injuries Scheme (...) επί σαράντα έτη περίπου από το 1948 και μετέπειτα» και ότι, κατά συνέπεια, το «ΕΜΕ θα μπορούσε απλώς να αφεθεί ως έχει, ή θα μπορούσε να καθορισθεί μια μη εισάγουσα διακρίσεις ηλικία για την κατάργησή του, χωρίς να διαταραχθεί το συνταξιοδοτικό σύστημα όπως αυτό είχε πάντοτε λειτουργήσει» .

30. Στο ίδιο πλαίσιο ιδεών, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ' αρχάς ότι η επίμαχη διάταξη έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει επομένως να ερμηνεύεται συσταλτικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξαιρέσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, συνιστούν παρέκκλιση από τη γενικευμένη εφαρμογή, με τις καθοριζόμενες από την οδηγία λεπτομέρειες και προθεσμίες, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Είδαμε ήδη με ποιον τρόπο το στοιχείο αυτό μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως σε πλαίσιο όπως αυτό της προκειμένης περιπτώσεως.

31. Οι παρατηρήσεις αυτές μου φαίνονται λογικές. Θεωρώ ότι είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθιστά απαραίτητες τις στηριζόμενες στο φύλο διακρίσεις στις οποίες οδηγεί το ισχύον στο Ηνωμένο Βασίλειο σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας, είτε εις βάρος των γυναικών είτε των ανδρών. Οι διακρίσεις αυτές φαίνεται μάλλον ότι απορρέουν από (μη υποχρεωτική) επιλογή του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος θυσίασε την ισότητα της μεταχειρίσεως για να καταργήσει, όπως αναφέρει η διάταξη περί παραπομπής, «μια δαπανηρή ανωμαλία» και, πιο συγκεκριμένα, για να μη «συνεχίσει να καταβάλλεται μια παροχή όπως το ΕΜΕ σε πρόσωπα των οποίων η ηλικία δεν επιτρέπει να εργάζονται» . Επιπλέον, όπως αυτό προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, οι διακρίσεις αυτές δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Θεωρώ επομένως ότι οι διακρίσεις που χαρακτηρίζουν του σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αποτελούν την καλύτερη λύση στο πρόβλημα και ότι απαιτείται παρέμβαση για τον εξορθολογισμό της σχέσεως μεταξύ των δύο συστημάτων. Ας προστεθεί ότι, αν ληφθεί ακριβώς υπόψη η ανάγκη ελέγχου του συμβατού των νέων διακρίσεων προς την αρχή της αναλογικότητας, είναι κατά μείζονα λόγο προφανές ότι το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, επιτρέπει τις διακρίσεις που απορρέουν από τις διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει αποκλειστικά τη μηχανική μεταφορά των διαφόρων ορίων ηλικίας στα συστήματα των παροχών λόγω αναπηρίας. Αντιθέτως, ακριβώς η απαίτηση να διαταράσσει η εν λόγω παρέκκλιση στον μικρότερο δυνατό βαθμό την ισότητα της μεταχειρίσεως πρέπει να οδηγεί στην ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να παρεμβαίνουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση και εντός των ορίων του δυνατού, με μέτρα που να μην καθιστούν κενή περιεχομένου τη λειτουργία της οδηγίας και την πρωταρχική απαίτηση να διασφαλίζεται η τήρηση της ίσης μεταχειρίσεως.

Η Επιτροπή υποστηρίζει στη συνέχεια, αναφερόμενη στις αποφάσεις Thomas κ.λπ. και Graham κ.λπ., ότι η διαφορετική αναλόγως του φύλου ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν καθιστούσε αντικειμενικά αναγκαίες τις διακρίσεις που εισήχθησαν από το 1986 και μετέπειτα στο σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας, διότι οι διακρίσεις αυτές δεν ήταν επιβεβλημένες ούτε από οικονομικής φύσεως απαιτήσεις ούτε από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής μεταξύ των δύο συστημάτων, δηλαδή του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος της εξασφαλίσεως κατά των κινδύνων αναπηρίας.

_Οπως και οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι τα δύο συστήματα συνυπήρξαν χωρίς προβλήματα από το 1948 και μετέπειτα, παρά το ότι το στοιχείο «ηλικία συνταξιοδοτήσεως» ουδόλως ελήφθη υπόψη για την καταβολή των παροχών λόγω αναπηρίας και τον καθορισμό του ποσού της. Είπα ήδη ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι αβάσιμο.

32. Στις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλλεται απεναντίας ότι οι επίμαχες διακρίσεις δικαιολογούνται από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής μεταξύ του συστήματος των συντάξεων και του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί συναφώς ότι οι παροχές αυτές προορίζονται να αντισταθμίσουν την απώλεια επαγγελματικών εισοδημάτων και ότι, επομένως, θα ήταν παράλογο ο δικαιούχος τέτοιων παροχών να συνεχίζει να τις λαμβάνει ακόμη και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή ακόμη και μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εν πάση περιπτώσει παύσει να έχει επαγγελματικό εισόδημα. Επί του σημείου αυτού, στις παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου γίνεται επίκληση της προμνημονευθείσας αποφάσεως Graham κ.λπ., με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεδομένου ότι οι παροχές αναπηρίας σκοπούν να αντικαταστήσουν το εισόδημα που εξασφαλίζει η επαγγελματική δραστηριότητα, τίποτε δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να προβλέψει τη διακοπή της καταβολής τους και την αντικατάστασή τους από τη σύνταξη γήρατος, από τη στιγμή που οι δικαιούχοι θα σταματούσαν οπωσδήποτε να εργάζονται, λόγω συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως» .

33. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν το σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας και να προσδιορίζουν τις περιόδους καταβολής τους καθώς και το ποσό τους. Μένει πάντως να διαπιστωθεί αν πρόκειται για απεριόριστη ελευθερία και, ακριβέστερα, αν οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας διαδραματίζουν συναφώς κάποιον ρόλο και ποιόν.

ρος στήριξη της θέσεως κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εισάγουν διακρίσεις στο σύστημα παροχών λόγω αναπηρίας σε συνδυασμό με τον καθορισμό ηλικίας συνταξιοδοτήσεως διαφορετικής αναλόγως του φύλου, στην εν λόγω απόφαση Graham κ.λπ. επισημαίνεται ότι η ενδεχόμενη απαγόρευση της ευχέρειας αυτής «θα έθετε (...) σε κίνδυνο τη συνοχή μεταξύ του συστήματος των συντάξεων γήρατος και του συστήματος των παροχών αναπηρίας από δύο τουλάχιστον απόψεις»: πρώτον, διότι θα εμπόδιζε το οικείο κράτος μέλος να χορηγεί στους άνδρες που καθίστανται ανίκανοι προς εργασία πριν συμπληρώσουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως παροχές αναπηρίας υψηλότερες από τις συντάξεις γήρατος, οι οποίες θα τους οφείλονταν αν είχαν εξακολουθήσει να εργάζονται μέχρι την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ενώ θα επέτρεπε να χορηγείται στις γυναίκες που έφθασαν σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως ένα συνολικό εισόδημα ανώτερο από εκείνο το οποίο τους οφείλετο· και, δεύτερον, διότι, αν στις γυναίκες καταβάλλονταν μειωμένες παροχές λόγω αναπηρίας, όπως για τους άνδρες, από την ηλικία των 65 ετών και όχι από την ηλικία των 60 ετών, θα είχαν το δικαίωμα να λαμβάνουν, αν η ανικανότητά τους προς εργασία επήρχετο πριν από τον χρόνο συνταξιοδοτήσεως, ήτοι πριν από τη συμπλήρωση 60 ετών, παροχές αναπηρίας ποσού ίσου προς τη σύνταξη γήρατος μέχρι την ηλικία των 65 ετών .

34. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως πειστικό. Είναι πάντως δυνατό να παρατηρηθεί αντιστρόφως ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν απέδειξε ότι ήταν αδύνατος ο εξορθολογισμός του συστήματος, ήτοι ότι ήταν αδύνατη η συνοχή των δύο συστημάτων, του συστήματος των συντάξεων και του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας, χωρίς να εισαχθούν νέες διακρίσεις ή με την εισαγωγή λιγότερο έντονων διακρίσεων. Είναι συναφώς χαρακτηριστικό ότι, όπως επισήμανα ήδη, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι «θα μπορούσε να καθορισθεί μη εισάγουσα διακρίσεις ηλικία καταργήσεως των παροχών χωρίς να διαταραχθεί το σύστημα των συντάξεων». Συγκεκριμένα, δεν μου φαίνεται δυνατό, βάσει των στοιχείων τα οποία διαθέτουμε, να απορριφθεί κάθε άλλη μορφή παρεμβάσεως η οποία θα ελάμβανε υπόψη την απαίτηση να εξασφαλισθεί η ισότητα της μεταχειρίσεως, ισότητα η οποία συνιστά τον σκοπό της οδηγίας και ανταποκρίνεται στις γενικές αρχές του συστήματος. Δεν αρκεί, για να δικαιολογηθεί η παρέκκλιση, να προβληθεί η ανακολουθία της σχέσεως μεταξύ των δύο συστημάτων που εισήχθησαν μετά την τροποποίηση που επήλθε το 1986· πρέπει απεναντίας, κατά την άποψή μου, να αποδειχθεί ότι η ανακολουθία αυτή μπορούσε να αντιμετωπισθεί μόνον με τον τρόπο που επέλεξε ο νομοθέτης του Ηνωμένου Βασιλείου (και συνεπώς με την εισαγωγή στο σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας νέων διακρίσεων βάσει του φύλου) και, επιπλέον, ότι η παρέμβαση αυτή είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Εν πάση περιπτώσει, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει τα στοιχεία αυτά, το δε Δικαστήριο μπορεί απλώς να περιορισθεί να του παράσχει ορισμένες ενδείξεις .

35. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επικαλείται εκ νέου την απόφαση Graham κ.λπ. , ισχυριζόμενη ότι η ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τις παροχές λόγω αναπηρίας που καταβάλλονται στα πρόσωπα τα οποία έχουν υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, συνεπάγεται περιορισμό, αν μη κατάργηση, της ευχέρειας των κρατών να καθορίζουν ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφορετική αναλόγως του φύλου, ευχέρειας που η διάταξη αυτή τους αναγνωρίζει κατά τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο.

Ούτε το τελευταίο αυτό επιχείρημα είναι πειστικό διότι, όπως ανέφερα ήδη, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, για να διασφαλίσουν τη συνοχή μεταξύ των δύο συστημάτων, να αναζητήσουν και να εισαγάγουν λύσεις διαφορετικές από τη μηχανική μεταφορά των διαφορετικών ηλικιών συνταξιοδοτήσεως στο σύστημα των παροχών λόγω αναπηρίας και τέτοιες που να μην συνεπάγονται διακρίσεις. Επαναλαμβάνω ότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν υφίστανται άλλες λύσεις και ότι, απεναντίας, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι είναι δυνατή η εξεύρεση τέτοιων λύσεων με την παρέμβαση επί του ποσού των παροχών λόγω αναπηρίας και επί των χρονικών περιόδων καταβολής τους.

36. ροσθέτω τέλος ότι, για την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, πρέπει κατ' ανάγκη να ληφθεί υπόψη η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), κατά το οποίο «[τα κράτη μέλη] απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της (...) Συνθήκης» , μεταξύ των οποίων μέτρων πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται η ίση μεταχείριση, η υλοποίηση της οποίας σε συγκεκριμένο τομέα αποτελεί τον στόχο της οδηγίας .

37. Βάσει των ανωτέρω, είναι πιθανό οι εισάγουσες διακρίσεις διατάξεις οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας και μπορούν να εμπίπτουν κατά τρόπο αφηρημένο στην παρέκκλιση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, να παραβλέπουν υπερβολικά (δηλαδή σε βαθμό δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό) την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει, όσον αφορά τους εργαζομένους, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), αρχή της οποίας η οδηγία αποτελεί την εφαρμογή σε συγκεκριμένο τομέα, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, και, κατά τον τρόπο αυτό, να εμποδίζουν την οδηγία αυτή να εκπληρώσει τον σκοπό της. Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται σημαντική η γενική οικονομία της οδηγίας, η οποία συνίσταται κατ' ουσίαν στην προοδευτική διόρθωση, εντός εξαετούς προθεσμίας, της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ώστε να καταστεί συμβατή με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών. Κατά συνέπεια, μια εισάγουσα διακρίσεις διάταξη η οποία, λόγω του περιεχομένου της, αποτελεί κίνδυνο για τους στόχους της οδηγίας, μπορεί να θεωρηθεί μη συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο ακόμη και όταν μπορεί να είναι σύμφωνη με το γράμμα του εισάγοντος παρέκκλιση κανόνα της οδηγίας. Το μη συμβατό μπορεί επίσης να προκύπτει από το ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιδιωχθεί, όπως επανειλημμένα επισήμανα, με άλλα μέτρα τα οποία, λόγω του περιεχομένου τους και του ότι συνοδεύονται από συμπληρωματικές διατάξεις επιφέρουσες αντισταθμιστικά αποτελέσματα, δεν παραβιάζουν, ή παραβιάζουν σε μικρότερο βαθμό, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

