Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

62001J0437

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 92/12/ΕΟΚ και 92/81/ΕΟΚ - Φόρος επί των λιπαντικών ελαίων - Ειδικός φόρος καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών. - Υπόθεση C-437/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-09861


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-437/01,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και K. Gross, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Aiello, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ φόρο επί των λιπαντικών ελαίων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 76, σ. 1), και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 365, σ. 46),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Jann και A. Rosas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού έλαβε υπόψη την απόφαση να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, τον οποίο προηγουμένως άκουσε,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ φόρο επί των λιπαντικών ελαίων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το ειδικό καθεστώς των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 76, σ. 1) και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται σε πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 365, σ. 46, στο εξής: οδηγία 92/81).

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

2 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81 προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σχετικά με τις απαλλασσόμενες χρήσεις των προϋόντων που υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και με την επιφύλαξη τυχόν άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα κατωτέρω προϋόντα από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης, υπό τους όρους τους οποίους αυτά καθορίζουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και καθαρή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να προλάβουν την φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή ή τις καταχρήσεις:

α) τα πετρελαιοειδή τα οποία χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης».

3 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δδ, της οδηγίας 92/81, τα προϋόντα που περιλαμβάνει ο κωδικός ΣΟ 2710, ήτοι μεταξύ άλλων τα λιπαντικά έλαια, θεωρούνται ως πετρελαιοειδή για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

4 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81 προβλέπει ότι «τα πετρελαιοειδή, εκτός από εκείνα για τα οποία ορίζεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο φόρου στην οδηγία 92/82/ΕΟΚ, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων».

5 Η οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74 (στο εξής: οδηγία 92/82), καθορίζει ένα κατώτατο όριο ειδικού φόρου καταναλώσεως για ορισμένα πετρελαιοειδή. Το άρθρο της 2 απαριθμεί τα πετρελαιοειδή επί των οποίων εφαρμόζεται και στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα λιπαντικά έλαια.

6 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 προβλέπει ότι «τα προϋόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, [ήτοι μεταξύ άλλων τα λιπαντικά έλαια], μπορούν να υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις τηρούν τους κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ, για τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου».

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

7 Βάσει του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, του decreto legislativo 504, με τίτλο «Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penale e amministrative» (ενιαίο κείμενο των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους παραγωγής, καταναλώσεως και τις σχετικές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995 (GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 504), τα προϋόντα που περιλαμβάνονται στον κωδικό ΣΟ 2710 (λιπαντικά έλαια) και που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως που έχει την ίδια τιμή με αυτή που προβλέπεται για το καύσιμο θέρμανσης ή κινητήρων.

8 Το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής:

«Τα λιπαντικά έλαια (κωδικοί ΣΟ 27 10 00 87 έως 27 10 00 98), εκτός από τη φορολογία που προβλέπει το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, υπόκεινται σε φόρο καταναλώσεως, εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων.»

9 Ο συντελεστής του εν λόγω φόρου καταναλώσεως είναι διαφορετικός από τον συντελεστή του ειδικού φόρου καταναλώσεως που προβλέπει το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος 504.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

10 Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η ιταλική νομοθεσία, καθόσον επιβάλλει φόρο καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων που δεν προορίζονται για καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων, δεν είναι συμβατή προς τα άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81 και 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, τα οποία, κατά την Επιτροπή, αποκλείουν οποιαδήποτε τέτοια εθνική νομοθεσία, απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως στις 4 Νοεμβρίου 1998.

11 Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε αρχικά την ύπαρξη των παραβάσεων που προσάπτονταν ούτως στην Ιταλική Δημοκρατία.

12 Η Επιτροπή απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος, στις 12 Νοεμβρίου 1999, αιτιολογημένη γνώμη στην οποία η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε αναγνωρίζοντας «τον αντικειμενικό και βάσιμο χαρακτήρα των παρατηρήσεων του εκτελεστικού κοινοτικού οργάνου (συγκεκριμένα, ο εν λόγω φόρος δεν μπορεί να ενταχθεί, λόγω της ιδιαίτερης δομής του, στις απαλλαγές από τη φορολογία - τις οποίες χορηγεί η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση - για τα έλαια που δεν χρησιμοποιούνται για καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων)».

13 Ως εκ τούτου, η Ιταλική Κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι σκόπευε να συμμορφωθεί το συντομότερο δυνατό προς την αιτιολογημένη γνώμη.

