Υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01
Territorio Histórico de Álava – Diputación Foral de Álava κ.λπ.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγούμενα από εσωτερικό όργανο κράτους μέλους – Πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού των επενδύσεων – Αποφάσεις κηρύσσουσες καθεστώτα ενισχύσεων ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουσες την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων – Επαγγελματική ένωση – Παραδεκτό – Χαρακτηρισμός των ενισχύσεων ως νέων ή ως υφισταμένων – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της αναλογικότητας»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Διαδικασία – Παρέμβαση – Παραδεκτό – Επανεξέταση μετά από προγενέστερη διάταξη με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η παρέμβαση
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 2)
2. Διαδικασία – Παρέμβαση – Ενδιαφερόμενοι – Αντιπροσωπευτική ένωση που έχει ως σκοπό την προστασία των μελών της – Παραδεκτό σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να επηρεάσουν τα εν λόγω μέλη
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 40, εδ. 2, και 53, εδ. 1)
3. Διαδικασία – Υπόμνημα παρεμβάσεως – Τυπικά στοιχεία του δικογράφου
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 4, εδ. 2)
4. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την ασυμφωνία καθεστώτος ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Προσφυγή επαγγελματικής ενώσεως έχουσας ως σκοπό την προστασία και την εκπροσώπηση των μελών της
(Άρθρο 230, εδ. 4 ΕΚ)
5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παραχώρηση εκ μέρους των δημοσίων αρχών φοροαπαλλαγής σε ορισμένες επιχειρήσεις – Περιλαμβάνεται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Αιτιολογία
(Άρθρα 87 § 2 ΕΚ και 253 ΕΚ)
7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων στο σύνολό του
(Άρθρο 87 ΕΚ)
8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Ενισχύσεις μικρής σημασίας – Ενισχύσεις προσωρινού χαρακτήρα – Στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
9. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα πίστωση φόρου
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
10. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις χορηγούμενες από περιφερειακούς ή τοπικούς φορείς – Περιλαμβάνονται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
11. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ειδικό φορολογικό μέτρο – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Δικαιολόγηση στηριζόμενη στη φύση ή στην οικονομία του φορολογικού συστήματος – Δεν περιλαμβάνεται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
12. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής
(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)
13. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Μέτρα συνεπαγόμενα ουσιαστική τροποποίηση υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων – Δεν περιλαμβάνονται
(Άρθρα 87 ΕΚ καιt 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση ii)
14. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Εξέλιξη της κοινής αγοράς
(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v)
15. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους
(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)
16. Διαδικασία – Παρέμβαση – Αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 3)
17. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διαδικασία έρευνας προγενέστερη της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 659/1999 – Δεν προβλέπονται συναφώς ειδικές προθεσμίες προς ενέργεια – Όρια – Τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου – Υποχρέωση ολοκληρώσεως εντός ευλόγου χρόνου της προκαταρκτικής εξετάσεως που κινείται κατόπιν καταγγελίας
(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)
18. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια
(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)
19. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και κατ’ αμφισβήτηση διαδικασία – Τήρηση ευλόγου προθεσμίας
(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)
20. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Παραβίαση της αρχής αναλογικότητας – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)
1. Το γεγονός ότι του Πρωτοδικείο, με προγενέστερη διάταξή του, επέτρεψε σε τρίτο να παρέμβει υπέρ διαδίκου δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεώς του.
(βλ. σκέψη 81)
2. Η ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως έναντι αντιπροσωπευτικών ενώσεων που έχουν ως σκοπό την προστασία των μελών τους σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να τα επηρεάσουν αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και τον μεγάλο αριθμό ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας.
Δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως απόφασεων της Επιτροπής που κηρύσσουν ορισμένα καθεστώτα φοροαπαλλαγής παράνομα και ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουν την αναζήτηση των συναφώς καταβληθεισών ενισχύσεων επαγγελματική οργάνωση επιπέδου συνομοσπονδίας καλύπτουσα πολλούς τομείς δραστηριοτήτων, αντικείμενο της οποίας είναι η εκπροσώπηση και η προάσπιση των συμφερόντων επιχειρηματιών, ορισμένοι από τους οποίους έχουν όντως λάβει ενισχύσεις χορηγηθείσες δυνάμει των εν λόγω φορολογικών συστημάτων και οι οποίοι, εξάλλου, μετέσχαν στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων.
(βλ. σκέψεις 83-90)
3. Η αίτηση παρεμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων από τον παρεμβαίνοντα ισχυρισμών, πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, όπως και το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να εκδικάσει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί συμπληρωματικές πληροφορίες.
Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, όπως προβλέπεται και για το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται μια αίτηση παρεμβάσεως να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση του προβαλλόμενου με το οικείο δικόγραφο αιτήματος, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.
Δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις αίτηση παρεμβάσεως παραπέμπουσα συνολικά στα δικόγραφα της προσφυγής σε υποθέσεις συνεκδικαζόμενες με αυτήν στο πλαίσιο της οποίας υποβάλλεται η αίτηση παρεμβάσεως όταν δεν προκύπτει από την ίδια την αίτηση παρεμβάσεως, έστω και συνοπτικά ή μόνον κατ’ ουσία, κανένα από τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται.
(βλ. σκέψεις 94-97, 100-101)
4. Μια ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων μπορεί, καταρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά οριστικής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μόνον αν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί ή ορισμένες από αυτές έχουν ατομικό έννομο συμφέρον ή αν η ίδια έχει δικό της συμφέρον.
Μια πράξη δεν μπορεί να αφορά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ατομικά παρά μόνον αν αυτή τo θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τo χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τo εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη. Συναφώς, ναι μεν απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους ενδεχόμενους δικαιούχους του υπό την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, είναι όμως διαφορετική η θέση μιας επιχειρήσεως την οποία η σχετική απόφαση αφορά όχι μόνον ως επιχείρηση που είναι δυνητική δικαιούχος του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά επίσης υπό την ιδιότητα του ουσιαστικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος αυτού και της οποίας την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή. Εξάλλου, όταν η ως άνω απόφαση υποχρεώνει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αναζητήσει από τους δικαιούχους τις επίμαχες ενισχύσεις, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα τις επιχειρήσεις που έλαβαν τέτοια ενίσχυση.
Κατά συνέπεια, μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει δικαστικώς αποφάσεις της Επιτροπής διαπιστώνουσες τον παράνομο χαρακτήρα και το ασυμβίβαστο καθεστώτων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, διατάσσουσες την κατάργησή τους και την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων, μια ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συμφερόντων επιχειρήσεων οι οποίες αποδεικνύεται, έστω και στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας, ότι είναι ουσιαστικοί δικαιούχοι ατομικής ενισχύσεως, χορηγηθείσας δυνάμει των εν λόγω καθεστώτων, και οι οποίες θα μπορούσαν να ασκήσουν οι ίδιες σχετική προσφυγή.
(βλ. σκέψεις 107-118)
5. Η κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις δαπάνες που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.
Μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, έστω και αν δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, ΕΚ.
Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση πιστώσεων φόρου που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων, οι οποίες, παρέχοντας στις δικαιούχες επιχειρήσεις μείωση της φορολογικής τους επιβαρύνσεως ίση προς ένα ποσοστό της δυνάμενης να ληφθεί συναφώς υπόψη επενδύσεως και παρέχοντάς τους με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να μην καταβάλουν το σύνολο του τελικού καταβλητέου φόρου, τις θέτει σε ευνοϊκότερη θέση έναντι των άλλων φορολογουμένων. Συναφώς, το γεγονός ότι οι εν λόγω πιστώσεις φόρου αποσκοπούν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων, ώστε να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα επιπλέον έσοδα, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ένα μέτρο δεν παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής του χαρακτηρισμού του ως κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 124-126,130,184)
6. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι πρόσφορη σε σχέση με τη φύση της οικείας πράξεως, από αυτή δε πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφιβολία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του οικείου μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της κάθε περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά.
Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά ένα καθεστώς ενισχύσεων με μορφή πιστώσεως φόρου περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τα αποτελέσματα των εν λόγω ενισχύσεων επί του εμπορίου και επί του ανταγωνισμού εφόσον διαπιστώνει ότι, επειδή η οικονομία του κράτους μέλους είναι πολύ ανοιχτή προς το εξωτερικό με πολύ μεγάλη τάση προς εξαγωγή της παραγωγής, αυτά τα οικονομικής φύσεως χαρακτηριστικά, αφενός, ενισχύουν τη θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων έναντι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, το οποίο συνεπώς επηρεάζουν, και, αφετέρου, βελτιώνουν την οικονομική αποδοτικότητα των ως άνω δικαιούχων επιχειρήσεων λόγω της αυξήσεως των καθαρών κερδών τους (κέρδος μετά τους φόρους) ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις επιχειρήσεις που δεν δικαιούνται τις επίμαχες πιστώσεις φόρου.
(βλ. σκέψεις 136-138)
7. Όταν οικονομική ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος ή με κρατικούς πόρους καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση, έστω και αν η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση δεν μετέχει η ίδια στις εξαγωγές. Η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει μόνον αν οι οικείες ενισχύσεις μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να αποδεικνύει ότι αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.
Στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του, με τη διευκρίνιση ότι, όταν το οικείο φορολογικό καθεστώς δεν έχει κοινοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο η σχετική αιτιολογία να περιέχει μια προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δεδομένα εκτίμηση των συνεπειών του επί του ανταγωνισμού και επί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.
(βλ. σκέψεις 142-143)
8. Το γεγονός ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, ότι ο αντίκτυπός τους είναι περιορισμένος και στερείται αποφασιστικής σημασίας, ή ακόμη ότι δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω, δεν μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών ενιχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον η νομολογία δεν απαιτεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού ή η απειλή μιας τέτοιας στρεβλώσεως και ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου να είναι αισθητοί ή ουσιώδεις.
(βλ. σκέψη 148)
9. Η ιδιαιτερότητα ενός κρατικού μέτρου, ήτοι ο επιλεκτικός του χαρακτήρας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετάζεται αν το οικείο μέτρο συνεπάγεται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας.
Αποτελούν επιλεκτικό πλεονέκτημα, «υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ φορολογικά καθεστώτα τα οποία παρέχουν πλεονεκτήματα με μορφή πιστώσεως φόρου μόνο στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε υπερβαίνουσες ορισμένο όριο επενδύσεις και που διαθέτουν, επομένως, σημαντικούς οικονομικούς πόρους, αποκλειομένων όλων των άλλων επιχειρήσεων, ακόμα και όταν αυτές προβαίνουν σε επενδύσεις, και τα οποία, εξάλλου και επιπλέον, συνεπάγονται διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει αναλόγως το ποσό ή τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω πλεονεκτημάτων σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των σχεδίων επενδύσεων που υποβάλλονται στην εκτίμησή της.
(βλ. σκέψεις 158-162, 166-168)
10. Το γεγονός ότι κάποιος ενδοκρατικός οργανισμός έχει φορολογική αυτονομία αναγνωριζόμενη και προστατευόμενη από το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους δεν απαλλάσσει τον οργανισμό αυτό από την υποχρέωση να τηρεί τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παραθέτοντας τις ενισχύσεις που χορηγούνται «υπό οποιαδήποτε μορφή από κράτη ή με κρατικούς πόρους», καλύπτει κάθε ενίσχυση χρηματοδοτούμενη από δημόσιους πόρους. Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνουν ενδοκρατικοί οργανισμοί (αποκεντρωμένες διοικητικές αρχές, αρχές ομοσπόνδων κρατών, περιφερειακές ή άλλες αρχές) των κρατών μελών, οποιοδήποτε και αν είναι το νομικό καθεστώς και η ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως και τα μέτρα που λαμβάνουν οι ομοσπονδικές ή κεντρικές αρχές, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της διατάξεως αυτής.
(βλ. σκέψη 178)
11. Στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού ενός κρατικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μπορεί να δικαιολογείται «βάσει της φύσεως ή της οικονομίας του συστήματος». Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, το οικείο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Έτσι, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν θα έχει εφαρμογή σε ένα συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο που δικαιολογείται βάσει της εσωτερικής λογικής του φορολογικού συστήματος –όπως η προοδευτικότητα του φόρου που δικαιολογείται με την αναδιανεμητική λογική αυτού.
Το γεγονός ότι φορολογικά μέτρα στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και έχουν οριζόντιο χαρακτήρα δεν αρκεί ώστε να αναιρείται ο επιλεκτικός τους χαρακτήρας και να μπορεί να θεωρείται ότι αυτά δικαιολογούνται με την εσωτερική λογική του σχετικού φορολογικού συστήματος όταν αυτά παρέχουν πλεονεκτήματα μόνο στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε υπερβαίνουσες ορισμένο όριο επενδύσεις και που διαθέτουν, επομένως, σημαντικούς οικονομικούς πόρους, αποκλειομένων όλων των άλλων επιχειρήσεων, ακόμα και όταν αυτές προβαίνουν σε επενδύσεις. Ομοίως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν τα οικεία μέτρα δεν μπορεί να προβάλλεται ως δικαιολογία ώστε αυτά να μην μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον διαφορετικά θα αρκούσε η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επίκληση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται με τη λήψη μέτρου ενισχύσεως για να μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο, στο οποίο δεν θα έχει εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Όμως, η διάταξη αυτή δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.
(βλ. σκέψεις 179-180, 184-185)
12. Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Επομένως, ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμηση οικονομικών δεδομένων.
Στον τομέα των καθεστώτων ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του.
(βλ. σκέψεις 198-199)
13. Η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασυμβίβαστό τους προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, παρά μόνο μιας αποφάσεως περί ασυμβιβάστου προς την κοινή αγορά που παράγει αποτελέσματα για το μέλλον.
Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ως υφιστάμενες ενισχύσεις νοούνται, μεταξύ άλλων, «όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης».
Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση, υπό την έννοια των διατάξεων αυτών, ένα φορολογικό καθεστώς πιστώσεως φόρου, θεσπισθέν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης εντός του οικείου κράτους μέλους, του οποίου οι διατάξεις εφαρμογής και, κατά συνέπεια, ο κύκλος των δικαιούχων, η βάση επιβολής του φόρου και το σχετικό ποσοστό, καθώς και η διάρκεια, προκύπτει ότι αποτελούν ουσιώδη τροποποίηση προϋπάρχοντος καθεστώτος το οποίο υφίστατο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης.
(βλ. σκέψεις 228-234)
14. Η κατά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, έννοια της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικά κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς.
Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της μόνο βάσει μιας αυστηρότερης εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται μεταβολή της στάσεως της Επιτροπής κατόπιν της θεσπίσεως του οικείου μέτρου, σε σχέση με τα κριτήρια προσδιορισμού της επιλεκτικότητας που αυτή εφάρμοσε κατά την εκτίμηση του μέτρου αυτού έναντι του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, τούτο δεν στοιχειοθετεί «εξέλιξη της κοινής αγοράς» υπό την έννοια το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.
(βλ. σκέψεις 245, 247, 250)
15. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ορίζει ότι, στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία μπορεί να παρατείνεται σε ορισμένες περιπτώσεις, δεόντως δικαιολογημένες, αλλά δεν προβλέπει τη δυνατότητα κάποιου ενδιαφερομένου να υποβάλει νέες παρατηρήσεις στην Επιτροπή με δική του μόνο πρωτοβουλία και μετά την εκπνοή της προς τούτο προβλεπομένης προθεσμίας.
Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη συμπληρωματικές παρατηρήσεις κάποιου ενδιαφερομένου, με την αιτιολογία ότι περιήλθαν σ’ αυτήν μετά τη σχετική προθεσμία και ότι ο εν λόγω ενδιαφερόμενος ουδέποτε ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε ταχθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δεν μπορεί να αποτελεί παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της χρηστής διοικήσεως όταν δεν υφίστανται συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ότι οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις, ακόμα και εκπρόθεσμες, θα λαμβάνονταν υπόψη ακόμα και αν δεν υποβαλλόταν αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας.
Έχει δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε ιδιώτης στον οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ενώ κανείς δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως.
Εξάλλου, μεταξύ των εγγυήσεων που προβλέπει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμοδίου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 αποτελεί την έκφραση των αρχών αυτών στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να ζητούν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως κράτος μέλος και δεν μπορούν να επικαλούνται τόσο εκτεταμένα δικαιώματα όσο τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθαυτά. Οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν μπορούν να επιτρέψουν στον κοινοτικό δικαστή να διευρύνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που παρέχουν στους ενδιαφερομένους, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 259-272)
16. Ναι μεν το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ισχύει στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού, και το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα του παρεμβαίνοντος να προβάλει επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, εντούτοις τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του διαδίκου αυτού.
Παραδεκτώς προβάλλεται αιτίαση εκ μέρους παρεμβαίνοντος η οποία, μολονότι διαφορετική από εκείνες του προσφεύγοντος, συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό καθορίστηκε από τον προσφεύγοντα και, επομένως, δεν έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του πλαισίου της διαφοράς αυτής.
(βλ. σκέψεις 292-294)
17. Η Επιτροπή ναι μεν μέχρι την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δεσμευόταν από κάποια ειδική προθεσμία για να εξετάζει μέτρα ενισχύσεων, όφειλε όμως να φροντίζει να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να σέβεται τη θεμελιώδη απαίτηση της ασφάλειας δικαίου.
Πράγματι, η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να προβαίνει, προς ορθή εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση των κρατικών μέτρων που αποτελούν το αντικείμενο καταγγελίας. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της εξετάσεως μιας καταγγελίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή και την πολυπλοκότητα της υποθέσεως.
Χρονικό διάστημα 38 μηνών από τη στιγμή που η Επιτροπή έλαβε γνώση καθεστώτων ενισχύσεων μέχρις εκείνη της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω καθεστώτα δεν είναι υπερβολικό ώστε να θεωρείται ότι η προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως προσέβαλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου ή, κατ’ ακολουθία, την αρχή της χρηστής διοικήσεως όταν, αφενός, τα επίμαχα μέτρα απαιτούσαν σε βάθος εξέταση της εθνικής νομοθεσίας και, αφετέρου, για τη διάρκεια της διαδικασίας ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, οι εθνικές αρχές, οι οποίες μάλιστα ζήτησαν παρατάσεις της ταχθείσας προθεσμίας για να απαντήσουν σε αιτήματα της Επιτροπής προς παροχή πληροφοριών.
(βλ. σκέψεις 296-309)
18. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε με τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Πράγματι, μια περιφερειακή κρατική αρχή και ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιώνονται ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Εξάλλου, αφού το άρθρο 88 ΕΚ δεν διακρίνει ανάλογα με το αν πρόκειται για καθεστώτα ενισχύσεων ή για ατομικές ενισχύσεις, οι αρχές αυτές ισχύουν και σε περίπτωση καθεστώτων ενισχύσεων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα των δικαιούχων παράνομης ενισχύσεως, λόγω μη κοινοποιήσεώς της, να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες μπορούσαν νομίμως να στηρίξουν την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, προκειμένου να αντιταχθούν στην επιστροφή της.
(βλ. σκέψεις 310-314)
19. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου είτε περί του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως είτε αυτού της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και τα συμφέροντα που έχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Δεν είναι υπερβολικά μακρά μια διαδικασία εξετάσεως συνολικής διάρκειας πέντε ετών και ενός μηνός, εκ των οποίων 38 μήνες για το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και 23 μήνες για την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου της υποθέσεως, της περιπλοκότητας των επίμαχων μέτρων και των διακυβευομένων συμφερόντων, και λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι οι εθνικές αρχές συνέβαλαν, τουλάχιστον εν μέρει, με τη συμπεριφορά τους, στην παράταση της διάρκειας της διαδικασίας εξετάσεως. Η εν λόγω διάρκεια της διαδικασίας δεν αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των ενισχύσεων.
(βλ. σκέψεις 336-342, 347)
20. Η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση μιας κρατικής ενισχύσεως, παρανόμως χορηγηθείσας, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος της χάνει το πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση. Από τα αποτελέσματα της επιστροφής προκύπτει επίσης ότι, κατά κανόνα, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια οσάκις ζητεί από το κράτος μέλος να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, διότι δεν πράττει κάτι διαφορετικό από το να ζητεί την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως.
Ασφαλώς, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και του αναγκαίου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό.
Εντούτοις, η αναζήτηση των παράνομων ενισχύσεων, καθόσον αφορά την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, καταρχήν, ως μέτρο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ένα τέτοιο μέτρο, έστω και αν λαμβάνεται πολύ χρόνο μετά τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων, δεν μπορεί να αποτελεί κύρωση μη προβλεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 372-375)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)
της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)
«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγούμενα από εσωτερικό όργανο κράτους μέλους – Πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού των επενδύσεων – Αποφάσεις κηρύσσουσες καθεστώτα ενισχύσεων ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουσες την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων – Επαγγελματική ένωση – Παραδεκτό – Χαρακτηρισμός των ενισχύσεων ως νέων ή ως υφισταμένων – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της αναλογικότητας»
Στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01,
Territorio Histórico de Álava – Diputación Foral de Álava (Ισπανία),
Comunidad autónoma del País Vasco – Gobierno Vasco (Ισπανία),
εκπροσωπούμενοι, αρχικώς, από τον R. Falcón Tella και, στη συνέχεια, από τους M. Morales Isasi και I. Sáenz-Cortabarría Fernández, δικηγόρους,
προσφεύγοντες στην υπόθεση T-227/01,
υποστηριζόμενοι από την
Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, δικηγόρους,
και από την
Confederación Empresarial Vasca (Confebask), με έδρα το Bilbao (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τους M. Araujo Boyd και R. Sanz και, στη συνέχεια, από τους Araujo Boyd, L. Ortiz Blanco και V. Sopeña Blanco, δικηγόρους,
παρεμβαίνουσες,
Territorio Histórico de Vizcaya – Diputación Foral de Vizcaya (Ισπανία),
Comunidad autónoma del País Vasco − Gobierno Vasco, εκπροσωπούμενοι, αρχικώς, από τον R. Falcón Tella και, στη συνέχεια, από τους M. Morales Isasi και I. Sáenz-Cortabarría Fernández, δικηγόρους,
προσφεύγοντες στην υπόθεση T-228/01,
υποστηριζόμενοι από την
Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, δικηγόρους,
και από την
Confederación Empresarial Vasca (Confebask), με έδρα το Bilbao, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τους M. Araujo Boyd και R. Sanz και, στη συνέχεια, από τους Araujo Boyd, L. Ortiz Blanco και V. Sopeña Blanco, δικηγόρους,
παρεμβαίνουσες,
Territorio Histórico de Guipúzcoa – Diputación Foral de Guipúzcoa (Ισπανία),
Comunidad autónoma del País Vasco − Gobierno Vasco, εκπροσωπούμενοι, αρχικώς, από τον R. Falcón Tella και, στη συνέχεια, από τους M. Morales Isasi και I. Sáenz-Cortabarría Fernández, δικηγόρους,
προσφεύγοντες στην υπόθεση T-229/01,
υποστηριζόμενοι από την
Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, δικηγόρους,
και από την
Confederación Empresarial Vasca (Confebask), με έδρα το Bilbao, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τους M. Araujo Boyd και R. Sanz και, στη συνέχεια, από τους Araujo Boyd, L. Ortiz Blanco και V. Sopeña Blanco, δικηγόρους,
παρεμβαίνουσες,
Confederación Empresarial Vasca (Confebask), με έδρα το Bilbao, εκπροσωπούμενη από τους M. Araujo Boyd, L. Ortiz Blanco και V. Sopeña Blanco, δικηγόρους,
προσφεύγουσα στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, αρχικώς, από τον J. Buendía Sierra και, στη συνέχεια, από τους F. Castillo de la Torre και C. Urraca Caviedes,
καθής,
υποστηριζομένης από την
Comunidad autónoma de La Rioja (Ισπανία), εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τον A. Bretón Rodríguez και, στη συνέχεια, από τους J. Criado Gámez και I. Serrano Blanco, δικηγόρους,
παρεμβαίνουσα,
με αντικείμενο, στις υποθέσεις T-227/01 και T-265/01, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/820/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, για το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Álava υπό μορφή έκπτωσης φόρου 45 % επί των επενδύσεων (ΕΕ 2002, L 296, σ. 1), στις υποθέσεις T-228/01 και T-266/01, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/27/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Vizcaya υπό μορφή έκπτωσης φόρου ίσης με το 45 % των επενδύσεων (ΕΕ 2003, L 17, σ. 1), και, στις υποθέσεις T-229/01 και T-270/01, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/894/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Guipúzcoa υπό μορφή έκπτωσης φόρου ίσης με το 45 % των επενδύσεων (ΕΕ 2002, L 314, σ. 26),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, E. Martins Ribeiro, F. Dehousse (εισηγητή), D. Šváby και K. Jürimäe, δικαστές,
γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2008,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Το νομικό πλαίσιο
I – Η κοινοτική ρύθμιση
1 Το άρθρο 87 ΕΚ ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως.
[…]
3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:
α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση·
[…]
γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον·
[…]».
2 Το άρθρο 88 ΕΚ προβλέπει τα εξής:
«1. Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.
2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.
[…]
3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»
3 Το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
[…]
β) “υφιστάμενη ενίσχυση”:
i) […] όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή συστήματα ενισχύσεων και καθεστώτα ατομικών ενισχύσεων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης·
ii) κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·
[…]
v) κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης·
γ) “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·
[…]
στ) “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου [88], παράγραφος 3, [ΕΚ]·
[…]».
4 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3 του κανονισμού 659/1999 «κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος» και δεν τίθεται σε εφαρμογή «παρά μόνον αφού η Επιτροπή λάβει, ή θεωρηθεί ότι έχει λάβει, απόφαση με την οποία εγκρίνει την εν λόγω ενίσχυση».
5 Όσον αφορά τα μη κοινοποιηθέντα μέτρα, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 ορίζει ότι, «εφόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές». Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι η εξέταση αυτή οδηγεί, ενδεχομένως, στην έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, στον τομέα των παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις προθεσμίες που ισχύουν στον τομέα της προκαταρκτικής εξετάσεως και της επίσημης διαδικασίας έρευνας σε περίπτωση κοινοποιηθείσας ενισχύσεως.
6 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 ορίζει:
«Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]. Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.»
7 Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ 1998, C 384, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις») περιλαμβάνει ιδίως διατάξεις σχετικές με τη διάκριση μεταξύ κρατικών ενισχύσεων και γενικών μέτρων. Τα σημεία 13 και 14 της ανακοινώσεως αυτής προβλέπουν τα ακόλουθα:
«13. Τα φορολογικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλους τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους είναι, καταρχήν, γενικά μέτρα […]. Με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους κλάδους παραγωγής, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις:
– τα μέτρα που σχετίζονται μόνο με τη φορολογική τεχνική […],
– τα μέτρα που επιδιώκουν ένα στόχο γενικής οικονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης της φορολογίας που βαρύνει ορισμένα στοιχεία του κόστους παραγωγής […].
14. Το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς επωφελούνται περισσότερο από άλλες από ορισμένα φορολογικά μέτρα δεν τα εντάσσει κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού για τις κρατικές ενισχύσεις. Έτσι, τα μέτρα που αποσκοπούν στην ελάφρυνση της φορολογίας της εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις έχουν σαφώς σημαντικότερες επιπτώσεις στις βιομηχανίες με υψηλή ένταση εργασίας από ό,τι σε εκείνες με υψηλή ένταση κεφαλαίου, χωρίς να συνιστούν κατ’ ανάγκη κρατικές ενισχύσεις […]».
8 Όσον αφορά τις συνδεόμενες με τις επενδύσεις ενισχύσεις, ο σχετικός ορισμός δίδεται στην υποσημείωση αριθ. 1 του παραρτήματος Ι των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9), όπως τροποποιήθηκαν (ΕΕ 2000, C 258, σ. 5, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), ως ακολούθως:
«Οι φορολογικές ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν επενδυτικές ενισχύσεις όταν η ενίσχυση συνιστά τη φορολογητέα βάση τους. Επιπλέον, στην κατηγορία αυτή μπορεί να ενταχθεί οποιαδήποτε φορολογική ενίσχυση, εάν το ποσό της ενίσχυσης ανταποκρίνεται σε ένα ανώτατο όριο που εκφράζεται ως ποσοστό της επένδυσης […]».
II – Η εθνική ρύθμιση
9 Το ισχύον φορολογικό πλαίσιο στην ισπανική Χώρα των Βάσκων διέπεται από το λεγόμενο καθεστώς οικονομικής διαβουλεύσεως, που προβλέπει ο Ley 12/1981 (ισπανικός νόμος 12/1981), της 13ης Μαΐου 1981, που τροποποιήθηκε με τον Ley 38/1997 (ισπανικό νόμο 38/1997), της 4ης Αυγούστου 1997.
10 Δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, τα «Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya y de Guipúzcoa» της Ισπανίας [«Ιστορικές Περιοχές της Álava, της Vizcaya και της Guipúzcoa», ονομασία που δίδεται στις τρεις ισπανικές επαρχίες που αποτελούν ομού την Αυτόνομη Περιφέρεια της Χώρας των Βάσκων] μπορούν να ορίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ισχύον στις περιοχές τους φορολογικό σύστημα. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους έλαβαν διάφορα μέτρα φορολογικής ελαφρύνσεως, μεταξύ των οποίων τις επίμαχες στις παρούσες προσφυγές πιστώσεις φόρου ύψους 45 %.
Η πίστωση φόρου που θεσπίστηκε με τη φορολογική νομοθεσία του Territorio Histórico de Álava
11 Η έκτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral [περιφερειακού νόμου] αριθ. 22/1994, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, περί εκτελέσεως του προϋπολογισμού του Territorio Histórico de Álava για το 1995 (στο εξής: έκτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava») ορίζει τα ακόλουθα:
«Στις επενδύσεις σε καινουργή ενσώματα σταθερά στοιχεία ενεργητικού, που πραγματοποιούνται μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1995 και 31ης Δεκεμβρίου 1995, οι οποίες υπερβαίνουν τα 2,5 δισεκατομμύρια [ισπανικές πεσέτες, στο εξής: ESP], κατόπιν συμφωνίας της Diputación Foral [περιφερειακής διοικήσεως] de Álava, χορηγείται πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού της επενδύσεως που προσδιόρισε η Diputación Foral de Álava, ισχύουσα για το τελικό καταβλητέο ποσό του φόρου.
Κάθε έκπτωση που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω ανεπαρκούς ύψους του τελικού καταβλητέου ποσού του φόρου μπορεί να μεταφερθεί σε κάποιο από τα εννέα έτη που έπονται εκείνου της λήψεως της σχετικής αποφάσεως της Diputación Foral de Álava.
Η απόφαση αυτή της Diputación Foral de Álava καθορίζει τα χρονικά όρια και τους σχετικούς περιορισμούς σε κάθε περίπτωση.
Τα προβλεπόμενα από την παρούσα διάταξη πλεονεκτήματα είναι ασυμβίβαστα προς κάθε άλλο φορολογικό πλεονέκτημα που συνδέεται με τις ίδιες επενδύσεις.
Η Diputación Foral de Álava καθορίζει επίσης τη διάρκεια της επενδυτικής διαδικασίας η οποία μπορεί να περιλαμβάνει επενδύσεις που πραγματοποιούνται στο προπαρασκευαστικό στάδιο του σχεδίου που αποτελεί τη βάση των επενδύσεων.»
12 Η ισχύς της διατάξεως αυτής παρατάθηκε, για το έτος 1996, με την πέμπτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 33/1995, της 20ής Δεκεμβρίου 1995, όπως τροποποιήθηκε με το σημείο 2.11 της προβλέπουσας την εισαγωγή παρεκκλίσεως από την ισχύουσα ρύθμιση μόνης διατάξεως της Norma Foral αριθ. 24/1996, της 5ης Ιουλίου 1996, η οποία απάλειψε τη μνεία των εννέα ετών που περιλαμβάνεται στο δεύτερο εδάφιο της έκτης συμπληρωματικής διατάξεως της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava. Για το έτος 1997, το μέτρο παρατάθηκε με την έβδομη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 31/1996, της 18ης Δεκεμβρίου 1996.
13 Η πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού των επενδύσεων διατηρήθηκε, με τροποποιημένη μορφή, για τα έτη 1998 και 1999, αντιστοίχως, με την ενδέκατη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 33/1997, της 19ης Δεκεμβρίου 1997, και με την έβδομη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 36/1998, της 17ης Δεκεμβρίου 1998. Οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν ιδίως τα ακόλουθα:
«[…] στις επενδυτικές διαδικασίες οι οποίες υλοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου [1998/1999], που υπερβαίνουν τα 2 500 εκατομμύρια [ESP], χορηγείται πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού της επενδύσεως. Η εν λόγω πίστωση φόρου χορηγείται επί του τελικού καταβλητέου ποσού του φόρου.
[…]
Μπορούν να αποτελούν μέρος της επενδυτικής διαδικασίας οι επενδύσεις οι οποίες, πραγματοποιούμενες στο προπαρασκευαστικό στάδιο του σχεδίου που αποτελεί τη βάση των επενδύσεων έχουν αναγκαία και άμεση σχέση με τη διαδικασία αυτή.
Η χορήγηση της πιστώσεως φόρου την οποία αφορά η παρούσα γενική διάταξη εξαρτάται από την ανακοίνωσή της εκ μέρους του φορολογούμενου στην Diputación Foral de Álava με βάση το υπόδειγμα εντύπου που προβλέπει προς τον σκοπό αυτό η οικονομική υπηρεσία Diputado Foral de Hacienda, Finanzas y Presupuesto.»
14 Η ως άνω πίστωση φόρου δεν παρατάθηκε πλέον για τα μεταγενέστερα του 1999 έτη.
Πιστώσεις φόρου προβλεπόμενες από τη φορολογική νομοθεσία των Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa
15 Η τέταρτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 7/1996 της Vizcaya, της 26ης Δεκεμβρίου 1996, που παρατάθηκε με τη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 4/1998, της 2ας Απριλίου 1998, και, με ανάλογη φρασεολογία, η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 7/1997 της Guipúzcoa, της 22ας Δεκεμβρίου 1997, ορίζουν τα εξής:
«Στις επενδύσεις σε καινουργή ενσώματα σταθερά στοιχεία ενεργητικού, που πραγματοποιούνται μετά την 1η Ιανουαρίου 1997, οι οποίες υπερβαίνουν τα 2 500 εκατομμύρια [ESP], κατόπιν συμφωνίας της Diputación Foral de [Vizcaya/Guipúzcoa], χορηγείται πίστωση φόρου ύψους 45 % του ποσού που καθορίζει η τελευταία, χορηγούμενη επί του τελικού καταβλητέου ποσού του φόρου.
Κάθε έκπτωση που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω ανεπαρκούς ύψους του τελικού καταβλητέου ποσού του φόρου μπορεί να μεταφερθεί σε κάποια από τις χρήσεις οι οποίες περατώνονται εντός των πέντε ετών που έπονται εκείνου της λήψεως της σχετικής αποφάσεως.
Η προθεσμία εφαρμογής της εν λόγω εκπτώσεως μπορεί να αρχίσει να τρέχει, εντός των ορίων της παραγραφής, κατά την πρώτη χρήση στη διάρκεια της οποίας πραγματοποιούνται θετικά αποτελέσματα χρήσεως.
Η συμφωνία περί της οποίας γίνεται λόγος στην πρώτη παράγραφο καθορίζει τις λεπτομέρειες και τους όρους που αφορούν κάθε περίπτωση.
Τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την παρούσα διάταξη είναι ασυμβίβαστα προς κάθε άλλο φορολογικό πλεονέκτημα συνδεόμενο με τις ίδιες επενδύσεις.
Η Diputación Foral de [Vizcaya/Guipúzcoa] καθορίζει επίσης τη διάρκεια του επενδυτικού σχεδίου, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει επενδύσεις που πραγματοποιούνται στο προπαρασκευαστικό στάδιο της επενδυτικής διαδικασίας που αποτελεί τη βάση των επενδύσεων λόγω των οποίων χορηγείται το φορολογικό πλεονέκτημα.»
16 Οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν με τη Norma Foral αριθ. 7/2000, της 19ης Ιουλίου 2000, στο Territorio Histórico de Vizcaya, και με τη Norma Foral αριθ. 3/2000, της 13ης Μαρτίου 2000, στο Territorio Histórico de Guipúzcoa.
Ιστορικό
17 Επ’ ευκαιρία των διαδικασιών οι οποίες κινήθηκαν κατόπιν των καταγγελιών που υποβλήθηκαν τον Ιούνιο του 1996 και τον Οκτώβριο του 1997 κατά της χορηγήσεως, εντός του Territorio Histórico de Álava, πιστώσεως φόρου ύψους 45 % στην Daewoo Electronics Manufacturing España SA (Demesa) και στη Ramondín SA και στη Ramondín Cápsulas SA (Ramondín), η Επιτροπή έλαβε γνώση της υπάρξεως των διατάξεων που προβλέπουν την εν λόγω πίστωση φόρου. Η Επιτροπή μνημονεύει τούτο στην αιτιολογική σκέψη 1 των αποφάσεών της 2002/820/ΕΚ, της 11ης Ιουλίου 2001, για το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Álava υπό μορφή έκπτωσης φόρου 45 % επί των επενδύσεων (ΕΕ 2002, L 296, σ. 1), 2003/27/ΕΚ, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Vizcaya υπό μορφή έκπτωσης φόρου ίσης με το 45 % των επενδύσεων (ΕΕ 2003, L 17, σ. 1), και 2002/894/ΕΚ, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ των επιχειρήσεων της Guipúzcoa υπό μορφή έκπτωσης φόρου ίσης με το 45 % των επενδύσεων (ΕΕ 2002, L 314, σ. 26) (στο εξής, συλλήβδην, προσβαλλόμενες αποφάσεις). Έλαβε επίσης ανεπίσημες πληροφορίες, κατά τις οποίες παρόμοια μέτρα υπήρχαν και στα Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa (αιτιολογική σκέψη 1 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
18 Στις 17 Μαρτίου 1997 η Επιτροπή άκουσε τις απόψεις των εκπροσώπων της κυβερνήσεως της Περιφέρειας La Rioja (Ισπανία) και των κοινωνικών εταίρων της περιφέρειας La Rioja.
19 Με έγγραφα της 15ης Μαρτίου 1999 που απέστειλε στη μόνιμη αντιπροσωπεία του Βασιλείου της Ισπανίας, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες σχετικές με τα μέτρα που είχαν λάβει τα Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa.
20 Με έγγραφα της 13ης Απριλίου και της 17ης Μαΐου 1999 της μόνιμης αντιπροσωπείας τους, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν διαδοχικές παρατάσεις της ταχθείσας προθεσμίας απαντήσεως. Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 1999 οι υπηρεσίες της Επιτροπής αρνήθηκαν μια δεύτερη σχετική παράταση.
21 Με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 1999 της μόνιμης αντιπροσωπείας τους οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν πληροφορίες σχετικές με τις επίμαχες πιστώσεις φόρου.
22 Με έγγραφα της 17ης Αυγούστου 1999 η Επιτροπή πληροφόρησε το Βασίλειο της Ισπανίας περί της αποφάσεώς της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας των τριών καθεστώτων που προβλέπουν τις επίμαχες πιστώσεις φόρου. Κατά των αποφάσεων αυτών περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως [αποφάσεις της Επιτροπής σχετικές με πίστωση φόρου προβλεπόμενη από τη νομοθεσία των Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa (ΕΕ 1999, C 351, σ. 29) και σχετική με πίστωση φόρου προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του Territorio Histórico de Álava (ΕΕ 2000, C 71, σ. 8)] ασκήθηκαν προσφυγές ακυρώσεως, τις οποίες απέρριψε το Πρωτοδικείο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-269/99, T-271/99 και T-272/99, Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4217).
23 Με την απόφασή της περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως όσον αφορά την πίστωση φόρου που προβλέπει η νομοθεσία του Territorio Histórico de Álava, η Επιτροπή ζήτησε μεταξύ άλλων από το Βασίλειο της Ισπανίας να της παράσχει πληροφορίες σχετικές με ενδεχόμενες φορολογικές ενισχύσεις με τη μορφή πιστώσεως φόρου που ίσχυαν μεταξύ 1986 και 1994, με τις αποφάσεις περί χορηγήσεως ενισχύσεων μεταξύ 1995 και 1997 και με τις ανακοινώσεις των ενδιαφερομένων που είχαν συνταχθεί σύμφωνα με το επίσημο υπόδειγμα για την περίοδο από το 1998 έως το 1999. Ζήτησε συναφώς να προσδιοριστεί τουλάχιστον η φύση των επενδυτικών δαπανών που δικαιολογούσαν τη χορήγηση ενισχύσεως, το ποσό της πιστώσεως φόρου κάθε δικαιούχου, οι ενισχύσεις που καταβάλλονταν σε κάθε δικαιούχο και το υπόλοιπο απομένον καταβλητέο ποσό, το αν ενδεχομένως οι δικαιούχες επιχειρήσεις ήταν προβληματικές, οπότε ενέπιπταν στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, καθώς και διευκρινίσεις σε περίπτωση σωρεύσεως (ποσό, ύψος επιλέξιμων δαπανών, ενδεχομένως εφαρμοζόμενα καθεστώτα ενισχύσεων, κ.λπ.) και τον ακριβή και λεπτομερή ορισμό των όρων «επένδυση» και «επενδύσεις στο προπαρασκευαστικό στάδιο».
24 Με έγγραφα της μόνιμης αντιπροσωπείας τους της 9ης Νοεμβρίου 1999, που πρωτοκολλήθηκαν στις 12 Νοεμβρίου 1999, οι ισπανικές αρχές κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους, κατά τις οποίες δεν επρόκειτο για κρατικές ενισχύσεις, εκτιμώντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να προσκομιστούν πληροφορίες σχετικές με τις αποφάσεις περί χορηγήσεως των πιστώσεων φόρου που είχε ζητήσει η Επιτροπή με τις αποφάσεις της περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
25 Κατόπιν της δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), τον Ιανουάριο του 2000 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων όσον αφορά τα μέτρα που είχαν λάβει τα Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa και τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2000 όσον αφορά το Territorio Histórico de Álava.
26 Με έγγραφα της 1ης Μαρτίου 2000 σχετικά με τα Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa και με έγγραφο της 18ης Μαΐου 2000 όσον αφορά το Territorio Histórico de Álava, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στο Βασίλειο της Ισπανίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να τις σχολιάσει. Οι ισπανικές αρχές, μολονότι υπέβαλαν αίτημα παρατάσεως κατά 20 ημέρες της σχετικής προθεσμίας απαντήσεως, δεν κατέθεσαν παρατηρήσεις.
Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις
27 Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή χαρακτήρισε κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά τις πιστώσεις φόρου ύψους 45 % επενδύσεων που θέσπισαν τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa.
28 Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου αποτελούν κρατικές ενισχύσεις. Εκθέτει ότι αυτές παρέχουν στους δικαιούχους ένα πλεονέκτημα, που συνίσταται σε ελάφρυνση των δαπανών που βαρύνουν κανονικά τον προϋπολογισμό τους και συνεπάγονται για την εμπλεκόμενη δημόσια αρχή απώλεια φορολογικών εσόδων. Το πλεονέκτημα αυτό θίγει τον ανταγωνισμό και νοθεύει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Οι επίμαχες πιστώσεις φόρου έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα, διότι ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις που υπερβαίνουν το όριο των 2,5 δισεκατομμυρίων ESP. Επικουρικώς, ο εν λόγω ειδικός χαρακτήρας προκύπτει επίσης από την ύπαρξη διακριτικής εξουσίας των φορολογικών αρχών κατά την εφαρμογή των εν λόγω καθεστώτων και από το περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του ποσού των επενδύσεων και της επενδυτικής διαδικασίας, ελλείψει συγκεκριμένου ορισμού των εννοιών αυτών. Η Επιτροπή προσθέτει ότι με τις πιστώσεις φόρου επιδιώκεται σκοπός οικονομικής πολιτικής που δεν είναι εγγενής προς το επίμαχο φορολογικό σύστημα και δεν δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του ισπανικού φορολογικού συστήματος.
29 Δεύτερον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι πιστώσεις φόρου αποτελούν παράνομες ενισχύσεις. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να ισχύσει συναφώς ο κανόνας de minimis (αμελητέας σημασίας) και ότι δεν πρόκειται για υφιστάμενες ενισχύσεις. Απορρίπτει επίσης το επιχείρημα που αντλείται από προσβολή των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου, διότι πρόκειται για μη κοινοποιηθείσες νέες ενισχύσεις και θεωρεί ότι δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση η οποία να δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες περί της νομιμότητας και της συμφωνίας των επίμαχων ενισχύσεων προς το κοινοτικό δίκαιο.
30 Τρίτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων είναι ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά. Πράγματι, κατ’ αυτήν, οι πιστώσεις φόρου φαίνεται ότι πληρούν, τουλάχιστον μερικώς, τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), διότι, αφενός, έχουν ως βάση υπολογισμού τις επενδυτικές δαπάνες και, αφετέρου, καταβάλλονται μέχρι ποσού 45 % της επενδύσεως. Πάντως, δεν μπορούν να καλυφθούν από τις περιφερειακές παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa δεν μπορούν να υπαχθούν στην παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ λόγω του υψηλότατου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ανά κάτοικο. Ακόμη, οι επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορούν να επιτραπούν βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, διότι η έκταση των πιστώσεων φόρου υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στους διαδοχικούς πίνακες περιφερειακών ενισχύσεων. Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις μπορούν να αφορούν επενδύσεις αντικαταστάσεως στοιχείων ενεργητικού, καθώς και έξοδα συνδεόμενα με την «επενδυτική διαδικασία» ή τις «επενδύσεις στο προπαρασκευαστικό στάδιο». Όμως, ελλείψει συγκεκριμένου ορισμού των εκφράσεων αυτών, δεν μπορεί να αποκλείεται να περιλαμβάνονται στις επίμαχες ενισχύσεις έξοδα που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επενδυτικές δαπάνες κατ’ εφαρμογήν των κοινοτικών κανόνων που ισχύουν στον τομέα αυτό.
31 Εξάλλου, οι ενισχύσεις για επενδυτικές δαπάνες οι οποίες δεν καλύπτονται από τον ορισμό που δίδει το κοινοτικό δίκαιο μπορούν να θεωρηθούν ως λειτουργικές ενισχύσεις, οι οποίες καταρχήν απαγορεύονται. Η Επιτροπή θεωρεί συναφώς ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνει δεκτή κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ. Σημειώνει επιπλέον ότι, όταν δεν υφίστανται περιορισμοί ανά τομέα, οι πιστώσεις φόρου ύψους 45 % ενδέχεται να μην είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες ανά τομέα δραστηριοτήτων. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορούν να υπαχθούν σε άλλες παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 87 ΕΚ και ότι, επομένως, είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.
32 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε, με το άρθρο 1 των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ότι οι επίμαχες Normas Forales αποτελούν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις, τις οποίες παρανόμως έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο της Ισπανίας στις επαρχίες της Álava, της Vizcaya και της Guipúzcoa.
