Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61999J0389

Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Μαΐου 2001. - Sulo Rundgren. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Rovaniemen hallinto-oikeus - Φινλανδία. - Κοινωνική ασϕάλιση - Ασϕαλιστικές εισϕορές βαρύνουσες τους δικαιούχους συντάξεως ή προσόδου που εγκαταστάθηκαν εντός κράτους μέλους πριν από την έναρξη της ισχύος εντός του εν λόγω κράτους των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 16112/68 - Δικαίωμα του κράτους κατοικίας να εισπράττει εισϕορές βαρύνουσες τις χορηγούμενες από άλλο κράτος μέλος παροχές γήρατος και ανικανότητας προς εργασία - Συνέπεια συμϕωνίας δυνάμει της οποίας οι σκανδιναβικές χώρες παραιτούνται αμοιβαία από κάθε δικαίωμα αποδόσεως των δαπανών για παροχές ασθενείας και μητρότητας. - Υπόθεση C-389/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-03731


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση - ροσωπικό πεδίο εφαρμογής - Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει σύνταξη από κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος κατοικίας του - Υπαγωγή εντός του κράτους κατοικίας σε νομοθεσίες προβλεπόμενες από τον κανονισμό 1408/71 - εριλαμβάνεται - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός 1612/68

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1612/68 και 1408/71)

2. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Δικαιούχοι συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος κατοικίας - Δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος υφιστάμενο εντός του κράτους αυτού - Έκφραση «δεν οφείλεται σύνταξη» περιλαμβανόμενη στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71 - εριεχόμενο

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 28α)

3. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Εισφορές βαρύνουσες δικαιούχους συντάξεως - Είσπραξη εισφορών από το κράτος κατοικίας για την κάλυψη παροχών οι οποίες έχουν αντικείμενο ανάλογο προς εκείνο των παροχών που βαρύνουν το κράτος μέλος το οποίο καταβάλλει τη σύνταξη - Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 33)

4. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Συντάξεις καταβαλλόμενες δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος κατοικίας - Δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος υφιστάμενο εντός του τελευταίου αυτού κράτους - Εισφορές που μπορούν να απαιτούνται από τους δικαιούχους - Αμοιβαία παραίτηση, εκ μέρους των ενδιαφερομένων κρατών, από την απόδοση των δαπανών για παροχές σε είδος - Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 28α, 33 § 2, και 36 § 3)

Περίληψη


1. Ο κανονισμός 1408/71, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε την περίοδο των πραγματικών περιστατικών κατόπιν της τελευταίας τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, έχει εφαρμογή σε άτομο το οποίο, την περίοδο ενάρξεως της ισχύος του ως άνω κανονισμού εντός κράτους μέλους:

- κατοικούσε στο κράτος μέλος αυτό χωρίς να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και ελάμβανε εκεί σύνταξη εκ μέρους άλλου κράτους μέλους με την ιδιότητά του ως συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου,

- συνεχίζοντας παράλληλα να εμπίπτει εντός του κράτους κατοικίας του στις σχετικές με τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίες στις οποίες έχει εφαρμογή ο ως άνω κανονισμός.

Αντιθέτως, ο κανονισμός 1612/68, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν εφαρμόζεται καταρχήν σε άτομο που μετέφερε την κατοικία του από ένα κράτος μέλος, όπου έπαψε να εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, όπου δεν εργάζεται ούτε αναζητεί εργασία.

( βλ. σκέψη 35, διατακτ. 1 )

2. Η έκφραση «δεν οφείλεται σύνταξη», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, έχει την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση στην οποία δεν καταβάλλεται πραγματικά στον ενδιαφερόμενο ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην κατοικία, ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην άσκηση αμειβόμενης εργασίας και οφειλόμενη βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να απαιτείται να εξετάζεται αν ο ενδιαφερόμενος αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να θεμελιώσει σχετικό δικαίωμα.

( βλ. σκέψη 50, διατακτ. 2 )

3. Η απορρέουσα από τον κανονισμό 1408/71 γενική αρχή, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, εφαρμογή της οποίας συνιστά το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο δεν μπορεί να ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως, λόγω της κατοικίας του στο έδαφος κράτους μέλους, η καταβολή εισφορών υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους, εμποδίζει το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως να απαιτεί την εκ μέρους του καταβολή εισφορών ή τη διενέργεια ισοδυνάμων κρατήσεων προβλεπομένων από τη νομοθεσία του για την κάλυψη παροχών γήρατος, ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας όταν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές με ανάλογο αντικείμενο που βαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα του αρμόδιου για την καταβολή της συντάξεως κράτους μέλους.

( βλ. σκέψη 57, διατακτ. 3 )

4. Το γεγονός ότι η Φινλανδική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παραιτήθηκαν αμοιβαία, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, και του άρθρου 23 της Συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, της 15ης Ιουνίου 1992 (106/93), από κάθε δικαίωμα αποδόσεως των δαπανών σχετικά με τις χορηγούμενες από φορέα κάποιου από τα ως άνω κράτη μέλη παροχές σε είδος για λογαριασμό φορέα του άλλου κράτους μέλους δεν επηρεάζει την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 28α του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τις συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών διαφορετικών από το κράτος κατοικίας, όταν υφίσταται εντός του τελευταίου αυτού κράτους δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος, και, αφετέρου, του άρθρο 33, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, που αφορά τις εισφορές των οποίων η καταβολή μπορεί να ζητείται από τους δικαιούχους συντάξεων.

( βλ. σκέψη 64, διατακτ. 4 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-389/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Rovaniemen hallinto-oikeus (Φινλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από τον

Sulo Rundgren,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κατόπιν της τελευταίας τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), καθώς και ως προς την ερμηνεία των άρθρων 6 και 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 12 ΕΚ και 39 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. La Pergola (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Μ. Wathelet, D. A. O. Edward, P. Jann και L. Sevón, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Pynnä και E. Bygglin,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. Hillenkamp και την E. Pietiläinen,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την E. Bygglin και την K. Alaviuhkola, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον P. Hillenkamp και την E. Pietiläinen, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Οκτωβρίου 1999, το Rovaniemen hallinto-oikeus (διοικητικό δικαστήριο του Rovaniemi) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, οκτώ προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κατόπιν της τελευταίας τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10, στο εξής: κανονισμός 1408/71), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), καθώς και ως προς την ερμηνεία των άρθρων 6 και 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 12 ΕΚ και 39 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο S. Rundgren κατά της αποφάσεως της verotuksen oikaisulautakunta (επιτροπής προσφυγών επί φορολογικών υποθέσεων, στο εξής: φορολογική επιτροπή) περί απορρίψεως του αιτήματός του να απαλλαγεί από την επιβληθείσα σ' αυτόν εκ μέρους των φινλανδικών αρχών υποχρέωση καταβολής εισφορών εθνικής συντάξεως και ασφαλίσεως ασθενείας.

