« Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Λαχεία – Ποσό που κερδήθηκε από τυχερό παίγνιο διοργανωθέν σε άλλο κράτος μέλος – Φόρος εισοδήματος – Φόρος επί των τυχερών παιγνίων – Ειδικό καθεστώς των νήσων Åland »
| ||||
| ||||
Περίληψη της αποφάσεως
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φορολόγηση των κερδών από τυχερά παίγνια – Απαλλαγή από τη φορολόγηση μόνον των κερδών που προέρχονται από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται στο εθνικό έδαφος – Δεν επιτρέπεται
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 13ης Νοεμβρίου 2003 (1)
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Λαχεία – Ποσό που κερδήθηκε από τυχερό παίγνιο διοργανωθέν σε άλλο κράτος μέλος – Φόρος εισοδήματος – Φόρος επί των τυχερών παιγνίων – Ειδικό καθεστώς των νήσων Åland
Στην υπόθεση C-42/02,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Ålands förvaltningsdomstol (Φινλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο εκδικάσεως της προσφυγής που άσκησε η Diana Elisabeth Lindman, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 49 ΕΚ,ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
─η D. E. Lindman, ─η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Bygglin, ─η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx, επικουρούμενη από τον P. Vlaemminck, avocat, ─η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, ─η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις G. Hansson Bull και H. Klem, ─η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και K. Simonsson, ─η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από την E. Wright και τον V. Kronenberg,έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την E. Bygglin, της Βελγικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον P. De Wael, της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον K. Simonsson, και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενης από την E. Wright, κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 2003,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2003,
εκδίδει την ακόλουθη
Α─ Η κοινοτική νομοθεσία
3 Tο άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει τα εξής: Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής.
Β─ Η εθνική νομοθεσία
4 Σύμφωνα με το άρθρο 1 του lotteriskattelagen (552/1992) (νόμου περί φορολογίας επί των τυχερών παιγνίων), ο φόρος επί των τυχερών παιγνίων καταβάλλεται στο Δημόσιο, όσον αφορά τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται στη Φινλανδία. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι λαχειοφόροι αγορές αποτελούν τυχερά παίγνια. Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζει ότι υποκείμενος στο φόρο είναι ο διοργανωτής της λαχειοφόρου αγοράς.
5 Δυνάμει του άρθρου 85 του inkomstskattelagen (1535/1992) (νόμου περί φορολογίας εισοδήματος), δεν συνιστούν φορολογητέο εισόδημα τα ποσά που κερδίζονται στα τυχερά παίγνια που αναφέρονται στο άρθρο 2 του lotteriskattelagen [...]. Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι η μη φορολόγηση ισχύει μόνο για τα τυχερά παίγνια που προβλέπονται στο άρθρο 2 του lotteriskattelagen, τα οποία περιλαμβάνουν μόνον τα παίγνια που διοργανώνονται στη Φινλανδία.
Γ─ Το ειδικό καθεστώς των νήσων Åland
6 Δυνάμει του självstyrelselagen (1144/1991) för Åland (νόμου περί της αυτονομίας των νήσων Åland), η νομοθεσία περί λαχειοφόρων αγορών και άλλων παιγνίων με χρήματα εμπίπτει στη νομοθετική αρμοδιότητα της περιφέρειας του Åland. Η διοργάνωση λαχειοφόρων αγορών υπόκειται σε άδεια της τοπικής κυβερνήσεως και οι σχετικές διατυπώσεις καθορίζονται από τον landskapslagen om lotterier (τοπικό νόμο περί τυχερών παιγνίων, Ålands författningssamling 10/1966). Η διοργάνωση τυχερών παιγνίων διέπεται από τον τελευταίο αυτό νόμο. Η άδεια διοργανώσεως λαχειοφόρου αγοράς και των παιγνίων με χρήματα που προβλέπονται από το άρθρο 3 του landskapslagen om lotterier μπορεί να χορηγηθεί σε ένωση προσώπων δημοσίου δικαίου που έχει συσταθεί με τοπική κανονιστική απόφαση. Το προϊόν των δραστηριοτήτων της ενώσεως προσώπων πρέπει να εγγράφεται στον προϋπολογισμό της περιφέρειας του Åland και χρησιμοποιείται για την προώθηση και υποστήριξη προγραμμάτων δημόσιας ωφέλειας ή γενικού συμφέροντος, καθώς και σχεδίων που τεκμαίρεται ότι προωθούν τις δραστηριότητες και τους σκοπούς της ενώσεως προσώπων.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
7 Η D. E. Lindman, Φινλανδή υπήκοος, κατοικεί στον Δήμο Saltvik, στις νήσους Åland (Φινλανδία). Στις 7 Ιανουαρίου 1998 κέρδισε 1 000 000 σουηδικές κορόνες (SEK) σε κλήρωση λαχειοφόρου αγοράς της εταιρίας AB Svenska Spel, η οποία έγινε στη Στοκχόλμη (Σουηδία). Είχε αγοράσει το τυχερό λαχείο της ενώ βρισκόταν στη Σουηδία.