33 Το άρθρο 2 των προσβαλλόμενων αποφάσεων προβλέπει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποχρεούται να καταργήσει το καθεστώς ενισχύσεων περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 1 καθόσον το καθεστώς αυτό ισχύει ακόμη.
34 Το άρθρο 3 των προσβαλλόμενων αποφάσεων προβλέπει την ανάκτηση (αναζήτηση) των ενισχύσεων ως ακολούθως:
«1. [το Βασίλειο της] Ισπανία[ς] λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των αναφερόμενων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα στους δικαιούχους.
[Το Βασίλειο της] Ισπανία[ς] υποχρεούται να καταργήσει όλες τις καταβολές εκκρεμών ενισχύσεων.
2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.»
35 Το άρθρο 4 των προσβαλλόμενων αποφάσεων ορίζει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής. Το άρθρο 5 της αποφάσεως 2002/820 ορίζει περαιτέρω ότι αυτή δεν αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Demesa και στη Ramondín. Το άρθρο 5 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894 και το άρθρο 6 της αποφάσεως 2002/820 ορίζουν ειδικότερα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απευθύνονται στο Βασίλειο της Ισπανίας.
36 Στο πλαίσιο προσφυγής της Επιτροπής, το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση του Βασιλείου της Ισπανίας λόγω μη εκτελέσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-485/03 έως C-490/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. I-11887).
Διαδικασία
37 Με τρία δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Σεπτεμβρίου 2001, τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa και η Comunidad autónoma del País Vasco – Gobierno Vasco [Αυτόνομη Περιφέρεια της Χώρας των Βάσκων – Βασκική Κυβέρνηση] άσκησαν τις προσφυγές στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01.
38 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Οκτωβρίου 2001, η Confederación Empresarial Vasca (Confebask) [συνομοσπονδία βασκικών επιχειρήσεων] άσκησε τις προσφυγές στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01.
39 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Δεκεμβρίου 2001, η Comunidad autónoma de La Rioja [Αυτόνομη Περιφέρεια της La Rioja] ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία όσον αφορά τις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υπέρ της Επιτροπής.
40 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Ιανουαρίου 2002, το Círculo de Empresarios Vascos [ένωση βασκικών επιχειρήσεων], η Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava [εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο της Álava] και τα Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία όσον αφορά την προσφυγή στην υπόθεση T-227/01 υπέρ των προσφευγόντων· το Círculo de Empresarios Vascos, η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya καθώς και τα Territorios Históricos de Álava και de Guipúzcoa ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία όσον αφορά την προσφυγή στην υπόθεση T-228/01 υπέρ των προσφευγόντων· το Círculo de Empresarios Vascos, η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa και τα Territorios Históricos de Álava και de Vizcaya ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία όσον αφορά την προσφυγή στην υπόθεση T-229/01 υπέρ των προσφευγόντων.
41 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου 2002 η Confebask ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία όσον αφορά τις προσφυγές στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υπέρ των προσφευγόντων.
42 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιανουαρίου 2002 η Comunidad autónoma de La Rioja ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία όσον αφορά τις προσφυγές στις υποθέσεις T-265/01 έως T-270/01 υπέρ της Επιτροπής.
43 Με διατάξεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία σε καθεμία από τις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-127/99, T-129/99 και T-148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-1275, στο εξής: απόφαση Demesa), και T-92/00 και T-103/00, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1385, στο εξής: απόφαση Ramondín). Με τις δύο αυτές αποφάσεις το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί των προσφυγών κατά δύο αποφάσεων της Επιτροπής, με τις οποίες η τελευταία χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά τη χορήγηση στην Demesa και στη Ramondín φορολογικών πλεονεκτημάτων εντός του Territorio Historíco de Álava [απόφαση 199/718/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 1999, σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία στην εταιρεία Demesa (ΕΕ L 292, σ. 1), και απόφαση 2000/795/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία η Ισπανία σχεδιάζει να εφαρμόσει υπέρ της Ramondín SA και της Ramondín Capsulas SA (ΕΕ 2000, L 318, σ. 36)].
44 Επειδή μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα και οι παρούσες υποθέσεις ανατέθηκαν στο πέμπτο πενταμελές τμήμα.
45 Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-10609), και C-186/02 P και C-188/02 P, Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-10653), απέρριψαν τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων Demesa και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω.
46 Στις 10 Ιανουαρίου 2005, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) ερώτησε τους διαδίκους σχετικά με την άποψή τους επί των συνεπειών που θα μπορούσαν να έχουν οι αποφάσεις Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής και Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, για τις υπό κρίση προσφυγές.
47 Με υπόμνημα της 3ης Φεβρουαρίου 2005, αφού εξέθεσαν τις απόψεις τους επί των αποφάσεων αυτών, οι προσφεύγοντες ενέμειναν στις προσφυγές τους.
48 Τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa και η Comunidad autonóma del País Vasco παραιτήθηκαν ωστόσο από τους δύο πρώτους λόγους των προσφυγών τους στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01.
49 Με διατάξεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2005 ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου (πέμπτο πενταμελές τμήμα) επέτρεψε την παρέμβαση της Confebask στη διαδικασία όσον αφορά τις προσφυγές στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υπέρ των προσφευγόντων. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε τα υπομνήματά της, οι δε προσφεύγοντες δεν διατύπωσαν ιδιαίτερες παρατηρήσεις συναφώς και η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της εμπροθέσμως.
50 Με διατάξεις της 9ης και της 10ης Ιανουαρίου 2006, ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Comunidad autónoma de La Rioja υπέρ της Επιτροπής στις διαδικασίες όσον αφορά, αντιστοίχως, τις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, αφενός, και T-227/01 έως T-229/01, αφετέρου. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε τα υπομνήματά της. Η προσφεύγουσα στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01 κατέθεσε τις παρατηρήσεις της. Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 δήλωσαν ότι δεν έχουν να καταθέσουν παρατηρήσεις. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις.
51 Με διατάξεις της 10ης Ιανουαρίου 2006 ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, de Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya και de Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, αντιστοίχως στις υποθέσεις T-227/01, T-228/01 και T-229/01, αλλά απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως του Círculo de Empresarios Vascos καθώς και εκείνη των Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa. Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν το υπόμνημά τους. Οι προσφεύγοντες δεν διατύπωσαν ιδιαίτερες παρατηρήσεις συναφώς και η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της εμπροθέσμως.
52 Στις 27 Απριλίου 2006 οι διάδικοι κλήθηκαν να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενώσεως και συνεκδικάσεως των προσφυγών στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και, ενδεχομένως, προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Οι υποθέσεις αυτές ενώθηκαν με διάταξη του προέδρου του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
53 Στις 14 Φεβρουαρίου 2007, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους προσφεύγοντες, σε καθεμία από τις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01, ορισμένες πληροφορίες όσον αφορά τους δικαιούχους των επίμαχων φορολογικών καθεστώτων.
54 Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2007 η Confebask ζήτησε την αναθεώρηση του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας. Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 απάντησαν, με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2007, ότι διερωτώντο επί της σκοπιμότητας του εν λόγω μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.
55 Στις 2 Απριλίου 2007 το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 14ης Φεβρουαρίου 2007, καλώντας τους προσφεύγοντες σε καθεμία από τις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 να της παράσχουν τις πληροφορίες που ζήτησε. Οι προσφεύγοντες απάντησαν με έγγραφα της 23ης Απριλίου 2007.
56 Στις 31 Ιουλίου 2007, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο απηύθυνε στους διαδίκους ορισμένες ερωτήσεις στις οποίες αυτοί απάντησαν τον Οκτώβριο του 2007.
57 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιανουαρίου 2008.
58 Κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Πρωτοδικείο έταξε στους διαδίκους προθεσμία μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 2008 προκειμένου να παράσχουν ορισμένες πληροφορίες όσον αφορά τους δικαιούχους των επίμαχων μέτρων, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.
59 Κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία.
60 Με έγγραφα της 24ης Ιανουαρίου 2008, όσον αφορά το Territorio Histórico de Vizcaya, και της 28ης Ιανουαρίου 2008, όσον αφορά τα Territorios Históricos de Álava και de Guipúzcoa, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν έγγραφα σχετικά με τις πληροφορίες που είχε ζητήσει το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η Confebask απάντησε με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2008. Η Επιτροπή, μετά από παράταση της ταχθείσας από το Πρωτοδικείο προθεσμίας, κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των προσκομισθέντων εγγράφων.
61 Ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος περάτωσε την προφορική διαδικασία στις 12 Μαρτίου 2008. Οι διάδικοι ενημερώθηκαν σχετικά με έγγραφα της 14ης Μαρτίου 2008.
62 Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι επιβάλλεται η συνεκδίκαση των προσφυγών στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 προς έκδοση κοινής αποφάσεως, αφού οι διάδικοι ανέπτυξαν την άποψή τους επ’ αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.
63 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επανέλαβαν το αίτημά τους προς το Πρωτοδικείο να καλέσει την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Το Πρωτοδικείο κρίνει, ωστόσο, ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας.
Αιτήματα των διαδίκων
I – Στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
64 Τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa και η Comunidad autónoma del País Vasco, προσφεύγοντες, ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·
– επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 3 των προσβαλλόμενων αποφάσεων·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
65 Η Confebask, παρεμβαίνουσα υπέρ των προσφευγόντων στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
66 Η Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya και η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, παρεμβαίνουσες υπέρ των προσφευγόντων αντιστοίχως στις υποθέσεις T-227/01, T-228/01 και T-229/01, ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις αντιστοίχως σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές ή, επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 3 αυτών·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
67 Η Επιτροπή και η Comunidad autónoma de La Rioja, που παρεμβαίνει υπέρ αυτής, ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να απορρίψει τις προσφυγές που άσκησαν τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa ως αβάσιμες·
– να κηρύξει τις προσφυγές που άσκησε η Comunidad autónoma del País Vasco απαράδεκτες ή, επικουρικώς, να τις απορρίψει ως αβάσιμες·
– να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.
II – Στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
68 Η Confebask, προσφεύγουσα, ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·
– επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 των προσβαλλόμενων αποφάσεων·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
69 Η Επιτροπή και η Comunidad autónoma de La Rioja, που παρεμβαίνει υπέρ αυτής, ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να κηρύξει τις προσφυγές απαράδεκτες·
– επικουρικώς, να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
Σκεπτικό
I – Επί του παραδεκτού των προσφυγών
70 Πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό, πρώτον, των προσφυγών στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 και, δεύτερον, των προσφυγών που άσκησε η Confebask στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01.
Επί του παραδεκτού των προσφυγών στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
71 Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως και, δεύτερον, το παραδεκτό της παρεμβάσεως της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01.
1. Επί του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
Επιχειρήματα των διαδίκων
72 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου υπό την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, φρονεί ότι η Comunidad autónoma del País Vasco δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01. Από το γεγονός ότι αυτή ασκούσε «αρμοδιότητες στον τομέα του συντονισμού και της εναρμονίσεως επί φορολογικών θεμάτων μεταξύ των Territorios Históricos» δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις την αφορούν άμεσα και ατομικά. Πράγματι, τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων θεσπίστηκαν αποκλειστικά από τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa. Επικαλείται συναφώς τις σκέψεις 54 και 55 της αποφάσεως Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω.
73 Η Επιτροπή δέχεται, εντούτοις, ότι οι προαναφερθείσες προσφυγές είναι παραδεκτές, καθόσον ασκήθηκαν από κοινού από τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa, που έχουν, κατ’ αυτήν, σχετική ενεργητική νομιμοποίηση.
74 Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υποστηρίζουν ότι οι προσφυγές τους είναι παραδεκτές.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
75 Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες, ήτοι τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa, καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco, δεν είναι αποδέκτες των προσβαλλόμενων αποφάσεων.
76 Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται το παραδεκτό των προσφυγών των Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa. Πράγματι, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία θεσπίστηκαν από τις ως άνω περιφερειακές αρχές. Επιπλέον, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εμποδίζουν τις ως άνω αρχές να ασκήσουν, όπως επιθυμούν, τις πρωτογενείς αρμοδιότητές τους δυνάμει του ισπανικού δικαίου (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψεις 29 και 30· Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 50, και της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-346/99 έως T-348/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4259, σκέψη 37). Επομένως, οι προσφυγές είναι παραδεκτές καθόσον αφορά τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa.
77 Όσον αφορά καθεμία από τις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, δεδομένου ότι πρόκειται για μία και μόνη προσφυγή, δεν χρειάζεται να εξετασθεί η νομιμοποίηση της Comunidad autónoma del País Vasco (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 31· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-374/94, T-375/94, T-384/94 και T-388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3141, σκέψη 61).
78 Επομένως, οι προσφυγές ακυρώσεως στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 είναι παραδεκτές.
2. Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως της Confebask
79 Κατά την προφορική διαδικασία η Επιτροπή υποστήριξε ότι, καθόσον η προσφυγή των κυρίων διαδίκων αφορά μόνον την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων και η αναζήτηση αυτή δεν αφορά κανένα από τα μέλη της Confebask, η Confebask δεν μπορεί να παρέμβει παραδεκτώς.
80 Κατόπιν ερωτήσεων που τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Confebask προσκόμισε ορισμένα έγγραφα. Προσκόμισε και ένα έγγραφο του γενικού διευθυντή της δημόσιας υπηρεσίας οικονομικών (Director General de Hacienda) καθενός από τα τρία Territorios Históricos, που βεβαιώνει ότι ορισμένες επιχειρήσεις είχαν τύχει των επίμαχων πιστώσεων φόρου. Τα έγγραφα αυτά βεβαιώνουν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν τις εν λόγω επιχειρήσεις και, ειδικότερα, ότι τις αφορά το άρθρο 3 των αποφάσεων αυτών, το οποίο διατάσσει την αναζήτηση των ενισχύσεων. Μια βεβαίωση, την οποία υπογράφουν ο γενικός γραμματέας και ο πρόεδρος της Confebask, πιστοποιεί επιπλέον την ιδιότητα του μέλους της Confebask καθεμιάς των επιχειρήσεων αυτών κατά τον χρόνο της υποβολής των αιτήσεων παρεμβάσεως.
81 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2005 του προέδρου του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου, με την οποία επετράπη στην Confebask να παρέμβει στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεως στο πλαίσιο της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4287, σκέψη 52).
82 Δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται επί του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, το δικαίωμα παρεμβάσεως ανήκει σε κάθε πρόσωπο που δικαιολογεί την ύπαρξη συμφέροντος από την επίλυση της διαφοράς.
83 Κατά πάγια νομολογία, επιτρέπεται η παρέμβαση αντιπροσωπευτικών ενώσεων που έχουν ως σκοπό την προστασία των μελών τους σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να τα επηρεάσουν [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1997, C-151/97 P(I) και C-157/97 P(I), National Power και PowerGen, Συλλογή 1997, σ. I-3491, σκέψη 66, και της 28ης Σεπτεμβρίου 1998, C-151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-5441, σκέψη 6· διάταξη του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 19ης Απριλίου 2007, T-24/06, MAAB κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 10].
84 Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως έναντι των ενώσεων σκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και τον μεγάλο αριθμό ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας (διάταξη National Power και PowerGen, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 66· διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουλίου 2004, T-20l/04 R, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2977, σκέψη 38).
85 Εν προκειμένω, η Confebask είναι μια συνομοσπονδία επαγγελματικών οργανώσεων καλύπτουσα πολλούς τομείς δραστηριοτήτων, με αντικείμενο την εκπροσώπηση, τον συντονισμό, την πληροφόρηση και την προάσπιση των γενικών και κοινών συμφερόντων των επιχειρηματιών των σχετικών οργανώσεων της ισπανικής Χώρας των Βάσκων που είναι μέλη της. Έχει ιδίως ως αντικείμενο την εκπροσώπηση και την προάσπιση των συμφερόντων των βασκικών επιχειρήσεων έναντι της δημοσίας διοικήσεως και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων.
86 Δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική οργάνωση των επιχειρήσεων της ισπανικής Χώρας των Βάσκων.
87 Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας έγγραφα, ορισμένες επιχειρήσεις, που ήταν μέλη της Confebask όταν αυτή υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως, είχαν λάβει ενισχύσεις βάσει των επίμαχων φορολογικών καθεστώτων.
88 Επομένως, τα συμφέροντα των επιχειρήσεων αυτών, μελών της Confebask αλλά και ουσιαστικών δικαιούχων των επίμαχων φορολογικών μέτρων, μπορούν να επηρεαστούν από την έκβαση των υπό κρίση προσφυγών.
89 Ακόμη, η Confebask μετέσχε στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των τελικών προσβαλλόμενων αποφάσεων.
90 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Confebask δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς επίλυση της διαφοράς και ότι η παρέμβασή της υπέρ των προσφευγόντων είναι παραδεκτή.
Επί του παραδεκτού του υπομνήματος παρεμβάσεως της Confebask
Επιχειρήματα των διαδίκων
91 Η Επιτροπή φρονεί ότι τα υπομνήματα παρεμβάσεως της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 δεν περιλαμβάνουν καμία νομική επιχειρηματολογία, καθόσον παραπέμπουν απλώς στα παραρτήματα. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι τα υπομνήματα αυτά δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.
92 Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο κρίνει συνολικώς παραδεκτά τα υπομνήματα παρεμβάσεως της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πολλοί από τους λόγους που επικαλείται η Confebask, ως παρεμβαίνουσα, είναι απαράδεκτοι, καθόσον μεταβάλλουν το πλαίσιο της διαφοράς το οποίο ορίζουν τα δικόγραφα της προσφυγής στις υποθέσεις αυτές.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
93 Το άρθρο 116, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα ακόλουθα:
«[…]
Το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει:
α) τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η μερική ή ολική απόρριψή τους·
β) τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων·
γ) ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.»
94 Κατά πάγια νομολογία όσον αφορά το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, που ισχύει κατ’ αναλογία όσον αφορά το υπόμνημα παρεμβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-171/02, Regione autónoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2123, σκέψη 186), η συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να εκδικάσει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί συμπληρωματικές πληροφορίες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5527, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
95 Εξάλλου, για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για το παραδεκτό μιας προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου (βλ. απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, από αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία, δυνάμει των προμνημονευθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1999, T-154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-1703, σκέψη 49). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 57, και της 11ης Ιουλίου 2007, T-167/04, Asklepios Kliniken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2379, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψεις 97 έως 99).
96 Εν προκειμένω, με τα υπομνήματά της παρεμβάσεως στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, η Confebask εκθέτει ότι παρεμβαίνει υπέρ των προσφευγόντων σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές. Ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Θεωρεί σκόπιμο, «για να εξοικονομήσει το Πρωτοδικείο χρόνο και μεταφραστικούς πόρους», να παραπέμψει στα δικόγραφα της προσφυγής τα οποία κατέθεσε, αντιστοίχως, στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, που συνάπτονται ως παραρτήματα των υπομνημάτων της παρεμβάσεως. Με αυτά η Confebask υποβάλλει, εξάλλου, παρατηρήσεις σχετικές με την προσβολή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
97 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πλην του επιχειρήματος περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κανένα πραγματικό ή νομικό ουσιώδες στοιχείο δεν προκύπτει από τα υπομνήματα παρεμβάσεως καθαυτά, ακόμα και συνοπτικώς ή κατ’ ουσίαν.
98 Επιπλέον, οι υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01, μολονότι ενώθηκαν στις 13 Ιουλίου 2006, ήτοι ύστερα από την παρέμβαση της Confebask, διατηρούν την αυτοτέλειά τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-4717, σκέψη 66, και απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 71).
99 Τέλος, τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa και η Comunidad autónoma del País Vasco, προσφεύγοντες διάδικοι στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, και η Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya καθώς και η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa (στο εξής, συλλήβδην, Cámaras Oficiales de Comercio e Industria), παρεμβαίνοντες διάδικοι στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, δεν είναι διάδικοι στις προσφυγές T-265/01, T-266/01 και T-270/01, στις οποίες παραπέμπει η Confebask. Όμως, η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων που φέρεται ότι προτείνονται μέσω παραπομπής στα δικόγραφα άλλης υποθέσεως (απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 67).
100 Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνολική παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, ακόμα και αν αυτά συνάπτονται στα υπομνήματα παρεμβάσεως, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να περιλαμβάνει το υπόμνημα παρεμβάσεως.
101 Επομένως, τα υπομνήματα παρεμβάσεως της Confebask είναι απαράδεκτα καθόσον παραπέμπουν στα δικόγραφα της προσφυγής στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01 και είναι παραδεκτά καθόσον με αυτά γίνεται επίκληση προσβολής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επομένως, παρέλκει να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του ισχυρισμού τον οποίο προβάλλει επικουρικώς η Επιτροπή, κατά τον οποίο πολλοί από τους λόγους που επικαλείται η Confebask είναι απαράδεκτοι, διότι μεταβάλλουν το πλαίσιο της διαφοράς που ορίζουν τα δικόγραφα της προσφυγής.
Επί του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως της Confebask στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
102 Η Επιτροπή και η Comunidad autónoma de La Rioja, χωρίς να προβάλλουν ρητά ένσταση απαραδέκτου υπό την έννοια του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, υποστηρίζουν ότι οι προσφυγές της Confebask είναι απαράδεκτες. Κατ’ αυτές, μια επιχείρηση δεν μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά αποφάσεως περί ασυμβιβάστου προς την κοινή αγορά ενός καθεστώτος ενισχύσεων του οποίοι οι δικαιούχοι δεν προσδιορίζονται ατομικά, αλλά γενικά και αφηρημένα. Κατά συνέπεια, η Confebask δεν μπορεί να στηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή της στο γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν άμεσα και ατομικά τις επιχειρήσεις που εκπροσωπεί. Εξάλλου, η Confebask δεν επικαλείται ίδιο έννομο συμφέρον. Τέλος, η παρέμβαση της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 ανταποκρίνεται προς την ανάγκη της οικονομίας της διαδικασίας που δικαιολογεί την αναγνώριση δικαιώματος προσφυγής σε ενώσεις.
103 Η Confebask θεωρεί αντιθέτως ότι έχει ενεργητική νομιμοποίηση. Σημειώνει ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα επιχειρήσεων οι οποίες μπορούν και οι ίδιες να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή, καθόσον υπάγονται στα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα, οπότε, για τον λόγο αυτόν, ενδέχεται να υποχρεωθούν να επιστρέψουν τη χορηγηθείσα ενίσχυση.
104 Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Confebask δήλωσε καταρχάς ότι δεν διαθέτει πληροφορίες επί του αν ορισμένα από τα μέλη της ήταν πράγματι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων. Εντούτοις, υπογράμμισε ότι αποτελεί τον μόνο συνομιλητή, έναντι των ισπανικών δημοσίων αρχών, των βάσκων επιχειρηματιών που εκπροσωπεί, οι οποίοι είναι οι αποδέκτες των επίμαχων διατάξεων. Εν πάση περιπτώσει, η ενεργητική νομιμοποίησή της είναι αναμφισβήτητη, καθόσον μάλιστα η ίδια μετέσχε ενεργά στο σύνολο της διαδικασίας από την αρχή της δράσεως της Επιτροπής.
105 Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου, που επαναλήφθηκε για τρίτη φορά, πράγμα το οποίο οδήγησε σε παράταση της προφορικής διαδικασίας, η Confebask προσκόμισε βεβαιώσεις του γενικού διευθυντή της δημόσιας υπηρεσίας οικονομικών καθενός από τα τρία Territorios Históricos, που βεβαιώνουν ότι καθεμία από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούσε ορισμένες επιχειρήσεις, που πιστοποιείται εξάλλου ότι ήταν μέλη της Confebask την περίοδο της ασκήσεως των προσφυγών στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, και ειδικότερα ότι τις αφορά η υποχρέωση αναζητήσεως των επίμαχων πιστώσεων φόρου (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω).