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3 Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 ορίζει:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους και για το εξομοιούμενο προς αυτούς σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη νομοθεσία προσωπικό κατά το μέτρο που υπάγονται ή υπήχθησαν στην νομοθεσία κράτους μέλους, επί της οποίας έχει εφαρμογή ο παρών κανονισμός.»

4 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

α) παροχές ασθενείας [...]·

β) παροχές αναπηρίας [...]·

γ) παροχές γήρατος·

[...]

ζ) παροχές ανεργίας·

[...]».

5 Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71:

«Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δύνανται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να συνάψουν μεταξύ τους συμβάσεις με βάση τις αρχές και το πνεύμα του παρόντος κανονισμού.»

6 Το τμήμα 5, με τον τίτλο «Δικαιούχοι συντάξεων και μέλη της οικογένειάς τους», του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, το οποίο τιτλοφορείται «Ασθένεια και μητρότητα», του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει τα άρθρα 27 έως 34 του κανονισμού αυτού.

7 Το άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71 ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ο οποίος δεν δικαιούται παροχών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί λαμβάνει παρά ταύτα τις παροχές αυτές για τον ίδιο και για τα μέλη της οικογένειάς του, κατά το μέτρο που - λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των διατάξεων του άρθρου 18 και του παραρτήματος VI - θα εδικαιούτο των παροχών αυτών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους ή τουλάχιστον ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια στο θέμα της συντάξεως, αν κατοικούσε στο έδαφος του εν λόγω κράτους. Οι παροχές αυτές χορηγούνται υπό τους εξής όρους:

α) οι παροχές εις είδος χορηγούνται για λογαριασμό του αναφερόμενου στην παράγραφο 2 φορέα από τον φορέα του τόπου κατοικίας, σαν να εδικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί και να δικαιούτο παροχών εις είδος·

[...]

2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο φορέας που φέρει το βάρος των παροχών εις είδος καθορίζεται βάσει των εξής κανόνων:

α) αν ο δικαιούχος συντάξεως δικαιούται των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, βαρύνεται ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού·

β) αν ο δικαιούχος συντάξεως δικαιούται των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, βαρύνεται ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί ο δικαιούχος επί περισσότερο χρόνο [...]».

8 Κατά το άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71:

«Εφόσον ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους, κατά τη νομοθεσία του οποίου το δικαίωμα των εις είδος παροχών δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, και δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου δεν οφείλεται σύνταξη, το βάρος των εις είδος παροχών που χορηγούνται στον δικαιούχο, καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, φέρει ο φορέας ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια για τις συντάξεις, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα, με τους κανόνες του άρθρου 28, παράγραφος 2, εφόσον ο εν λόγω δικαιούχος και τα μέλη της οικογένειάς του θα είχαν δικαίωμα επί των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται από τον εν λόγω φορέα, αν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο φορέας αυτός.»

9 Το άρθρο 33 του κανονισμού 1408/71 διέπει τις εισφορές που βαρύνουν τους δικαιούχους συντάξεων. Ορίζει τα εξής:

«1. Ο φορέας κράτους μέλους που οφείλει την καταβολή συντάξεως, αν η ισχύουσα γι' αυτόν νομοθεσία προβλέπει κρατήσεις εισφορών εις βάρος του δικαιούχου συντάξεως για την κάλυψη των παροχών ασθένειας και μητρότητας, εξουσιοδοτείται να προβαίνει στις κρατήσεις αυτές υπολογιζόμενες σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία επί του ποσού της οφειλομένης παρ' αυτού συντάξεως, κατά το μέτρο που οι καταβαλλόμενες δυνάμει των άρθρων 27, 28, 28α, 29, 31 και 32 παροχές βαρύνουν φορέα του προαναφερθέντος κράτους μέλους.

2. Εφόσον, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28α, ο δικαιούχος συντάξεως υπόκειται λόγω της κατοικίας του στην καταβολή εισφορών ή ισοδυνάμων παρακρατήσεων για την κάλυψη των παροχών ασθένειας και μητρότητας δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, οι εισφορές αυτές δεν είναι απαιτητές.»

10 Κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71, που αποτελεί τη μοναδική διάταξη του τιτλοφορούμενου «Απόδοση μεταξύ φορέων» τμήματος 7 του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, του κανονισμού αυτού:

«1. Οι παροχές εις είδος που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου από τον φορέα κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται πλήρως.

[...]

3. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών δύνανται να προβλέψουν άλλους τρόπους αποδόσεως ή να παραιτηθούν κάθε αποδόσεως μεταξύ των φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους.»

11 Διατάξεις ανάλογες προς εκείνες του άρθρου 36 του κανονισμού 1408/71 προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού αυτού όσον αφορά τις παροχές σχετικά με εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες και στο άρθρο 70 σχετικά με παροχές ανεργίας.

Το εθνικό νομικό πλαίσιο και η Σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως μεταξύ των σκανδιναβικών κρατών

12 Δυνάμει του άρθρου 1 του sairausvakuutuslaki (νόμου 364/1963 περί ασφαλίσεως ασθενείας), όλοι οι κάτοικοι Φινλανδίας, ανεξαρτήτως ιθαγενείας, είναι ασφαλισμένοι κατά του κινδύνου ασθενείας. Οι εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας εισπράττονται στο πλαίσιο της φορολογίας. Το δικαίωμα του ασφαλισμένου να λάβει παροχές δεν συνδέεται με τις καταβαλλόμενες εισφορές.

13 Κατά το άρθρο 1 του kansaneläkelaki (νόμου 347/1956 περί εθνικής συντάξεως), οι άνω των 16 ετών κάτοικοι Φινλανδίας είναι ασφαλισμένοι κατά των κινδύνων γήρατος, αναπηρίας και ανεργίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του ως άνω νόμου, που ίσχυαν τα έτη 1994 και 1995, οι ασφαλισμένοι όφειλαν να καταβάλλουν εισφορές υπολογιζόμενες βάσει του συνόλου των εισοδημάτων τους που λαμβάνονταν υπόψη για την καταβολή τοπικών φόρων στο πλαίσιο του προηγούμενου οικονομικού έτους. Από την 1η Ιανουαρίου 1996 δεν ζητείται πλέον από τους ασφαλισμένους η καταβολή εισφορών για εθνική σύνταξη. Το δικαίωμα λήψεως εθνικής συντάξεως δεν συνδέεται ούτε με τις καταβαλλόμενες εισφορές ούτε από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας εντός της Φινλανδικής Δημοκρατίας, αλλά βασίζεται μόνο στο κριτήριο της κατοικίας στο εν λόγω κράτος μέλος για περίοδο τριών τουλάχιστον ετών.

14 Η Σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, της 15ης Ιουνίου 1992 (106/93, στο εξής: Σύμβαση), που άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 1994, στα συμβαλλόμενα μέρη της οποίας περιλαμβάνονται η Φινλανδία και το Βασίλειο της Σουηδίας, είναι μια από τις συμβάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 8 του κανονισμού 1408/71.

15 Κατά το άρθρο 23 της Συμβάσεως, τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνται αμοιβαία από το δικαίωμα αναζητήσεως των δαπανών για τις παροχές που μνημονεύονται στα άρθρα 36, 63 και 70 του κανονισμού 1408/71.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16 Ο S. Rundgren, φινλανδικής καταγωγής και Σουηδός υπήκοος από τις 18 Ιουλίου 1975, ήταν κάτοικος Σουηδίας από το 1957 έως το 1961 και, στη συνέχεια, από το 1964 μέχρις τις 29 Σεπτεμβρίου 1989, ημερομηνία της οριστικής επιστροφής του στη Φινλανδία. Κατ' εφαρμογήν της σουηδικής νομοθεσίας ελάμβανε από το 1986, οπότε έπαυσε να εργάζεται, εθνική σύνταξη, σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου, καθώς και ισόβια πρόσοδο λόγω εργατικού ατυχήματος. Από το 1994 μέχρι το 1996 ο S. Rundgren δεν είχε άλλα εισοδήματα εκτός από τις ως άνω συντάξεις και την ισόβια πρόσοδο που του καταβάλλονταν από το Βασίλειο της Σουηδίας.

17 Από τα υπομνήματα που υπέβαλαν ενώπιον του hallinto-oikeus οι αρμόδιοι σουηδικοί φορείς, ήτοι το Riksskatteverket (εφορία) και το Riksförsäkringsverket (ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων), προκύπτει ότι ο S. Rundgren δεν κατέβαλε καμία εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως στη Σουηδία για τα εισοδήματά του κατά τα έτη 1994 έως 1996, αλλά τα εισοδήματα αυτά επλήγησαν με φορολογική εισφορά κατ' εφαρμογήν του νόμου περί φορολογίας των κατοίκων εξωτερικού.

18 Εντός της Φινλανδίας ζητήθηκε από τον S. Rundgren η καταβολή εισφορών, υπολογιζομένων βάσει των ετησίων εισοδημάτων του, ύψους 2 299,20 φινλανδικών μάρκων (FIM) για την εθνική σύνταξη και 4 611,21 FIM για την ασφάλιση ασθενείας, για το έτος 1994, 1 279,01 FIM για την εθνική σύνταξη και 4 091,15 FIM για την ασφάλιση ασθενείας, για το έτος 1995, καθώς και 4 465,40 FIM για την ασφάλιση ασθενείας για το έτος 1996.

19 Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1997, η φορολογική επιτροπή απέρριψε το αίτημα του S. Rundgren να απαλλαγεί από την επιβληθείσα από τις φινλανδικές αρχές υποχρέωση καταβολής εισφορών εθνικής συντάξεως και ασφαλίσεως ασθενείας. Ο S. Rundgren θεωρεί ότι η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω εισφορών αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο, διότι λαμβάνει σύνταξη μόνον από το Βασίλειο της Σουηδίας και δεν έχει ζητήσει την προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο εθνική σύνταξη. Εξάλλου, δεν δικαιούται την τελευταία αυτή σύνταξη, καθόσον το ύψος των εισοδημάτων του υπερβαίνει το προβλεπόμενο για τη χορήγηση της εθνικής συντάξεως ανώτατο όριο. Ο S. Rundgren προσκόμισε συναφώς βεβαίωση χορηγηθείσα από το kansaneläkelaitos (εθνικό ταμείο συντάξεων), κατά την οποία δεν έχει ζητήσει ούτε έχει λάβει σύνταξη στη Φινλανδία.

20 Η φορολογική επιτροπή διαπίστωσε ότι, ασφαλώς, δυνάμει των άρθρων 33, παράγραφος 2, και 28α του κανονισμού 1408/71, οι κάτοικοι Φινλανδίας δεν υποχρεούνται σε καταβολή εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας αν δεν δικαιούνται σύνταξη εντός του κράτους μέλους αυτού. Εντούτοις, κατά τη φορολογική επιτροπή, οι ως άνω διατάξεις δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή, δεδομένου ότι ο S. Rundgren δεν απέδειξε ότι δεν έχει σε καμία περίπτωση δικαίωμα λήψεως συντάξεως στη Φινλανδία.

