Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

62001J0168

Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 2003. - Bosal Holding BV κατά Staatssecretaris van Financiën. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες. - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Φορολογία - Φόροι επί των κερδών των εταιριών - Περιορισμός της δυνατότητας εκπτώσεως, σε ένα κράτος μέλος, των εξόδων που συνδέονται με τις συμμετοχές μιας μητρικής εταιρίας στις θυγατρικές της που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη - Συνοχή του ϕορολογικού συστήματος. - Υπόθεση C-168/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-09409


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-168/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Ξώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Bosal Holding BV

και

Staatssecretaris van Financiλn,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ) και 58 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 48 ΕΚ), καθώς και της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans, D. A. O. Edward (εισηγητή), P. Jann και S. von Bahr, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, προϋσταμένη τμήματος,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Bosal Holding BV, εκπροσωπούμενη από τον F. C. de Hosson, advocaat,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους J. E. Collins, και R. Singh, QC,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και H. van Vliet,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Bosal Holding BV, εκπροσωπούμενης από τον F. C. de Hosson, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την H. G. Sevenster, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τους J. E. Collins, R. Singh και M. Hoskins, barrister, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και H. van Vliet, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2001, το Hoge Raad der Nederlanden έθεσε βάσει του άρθρου 234 ΕΚ δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ) και 58 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 48 ΕΚ), καθώς και της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Bosal Holding BV (στο εξής: Bosal), εταιρίας περιορισμένης ευθύνης («besloten vennootschap») με έδρα τις Κάτω Ξώρες, και του εφόρου της Belastingdienst/Grote ondernemingen Arnhem (Εφορίας μεγάλων επιχειρήσεων του Arnhem, στο εξής: έφορος) σχετικά με άρνηση του δεύτερου να δεχθεί την έκπτωση από το φορολογητέα κέρδη της εταιρίας αυτής, όσον αφορά το οικονομικό έτος 1993, ποσού 3 969 339 ολλανδικών φιορινίων (NGL), το οποίο αντιστοιχεί στο ύψος των συμμετοχών της Bosal στις θυγατρικές της εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Κατά το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους καταργούνται προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η προοδευτική αυτή κατάργηση εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.»

4 Το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ορίζει:

«Οι εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητος εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών.»

5 Η οδηγία εκθέτει στην τρίτη αιτιολογική της σκέψη:

«εκτιμώντας ότι οι ισχύουσες φορολογικές διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη διαφέρουν αισθητά από ένα κράτος μέλος σε άλλο και είναι, γενικά, λιγότερο ευνοϋκές από τις εφαρμοζόμενες στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος· ότι, συνεπεία του γεγονότος αυτού, η συνεργασία μεταξύ εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη τίθεται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τη συνεργασία εταιριών του ιδίου κράτους μέλους· ότι πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η δυσμενής μεταχείριση με τη θέσπιση ενός κοινού καθεστώτος και να διευκολυνθούν έτσι οι συνενώσεις εταιριών σε κοινοτική κλίμακα».

6 Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει:

«1. Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει την παρούσα οδηγία:

- στις διανομές κερδών οι οποίες πραγματοποιούνται προς εταιρίες αυτού του κράτους και προέρχονται από θυγατρικές τους εταιρίες άλλων κρατών μελών,

- στις διανομές κερδών που πραγματοποιούνται από τις εταιρίες αυτού του κράτους προς εταιρίες άλλων κρατών μελών, των οποίων είναι θυγατρικές.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που είναι αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις.»

7 Το άρθρο 4 της οδηγίας έχει ως εξής:

«1. Οταν μητρική εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας της, λαμβάνει κέρδη διανεμόμενα για λόγους άλλους από την εκκαθάριση της θυγατρικής εταιρίας, το κράτος στο οποίο βρίσκεται η μητρική εταιρία:

- είτε δεν φορολογεί τα κέρδη αυτά,

- είτε τα φορολογεί, επιτρέποντας όμως παράλληλα στην εταιρία αυτή να εκπέσει από το ποσό του φόρου της το τμήμα του φόρου της θυγατρικής εταιρίας που αναλογεί στα κέρδη αυτά και, ενδεχομένως, το ποσό της παρακράτησης στην πηγή που εισπράττει το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η θυγατρική εταιρία κατ' εφαρμογή των διατάξεων παρέκκλισης του άρθρου 5, μέχρι του ποσού του αντιστοιχούντος εθνικού φόρου.

