Avis juridique important
Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2003. - Sinclair Collis Ltd κατά Commissioners of Customs & Excise. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: House of Lords - Ηνωμένο Βασίλειο. - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρο 13, Β, στοιχείο β΄- Απαλλασσόμενες πράξεις - Μίσθωση ακινήτων - Έννοια - Αυτόματες μηχανές πωλήσεως τσιγάρων εγκατεστημένες σε εμπορικούς χώρους. - Υπόθεση C-275/01.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-05965
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας - Απαλλαγές προβλεπόμενες από την έκτη οδηγία - Απαλλαγή της μισθώσεως ακινήτων - Έννοια - Παροχή δικαιώματος εγκαταστάσεως αυτόματων μηχανών πωλήσεως τσιγάρων σε εμπορικούς χώρους - Εξαιρείται
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 13, Β, στοιχ. β_)
$$Το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά μίσθωση ακινήτων, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου παροχή στον κύριο μηχανής πωλήσεως τσιγάρων του δικαιώματος εγκαταστάσεως της εν λόγω μηχανής και διασφαλίσεως της λειτουργίας και της συντηρήσεώς της εντός του καταστήματός του για περίοδο δύο ετών, σε θέση καθοριζόμενη από τον εν λόγω κύριο του ακινήτου, με αντιπαροχή την καταβολή ποσοστού επί των ακαθαρίστων κερδών από τις πωλήσεις τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού εντός του καταστήματός του, χωρίς ωστόσο να παρέχονται στον κύριο της μηχανής πωλήσεως άλλα δικαιώματα κατοχής ή ελέγχου πέραν εκείνων που προβλέφθηκαν ρητώς στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση.
( βλ. σκέψη 31 και διατακτ. )
Στην υπόθεση C-275/01,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Sinclair Collis Ltd
και
Commissioners of Customs & Excise,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola (εισηγητή), P. Jann και S. von Bahr, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: S. Alber
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Sinclair Collis Ltd, εκπροσωπούμενη από τους D. Milne, QC, και R. Baldry, barrister, ενεργούντες κατ' εντολήν του γραφείου Ernst & Young, Tax advisers,
- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, επικουρούμενη από τον K. Parker, QC,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Sinclair Collis Ltd, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2002,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιουλίου 2001, το House of Lords υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Sinclair Collis Ltd (στο εξής: SC) και των Commissioners of Customs & Excise (στο εξής: Commissioners), που είναι αρμόδιοι στο Ηνωμένο Βασίλειο για την επιβολή του φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), σχετικά με το καθεστώς ΦΠΑ που εφαρμόζεται σε σύμβαση με αντικείμενο την εγκατάσταση μηχανών πωλήσεως τσιγάρων σε εμπορικό κατάστημα.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική ρύθμιση
3 Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:
1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υποκειμένων στον χώρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν.»
4 Το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:
α) [...]
β) τις μισθώσεις ακινήτων, εξαιρέσει:
1. των πράξεων παροχής καταλύματος, όπως ορίζονται από την νομοθεσία των κρατών μελών, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ξενοδοχειακού τομέως ή άλλων τομέων παρεμφερούς χαρακτήρος, περιλαμβανομένης και της μισθώσεως κατασκηνώσεων διακοπών ή γηπέδων, διαρρυθμίσεων καταλλήλως για κατασκήνωση.
2. των μισθώσεων χώρων για την στάθμευση αυτοκινήτων.
3. των μισθώσεων εργαλείων και μηχανημάτων μονίμως εγκατεστημένων.
4. των μισθώσεων χρηματοθυρίδων.
[...]»
Η εθνική ρύθμιση
5 Σύμφωνα με το παράρτημα 9, τμήμα ΙΙ, ομάδα 1, σημείο 1, του Value Added Tax Act 1994 (νόμου του 1994 περί ΦΠΑ), απαλλάσσονται του ΦΠΑ:
«η παροχή οποιουδήποτε τίτλου ή δικαιώματος επί ακινήτου ή οποιασδήποτε αδείας κατοχής ακινήτου».
6 Η έννοια της «αδείας κατοχής ακινήτου», την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου, αναφέρεται στην έννοια της «μισθώσεως ακινήτων», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
7 Η SC, η οποία ανήκει στον Imperial Tobacco Group, έχει εγκαταστήσει σε καφενεία, λέσχες και ξενοδοχεία αυτόματες μηχανές πωλήσεως τσιγάρων, των οποίων διασφαλίζει τη λειτουργία και τη συντήρηση.