21 Ο S. Rundgren προσέβαλε την απόφαση της φορολογικής επιτροπής ενώπιον του Rovaniemen hallinto-oikeus, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71, περί κοινωνικής ασφαλίσεως, ή ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, αν και ο Sulo David Rundgren (προσφεύγων) έχει μεταναστεύσει από τη Σουηδία στη Φινλανδία ήδη από τις 29 Σεπτεμβρίου 1989, ήτοι προ της ενάρξεως της ισχύος στη Φινλανδία της Συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου;

2) Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, πρέπει να ερμηνευθεί η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 28α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί κοινωνικής ασφαλίσεως έκφραση "δεν οφείλεται σύνταξη" υπό την έννοια ότι πληρούται η σχετική για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋπόθεση:

α) όταν ο S. Rundgren δεν δικαιούται βασική σύνταξη ή

β) όταν ο S. Rundgren δεν δικαιούται να λάβει σύνταξη εξαρτώμενη από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ή

γ) πληρούται η ως άνω προϋπόθεση μόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά και οι δύο ως άνω περιστάσεις που παρατίθενται στα στοιχεία α_ και β_;

ρέπει να ερμηνευθεί η προαναφερθείσα έκφραση, επιπλέον, υπό την έννοια ότι ως οφειλή συντάξεως νοείται, στην υπό κρίση υπόθεση, το καταρχήν δικαίωμα του S. Rudgren να λάβει σύνταξη εντός της Φινλανδίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ατομική του κατάσταση, όπως είναι η επίπτωση που έχει το γεγονός ότι αυτός εισπράττει σύνταξη και πρόσοδο από σουηδικό φορέα επί της δυνατότητάς του να λάβει σύνταξη στη Φινλανδία, ή σημαίνει η έκφραση αυτή ότι πρέπει να εξετάζονται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, οπότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα που έχει η καταβολή από σουηδικό φορέα συντάξεως όσον αφορά τη δυνατότητά του να λάβει σύνταξη στη Φινλανδία;

3) Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί εισφορών ή ισοδυνάμων παρακρατήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, περί κοινωνικής ασφαλίσεως, οι εισφορές που οφείλονται προκειμένου να παρέχεται στους ενδιαφερομένους ασφάλιση ασθενείας και μητρότητας (στη Φινλανδία πρόκειται για τις εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας), καθώς και οι εισφορές που οφείλονται προκειμένου να παρέχεται στους ενδιαφερομένους ασφάλιση γήρατος, ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας (στη Φινλανδία πρόκειται για τις εισφορές βασικής συντάξεως); Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, είναι δυνατή η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των ως άνω εισφορών δυνάμει του εν λόγω κανονισμού ή κάποιας άλλης διατάξεως, ενόψει ιδίως του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία β_, γ_ και ζ_;

4) Όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 28α και 33, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, περί κοινωνικής ασφαλίσεως, τι επίπτωση έχει το γεγονός ότι η Φινλανδία και η Σουηδία, μαζί με τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, έχουν παραιτηθεί αμοιβαίως, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα να ζητούν την επιστροφή όλων των εξόδων που προκύπτουν από κοινωνικές παροχές, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού και με το άρθρο 23 της ισχύουσας μεταξύ των σκανδιναβικών κρατών Συμβάσεως υπ' αριθ. 106/93 περί κοινωνικής ασφαλίσεως;

5) Αν βάσει των άρθρων 28α και 33, παράγραφος 2, του αναφερθέντος στην προηγούμενη παράγραφο κανονισμού είναι δυνατή η επιβολή στον S. Rundgren της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών βασικής συντάξεως και εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας στη Φινλανδία, μπορεί ωστόσο ο S. Rundgren να ζητήσει να απαλλαγεί αναδρομικά από την εφαρμογή της φινλανδικής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 17α του κανονισμού ή έπρεπε το αίτημά του να υποβληθεί πριν από τον κατά τη φινλανδική νομοθεσία προσδιορισμό των οφειλομένων ποσών; Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τι σημασία έχει το γεγονός ότι ο S. Rundgren πιθανώς δεν εγνώριζε την ύπαρξη της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 17α του κανονισμού;

6) ρέπει να ερμηνευθούν το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 39 ΕΚ) και, ιδίως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, υπό την έννοια ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το φινλανδικό κράτος δεν δικαιούται να υποχρεώνει τον S. Rundgren σε καταβολή εισφορών βασικής συντάξεως και ασφαλίσεως ασθενείας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του;

7) Έχουν το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 ή το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 12 ΕΚ) την έννοια ότι ο S. Rundgren υφίσταται δυσμενείς διακρίσεις στην υπό κρίση υπόθεση;

8) Μπορεί ο S. Rundgren να επικαλείται απευθείας τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητας ή άλλη κοινοτική ρύθμιση για τον λόγο ότι υποχρεώνεται ενδεχομένως σε καταβολή εισφορών φορολογικού χαρακτήρα στηριζομένων στην ίδια αιτία τόσο σε φινλανδικό όσο και σε σουηδικό ασφαλιστικό φορέα, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής διαφορετικών μεθόδων χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

22 Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα οι κανονισμοί 1408/71 και 1612/68 έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης.

Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού 1408/71

23 ρέπει να εξεταστεί αν καταστάσεις όπως αυτή του S. Rundgren εμπίπτουν στο χρονικό, προσωπικό και καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

24 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι ο κανονισμός 1408/71 άρχισε να ισχύει στη Φινλανδική Δημοκρατία την 1η Ιανουαρίου 1994 βάσει της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μα_ου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), και ότι ο ως άνω κανονισμός άρχισε να ισχύει στη Φινλανδική Δημοκρατία ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως από 1ης Ιανουαρίου 1995. Επομένως, ο κανονισμός 1408/71 ίσχυε στη Φινλανδία τα έτη 1994 έως 1996, περίοδο που πρέπει να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου.

25 Στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, οι δημόσιοι υπάλληλοι εμπίπτουν ρητά στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού εφόσον υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία κράτους μέλους στην οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός.

26 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, για τους ίδιους λόγους που το οδήγησαν να δεχθεί, με την απόφαση της 31ης Μα_ου 1979, 182/78, Pierik (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 3, σκέψη 4), ότι η έννοια του «εργαζομένου» καλύπτει και τους συνταξιούχους εργαζομένους, έτσι και η έννοια του «δημοσίου υπαλλήλου», που περιλαμβάνεται σε διάταξη γενικής ισχύος, η οποία προσδιορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, πρέπει να νοηθεί ως καλύπτουσα τους συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους που δεν ασκούν πλέον επαγγελματική δραστηριότητα, εφόσον αυτοί υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία κράτους μέλους επί της οποίας εφαρμόζεται ο κανονισμός 1408/71 (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1998, C-194/96, Kulzer, Συλλογή 1998, σ. Ι-895, σκέψη 26).

27 Δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου, ο S. Rundgren λαμβάνει σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου, εμπίπτει καταρχήν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ως συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος.