106 Η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων που προσκόμισε η Confebask μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φρονεί ότι η τελευταία δεν απέδειξε ότι η υποχρέωση αναζητήσεως αφορά τους εμπλεκόμενους εν προκειμένω δικαιούχους.
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
107 Όσον αφορά, εν προκειμένω, προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε μια ένωση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η υπεράσπιση των γενικών συμφερόντων δεν αρκεί για να θεμελιώσει το παραδεκτό της προσφυγής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 16/62 και 17/62, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 829, και της 10ης Ιουλίου 1986, DEFI κατά Επιτροπής, 282/85, Συλλογή 1986, σ. 2469, σκέψεις 16 έως 18).
108 Μια ένωση όπως η Confebask, που είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συμφερόντων των βασκικών επιχειρήσεων, δεν μπορεί καταρχήν να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά τελικής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων παρά μόνον αν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί ή ορισμένες από αυτές έχουν ατομικά σχετική ενεργητική νομιμοποίηση ή αν έχουν ατομικό έννομο συμφέρον (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C-182/03 και C-217/03, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
109 Λαμβανομένων υπόψη αυτών των αρχών πρέπει να εξεταστεί αν η Confebask μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή εν προκειμένω.
110 Όσον αφορά το ζήτημα αν τα μέλη της Confebask ή τα μέλη των υπαγομένων σ’ αυτήν ενώσεων έχουν ατομικά ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσουν προσφυγή κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πρέπει να εξεταστεί αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις τις αφορούν ατομικά και άμεσα, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
111 Μια πράξη δεν μπορεί να αφορά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ατομικά παρά μόνον αν αυτή τo θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τo χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τo εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939, και της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4087, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
112 Συναφώς, απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους ενδεχόμενους δικαιούχους του υπό την ιδιότητά τους αυτή και μόνον (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T-228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T-250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T-268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T-296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-787, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
113 Πάντως, διαφορετική είναι η θέση μιας επιχειρήσεως την οποία η σχετική απόφαση αφορά όχι μόνον ως επιχείρηση που είναι δυνητική δικαιούχος του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά επίσης υπό την ιδιότητα του ουσιαστικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος αυτού και της οποίας την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8855, σκέψη 34, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 111 ανωτέρω, σκέψεις 38 και 39).
114 Όμως, εν προκειμένω, από τα έγγραφα που προσκόμισε η Confebask κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως προκύπτει ότι ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των μελών της κατά τον χρόνο της ασκήσεως των προσφυγών στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, καλύπτονται από τα επίμαχα φορολογικά μέτρα σε καθεμία από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ως ουσιαστικοί δικαιούχοι ατομικής ενισχύσεως, χορηγηθείσας στο πλαίσιο των επίμαχων φορολογικών καθεστώτων, την οποίας την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή. Πράγματι, οι βεβαιώσεις των γενικών διευθυντών της δημόσιας υπηρεσίας οικονομικών καθενός από τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa παραθέτουν τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε πίστωση φόρου ύψους 45 % και πιστοποιούν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θίγουν τις επιχειρήσεις αυτές.
115 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν ατομικά τις εν λόγω επιχειρήσεις. Συναφώς, καθόσον οι προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών μπορούν να εξετάζονται οποτεδήποτε αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή, ουδείς λόγος συντρέχει ώστε αυτός να μη λάβει υπόψη τα παρασχεθέντα κατά την προφορική διαδικασία συμπληρωματικά στοιχεία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-95/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4739, σκέψη 50).
116 Όσον αφορά το κατά πόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν άμεσα τους ενδιαφερομένους, οι αποφάσεις αυτές υποχρεώνουν το Βασίλειο της Ισπανίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αναζητήσει από τους δικαιούχους τις επίμαχες ενισχύσεις. Επομένως, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ότι αφορούν άμεσα επιχειρήσεις που έλαβαν τέτοια ενίσχυση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T-136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4063, σκέψη 75).
117 Επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές, μέλη της Confebask, θα μπορούσαν και οι ίδιες να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή.
118 Καθόσον η Confebask εκπροσωπεί επιχειρήσεις από τις οποίες τουλάχιστον ορισμένες έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει δικαστικώς τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.
II – Επί του βασίμου των προσφυγών
119 Πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι που αντλούνται από τους ισχυρισμούς ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση, ότι τα επίμαχα καθεστώτα είναι σύμφωνα προς την κοινή αγορά, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας και ότι οι επίμαχες ενισχύσεις έχουν τον χαρακτήρα προϋπάρχοντος καθεστώτος, τους οποίους προβάλλει η Confebask, προσφεύγουσα στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, προτού εξεταστεί ο λόγος που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια και από προσβολή των αρχών της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως, που προβάλλει τόσο στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 όσο και στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, στη συνέχεια δε ο λόγος που αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, που επικαλούνται οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01.
Επί του λόγου που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
120 Με τα δικόγραφα προσφυγής στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, πρώτον, η Confebask επικαλείται το γεγονός ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου δεν συνεπάγονταν μείωση των φορολογικών εσόδων. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι τα επίμαχα μέτρα θίγουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Τρίτον, αμφισβητεί τον ειδικό χαρακτήρα των επίμαχων φορολογικών μέτρων. Τέταρτον, επικαλείται το γεγονός ότι η φύση και η οικονομία του φορολογικού συστήματος δικαιολογούν τις επίμαχες πιστώσεις φόρου. Πέμπτον, ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 87 ΕΚ εν προκειμένω.
1. Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι δεν μειώθηκαν τα φορολογικά έσοδα
Επιχειρήματα των διαδίκων
121 Η Confebask υποστηρίζει ότι η περιλαμβανόμενη στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δήλωση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου προκαλούν μείωση των φορολογικών εσόδων προϋποθέτει ότι υφίσταται ένας γενικός φορολογικός συντελεστής, έναντι του οποίου κάθε φορολογική ελάφρυνση επιφέρει απώλεια πόρων και, επομένως, αποτελεί κρατική ενίσχυση. Όμως, η Confebask υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τέτοιος συντελεστής και υπογραμμίζει ότι όλες οι νομοθεσίες των κρατών μελών περιλαμβάνουν διάφορα είδη φοροαπαλλαγών. Επιπλέον, οι αμφισβητούμενες Normas Forales έχουν ως σκοπό την ενθάρρυνση των επενδύσεων. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργούν επιπλέον έσοδα, διότι οι σχετικές επενδύσεις φορολογούνται.
122 Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
123 Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, καθόσον επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές.
124 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις δαπάνες που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2981, σκέψη 15).
125 Όμως, μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, έστω και αν δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14).
126 Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίμαχη πίστωση φόρου ύψους 45 % απαλλάσσει τις δικαιούχες επιχειρήσεις από μια φορολογική επιβάρυνση ύψους 45 % του ποσού της επενδύσεως που πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις (σημείο 54 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 62 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Πράγματι, αν δεν υφίστατο η εν λόγω πίστωση φόρου, η κάθε δικαιούχος επιχείρηση θα έπρεπε να καταβάλει το σύνολο του τελικού ποσού του καταβλητέου φόρου. Επομένως, η δικαιούχος της εν λόγω πιστώσεως φόρου επιχείρηση περιέρχεται σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση έναντι άλλων φορολογουμένων.
127 Επομένως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Confebask, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου συνεπάγονταν απώλεια φορολογικών εσόδων.
128 Συναφώς, ο ισχυρισμός της Confebask ότι η Επιτροπή στήριξε τη συλλογιστική της σε έναν γενικό φορολογικό συντελεστή είναι αστήρικτος. Αντιθέτως, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στο κανονικό επίπεδο του φόρου που απορρέει από το επίμαχο φορολογικό σύστημα (σημείο 56 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 64 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
129 Εξάλλου, το γεγονός ότι το φορολογικό δίκαιο των κρατών μελών περιλαμβάνει πολλές περιπτώσεις φοροαπαλλαγών δεν μεταβάλλει τη φύση των επίμαχων μέτρων έναντι των κανόνων που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
130 Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου αποσκοπούσαν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων, ώστε να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα επιπλέον έσοδα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ένα μέτρο δεν παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής του χαρακτηρισμού του ως κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 79· απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 63). Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό δύσκολα συμβιβάζεται με τη χορήγηση μειώσεως φόρου (αποφάσεις Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 62, και Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 64).
131 Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, που αντλείται από ανυπαρξία μειώσεως των φορολογικών εσόδων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
2. Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από ανυπαρξία στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και ανυπαρξία επιπτώσεων επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου, καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας
Επιχειρήματα των διαδίκων
132 Πρώτον, η Confebask υποστηρίζει ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι ανεπαρκής, έναντι του άρθρου 253 ΕΚ, όσον αφορά την προσβολή των εμπορικών συναλλαγών και του ανταγωνισμού και επικαλείται ιδίως την απόφαση Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω (σκέψη 66). Η σοβαρότητα των εγγενών συνεπειών των προσβαλλόμενων αποφάσεων απαιτεί μια ιδιαίτερα ενδελεχή αιτιολογία. Κατά την Confebask, η Επιτροπή θεωρεί, κακώς, ότι οι πιστώσεις φόρου προκαλούν στρεβλώσεως του εμπορίου καθόσον οι δικαιούχοι τους μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους στις ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές, χωρίς να προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία συναφώς. Προσκομίζει μόνο γενικά στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές και την εξάρτηση της βασκικής οικονομίας από το εξωτερικό, χωρίς κάποια μελέτη της αγοράς όσον αφορά τον περιερχόμενο σε μειονεκτική θέση οικονομικό τομέα.
133 Δεύτερον, η Confebask αμφισβητεί, εν πάση περιπτώσει, τη βασιμότητα της εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον επηρεασμό του εμπορίου. Υποστηρίζει ότι, καίτοι η συνολική φορολογική πίεση μπορεί να επηρεάσει ενδεχομένως την εμπορική στρατηγική των επιχειρήσεων, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν πρόκειται απλώς για ένα κίνητρο προσωρινού χαρακτήρα, που δεν αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Επομένως, δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζεται συστηματικά ότι οι επιχειρήσεις ή οι τομείς που τυγχάνουν κάποιας φορολογικής ελαφρύνσεως βρίσκονται σε καλύτερη θέση έναντι του ανταγωνισμού. Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα φορολογικά κίνητρα των βασκικών αρχών είχαν περιορισμένα αποτελέσματα. Οι μελέτες αυτές αποδεικνύουν, επιπλέον, ότι η φορολογική πίεση στην ισπανική Χώρα των Βάσκων ήταν μεγαλύτερη εκείνης στα υπόλοιπα μέρη του Βασιλείου της Ισπανίας. Κατά συνέπεια, οι επικρινόμενες πιστώσεις φόρου δεν ήταν από μόνες τους ικανές να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επιπλέον, η φορολογική πίεση δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που επηρεάζει την οικονομική συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στοιχεία όπως η εμπορική νομοθεσία και το νομοθετικό πλαίσιο στον τομέα της εργασίας ή της κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι σχετικές διατάξεις ασκούν επιρροή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη την οποία η Επιτροπή αποδίδει στις επίμαχες πιστώσεις φόρου, ενώ η Επιτροπή δεν απέδειξε με ποιο τρόπο οι σχετικές διατάξεις διακρίνονται από οποιαδήποτε άλλη ισχύουσα διαφορετική ρύθμιση μεταξύ των φορολογικών νομοθεσιών των κρατών μελών.
134 Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα της επιχειρηματολογίας αυτής.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
135 Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, μόνον οι κρατικές ενισχύσεις που «επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές» και που «νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό» είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.
136 Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων της Επιτροπής, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία πρέπει να είναι πρόσφορη σε σχέση με τη φύση της οικείας πράξεως, από αυτήν δε πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφιβολία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του οικείου μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της κάθε περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63, και Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 65).
137 Εν προκειμένω, από το σημείο 57 της αποφάσεως 2002/820 και από το σημείο 65 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894 προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στις εκθέσεις που δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία της βασκικής κυβερνήσεως και διαπίστωσε ότι «η βασκική οικονομία [ήταν] μια οικονομία πολύ ανοιχτή προς το εξωτερικό με πολύ μεγάλη τάση προς εξαγωγή της παραγωγής της» και ότι «από αυτά τα χαρακτηριστικά της βασκικής οικονομίας [προέκυπτε] ότι οι δικαιούχες επιχειρήσεις [ασκούσαν] οικονομικές δραστηριότητες ικανές να αποτελέσουν το αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών». Κατέληξε στο ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίμαχες ενισχύσεις ενίσχυαν τη θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι, για τον λόγο αυτόν, επηρεάζονταν οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Προσέθεσε ότι «η οικονομική αποδοτικότητα των δικαιούχων επιχειρήσεων βελτιώθηκε λόγω της αυξήσεως των καθαρών κερδών τους (κέρδος μετά τους φόρους)» και ότι «[ήταν] έτσι σε θέση να ανταγωνίζονται τις επιχειρήσεις που δεν τύγχαναν πιστώσεως φόρου ύψους 45 %, είτε διότι δεν [είχαν] προβεί σε επενδύσεις, είτε διότι οι επενδύσεις τους δεν [είχαν] υπερβεί το όριο των 2,5 δισεκατομμυρίων ESP μετά τη θέσπιση της επίμαχης πιστώσεως φόρου ύψους 45 %».
138 Από την αιτιολογία αυτή συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφιβολία η συλλογιστική της Επιτροπής σχετικά με τα αποτελέσματα των πιστώσεων φόρου επί του εμπορίου και επί του ανταγωνισμού. Παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τους λόγους που δικαιολογούν τα ληφθέντα μέτρα και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του.
139 Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις διακρίνονται, συναφώς, από εκείνη την οποία ακύρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, που επικαλείται η Confebask. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 67 της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να θεμελιώσει το συμπέρασμά της περί προσβολής του ανταγωνισμού, η Επιτροπή είχε αρκεστεί απλώς σε έναν ισχυρισμό ότι η ενίσχυση ήταν επιλεκτική και αφορούσε μόνο τον ναυτιλιακό κλάδο στη Σαρδηνία της Ιταλίας. Όμως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στις προσβαλλόμενες αποφάσεις.
140 Επίσης, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εκπόνησε κάποια μελέτη που να αφορά τον οικονομικό τομέα που περιερχόταν σε δυσμενή θέση, καθόσον οι επίμαχοι φορολογικοί κανόνες ίσχυαν για όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και, επιπλέον, οι ισπανικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν σε αίτημα παροχής πληροφοριών που περιεχόταν στις αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως στη συνέχεια των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.
141 Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκθέτουν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίμαχα μέτρα νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και θίγουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επομένως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ικανοποιούν τους όρους του άρθρου 253 ΕΚ.
142 Όσον αφορά τη βασιμότητα της εκτιμήσεως της Επιτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν οικονομική ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος ή από κρατικούς πόρους καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση, έστω και αν η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση δεν μετέχει η ίδια στις εξαγωγές (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 47, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2006, T-217/02, Ter Lembeek κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4483, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, η Επιτροπή υποχρεούται να αποδεικνύει μόνον ότι οι οικείες ενισχύσεις μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι ότι αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-372/97, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 44).
143 Ακόμη, στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 91· βλ., επ’ αυτού, απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 68). Σε μια περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, όπου τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα δεν έχουν κοινοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο η αιτιολογία των αποφάσεων της Επιτροπής να περιέχει μια προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δεδομένα εκτίμηση των συνεπειών της επί του ανταγωνισμού και επί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 142 ανωτέρω, σκέψη 48).
144 Εν προκειμένω, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (σημείο 57 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 65 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894), από τα χαρακτηριστικά της βασκικής οικονομίας προκύπτει ότι οι δικαιούχες επιχειρήσεις ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ικανές να αποτελέσουν το αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών.
145 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα είναι ικανά να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
146 Όσον αφορά, εξάλλου, τη σχετική με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού προϋπόθεση, οι πιστώσεις φόρου, ελαφρύνοντας τις δικαιούχες επιχειρήσεις από οικονομικά βάρη, βελτιώνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις οποίες δεν παρέχονται τέτοια πλεονεκτήματα. Επομένως, προκύπτει στρέβλωση του ανταγωνισμού ή, τουλάχιστον, κίνδυνος προκλήσεως μιας τέτοιας στρεβλώσεως.
147 Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, εν προκειμένω, ότι οι πιστώσεις φόρου ήταν ικανές να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσουν ή να απειλήσουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.
148 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση με το επιχείρημα ότι τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα έχουν προσωρινό χαρακτήρα ή ότι ο αντίκτυπός τους είναι περιορισμένος και στερείται αποφασιστικής σημασίας, ή ακόμη ότι δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω. Πράγματι, η νομολογία δεν απαιτεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού ή η απειλή μιας τέτοιας στρεβλώσεως και ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου να είναι αισθητοί ή ουσιώδεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T-55/99, ΕΚTM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3207, σκέψη 94).
149 Ομοίως, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, το επιχείρημα που αντλείται από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των φορολογικών νομοθεσιών των κρατών μελών δεν ασκεί επιρροή έναντι του χαρακτηρισμού μιας παροχής ως κρατικής ενισχύσεως.
150 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, που αντλείται από ανυπαρξία στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και από μη επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου, καθώς και από ανεπαρκή αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων επ’ αυτού.
3. Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από τον γενικό χαρακτήρα των φορολογικών μέτρων
Επιχειρήματα των διαδίκων
151 Η Confebask αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες διατάξεις παρέχουν ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα. Υποστηρίζει ότι πρόκειται για φορολογικές ρυθμίσεις γενικού χαρακτήρα που μπορούν να έχουν εφαρμογή σε όλους τους επιχειρηματίες. Ομοίως, οι επίμαχες Normas Forales δεν έχουν κάποια ιδιαιτερότητα συνδεόμενη με τον περιφερειακό χαρακτήρα τους, διότι εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στο έδαφος των Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa και αποσκοπούν μόνον να διευκολύνουν τις μεγάλες επενδύσεις. Συναφώς, η Confebask φρονεί ότι η Επιτροπή ενήργησε χωρίς λογική συνοχή αγνοώντας, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το στοιχείο που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει ο περιφερειακός χαρακτήρας των σχετικών μέτρων, για το οποίο ωστόσο γίνεται λόγος στις αποφάσεις περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
152 Η Confebask υποστηρίζει ότι το κριτήριο του ελάχιστου ορίου επενδύσεως, που χρησιμοποίησε η Επιτροπή εν προκειμένω, δεν αντιστοιχεί προς τα κριτήρια που ακολούθησε στο παρελθόν και δεν μνημονεύεται στην ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), κατά την οποία, επιπλέον, μερικά φορολογικά μέτρα δεν πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις απλώς και μόνον διότι ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένοι τομείς καλύπτονται λιγότερο από άλλους (ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις, σημείο 14).
153 Η Confebask επικαλείται επίσης την XXVIII Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (σημείο 207), που συνέταξε η Επιτροπή, κατά την οποία πρέπει να διακρίνεται, μεταξύ των φορολογικών μέτρων, «η περίπτωση στην οποία οι δικαιούχοι είναι ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένοι κλάδοι παραγωγής […] από την περίπτωση όπου τα επίμαχα μέτρα επηρεάζουν πολλούς παραγωγικούς κλάδους και αποσκοπούν να ευνοήσουν την οικονομία στο σύνολό της[·] στη δεύτερη περίπτωση, το οικείο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ] αλλά γενικό μέτρο».
154 Προσθέτει ότι τα φορολογικά καθεστώτα περιλαμβάνουν συχνά ποσοτικά κριτήρια και ότι η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου κριτηρίου για να συναχθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός φορολογικού μέτρου θα συνεπάγεται στην πράξη εξέταση από πλευράς κρατικών ενισχύσεων όλων των φορολογικών διατάξεων των κρατών μελών. Ένας τέτοιος έλεγχος θα υπερέβαινε, κατ’ αυτήν, τα όρια που προβλέπει η Συνθήκη.
155 Εξάλλου, η Confebask υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα είναι γενικά μέτρα, καθόσον οι Diputaciones Forales στερούνται παντελώς διακριτικής ευχέρειας. Κατ’ αυτήν, οι πιστώσεις φόρου χορηγούνται αυτομάτως και οι αρχές απλώς εξακριβώνουν αν οι υποκείμενοι στον φόρο πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγησή τους. Προσθέτει ότι η ισπανική έννομη τάξη απαγορεύει στη διοίκηση να αυθαιρετεί και να αποφασίζει κατά το δοκούν. Επιπλέον, η Confebask υποστηρίζει ότι οι επίμαχες διατάξεις, καθόσον προβλέπουν ότι οι αρχές καθορίζουν το ποσό της επενδύσεως με απόφαση περί προσδιορισμού των σχετικών προθεσμιών και των ορίων που ισχύουν για την πίστωση φόρου, εισάγουν έναν «μηχανισμό διαχειρίσεως» που παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώνεται αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, χωρίς να παρέχει περιθώριο εκτιμήσεως στις κατά τόπους Diputaciones.
156 Τέλος, η Confebask παρατηρεί ότι ένας κανόνας γενικής ισχύος δεν μπορεί να προβλέπει κρατική ενίσχυση παρά μόνον αν δημιουργεί «ένα “νομοθετικό πλαίσιο παρέχον τη δυνατότητα χορηγήσεώς της [...] χωρίς μεταγενέστερες διατυπώσεις”· δηλαδή αν δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως». Αντιθέτως, αν πρέπει να συναχθεί, όπως προκύπτει από την άποψη της Επιτροπής, ότι οι επίμαχες Normas Forales ήταν απλώς μέτρα παροχής αρμοδιότητας προς περαιτέρω ενέργεια, δεν θα μπορούν να χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις. Εν πάση περιπτώσει, με τον τρόπο αυτόν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα καθίσταντο «άνευ περιεχομένου».
157 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
158 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ιδιαιτερότητα ενός κρατικού μέτρου, ήτοι ο επιλεκτικός του χαρακτήρας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετάζεται αν το οικείο μέτρο συνεπάγεται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας (απόφαση ΕΚTM κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 39· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 142 ανωτέρω, σκέψη 26).
159 Εν προκειμένω, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή στηρίζει τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων διατάξεων στο ελάχιστο όριο του ποσού επενδύσεως (2,5 δισεκατομμύρια ESP) που περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της πιστώσεως φόρου μόνο στις επιχειρήσεις που μπορούν να προβούν σε τέτοιες επενδύσεις και, επικουρικώς, στη διακριτική εξουσία των φορολογικών αρχών (σημεία 60 και 61 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 68 και 69 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894· βλ. σκέψη 28 ανωτέρω).
160 Εκτιμάται, καταρχάς, ότι η Confebask δεν μπορεί να επικαλείται έλλειψη λογικής συνοχής των προσβαλλόμενων αποφάσεων, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή αγνόησε το στοιχείο που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει ο περιφερειακός χαρακτήρας των σχετικών μέτρων, για το οποίο δήθεν γίνεται λόγος στις αποφάσεις περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, για να συναγάγει τον επιλεκτικό τους χαρακτήρα. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές δεν στηρίχθηκαν στην περιφερειακή ιδιαιτερότητα των επίμαχων καθεστώτων και, επομένως, το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των εν λόγω αποφάσεων (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω, και απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψεις 19, 20 και 56).
161 Εξάλλου, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (σημείο 60 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 68 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894) προκύπτει ότι μόνον οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις υπερβαίνουσες το όριο των 2,5 δισεκατομμύρια ESP (15 025 303 ευρώ), και τούτο μάλιστα μετά την 1η Ιανουαρίου 1995 (απόφαση 2002/820) και μετά την 1η Ιανουαρίου 1997 (αποφάσεις 2003/27 και 2002/894), μπορούν να λάβουν την ως άνω πίστωση φόρου ύψους 45 %. Σε όλες τις άλλες επιχειρήσεις, ακόμα και αν επενδύουν κάποια ποσά, χωρίς όμως να υπερβαίνουν το προαναφερθέν όριο, δεν μπορεί να παρασχεθεί το πλεονέκτημα αυτό.
162 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, περιορίζοντας την εφαρμογή της πιστώσεως φόρου στις επενδύσεις σε καινουργή ενσώματα σταθερά στοιχεία ενεργητικού οι οποίες υπερβαίνουν τα 2,5 δισεκατομμύρια ESP, οι βασκικές αρχές επιφύλαξαν το επίμαχο φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ των επιχειρήσεων που διαθέτουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι οι πιστώσεις φόρου που προβλέπουν οι εν λόγω Normas Forales προορίζονταν να έχουν εφαρμογή με επιλεκτικό τρόπο σε «ορισμένες επιχειρήσεις» υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αποφάσεις Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 157, και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 39).
163 Επιπλέον, από το γεγονός ότι τα φορολογικά καθεστώτα περιλαμβάνουν συχνά ποσοτικά κριτήρια δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ στις επίμαχες διατάξεις εν προκειμένω, οι οποίες εισάγουν ένα φορολογικό πλεονέκτημα που ευνοεί τις επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 40).
164 Από τα επιχειρήματα που αντλούνται από την ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα επίμαχα μέτρα έχουν γενικό χαρακτήρα. Πράγματι, η ανακοίνωση αυτή προβλέπει ότι τα γενικά μέτρα δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις, έστω και αν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένοι τομείς ευνοούνται περισσότερο από άλλους. Όμως, εν προκειμένω, τα επίμαχα μέτρα δεν είναι γενικά, καθόσον, όπως υπογραμμίστηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 162 ανωτέρω), μόνον ορισμένες επιχειρήσεις μπορούσαν να υπαχθούν σ’ αυτά.
165 Εξάλλου, οι επίμαχες εν προκειμένω ρυθμίσεις, μολονότι έχουν εφαρμογή σε κάθε τομέα δραστηριοτήτων, επιφυλάσσουν τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα σε ορισμένες επιχειρήσεις υπαγόμενες στα βασκικά φορολογικά καθεστώτα. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτές ευνοούν την οικονομία στο σύνολό της, όπως το εννοεί η Επιτροπή στην XXVIII Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, που επικαλείται η Confebask (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω), και, με τον τρόπο αυτόν, δεν μπορούν να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό τους ως επιλεκτικών μέτρων.
166 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου αποτελούν ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα, «υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
167 Η διαπίστωση αυτή αρκεί, αυτή καθεαυτή, προς απόδειξη του ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου πληρούν την προϋπόθεση της ειδικότητας που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, παρέλκει να εξεταστεί αν ο επιλεκτικός χαρακτήρας των επίμαχων μέτρων προκύπτει επίσης από τη διακριτική ή δέσμια εξουσία της διοικήσεως στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή των μέτρων αυτών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6717, σκέψεις 120 και 121, και απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 160), καθόσον μάλιστα εν προκειμένω η Επιτροπή χρησιμοποίησε επικουρικώς το κριτήριο αυτό της διακριτικής εξουσίας της διοικήσεως (σημείο 61 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 69 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
168 Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τη διακριτική ή δέσμια εξουσία των Diputaciones Forales εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη απορρίψει τα επιχειρήματα της Confebask επ’ αυτού όσον αφορά την πίστωση φόρου ύψους 45 % που προβλέπει η έκτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava, την οποία αφορούν οι αποφάσεις Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω (σκέψεις 150 έως 154), και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω (σκέψεις 32 έως 35). Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές παρείχαν στη διοίκηση διακριτική εξουσία, που της έδιδε τη δυνατότητα ιδίως να διαμορφώνει αναλόγως το ποσό ή τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των σχεδίων επενδύσεων που υποβάλλονταν στην εκτίμησή της.
169 Οι δε τροποποιήσεις της έκτης συμπληρωματικής διατάξεως της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava, την οποία αφορούσαν οι αποφάσεις Demesa και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, για τα έτη 1998 και 1999 (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), προβλέπουν την έννοια της «επενδυτικής διαδικασίας», η οποία μπορεί να καλύπτει επενδύσεις οι οποίες, «πραγματοποιούμενες στο προπαρασκευαστικό στάδιο του σχεδίου που αποτελεί τη βάση των επενδύσεων, έχουν αναγκαία και άμεση σχέση με τη διαδικασία αυτή». Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι έννοιες αυτές δεν προσδιορίζονται, οπότε εξακολουθεί να υφίσταται διακριτική εξουσία της διοικήσεως συναφώς.
170 Όσον αφορά τις πιστώσεις φόρου που ίσχυαν εντός των Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa, από τις επίμαχες διατάξεις (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι Diputaciones Forales είχαν διακριτική εξουσία, ιδίως όσον αφορά το ποσό το οποίο αφορούσε η πίστωση φόρου ύψους 45 %, τη διάρκεια της επενδυτικής διαδικασίας και το περιεχόμενο της εννοίας της «επιλέξιμης» επενδύσεως προς χορήγηση πιστώσεως φόρου. Επιπλέον, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή χωρίς να προβληθεί συναφώς καμία αντίρρηση (σημείο 69 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894), οι έννοιες της «επενδυτικής διαδικασίας» και του «προπαρασκευαστικού σταδίου της επενδύσεως» δεν προσδιορίζονται, οπότε ορθώς συνήγαγε ότι οι τοπικές αρχές διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα αυτό.
171 Τέλος, όπως η υπογράμμισε Επιτροπή με τα υπομνήματά της, προκειμένου να συναχθεί ότι ένα μέτρο δεν είναι γενικό δεν απαιτείται να εξακριβωθεί αν η διοίκηση μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν. Αρκεί να αποδειχθεί, όπως πράγματι αποδείχθηκε εν προκειμένω, ότι η εν λόγω διοίκηση διαθέτει διακριτική εξουσία (απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 154).
172 Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, αν γίνει δεκτό ότι η διοίκηση έχει διακριτική εξουσία, τα επίμαχα μέτρα θα πρέπει να θεωρηθούν απλώς ως παροχή αρμοδιότητας χωρίς υποχρέωση κοινοποιήσεώς τους. Πράγματι, οι επίμαχες διατάξεις προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των πιστώσεων φόρου με συγκεκριμένο τρόπο και, επομένως, ορθώς η Επιτροπή τις θεώρησε ως καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία έπρεπε να κοινοποιηθούν.
173 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα επίμαχα μέτρα είναι επιλεκτικά.
4. Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από τη δικαιολόγηση των φορολογικών μέτρων βάσει της φύσεως και της γενικής οικονομίας του φορολογικού συστήματος
Επιχειρήματα των διαδίκων
174 Η Confebask εκθέτει ότι τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa ρυθμίζουν αυτόνομα το φορολογικό τους σύστημα σε συνάρτηση με την οικονομική πολιτική που αποφασίζουν τα δημοκρατικώς εκλεγόμενα αντιπροσωπευτικά σώματα. Επομένως, οι επίμαχες φορολογικές διατάξεις αποτελούν μέσο φορολογικής πολιτικής προκύπτον από τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές του κράτους, το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου σε κοινοτικό επίπεδο.
175 Η Confebask υποστηρίζει, επιπλέον, ότι οι επίδικες φορολογικές διατάξεις έχουν αντικειμενικό και οριζόντιο χαρακτήρα, με θετικά αποτελέσματα επί της δημιουργίας θέσεων εργασίας και επί των επενδύσεων, απολύτως σύμφωνα προς τη φύση και την οικονομία των επίμαχων φορολογικών καθεστώτων.
176 Τέλος, η παροχή φορολογικών πλεονεκτημάτων σε συνάρτηση με ορισμένα ελάχιστα όρια επενδύσεως αντιστοιχεί προς τον σκοπό των επίμαχων διατάξεων. Ο σκοπός αυτός είναι η είσπραξη εσόδων από τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, εξασφαλιζομένης παράλληλα της αναπτύξεως, προκειμένου να διατηρείται η φοροδοτική τους ικανότητα. Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά την εφαρμογή των βαλλόμενων φορολογικών μέτρων, είναι εύλογο να μην τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως οι μικρές και οι μεγάλες επενδύσεις.
177 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή ως αβάσιμη.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
178 Πρπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι το γεγονός ότι τα Territorios Históricos έχουν φορολογική αυτονομία αναγνωριζόμενη και προστατευόμενη από το ισπανικό Σύνταγμα δεν σημαίνει ότι δεν επιβάλλεται να είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Συναφώς, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παραθέτοντας τις ενισχύσεις που χορηγούνται «υπό οποιαδήποτε μορφή από κράτη ή με κρατικούς πόρους», καλύπτει κάθε ενίσχυση χρηματοδοτούμενη από δημόσιους πόρους. Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνουν ενδοκρατικοί οργανισμοί (αποκεντρωμένες διοικητικές αρχές, αρχές ομοσπόνδων κρατών, περιφερειακές ή άλλες αρχές) των κρατών μελών, οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς και η ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως και τα μέτρα που λαμβάνουν οι ομοσπονδικές ή κεντρικές αρχές, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της διατάξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 17, και απόφαση Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 57).
179 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δικαιολόγηση των επίμαχων μέτρων «βάσει της φύσεως ή της οικονομίας του συστήματος» παραπέμπει στη συμφωνία του οικείου φορολογικού μέτρου προς την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος γενικά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 142 ανωτέρω, σκέψη 39). Έτσι, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν θα έχει εφαρμογή σε ένα συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο που δικαιολογείται βάσει της εσωτερικής λογικής του φορολογικού συστήματος –όπως η προοδευτικότητα του φόρου που δικαιολογείται με την αναδιανεμητική λογική αυτού (απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 164).
180 Εν προκειμένω, η Confebask διατείνεται ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και ότι έχουν οριζόντιο χαρακτήρα. Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψεις 158 έως 166 ανωτέρω), τα επίμαχα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα και από τα εν λόγω επιχειρήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτά δικαιολογούνται με την εσωτερική λογική του σχετικού φορολογικού συστήματος.
181 Στη συνέχεια, η Confebask ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός ενός ελάχιστου ορίου επενδύσεως συνάδει με τον σκοπό των επίμαχων διατάξεων, που είναι η παροχή κινήτρων για επενδύσεις στα τρία Territorios Históricos και η διατήρηση της φοροδοτικής ικανότητας των επιχειρήσεων.
182 Όμως, το γεγονός ότι η μια ενίσχυση χορηγείται μόνο σε περιορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων δεν αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης μέριμνας για την ενθάρρυνση των επενδύσεων.
183 Επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτόν, η Confebask περιορίζεται σε αναφορές στους γενικούς σκοπούς οικονομικής πολιτικής που είναι ανεξάρτητοι από το σχετικό φορολογικό σύστημα.
184 Όμως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν τα επίμαχα μέτρα δεν σημαίνει ότι αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, αν γίνει δεκτή η άποψη αυτή, θα αρκούσε η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επίκληση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται με τη χορήγηση ενισχύσεως για να μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο, στο οποίο δεν θα έχει εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Όμως, η διάταξη αυτή δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-241/94, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 20, και απόφαση ΕΚTM κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 53).
185 Επομένως, εν προκειμένω δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα συγκεκριμένα φορολογικά μέτρα δικαιολογούνται με τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος που έλαβε υπόψη η Επιτροπή.
186 Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι οι πιστώσεις φόρου που αντιστοιχούν στο 45 % του ποσού της επενδύσεως αποτελούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
5. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ στα επίμαχα μέτρα
187 Με την από 3 Φεβρουαρίου 2005 απάντησή της στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01 (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω), η Confebask παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο των υποθέσεων που οδήγησαν στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, και Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες είχαν υποστηρίξει ότι ένα φορολογικό μέτρο, ληφθέν πριν από το ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ 1998, C 2, σ. 2), και από την ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αμφισβητείται στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Η Confebask δηλώνει ότι συμμερίζεται την αιτίαση αυτή, την οποία απέρριψε το Δικαστήριο ως νέα και, επομένως, ως απαράδεκτη.
188 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή, που προβάλλεται στο πλαίσιο απαντήσεως σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, αποτελεί νέο ισχυρισμό προβαλλόμενο διαρκούσας της διαδικασίας, ο οποίος δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της δίκης.
189 Ασφαλώς, λόγος ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή σιωπηρώς, με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης πρέπει να θεωρείται παραδεκτός (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1983, 306/81, Βέρρος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1755, σκέψη 9, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8853, σκέψη 169).
190 Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αιτίαση, που στηρίζεται σε έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ στα επίμαχα μέτρα, μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη του λόγου που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί ανυπαρξίας κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, που εξετάστηκε στις σκέψεις 120 έως 186 ανωτέρω, η εν λόγω αιτίαση πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
191 Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει, ιδίως, το αντικείμενο της διαφοράς καθώς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, οι ενδείξεις αυτές πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και συγκεκριμένες ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Προς κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται πρέπει να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T-106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-229, σκέψη 124· διάταξη Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 49, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 2007, T-360/04, FG Marine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
192 Όμως, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη αιτίαση ουδόλως επεξηγείται. Πράγματι, η Confebask απλώς συμφώνησε με τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς, ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις που οδήγησαν στις αποφάσεις Demesa και Ramondín, σκέψη 45 ανωτέρω.
193 Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ στα επίμαχα μέτρα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
194 Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση εν προκειμένω πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
Επί του λόγου που αντλείται από προβαλλόμενη συμφωνία των Normas Forales προς την κοινή αγορά (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
195 Πρώτον, η Confebask υποστηρίζει ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή φρονεί ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, διότι οι διατάξεις αυτές δεν λαμβάνουν ρητώς υπόψη τις κοινοτικές διατάξεις περί τομεακών, περιφερειακών ή άλλων ενισχύσεων. Η Confebask συνάγει εξ αυτού ότι, για να είναι σύμφωνες προς τους κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι εθνικοί κανόνες περί ρυθμίσεως των φορολογικών επιβαρύνσεων πρέπει να διευκρινίζουν τις επιχειρήσεις στις οποίες δεν έχουν εφαρμογή, διότι άλλως θα είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Όμως, η Confebask υποστηρίζει ότι το φορολογικό δίκαιο δεν πρέπει να περιλαμβάνει τέτοιου είδους διευκρινίσεις. Εν πάση περιπτώσει, η Confebask φρονεί ότι η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει συγκεκριμένα γιατί οι ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, ακόμα και ελλείψει τέτοιων διευκρινίσεων.
196 Δεύτερον, η Confebask προσάπτει στην Επιτροπή ότι συνήγαγε ότι οι Normas Forales είναι ασυμβίβαστες προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) κατόπιν μιας καθαρά τυπικής και αφηρημένης εξετάσεως, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη έρευνα, τούτο δε ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές στερούνται δεσμευτικού εννόμου αποτελέσματος και, επομένως, δεν μπορούν να στηρίξουν το ασυμβίβαστο ενισχύσεως προς την κοινή αγορά χωρίς εξέταση σε βάθος.
197 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού ως αβάσιμου.
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
198 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 56, και της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2717, σκέψη 148). Επομένως, ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμηση οικονομικών δεδομένων (βλ. απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
199 Στον τομέα των καθεστώτων ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 91· βλ., επ’ αυτού, απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 68).
200 Πρέπει να σημειωθεί ότι η Confebask, ισχυριζόμενη προσχηματικά ότι διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, προσάπτει ουσιαστικά στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.
201 Από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (σημεία 77 έως 93 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 84 έως 99 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894) προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τη συμφωνία των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά έναντι των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ λαμβανομένων υπόψη των κοινοτικών κανόνων που έχουν εφαρμογή στον τομέα των περιφερειακών ενισχύσεων [σημεία 77, 78 και 86 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 84, 85 και 92 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894, που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου [87], παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, στις περιφερειακές ενισχύσεις (ΕΕ 1988, C 212, σ. 2) και στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω)], στον τομέα των επενδυτικών ενισχύσεων [σημεία 82, 89 και 92 της αποφάσεως 2002/820 και σημεία 88, 95 και 98 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894, που αναφέρονται στο πρώτο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1971, των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τα γενικά καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων (ΕΕ C 111, σ. 1), στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων (JO 1979, C 31, σ. 9) και στην ανακοίνωση της Επιτροπής για ένα πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΕΕ 1998, C 107, σ. 7)], στον τομέα των ενισχύσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (στο εξής: ΜΜΕ) [σημεία 81 και 88 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 87 και 94 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894, που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις προς τις ΜΜΕ (ΕΕ 1992, C 213, σ. 2)] και στον τομέα των ενισχύσεων στις προβληματικές επιχειρήσεις [σημείο 93 της αποφάσεως 2002/820 και σημείο 99 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894, που αναφέρονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1994, C 368, σ. 12), όπως τροποποιήθηκαν με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 (ΕΕ C 288, σ. 2)].
202 Η Επιτροπή εξέθεσε, καταρχάς, ότι οι πιστώσεις φόρου πληρούσαν προφανώς, τουλάχιστον μερικώς, τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, διότι, αφενός, είχαν ως βάση υπολογισμού τις επενδυτικές δαπάνες και, αφετέρου, καταβάλλονταν μέχρι ποσού 45 % της επενδύσεως (βλ. σκέψη 77 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 84 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Στη συνέχεια όμως, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις περιφερειακές παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, η Επιτροπή τόνισε ότι τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa δεν μπορούν να υπαχθούν στην παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ λόγω του υψηλότατου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ανά κάτοικο (βλ. σημείο 78 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 85 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Προσέθεσε ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορούσαν να επιτραπούν ούτε βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, διότι η έκτασή τους υπερέβαινε τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στους διαδοχικούς πίνακες περιφερειακών ενισχύσεων (σημείο 79 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 86 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι οι επίμαχες διατάξεις μπορούσαν να αφορούν επενδύσεις αντικαταστάσεως στοιχείων ενεργητικού, καθώς και έξοδα συνδεόμενα με την «επενδυτική διαδικασία» ή τις «επενδύσεις στο προπαρασκευαστικό στάδιο». Όμως, ελλείψει συγκεκριμένου ορισμού των εκφράσεων αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι επίμαχες ενισχύσεις να έχουν ως αντικείμενο την αρχική επένδυση αλλά και άλλα έξοδα που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επενδυτικές δαπάνες κατ’ εφαρμογήν των κοινοτικών κανόνων που ισχύουν στον τομέα αυτό (σημείο 82 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 88 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Εξέθεσε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν περιορίζονταν στις «επιλέξιμες» ζώνες, ούτε προβλεπόταν σχετικά κάποιο ανώτατο όριο, οπότε δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σύμφωνα προς την κοινή αγορά βάσει της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ (σημείο 84 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 90 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
203 Όσον αφορά τα μέτρα υπέρ των επενδυτικών δαπανών που δεν ανταποκρίνονταν στον κοινοτικό ορισμό, η Επιτροπή έκρινε ότι αποτελούσαν μέρος της κατηγορίας των λειτουργικών ενισχύσεων, που καταρχήν απαγορεύονται και που δεν μπορούσαν να υπαχθούν, εν προκειμένω, στην παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ (σημεία 85 και 86 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 91 και 92 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
204 Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να υπαχθούν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ όσον αφορά τις ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων, διότι δεν ήταν σύμφωνα προς τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις, ούτε όσον αφορά τις ΜΜΕ (σημείο 88 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 94 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894), ούτε όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις, διότι τα επίμαχα καθεστώτα δεν αφορούσαν συγκεκριμένες δραστηριότητες (σημεία 89 και 90 της αποφάσεως 2002/820· σημεία 95 και 96 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
205 Εξάλλου, όταν δεν υφίστανται περιορισμοί ανά τομέα, οι πιστώσεις φόρου ύψους 45 % ενδέχεται να μην είναι σύμφωνες προς τους κανόνες ανά τομέα δραστηριοτήτων (σημείο 91 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 97 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
206 Η Επιτροπή, τέλος, κατέληξε ότι τα επίμαχα καθεστώτα δεν μπορούσαν να υπαχθούν ούτε σε άλλες παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ (σημείο 94 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 100 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894). Εξ αυτού συνήγαγε ότι τα επίμαχα καθεστώτα ήταν ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά.
207 Προσέθεσε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν καθεστώτα ενισχύσεων, δεν απέκλειαν τη δυνατότητα να θεωρηθούν οι ατομικές ενισχύσεις, στο σύνολό τους ή μερικώς, σύμφωνες προς την κοινή αγορά βάσει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους (σημείο 98 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 105 της αποφάσεως 2003/27· σημείο 107 της αποφάσεως 2002/894).
208 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της φύσεως των επίμαχων καθεστώτων και, αφετέρου, της ελλείψεως ανακοινώσεως πληροφοριών από τις ισπανικές αρχές όσον αφορά τους δικαιούχους των καθεστώτων αυτών παρά τα σχετικά αιτήματα της Επιτροπής, η ανάλυση της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί αόριστη.
209 Η Confebask δεν προσκομίζει, εξάλλου, κανένα στοιχείο που να στηρίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό ότι δήθεν είναι πεπλανημένη η ανάλυση της Επιτροπής ως προς τη συμφωνία των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά. Ειδικότερα, η Confebask δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 θα είχε επηρεάσει, εν προκειμένω, με οποιονδήποτε τρόπο το κύρος των προσβαλλόμενων αποφάσεων.
210 Επομένως, ο λόγος που στηρίζεται στην αμφισβήτηση της ασυμφωνίας των επίμαχων πιστώσεων φόρου προς την κοινή αγορά δεν είναι βάσιμος.
Επί του λόγου που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
211 Η Confebask υποστηρίζει, σε διάφορα σημεία των υπομνημάτων της, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας, καθόσον χρησιμοποίησε τις αρμοδιότητές της βάσει του άρθρου 87 ΕΚ με σκοπό την εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών. Η Confebask ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι οι προσπάθειες εναρμονίσεως της Επιτροπής απέτυχαν, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο μιας συνολικής διαδικασίας, ακολουθούμενης από την Επιτροπή, προς εναρμόνιση της άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων μέσω των κρατικών ενισχύσεων αντί για τη χρησιμοποίηση του κατάλληλου τρόπου, τον οποίο προβλέπει προς τούτο το άρθρο 96 ΕΚ.
212 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
213 Πρέπει να υπομνησθεί ότι μια απόφαση έχει ληφθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και επιβεβαιωμένων ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από αυτόν που επικαλείται το εκδόν όργανο (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8763, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 44).
214 Όμως, η Confebask δεν επικαλείται, εν προκειμένω, καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι ο πραγματικός σκοπός που επιδιώκει η Επιτροπή, με την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, είναι η φορολογική εναρμόνιση.
215 Επιπλέον, η Confebask δεν αποδεικνύει ότι επήλθε πράγματι εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο με τις ρυθμίσεις των προσβαλλόμενων αποφάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 85).
216 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επί του λόγου που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι οι επίμαχες ενισχύσεις προϋπήρχαν (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
217 Η Confebask υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες Normas Forales αποτελούν κρατικές ενισχύσεις, θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, οπότε η υποχρέωση αναζητήσεως πρέπει να ακυρωθεί.
218 Πρώτον, στην υπόθεση T-265/01, η Confebask υποστηρίζει ότι το Territorio Histórico de Álava προέβλεψε, το 1981, το 1983 και το 1984, ήτοι πριν από την ένταξη του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα, πιστώσεις φόρου «ουσιωδώς όμοιες» προς την έκτη συμπληρωματική διάταξη της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava, προς προώθηση των επενδύσεων. Η Confebask παραθέτει συναφώς τη θεσπισθείσα το 1981 πίστωση φόρου 15 % επί της επενδύσεως, η οποία εξηρτάτο από όρους σχετικούς με τη διατήρηση θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια δύο ετών και με την αύξηση του προσωπικού και των επενδύσεων, το ποσοστό των οποίων ανήλθε σε 20 % το 1984· την πίστωση φόρου 50 % που θεσπίστηκε το 1983 κατόπιν των πλημμυρών του 1983 που είχαν προκαλέσει ζημίες σε ακίνητα στοιχεία ενεργητικού· την πίστωση φόρου 50 % επί των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν το 1984 και το 1985, η οποία επίσης εξηρτάτο από ορισμένους όρους, ιδίως τον όρο αυτοχρηματοδοτήσεως κατά τουλάχιστον 25 %. Επομένως, κατά την Confebask, πρόκειται για μια υφιστάμενη ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999.
219 Δεύτερον, στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, η Confebask υποστηρίζει ότι οι επίμαχες Normas Forales αποτελούν τη συνέχεια των διατάξεων που είχαν εκδοθεί μετά την ένταξη του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα και έναντι των οποίων η Επιτροπή δεν διατύπωσε αντιρρήσεις.
220 Η Confebask υποστηρίζει, συναφώς, στην υπόθεση T-270/01, ότι το Territorio Histórico της Guipúzcoa θέσπισε, στις 22 Απριλίου 1986 και στις 27 Απριλίου 1987, τις Normas Forales αριθ. 4/1986 και 14/1987, προβλέπουσες μειώσεις φόρου ύψους 50 % επί των επενδύσεων, ανάλογες, κατ’ αυτήν, προς εκείνες που προβλέπουν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.
221 Ισχυρίζεται επίσης, στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, ότι οι πιστώσεις φόρου, που θεσπίστηκαν το 1988 εντός των τριών Territorios Históricos, και τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα. Όμως, κατά την Confebask, η Επιτροπή επέτρεψε τις εν λόγω πιστώσεις φόρου του 1988 με την απόφασή της 93/337/ΕΟΚ, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25). Επικαλείται επιπλέον ένα έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1995 της Επιτροπής, στο οποίο η τελευταία σημείωσε ότι είχε διορθωθεί το ασυμβίβαστο των πιστώσεων φόρου του 1988 έναντι της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
222 Η Confebask προσθέτει ότι η νομολογία απαιτεί ουσιώδη μεταβολή του μέτρου για να μπορεί αυτό να θεωρηθεί νέα ενίσχυση. Καθόσον το άρθρο 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999 κάνει λόγο για «μεταβολές» και περιορίζει με τον τρόπο αυτόν την έννοια της υφισταμένης ενισχύσεως, αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ερχόμενο σε αντίθεση με τη νομολογία, διότι άλλως θα εθίγοντο τα δικαιώματα της διοικήσεως και των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.
223 Τρίτον, η Confebask υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αποτέλεσμα μιας μεταβολής της στάσεως της Επιτροπής έναντι των φορολογικών ελαφρύνσεων, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε ποτέ υποστηρίξει προηγουμένως, ιδίως με την απόφασή της 93/337 για τις πιστώσεις φόρου του 1988, ότι ένα μέτρο μπορούσε να είναι «ειδικό» για τον λόγο και μόνον ότι το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται χρονικά ή ποσοτικά. Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω μεταβολής όσον αφορά τη νομική θεώρηση των πραγμάτων, οι επίμαχες Normas Forales έπρεπε να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.
224 Η Confebask συνάγει επίσης την ως άνω μεταβολή της στάσεως της Επιτροπής από το γεγονός ότι το αρμόδιο για υποθέσεις ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής δήλωσε, στις 17 Μαρτίου 1997, σε αντιπροσωπεία της Comunidad autónoma de La Rioja, αναφερόμενο σε καθεστώτα απαλλαγής από τον φόρο εταιριών, τα οποία είχαν θεσπίσει το 1993 τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa, ότι η εξέτασή τους δεν ήταν της αρμοδιότητας της «Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Κατά την Confebask, η δήλωση αυτή σημαίνει ότι η Επιτροπή είχε αρχικά θεωρήσει τα εν λόγω καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993 ως φορολογικά μέτρα γενικού χαρακτήρα και όχι ως κρατικές ενισχύσεις. Τέλος, η μεταβολή αυτή της στάσεως της Επιτροπής απορρέει από την ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις. Συναφώς, από την έκθεση της Επιτροπής C (2004) 434, της 9ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή της ως άνω ανακοινώσεως, προκύπτει ότι ο σκοπός της ανακοινώσεως αυτής δεν ήταν μόνο να διευκρινίσει τον τρόπο εφαρμογής στον τομέα αυτό των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, αλλά και να ενισχύσει την εφαρμογή τους.
225 Έναντι μιας τέτοιας εξελίξεως, η Confebask υποστηρίζει ότι οι επίμαχες Normas Forales πρέπει να χαρακτηριστούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.
226 Τέλος, η Confebask υπογραμμίζει ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα είχαν ως σκοπό να «προωθήσουν τις επενδύσεις, που δεν θα πραγματοποιούνταν ελλείψει κινήτρου». Εξ αυτού συνάγει ότι η αναζήτηση των επίμαχων ποσών οδηγεί σε απόσυρση των επενδύσεων. Επιπλέον, λόγω της επιβολής της σχετικής υποχρεώσεως οι επιχειρήσεις περιέρχονται σε δυσχερή κατάσταση.
227 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad autónoma de La Rioja, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού ως αβάσιμου.
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
228 Η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασυμβίβαστό τους προς την κοινή αγορά (απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 125 ανωτέρω, σκέψη 22, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως T-607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2319, σκέψη 148). Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, παρά μόνο μιας αποφάσεως περί ασυμβιβάστου προς την κοινή αγορά που παράγει αποτελέσματα για το μέλλον (απόφαση Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 147).
229 Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i του κανονισμού 659/1999, που άρχισε να ισχύει στις 16 Απριλίου 1999 και, επομένως, είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο της εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, προβλέπει ότι ως υφιστάμενες ενισχύσεις νοούνται «όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης».
230 Όσον αφορά, πρώτον, τις επίμαχες διατάξεις στην υπόθεση T-265/01, δεν αμφισβητείται ότι θεσπίστηκαν από το Territorio Histórico de Álava μεταξύ 1994 έως 1999, ήτοι σε περίοδο που το Βασίλειο της Ισπανίας ήταν ήδη κράτος μέλος.
231 Όμως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Confebask, οι εν λόγω διατάξεις που θεσπίστηκαν από το 1994 μέχρι το 1999 δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «ουσιωδώς όμοιες» προς τις διατάξεις του 1981, 1983 και 1984, για πιστώσεις φόρου, τις οποίες επικαλείται (βλ. σκέψη 218 ανωτέρω).
232 Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως από το σημείο 72 της αποφάσεως 2002/820 και από το δικόγραφο της προσφυγής της ίδιας της Confebask, προκύπτει ότι, αφενός, οι όροι εφαρμογής και, επομένως, ο κύκλος των δικαιούχων των πιστώσεων φόρου τροποποιήθηκαν και ότι, αφετέρου, η βάση επιβολής του φόρου και το ποσοστό των πιστώσεων φόρου επίσης τροποποιήθηκαν. Επιπλέον, οι διατάξεις των διαδοχικών Normas Forales, για τις πιστώσεις φόρου, έχουν περιορισμένο χρονικό πεδίο εφαρμογής. Επομένως, τροποποιήθηκε και η διάρκεια των σχετικών ενισχύσεων.
233 Όμως, τέτοιες τροποποιήσεις είναι ουσιώδεις υπό την έννοια της σχετικής νομολογίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2002, T-35/99, Keller και Keller Meccanica κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-261, σκέψη 62· της 30ής Απριλίου 2002, T-195/01 και T-207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2309, σκέψη 111, και Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 175).
234 Επομένως, οι επίμαχες διατάξεις που ίσχυαν στο Territorio Histórico de Álava δεν μπορούν να θεωρηθούν υφιστάμενες ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999.
235 Δεύτερον, η Confebask υποστηρίζει ότι οι επίμαχες Normas Forales αποτελούν συνέχεια των εγκριθεισών Normas Forales.
236 Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο».
237 Καταρχάς, στην υπόθεση T-270/01, η Confebask υποστηρίζει, συναφώς, ότι το Territorio Histórico de Guipúzcoa θέσπισε, στις 22 Απριλίου 1986 και στις 27 Απριλίου 1987, τις Normas Forales αριθ. 4/1986 και 14/1987, προβλέπουσες μέτρα ανάλογα προς εκείνα που αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.
238 Εντούτοις, αρκεί να διαπιστωθεί επ’ αυτού ότι η Confebask ουδόλως αποδεικνύει ότι οι διατάξεις αυτές του 1986 και του 1987 είχαν λάβει την έγκριση της Επιτροπής. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω διατάξεις προέβλεπαν φορολογικά πλεονεκτήματα μόνο για τα έτη 1986 και 1987. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η Norma Foral αριθ. 7/1997 της Guipúzcoa περιελάμβανε παρόμοιες διατάξεις, η επίμαχη ενίσχυση είναι νέα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 175).
239 Κατόπιν, στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, η Confebask υποστηρίζει ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου στα τρία Territorios Históricos και οι πιστώσεις φόρου του 1988, που φέρονται ότι εγκρίθηκαν από την Επιτροπή με την απόφασή της 93/337, «παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα» (βλ. σκέψη 221 ανωτέρω).
240 Όμως, αφενός, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι οι πιστώσεις φόρου του 1988 διαφέρουν ουσιωδώς από τις υπό κρίση, έναντι τόσο του ποσοστού της πιστώσεως φόρου όσο και του προβλεπομένου ορίου επενδύσεως αλλά και της σχετικής διάρκειας.
241 Αφετέρου, η Confebask ερμηνεύει εσφαλμένα την απόφαση 93/337 και το έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1995 της Επιτροπής. Πράγματι, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει τις επίμαχες ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά όχι μόνο διότι ήταν αντίθετες προς το άρθρο 43 ΕΚ, αλλά και διότι δεν ανταποκρίνονταν προς τις αρχές που ισχύουν στις διάφορες κατηγορίες ενισχύσεων, ιδίως στην κατηγορία των περιφερειακών ενισχύσεων, σ’ εκείνη των ενισχύσεων ανά τομέα, σ’ εκείνη των ενισχύσεων στις ΜΜΕ και στην αρχή που αφορά τη σώρευση ενισχύσεων (σημείο V της αποφάσεως 93/337). Όσον αφορά το έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1995, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή με αυτό απλώς σημειώνει το γεγονός ότι το επίμαχο φορολογικό καθεστώς δεν αντιβαίνει πλέον προς το άρθρο 43 ΕΚ, χωρίς ωστόσο να αποφαίνεται επί του αν το καθεστώς αυτό ικανοποιεί τις διάφορες αρχές που ισχύουν στις ενισχύσεις που μνημονεύει η απόφαση 93/337 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 48 και 49, και απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 237).
242 Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορούν να θεωρηθούν όμοιες προς εκείνες του 1988, οι επίμαχες πιστώσεις φόρου δεν μπορούν να θεωρηθούν εγκριθείσες από την Επιτροπή.
243 Τρίτον, η Confebask υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της μεταβολής της στάσεως της Επιτροπής έναντι των κριτηρίων επιλεκτικότητας, τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα έπρεπε να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.
244 Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση «κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος».
245 Η έννοια αυτή της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου (απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 71). Μια τέτοια μεταβολή μπορεί, να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικά κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2001, T-288/97, Regione autónoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1169, σκέψη 89).
246 Εν προκειμένω, το επιχείρημα της Confebask συνίσταται σε επίκληση της αλλαγής της μεθόδου εκτιμήσεως της Επιτροπής.
247 Όμως, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία που προβάλλει η Confebask δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα κριτήρια προσδιορισμού της επιλεκτικότητας που ακολούθησε η Επιτροπή κατά την εκτίμησή της των φορολογικών μέτρων έναντι του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ μεταβλήθηκαν κατόπιν της θεσπίσεως των επίδικων φορολογικών μέτρων.
248 Πράγματι, το γεγονός ότι, με την απόφασή 93/337, που επικαλείται η Confebask, η Επιτροπή στήριξε την επιλεκτικότητα των πιστώσεων φόρου του 1988 στην εφαρμογή ορισμένων κριτηρίων δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να διαπιστώσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων αυτών βάσει κάποιου άλλου κριτηρίου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 99). Επομένως, τούτο δεν σημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλα κριτήρια για να συναγάγει την ύπαρξη του επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων πιστώσεων φόρου, καθόσον με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών παρέχεται η δυνατότητα να συναχθεί η ύπαρξη μέτρου που οδηγεί σε «ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής» υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
249 Ομοίως, με την ανακοίνωση του 1998 περί ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα στις επιχειρήσεις, η Επιτροπή, που στηρίζεται ευρέως στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, παραθέτει διευκρινιστικά στοιχεία όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ στα φορολογικά μέτρα, χωρίς να αναγγέλλει ωστόσο μια μεταβολή των κριτηρίων εκτιμήσεως των φορολογικών μέτρων έναντι των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ (απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 79, και Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 83). Η έκθεση C(2004) 434 σχετικά με την εφαρμογή της ανακοινώσεως αυτής επιβεβαιώνει τον σκοπό διευκρινίσεως και ενισχύσεως της εφαρμογής, στα φορολογικά μέτρα, των κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων προκειμένου να μειωθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, διευκρινίζοντας ρητά ότι δεν σημαίνει μεταβολή της πρακτικής της Επιτροπής στον τομέα αυτό. Τέλος, μια ερώτηση ενός Ισπανού γερουσιαστή στην Ισπανική Κυβέρνηση, που περιέχει δηλώσεις στις οποίες φέρεται ότι προέβη το αρμόδιο για υποθέσεις ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια μιας συσκέψεως της 17ης Μαρτίου 1997, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς πιστοποίηση κάποιας μεταβολής της εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά τα κριτήρια επιλεκτικότητας.
250 Αφετέρου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Confebask απέδειξε μεταβολή της στάσεως της Επιτροπής σε σχέση με τα κριτήρια επιλεκτικότητας, ένα τέτοιο επιχείρημα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη «εξελίξεως της κοινής αγοράς» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999. Πράγματι, η εν λόγω έννοια της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της μόνο βάσει μιας αυστηρότερης εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 71).
251 Επομένως, η σχετική με την «εξέλιξη της κοινής αγοράς» προϋπόθεση υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999 δεν πληρούται και, επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα προϋπήρχαν πρέπει να απορριφθεί.
252 Τέλος, αλυσιτελώς προβάλλεται ως επιχείρημα η ύπαρξη δυσχερειών λόγω της υποχρεώσεως αναζητήσεως των ενισχύσεων, διότι ο χαρακτηρισμός μιας ενισχύσεως ως υφισταμένης ή ως νέας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι τέτοιων δυσχερειών.
253 Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου είναι νέες ενισχύσεις, που έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3 ΕΚ, και που δεν μπορούσαν να εκτελεστούν πριν η Επιτροπή λάβει τελική απόφαση επί των σχετικών μέτρων.
Επί του λόγου που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια και από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως (υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 καθώς και T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
254 Πρώτον, η Confebask προβάλλει, στο πλαίσιο των προσφυγών στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, μια διαδικαστικής φύσεως αιτίαση βάλλοντας κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Δεύτερον, οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 βάλλουν κατά της αναζητήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, με την αιτιολογία ότι η αναζήτηση αυτή αντιβαίνει προς τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και της ίσης μεταχειρίσεως.
1. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια
Επιχειρήματα των διαδίκων
255 Η Confebask προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, τα συμπληρωματικά επιχειρήματα που ανέπτυξε σε έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2000. Όμως, η προθεσμία που τάσσεται προς υποβολή παρατηρήσεων δεν είναι αποκλειστική. Αρνούμενη να λάβει υπόψη το επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή παρεξέκλινε από τη συνήθη ελαστική πρακτική της και προσέβαλε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, η αρχή της χρηστής διοικήσεως την υποχρεώνει να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κάθε υποθέσεως.
256 Η Confebask διατείνεται επίσης ότι οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις της μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, διότι η Επιτροπή εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις μόλις επτά μήνες αργότερα, στις 11 Ιουλίου 2001. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις της στηρίζονταν σε ένα νέο πραγματικό περιστατικό, ήτοι στην έκδοση της αποφάσεως 2001/168/ΕΚΑX Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για τον φόρο εταιρειών (ΕΕ 2001, L 60, σ. 57).
257 Τέλος, η Confebask εκθέτει ότι εμμένει επί των σχετικών επιχειρημάτων, προκειμένου να τα εξετάσει το Πρωτοδικείο.
258 Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
259 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 ορίζει τα ακόλουθα:
«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή […] καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»
260 Εν προκειμένω, η Confebask υπέβαλε παρατηρήσεις στην Επιτροπή στις 4 Ιανουαρίου και στις 13 Απριλίου 2000, ήτοι εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, που έταξε η Επιτροπή (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Αντιθέτως, οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις της Confebask, που υποβλήθηκαν στις 29 Δεκεμβρίου 2000 και πρωτοκολλήθηκαν στις 3 Ιανουαρίου 2001, δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, με την αιτιολογία ότι περιήλθαν σ’ αυτήν μετά τη σχετική προθεσμία και ότι η Confebask ουδέποτε ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε ταχθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (σημείο 50 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 46 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894).
261 Η Confebask επικαλείται, κατ’ ουσίαν, τη συνήθη πρακτική της Επιτροπής, η οποία, κατ’ αυτήν, στηρίζει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της στο ότι οι παρατηρήσεις της θα λαμβάνονταν υπόψη, έστω και κατατιθέμενες εκπροθέσμως.
262 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, έχει δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως (βλ. απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
263 Όμως, εν προκειμένω, η Confebask ουδόλως αποδεικνύει ότι η Επιτροπή της εγγυήθηκε, με συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, ότι οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις, ακόμα και εκπρόθεσμες, θα λαμβάνονταν υπόψη και αν δεν υποβαλλόταν αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας. Η Confebask, που επικαλείται την πρακτική της Επιτροπής, ουδόλως στηρίζει τους ισχυρισμούς της επ’ αυτού.
264 Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί συναφώς.
265 Εξάλλου, η Confebask υποστηρίζει ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της είναι αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.
266 Η νομολογία δέχεται ότι, μεταξύ των εγγυήσεων που προβλέπει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμοδίου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14, και Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 62).
267 Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (βλ. σκέψη 259 ανωτέρω) προκύπτει ότι, στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις στην Επιτροπή, η οποία έχει καθήκον, στη συνέχεια, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των παρατηρήσεων αυτών, να λάβει απόφαση διαπιστώνουσα την ανυπαρξία ενισχύσεως ή την ύπαρξη ενισχύσεως σύμφωνης προς την κοινή αγορά. Η διάταξη αυτή αποτελεί έτσι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, την έκφραση των αρχών που δέχεται η νομολογία περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 266 ανωτέρω.
268 Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία διαπιστώνεται, εν προκειμένω, ότι δεν τηρήθηκε όσον αφορά τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της Confebask της 29ης Δεκεμβρίου 2000. Επιβάλλεται η διαπίστωση επίσης ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα κάποιου ενδιαφερομένου να υποβάλει νέες παρατηρήσεις στην Επιτροπή με δική του μόνο πρωτοβουλία και μετά την εκπνοή της προς τούτο προβλεπομένης προθεσμίας.
269 Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να ζητούν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως κράτος μέλος και δεν μπορούν να επικαλούνται τόσο εκτεταμένα δικαιώματα όσο τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθαυτά (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 83, και απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 198 ανωτέρω, σκέψεις 192 και 193). Οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν μπορούν να επιτρέψουν στον κοινοτικό δικαστή να διευρύνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που παρέχουν στους ενδιαφερομένους, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο (απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 198 ανωτέρω, σκέψη 194).
270 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός της Confebask ότι η απόφαση 2001/168 αποτελεί νέο γεγονός που δικαιολογεί την κατάθεση συμπληρωματικών παρατηρήσεών της δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 269 ανωτέρω.
271 Εν πάση περιπτώσει, η Confebask ουδόλως αποδεικνύει ότι η απόφαση 2001/168 έχει κάποια σημασία για την υπό κρίση υπόθεση. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι οι εξετασθείσες φορολογικές εκπτώσεις κρίθηκαν μεν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, αλλά, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, η Επιτροπή δεν διέταξε την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων στηριζόμενη στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η εν λόγω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη απέρρεε, αφενός, από την ύπαρξη μιας προηγουμένης αποφάσεως δεχόμενης ότι ένα άλλο παρεμφερές καθεστώς δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, από μιαν απάντηση της ίδιας της Επιτροπής, κατάσταση που είναι διαφορετική από αυτήν της υπό κρίση υποθέσεως.
272 Κατά συνέπεια, η Confebask δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως παραλείποντας να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της εν προκειμένω.
273 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας πρέπει να απορριφθεί.
2. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
274 Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι βάλλουν κατά της υποχρεώσεως αναζητήσεως που επιβάλλουν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, στηριζόμενοι στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
275 Εκθέτουν ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εθνικών αρχών και των επιχειρηματιών μπορεί να απορρέει από την έλλειψη αντιδράσεως της Επιτροπής στα μέτρα των οποίων αυτή έλαβε γνώση και από την κατάσταση αμφιβολίας που δημιούργησε με τον τρόπο αυτόν κατά τη διάρκεια πολλών ετών.
276 Η Confebask υποστηρίζει επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών στο κύρος των γενικών κανόνων περί παροχής φορολογικών ελαφρύνσεων πρέπει να γίνεται δεκτή πιο εύκολα παρά στην περίπτωση μιας ατομικής ενισχύσεως.
277 Τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco υποστηρίζουν ότι η νομολογία κατά την οποία η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει την προηγούμενη κοινοποίηση που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, όπως προβλέπεται στον τομέα των ατομικών ενισχύσεων, δεν μπορεί να μεταφερθεί στα καθεστώτα ενισχύσεων.
278 Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι θεωρούν ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής έπεισε τους επιχειρηματίες ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα δεν ήταν επιλήψιμα από πλευράς κοινοτικού δικαίου.
279 Πρώτον, επικαλούνται την απόφαση 93/337, περί των πιστώσεων φόρου του 1988.
280 Κατά την Confebask, η Επιτροπή, επειδή δεν διατύπωσε κριτική κατά των πιστώσεων φόρου του 1988 έναντι των κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την απόφασή της 93/337, δημιούργησε συναφώς εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή θεώρησε μόνον ότι οι πιστώσεις φόρου δεν ήταν σύμφωνες προς τους κανόνες περί ελευθερίας εγκαταστάσεως. Όταν τούτο διορθώθηκε, δέχθηκε με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1995 ότι το Βασίλειο της Ισπανίας με τον τρόπο αυτόν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του. Όμως, οι επίμαχες Normas Forales παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τις εν λόγω πιστώσεις φόρου του 1988. Η Confebask αναγνωρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την απόφαση Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, αλλά υποστηρίζει ότι τούτο δεν εμποδίζει το Πρωτοδικείο να ακυρώσει, εν προκειμένω, την υποχρέωση αναζητήσεως των ήδη καταβληθεισών ενισχύσεων. Υποστηρίζει ότι οι διάδικοι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, είχαν επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όχι μόνον για να αμφισβητήσουν την αναζήτηση, αλλά και για να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως της πιστώσεως φόρου που τους είχε παρασχεθεί. Όμως, τα κριτήρια που ισχύουν στον τομέα του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως είναι διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν στον τομέα της αναζητήσεως. Έτσι, η διαπίστωση ότι μια ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την αναζήτησή της.
