Avis juridique important
Απόϕαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμßρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου. - Τίτλοι δανείου εκδοθέντoς στην αλλοδαπή - Απαγόρευση αποκτήσεως για τους κατοίκους Βελγίου. - Υπόθεση C-478/98.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-07587
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - εριορισμοί - Εθνική κανονιστική ρύθμιση απαγορεύουσα στους κατοίκους κράτους μέλους την απόκτηση τίτλων δανείων εκδοθέντων στην αλλοδαπή - Δεν επιτρέπεται - Δικαιολόγηση - Δεν χωρεί
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 73 Β και 73 Δ § 1, στοιχ. β_ (νυν άρθρα 56 ΕΚ και 58 § 1, στοιχ. β_, ΕΚ)]
$$Η απαγόρευση κράτους μέλους προς τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφός του να αποκτήσουν τίτλους δανείων εκδοθέντων στην αλλοδαπή συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, απαγορευόμενο από το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 56 ΕΚ). Το μέτρο αυτό, θεσπισθέν από το κράτος υπό την ιδιότητά του ως δημόσιας αρχής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής, καθόσον δεν υπάρχει κανένας άμεσος σύνδεσμος μεταξύ κάποιου φορολογικού πλεονεκτήματος και κάποιου συναρτώμενου προς αυτό μειονεκτήματος, ο οποίος θα έπρεπε να διαφυλαχθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή αυτή. Εξάλλου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης (νυν άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο β_, ΕΚ), από την ανάγκη καταπολεμήσεως της φοροαποφυγής και διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, καθόσον ένα γενικό τεκμήριο περί φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα φορολογικό μέτρο που συνίσταται στην πλήρη απαγόρευση ασκήσεως μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία διασφαλίζει το άρθρο 73 Β της Συνθήκης.
( βλ. σκέψεις 27, 35-36, 40, 45, 47 )
Στην υπόθεση C-478/98,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard και του B. Mongin, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
προσφεύγουσα,
κατά
Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπουμένου από την A. Snoecx, βοηθό σύμβουλο στη γενική διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την ανάπτυξη, επικουρούμενη από τον B. van de Walle de Ghelcke, δικηγόρο Βρυξελλών, 15, rue des Petits Carmes, Βρυξέλλες,
καθού,
που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας την απόκτηση από πρόσωπα που έχουν κατοικία στο Βέλγιο τίτλων δανείου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), C. Gulmann, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, P. Jann, και H. Ragnemalm, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 2000, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον B. Mongin και το Βασίλειο του Βελγίου από τον B. van de Walle de Ghelcke, επικουρούμενο από τον Μ. Massart, κύριο επιθεωρητή της βελγικής διοικήσεως φορολογικών υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2000,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας την απόκτηση από πρόσωπα που έχουν κατοικία στο Βέλγιο τίτλων δανείου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ).
2 Δυνάμει βασιλικού διατάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1994 (στο εξής: βασιλικό διάταγμα), ο Υπουργός Οικονομικών του Βελγίου συνήψε δημόσιο δάνειο ύψους ενός δισεκατομμυρίου γερμανικών μάρκων (DEM) στην αγορά των ευρω-ομολογιών.
3 Το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος ορίζει τα εξής:
«Ο Υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτείται να συνάψει δημόσιο δάνειο με σταθερό επιτόκιο ύψους ενός δισεκατομμυρίου DEM με τη Dresdner Bank AG και τη Schweizerischer Bankverein (Deutchland) AG στη Φρανκφούρτη. Το δάνειο αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, εν όλω ή εν μέρει, μιας ή περισσοτέρων πράξεων swap.»
4 Το άρθρο 2 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει τα ακόλουθα:
«Οι όροι και οι λεπτομέρειες του δανείου αυτού και των ενδεχομένων πράξεων swap θα καθοριστούν με συμβάσεις που θα συναφθούν με τα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.»
5 Το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος ορίζει:
«Το δημόσιο παραιτείται από την είσπραξη του φόρου προσόδου κινητών αξιών επί των τόκων του δανείου αυτού.