28 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο S. Rundgren καλύπτεται στη Φινλανδία από τους νόμους που παρατίθενται στις σκέψεις 12 και 13 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίοι αποτελούν νομοθεσίες σχετικά με κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως αυτό διευκρινίζεται στο άρθρο του 4, παράγραφος 1.

29 Όσον αφορά το γεγονός ότι ο S. Rundgren σταμάτησε την επαγγελματική του δραστηριότητα και μετέφερε την κατοικία του από τη Σουηδία στη Φινλαδία πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1408/71 στη Φινλανδία, το Δικαστήριο έχει ήδη υπενθυμίσει ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, δικαίωμα γεννάται, δυνάμει του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν συνάπτεται με γεγονός προγενέστερο της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Υπενθύμισε ομοίως ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, κάθε περίοδος ασφαλίσεως, καθώς και, ενδεχομένως, κάθε περίοδος απασχολήσεως ή κατοικίας, η οποία συμπληρώθηκε υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους προ της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96, Kuusijärvi, Συλλογή 1998, σ. Ι-3419, σκέψεις 24 και 25).

30 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο S. Rundgren σταμάτησε την επαγγελματική του δραστηριότητα και μετέφερε την κατοικία του από τη Σουηδία στη Φινλανδία πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1408/71 στη Φινλανδία δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή τού ως άνω κανονισμού στην περίπτωσή του.

31 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπως η περιγραφόμενη στη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου.

Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού 1612/68

32 Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1612/68 σε περιπτώσεις όπως αυτή του S. Rundgren, πρέπει να υπομνησθεί, όπως έχει ήδη δεχθεί το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 12ης Μα_ου 1998, C-85/96, Martínez Sala (Συλλογή 1998, σ. Ι-2691, σκέψη 32), ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 48 της Συνθήκης και του κανονισμού 1612/68, ως εργαζόμενος πρέπει να θεωρείται το πρόσωπο που παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς ένα άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή και ότι, εφόσον λυθεί η σχέση εργασίας, ο ενδιαφερόμενος χάνει καταρχήν την ιδιότητα του εργαζομένου, αλλά εννοείται, αφενός, ότι η ιδιότητα αυτή ενδέχεται να παραγάγει ορισμένα αποτελέσματα μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσεως (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1997, C-57/96, Meints, Συλλογή 1997, σ. Ι-6689, σκέψη 40) και, αφετέρου, ότι το πρόσωπο που αναζητεί πράγματι εργασία πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως εργαζόμενος.

33 Όμως, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο S. Rundgren έπαυσε να εργάζεται στη Σουηδία το 1986 και μετέφερε την κατοικία του στη Φινλανδία το 1989, όπου ούτε εργάστηκε ούτε αναζήτησε εργασία.

34 Υπό τις συνθήκες αυτές, άτομο ευρισκόμενο στη θέση του S. Rundgren δεν μπορεί να θεωρείται εργαζόμενος υπό την έννοια του κανονισμού 1612/68 και δεν μπορεί να έχει τα συνδεόμενα με την ιδιότητα αυτή δικαιώματα παρά μόνο με βάση την προηγούμενη επαγγελματική του δραστηριότητα, στην περίπτωση που ζητεί τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος αρρήκτως συνδεομένου με τη δραστηριότητα αυτή, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

35 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει εφαρμογή σε άτομο το οποίο, κατά την έναρξη της ισχύος του ως άνω κανονισμού εντός κράτους μέλους:

- κατοικούσε στο κράτος μέλος αυτό χωρίς να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και ελάμβανε εκεί σύνταξη από άλλο κράτος μέλος με την ιδιότητα του συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου,

- συνεχίζοντας παράλληλα να εμπίπτει εντός του κράτους κατοικίας του στις σχετικές με τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίες στις οποίες έχει εφαρμογή ο ως άνω κανονισμός.

Αντιθέτως, ο κανονισμός 1612/68 δεν εφαρμόζεται καταρχήν σε άτομο που μετέφερε την κατοικία του από ένα κράτος μέλος, όπου έπαυσε να εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, όπου δεν εργάζεται ούτε αναζητεί εργασία.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

36 Με το δεύτερο ερώτημά του το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία, πρώτον, αν η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71 έκφραση «δεν οφείλεται σύνταξη» καλύπτει είτε σύνταξη με βάση την κατοικία σε ορισμένο τόπο, όπως η προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο εθνική σύνταξη, είτε σύνταξη με βάση αμειβόμενη εργασία η οποία καταβάλλεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, είτε και τα δύο αυτά είδη συντάξεως. Ερωτά, δεύτερον, αν η έκφραση αυτή έχει την έννοια ότι, για να διαπιστωθεί ότι δεν οφείλεται σύνταξη, πρέπει να εξετάζεται μόνον ότι πράγματι δεν χορηγείται ουδεμία σύνταξη στον ενδιαφερόμενο ή αν πρέπει να εξακριβώνεται προς τούτο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε ενδεχομένως ούτε καν να δικαιούται μια τέτοια σύνταξη.

37 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 1, στοιχείο κ_, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι ως «σύνταξη» νοείται κάθε σύνταξη, περιλαμβανομένων και όλων των στοιχείων της που βαρύνουν το Δημόσιο Ταμείο.

38 Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αφενός, η εθνική σύνταξη την οποία προβλέπει στο φινλανδικό δίκαιο ο kansaneläkelaki υπ' αριθ. 347/1956 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ασφάλιση των δικαιούχων έναντι των συνεπειών του γήρατος και της αναπηρίας και ότι, αφετέρου, στη δήλωση στην οποία προέβη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ 1999, C 234, σ. 3), η Φινλανδική Δημοκρατία κατέταξε τον ως άνω νόμο στη νομοθεσία περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

39 Ενόψει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο όρος «σύνταξη» του άρθρου 28α του κανονισμού 1408/71 αφορά τόσο σύνταξη στηριζόμενη στην κατοικία και αποτελούσα, ιδίως, παροχή αναπηρίας και γήρατος, όπως η προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο εθνική σύνταξη, όσο και σύνταξη στηριζόμενη στην άσκηση αμειβόμενης εργασίας, η οποία καταβάλλεται δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο ενδιαφερόμενος.