8 Προς τούτο, η SC έχει συνάψει με κάθε κύριο των εμπορικών αυτών χωρών (στο εξής: κύριος του ακινήτου) σύμβαση έχουσα ως αντικείμενο την παράδοση των ως άνω μηχανών πωλήσεως με αντιπαροχή την καταβολή ενός συμφωνηθέντος ποσοστού από τα ακαθάριστα κέρδη που προκύπτουν από τις πωλήσεις προϊόντων καπνού που πραγματοποιούνται εν γένει στους εν λόγω χώρους και ειδικότερα από εκείνες που πραγματοποιούνται μέσω αυτών των μηχανών πωλήσεως (στο εξής: σύμβαση).
9 Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, οι μηχανές πωλήσεως εγκαθίστανται σε μια θέση που ο κύριος του ακινήτου θεωρεί ότι μπορεί να προκαλέσει τον μεγαλύτερο αριθμό πωλήσεων. Ωστόσο, ο κύριος του ακινήτου δεν μπορεί να αρνηθεί άνευ λόγου την εκ μέρους της SC επιλογή διαφορετικής θέσης για την εγκατάσταση της μηχανής. Τα τσιγάρα τα οποία είναι αποθηκευμένα στις μηχανές πωλήσεως, καθώς και τα μετρητά χρήματα, τα πούρα και τα λοιπά προϊόντα καπνού, παραμένουν ιδιοκτησία της SC. Ο κύριος του ακινήτου παρέχει στην SC, για περίοδο δύο ετών, το αποκλειστικό δικαίωμα να εγκαθιστά και να διασφαλίζει τη λειτουργία των μηχανών πωλήσεως, των οποίων η SC παραμένει κύριος. Επιπλέον, η σύμβαση παρέχει στην SC το αποκλειστικό δικαίωμα να προμηθεύει το οικείο κατάστημα με πούρα και λοιπά προϊόντα καπνού.
10 Ο κύριος του ακινήτου συμφωνεί να παρέχει την απαιτούμενη ηλεκτρική ενέργεια και να απαγορεύει την εγκατάσταση στο κατάστημά του μηχανών πωλήσεως προϊόντων παρεμφερών με εκείνα που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως. Οι μηχανές, εκτός από εκείνες που έχουν σχεδιαστεί για να στερεώνονται στον τοίχο, μπορούν να μετακινούνται.
11 Η SC διατηρεί τον αποκλειστικό έλεγχο της προσβάσεως στις μηχανές, φροντίζει να είναι πάντα γεμάτες και λαμβάνει τα μετρητά χρήματα που περιέχονται σ' αυτές για να προβεί στη συμφωνηθείσα διανομή.
12 Τον Ιανουάριο του 1996, οι Commissioners αποφάσισαν ότι οι παροχές που προβλέπονται στη σύμβαση έπρεπε να απαλλαγούν του ΦΠΑ βάσει του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, με το αιτιολογικό ότι η σύμβαση συνιστά άδεια κατοχής ακινήτου. Η SC, η οποία είχε συμφέρον να επιβληθεί ο φόρος στην παροχή προκειμένου να μπορέσει να αφαιρέσει τον ΦΠΑ επί των εισροών, άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του VAT and Duties Tribunal, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο). Το δικαστήριο αυτό θεώρησε ότι το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ήταν η εγκατάσταση μηχανών πωλήσεως τσιγάρων και όχι η χρήση ή η κατοχή ακινήτου και έκρινε, κατά συνέπεια, ότι η συναλλαγή δεν έπρεπε να απαλλαγεί του ΦΠΑ.
13 Οι Commissioners άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής του Tribunal ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο εξέδωσε ευνοϊκή γι' αυτούς απόφαση. Η SC άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του High Court ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο απέρριψε την έφεση. Η SC άσκησε εν συνεχεία αναίρεση ενώπιον του House of Lords.
14 Το House of Lords, θεωρώντας ότι για τη λύση της διαφοράς ήταν αναγκαία η ερμηνεία της έκτης οδηγίας, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα.