Δεν επιτρέπεται η απόκτηση τίτλων από κατοίκους Βελγίου, εκτός από την περίπτωση των τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών και των θεσμικών επενδυτών που αναφέρονται στις συμβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 και υπό τους όρους που καθορίζονται με τις συμβάσεις αυτές.
Οι οριστικοί τίτλοι θα χορηγούνται στους δικαιούχους κατόπιν προσκομίσεως πιστοποιητικού που βεβαιώνει ότι οι δικαιούχοι αυτοί δεν είναι κάτοικοι ή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο.»
6 Το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος υλοποιήθηκε με τις συμβάσεις που συνάφθηκαν με τα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (υπό τον τίτλο «εριορισμοί πωλήσεως»), με τις οποίες προσδιορίζονται οι όροι και οι λεπτομέρειες του επίμαχου δανείου. Οι συμβάσεις αυτές διευκρινίζουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«The Bonds may not be offered or sold, directly or indirectly, to residents of, or corporation or other legal entities having their domicile in the Kingdom of Belgium except, provided that the offer or sale does not constitute an offer to the public of the Kingdom of Belgium, to (i) a bank which is so resident or domiciled, (ii) a broker, similar intermediary or institution of international standing whose business involves dealing in securities or manging customers' funds, which is so resident or domiciled and (iii) an insurance company which is so resident or domiciled».
[«Οι ομολογίες δεν μπορούν να αποτελέσουν, άμεσα ή έμμεσα, αντικείμενο προσφοράς ή πωλήσεως σε κατοίκους του Βασιλείου του Βελγίου ή σε εταιρίες ή άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν εκεί την έδρα τους, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσφορά ή η πώληση δεν συνιστά, στο Βασίλειο του Βελγίου, δημόσια προσφορά και εφόσον πρόκειται για i) τράπεζα που εδρεύει ή είναι εγκατεστημένη εκεί, ii) χρηματιστηριακή εταιρία, παρόμοιο διαμεσολαβητή ή άλλο φορέα διεθνούς κύρους, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διαπραγμάτευση κινητών αξιών ή στη διαχείριση των κεφαλαίων πελατών και που εδρεύει ή είναι εγκατεστημένος εκεί, και iii) ασφαλιστική εταιρία που εδρεύει ή είναι εγκατεστημένη εκεί».]
Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
7 Στις 6 Ιανουαρίου 1995, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές να της παράσχουν διευκρινίσεις όσον αφορά τις διατάξεις του βασιλικού διατάγματος. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος, καθόσον απαγόρευε στους κατοίκους Βελγίου να συνάψουν δάνειο εκδοθέν στην αλλοδαπή, συνιστούσε εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αντίθετο προς το άρθρο 73 Β της Συνθήκης.
8 Στις 13 Φεβρουαρίου 1995, οι βελγικές αρχές απάντησαν ότι η απαγόρευση αυτή, που έχει τεθεί για τους κατοίκους Βελγίου, ήταν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο. Το επίμαχο μέτρο, καθόσον αφαιρούσε από τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στο Βέλγιο τη δυνατότητα να συνάψουν το δημόσιο δάνειο που είχε εκδοθεί σε DEM, καθιστούσε δυνατό να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγουν τα πρόσωπα αυτά την καταβολή του φόρου στο Βέλγιο μέσω της παραλείψεως δηλώσεως των εισπραχθέντων τόκων. Επιπλέον, οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι το βασιλικό διάταγμα στηριζόταν στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, ΕΚ).
9 Δεδομένου ότι η απάντηση αυτή δεν την ικανοποίησε, η Επιτροπή κίνησε, με έγγραφο οχλήσεως της 11ης Αυγούστου 1995, τη διαδικασία λόγω παραβάσεως της Συνθήκης και κάλεσε τη Βελγική Κυβέρνηση να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.
10 ρώτον, η Επιτροπή ανέφερε ότι, μολονότι το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της Συνθήκης προβλέπει τη δυνατότητα διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως μεταξύ κατοίκων και μη κατοίκων, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά διαφορετική φορολογική μεταχείριση, αλλά απόλυτη απαγόρευση αποκτήσεως τίτλων δανείου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, η οποία ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στο Βέλγιο.
11 Δεύτερον, η Επιτροπή τόνισε ότι οι βελγικές αρχές στηρίζονται στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης για να προβάλουν ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της τηρήσεως των φορολογικών διατάξεων εκ μέρους των φορολογουμένων που κατοικούν στο Βέλγιο μπορεί να δικαιολογήσει έναν περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η επιβολή, όμως, ενός τέτοιου μέτρου είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό· διαφορετικά, η αποδοχή μιας τέτοιας προσεγγίσεως θα είχε ως συνέπεια ότι θα μπορούσε να απαγορευθεί κάθε πράξη κινήσεως κεφαλαίων που θα μπορούσε να ενέχει κινδύνους φοροαποφυγής.
12 Με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 1995, η Βελγική Κυβέρνηση ενέμεινε στη θέση που υποστήριξε με το από 13 Φεβρουαρίου 1995 έγγραφό της. Διευκρίνισε ότι η απαγόρευση ανταποκρινόταν αποκλειστικά στη μέριμνα διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος. ροσέθεσε ότι η απαγόρευση αυτή ούτε ήταν αυθαίρετη ούτε επαγόταν δυσμενή διάκριση και ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επρόκειτο για συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών.
13 Στις 16 Απριλίου 1997, η Επιτροπή απηύθυνε στη Βελγική Κυβέρνηση αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία την κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με αυτήν εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της. Στη γνώμη αυτή δεν δόθηκε απάντηση.
14 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.
Επί της ουσίας
15 ρος στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή διατείνεται ότι η απόλυτη απαγόρευση που προβλέπει το βασιλικό διάταγμα όσον αφορά την απόκτηση τίτλων δανείου στην αγορά των ευρω-ομολογιών από τους κατοίκους Βελγίου (στο εξής: επίμαχο μέτρο) προσβάλλει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που προβλέπει το άρθρο 73 Β της Συνθήκης, χωρίς το μέτρο αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά στο πλαίσιο του άρθρου 73 Δ, διότι το εν λόγω μέτρο είναι, μεταξύ άλλων, δυσανάλογο.
16 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι το επίμαχο μέτρο θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών. ράγματι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών του, μολονότι το επίμαχο μέτρο που έχει επιβάλει το Βασίλειο του Βελγίου απευθύνεται στους δικούς του κατοίκους, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγώς εσωτερικό μέτρο, αφού το οικείο δάνειο εκδόθηκε σε DEM στην αγορά των ευρω-ομολογιών, συνάφθηκε από διεθνή όμιλο τραπεζών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τυγχάνει διαπραγματεύσεως στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και διέπεται από το γερμανικό δίκαιο.
17 Επιπλέον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά, αφεαυτού, περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
18 ράγματι, περιορισμούς στις κινήσεις των κεφαλαίων, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, συνιστούν μέτρα επιβαλλόμενα από κράτος μέλος που είναι ικανά να αποθαρρύνουν τους κατοίκους του από το να συνάψουν δάνεια ή να προβούν σε επενδύσεις σε άλλα κράτη μέλη (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson, Συλλογή 1995, σ. Ι-3955, σκέψη 10· της 16ης Μαρτίου 1999, C-222/97, Trumer και Mayer, Συλλογή 1999, σ. Ι-1661, σκέψη 26, και της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-439/97, Sandoz, Συλλογή 1999, σ. Ι-7041, σκέψη 19), ή που εξαρτούν μια άμεση αλλοδαπή επένδυση από προηγούμενη έγκριση (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-4821, σκέψεις 24 και 25, και της 14ης Μαρτίου 2000, C-54/99, Église de scientologie, Συλλογή 2000, σ. Ι-1335, σκέψη 14).
19 Το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος, καθόσον αποκλείει τη δυνατότητα συνάψεως του επίμαχου δανείου από κατοίκους Βελγίου, υπερακοντίζει κατά πολύ ένα μέτρο που σκοπεί να αποθαρρύνει τους κατοίκους κράτους μέλους από το να συνάψουν ένα δάνειο εκδοθέν στην αλλοδαπή ή που απαιτεί προηγούμενη σχετική έγκριση και, επομένως, συνιστά κατά μείζονα λόγο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 73 Β της Συνθήκης.
20 Ωστόσο, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Βελγική Κυβέρνηση διατείνεται, κυρίως, ότι το βελγικό Δημόσιο δεν έλαβε το επίμαχο μέτρο ως δημόσια αρχή, αλλά ως ιδιώτης επιχειρηματίας, οπότε το επίμαχο μέτρο εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 73 Β της Συνθήκης.
21 ρος στήριξη της απόψεως αυτής, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της λειτουργίας του κράτους ως δημόσιας εξουσίας και της λειτουργίας που επιτελεί ως ιδιώτης επιχειρηματίας. Συναφώς, η κυβέρνηση αυτή υπενθυμίζει ότι, πράγματι, η διάκριση αυτή είναι γνωστή στο κοινοτικό δίκαιο, όπως προκύπτει, ιδίως, από την οδηγία 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 205), και τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989, 231/87 και 129/88, Ufficio distrettuale delle imposte dirette di Fiorenzuola d'Arda κ.λπ. (Συλλογή 1989, σ. 3233), και της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU (Συλλογή τόμος 1976, σ. 577).
22 Συναφώς, αρκεί εν προκειμένω να τονιστεί ότι η παραίτηση από την είσπραξη του φόρου προσόδου κινητών αξιών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος, συνιστά, όπως εξάλλου παραδέχθηκε η Βελγική Κυβέρνηση, μέτρο κανονιστικής φύσεως, που μόνον το κράτος, ως δημόσια αρχή, έχει την εξουσία να λάβει.
23 Υπάρχει ένας άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ αυτού του κανονιστικού μέτρου και της απαγορεύσεως που επιβάλλεται στους κατοίκους του Βελγίου δυνάμει του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος.
24 ράγματι, η απαγόρευση αυτή, ως συμπλήρωμα της παραιτήσεως από την είσπραξη του φόρου προσόδου κινητών αξιών, δεν εξηγείται παρά μόνον από θεωρήσεις φορολογικής πολιτικής, όπως εξάλλου παραδέχθηκε η Βελγική Κυβέρνηση, καθόσον υποστήριξε ότι το επίμαχο μέτρο καθιστά δυνατή την αποτροπή του ενδεχομένου να επωφεληθούν οι κάτοικοι του Βελγίου από την παραίτηση αυτή για να αποφύγουν την καταβολή του φόρου επί των εισπραχθέντων τόκων. Επομένως, η απαγόρευση αυτή συνιστά αναπόσπαστο τμήμα των μέτρων που έλαβε το Βασίλειο του Βελγίου για να ρυθμίσει τις φορολογικές πτυχές του δανείου που επρόκειτο να συνάψει ο Υπουργός Οικονομικών.
25 Επομένως, το επίμαχο μέτρο συνιστά μέτρο θεσπισθέν από το βελγικό Δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως δημόσιας αρχής.
26 Επομένως, το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι το Δημόσιο περιορίστηκε απλώς να λάβει, υπό την ιδιότητά του ως δανειολήπτη και κατόπιν συμφωνίας με τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, ένα συμβατικής φύσεως μέτρο, που περιελήφθη στους όρους του δανείου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των συμβάσεων που συνάπτουν οι ιδιώτες δανειολήπτες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
27 Απ' όσα προεκτέθηκαν πρέπει να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, απαγορευόμενο από το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
28 Επικουρικώς, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το επίμαχο μέτρο είναι δικαιολογημένο και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
29 Επικαλούμενη το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται, πρώτον, από το γεγονός ότι έπρεπε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μπορούν οι κάτοικοι του Βελγίου να αποφύγουν τον φόρο συνάπτοντας το επίμαχο δάνειο. ράγματι, το δάνειο στην αγορά των ευρω-ομολογιών συνάφθηκε από το Βασίλειο του Βελγίου με σκοπό την υγιή διαχείριση του χρέους του, επί ίσοις όροις με τους ιδιώτες επιχειρηματίες.