40 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η έκφραση «συντάξεως οφειλομένης» αφορά ένα θεωρητικό δικαίωμα συντάξεως, χορηγούμενο από την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους, έστω και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν ζητεί τη σύνταξη ή όταν αυτή δεν του χορηγείται λόγω του ύψους των εισοδημάτων του. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν σύμφωνο προς τον σκοπό του άρθρου 28α του κανονισμού 1408/71 να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη ενός θεωρητικού δικαιώματος λήψεως συντάξεως, που δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί με την καταβολή μιας τέτοιας συντάξεως, σημαίνει ότι οφείλεται σύνταξη κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

41 Συναφώς, ελλείψει ορισμού στον κανονισμό 1408/71 της εννοίας «σύνταξη οφειλόμενη», πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενα και οι σκοποί της (βλ. τις αποφάσεις της 30ής Ιουλίου 1996, C-84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. Ι-3953, σκέψη 11, της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-223/98, Adidas, Συλλογή 1999, σ. Ι-7081, σκέψη 23, και της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8157, σκέψη 19).

42 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έκφραση «σύνταξη οφειλόμενη» χρησιμοποιείτει όχι μόνο στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71, αλλά και σε άλλες διατάξεις που περιλαμβάνονται επίσης στον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, τμήμα 5, του ως άνω κανονισμού, ιδίως δε στα άρθρα 27 και 28, τα οποία αφορούν ωσαύτως το δικαίωμα των δικαιούχων συντάξεως να λαμβάνουν παροχές ασθενείας και μητρότητας.

43 Το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 αφορά την κατάσταση του δικαιούχου συντάξεως οφειλομένης βάσει νομοθεσιών διαφόρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και εκείνης του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος κατοικεί, και ο οποίος δικαιούται παροχές από το τελευταίο αυτό κράτος. Το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού αφορά την κατάσταση του δικαιούχου συντάξεως οφειλομένης δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών διαφορετικών από το κράτος κατοικίας, ο οποίος δεν δικαιούται παροχές εντός του τελευταίου αυτού κράτους. Το άρθρο 28α του κανονισμού διέπει κατάσταση παρόμοια προς την καλυπτόμενη από το άρθρο 28, με τη διαφορά ότι υφίσταται δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος εντός του κράτους κατοικίας.

44 Σκοπός των άρθρων 27, 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 είναι να προσδιορίσουν, ανάλογα με τις διάφορες περιπτώσεις που καταλαμβάνουν, αφενός, τον φορέα που πρέπει να καταβάλλει στους δικαιούχους συντάξεως παροχές ασθενείας και μητρότητας και, αφετέρου, τον φορέα που βαρύνεται με τη σχετική δαπάνη.

45 Όταν το κράτος στο οποίο κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως δεν εξαρτά το δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος από προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή εργασίας, το άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71 προβλέπει ότι οι ως άνω παροχές επιβαρύνουν καταρχήν τον φορέα ενός από τα αρμόδια για τη χορήγηση της συντάξεως κράτη μέλη, οπότε το σχετικό βάρος δεν φέρει το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, διότι απλώς και μόνον αυτός κατοικεί εκεί. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να μην περιέρχονται σε δυσμενή θέση τα κράτη μέλη των οποίων η νομοθεσία προβλέπει δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος με βάση μόνον την κατοικία στο έδαφός τους, προσδιορίζοντας τον φορέα που βαρύνεται με τη δαπάνη για τις παροχές σε είδος οι οποίες χορηγούνται εντός των κρατών αυτών με βάση τους ίδιους κανόνες έναντι εκείνων που εφαρμόζονται, δυνάμει του άρθρου 28 του ως άνω κανονισμού, στις περιπτώσεις των κρατών μελών που δεν αναγνωρίζουν τέτοιο δικαίωμα. Δυνάμει των κανόνων αυτών, ο φορέας του τόπου κατοικίας χορηγεί τις παροχές σε είδος στους δικαιούχους συντάξεως για λογαριασμό και με δαπάνες του φορέα ενός από τα αρμόδια για τη χορήγηση της συντάξεως κράτη μέλη.

46 Στο σύστημα που δημιουργούν με τον τρόπο αυτόν τα άρθρα 27, 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, ο φορέας που βαρύνεται με τις δαπάνες για τις παροχές σε είδος είναι πάντοτε φορέας ενός αρμόδιου για τη χορήγηση της συντάξεως κράτους μέλους, καθόσον ο δικαιούχος συντάξεως θα εδικαιούτο τις ως άνω παροχές δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους αυτού εάν κατοικούσε στο έδαφός του. Όταν περισσότερα του ενός κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη χορήγηση της συντάξεως, οι δαπάνες για τις παροχές σε είδος βαρύνουν το ένα από αυτά σε συνάρτηση με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι ο τόπος κατοικίας του ενδιαφερομένου ή, αν κανένα από τα κράτη μέλη αυτά δεν είναι ταυτόχρονα και κράτος κατοικίας του ενδιαφερομένου, το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ο ενδιαφερόμενος υπήχθη στη νομοθεσία καθενός από τα κράτη μέλη αυτά.

47 Ο προβλεπόμενος βάσει του συστήματος αυτού σύνδεσμος μεταξύ της αρμοδιότητας για τη χορήγηση συντάξεων και της υποχρεώσεως καλύψεως των δαπανών για τις παροχές σε είδος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ως άνω υποχρέωση είναι παρακολουθηματική έναντι της ουσιαστικής αρμοδιότητας σχετικά με την καταβολή της συντάξεως. Επομένως, δεν μπορεί να βαρύνεται με τη δαπάνη για τις παροχές σε είδος ο φορέας κράτους μέλους το οποίο έχει απλώς μια ενδεχόμενη αρμοδιότητα σχετικά με την καταβολή της συντάξεως. Κατά συνέπεια, όταν τα άρθρα 27, 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 κάνουν λόγο για οφειλόμενη σύνταξη, εννοούν μια σύνταξη που καταβάλλεται πράγματι στον ενδιαφερόμενο.

48 Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες, δυνάμει των άρθρων 27, 28 και 28α του ως άνω κανονισμού, οι δαπάνες για τις παροχές σε είδος βαρύνουν φορέα κράτους μέλους υπόχρεου για την καταβολή συντάξεως που εφαρμόζει νομοθεσία προβλέπουσα κρατήσεις εισφορών ασθενείας και μητρότητας σε βάρος του δικαιούχου της ως άνω συντάξεως, ο φορέας αυτός «εξουσιοδοτείται να προβαίνει στις κρατήσεις αυτές [...] επί του ποσού της οφειλομένης παρ' αυτού συντάξεως», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι σχετικές συντάξεις καταβάλλονται πράγματι.