2. Τα κράτη μέλη διατηρούν πάντως την ευχέρεια να προβλέψουν ότι τα βάρη που απορρέουν από τη συμμετοχή και οι μειώσεις αξίας που απορρέουν από τη διανομή των κερδών της θυγατρικής εταιρίας δεν εκπίπτονται από τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τα έξοδα διαχείρισης που έχουν σχέση με τη συμμετοχή οριστούν σε ποσό κατ' αποκοπήν, το ποσό αυτό δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 5 % των κερδών που διανέμει η θυγατρική εταιρία.

3. Η παράγραφος 1 ισχύει μέχρις ότου τεθεί πράγματι σε εφαρμογή ένα κοινό σύστημα φορολόγησης των εταιριών.

Το Συμβούλιο θεσπίζει σε εύθετο χρόνο τις διατάξεις που θα ισχύσουν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και εφεξής.»

Η εθνική ρύθμιση

8 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του Wet op de vennootschapsbelasting 1969 (νόμου του 1969 περί φόρου εταιριών - κείμενο του 1993 -, στο εξής: νόμος του 1969) ορίζει:

«Για τον καθορισμό των κερδών, δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε τα πλεονεκτήματα ούτε τα έξοδα που συνδέονται με μια συμμετοχή εκτός αν προκύπτει ότι τα έξοδα αυτά χρησιμεύουν εμμέσως για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες (απαλλαγή των συμμετοχών). Πάντοτε θεωρούνται έξοδα που συνδέονται με μια συμμετοχή οι τόκοι και τα έξοδα των δανείων που συνήφθησαν εντός 6 μηνών πριν από την απόκτηση της συμμετοχής, εκτός αν προκύπτει ότι τα δάνεια αυτά συνήφθησαν με άλλον σκοπό.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9 Η Bosal είναι εταιρία χαρτοφυλακίου, χρηματοδοτήσεων και εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας η οποία, ως φορολογούμενος, υπόκειται στον φόρο εταιριών στις Κάτω Ξώρες. Για το οικονομικό έτος 1993 δήλωσε έξοδα ύψους 3 969 339 NLG σχετικά με τη χρηματοδότηση των συμμετοχών της σε εταιρίες εγκατεστημένες σε εννέα άλλα κράτη μέλη. Σε συμπληρωματική δήλωσή της σχετικά με το εν λόγω οικονομικό έτος, η Bosal ζήτησε να εκπέσουν τα έξοδα αυτά από τα κέρδη της.

10 Ο έφορος αρνήθηκε να χορηγήσει τη ζητηθείσα έκπτωση και το Gerechtshof te Arnhem (Κάτω Ξώρες), ενώπιον του οποίου η Bosal άσκησε προσφυγή κατά της απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως, επικύρωσε την απόφαση του εφόρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Bosal υπέβαλε στο αιτούν δικαστήριο αίτηση αναιρέσεως.

11 Εκτιμώντας ότι για τη λύση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του είναι αναγκαία ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Απαγορεύει το άρθρο 52 σε συνδυασμό με το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚ [...] ή κάποια άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου σε κράτος μέλος να χορηγήσει σε υποκειμένη στη φορολογία αυτού του κράτους μέλους μητρική εταιρία τη δυνατότητα εκπτώσεως των βαρών σχετικά με μια συμμετοχή της μόνον όταν η περί ης πρόκειται θυγατρική εταιρία έχει κέρδη που υπόκεινται σε φόρο στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας;