281 Τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco εκθέτουν ότι η Επιτροπή δεν στήριξε την απόφασή της 93/337 στο ελάχιστο όριο του ποσού των επενδύσεων που απαιτείτο για τη χορήγηση των πιστώσεων φόρου του 1988. Η Επιτροπή βασίστηκε στην ύπαρξη ενός περιφερειακού κριτηρίου επιλογής και στον αποκλεισμό ορισμένων δραστηριοτήτων. Κατά τις Cámaras Oficiales de Comercio e Industria, η Επιτροπή χρησιμοποίησε μόνον το τελευταίο αυτό κριτήριο. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, προκύπτει a contrario από την απόφαση 93/337 ότι ένας περιορισμός του ποσού των επενδύσεων όσον αφορά τη χορήγηση της ενισχύσεως δεν αποτελεί κριτήριο επιλεκτικότητας. Επιπλέον, η απόφαση αυτή δεν επέβαλε την αναζήτηση των ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγόντων και των υπέρ αυτών παρεμβαινόντων διαδίκων στηρίζοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις στην ύπαρξη ενός όρου περί χορηγήσεως των επίμαχων φορολογικών ελαφρύνσεων αφορώντος το ελάχιστο όριο επενδύσεως. Η Επιτροπή αλυσιτελώς απαντά ότι δεν πρέπει να εξαντλεί όλα τα δυνατά κριτήρια επιλεκτικότητας, διότι ένας τέτοιος τρόπος ενεργείας είναι αντίθετος προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.
282 Δεύτερον, οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επικαλούνται τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993 και τη στάση της Επιτροπής έναντι αυτών. Κατά τη γνώμη τους, τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993 προέβλεπαν ιδίως πιστώσεις φόρου 25 %, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων ένα ελάχιστο όριο επενδύσεως 80 εκατομμυρίων ESP, συγκρίσιμες προς αυτές των επίμαχων πιστώσεων φόρου εν προκειμένω. Όμως, υπογραμμίζουν ότι η Επιτροπή, που είχε γνώση των καθεστώτων του 1993 από τον χρόνο της καταγγελίας της 14ης Μαρτίου 1994, που πρωτοκολλήθηκε στις 28 Απριλίου 1994, δεν τις κήρυξε ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά παρά μόνο με τις αποφάσεις 2003/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στην Álava (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 17, σ. 20)· 2003/86/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Vizcaya (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 40, σ. 11), και 2003/192/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Guipúzcoa (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 77, σ. 1), που αποτελούν το αντικείμενο των προσφυγών στις υποθέσεις T-86/02 έως T-88/02.
283 Οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria επικαλούνται επίσης τη συμπεριφορά της Επιτροπής, κατόπιν της καταγγελίας της 14ης Μαρτίου 1994 σχετικά με τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993. Υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίδικων πιστώσεων φόρου.
284 Τρίτον, τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις που είχε λάβει η Επιτροπή στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Demesa και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών στις επίμαχες Normas Forales. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν μόνον τη χορήγηση, ατομικά, μιας πιστώσεως φόρου σε δύο επιχειρήσεις οι οποίες ελάμβαναν, επιπλέον, και άλλες ενισχύσεις.
285 Τέταρτον, οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria, παρεμβαίνουσες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, επικαλούνται τη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας εν προκειμένω. Υπογραμμίζουν ότι οι αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως δημοσιεύθηκαν μόλις στις 4 Δεκεμβρίου 1999 και στις 11 Μαρτίου 2000, ενώ η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι το ζήτημα των επίμαχων πιστώσεων φόρου είχε εξεταστεί σε μια σύσκεψη της 17ης Μαρτίου 1997 μεταξύ του αρμοδίου για υποθέσεις ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής και μιας αντιπροσωπείας της Comunidad autónoma de La Rioja. Τονίζουν, συναφώς, την καθυστέρηση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και επικαλούνται παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής του καθήκοντος επιδείξεως επιμελείας και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, καθώς και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου.
286 Πέμπτον, κατά τους προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, οι αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως δεν αναφέρουν ούτε την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των επίμαχων φορολογικών διατάξεων, ούτε την ύπαρξη μιας ενδεχόμενης υποχρεώσεως αναζητήσεως σε περίπτωση που οι τελικές αποφάσεις επιβεβαιώσουν την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων.
287 Έκτον, η Confebask επικαλείται την αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας, και οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υποστηρίζουν ότι η διάρκεια των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, 23 μήνες εν προκειμένω, αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα υπό την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1987, 223/85, RSV κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 4617), ικανή να εμποδίσει την αναζήτηση των ενισχύσεων.
288 Έβδομον, οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria υποστηρίζουν ότι, σε πολύ παρεμφερείς υποθέσεις, η Επιτροπή αυτεπαγγέλτως έλαβε υπόψη στοιχεία που στηρίζουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν προχώρησε σε αναζήτηση παράνομων ενισχύσεων. Παραθέτουν ιδίως τις αποφάσεις της Επιτροπής για τα λεγόμενα συντονιστικά κέντρα [απόφαση 2003/81/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Αυγούστου 2002, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζει η Ισπανία στα «συντονιστικά κέντρα της Βισκαϊκής» (ΕΕ 2003, L 31, σ. 26)· απόφαση 2003/512/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων της Γερμανίας υπέρ των κέντρων ελέγχου και συντονισμού (ΕΕ 2003, L 177, σ. 17)· απόφαση 2003/438/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2002, για το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων C 50/2001 (πρώην NN 46/2000) – Εταιρείες χρηματοδότησης – που εφάρμοσε το Λουξεμβούργο (ΕΕ 2003, L 153, σ. 40), και απόφαση 2004/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης (ΕΕ 2004, L 23, σ. 1)]. Επικαλούνται επίσης την απόφαση 2001/168. Υποστηρίζουν ότι από την εν λόγω πρακτική λήψεως αποφάσεων προκύπτει επίσης προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
289 Τέλος, οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση αναζητήσεως όφειλε να περιοριστεί στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
290 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Comunidad Autonóma de La Rioja, ζητεί την απόρριψη της αιτιάσεως αυτής.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της διάρκειας της προκαταρκτικής εξετάσεως
291 Οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria, παρεμβαίνουσες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας συνιστά προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως (βλ. σκέψη 285 ανωτέρω).
292 Όσον αφορά το παραδεκτό της αιτιάσεως αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ισχύει στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού, το δικόγραφο της παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο εκτός από την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Πάντως, καίτοι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα του παρεμβαίνοντος να προβάλει επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, εντούτοις τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T-2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1121, σκέψη 52).
293 Επομένως, για να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του παραδεκτού των λόγων που επικαλείται ένας παρεμβαίνων, πρέπει να εξακριβώσει ότι οι ως άνω λόγοι συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως τούτο καθορίστηκε από τους κύριους διαδίκους.
294 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά της διάρκειας της διαδικασίας έναντι της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σκέψη 287 ανωτέρω). Επομένως, η αιτίαση που προβάλλουν οι παρεμβαίνουσες, μολονότι διαφορετική από εκείνες των προσφευγόντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό καθορίστηκε από τους προσφεύγοντες και ότι δεν έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του πλαισίου της διαφοράς αυτής. Επομένως, είναι παραδεκτή.
295 Όσον αφορά την ουσία, οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria επικαλούνται την καθυστέρηση της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
296 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή έλαβε γνώση των επίμαχων φορολογικών διατάξεων και μέχρι τις 16 Απριλίου 1999, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 659/1999, δεν προβλέπονταν σχετικά κάποια ειδική προθεσμία ενέργειας. Όφειλε πάντως να προσπαθήσει να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να σεβαστεί τη θεμελιώδη απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 269 ανωτέρω, σκέψη 140, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-346/03 και C-529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-1875, σκέψη 61).
297 Πράγματι, η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να προβαίνει, προς ορθή εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση των κρατικών μέτρων που αποτελούν το αντικείμενο καταγγελίας. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της εξετάσεως μιας καταγγελίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή και την πολυπλοκότητα της υποθέσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2006, T-395/04, Air One κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1343, σκέψη 61).
298 Εν προκειμένω, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση των πιστώσεων φόρου που θεσπίστηκαν με τις επίμαχες φορολογικές νομοθεσίες από τις πληροφορίες που συνελλέγησαν επ’ ευκαιρία των διαδικασιών που κινήθηκαν για κρατικές ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων Demesa και Ramondín, που αποτέλεσαν το αντικείμενο καταγγελιών αντιστοίχως στις 11 Ιουνίου 1996 και στις 2 Οκτωβρίου 1997.
299 Εξάλλου, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι, με έγγραφα της 17ης Αυγούστου 1999, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βασίλειο της Ισπανίας περί της αποφάσεώς της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά τα τρία επίμαχα καθεστώτα.
300 Επομένως, παρήλθε χρονικό διάστημα, εκτιμώμενο σε 38 μήνες (από τον Ιούνιο του 1996 μέχρι τον Αύγουστο του 1999) από τη στιγμή που η Επιτροπή έλαβε γνώση των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων μέχρι εκείνη της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
301 Ωστόσο, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα, που παρατάθηκαν με κάποιες τροποποίησεις μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999 όσον αφορά την πίστωση φόρου στην Álava, απαιτούσαν σε βάθος εξέταση της ισπανικής νομοθεσίας εκ μέρους της Επιτροπής, καθώς και εξέταση περίπλοκων πραγματικών και νομικών ζητημάτων.
302 Δεύτερον, όσον αφορά το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι εν λόγω πιστώσεις φόρου, μέχρι τον χρόνο της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 17 Αυγούστου 1999, η Επιτροπή προέβη, ιδίως, σε εξέταση των καταγγελιών κατά των φορολογικών πλεονεκτημάτων υπέρ της Demesa και της Ramondín, μετά την οποία αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, στις 16 Δεκεμβρίου 1997, όσον αφορά την Demesa και, στις 30 Απριλίου 1999, όσον αφορά τη Ramondín. Στη συνέχεια, εξέδωσε τις αποφάσεις 1999/718 (Demesa) και 2000/795 (Ramondín).
303 Όμως, ακόμα και αν επρόκειτο για ατομικές ενισχύσεις, οι επίδικες πιστώσεις φόρου στις υποθέσεις αυτές χορηγήθηκαν βάσει της έκτης συμπληρωματικής διατάξεως της Norma Foral αριθ. 22/1994 της Álava, επίμαχη εν προκειμένω εντός του Territorio Histórico de Álava (υποθέσεις T-227/01 και T-265/01), η οποία δεν αμφισβητείται ότι είναι ανάλογη προς τις επίμαχες διατάξεις εντός των Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa (υποθέσεις T-228/01, T-229/01, T-266/01 και T-270/01).
304 Τρίτον, διαπιστώνεται ότι για τη διάρκεια της διαδικασίας ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, οι ισπανικές αρχές.
305 Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας μόλις στις 2 Ιουνίου 1999. Έτσι, όσον αφορά την πίστωση φόρου που ίσχυε εντός του Territorio Histórico de Álava, η Επιτροπή έλαβε σχετικές πληροφορίες μόνο μέσω δύο καταγγελιών σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων Demesa και Ramondín. Στη συνέχεια, επιπλέον της συσκέψεως της 17ης Μαρτίου 1997 μεταξύ της Comunidad autónoma de La Rioja και των υπηρεσιών της Επιτροπής περί της οποίας κάνουν λόγο οι διάδικοι, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κάνουν λόγο για ανεπίσημες πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά τις πιστώσεις φόρου που ίσχυαν εντός των Territorios Históricos de Vizcaya και de Guipúzcoa (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω).
306 Έτσι, στις 15 Μαρτίου 1999 η Επιτροπή απηύθυνε αίτημα παροχής πληροφοριών στις ισπανικές αρχές σχετικό με τα ως άνω μη κοινοποιηθέντα καθεστώτα ενισχύσεων. Οι αρχές αυτές ζήτησαν δύο φορές παράταση της ταχθείσας προθεσμίας για να απαντήσουν. Τελικά, απάντησαν μόλις στις 2 Ιουνίου 1999.
307 Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου της υποθέσεως και των περιστάσεων που κατατέθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή, κινώντας την επίσημη διαδικασία έρευνας στις 17 Αυγούστου 1999, δεν προσέβαλε με τη συμπεριφορά της τη γενική αρχή της ασφαλείας δικαίου.
308 Τέλος, διαπιστώνεται ότι τα σχετικά με παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της χρηστής διοικήσεως επιχειρήματα συνδέονται στενά, κατ’ ουσίαν, με το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της ασφαλείας δικαίου λόγω της διάρκειας της προκαταρκτικής εξετάσεως και, επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν.
309 Συμπερασματικά, η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
310 Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικώς, ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε με τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 14, και απόφαση Regione autónoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 64).
311 Πράγματι, μια περιφερειακή κρατική αρχή και ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιώνονται ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 310 ανωτέρω, σκέψη 14, και της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 51· απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 236).
312 Εξάλλου, αφού το άρθρο 88 ΕΚ δεν διακρίνει ανάλογα με το αν πρόκειται για καθεστώτα ενισχύσεων ή για ατομικές ενισχύσεις, οι αρχές αυτές ισχύουν και σε περίπτωση καθεστώτων ενισχύσεων, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Confebask (σκέψη 276 ανωτέρω).
313 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι πιστώσεις φόρου, τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, θεσπίστηκαν χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.
314 Ωστόσο, η νομολογία δεν αποκλείει τη δυνατότητα των δικαιούχων παράνομης ενισχύσεως, λόγω μη κοινοποιήσεώς της, όπως συμβαίνει με τα επίμαχα καθεστώτα εν προκειμένω, να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες μπορούσαν νομίμως να στηρίξουν την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, προκειμένου να αντιταχθούν στην επιστροφή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1993, C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1993, σ. I-3131, σκέψη 18· βλ., επ’ αυτού, απόφαση Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 51· βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-126/96 και T-127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3437, σκέψεις 69 και 70· ΕΚTM κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 122, και Regione autónoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, σκέψη 245 ανωτέρω, σκέψη 107).
315 Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, που δεν είναι επιχειρηματίες, αλλά οι περιφερειακές αρχές που θέσπισαν τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων, δικαιούνται να επικαλεστούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Regione autónoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 66), θα πρέπει να εξεταστεί, έναντι των αρχών αυτών, αν τα προβαλλόμενα επιχειρήματα στοιχειοθετούν εξαιρετικές περιστάσεις, ικανές να στηρίξουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων.
316 Οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα των επίμαχων καθεστώτων, λόγω, πρώτον, της αποφάσεώς της 93/337, σχετικά με τις πιστώσεις φόρου του 1988, δεύτερον, λόγω της στάσεως που τήρησε έναντι των καθεστώτων του 1993, τρίτον, λόγω της εκτός λογικών ορίων διάρκειας της διαδικασίας και, τέταρτον, λόγω του ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν μνημονεύει ορισμένα στοιχεία.
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από την απόφαση 93/337
317 Η Confebask υποστηρίζει ότι οι πιστώσεις φόρου του 1988 έχουν μεγάλες ομοιότητες με τις υπό κρίση και ότι η Επιτροπή δεν τις χαρακτήρισε ως ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, πράγμα το οποίο δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τις επίμαχες πιστώσεις φόρου. Επικαλείται συναφώς την απόφαση 93/337, καθώς και το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Φεβρουαρίου 1995, με το οποίο η τελευταία σημείωσε ότι οι ισπανικές αρχές συμμορφώθηκαν προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 93/337, που τους επέβαλλε να τροποποιήσουν το φορολογικό τους σύστημα προκειμένου να εξαλείψουν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις έναντι του άρθρου 43 ΕΚ.
318 Όμως, όσον αφορά την απόφαση 93/337, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η Confebask την αντιλαμβάνεται εσφαλμένα, όπως αποδείχθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 241 ανωτέρω). Πράγματι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις επίμαχες ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά όχι μόνον διότι ήταν αντίθετες προς το άρθρο 43 ΕΚ, αλλά και διότι δεν ανταποκρίνονταν προς τις αρχές που ισχύουν στις διάφορες κατηγορίες ενισχύσεων, ιδίως στην κατηγορία των περιφερειακών ενισχύσεων, σ’ εκείνη των ενισχύσεων ανά τομέα, σ’ εκείνη των ενισχύσεων στις ΜΜΕ και στην αρχή που αφορά τη σώρευση ενισχύσεων (σημείο V της αποφάσεως 93/337).
319 Όσον αφορά το έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1995, διαπιστώθηκε στη σκέψη 241 ανωτέρω ότι με αυτό η Επιτροπή απλώς σημειώνει το γεγονός ότι το επίμαχο φορολογικό καθεστώς δεν παραβιάζει πλέον το άρθρο 43 ΕΚ, χωρίς ωστόσο να αποφαίνεται επί του αν το καθεστώς αυτό ικανοποιεί τις διάφορες αρχές που ισχύουν στις ενισχύσεις που μνημονεύει η απόφαση 93/337 (απόφαση Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 48, που επιβεβαιώνει την απόφαση Demesa, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 237).
320 Εξάλλου, η Confebask υποστηρίζει ότι η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, δεν εμποδίζει τη δυνατότητα ακυρώσεως, εν προκειμένω, της υποχρεώσεως αναζητήσεως, καθόσον οι προσφεύγοντες στην υπόθεση αυτή επικαλέστηκαν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όχι μόνον για να αμφισβητήσουν την αναζήτηση, αλλά και για να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως της πιστώσεως φόρου που τους είχε χορηγηθεί. Όμως, διαπιστώνεται ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δεν είναι ικανό να κλονίσει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε τις πιστώσεις φόρου του 1988 σύμφωνες προς τους κανόνες που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
321 Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες πιστώσεις φόρου μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανάλογες προς τις πιστώσεις φόρου του 1988, η απόφαση 93/337 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει κάποια εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων πιστώσεων φόρου εν προκειμένω.
322 Τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco υπογραμμίζουν ότι, με την απόφαση 93/337, η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αντίρρηση σχετικά με το γεγονός ότι η εφαρμογή της πιστώσεως φόρου εξηρτάτο από ένα ελάχιστο όριο επενδύσεως. Επομένως, εκτιμώντας, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι η προϋπόθεση περί ελαχίστου ορίου επενδύσεως 2,5 δισεκατομμυρίων ESP προσδίδει επιλεκτικό χαρακτήρα στην πίστωση φόρου και τροποποιώντας με τον τρόπο αυτόν τα κριτήρια εκτιμήσεως της επιλεκτικότητας, η Επιτροπή προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιούργησε η απόφαση 93/337.
323 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα φορολογικά μέτρα τα οποία αφορά η απόφαση 93/337 είναι διαφορετικά από εκείνα τα οποία αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Πράγματι, η απόφαση 93/337 αφορά τις φορολογικές ενισχύσεις που συστήθηκαν με τις Normas Forales αριθ. 28/1988 της Álava, αριθ. 8/1988 της Vizcaya και αριθ. 6/1988 της Guipúzcoa.
324 Καίτοι οι διατάξεις αυτές του 1988 προβλέπουν μεταξύ άλλων μια πίστωση φόρου στην ισπανική Χώρα των Βάσκων, εντούτοις, το γεγονός ότι, με την απόφασή της 93/337 η Επιτροπή στήριξε την επιλεκτικότητα των πιστώσεων φόρου του 1988 στη διαπίστωση ότι δεν εφαρμόζονταν παρά μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις και ότι κάποιες δραστηριότητες δεν υπάγονταν σ’ αυτές (σημείο III της αποφάσεως 93/337) δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει την επιλεκτικότητα των μέτρων αυτών βάσει άλλου κριτηρίου (απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 99).
325 Το επιχείρημα που αντλείται από προσβολή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το οποίο προβάλλουν οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria, δεν θίγει τη διαπίστωση αυτή, διότι ένα μόνο στοιχείο μπορεί να αρκεί για δικαιολογήσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εξεταζόμενου μέτρου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 167 ανωτέρω, σκέψεις 120 και 121). Επομένως, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη συναφώς να προβαίνει σε εξαντλητική μελέτη.
326 Επομένως, η απόφαση 93/337, που ορίζει επιπλέον ότι οι πιστώσεις φόρου του 1988 ήταν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, δεν μπορεί να αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων πιστώσεων φόρου εν προκειμένω.
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από τα καθεστώτα του 1993 και από τη στάση της Επιτροπής έναντι αυτών
327 Οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επικαλούνται τα καθεστώτα του 1993 και το γεγονός ότι η στάση της Επιτροπής έναντι αυτών δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων πιστώσεων φόρου. Κατ’ αυτούς, οι Normas Forales του 1993 προβλέπουν τόσο φοροαπαλλαγές όσο και πίστωση φόρου 25 %.
328 Αφενός, οι απαλλαγές από τον φόρο εταιριών, που θεσπίστηκαν με τα άρθρα 14 των Normas Forales αριθ. 18/1993, 5/1993 και 11/1993, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των προσφυγών στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-30/01 έως T-32/01 και T-86/02 έως T-88/02, δεν μπορούν να θεωρηθούν ανάλογες προς τις επίμαχες πιστώσεις φόρου εν προκειμένω. Πράγματι, η φορολογική τεχνική και η έκταση των πλεονεκτημάτων διαφέρουν. Έτσι, οι επίμαχες πιστώσεις φόρου εν προκειμένω ανέρχονται στο 45 % των «επιλέξιμων» επενδύσεων, υπολογιζόμενες επί του τελικού καταβλητέου ποσού του φόρου, ενώ τα καθεστώτα του 1993 προέβλεπαν απαλλαγή από το φόρο εταιριών κατά τη διάρκεια δέκα ετών για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις. Ομοίως, οι όροι εφαρμογής δεν είναι ανάλογοι, καθόσον οι επίμαχες Normas Forales επιφυλάσσουν τις πιστώσεις φόρου στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε επενδύσεις άνω των 2,5 δισεκατομμυρίων ESP, ενώ τα καθεστώτα του 1993 μπορούσαν να καλύπτουν τις νεοσύστατες επιχειρήσεις, που άρχιζαν τη δραστηριότητά τους με ελάχιστο μη δεσμευμένο κεφάλαιο 20 εκατομμύρια ESP και που προέβαιναν σε επένδυση 80 εκατομμυρίων ESP εντός ορισμένου χρόνου, δημιουργώντας τουλάχιστον δέκα θέσεις εργασίας. Οι δύο φορολογικές ελαφρύνσεις διακρίνονται επίσης λόγω του περιεχομένου τους. Πράγματι, οι πιστώσεις φόρου συνδέονται με συγκεκριμένη φορολογική χρήση, έστω και αν η εφαρμογή τους παρατάθηκε επανειλημμένα. Αντιθέτως, τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993 κάλυπταν μόνον τις επιχειρήσεις που άρχιζαν τη δραστηριότητά τους μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος των Normas Forales που τα θέσπισαν και της 31ης Δεκεμβρίου 1994.
329 Επομένως, όποια και αν ήταν η στάση της Επιτροπής έναντι των φοροαπαλλαγών του 1993, τούτο δεν μπορεί να έχει καμία συνέπεια όσον αφορά τη νομιμότητα των επίμαχων πιστώσεων φόρου.