49 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση, ο κανονισμός αυτός δεν επιτρέπει στο κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως να απαιτεί από αυτόν την καταβολή εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας που προβλέπει η εθνική του νομοθεσία, υπολογιζομένων με βάση τα εισοδήματα του ενδιαφερομένου που αποτελούνται από συντάξεις καταβαλλόμενες από άλλο κράτος μέλος. Το άρθρο 33, παράγραφος 1, επιτρέπει μόνον, στις περιπτώσεις που απαριθμεί, στον ενδιαφερόμενο φορέα κράτους μέλους να προβαίνει, ιδίως για την κάλυψη παροχών ασθενείας, σε κρατήσεις επί της εκ μέρους του οφειλομένης συντάξεως, δηλαδή της συντάξεως την οποία πράγματι καταβάλλει ο φορέας αυτός.

50 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έκφραση «δεν οφείλεται σύνταξη», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71, έχει την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση στην οποία δεν καταβάλλεται πραγματικά στον ενδιαφερόμενο ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην κατοικία, όπως η προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο εθνική σύνταξη, ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην άσκηση αμειβόμενης εργασίας και οφειλόμενη βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να απαιτείται να εξετάζεται αν ο ενδιαφερόμενος αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να θεμελιώσει σχετικό δικαίωμα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

51 Με το τρίτο ερώτημά του το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 ή, ενδεχομένως, άλλη διάταξη του εν λόγω κανονισμού εμποδίζει το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως να απαιτεί την εκ μέρους του τελευταίου καταβολή εισφορών ή τη διενέργεια ισοδυνάμων κρατήσεων σε βάρος του που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για την κάλυψη παροχών γήρατος, ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας.

52 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 αφορά τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 28α του ως άνω κανονισμού, στις οποίες οι δαπάνες για παροχές ασθενείας και μητρότητας σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας βαρύνουν φορέα ενός των αρμόδιων για τη χορήγηση της συντάξεως κρατών μελών. Όπως έχει ήδη δεχθεί το Δικαστήριο, το εν λόγω άρθρο 33, παράγραφος 2, απαγορεύει στο κράτος μέλος κατοικίας, όπου ισχύει σύστημα γενικής ασφαλίσεως και δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου δεν θεμελιώνεται δικαίωμα συντάξεως, να ζητεί από τον δικαιούχο της συντάξεως, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος του κράτους αυτού, να καταβάλλει εισφορές για τη χορήγηση παροχών που βαρύνουν οργανισμό άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-140/88, Noij, Συλλογή 1991, σ. Ι-387, σκέψη 12).

53 Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι οι κανόνες που θέτει το άρθρο 33 του κανονισμού 1408/71, περί των παροχών ασθενείας ή μητρότητας, αποτελούν έκφραση μιας γενικότερης αρχής, κατά την οποία ο δικαιούχος συντάξεως δεν μπορεί να υποχρεώνεται, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, να καταβάλλει εισφορές σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους (προαναφερθείσα απόφαση Noij, σκέψη 14).

54 Όμως, στη διαφορά της κύριας δίκης, ο S. Rundgren λαμβάνει, δυνάμει της σουηδικής νομοθεσίας περί εθνικής συντάξεως, σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου, καθώς και ισόβια πρόσοδο λόγω εργατικού ατυχήματος, οι οποίες αποτελούν παροχές με αντικείμενο ανάλογο προς τις παροχές γήρατος και ανικανότητας προς εργασία τις οποίες ο ενδιαφερόμενος μπορούσε καταρχήν να δικαιούται δυνάμει της φινλανδικής νομοθεσίας στο πλαίσιο του kansaneläkelaki υπ' αριθ. 347/1956. Εξάλλου, έστω και αν η προβλεπόμενη από την τελευταία αυτή νομοθεσία εθνική σύνταξη μπορεί επίσης να αποτελεί παροχή ανεργίας, μια τέτοια παροχή δεν μπορεί να αφορά τον S. Rundgren.

55 Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους του S. Rundgren καταβολή των προβλεπομένων από τη φινλανδική νομοθεσία εισφορών εθνικής συντάξεως δεν θα του παρείχε καμία συμπληρωματική προστασία, λαμβανομένων υπόψη των παροχών που ήδη του χορηγούνται.

56 Υπό τις συνθήκες αυτές, η γενική αρχή που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως εμποδίζει την επιβολή στον S. Rundgren της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών όπως οι προβλεπόμενες από τη φινλανδική νομοθεσία εισφορές εθνικής συντάξεως, καθόσον αυτός λαμβάνει παροχές με ανάλογο αντικείμενο οι οποίες βαρύνουν ασφαλιστικό φορέα του Βασιλείου της Σουηδίας, το οποίο είναι το αρμόδιο έναντι αυτού κράτος μέλος για τη χορήγηση της συντάξεως.

57 Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απορρέουσα από τον κανονισμό 1408/71 γενική αρχή, εφαρμογή της οποίας συνιστά το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο δεν μπορεί να ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως, λόγω της κατοικίας του στο έδαφος κράτους μέλους, η καταβολή εισφορών υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους, εμποδίζει το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως να απαιτεί την εκ μέρους του καταβολή εισφορών ή τη διενέργεια ισοδυνάμων κρατήσεων προβλεπομένων από τη νομοθεσία του για την κάλυψη παροχών γήρατος, ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας όταν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές με ανάλογο αντικείμενο που βαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα του αρμόδιου για τη χορήγηση της συντάξεως κράτους μέλους.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

58 Με το τέταρτο ερώτημά του το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν επηρεάζει την ερμηνεία των άρθρων 28α και 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 το γεγονός ότι η Φινλανδική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παραιτήθηκαν αμοιβαία, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού και του άρθρου 23 της Συμβάσεως, από κάθε δικαίωμα αποδόσεως των δαπανών σχετικά με παροχές σε είδος που χορηγούνται από ασφαλιστικούς φορείς κάποιου από τα κράτη μέλη αυτά για λογαριασμό φορέα του άλλου κράτους μέλους.

59 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνεται σε τμήμα που τιτλοφορείται «Απόδοση μεταξύ φορέων».