14 Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε στη συνέχεια για καμία τροποποίηση της σχετικής ιταλικής νομοθεσίας, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

Επί της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

15 Κατά την Επιτροπή, η ανάγνωση των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, και 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 92/82 συνεπάγεται ότι τα λιπαντικά έλαια δεν υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως παρά μόνον εφόσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, απαλλάσσονται υποχρεωτικά από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως.

16 Βάσει αυτών, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τα άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81 και 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, επιβάλλοντας φόρο επί της καταναλώσεως των λιπαντικών ελαίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων.

17 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 1999, C-346/97, Braathens (Συλλογή 1999, σ. I-3419), το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αντίθετος προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/81, η οποία προβλέπει την υποχρεωτική απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για τις αεροπορικές μεταφορές, με εξαίρεση τις ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής, οικολογικός φόρος επί των ρυπογόνων εκπομπών που οφείλονταν στις εσωτερικές αεροπορικές μεταφορές κερδοσκοπικού χαρακτήρα στη Σουηδία. Με τη σκέψη 24 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το να επιτραπεί στα κράτη μέλη να πλήξουν με άλλον έμμεσο φόρο τα προϋόντα που, όπως εν προκειμένω, απαλλάσσονται από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/81 θα στερούσε τη διάταξη αυτή κάθε πρακτικού αποτελέσματος και, με τη σκέψη 25 της ίδιας αποφάσεως, είπε ότι κράτος μέλος που έχει επιβάλει τέτοιο φορολογικό βάρος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ευχέρεια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 να διατηρήσει ή να επιβάλει, όσον αφορά τα προϋόντα που υπόκεινται στον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως, εθνικούς φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς.

18 Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο σκοπός της φορολογικής εναρμονίσεως θα καθίστατο κενός περιεχομένου.

19 Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να τηρούν όλους τους κανόνες περί ειδικών φόρων καταναλώσεως ή περί φόρου προστιθεμένης αξίας για τον καθορισμό της φορολογικής βάσεως, τον υπολογισμό, το απαιτητό του φόρου και τον έλεγχο αυτού. Αρκεί οι έμμεσοι φόροι που υπηρετούν ειδικούς σκοπούς να συμφωνούν, ως προς τα σημεία αυτά, προς την όλη οικονομία της μιας ή της άλλης από τις εν λόγω τεχνικές φορολογήσεως, όπως τις έχει οργανώσει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση (αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2000, C-434/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I-1129, σκέψη 27, και της 9ης Μαρτίου 2000, C-437/97, EKW και Wein & Co, Συλλογή 2000, σ. I-1157, σκέψη 47).

20 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο επίδικος φόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνος προς τη γενική οικονομία των οδηγιών περί των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών. Ο φόρος αυτός είναι αντίθετος προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81, καθόσον πλήττει μια κατηγορία προϋόντων που τα κράτη μέλη οφείλουν να απαλλάξουν υποχρεωτικά από τον εναρμονισμένο τον ειδικό φόρο καταναλώσεως. Ο φόρος είναι επίσης αντίθετος προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, στο μέτρο που δεν τηρεί τη γενική οικονομία των κανόνων για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών όσον αφορά τους τρόπους υπολογισμού και τη βάση επιβολής του φόρου. Συγκεκριμένα, ενώ η εφαρμογή του εναρμονισμένου συντελεστή του ειδικού φόρου καταναλώσεως (τρόποι υπολογισμού) σε ένα φορολογητέο εμπόρευμα που απαλλάσσεται του φόρου (βάση επιβολής του φόρου) θα επέφερε μηδενική φορολόγηση, βάσει του ιταλικού συστήματος του φόρου καταναλώσεως η φορολόγηση είναι υψηλή.

21 Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι προσάρμοσε την ιταλική νομοθεσία στο κοινοτικό δίκαιο.

22 Το άρθρο 6 του decreto-legge 452, με τίτλο «Disposizioni urgenti in tema di accise, di gasolio per autotrazione, di smaltimento di oli usati, di giochi e scommesse, nonchι sui rimborsi IVA» (επείγουσες διατάξεις για τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, το πετρέλαιο κινήσεως, τη διάθεση χρησιμοποιημένων ελαίων, τα παίγνια και τα στοιχήματα, καθώς και για τις επιστροφές του φόρου προστιθέμενης αξίας, της 28ης Δεκεμβρίου 2001 (GURI αριθ. 301, της 29ης Δεκεμβρίου 2001, σ. 9, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 452), κατάργησε τον φόρο καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων που προέβλεπε το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος 504.

23 Συναφώς, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο φόρος καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων καταργήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 452.