8 Τα κέρδη αυτά από τη λαχειοφόρο αγορά θεωρήθηκαν ως εισόδημα υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος από επαγγελματική δραστηριότητα, κατά την επιβολή του φόρου εισοδήματος για το οικονομικό έτος 1998, και εισπράχθηκαν επ' αυτών κρατικός φόρος από το φινλανδικό Δημόσιο, δημοτικός φόρος από τον Δήμο Saltvik, εκκλησιαστικός φόρος υπέρ της ενορίας, καθώς και συμπληρωματικό ασφάλιστρο για ασφάλιση ασθενείας, το οποίο καταβάλλεται βάσει του sjukförsäkringslagen (νόμου περί ασφαλίσεως ασθενείας).
9 Η D. E. Lindman υπέβαλε διοικητική προσφυγή ενώπιον του skatterättelsenämnden του Åland, με την οποία ζήτησε τη διόρθωση του φόρου που της είχε επιβληθεί. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 22 Μαΐου 2000 με το αιτιολογικό ότι το άρθρο 85 του inkomstskattelagen δεν απαγορεύει την επιβολή φόρου στη Φινλανδία επί κερδών προερχομένων από λαχειοφόρους αγορές του εξωτερικού.
10 Η D. E. Lindman άσκησε τότε προσφυγή ενώπιον του Ålands förvaltningsdomstol, με την οποία ζήτησε τη μεταρρύθμιση της απορριπτικής αποφάσεως του skatteråttelsenåmnden και την ακύρωση της φορολογήσεως του ποσού που είχε κερδίσει στη Σουηδία, και, επικουρικώς, τη φορολόγηση του κέρδους όχι ως εισοδήματος από επαγγελματική δραστηριότητα, αλλ' ως εισοδήματος από κεφάλαιο, και, συνεπώς, βάσει μειωμένου συντελεστή.
11 Το Ålands förvaltningsdomstol φρονεί ότι η επιβολή φόρου στα κέρδη από παίγνια που οργανώθηκαν στο εξωτερικό, θεωρούμενα είτε ως εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα είτε ως εισόδημα από κεφάλαιο, μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί ως ειδικός κανόνας, βασιζόμενος στον τόπο της παροχής των υπηρεσιών.
12 Το Ålands förvaltningsdomstol, κρίνοντας ότι για την επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς είναι αναγκαία η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: Αντίκειται στο άρθρο 49 ΕΚ η νομοθεσία κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη θεωρούνται, από άποψη φορολογίας εισοδήματος, ως φορολογητέο εισόδημα του αποκτήσαντος τα κέρδη, ενώ τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερό παίγνιο που διοργανώνεται στο εν λόγω κράτος μέλος δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος;
Επί της ουσίας
Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
13 Η D. E. Lindman ισχυρίζεται ότι η φινλανδική νομοθεσία εισάγει δυσμενή διάκριση, διότι, εάν η ίδια κατοικούσε στη Σουηδία ή εάν το επίδικο στην κύρια δίκη ποσό είχε κερδηθεί σε φινλανδική λαχειοφόρο αγορά, δεν θα είχε υποβληθεί σε φόρο εισοδήματος.
14 Η Φινλανδική, η Βελγική, η Δανική και η Νορβηγική Κυβέρνηση φρονούν ότι η φινλανδική νομοθεσία είναι σύμφωνη με το άρθρο 49 ΕΚ. Βασιζόμενες συναφώς στη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1994, C-275/92, Schindler, Συλλογή 1994, σ. Ι-1039, της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-124/97, Läärä κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. Ι-6067, και της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti, Συλλογή 1999, σ. Ι-7289), υποστηρίζουν ότι η επιβολή φόρου στα τυχερά παίγνια δεν είναι παρά ειδικότερη έκφανση του γενικού καθεστώτος των τυχερών παιγνίων, ενός τομέα στο οποίον τα κράτη μέλη έχουν ευρύτατη διακριτική ευχέρεια. Σύμφωνα με τις κυβερνήσεις αυτές, οι ενδεχόμενοι περιορισμοί δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, συνδεόμενους με τις καταστροφικές συνέπειες των τυχερών παιγνίων, υπό την έννοια ότι, αν τα κέρδη των αλλοδαπών λαχειοφόρων αγορών απαλλάσσονταν, το κοινό θα ενθαρρυνόταν να συμμετέχει σε τέτοιες λαχειοφόρους αγορές.