60 Αντικείμενο του άρθρου 36 του κανονισμού 1408/71 είναι η διευκρίνιση των συνεπειών που έχει μεταξύ των σχέσεων των ασφαλιστικών φορέων το γεγονός ότι οι παροχές σε είδος χορηγούνται από φορέα κράτους μέλους για λογαριασμό φορέα άλλου κράτους μέλους.

61 Δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο φορέας που χορήγησε παροχές ασθενείας ή μητρότητας σε είδος δικαιούται να ζητήσει την πλήρη απόδοσή τους από τον φορέα που βαρύνεται με τη δαπάνη των παροχών αυτών. Το άρθρο 36, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ωστόσο, επιτρέπει την αμοιβαία εκ μέρους δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών παραίτηση από κάθε δικαίωμα αποδόσεως μεταξύ των φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, οπότε παύει να ισχύει η υποχρέωση αποδόσεως των σχετικών ποσών που βαρύνει τον φορέα στον οποίο απόκειται η κάλυψη των δαπανών των παροχών σε είδος.

62 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71 αποσκοπεί μόνο στη διευκρίνιση των οικονομικών συνεπειών, για τους εμπλεκόμενους φορείς, των διατάξεων του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, του ως άνω κανονισμού και ότι ουδόλως έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να παρεκκλίνει από τον κανόνα του άρθρου 28α του κανονισμού αυτού, κατά τον οποίο, στην καλυπτόμενη από την τελευταία αυτή διάταξη περίπτωση, οι παροχές σε είδος που χορηγούνται στον δικαιούχο συντάξεως βαρύνουν τον φορέα ενός από τα αρμόδια για τη χορήγηση της συντάξεως κρατών μελών.

63 Η εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών προσφυγή στην παρεχόμενη από το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 δυνατότητα παραιτήσεως από κάθε δικαίωμα αποδόσεως μεταξύ των φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους δεν έχει επίσης καμία συνέπεια για την εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, που αφορά τις εισφορές των οποίων η καταβολή μπορεί να ζητείται από τους δικαιούχους συντάξεων.

64 Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι η Φινλανδική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παραιτήθηκαν αμοιβαία, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 23 της Συμβάσεως, από κάθε δικαίωμα αποδόσεως των δαπανών σχετικά με τις χορηγούμενες από φορέα κάποιου από τα ως άνω κράτη μέλη παροχές σε είδος για λογαριασμό φορέα του άλλου κράτους μέλους δεν επηρεάζει την ερμηνεία των άρθρων 28α και 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

Επί του πέμπτου, του έκτου, του εβδόμου και του οδγόου ερωτήματος

65 Λαμμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο πέμπτο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο ερώτημα, τα οποία αφορούν στην ουσία το αν ο ενδιαφερόμενος, σε περίπτωση που οι διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, τμήμα 5, του κανονισμού 1408/71 δεν εμποδίζουν τη Φινλανδική Δημοκρατία να απαιτήσει από τον S. Rundgren την καταβολή των προβλεπομένων από τη νομοθεσία της εισφορών εθνικής συντάξεως και ασφαλίσεως ασθενείας, μπορεί παρά ταύτα να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή επικαλούμενος το άρθρο 17α του εν λόγω κανονισμού (πέμπτο ερώτημα), το άρθρο 48 της Συνθήκης και τον κανονισμό 1612/68 (έκτο ερώτημα), το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 6 της Συνθήκης (έβδομο ερώτημα) ή κάποια άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου (όγδοο ερώτημα).

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

66 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 1999 το Rovaniemen hallinto-oikeus, αποφαίνεται:

1) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, όπως είχε την περίοδο των πραγματικών περιστατικών κατόπιν της τελευταίας τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, έχει εφαρμογή σε άτομο το οποίο, την περίοδο ενάρξεως της ισχύος του ως άνω κανονισμού εντός κράτους μέλους:

- κατοικούσε στο κράτος μέλος αυτό χωρίς να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και ελάμβανε εκεί σύνταξη εκ μέρους άλλου κράτους μέλους με την ιδιότητά του ως συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου,

- συνεχίζοντας παράλληλα να εμπίπτει εντός του κράτους κατοικίας του στις σχετικές με τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίες στις οποίες έχει εφαρμογή ο ως άνω κανονισμός.

Αντιθέτως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν εφαρμόζεται καταρχήν σε άτομο που μετέφερε την κατοικία του από ένα κράτος μέλος, όπου έπαψε να εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, όπου δεν εργάζεται ούτε αναζητεί εργασία.

2) Η έκφραση «δεν οφείλεται σύνταξη», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, έχει την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση στην οποία δεν καταβάλλεται πραγματικά στον ενδιαφερόμενο ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην κατοικία, όπως η προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο εθνική σύνταξη, ούτε σύνταξη στηριζόμενη στην άσκηση αμειβόμενης εργασίας και οφειλόμενη βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να απαιτείται να εξετάζεται αν ο ενδιαφερόμενος αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να θεμελιώσει σχετικό δικαίωμα.

3) Η απορρέουσα από τον κανονισμό 1408/71 γενική αρχή, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, εφαρμογή της οποίας συνιστά το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο δεν μπορεί να ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως, λόγω της κατοικίας του στο έδαφος κράτους μέλους, η καταβολή εισφορών υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους, εμποδίζει το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως να απαιτεί την εκ μέρους του καταβολή εισφορών ή τη διενέργεια ισοδυνάμων κρατήσεων προβλεπομένων από τη νομοθεσία του για την κάλυψη παροχών γήρατος, ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας όταν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές με ανάλογο αντικείμενο που βαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα του αρμόδιου για την καταβολή της συντάξεως κράτους μέλους.

4) Το γεγονός ότι η Φινλανδική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παραιτήθηκαν αμοιβαία, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, ο οποίος τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 3096/95, και του άρθρου 23 της Συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, της 15ης Ιουνίου 1992 (106/93), από κάθε δικαίωμα αποδόσεως των δαπανών σχετικά με τις χορηγούμενες από φορέα κάποιου από τα ως άνω κράτη μέλη παροχές σε είδος για λογαριασμό φορέα του άλλου κράτους μέλους δεν επηρεάζει την ερμηνεία των άρθρων 28α και 33, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.