330 Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, όπως τόνισε το Πρωτοδικείο με την απόφασή του όσον αφορά τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής του 1993, κανένα από τα πραγματικά ή άλλα στοιχεία που προβάλλουν οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι σχετικά με τη στάση της Επιτροπής έναντι των φοροαπαλλαγών του 1993, που επαναλαμβάνονται εν προκειμένω, δεν αποδεικνύει ότι η στάση αυτή της Επιτροπής αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων φοροαπαλλαγών στις υποθέσεις αυτές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T-30/01 έως T-32/01 και T-86/02 έως T-88/02, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 278 έως 317).
331 Επομένως, η στάση της Επιτροπής έναντι των καθεστώτων φοροαπαλλαγής του 1993 δεν μπορεί να αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων πιστώσεων φόρου εν προκειμένω.
332 Αφετέρου, όσον αφορά την πίστωση φόρου 25 % την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτή μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια προς τις επίμαχες εν προκειμένω πιστώσεις φόρου ύψους 45 %, οι προσφεύγοντες ουδόλως στηρίζουν το επιχείρημα ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή, και, επομένως, η στάση της έναντι των μέτρων φοροαπαλλαγής του 1993, κάλυπτε επίσης την πίστωση φόρου 25 %.
333 Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται στα καθεστώτα του 1993 και στη στάση της Επιτροπής έναντι αυτών δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από τη διάρκεια της διαδικασίας
334 Η Confebask, προσφεύγουσα στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, επικαλείται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της «αδικαιολόγητα μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας». Οι δε προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επικαλούνται παραβίαση της ίδιας αρχής λόγω της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
335 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, στις περιπτώσεις ενδεχόμενης υπάρξεως παράνομων ενισχύσεων η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις προθεσμίες που ισχύουν στον τομέα των κοινοποιουμένων ενισχύσεων.
336 Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου περί του σταδίου είτε της προκαταρκτικής εξετάσεως είτε της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και τα συμφέροντα που έχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 167 ανωτέρω, σκέψη 53· όσον αφορά τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως, απόφαση Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 122· όσον αφορά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, T-190/00, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5015, σκέψεις 136 και 139).
337 Εν προκειμένω, το διάρκειας 38 μηνών στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως (βλ. σκέψη 300 ανωτέρω) έληξε με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 17 Αυγούστου 1999 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Η Επιτροπή εξέδωσε στη συνέχεια τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στις 11 Ιουλίου 2001. Επομένως, η επίσημη διαδικασία έρευνας διήρκεσε 23 μήνες και η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι 5 έτη και 1 μήνας.
338 Από την εξέταση της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου (βλ. σκέψεις 301 έως 307 ανωτέρω) προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως δεν είχε υπερβολική διάρκεια.
339 Όσον αφορά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατόπιν του εγγράφου της Επιτροπής της 17ης Αυγούστου 1999, που ενημέρωσε το Βασίλειο της Ισπανίας περί της κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, το κράτος αυτό κατέθεσε παρατηρήσεις, που πρωτοκολλήθηκαν στην Επιτροπή στις 12 Νοεμβρίου 1999. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους, οι ισπανικές αρχές θεώρησαν ότι δεν ήταν αναγκαίο να απαντήσουν στα αιτήματα της Επιτροπής, που είχαν διατυπωθεί στο πλαίσιο της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως των επίμαχων πιστώσεων φόρου (σημείο 43 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 39 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894· βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).
340 Εξάλλου, άλλοι οργανισμοί κατέθεσαν παρατηρήσεις τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2000 όσον αφορά την Álava, και τον Ιανουάριο του 2000 όσον αφορά τη Vizcaya και τη Guipúzcoa. Η Επιτροπή κοινοποίησε τα σχετικά σχόλια στις ισπανικές αρχές τον Μάρτιο του 2000 σχετικά με την πίστωση φόρου της Vizcaya και της Guipúzcoa, και τον Μάιο του 2000 σχετικά με την πίστωση της Álava. Οι ισπανικές αρχές δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικές με τα σχόλια αυτά, μολονότι υπέβαλαν αίτημα παρατάσεως της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας (σημείο 52 της αποφάσεως 2002/820· σημείο 60 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894· βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).
341 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι ισπανικές αρχές συνέβαλαν, τουλάχιστον εν μέρει, με τη συμπεριφορά τους, στη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως.
342 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων αυτών και του γενικού πλαισίου της υποθέσεως, της περιπλοκότητας των επίμαχων μέτρων και των διακυβευομένων συμφερόντων, η διάρκεια της διαδικασίας της εξετάσεως στο σύνολό της δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική.
343 Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επικαλούνται την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 287 ανωτέρω, κατά την οποία η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη και ότι πρέπει να καταργηθεί και να αναζητηθεί από το κράτος μέλος μπορεί να δημιουργήσει σε ορισμένες περιπτώσεις δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων της ενισχύσεως ικανή να εμποδίσει την Επιτροπή να υποχρεώσει το κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως. Με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 287 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 26 μηνών που παρήλθε μέχρις ότου εκδώσει η Επιτροπή την απόφασή της στην ως άνω υπόθεση είχε δημιουργήσει στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ικανή να εμποδίσει το κοινοτικό αυτό όργανο να υποχρεώσει τις εμπλεκόμενες εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως.
344 Εντούτοις, οι περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή ήταν εξαιρετικές και δεν παρουσιάζουν καμία ομοιότητα με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, η επίμαχη ενίσχυση είχε αποτελέσει το αντικείμενο μιας επίσημης διαδικασίας κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, έστω και μετά την καταβολή της στον δικαιούχο. Αφορούσε συμπληρωματικά έξοδα συνδεόμενα με πράξη που είχε ήδη αποτελέσει το αντικείμενο εγκεκριμένων από την Επιτροπή ενισχύσεων. Περαιτέρω, αφορούσε έναν τομέα στον οποίο, από το 1977, είχαν χορηγηθεί από τις εθνικές αρχές ενισχύσεις με την έγκριση της Επιτροπής. Η εξέταση της συμφωνίας τους προς την κοινή αγορά δεν απαιτούσε ενδελεχή έρευνα. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ευλόγως η προσφεύγουσα διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι η ενίσχυση δεν θα προσέκρουε σε αντιρρήσεις εκ μέρους της Επιτροπής (απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 287 ανωτέρω, σκέψεις 14 έως 16).
345 Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν θεμελιωδώς την ως άνω υπόθεση από τις παρούσες προσφυγές. Πράγματι, οι επίμαχες πιστώσεις φόρου δεν αφορούν ειδικό τομέα και, κατά μείζονα λόγο, δεν αφορούν ειδικό τομέα στον οποίο χορηγούνται εγκεκριμένες ενισχύσεις. Οι ενισχύσεις δεν κοινοποιήθηκαν και δεν αποτελούν τη συνέχεια κάποιου εγκεκριμένου από την Επιτροπή προγενέστερου καθεστώτος ενισχύσεως. Αντιθέτως, αποτέλεσαν το αντικείμενο αποφάσεων της Επιτροπής στις υποθέσεις που οδήγησαν στις αποφάσεις Demesa και Ramondín, σκέψη 43 ανωτέρω, που είναι προγενέστερες της κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), έτσι ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ως προς την ασυμφωνία τους προς την κοινή αγορά.
346 Κατά συνέπεια, οι ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 287 ανωτέρω, οι οποίες υπομνήσθηκαν ανωτέρω, είναι εντελώς διαφορετικές από τις επίμαχες εν προκειμένω. Επομένως, οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι δεν μπορούν βασίμως να επικαλούνται συναφώς την απόφαση αυτή.
347 Συμπερασματικά, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η διάρκεια της διαδικασίας στο σύνολό της δεν είναι υπερβολική και δεν αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των ενισχύσεων.
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από την έλλειψη μνείας, στις αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, σχετικά με την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των επίμαχων φορολογικών διατάξεων και με τον κίνδυνο αναζητήσεώς τους
348 Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων λόγω της ελλείψεως μνείας, στις αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, σχετικά με την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων.
349 Όμως, από τις αποφάσεις περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι οποίες εξάλλου αποτέλεσαν το αντικείμενο προσφυγών που απορρίφθηκαν από το Πρωτοδικείο (απόφαση Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω), προκύπτει ότι κατά την Επιτροπή οι επίμαχες πιστώσεις φόρου ήταν νέες ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν παράνομες. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός συνεπάγεται παράβαση του ανασταλτικού αποτελέσματος που απορρέει, όσον αφορά τις νέες ενισχύσεις, από το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ. Επομένως, το γεγονός ότι δεν έγινε ρητά λόγος περί της υποχρεώσεως αναστολής των επίμαχων μέτρων στις αποφάσεις περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν μπορεί να αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα, ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων μέτρων.
350 Εξάλλου, οι προσφεύγοντες επικαλούνται την έλλειψη μνείας του κινδύνου αναζητήσεως των απορρεόντων από τις πιστώσεις φόρου πλεονεκτημάτων στις αποφάσεις περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.
351 Όμως, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι οι δημοσιευθείσες στην Επίσημη Εφημερίδα προσκλήσεις προς υποβολή παρατηρήσεων (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) υπενθυμίζουν, στο πλαίσιο της περιλήψεως των αποφάσεων περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, κάθε παράνομη ενίσχυση μπορεί αποτελέσει το αντικείμενο αναζητήσεως από τον δικαιούχο της. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως με αναζήτησή της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 198 ανωτέρω, σκέψη 66, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 113).
352 Επομένως, η έλλειψη ρητής μνείας του κινδύνου αναζητήσεως δεν μπορεί να συνιστά περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των επίμαχων μέτρων.
353 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες διάδικοι δεν απέδειξαν την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να παρεμποδίζουν την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων.
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
354 Οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria υποστηρίζουν ότι, σε πολύ παρεμφερείς υποθέσεις, η Επιτροπή έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία που δημιουργούσαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν προχώρησε σε αναζήτηση των ενισχύσεων. Επικαλούνται συναφώς παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
355 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεν προβλήθηκε από τους προσφεύγοντες και δεν συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτοί το προσδιόρισαν. Επομένως, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 292 ανωτέρω.
356 Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και ήταν παραδεκτή, η αιτίαση αυτή δεν θα ήταν βάσιμη.
357 Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun, Συλλογή 2006, σ. I-10211, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
358 Όμως, οι παρεμβαίνουσες δεν αποδεικνύουν ότι η κατάσταση σχετικά με τα επίδικα καθεστώτα ενισχύσεων είναι παρόμοια προς τις καταστάσεις τις οποίες αφορούσαν οι αποφάσεις που επικαλούνται και στις οποίες κατά την Επιτροπή δεν επιβαλλόταν αναζήτηση των ενισχύσεων.
359 Πράγματι, με τις αποφάσεις αυτές, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η μη αναζήτηση των ενισχύσεων στηριζόταν σε περιστάσεις ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των εξεταζομένων καθεστώτων, τις οποίες έλαβε υπόψη το κοινοτικό αυτό όργανο. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι η ίδια είχε ρητά διαπιστώσει, με άλλες αποφάσεις σχετικές με ανάλογα προς τα εξεταζόμενα στο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών μέτρα, ότι τα σχετικά μέτρα δεν αποτελούσαν ενισχύσεις, δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτόν τη μη αναζήτηση των ενισχύσεων (αποφάσεις 2003/81, 2004/76, 2003/438 και 2003/512· βλ. σκέψη 288 ανωτέρω). Έλαβε επίσης υπόψη, σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός ότι το οικείο κράτος μέλος ουδόλως ευθυνόταν για τη διάρκεια της διαδικασίας (απόφαση 2001/168· σκέψη 288 ανωτέρω), ή το γεγονός ότι δεν είχε χορηγηθεί το επίμαχο πλεονέκτημα στον μοναδικό δικαιούχο του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, οπότε δεν χρειαζόταν αναζήτησή του (απόφαση 2003/81· βλ. σκέψη 288 ανωτέρω).
360 Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, στις οποίες η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, αντιθέτως, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (σημεία 74 και 75 της αποφάσεως 2002/820, σημεία 81 και 82 των αποφάσεων 2003/27 και 2002/894), πράγμα το οποίο επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο (βλ. σκέψεις 310 έως 353 ανωτέρω). Επομένως, οι αποφάσεις της Επιτροπής που επικαλούνται οι παρεμβαίνουσες αφορούν μέτρα και καταστάσεις που διαφέρουν από τις επίμαχες εν προκειμένω.
361 Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από το ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, διατάσσοντας την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων, προσέβαλαν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
362 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.
363 Τέλος, οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση επιστροφής των παράνομων ενισχύσεων έπρεπε να περιοριστεί στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως.
364 Καθόσον το επιχείρημα αυτό, του οποίου γίνεται επίκληση σε σχέση με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφορά τη συμφωνία της υποχρεώσεως αναζητήσεως προς την αρχή της αναλογικότητας, θα εξεταστεί στο πλαίσιο εξετάσεως του σχετικού με την αναλογικότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων λόγου (βλ. σκέψεις 366 επ. κατωτέρω).
365 Συμπερασματικά, ο λόγος που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια και από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
ΣΤ – Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
366 Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση αναζητήσεως αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας. Ισχυρίζονται ότι δεν έπρεπε να διαταχθεί αναζήτηση όσον αφορά τις επιχειρήσεις των οποίων η παραγωγή προορίζεται μόνο για την τοπική αγορά και εκείνες που δραστηριοποιούνται σε τομέα που δεν είναι ανοιχτός στον ανταγωνισμό. Επίσης, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έπρεπε να περιορίσουν την υποχρέωση επιστροφής στα ποσά που υπερέβαιναν τα μέγιστα αποδεκτά για την ισπανική Χώρα των Βάσκων όρια περιφερειακών ενισχύσεων.
367 Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση επιστροφής των παράνομων ενισχύσεων έπρεπε να περιοριστεί στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως.
368 Εξάλλου, η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως θα ήταν δυνατή με άλλα εναλλακτικά μέτρα, λιγότερο περιοριστικά έναντι της αναζητήσεως των ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει την αναζήτηση ενισχύσεως αν το κράτος μέλος θεωρεί τη λύση αυτή πιο περιοριστική έναντι κάποιου άλλου μέτρου. Κατά τους προσφεύγοντες, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, που προβλέπει την αναζήτηση των ασυμβίβαστων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων, αφορά τις επιδοτήσεις και δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτομάτως στις ενισχύσεις που απορρέουν από την εφαρμογή μιας επιλεκτικής φορολογικής ρυθμίσεως.
369 Τέλος, για να δοθεί η δυνατότητα στο κράτος μέλος να επιλέξει την πλέον πρόσφορη εναλλακτική λύση, η Επιτροπή όφειλε να διευκρινίσει κατά προσέγγιση το ελάχιστο όριο επενδύσεως, η μη υπέρβαση του οποίου θα παρείχε τη δυνατότητα να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των επίμαχων Normas Forales ως κρατικών ενισχύσεων.
370 Κατά συνέπεια, το άρθρο 3 των προσβαλλόμενων αποφάσεων πρέπει να ακυρωθεί.
371 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
372 Κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση μιας κρατικής ενισχύσεως, παρανόμως χορηγηθείσας, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 47, και της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 111 ανωτέρω, σκέψη 75).
373 Με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος της χάνει το πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση. (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 1995, C-350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-699, σκέψη 22). Από τα αποτελέσματα της επιστροφής προκύπτει επίσης ότι, κατά κανόνα, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια, την οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις ζητεί από το κράτος μέλος να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, διότι δεν πράττει κάτι διαφορετικό από το να ζητεί την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 142 ανωτέρω, σκέψη 66, και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-310/99, Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 99).
374 Ασφαλώς, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και του αναγκαίου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25, και της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder HS Kraftfutter, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 21).
375 Εντούτοις, η αναζήτηση των παράνομων ενισχύσεων, καθόσον αφορά την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, καταρχήν, ως μέτρο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ένα τέτοιο μέτρο, έστω και αν λαμβάνεται πολύ χρόνο μετά τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων, δεν μπορεί να αποτελεί κύρωση μη προβλεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση ΕΚTM κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 164).
376 Λαμβανομένων υπόψη των αρχών αυτών, κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες εν προκειμένω δεν αποδεικνύει ότι η υποχρέωση αναζητήσεως αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους σκοπούς της Συνθήκης.
377 Καταρχάς, καθόσον οι ισπανικές αρχές θεώρησαν ότι δεν ήταν αναγκαίο να απαντήσουν στα αιτήματα της Επιτροπής, που είχαν διατυπωθεί στο πλαίσιο της κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, σχετικά με τις αποφάσεις περί χορηγήσεως των επίμαχων πιστώσεων φόρου (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εξαίρεσε ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς από την υποχρέωση αναζητήσεως.
378 Ομοίως, είναι αστήρικτος ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έπρεπε να περιορίσουν την υποχρέωση επιστροφής των πιστώσεων φόρου σε εκείνες που αφορούσαν επενδύσεις πραγματοποιηθείσες μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ήτοι μετά τις 4 Δεκεμβρίου 1999 για τη Vizcaya και τη Guipúzcoa και μετά τις 11 Μαρτίου 2000 για την Álava, διότι οι επίμαχες ενισχύσεις είναι παράνομες ab initio και δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω καμία περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα που να δικαιολογεί τη μη αναζήτησή τους (βλ. σκέψη 353 ανωτέρω).
379 Όσον αφορά τα ανά τομείς καθεστώτα ενισχύσεων, και ελλείψει πιο συγκεκριμένων πληροφοριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας για τον λόγο ότι δεν προσδιόρισαν περισσότερο την υποχρέωση αναζητήσεως των επίμαχων ενισχύσεων. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, το διατακτικό των οποίων πρέπει να ερμηνευθεί, ενδεχομένως, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-2549, σκέψη 21), αναφέρουν ρητά την επιφύλαξη «ότι μεμονωμένες ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν, εν όλω ή εν μέρει, ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σε συνάρτηση με τα ίδια χαρακτηριστικά τους, είτε σε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής είτε κατ’ εφαρμογή των κανονισμών παρέκκλισης».
380 Eξάλλου, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 δεν διακρίνει ανάλογα με το αν το οικείο μέτρο ενισχύσεως είναι επιδότηση ή φορολογική ελάφρυνση, και η νομολογία εφαρμόζει τις ίδιες αρχές και στον τομέα της αναζητήσεως φορολογικών πλεονεκτημάτων (απόφαση Unicredito Italiano, σκέψη 351 ανωτέρω, σκέψη 113). Επομένως, η αναζήτηση των παράνομων ενισχύσεων με επιστροφή των σχετικών ποσών αποτελεί, εν προκειμένω, τον πλέον πρόσφορο τρόπο προς εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε με τις επίμαχες πιστώσεις φόρου και προς αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως του ανταγωνισμού.
381 Τέλος, στο πλαίσιο των προσβαλλόμενων αποφάσεων η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να προσδιορίσει το ελάχιστο όριο επενδύσεως, η μη υπέρβαση του οποίου θα παρείχε τη δυνατότητα να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων. Το ζήτημα αυτό υπάγεται περισσότερο στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των ισπανικών αρχών και της Επιτροπής, όσον αφορά την κοινοποίηση των επίμαχων καθεστώτων, στην οποία όφειλαν να προβούν οι αρχές αυτές πριν από την εφαρμογή τους.
382 Επομένως, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
383 Κατά συνέπεια, συνάγεται οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.
Επί των δικαστικών εξόδων
384 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.
I – Υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
385 Επειδή οι προσφεύγοντες, ήτοι τα Territorios Históricos de Álava, de Vizcaya και de Guipúzcoa καθώς και η Comunidad autónoma del País Vasco, ηττήθηκαν στις προσφυγές T-227/01 έως T-229/01, πρέπει να καταδικαστούν, επιπλέον των δικών τους δικαστικών εξόδων, και σ’ αυτά της Επιτροπής και της Comunidad autónoma de La Rioja, σύμφωνα με τα αιτήματα των τελευταίων.
386 Η Confebask, οι Cámaras Oficiales de Comercio e Industria, παρεμβαίνουσες, φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.
II – Υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
387 Επειδή η Confebask ηττήθηκε στις προσφυγές T-265/01, T-266/01 και T-270/01, πρέπει να καταδικαστεί, επιπλέον των δικών της δικαστικών εξόδων, και σ’ αυτά της Επιτροπής και της Comunidad autónoma de La Rioja, σύμφωνα με τα αιτήματα των τελευταίων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)
αποφασίζει:
1) Οι υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 ενώνονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
2) Απορρίπτει τις προσφυγές.
3) Στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01:
– το Territorio Histórico de Álava – Diputación Foral de Álava, το Territorio Histórico de Vizcaya – Diputación Foral de Vizcaya, το Territorio Histórico de Guipúzcoa – Diputación Foral de Guipúzcoa και η Comunidad autónoma del País Vasco − Gobierno Vasco φέρουν έκαστος τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και εκείνα της Επιτροπής και της Comunidad autónoma de La Rioja·
– η Confederación Empresarial Vasca (Confebask), η Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya και η Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa φέρουν εκάστη τα δικαστικά της έξοδα.
4) Στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01, η Confebask φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και εκείνα της Επιτροπής και της Comunidad autónoma de La Rioja.
Βηλαράς |
Martins Ribeiro |
Dehousse |
Šváby |
Jürimäe |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2009.
(υπογραφές)
Πίνακας περιεχομένων
Το νομικό πλαίσιο
I – Η κοινοτική ρύθμιση
II – Η εθνική ρύθμιση
Α – Η πίστωση φόρου που θεσπίστηκε με τη φορολογική νομοθεσία του Territorio Histσrico de Αlava
Β – Πιστώσεις φόρου προβλεπόμενες από τη φορολογική νομοθεσία των Territorios Histσricos de Vizcaya και de Guipϊzcoa
Ιστορικό
Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις
Διαδικασία
Αιτήματα των διαδίκων
I – Στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
II – Στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
Σκεπτικό
I – Επί του παραδεκτού των προσφυγών
Α – Επί του παραδεκτού των προσφυγών στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
1. Επί του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
2. Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως της Confebask στις υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
α) Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως της Confebask
β) Επί του παραδεκτού του υπομνήματος παρεμβάσεως της Confebask
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Β – Επί του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως της Confebask στις υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
II – Επί του βασίμου των προσφυγών
Α – Επί του λόγου που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι δεν μειώθηκαν τα φορολογικά έσοδα
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
2. Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από ανυπαρξία στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και ανυπαρξία επιπτώσεων επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου, καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
3. Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από τον γενικό χαρακτήρα των φορολογικών μέτρων
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
4. Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από τη δικαιολόγηση των φορολογικών μέτρων βάσει της φύσεως και της γενικής οικονομίας του φορολογικού συστήματος
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
5. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ στα επίμαχα μέτρα
Β – Επί του λόγου που αντλείται από προβαλλόμενη συμφωνία των Normas Forales προς την κοινή αγορά (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Γ – Επί του λόγου που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Δ – Επί του λόγου που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι οι επίμαχες ενισχύσεις προϋπήρχαν (υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Ε – Επί του λόγου που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια και από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως (υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 καθώς και T-265/01, T-266/01 και T-270/01)
1. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
2. Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της διάρκειας της προκαταρκτικής εξετάσεως
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από την απόφαση 93/337
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από τα καθεστώτα του 1993 και από τη στάση της Επιτροπής έναντι αυτών
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από τη διάρκεια της διαδικασίας
– Επί του επιχειρήματος που αντλείται από την έλλειψη μνείας, στις αποφάσεις περί κινήσεως των επισήμων διαδικασιών εξετάσεως, σχετικά με την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των επίμαχων φορολογικών διατάξεων και με τον κίνδυνο αναζητήσεώς τους
Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
ΣΤ – Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01)
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Επί των δικαστικών εξόδων
I – Υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01
II – Υποθέσεις T-265/01, T-266/01 και T-270/01
* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.