38. ροτείνω επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν, ενόψει της χορηγήσεως παροχής λόγω αναπηρίας, προϋποθέσεις αναφορικά με την ηλικία οι οποίες διαφέρουν αναλόγως του φύλου και συνδέονται με τις ανάλογες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται για τη συνταξιοδότηση και, κατά τον τρόπο αυτό, να χορηγούν παροχές λόγω αναπηρίας διαφορετικού ποσού για άνδρες και γυναίκες σε δικαιούχους ευρισκόμενους ακριβώς στην ίδια κατάσταση, εκτός του φύλου. Αυτή η διαφορά ποσού πρέπει πάντως να είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της συνοχής μεταξύ των δύο συστημάτων, ήτοι του συστήματος των συντάξεων και του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας, υπό την έννοια ότι η προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του συστήματος παροχών λόγω αναπηρίας είναι, αφενός, αναπόφευκτη λόγω του καθορισμού διαφορετικών ηλικιών συνταξιοδοτήσεως και, αφετέρου, απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και ανάλογη προς το αποτέλεσμα αυτό. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τα ζητήματα αυτά. Η δυνατότητα αυτή των κρατών μελών μπορεί επίσης να ασκηθεί, κατ' εξαίρεση, για τη θέσπιση διατάξεων εισαγουσών διακρίσεις οι οποίες δεν υπήρχαν κατά την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας, αλλά πάντοτε υπό την τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, αν παρίσταται δε ανάγκη με τη σύγχρονη πρόβλεψη πρόσφορων αντισταθμιστικών μέτρων ή μεταβολής του τρόπου υπολογισμού των παροχών λόγω αναπηρίας, ώστε να αντισταθμίζονται τα αποτελέσματα των εισαγουσών διακρίσεις διατάξεων. Και στην περίπτωση αυτή, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες εκτιμήσεις και, ακριβέστερα, να αξιολογήσει αν συντρέχουν συνθήκες ικανές να δικαιολογήσουν τις εισάγουσες διακρίσεις διατάξεις.

Επί του τρίτου ερωτήματος

39. Αν το εθνικό δικαστήριο, βάσει των ανωτέρω, διαπιστώσει ότι οι διακρίσεις σχετικά με τις παροχές λόγω αναπηρίας δεν δικαιολογούνται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, και είναι επομένως μη συμβατές προς το κοινοτικό δίκαιο, τίθεται το ζήτημα των μέσων τα οποία η έννομη τάξη θέτει στη διάθεση των ιδιωτών για να τους επιτρέψει να αντιμετωπίσουν κατά τρόπο συγκεκριμένο τις επιπτώσεις των διακρίσεων αυτών στη νομική τους σφαίρα. Γενικότερα, πρόκειται για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως, που εκδίδεται κατόπιν προδικαστικής παραπομπής για την ερμηνεία κοινοτικών διατάξεων, επί των εθνικών διατάξεων οι οποίες συνδέονται με τις οικείες κοινοτικές διατάξεις, και συνεπώς για τα αποτελέσματα επί της νομικής σφαίρας των προσώπων στα οποία πρέπει να εφαρμοσθούν άμεσα οι κοινοτικές διατάξεις.

Αναφορικά με το σημείο αυτό της υποθέσεως, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν και εντός ποίων ορίων, ελλείψει εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της οδηγίας, οι υφιστάμενοι δυσμενείς διακρίσεις εργαζόμενοι μπορούν να προσφύγουν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, βάσει της αρχής του αμέσου αποτελέσματος, για να επιτύχουν την καταβολή πρόσθετης παροχής, και ιδίως πώς πρέπει να καθορισθεί το ποσό της παροχής αυτής.

40. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα υφιστάμενα δυσμενείς διακρίσεις πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχουν το δικαίωμα να έχουν την ίδια μεταχείριση με τα υποκείμενα σε ευνοϊκή μεταχείριση πρόσωπα τα οποία ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση, με εξαίρεση το φύλο. Συγκεκριμένα, η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα πρόσωπα αυτά, ελλείψει μεταφοράς της οδηγίας, θεωρείται γενικώς ως «το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς» για την εξάλειψη των συνεπειών της δυσμενούς διακρίσεως .