«Συνιστά η εκ μέρους του κυρίου [...] του ακινήτου παροχή, στον κύριο μιας μηχανής πωλήσεως τσιγάρων, του δικαιώματος να εγκαθιστά τη μηχανή και να διασφαλίζει τη λειτουργία και τη συντήρησή της στο κατάστημά του για περίοδο δύο ετών, σε θέση που ορίζει ο εν λόγω κύριος του ακινήτου, με αντάλλαγμα ποσοστό επί των ακαθαρίστων κερδών από τις πωλήσεις των τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού εντός του καταστήματός του, χωρίς ωστόσο να παρέχονται στον κύριο της μηχανής άλλα δικαιώματα κατοχής ή ελέγχου πέραν αυτών που προβλέπονται ρητώς στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση, "μίσθωση ακινήτων" υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας [...]· και ποιες είναι οι εφαρμοστέες αρχές για να καθοριστεί αν μια σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί μίσθωση ακινήτων υπό την έννοια του προπαρατεθέντος άρθρου 13, Β, στοιχείο β_;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
15 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι συνιστά μίσθωση ακινήτων, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου παροχή στον κύριο μηχανής πωλήσεως τσιγάρων του δικαιώματος να εγκαθιστά την εν λόγω μηχανή και να διασφαλίζει τη λειτουργία και τη συντήρησή της στο κατάστημά του για περίοδο δύο ετών, σε θέση που καθορίζει ο εν λόγω κύριος του ακινήτου, με αντάλλαγμα ποσοστό επί των ακαθαρίστων κερδών από τις πωλήσεις των τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού στο κατάστημά του, χωρίς ωστόσο να παρέχονται στον κύριο της μηχανής άλλα δικαιώματα κατοχής ή ελέγχου πέραν αυτών που έχουν ρητώς προβλεφθεί στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση.
16 Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι γίνεται δεκτό, σύμφωνα με τη σύμβαση, ότι ο κύριος του ακινήτου που παρέχει το δικαίωμα εγκαταστάσεως και λειτουργίας μιας μηχανής πωλήσεως τσιγάρων παρέχει υπηρεσία υπό την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο, κατά την έννοια, αντιστοίχως, των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας. Οι υπηρεσίες που παρέχει ο εν λόγω κύριος του ακινήτου βάσει της συμβάσεως υπόκεινται συνεπώς, κατ' αρχήν, σε ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας. Μένει να καθοριστεί αν η παροχή των υπηρεσιών αυτών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας.
Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
17 Η SC και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η σύμβαση δεν συνιστά αγρομίσθωση ή μίσθωση ακινήτων υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Ισχυρίζονται ότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της μισθώσεως υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως περιλαμβάνουν την παροχή δικαιώματος, αφενός, κατοχής ενός τμήματος ή μιας συγκεκριμένης θέσεως ενός ακινήτου ως εάν επρόκειτο για ίδιο ακίνητο και, αφετέρου, αποκλεισμού ή αποδοχής σ' αυτό τρίτων προσώπων.
18 Συναφώς, η SC ισχυρίζεται ότι η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την εγκατάσταση και τη λειτουργία μηχανών πωλήσεως που παράγουν εισοδήματα και όχι τη χρήση και την κατοχή του καταστήματος στο οποίο οι μηχανές αυτές έχουν εγκατασταθεί. Συγκεκριμένα, η σύμβαση δεν περιέχει κανένα περιορισμό σχετικά με τον αριθμό των μηχανών και δεν προβλέπει καμία ειδική θέση στην οποία οι μηχανές αυτές μπορούν να εγκατασταθούν. Μετά την εγκατάστασή τους, οι μηχανές τίθενται, όπως και τα λοιπά στοιχεία που έχουν τοποθετηθεί στους χώρους του καταστήματος, υπό τη φύλαξη ή την κατοχή του κυρίου του ακινήτου, ο οποίος δεσμεύεται να μην παρενοχλήσει τη χρήση τους. Η SC παραμένει κύριος των μηχανών πωλήσεως, αλλά δεν έχει κανέναν έλεγχο όσον αφορά την πρόσβαση σ' αυτές, εκτός όταν πρόκειται να τις ανεφοδιάσει, να τις συντηρήσει και να τις επιδιορθώσει. Συναφώς, η SC ανέφερε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε πρόσβαση στις μηχανές πωλήσεως παρά μόνο κατά τη διάρκεια των ωρών λειτουργίας του καταστήματος.