2) Έχει για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα σημασία το αν, στην περίπτωση που στο σχετικό κράτος μέλος η μεν θυγατρική εταιρία υπόκειται στον φόρο επί των κερδών των εταιριών η δε μητρική εταιρία δεν υπόκειται στον φόρο αυτόν, το εν λόγω κράτος μέλος λαμβάνει ή όχι υπόψη κατά τη φορολόγηση της θυγατρικής εταιρίας τα πιο πάνω βάρη;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

12 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία, κατά τον καθορισμό του φόρου επί των κερδών μητρικής εταιρίας εγκατεστημένης σε κράτος μέλος, εξαρτά τη δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής στο κεφάλαιο θυγατρικής εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος από την προϋπόθεση ότι τα έξοδα αυτά χρησιμεύουν εμμέσως για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας.

13 Κατ' αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων που προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου του 1969 όσον αφορά τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν τα έξοδα αυτά «χρησιμεύουν εμμέσως» για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες, χωρίς να απαιτείται τα κέρδη αυτά να πραγματοποιηθούν από θυγατρικές που οι ίδιες είναι εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος ή που είναι εγκατεστημένες στην αλλοδαπή, αλλά έχουν μόνιμη εγκατάσταση στο τελευταίο. Ως εκ τούτου, μια μητρική εταιρία που είναι εγκατεστημένη στις Κάτω Ξώρες έχει δικαίωμα εκπτώσεως, από τα κέρδη της που είναι φορολογητέα σε αυτό το κράτος, των εξόδων που συνδέονται με τη χρηματοδότηση των συμμετοχών της σε θυγατρικές που οι ίδιες είναι εγκατεστημένες στο κράτος αυτό ή σε θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη αλλά έχουν μόνιμη εγκατάσταση στις Κάτω Ξώρες.

14 Το Hoge Raad der Nederlanden σημειώνει ότι η εξάρτηση της δυνατότητας εκπτώσεως των εν λόγω εξόδων από την προϋπόθεση ότι χρησιμεύουν για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στο κράτος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας αποτελεί εμπόδιο για την ελευθερία εγκαταστάσεως, καθόσον δύναται να έχει αρνητική επίδραση στην απόφαση μιας μητρικής εταιρίας να δημιουργήσει θυγατρική σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, διερωτάται αν το εμπόδιο αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του ολλανδικού φορολογικού συστήματος.

15 Εν προκειμένω, εκθέτει ότι η μεταχείριση των εξόδων συμμετοχής σε σχέση με τα φορολογητέα κέρδη στερείται συνοχής, και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτ' απ' όλα, τα έξοδα αυτά μπορούν να εκπέσουν από τα κέρδη της ολλανδικής μητρικής εταιρίας χωρίς να ληφθεί υπόψη το μέγεθος των κερδών της θυγατρικής, ακόμη και αν η τελευταία δεν πραγματοποίησε κέρδη κατά το οικείο έτος. Στη συνέχεια, όταν η θυγατρική πραγματοποίησε ενώ η μητρική δεν πραγματοποίησε κέρδη, τα έξοδα συμμετοχής δεν έχουν καμία συνέπεια, από συνολική άποψη, για τη φορολόγηση των κερδών της θυγατρικής. Τέλος, τα έξοδα συμμετοχής που χρησιμεύουν εμμέσως για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες δεν μπορούν να εκπέσουν όταν τα κέρδη αυτά πραγματοποιεί ολλανδική θυγατρική αλλοδαπής μητρικής εταιρίας.

16 Η Bosal θεωρεί ότι ο νόμος του 1969, επιτρέποντας την έκπτωση των εξόδων μόνον αν χρησιμεύουν για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες, περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως, καθόσον τιμωρεί τη δημιουργία θυγατρικών σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η ευχέρεια που η οδηγία αναγνωρίζει στα κράτη μέλη να μην επιτρέπουν την έκπτωση των εξόδων συμμετοχής στο κεφάλαιο μιας θυγατρικής δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις συμμετοχές σε θυγατρικές που δεν αποφέρουν κέρδη φορολογητέα στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας, αλλά θα έπρεπε να ισχύει για όλες τις συμμετοχές, ακόμη και αν αυτές αποφέρουν, έμμεσα ή άμεσα, κέρδη φορολογητέα σε αυτό το κράτος μέλος.

17 Αντιθέτως, η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή θεωρούν ότι ο νόμος του 1969 δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, καθόσον δεν περιέχει κανέναν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή καθόσον, αν υποτεθεί ότι υφίσταται ενδεχόμενος περιορισμός, ο περιορισμός αυτός ούτως ή άλλως δικαιολογείται αντικειμενικώς.

18 Πρώτον, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, οι θυγατρικές μητρικών εταιριών εγκατεστημένων στις Κάτω Ξώρες οι αφενός πραγματοποιούσες κέρδη φορολογητέα σε αυτό το κράτος μέλος και οι αφετέρου μη πραγματοποιούσες τέτοια κέρδη δεν βρίσκονται σε αντικειμενικώς συγκρίσιμη κατάσταση. Η κυβέρνηση αυτή επικαλείται την αρχή της εδαφικότητας για να υποστηρίξει ότι υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ των θυγατρικών αναλόγως του αν ασκούν ή όχι δραστηριότητες στην αλλοδαπή. Στην πρώτη περίπτωση, στον ολλανδικό φόρο δεν υπόκειται το σύνολο των κερδών του σχετικού ομίλου εταιριών, ενώ αυτό συμβαίνει στη δεύτερη περίπτωση. Η διαφορά αυτή μεταξύ των θυγατρικών των οποίων οι μητρικές εταιρίες είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Ξώρες δικαιολογεί μια διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τις μητρικές αυτές εταιρίες, των εξόδων που συνδέονται με τις συμμετοχές των τελευταίων στο κεφάλαιο τέτοιων θυγατρικών.

19 Δεύτερον, η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η άρνηση χορηγήσεως στις μητρικές εταιρίες, που δεν έχουν θυγατρικές με φορολογητέα κέρδη στις Κάτω Ξώρες, του δικαιώματος εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη τους σε αυτό το κράτος μέλος, των εξόδων που απορρέουν από τη χρηματοδότηση συμμετοχών στο κεφάλαιο των θυγατρικών τους δικαιολογείται ούτως ή άλλως από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του ολλανδικού φορολογικού συστήματος (βλ. τις αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. I-249, και C-300/90, Επιτρoπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-305). Συγκεκριμένα, υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, των εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή της μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο της θυγατρικής και, αφετέρου, των φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες κερδών της θυγατρικής, κερδών για την επίτευξη των οποίων χρησίμευσαν τα έξοδα αυτά πριν από την έκπτωσή τους.

20 Τρίτον, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο περιορισμός της δυνατότητας εκπτώσεως των εξόδων συμμετοχής δικαιολογείται από τον στόχο να αποφευχθεί διάβρωση της βάσεως επιβολής φόρου υπερβαίνουσα τα όρια μιας απλής μειώσεως των εσόδων από τον φόρο.

21 Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι ο νόμος του 1969 είναι συμβατός με την οδηγία, καθόσον, βάσει του άρθρου της 4, είναι θεμιτό να ορίσουν τα κράτη μέλη ότι τα έξοδα συμμετοχής ουδόλως θα εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας. Τούτο συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν εν μέρει τη δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων αυτών.

22 Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει ειδικά από την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία έχει ως σκοπό να εξαλείψει την τιμωρία που απορρέει από το γεγονός ότι οι φορολογικές διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών διαφόρων κρατών μελών είναι κατά κανόνα λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών του ίδιου κράτους μέλους και έτσι να διευκολύνει τις συνενώσεις εταιριών σε κοινοτική κλίμακα (βλ. την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-294/99, Αθηναϋκή Ζυθοποιία, Συλλογή 2001, σ. I-6797, σκέψη 25).

23 Όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα της φορολογικής μεταχειρίσεως των εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή μητρικής εταιρίας, εγκατεστημένης σε κράτος μέλος, στο κεφάλαιο θυγατρικής εταιρίας, εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αναγνωρίζει σε κάθε κράτος μέλος την ευχέρεια να ορίσει ότι τα βάρη που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή δεν θα εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας.

24 Ενώ, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ισχύει μόνο μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής θέσεως σε εφαρμογή κοινού συστήματος φορολογήσεως των εταιριών, η παράγραφος 2 της ίδιας διατάξεως, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μην επιτρέπουν την έκπτωση των εξόδων συμμετοχής από τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας, δεν συνοδεύεται από καμία ειδική προϋπόθεση και από κανέναν ειδικό κανόνα σχετικά με τον προορισμό ή τον σκοπό των κερδών που έχει η μητρική εταιρία ή η θυγατρική της ή σχετικά με τη διαχρονική εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 2. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή παραμένει εφαρμοστέα, ακόμη και αν όντως τεθεί σε εφαρμογή κοινό σύστημα φορολογήσεως των εταιριών.

25 Επομένως, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου του 1969, στο μέτρο που απλώς και μόνο θέτει σε εφαρμογή τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας να μην επιτραπεί η έκπτωση των εξόδων συμμετοχής των μητρικών εταιριών στο κεφάλαιο των θυγατρικών τους, είναι συμβατό με την οδηγία.

26 Παρά ταύτα, η δυνατότητα αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο με τήρηση των θεμελιωδών διατάξεων της Συνθήκης, και εν προκειμένω του άρθρου της 52. Κατά συνέπεια, με γνώμονα τη διάταξη αυτή πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η οδηγία παρέχει τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να επιτρέψει μόνον εν μέρει, όπως πράττει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου του 1969, την έκπτωση των εξόδων συμμετοχής.

27 Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου του 1969 περιορισμός της δυνατότητας εκπτώσεως των εξόδων συμμετοχής της εγκατεστημένης στις Κάτω Ξώρες μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο θυγατρικών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη μόνο στις περιπτώσεις που οι τελευταίες αποφέρουν, έστω και εμμέσως, κέρδη φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες αποτελεί, όπως σημείωσε το αιτούν δικαστήριο, εμπόδιο για τη δημιουργία θυγατρικών σε άλλα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού αυτού, μια μητρική εταιρία θα μπορούσε να αποτραπεί να ασκήσει τις δραστηριότητές της μέσω θυγατρικής εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος καθόσον, συνήθως, τέτοιες θυγατρικές δεν πραγματοποιούν κέρδη φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες.

28 Επιπλέον, ο περιορισμός αυτός αντίκειται στον εκτιθέμενο στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας στόχο να καθιερωθεί ένα κοινό σύστημα και να εξαλειφθεί η τιμωρία που οφείλεται στο ότι οι σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών διαφόρων κρατών μελών διέπονται από φορολογικές διατάξεις λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών του ίδιου κράτους μέλους.

29 Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει, στην απόφασή του της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 57), ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου, όπου επρόκειτο μόνο για ένα και τον ίδιο φορολογούμενο, υφίστατο άμεση σχέση μεταξύ της χορηγήσεως ενός φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος αυτού με ένα φορολογικό βάρος που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της ίδιας φορολογήσεως.

30 Όταν δεν υφίσταται τέτοια άμεση σχέση, καθόσον πρόκειται, παραδείγματος χάριν, για χωριστές φορολογήσεις ή για φορολογική μεταχείριση διαφορετικών φορολογουμένων, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του επιχειρήματος περί συνοχής του φορολογικού συστήματος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, C-251/98, Baars, Συλλογή 2000, σ. I-2787, σκέψη 40).

31 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υφίσταται άμεση σχέση αυτής της φύσεως. Συγκεκριμένα, ουδεμία άμεση σχέση υφίσταται μεταξύ, αφενός, της χορηγήσεως στις μητρικές εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Ξώρες ενός φορολογικού πλεονεκτήματος (του δικαιώματος εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη τους, των εξόδων συμμετοχής στο κεφάλαιο των θυγατρικών) και, αφετέρου, του φορολογικού καθεστώτος των θυγατρικών μητρικών εταιριών όταν αυτές είναι εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος.

32 Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τα υποκαταστήματα ή τις εγκαταστάσεις εκμεταλλεύσεως, οι μητρικές εταιρίες και οι θυγατρικές τους είναι χωριστά νομικά πρόσωπα, κάθε ένα από τα οποία φορολογείται αυτοτελώς, οπότε δεν υφίσταται άμεση σχέση στο πλαίσιο της ίδιας φορολογήσεως και δεν μπορεί να γίνει επίκληση της συνοχής του φορολογικού συστήματος.

33 Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο περιορισμός της δυνατότητας εκπτώσεως των εξόδων συμμετοχής της εγκατεστημένης στις Κάτω Ξώρες μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο των θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχο πλεονέκτημα. Η εφαρμογή του περιορισμού αυτού φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα ότι έξοδα που κανονικά θα έπρεπε να εκπέσουν δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου.

34 Μια τέτοια υπερφορολόγηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της φορολογικής συνοχής.

35 Επιπλέον, άμεση σχέση δεν υφίσταται ούτε μεταξύ των εξόδων που μια μητρική εταιρία μπορεί να αφαιρέσει από τα φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες κέρδη της και των τυχόν κερδών για τα οποία φορολογείται η θυγατρική της που είναι εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος ή η ολλανδική μόνιμη εγκατάσταση της αλλοδαπής θυγατρικής της. Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα έξοδα συμμετοχής μπορούν να εκπέσουν από τα κέρδη μιας τέτοιας μητρικής εταιρίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος των κερδών της θυγατρικής, ακόμη και αν η τελευταία δεν πραγματοποίησε κέρδη κατά το οικείο έτος.

36 Εξάλλου, όπως σημείωσαν το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, είναι θεμιτό να διερωτηθεί κανείς ως προς τη συνοχή ενός φορολογικού συστήματος το οποίο στηρίζεται στο ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των εξόδων συμμετοχής και της υπάρξεως φορολογητέων στις Κάτω Ξώρες κερδών στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου εταιριών, τη στιγμή που οι θυγατρικές μητρικών εταιριών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να αφαιρέσουν από τα φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες κέρδη τους τα έξοδα συμμετοχής αυτών των μητρικών εταιριών.

37 Η Ολλανδική Κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση που εισήγαγε ο νόμος του 1969, επικαλέστηκε και ένα επιχείρημα περί της αρχής της εδαφικότητας, όπως η αρχή αυτή αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Μαου 1997, C-250/95, Futura Participations και Singer (Συλλογή 1997, σ. I-2471, σκέψη 22). Συγκεκριμένα, τα έξοδα που συνδέονται με τις δραστηριότητες που ασκούνται στην αλλοδαπή, περιλαμβανομένων των εξόδων χρηματοδοτήσεως ή συμμετοχής, πρέπει να καταλογίζονται στα κέρδη που αποφέρουν οι δραστηριότητες αυτές και ο περιορισμός της εκπτώσεως των εξόδων αυτών συνδέεται μόνο με την πραγματοποίηση κερδών εκτός Κάτω Ξωρών. Επομένως, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση, καθόσον οι θυγατρικές οι αφενός πραγματοποιούσες κέρδη φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες και οι αφετέρου μη πραγματοποιούσες τέτοια κέρδη βρίσκονται σε κατάσταση που δεν είναι συγκρίσιμη.

38 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η γενομένη με την προαναφερθείσα απόφαση Futura Participations και Singer εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας αφορούσε τη φορολόγηση μόνον ενός φορολογουμένου που ασκούσε δραστηριότητες στο κράτος μέλος που είχε την κύρια εγκατάστασή του καθώς και σε άλλα κράτη μέλη με βάση δευτερεύουσες εγκαταστάσεις.