Αυτή η γενική εκτίμηση προκύπτει από πάγια νομολογία, οι δε διάδικοι συμφωνούν. Μένει πάντως να καθορισθεί σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να προσδιορισθεί το ύψος της πρόσθετης παροχής που προορίζεται να αποκαταστήσει την ισότητα της μεταχειρίσεως. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά συναφώς αν, κατά τον υπολογισμό αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η δυσμενής κατάσταση του προσώπου που υπόκειται σε διακρίσεις σε σύγκριση με την κατάσταση του προσώπου αναφοράς, αλλά επίσης όλα τα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα των οποίων απολαύει το υφιστάμενο σε δυσμενή διάκριση πρόσωπο σε ορισμένες περιπτώσεις, βάσει άλλων παραμέτρων του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Ερωτά επιπλέον, πάντοτε στο ίδιο πλαίσιο ιδεών, αν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον εν λόγω υπολογισμό οι διάφορες επιλογές που προσφέρονται στους εργαζόμενους (και στις οποίες αυτοί ενδεχομένως προβαίνουν) βάσει της διαφορετικής αναλόγως του φύλου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, επιλογές οι οποίες μπορούν να συνεπάγονται τη χορήγηση, στο υφιστάμενο δυσμενή διάκριση πρόσωπο, παροχών ενίοτε μάλλον ευνοϊκότερων από τις καταβαλλόμενες στο πρόσωπο αναφοράς.

41. Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγω βάσει των κατωτέρω εκτιμήσεων.

Το δικαίωμα επί της συμπληρώσεως των παροχών λόγω αναπηρίας έχει τη νομική του βάση στην κοινοτική έννομη τάξη και ακριβέστερα στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αμοιβές των εργαζομένων η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης, έκφραση της οποίας αποτελεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας. Για την εφαρμογή της αρχής αυτής στις διάφορες ατομικές καταστάσεις, πρέπει να ληφθεί ως παράμετρος, όπως ελέχθη, η αντίστοιχη μεταχείριση των προσώπων αναφοράς. Η παράμετρος αυτή συνίσταται στα πλεονεκτήματα που επιφυλάσσει η εθνική κανονιστική ρύθμιση στο πρόσωπο αναφοράς σχετικά με τις παροχές λόγω αναπηρίας. Η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού δεν ισοδυναμεί συνεπώς, όπως φαίνεται απεναντίας να υποστηρίζει η Επιτροπή, με την απλή επέκταση στα υφιστάμενα δυσμενή διάκριση πρόσωπα του εθνικού συστήματος που ισχύει για τα πρόσωπα αναφοράς: η ενέργεια αυτή θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σε ορισμένες εθνικές διατάξεις διαφορετικό και ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό το οποίο πράγματι έχουν και, κατά τον τρόπο αυτό, να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι ισχύουσες για τη συμπληρωματική παροχή νομικές διατάξεις οι οποίες, όπως ελέχθη, εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο και όχι στις εθνικές έννομες τάξεις. Επιπλέον, για τον καθορισμό του ποσού της συμπληρωματικής παροχής λόγω αναπηρίας, δεν αρκεί να γίνει αναφορά στα συνδεόμενα με την ηλικία αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα, αλλά πρέπει επίσης να εξετασθεί πώς μπορούν να επιδράσουν επί των εν λόγω ποσών οι επιλογές στις οποίες αναφέρεται το σημείο β_ του τρίτου ερωτήματος: και οι επιλογές αυτές μπορούν πράγματι να έχουν επιπτώσεις επί των πλεονεκτημάτων που παρέχει το σύστημα στους ενδιαφερόμενους, και μπορούν επομένως να μεταβάλουν ή και να ανατρέψουν τη σχέση μεταξύ των παροχών που χορηγούνται στους άνδρες και στις γυναίκες.

Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται από τις διαφορετικές θέσεις των προσφευγόντων στην κύρια δίκη, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την εξεύρεση λύσεων κατά περίπτωση. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να προβεί στις σχετικές εκτιμήσεις και να καθορίσει βάσει αυτών, για κάθε εξατομικευμένη περίπτωση, το επίπεδο της συμπληρωματικής παροχής.