19 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα διαρκούς εγκατάστασης μιας αυτόματης μηχανής πωλήσεως σε χώρο που ανήκει σε άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο προς μίσθωση υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, παρά μόνον εφόσον συνοδεύεται από δικαίωμα κατοχής και ελέγχου συγκεκριμένου τμήματος του καταστήματος. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η μίσθωση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι η χρηματική αντιπαροχή για ένα τέτοιο δικαίωμα καθορίζεται με βάση τη διάρκειά του.
20 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η σύμβαση συνιστά μίσθωση ακινήτων υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Κατά την κυβέρνηση αυτή, η εγκατάσταση μιας μηχανής πωλήσεως σε ένα τοίχο ή σε ένα συγκεκριμένο χώρο για μακρά περίοδο συνεπάγεται κατοχή της θέσεως στην οποία βρίσκεται η μηχανή, η οποία ασκείται αποκλειομένου κάθε άλλου προσώπου και, επομένως, μπορεί να θεωρηθεί μίσθωση ακινήτων υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
21 Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το γεγονός ότι η μηχανή πωλήσεως μπορεί να μετακινηθεί δεν αποκλείει το να πρόκειται για αποκλειστική κατοχή. Τούτο σημαίνει μόνον ότι η κατοχή τροποποιείται με κοινή συμφωνία. Το δικαίωμα της SC να έχει πρόσβαση στις μηχανές πωλήσεως για να τις συντηρήσει και να τις επιδιορθώσει αρκεί για να επιτευχθεί ο σκοπός της κατοχής. Συγκεκριμένα, τα μη εξαρτώμενα από αίρεση ή απεριόριστα δικαιώματα προσβάσεως δεν συνιστούν αναγκαία συνθήκη του δικαιώματος κατοχής. Το ουσιώδες στοιχείο συνίσταται στο ότι το δικαίωμα προσβάσεως πρέπει να είναι σύμφωνο προς τον σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί η κατοχή.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
22 Πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του κοινοτικού δικαίου και επιβάλλεται επομένως να τους δίδεται κοινοτικός ορισμός (βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-358/97, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-6301, σκέψη 51, και της 16ης Ιανουαρίου 2000, C-315/00, Maierhofer, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).
23 Δεύτερον, οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι οι απαλλαγές αυτές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται για κάθε παροχή υπηρεσιών πραγματοποιούμενη εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 52, και απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-150/99, Stockholm Lindöpark, Συλλογή 2001, σ. Ι-493, σκέψη 25).
24 Όσον αφορά τις απαλλαγές που προβλέπει το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, η διάταξη αυτή δεν ορίζει την έννοια της «μισθώσεως» ούτε παραπέμπει στους αντίστοιχους ορισμούς που υπάρχουν στις νομοθεσίες των κρατών μελών (βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-326/99, «Goed Wonen», Συλλογή 2001, σ. Ι-6831, σκέψη 44).
25 Ωστόσο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, αφενός, το βασικό χαρακτηριστικό της μισθώσεως ακινήτων, υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, είναι ότι παρέχει στον ενδιαφερόμενο, για ορισμένη χρονική διάρκεια και έναντι αντιπαροχής, το δικαίωμα κατοχής ενός ακινήτου ως εάν ήταν κύριος αυτού και αποκλεισμού κάθε άλλου προσώπου από την άσκηση του δικαιώματος αυτού (βλ., στο πνεύμα αυτό, αποφάσεις «Goed Wonen», όπ.π., σκέψη 55, και της 9ης Οκτωβρίου 2001, C-108/99, Cantor Fitzgerald International, Συλλογή 2001, σ. Ι-7257, σκέψη 21).
26 Αφετέρου, για να καθοριστεί ο χαρακτήρας μιας φορολογητέας πράξεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται η επίμαχη πράξη για να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά της στοιχεία (βλ. απόφαση της 2ας Μα_ου 1996, C-231/94, Faaborg-Gelting Linien, Συλλογή 1996, σ. Ι-2395, σκέψη 12, και την προπαρατεθείσα απόφαση Stockholm Lindöpark, σκέψη 26).
27 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με βάση τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η σύμβαση δεν έχει ως αντικείμενο την παθητική διάθεση μιας επιφάνειας ή μιας θέσεως με ταυτόχρονη παροχή στο αντισυμβαλλόμενο του δικαιώματος κατοχής της θέσεως αυτής ως εάν ήταν κύριος και αποκλεισμού κάθε άλλου προσώπου από την άσκηση του δικαιώματος αυτού.