39 Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης και όπως σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 50 και 51 των προτάσεών του, το επιχείρημα ότι η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των μητρικών εταιριών δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι θυγατρικές οι αφενός πραγματοποιούσες κέρδη φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες και οι αφετέρου μη πραγματοποιούσες τέτοια κέρδη δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, η επίμαχη διαφορά στη φορολογική μεταχείριση αφορά τις μητρικές εταιρίες αναλόγως του αν έχουν θυγατρικές που πραγματοποιούν κέρδη φορολογητέα στις Κάτω Ξώρες, ενώ οι μητρικές αυτές εταιρίες είναι όλες εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος. Πάντως, όσον αφορά τη φορολογική κατάσταση των τελευταίων σε σχέση με τα κέρδη των θυγατρικών τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εταιρίες αυτές δεν φορολογούνται για τα εν λόγω κέρδη, είτε αυτά προέρχονται από θυγατρικές που φορολογούνται στις Κάτω Ξώρες είτε από άλλες θυγατρικές.

40 Επιπλέον, σε μια περίπτωση όπου επίμαχο ήταν το φορολογικό καθεστώς θυγατρικής εταιρίας, το οποίο διέφερε αναλόγως της έδρας της μητρικής εταιρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το διαφορετικό φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τις μητρικές εταιρίες αναλόγως του αν εδρεύουν στην ημεδαπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη χορήγηση στις εδρεύουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο θυγατρικές μητρικών εταιριών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ενός φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο μπορούν να λάβουν οι εδρεύουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο θυγατρικές μητρικών εταιριών που και αυτές εδρεύουν σε αυτό το κράτος μέλος, καθόσον όλες οι θυγατρικές αυτές υπόκεινται στον «mainstream corporation tax» (βασικό φόρο εταιριών) για τα κέρδη τους χωρίς διάκριση αναλόγως της έδρας της μητρικής τους εταιρίας (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-1727, σκέψη 60).

41 Εξάλλου, η οδηγία δεν προβλέπει εξαίρεση σχετικά με το έδαφος όπου ενδεχομένως φορολογούνται τα κέρδη των θυγατρικών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει μια ρύθμιση όπως αυτή που εισήγαγε ο νόμος του 1969.

42 Το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, ότι ο περιορισμός της δυνατότητας εκπτώσεως δικαιολογείται από τον στόχο να αποφευχθεί διάβρωση της βάσεως επιβολής φόρου υπερβαίνουσα τα όρια μιας απλής μειώσεως των φορολογικών εσόδων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δικαιολογία αυτή στην ουσία δεν διακρίνεται από εκείνη σχετικά με τον κίνδυνο μειώσεως των φορολογικών εσόδων. Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια τέτοια δικαιολογία δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ) και δεν αποτελεί επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος που μπορεί να τύχει επικλήσεως για να δικαιολογηθεί περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI, Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 28).

43 Κατά συνέπεια, στα τεθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 52 της Συνθήκης, αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία, κατά τον καθορισμό του φόρου επί των κερδών μητρικής εταιρίας εγκατεστημένης σε κράτος μέλος, εξαρτά τη δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής στο κεφάλαιο θυγατρικής εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος από την προϋπόθεση ότι τα έξοδα αυτά χρησιμεύουν εμμέσως για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

44 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 11ης Απριλίου 2001 το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται:

Η οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ), αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία, κατά τον καθορισμό του φόρου επί των κερδών μητρικής εταιρίας εγκατεστημένης σε κράτος μέλος, εξαρτά τη δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής στο κεφάλαιο θυγατρικής εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος από την προϋπόθεση ότι τα έξοδα αυτά χρησιμεύουν εμμέσως για την επίτευξη κερδών φορολογητέων στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της μητρικής εταιρίας.