42. Στο σημείο αυτό, δεν είναι άσκοπο να επαναληφθεί ότι η υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας παραμένει ακέραια. Η υποχρέωση αυτή πρέπει να υπογραμμισθεί κυρίως διότι διαπιστώνεται ότι οι ένδικες προσφυγές τις οποίες επιτρέπει το άμεσο αποτέλεσμα της κοινοτικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως θα συναντήσουν σημαντικά προβλήματα πρακτικής φύσεως λόγω της δυσχέρειας να αξιολογηθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το συγκριτικό πλεονέκτημα του προσώπου αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο της συμπληρωματικής παροχής και διότι, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου για ένδικες προσφυγές, πρέπει να αναμένεται ενδεχομένως μια ανομοιογένεια μεταξύ τους καθώς και μια δυσχέρεια αποτελεσματικού συντονισμού των διαφορετικών κατευθύνσεων.

43. Τελειώνω με μία τελευταία παρατήρηση σχετικά με ένα λεπτό ζήτημα της διαφοράς επί του οποίου οι διάδικοι δεν έλαβαν θέση. Στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο, έχοντας προβεί στις επί των πραγματικών περιστατικών διαπιστώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του και στις οποίες αναφέρθηκα ανωτέρω, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κανονιστική ρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο θα μπορέσει ενδεχομένως να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου και της επιπτώσεως της αποφάσεως αυτής, είναι δυνατό και σκόπιμο να περιοριστούν τα αναδρομικά της αποτελέσματα κατά το πρότυπο της αποφάσεως Barber .

ροτάσεις

44. Βάσει όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα του Social Security Commissioner:

«1) Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν, ως προϋπόθεση της χορηγήσεως μιας παροχής όπως το Reduced Earnings Allowance (ΕΜΕ, επίδομα λόγω μειώσεως των εισοδημάτων) που προβλέπει η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου σε περίπτωση εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, διαφορετική αναλόγως του φύλου ηλικία που συνδέεται με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, η οποία επίσης διαφέρει αναλόγως του φύλου. ρέπει πάντως η σύνδεση αυτή και οι διαφορές οι οποίες απορρέουν, αναλόγως του φύλου, όσον αφορά το ποσόν των παροχών λόγω αναπηρίας, να είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση της συνοχής μεταξύ των δύο συστημάτων, ήτοι του συστήματος των συντάξεων και του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας. Η συνοχή αυτή υφίσταται αν η παρέκκλιση από την ισότητα της μεταχειρίσεως απορρέει κατ' ανάγκη από τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, υπό την έννοια ότι η διαφοροποίηση αυτή δεν θα μπορούσε να εισαχθεί χωρίς αντίστοιχη τροποποίηση του συστήματος των παροχών λόγω αναπηρίας, είναι δε επίσης ανάλογη προς το αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκει. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τα ζητήματα αυτά. Η δυνατότητα αυτή των κρατών μελών μπορεί επίσης να ασκηθεί, κατ' εξαίρεση, για τη θέσπιση διατάξεων εισαγουσών διακρίσεις οι οποίες δεν υπήρχαν κατά την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας, αλλά πάντοτε με την τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, αν παρίσταται δε ανάγκη με τη σύγχρονη πρόβλεψη πρόσφορων αντισταθμιστικών μέτρων ή μεταβολής του τρόπου υπολογισμού των παροχών λόγω αναπηρίας, ώστε να αντισταθμίζονται τα αποτελέσματα των εισαγουσών διακρίσεις διατάξεων. Και στην περίπτωση αυτή, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες εκτιμήσεις και, ακριβέστερα, να αξιολογήσει αν συντρέχουν συνθήκες ικανές να δικαιολογήσουν τις εισάγουσες διακρίσεις διατάξεις.

2) Αν οι διακρίσεις όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, και δεν υφίστανται εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας, τα υφιστάμενα δυσμενή διάκριση πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου για να επιτύχουν, βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής λόγω αναπηρίας. Το ύψος της παροχής αυτής ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ύψους της παροχής η οποία οφείλεται στο πρόσωπο αναφοράς και του ύψους της παροχής η οποία οφείλεται, βάσει των κρινόμενων ως μη συμβατών προς την οδηγία εθνικών διατάξεων, στο υφιστάμενο τη δυσμενή διάκριση πρόσωπο. Ως παροχή οφειλόμενη στο πρόσωπο αναφοράς πρέπει να θεωρούνται όλα τα σχετικά με την παροχή λόγω αναπηρίας πλεονεκτήματα, τα οποία η εθνική νομοθεσία επιφυλάσσει στο πρόσωπο αυτό. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει το ύψος της παροχής αναφοράς σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.»