28 Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, πρώτον, η σύμβαση δεν προβλέπει καμία επακριβώς οριοθετημένη επιφάνεια ή θέση για την εγκατάσταση των αυτόματων μηχανών πωλήσεως στο κατάστημα. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τα χαρακτηριστικά της μισθώσεως, η θέση της μηχανής πωλήσεως έχει σημασία μόνο στον βαθμό που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση του μεγαλυτέρου δυνατού αριθμού πωλήσεων. Εφόσον ικανοποιείται το κριτήριο αυτό, κανένα στοιχείο της συμβάσεως δεν αποκλείει τη σε ορισμένο βαθμό δυνατότητα μετακινήσεως των μηχανών κατά τη βούληση του κυρίου του ακινήτου.
29 Δεύτερον, η σύμβαση δεν παρέχει στην SC το δικαίωμα να ελέγχει ή να περιορίζει την πρόσβαση στη θέση στην οποία βρίσκονται οι μηχανές πωλήσεως. Συγκεκριμένα, ναι μεν είναι γεγονός ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση, η SC διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα προσβάσεως στις μηχανές πωλήσεως για να διασφαλίζει τη συντήρησή τους, τον εφοδιασμό τους με τσιγάρα και τη λήψη των μετρητών χρημάτων που αυτές περιέχουν, πλην όμως το δικαίωμα αυτό αφορά μόνο την πρόσβαση στη μηχανή πωλήσεως αυτή καθεαυτήν, ιδίως στον εσωτερικό μηχανισμό της, και όχι την πρόσβαση στο τμήμα της επιφανείας του καταστήματος στο οποίο βρίσκεται η μηχανή. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η SC κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το δικαίωμα αυτό περιορίζεται στις ώρες λειτουργίας του εμπορικού καταστήματος και δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του ακινήτου. Επιπλέον, η ελεύθερη πρόσβαση των τρίτων στις μηχανές πωλήσεως πραγματοποιείται βάσει των πρακτικών κανόνων που επιβάλλει ο κύριος του ακινήτου, ιδίως κατά το ωράριο λειτουργίας του καταστήματος, και όχι εντός των ορίων που καθορίζει η SC.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατοχή ενός τμήματος της επιφανείας ή μιας θέσεως στο εμπορικό κατάστημα δεν συνιστά, σύμφωνα με τη σύμβαση, παρά μόνο ένα μέσο για την εκτέλεση της παροχής που συνιστά το αντικείμενο της συμβάσεως αυτής, το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση της ασκήσεως του δικαιώματος αποκλειστικής πωλήσεως τσιγάρων εντός του καταστήματος μέσω της εγκαταστάσεως και της συντηρήσεως αυτομάτων μηχανών πωλήσεως, με αντιπαροχή την καταβολή ποσοστού επί των κερδών.
31 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν συνιστά μίσθωση ακινήτων, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου παροχή στον κύριο μηχανής πωλήσεως τσιγάρων του δικαιώματος εγκαταστάσεως της εν λόγω μηχανής και διασφαλίσεως της λειτουργίας και της συντηρήσεώς της εντός του καταστήματός του για περίοδο δύο ετών, σε θέση καθοριζόμενη από τον εν λόγω κύριο του ακινήτου, με αντιπαροχή την καταβολή ποσοστού επί των ακαθαρίστων κερδών από τις πωλήσεις τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού εντός του καταστήματός του, χωρίς ωστόσο να παρέχονται στον κύριο της μηχανής πωλήσεως άλλα δικαιώματα κατοχής ή ελέγχου πέραν εκείνων που προβλέφθηκαν ρητώς στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση.
Επί των δικαστικών εξόδων
32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2001 το House of Lords, αποφαίνεται:
Το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά μίσθωση ακινήτων, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου παροχή στον κύριο μηχανής πωλήσεως τσιγάρων του δικαιώματος εγκαταστάσεως της εν λόγω μηχανής και διασφαλίσεως της λειτουργίας και της συντηρήσεώς της εντός του καταστήματός του για περίοδο δύο ετών, σε θέση καθοριζόμενη από τον εν λόγω κύριο του ακινήτου, με αντιπαροχή την καταβολή ποσοστού επί των ακαθαρίστων κερδών από τις πωλήσεις τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού εντός του καταστήματός του, χωρίς ωστόσο να παρέχονται στον κύριο της μηχανής πωλήσεως άλλα δικαιώματα κατοχής ή ελέγχου πέραν εκείνων που προβλέφθηκαν ρητώς στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση.