Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0404

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 15ης Ιουνίου 2000. - Josef Plum κατά Allgemeine Ortskrankenkasse Rheinland, Regionaldirektion Köln. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία. - Κοινωνική ασϕάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Προσδιορισμός της εϕαρμοστέας νομοθεσίας - Εργαζόμενοι αποσπασμένοι σε άλλο κράτος μέλος. - Υπόθεση C-404/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-09379


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Στην παρούσα υπόθεση, το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο) ερωτά, κατ' ουσίαν, αν μια κατασκευαστική εταιρία που εδρεύει σε ένα κράτος μέλος, όπου και διατηρεί γραφείο, αλλά η οποία πραγματοποιεί το σύνολο των κατασκευαστικών εργασιών της σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να υπαχθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (στο εξής: κανόνας των αποσπασμένων εργαζομένων). Όπως εξηγείται στη συνέχεια, η απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει σαφώς από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση FTS, η οποία εκδόθηκε μετά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως .

Οι κοινοτικές διατάξεις

2. Στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 θεσπίζεται ο γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο τα πρόσωπα που διέπονται από τον εν λόγω κανονισμό υπάγονται στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους. Η εφαρμοστέα νομοθεσία καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙ (άρθρα 13 έως 17 α) του κανονισμού.

3. Ο γενικός κανόνας του κανονισμού 1408/71 όσον αφορά τον καθορισμό της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως που διέπει τους διακινουμένους εργαζομένους περιέχεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α_. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 14 έως 17: α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

(...)»

4. Επομένως, η εφαρμοστέα νομοθεσία υπό κανονικές συνθήκες είναι η νομοθεσία του κράτους όπου απασχολείται ο εργαζόμενος. Ωστόσο, με το άρθρο 14 θεσπίζονται «ειδικοί κανόνες εφαρμοστέοι επί προσώπων, πλην των ναυτικών, που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα». Στην παράγραφο 1, στοιχείο α_, του εν λόγω άρθρου, την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση, διατυπώνονται κανόνες που έχουν σχέση με τους αποσπασμένους εργαζομένους. Στη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι:

«το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου, του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως».

Τα πραγματικά περιστατικά

5. Ο J. Plum είναι ιδιοκτήτης δύο κατασκευαστικών επιχειρήσεων, της Plum Bauträger- und Bauunternehmung GmbH και της Plum Bauunternehmung GmbH. Οι εταιρίες αυτές συστάθηκαν κατά το γερμανικό δίκαιο και έχουν την έδρα τους στη γερμανική πόλη Geilenkirchen. Το 1989, ο J. Plum ίδρυσε μια τρίτη εταιρία, την Aannemersbedrijf B3 Senator (στο εξής: Senator). Η εταιρία αυτή συστάθηκε κατά το ολλανδικό δίκαιο και, μέχρι τη διακοπή της δραστηριότητάς της το 1994, είχε την έδρα της στην πόλη Heerlen της Ολλανδίας.

6. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η Senator ιδρύθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος ανταγωνισμός, στη γερμανική αγορά, από κατασκευαστικές εταιρίες εδρεύουσες στις Κάτω Χώρες όπου το κόστος του εργατικού δυναμικού και των εργοδοτικών εισφορών είναι χαμηλότερο απ' ό,τι στη Γερμανία. Η Senator ελάμβανε όλες τις εντολές εκτελέσεως κατασκευαστικών έργων από τις δύο γερμανικές εταιρίες του J. Plum και πραγματοποιούσε το σύνολο των οικοδομικών εργασιών της στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας προς τούτο τους δικούς της εργαζομένους, από τους οποίους μερικοί κατοικούσαν στις Κάτω Χώρες και μερικοί στη Γερμανία. Όλα τα έργα που υλοποιούσε η Senator είχαν διάρκεια λιγότερη των δώδεκα μηνών.

7. Το γραφείο της Senator στο Heerlen χρησιμοποιούσε ένα μόνον πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος της εταιρίας που ενοικίαζε την επαγγελματική αυτή εγκατάσταση. Δεχόταν τα τηλεφωνήματα και την αλληλογραφία της εταιρίας την οποία διεκπεραίωνε ο ίδιος ή διαβίβαζε στον J. Plum στη Γερμανία. Στο γραφείο του Heerlen πραγματοποιούνταν συνεντεύξεις για τις προσλήψεις προσωπικού και τηρούνταν τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας.

8. Από το 1989 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993, η Senator κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές στην αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, την Allgemeine Ortskrankenkasse Rheinland, Regionaldirektion Köln (στο εξής: ΑΟΚ). Ωστόσο, όταν οι ολλανδικές φορολογικές αρχές αξίωσαν την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τη Senator, τον Φεβρουάριο του 1993, η εν λόγω εταιρία σταμάτησε να καταβάλει εισφορές στην ΑΟΚ.

9. Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η ΑΟΚ ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής εις βάρος του J. Plum για την καταβολή οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου 1993 και Απριλίου 1994. Το ύψος της απαιτήσεως ανέρχεται συνολικά σε 100 430,32 γερμανικά μάρκα, πλέον τόκων. Η αξίωση αυτή βασίζεται σε προσωπική εγγύηση που παρέσχε ο J. Plum στην ΑΟΚ στις 30 Ιουνίου 1989, για το σύνολο των οφειλών της Senator.

10. Το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο γερμανικό δικαστήριο δικαίωσαν την ΑΟΚ και ο J. Plum άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof, ισχυριζόμενος ότι η Senator δεν όφειλε στην ΑΟΚ τα αιτούμενα ποσά, επειδή οι δραστηριότητές της υπάγονταν, με βάση το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71, στην ολλανδική και όχι στη γερμανική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως. Η ΑΟΚ αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή της οδηγίας.

11. ρο των ισχυρισμών αυτών, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την κύρια διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Ασκεί ένα πρόσωπο απασχολούμενο σε επιχείρηση (εν προκειμένω: εταιρία έχουσα τη νομική μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης του ολλανδικού δικαίου), η οποία έχει την έδρα της σε κράτος μέλος (εν προκειμένω: στις Κάτω Χώρες), όπου και διατηρεί γραφείο, πλην όμως αναπτύσσει δραστηριότητες κυρίως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εντός του οποίου και μόνον ασκούσε κατά το παρελθόν τις δραστηριότητές της (εν προκειμένω: εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στη Γερμανία), μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου από τα προαναφερθέντα κράτη μέλη (άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71, ως είχε στις 2 Ιουνίου 1983, ΕΕ L 230, σ. 8 επ.);

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Συντρέχει απόσπαση, υπό την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του προαναφερθέντος κανονισμού, όταν μια οικοδομική επιχείρηση εδρεύουσα σε κράτος μέλος απασχολεί τους μισθωτούς της κυρίως σε οικοδομικά έργα εντός άλλου κράτους μέλους, κατά το παρελθόν δε απασχολούσε τους μισθωτούς αυτούς επί πολλά έτη μόνον εντός του κράτους αυτού, εφόσον η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας σε κάθε επιμέρους οικοδομικό έργο δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες;»

12. Γραπτές παρατηρήσεις κατατέθηκαν από την ΑΟΚ, τις Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Λιχτενστάιν, της Ολλανδίας και της ορτογαλίας καθώς και από την Επιτροπή.

Ανάλυση

13. Με το πρώτο του ερώτημα, το παραπέμπον δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν μια επιχείρηση που έχει την έδρα της σε κράτος μέλος (στις Κάτω Χώρες) και διατηρεί γραφείο στο ίδιο κράτος, αλλά δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (Γερμανία), χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό τους δικούς της εργαζομένους, μπορεί να κάνει χρήση της ευνοϊκής ρυθμίσεως περί αποσπασμένων εργαζομένων του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71.

14. ροκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, ενδείκνυται αναδρομή στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως FTS . Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, γραφεία ευρέσεως εργασίας που προμηθεύουν προσωπικό σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη μπορούν να υπάγονται στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, καθιερώνει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο α_, σύμφωνα με τον οποίο κάθε εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως . Για να μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω εξαίρεση, οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρούν τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις. ρώτον, πρέπει να υφίσταται οργανικός δεσμός μεταξύ της επιχειρήσεως και του αποσπασμένου εργαζομένου. Τούτο σημαίνει ότι ο εργαζόμενος πρέπει να τελεί σε σχέση εξαρτήσεως προς την εν λόγω επιχείρηση . Δεύτερον, η επιχείρηση πρέπει να ασκεί κανονικώς τις δραστηριότητές της εντός του κράτους όπου έχει την έδρα της . Τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να ασκεί συστηματικά σημαντικές δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος . Όσον αφορά ειδικότερα τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, το Δικαστήριο καθόρισε μια σειρά κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν ορισμένη επιχείρηση ασκεί συστηματικά σημαντικές δραστηριότητες σε συγκεκριμένο κράτος μέλος .

15. Δεν αμφισβητείται ότι οι εργαζόμενοι της Senator τελούσαν σε σχέση εξαρτήσεως έναντι της επιχειρήσεως αυτής κατά τον χρόνο της απασχολήσεώς τους στη Γερμανία. Επομένως, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_.

16. Ωστόσο, είναι σαφές, κατά την άποψή μου, ότι η δεύτερη προϋπόθεση δεν πληρούται. Η Senator διατηρούσε γραφείο στις Κάτω Χώρες, όπου ένας μόνον εργαζόμενος διεκπεραίωνε την αλληλογραφία και πραγματοποιούσε τις συνεντεύξεις για την πρόσληψη προσωπικού. Όπως επισημαίνουν όλοι οι συμμετέχοντες στην παρούσα διαδικασία που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, τούτο δεν συνιστά σημαντική δραστηριότητα στο κράτος εγκαταστάσεως. ράγματι, αν η ύπαρξη γραφείου, όπου διεκπεραιώνεται η αλληλογραφία και όπου πραγματοποιούνται οι συνεντεύξεις για την πρόσληψη προσωπικού, αρκούσε προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α_, η εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρών καταχρήσεων εκ μέρους επιχειρήσεων που θα επιδίωκαν να παρακάμψουν την επαχθέστερη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ορισμένων κρατών μελών.

17. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι εργαζόμενοι της Senator που απασχολήθηκαν σε κατασκευαστικά έργα στη Γερμανία πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάγονται στη γερμανική νομοθεσία, με βάση το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71.

18. Ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι αναγκαίο να διατυπώσω την άποψή μου ως προς τα κριτήρια που, υπό άλλες περιστάσεις, θα έπρεπε να ισχύσουν προκειμένου να κριθεί αν μια επιχείρηση με αντικείμενο άλλο από την εύρεση εργασίας ασκεί συστηματικά σημαντική δραστηριότητα σε ορισμένο κράτος μέλος. αρέλκει επισης η εξέταση του δευτέρου ερωτήματος που υπέβαλε το Bundesgerichtshof.

Συμπέρασμα

19. Επομένως, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο παραπέμπον εθνικό δικαστήριο ως εξής:

«ρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος (Γερμανία) ως εργαζόμενος επιχειρήσεως που έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος (Κάτω Χώρες) και διατηρεί γραφείο στο κράτος αυτό, αλλά ασκεί τις δραστηριότητές της κατά κύριο λόγο στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους (Γερμανία) και δεν ασκεί σημαντικές δραστηριότητες στο δεύτερο κράτος μέλος (Κάτω Χώρες), υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους (Γερμανία) σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983.»