Avis juridique important
Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Νοεμβρίου 2001. - Adria-Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke GmbH κατά Finanzlandesdirektion für Kärnten. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Verfassungsgerichtshof - Αυστρία. - Φόρος επί της ενέργειας - Επιστροϕή ϕόρου μόνο στις επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών - Κρατική ενίσχυση. - Υπόθεση C-143/99.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-08365
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. ροδικαστικά ερωτήματα - Υποβολή στο Δικαστήριο - Συμφωνία της αποφάσεως περί παραπομπής με τους κανόνες του εθνικού δικαίου περί οργανώσεως των δικαστηρίων και περί δικονομίας - Έλεγχος που δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177 (νυν άρθρο 234 ΕΚ)]
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Απαγορεύεται η θέση σε εφαρμογή πριν από την τελική απόφαση της Επιτροπής - Άμεσο αποτέλεσμα - εριεχόμενο - Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων - Όρια
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 3 (νυν άρθρο 88 § 3 ΕΚ)]
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απαγόρευση - αρεκκλίσεις - Ενιχύσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά - Ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος - Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 §§ 1 και 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 §§ 1 και 3 ΕΚ)]
4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Έννοια - Επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας σε όλες τις εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεις - Δεν εμπίπτει
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ)]
5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Έννοια - Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου - Επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας μόνο στις επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών - Καλύπτεται - Δικαιολογητικός λόγος στηριζόμενος στη φύση ή την όλη οικονομία του θεσπιζόμενου φορολογικού συστήματος - Δεν συντρέχει
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ)]
1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώνει αν η απόφαση περί παραπομπής έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου περί οργανώσεως των δικαστηρίων και περί δικονομίας.
( βλ. σκέψη 19 )
2. Η παρέμβαση των εθνικών δικαστηρίων στο σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων βασίζεται στο άμεσο αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στην απαγόρευση εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεως, την οποία επιβάλλει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ), στην περίπτωση που δεν υπάρχει άδεια της Επιτροπής. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν στους διοικουμένους ότι θα συναχθούν όλες οι κατά το εθνικό τους δίκαιο συνέπειες της παραβάσεως της διατάξεως αυτής, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την αναζήτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ή των ενδεχομένως διαταχθέντων προσωρινών μέτρων. Εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια, μολονότι καλούνται προς τούτο να εξακριβώνουν αν το συγκεκριμένο εθνικό μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της Συνθήκης, δεν μπορούν πάντως να αποφαίνονται αν τα μέτρα ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, διότι η κρίση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
( βλ. σκέψεις 26-27, 29 )
3. Η κατ' αρχήν απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ανεπιφύλακτη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ) απονέμει στην Επιτροπή ευρεία διακριτική εξουσία, όταν πρόκειται να κρίνει αν ορισμένες ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση που διατυπώνεται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συναφώς, οι ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να συνιστούν σκοπό βάσει του οποίου να κρίνονται ορισμένες κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά.
( βλ. σκέψεις 30-31 )
4. Τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.
ράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τα οικονομικά οφέλη που παρέχουν τα κράτη μέλη δεν έχουν τον χαρακτήρα ενισχύσεως παρά μόνον αν παρουσιάζουν ορισμένη επιλεκτικότητα και μπορούν συνεπώς να ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Κατά συνέπεια, το κρατικό μέτρο που αποβαίνει αδιακρίτως υπέρ όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.
( βλ. σκέψεις 34-36, διατακτ. 1 )
5. Από την άποψη της εφαρμογής του άρθρου 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), δεν έχει σημασία αν η κατάσταση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι ωφελείται από το μέτρο βελτιώθηκε ή επιδεινώθηκε σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο ή, αντίθετα, δεν υπέστη καμία διαχρονική μεταβολή. Το μόνο που πρέπει να εξακριβωθεί είναι αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο. Δεν πληροί πάντως αυτή την προϋπόθεση επιλεκτικότητας το μέτρο που, μολονότι αποτελεί όφελος για τον αποδέκτη του, δικαιολογείται από τη φύση ή την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται.