24 Επισημαίνει, ωστόσο, ότι το άρθρο 7 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος θέσπισε νέο φόρο αποκαλούμενο «εισφορά για την ανακύκλωση και την εξυγίανση του περιβάλλοντος», ο οποίος αφορά τα ίδια λιπαντικά έλαια με αυτά που πλήττονταν από τον φόρο καταναλώσεως και συνίσταται σε άλλης μορφής «παράταση» του καταργηθέντος φόρου καταναλώσεως.

25 Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η εισφορά που θεσπίζει το άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος 452 πλήττει τα ίδια προϋόντα που έπληττε και ο εν λόγω φόρος καταναλώσεως. Επιπλέον, ο συντελεστής του καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνος που προβλεπόταν προηγούμενως για τον φόρο καταναλώσεως.

26 Δεδομένου ότι το νομοθετικό διάταγμα 452 προβλέπει την καταβολή κατ' αποκοπή ποσού για τη νέα αυτή εισφορά, το ποσό αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμοιβή για την υπηρεσία που παρέχουν οι επιχειρήσεις συλλογής, αναγεννήσεως ή διαθέσεως των χρησιμοποιημένων λιπαντικών ελαίων στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αυτού του είδους τα έλαια. Επιπλέον, η εισφορά εισπράττεται με σταθερό συντελεστή που είναι όμοιος τόσο για τα ανακυκλώσιμα χρησιμοποιήμενα έλαια όσο και για τα μη ανακυκλώσιμα.

27 Η Επιτροπή ισχυρίζεται, επίσης, ότι ουδόλως διευκρινίζεται ότι η εν λόγω εισφορά προορίζεται υπέρ επιχειρήσεων ανακυκλώσεως ή διαθέσεως. Συνεπώς, τα έσοδά της εντάσσονται υποχρεωτικά στα έσοδα του προϋπολογισμού του ιταλικού κράτους.

28 Λαμβανομένου υπόψη ότι το αντικείμενο και η ρύθμιση των δύο υποχρεωτικών εισφορών είναι κατ' ουσίαν όμοιες, η Επιτροπή, με το υπόμνημα απαντήσεως, εμμένει στα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής της. Διευκρινίζει, εντούτοις, ότι, εν πάση περιπτώσει, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να αξιολογηθεί η ύπαρξη παραβάσεως είναι η λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη. Εν προκειμένω, η προθεσμία αυτή έληξε στις 12 Ιανουαρίου 2000.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29 Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος 504 προέβλεπε την επιβολή φόρου καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων, εφόσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων.

30 Δυνάμει των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, και 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 92/82, τα λιπαντικά έλαια δεν μπορούν να υποβληθούν σε ειδικό φόρο καταναλώσεως παρά μόνον εφόσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις απαλλάσσονται υποχρεωτικώς από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως.

31 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το να επιτραπεί στα κράτη μέλη να πλήξουν με άλλον έμμεσο φόρο τα προϋόντα που, όπως εν προκειμένω, πρέπει να απαλλαγούν από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/81 θα στερούσε τη διάταξη αυτή κάθε πρακτικού αποτελέσματος (προπαρατεθείσα απόφαση Braathens, σκέψη 24).

32 Η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί για την απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81.

33 Για τα προϋόντα που απαλλάσσονται υποχρεωτικώς από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8, πάραγραφος 1, της οδηγίας 92/81, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν την ευχέρεια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 να διατηρήσουν ή να επιβάλουν εθνικούς φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Braathens, σκέψη 25).

34 Επομένως, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη κατά το μέρος που αφορά το νομοθετικό διάταγμα 504.

35 Όσον αφορά το νομοθετικό διάταγμα 452, το οποίο κατά την άποψη της Επιτροπής δεν έθεσε τέρμα στην παράβαση, καθότι η Ιταλική Δημοκρατία περιορίστηκε κατ' ουσίαν να καταργήσει τυπικά τη επιβάλλουσα τον επίδικο φόρο διάταξη, θεσπίζοντας όμως νέο φόρο με διαφορετική ονομασία, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω διάταγμα θεσπίστηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

36 Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιαζόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2001, C-147/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2387, σκέψη 26, της 4ης Ιουλίου 2002, C-173/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2002, σ. Ι-6129, σκέψη 7, και της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-114/02, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 9).

37 Συνεπώς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, αν το νομοθετικό διάταγμα 452 έθεσε τέρμα στην παράβαση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, με το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος 504, φόρο καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

38 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα η Ιταλική Δημοκρατία η οποία και ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ, κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, με το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του decreto legislativo 504, με τίτλο «Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative» (ενιαίο κείμενο των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους παραγωγής, καταναλώσεως και τις σχετικές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995, τον φόρο καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994.

2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.