30 Συναφώς, η κυβέρνηση αυτή διευκρινίζει ότι τα ευρω-ομολογιακά δάνεια χαρακτηρίζονται, ιδίως, από πληρωμές «ακαθάριστων» τόκων, υπό την έννοια ότι οι τόκοι αυτοί δεν υπόκεινται σε καμία κράτηση. Επομένως, έχοντας προκρίνει την έκδοση του δανείου στην αγορά αυτή, το Βασίλειο του Βελγίου αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την κράτηση του φόρου προσόδου κινητών αξιών. Δεδομένου ότι ήθελε να εμποδίσει να αποτελέσει η απαλλαγή από τον φόρο προσόδου κινητών αξιών μέσο φοροαποφυγής, η απαγόρευση που επέβαλε στους κατοίκους Βελγίου όσον αφορά την απόκτηση τίτλων του επίμαχου δανείου συνιστά το μόνο δυνατό μέτρο για να αποτραπεί η δημιουργία μιας αγοράς ημεδαπών δανείων με κράτηση του φόρου προσόδου κινητών αξιών και μιας αγοράς ευρω-ομολογιακών δανείων χωρίς κράτηση του φόρου προσόδου κινητών αξιών, που θα ήσαν αμφότερες προσιτές στους ιδιώτες που κατοικούν στο Βέλγιο.
31 Δεύτερον, η Βελγική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από την ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής, υπό την έννοια των αποφάσεων της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. Ι-249), και C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. Ι-305). Δεδομένου ότι η απαλλαγή από τον φόρο προσόδου κινητών αξιών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει το Δημόσιο να συγκεντρώσει κεφάλαια στην αγορά των ευρω-ομολογιών, το Δημόσιο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αποτρέψει να καταστεί η απαλλαγή από τον φόρο προσόδου κινητών αξιών μέσο φοροαποφυγής. Αφενός, το επίμαχο μέτρο καθιστά έτσι δυνατό να συμβιβαστούν οι επιταγές αυτές μεταξύ τους και να διασφαλιστεί η συνοχή της πολιτικής περί εκδόσεως δανείων. Αφετέρου, υφίσταται σχέση αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της απαλλαγής από τον φόρο προσόδου κινητών αξιών και της σχεδόν βέβαιης απώλειας του τελικού φόρου.
32 Τρίτον, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη απαγόρευση μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, που αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος με την απόφαση της 15ης Μα_ου 1997, C-250/95, Futura Participations και Singer (Συλλογή 1997, σ. Ι-2471). Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση διατείνεται ότι, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διαφύλαξη αυτού του γενικού συμφέροντος.
33 Κατ' αρχάς, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Βελγικής Κυβέρνησης που στηρίζεται στην ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής, όπως έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου.
34 Στις προαναφερθείσες υποθέσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου, υπήρχε άμεσος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της δυνατότητας εκπτώσεως των εισφορών και, αφετέρου, της φορολογήσεως των ποσών που οφείλονταν από τους ασφαλιστές σε εκτέλεση των συμβάσεων ασφαλίσεως γήρατος και θανάτου, σύνδεσμος ο οποίος έπρεπε οπωσδήποτε να διαφυλαχθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή του οικείου φορολογικού συστήματος. ράγματι, η απώλεια εσόδων που συνεπαγόταν η έκπτωση των εισφορών ασφάλειας ζωής από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα αντισταθμιζόταν από τη φορολόγηση των συντάξεων προσόδων ή κεφαλαίων που οφείλονταν από τους ασφαλιστές. Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε χορηγηθεί η έκπτωση των εν λόγω εισφορών από το φορολογητέο εισόδημα, τα ποσά αυτά απαλλάσσονταν από τον φόρο.