Συναφώς πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, υπέρ των επιχειρήσεων μόνο των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων αγαθών. ρώτον, ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής. Δεύτερον, η παροχή πλεονεκτημάτων στις επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην παραγωγή ενσώματων αγαθών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή την όλη οικονομία του φορολογικού συστήματος που θεσπίζεται με τα εθνικά αυτά μέτρα. ράγματι, από κανένα στοιχείο των μέτρων αυτών δεν μπορεί να συναχθεί ότι το σύστημα της επιστροφής των φόρων στις επιχειρήσεις μόνο που παράγουν κυρίως ενσώματα αγαθά αποτελεί προσωρινό απλώς μέτρο, που διευκολύνει τη σταδιακή προσαρμογή τους στο νέο σύστημα, για τον λόγο ότι αναλογικά πλήττονται περισσότερο από το σύστημα αυτό. Επιπλέον, ενδέχεται ορισμένες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών να καταναλώνουν, όπως ακριβώς ορισμένες επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών, μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Τέλος, οι οικολογικής φύσεως λόγοι στους οποίους στηρίζονται τα εν λόγω μέτρα δεν δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση της χρησιμοποιήσεως φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας στον τομέα των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών έναντι της χρησιμοποιήσεως αυτών των μορφών ενέργειας στον τομέα των επιχειρήσεων παραγωγής ενσώματων αγαθών, αφού η κατανάλωση ενέργειας από οποιονδήποτε από τους τομείς αυτούς βλάπτει εξίσου το περιβάλλον.
( βλ. σκέψεις 41-42, 48-52, 55, διατακτ. 2 )
Στην υπόθεση C-143/99,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verfassungsgerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Adria-Wien Pipeline GmbH,
Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke GmbH
και
Finanzlandesdirektion für Kärnten,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola, L. Sevón, Μ. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mischo
γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Adria-Wien Pipeline GmbH, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Arnold, Rechtsanwalt,
- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde,
- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Pynnä,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz, P. F. Nemitz και J. Μ. Flett,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Adria-Wien Pipeline GmbH, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, της Δανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2001,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μα_ου 2001,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 10ης Μαρτίου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Απριλίου 1999, το Verfassungsgerichtshof υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφορών μεταξύ των εταιριών Adria-Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke GmbH, αφενός, και της Finanzlandesdirektion für Kärnten (φορολογικής διευθύνσεως του ομόσπονδου κράτους της Καρινθίας), αφετέρου, των οποίων αντικείμενο είναι η επιστροφή φόρων επί της ενέργειας.
3 Επ' ευκαιρία φορολογικής μεταρρυθμίσεως και στο πλαίσιο του Strukturanpassungsgesetz (αυστριακού νόμου περί διαρθρωτικών προσαρμογών) του 1996 (BGBl. 1996, αριθ. 201)6, η Δημοκρατία της Αυστρίας εξέδωσε, δημοσίευσε και έθεσε σε ισχύ ταυτόχρονα τους εξής τρεις νόμους:
- τον Elektrizitätsabgabegesetz (νόμο για τον φόρο επί της ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: EAG),
- τον Erdgasabgabegesetz (νόμο για τον φόρο επί του φυσικού αερίου, στο εξής: EGAG) και
- τον Energieabgabenvergütungsgesetz (νόμο για την επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας, στο εξής: EAVG).
4 Ο EAG προβλέπει την επιβολή φόρου καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας ίσου με 0,00726728 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του EAG, ο φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας επιβάλλεται:
- επί των παραδόσεων ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός αν πρόκειται για παραδόσεις προς επιχειρήσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και
- επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας από τις επιχειρήσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και επί της καταναλώσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει ο ίδιος ο καταναλωτής ή επί της καταναλώσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρεται εντός του τοπικού πεδίου επιβολής του φόρου.
5 Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, του EAG, ο παραδίδων την ηλεκτρική ενέργεια μετακυλίει τον φόρο στον αποδέκτη της παραδόσεως.
6 Ο EGAG περιέχει ανάλογους κανόνες για την προμήθεια και την κατανάλωση φυσικού αερίου.
7 Ο EAVG προβλέπει την επιστροφή ενός μέρους των φόρων επί της ενέργειας που επιβάλλονται στο φυσικό αέριο και στην ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με τον EGAG και τον EAG. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, οι εν λόγω φόροι επιστρέφονται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, εφόσον υπερβαίνουν συνολικά το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής του καταναλωτή ενέργειας. Το επιστρεφόμενο ποσό καταβάλλεται αφού αφαιρεθεί ποσό που δεν υπερβαίνει τα 5 000 αυστριακά σελίνια (ATS).
8 Εντούτοις, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του EAVG, δικαίωμα επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας έχουν μόνον οι επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων αγαθών.
9 Οι αιτήσεις επιστροφής ορισμένων εταιριών που δεν πληρούσαν την τελευταία αυτή προϋπόθεση απορρίφθηκαν. Τούτο συνέβη με την αίτηση της Adria-Wien Pipeline GmbH, της πρώτης από τις προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, της οποίας η επιχειρηματική δραστηριότητα συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην κατασκευή και εκμετάλλευση αγωγών για τη μεταφορά ακάθαρτου πετρελαίου.
10 Το Verfassungsgerichtshof, ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν προσφυγές κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεων επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας, διερωτάται κατά πόσον οι διατάξεις του EAVG συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.
11 Το Verfassungsgerichtshof εκφράζει ειδικότερα αμφιβολίες κατά πόσον η επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας είναι επιλεκτική. Το δικαστήριο αυτό φρονεί ότι δεν έχει επιλυθεί το ζήτημα αν η διάκριση των επιχειρήσεων, όσον αφορά την επιστροφή του φόρου, σε επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών αφενός και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών αφετέρου αρκεί για να καταστεί το μέτρο αυτό επιλεκτικό και έχει ως αποτέλεσμα να εμπίπτει το εν λόγω μέτρο στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.
12 Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως θα ίσχυε ακόμη και στην περίπτωση που η δυνατότητα επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας προβλεπόταν για όλες τις επιχειρήσεις.
13 Για τους λόγους αυτούς, το Verfassungsgerichtshof υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) ρέπει τα νομοθετικά μέτρα ενός κράτους μέλους, τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, ορίζοντας παράλληλα ότι η επιστροφή αυτή ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων οικονομικών αγαθών, να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: ρέπει ένα τέτοιο νομοθετικό μέτρο να θεωρείται ως ενίσχυση κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το αν η κύρια δραστηριότητά τους συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων οικονομικών αγαθών;»
Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων
14 Η Αυστριακή Κυβέρνηση διερωτάται κατά πόσον τα προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελή για τις διαφορές στην κύρια δίκη, αν ληφθεί υπόψη η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αυστριακών δικαστηρίων.
15 Η κυβέρνηση αυτή εκθέτει ότι το αυστριακό Σύνταγμα κατανέμει τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων μεταξύ του Verwaltungsgerichtshof και του Verfassungsgerichtshof. Στην κρίση του Verfassungsgerichtshof δεν μπορούν να υποβάλλονται, με σκοπό την εξέταση της συνταγματικότητάς τους, παρά μόνον οι κατάφωρες και, συνεπώς, πρόδηλες επίσης παραβιάσεις. Στις λοιπές περιπτώσεις, το Verfassungsgerichtshof πρέπει να αφήνει το Verwaltungsgerichtshof να ασκεί τον δικαστικό έλεγχο.
16 Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει διαπράξει καμία πρόδηλη παραβίαση των εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Όπως συνάγεται από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής, το ίδιο το Verfassungsgerichtshof εκφράζει αμφιβολίες επ' αυτού. Επομένως το δικαστήριο αυτό δεν έχει καμία αρμοδιότητα να εκδικάσει τις διαφορές της κύριας δίκης.
17 Κατά πάγια νομολογία, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς να εκτιμήσει τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο πάντως μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ. π.χ. απόφαση 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. Ι-2099, σκέψεις 38 και 39).
18 Τούτο όμως δεν συμβαίνει στις διαφορές της κύριας δίκης, οι οποίες αφορούν εθνικές διατάξεις που προβλέπουν την επιστροφή φόρων επί της ενέργειας, σχετικά με την οποία το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.
19 Εξάλλου, όσον αφορά την έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώνει αν η απόφαση περί παραπομπής έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου περί οργανώσεως των δικαστηρίων και περί δικονομίας (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1982, 65/81, Reina, Συλλογή 1982, σ. 33, σκέψη 7, της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-10/92, Balocchi, Συλλογή 1993, σ. Ι-5105, σκέψη 16, και της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, σκέψη 24).
20 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα ερωτήματα του Verfassungsgerichtshof είναι παραδεκτά.
Επί των ερωτημάτων
ροκαταρκτικές παρατηρήσεις
21 Επιβάλλεται κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που θεσπίζει η Συνθήκη και η αποστολή την οποία επιτελούν, κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού και υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, αφενός η Επιτροπή και αφετέρου τα εθνικά δικαστήρια.
22 Κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ), η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει την εγκαθίδρυση καθεστώτος που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης χαρακτηρίζει ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό με την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.
23 Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης αυτής, το άρθρο 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) επιβάλλει στη μεν Επιτροπή ένα ειδικό καθήκον ελέγχου, στα δε κράτη μέλη συγκεκριμένες υποχρεώσεις, προκειμένου να διευκολύνεται το έργο αυτό της Επιτροπής και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να βρεθεί η Επιτροπή προ τετελεσμένων γεγονότων.
24 Ως προς τα σχέδια θεσπίσεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεων, το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης απαιτεί κατ' αρχάς να ενημερώνεται η Επιτροπή εγκαίρως, ώστε να μπορεί να διατυπώνει τις παρατηρήσεις της. Η ίδια παράγραφος υποχρεώνει στη συνέχεια την Επιτροπή να κινήσει αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, αν κρίνει ότι το κοινοποιηθέν σχέδιο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Τέλος, το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης απαγορεύει σαφέστατα στο κράτος μέλος να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα, πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.
25 Όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με τη διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1983, 171/83 R, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1983, σ. 2621, σκέψη 12), η τελευταία περίοδος του άρθρου 93, παράγραφος 3, αποτελεί τη διασφάλιση του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίζεται με το άρθρο αυτό, το οποίο είναι επίσης ουσιώδες για την εξασφάλιση της λειτουργίας της κοινής αγοράς.
26 Η παρέμβαση των εθνικών δικαστηρίων στο σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων βασίζεται στο άμεσο αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στην απαγόρευση εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεως, την οποία επιβάλλει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος της Συνθήκης.
27 Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν στους διοικουμένους ότι θα συναχθούν όλες οι κατά το εθνικό τους δίκαιο συνέπειες της παραβάσεως της διατάξεως αυτής, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την αναζήτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ή των ενδεχομένως διαταχθέντων προσωρινών μέτρων (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. Ι-5505, σκέψη 12).
28 Το Verfassungsgerichtshof, έχοντας πλήρη γνώση των ανωτέρω αρχών, υπέβαλε τα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό να μπορέσει να συναγάγει ενδεχομένως τις συνέπειες της μη τηρήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.
29 ράγματι, τα εθνικά δικαστήρια, μολονότι καλούνται προς τούτο να εξακριβώνουν αν το συγκεκριμένο εθνικό μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της Συνθήκης, δεν μπορούν εντούτοις να αποφαίνονται αν τα μέτρα ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, διότι η κρίση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, σκέψη 14).
30 Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι αυτή η κατ' αρχήν απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ανεπιφύλακτη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης απονέμει στην Επιτροπή ευρεία διακριτική εξουσία, όταν πρόκειται να κρίνει αν ορισμένες ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση που διατυπώνεται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
31 Επ' αυτού πρέπει να τονιστεί ότι οι ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να συνιστούν σκοπό βάσει του οποίου να κρίνονται ορισμένες κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, ΕΕ 1994, C 72, σ. 3).
32 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο αιτούν δικαστήριο επί του ζητήματος αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη μέτρα αποτελούν κρατικές ενισχύσεις δεν θα προδικάζει το συμβατό των μέτρων αυτών με τη Συνθήκη.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
33 Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν ορισμένα εθνικά μέτρα, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, έστω και αν έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.
34 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τα οικονομικά οφέλη που παρέχουν τα κράτη μέλη δεν έχουν τον χαρακτήρα ενισχύσεως παρά μόνον αν παρουσιάζουν ορισμένη επιλεκτικότητα και μπορούν συνεπώς να ευνοούν «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής».
35 Κατά συνέπεια, το κρατικό μέτρο που αποβαίνει αδιακρίτως υπέρ όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.
36 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ορισμένα εθνικά μέτρα, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.
Επί του πρώτου ερωτήματος
37 Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, υπέρ των επιχειρήσεων μόνο των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων αγαθών πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.
38 Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως. Δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547, και συγκεκριμένα σ. 571, της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 13, και της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. Ι-7907, σκέψη 34).
39 Κατ' εφαρμογή των αρχών αυτών, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση η υπέρ μιας κατηγορίας επιχειρήσεων τιμολόγηση μιας πηγής ενέργειας σε επίπεδο κατώτερο αυτού που θα επιλεγόταν κανονικώς, όταν υπεύθυνο για την τιμολόγηση αυτή, η οποία έχει αποφασιστεί από φορέα που ενεργεί υπό τον έλεγχο και βάσει των οδηγιών των δημόσιων αρχών, είναι το οικείο κράτος μέλος, το οποίο, αντίθετα από ό,τι θα έπραττε ένας συνήθης επιχειρηματίας, ασκεί τις εξουσίες του με σκοπό να παρέχει στους καταναλωτές ενέργειας χρηματικό όφελος, παραιτούμενο από το κέρδος που θα μπορούσε κανονικά να πραγματοποιήσει (βλ. συναφώς απόφαση της 2ης Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 28).
40 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παράδοση ενέργειας υπό προτιμησιακούς όρους στις επιχειρήσεις που παράγουν ενσώματα αγαθά, την οποία έχει ως αποτέλεσμα μια εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση SFEI κ.λπ., σκέψη 59).
41 Από την άποψη της εφαρμογής του άρθρου 92 της Συνθήκης, δεν έχει σημασία αν η κατάσταση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι ωφελείται από το μέτρο βελτιώθηκε ή επιδεινώθηκε σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο ή, αντίθετα, δεν υπέστη καμία διαχρονική μεταβολή (βλ. συναφώς απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 10). Το μόνο που πρέπει να εξακριβωθεί είναι αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο (βλ. συναφώς απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-3671, σκέψεις 28 έως 31).
42 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση επιλεκτικότητας το μέτρο που, μολονότι αποτελεί όφελος για τον αποδέκτη του, δικαιολογείται από τη φύση ή την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται (βλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 33, και προπαρατεθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 33).
43 Επί του σημείου αυτού η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η καθιέρωση των φόρων επί της ενέργειας και της μερικής επιστροφής τους δεν έγινε μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο του Strukturanpassungsgesetz του 1996, που προβλέπει μια συνολική δέσμη μέτρων για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Η δέσμη αυτή, που αποτελείται από γενικά και κοινωνικώς ισόρροπα μέτρα, τα οποία αφορούν όλες τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, πρέπει να εξεταστεί ως ενιαίο σύνολο.
44 Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση πάντοτε, όταν πρόκειται για τέτοια συνολική δέσμη, συχνά τα νέα μέτρα που πλήττουν δυσανάλογα ορισμένη κατηγορία επιχειρηματιών δεν εφαρμόζονται πλήρως στην κατηγορία αυτή κατά την πρώτη φάση της εφαρμογής τους. Η επιστροφή των φόρων επί της ενέργειας στις επιχειρήσεις μόνο που παράγουν ενσώματα αγαθά δικαιολογείται ακριβώς από το γεγονός ότι οι εν λόγω φόροι έπληξαν αναλογικά τις επιχειρήσεις αυτές περισσότερο από τις άλλες.
45 Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και ισχύει για πολύ μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, δεν εμφανίζει την επιλεκτικότητα που απαιτείται κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
46 Η Δανική Κυβέρνηση φρονεί επίσης ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη αυστριακές διατάξεις αποτελούν γενικά μέτρα, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
47 ρώτον, η είσπραξη των φόρων επί της ενέργειας, οι οποίοι έχει γενικό πεδίο εφαρμογής, πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Δεύτερον, οι διατάξεις περί επιστροφής των φόρων αυτών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συνολικού συστήματος φορολογίας της ενέργειας. Τέλος, κατά τη Δανική Κυβέρνηση πάντα, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η επιστροφή αυτή καθορίζονται απευθείας από τον νομοθέτη, οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν την εξουσία να επιλέγουν κατά διακριτική ευχέρεια τις επιχειρήσεις στις οποίες παρέχεται το όφελος αυτό ούτε να μεταβάλλουν την έκταση της επιστροφής.
48 Επιβάλλεται κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 32).
49 Δεύτερον, η παροχή πλεονεκτημάτων στις επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην παραγωγή ενσώματων αγαθών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή την όλη οικονομία του φορολογικού συστήματος που θεσπίστηκε με τον Strukturanpassungsgesetz του 1996.
50 Συγκεκριμένα, αφενός ενδέχεται ορισμένες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών να καταναλώνουν, όπως ακριβώς ορισμένες επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών, μεγάλες ποσότητες ενέργειας και να υπόκεινται στην καταβολή φόρων επί της ενέργειας που να υπερβαίνουν το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους, πράγμα που αρκεί, στην περίπτωση των επιχειρήσεων που παράγουν κυρίως ενσώματα αγαθά, για την κτήση του δικαιώματος επιστροφής των φόρων επί της ενέργειας.
51 Συναφώς, από κανένα στοιχείο της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι το σύστημα της επιστροφής των φόρων στις επιχειρήσεις μόνο που παράγουν κυρίως ενσώματα αγαθά αποτελεί προσωρινό απλώς μέτρο, που διευκολύνει τη σταδιακή προσαρμογή τους στο νέο σύστημα, για τον λόγο ότι, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, αναλογικά πλήττονται περισσότερο από το σύστημα αυτό.
52 Αφετέρου, οι οικολογικής φύσεως λόγοι στους οποίους στηρίζεται η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση της χρησιμοποιήσεως φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας στον τομέα των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών έναντι της χρησιμοποιήσεως αυτών των μορφών ενέργειας στον τομέα των επιχειρήσεων παραγωγής ενσώματων αγαθών. Η κατανάλωση ενέργειας από οποιονδήποτε από τους τομείς αυτούς βλάπτει εξίσου το περιβάλλον.
53 Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι το κριτήριο της διακρίσεως που εφαρμόζει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, μολονότι είναι αντικειμενικό, δεν δικαιολογείται ούτε από τη φύση ούτε από την όλη οικονομία της, οπότε δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως.
54 Εξάλλου, όπως ορθά τόνισε η Επιτροπή, από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέστη τελικά η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προκύπτει ότι σκοπός της παροχής ευνοϊκών όρων στον τομέα των επιχειρήσεων παραγωγής ενσώματων αγαθών ήταν να προστατευθεί η ανταγωνιστικότητά του, κυρίως εντός της Κοινότητας.
55 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, υπέρ των επιχειρήσεων μόνο των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων αγαθών πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.
Επί των δικαστικών εξόδων
56 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή, η Δανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 10ης Μαρτίου 1999 το Verfassungsgerichtshof, αποφαίνεται:
1) Τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.
2) Τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, υπέρ των επιχειρήσεων μόνο των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται αποδεδειγμένα στην παραγωγή ενσώματων αγαθών πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.