35 Εν προκειμένω, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, δεν υπάρχει κανένας άμεσος σύνδεσμος μεταξύ κάποιου φορολογικού πλεονεκτήματος και κάποιου συναρτώμενου προς αυτό μειονεκτήματος, ο οποίος θα έπρεπε να διαφυλαχθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η φορολογική συνοχή.
36 Επομένως, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής.
37 Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Βελγικής Κυβερνήσεως που στηρίζονται στην ανάγκη αποτροπής της φοροαποφυγής και διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης, το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών «να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας».
38 Όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1995, C-358/93 και C-416/93, Bordessa κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-361, σκέψεις 21 και 22), και την προαναφερθείσα απόφαση Sanz de Lera κ.λπ. (σκέψη 22), τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την αποφυγή ορισμένων παραβάσεων στον φορολογικό τομέα και στα οποία αναφέρεται το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που σκοπούν στην αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων καθώς και στην καταπολέμηση παρανόμων δραστηριοτήτων, όπως είναι η φοροδιαφυγή.
39 Επομένως, εν προκειμένω, μπορεί να γίνει επίκληση, δυνάμει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης, της καταπολεμήσεως της φοροαποφυγής και της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων προκειμένου να δικαιολογηθούν περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών.
40 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το επίμαχο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο, υπό την έννοια του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης, προς αποτροπή της φοροαποφυγής και διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων.
41 Για να μπορεί ένα μέτρο να εμπίπτει στο άρθρο 73 Δ της Συνθήκης, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει και ότι δεν πρέπει να βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.
42 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε το δικαίωμα του Βασιλείου του Βελγίου να προσφύγει σε αυτό το είδος δανείου ούτε την ανάγκη παραιτήσεως από την είσπραξη του φόρου προσόδου κινητών αξιών.
43 Αντιθέτως, η Επιτροπή αμφισβητεί το κύρος του επιχειρήματος της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί από φορολογικούς λόγους.
44 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το επιχείρημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό.
45 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-28/95, Leur-Bloem (Συλλογή 1997, σ. Ι-4161, σκέψη 44), ένα γενικό τεκμήριο περί φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα φορολογικό μέτρο που θίγει τους σκοπούς μιας οδηγίας. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία το επίμαχο μέτρο συνίσταται στην πλήρη απαγόρευση ασκήσεως μιας θεμελιώδους ελευθερίας που διασφαλίζει το άρθρο 73 Β της Συνθήκης.
46 Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι το επίμαχο μέτρο είναι το μόνο δυνατό μέτρο για την αποτροπή της δημιουργίας μιας αγοράς ημεδαπών δανείων υποκειμένων σε φόρο προσόδου κινητών αξιών και μιας αγοράς ευρω-ομολογιακών δανείων μη υποκειμένων σε φόρο προσόδου κινητών αξιών, που θα ήσαν αμφότερες προσιτές στους κατοίκους του Βελγίου, αρκεί η διαπίστωση ότι τίποτε δεν εμποδίζει τους κατοίκους του Βελγίου που επιθυμούν να προβούν σε επενδύσεις να αποκτήσουν τίτλους δανείου εκδοθέντος στην ευρω-ομολογιακή αγορά από εκδότες πλην του Βασιλείου του Βελγίου, οι οποίοι δεν υπόκεινται, ούτε αυτοί, στον βελγικό φόρο προσόδου κινητών αξιών.
47 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο δεν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης.
48 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας την απόκτηση από πρόσωπα που έχουν κατοικία στο Βέλγιο τίτλων δανείου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης.
Επί των δικαστικών εξόδων
49 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχετικό αίτημα και το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
1) Το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας, με το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1994, την απόκτηση από πρόσωπα που έχουν κατοικία στο Βέλγιο τίτλων δανείου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ).
2) Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά έξοδα.