15 Ειδικότερα, η Φινλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η επιβολή φόρου επί των κερδών των τυχερών παιγνίων που διοργανώνονται εκτός Φινλανδίας εξηγείται από την αδυναμία να φορολογηθούν στο κράτος αυτό οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που προσφέρουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε παίγνια με χρήματα από το εξωτερικό. Αν δεν επιβαλλόταν φόρος, οι υποκείμενοι σε φόρο στη Φινλανδία και οι διοργανωτές τυχερών παιγνίων θα αποκόμιζαν από κοινού ένα φορολογικό όφελος, ανεξαρτήτως του αν τα κέρδη προορίζονται για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αν η νομοθεσία του κράτους αυτού αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προστασία των καταναλωτών και στην πρόληψη της κοινωνικής ζημίας.
16 Η Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ φρονούν ότι η επιβολή φόρου σε ένα κράτος μέλος επί των κερδών από λαχειοφόρους αγορές αποκλειστικά όταν διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη αντίκειται στο άρθρο 49 ΕΚ και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικού συμφέροντος.
17 Η Επιτροπή, βασιζόμενη στην απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-283/95, Fischer (Συλλογή 1998, σ. Ι-3369), υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταχειρίζονται αυτόν που κέρδισε σε τυχερό παίγνιο νομίμως διοργανωθέν σε άλλο κράτος μέλος δυσμενέστερα απ' ό,τι αυτόν που κέρδισε σε παίγνιο διοργανωθέν στο έδαφός τους.
Απάντηση του Δικαστηρίου
18 Πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνησθεί ότι, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αυτά υποχρεούνται να ασκούν την αρμοδιότητά τους αυτή συμμορφούμενα προς το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 11ης Αυγούστου 1995, C-80/94, Wielockx, Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψη 16, της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI, Συλλογή 1998, σ. Ι-4695, σκέψη 19, της 29ης Απριλίου 1999, C-311/97, Royal Bank of Scotland, Συλλογή 1999, σ. Ι-2651, σκέψη 19, της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. Ι-4071, σκέψη 32, και της 3ης Οκτωβρίου 2002, C-136/00, Danner, Συλλογή 2002, σ. Ι-8147, σκέψη 28).
19 Δεδομένου ότι πρόκειται για διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ σχετικές με την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με αφορμή τη διοργάνωση λαχειοφόρων αγορών, στη δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας συμμετοχής αντί αμοιβής σε παίγνιο με χρήματα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Schindler, σκέψη 19). Επομένως, η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΕΚ, εφόσον ένας τουλάχιστον από τους παροχείς υπηρεσιών είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από αυτό στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.
20 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει όχι μόνον όλες τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας εις βάρος των παρεχόντων υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και κάθε περιορισμό και εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, ακόμη και όταν οι εν λόγω περιορισμοί ή τα εν λόγω εμπόδια ισχύουν αδιακρίτως τόσο για τους παροχείς του οικείου κράτους μέλους όσο και γι' αυτούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-131/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-1659, σκέψη 26).
21 Δεν αμφισβητείται ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης οι λαχειοφόροι αγορές του εξωτερικού έχουν διαφορετική φορολογική μεταχείριση από ό,τι οι φινλανδικές και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τις τελευταίες. Πράγματι, κατ' εφαρμογή του lotteriskattelagen, μόνον τα κέρδη που προέρχονται από τυχερά παίγνια χωρίς άδεια στη Φινλανδία θεωρούνται ως φορολογούμενα εισοδήματα, ενώ τα κέρδη που προέρχονται από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται στo κράτος μέλος αυτό δεν αποτελούν φορολογούμενα εισοδήματα. Η Φινλανδική Κυβέρνηση, εξάλλου, έχει αναγνωρίσει ότι η ύπαρξη της νομοθεσίας αυτής έχει ως αποτέλεσμα να προτιμούν οι Φινλανδοί φορολογούμενοι να μετέχουν σε λαχειοφόρο αγορά που διοργανώνεται στη Φινλανδία παρά σε πραγματοποιούμενη σε άλλο κράτος μέλος.
22 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ως άνω κυβέρνηση, το γεγονός ότι οι εγκατεστημένοι στη Φινλανδία διοργανωτές παιγνίων υπόκεινται σε φόρο ως διοργανωτές παιγνίων με χρήματα δεν αναιρεί την προφανή άνιση μεταχείριση που επιβάλλει η φινλανδική νομοθεσία, δεδομένου ότι ο ως άνω φόρος δεν είναι ανάλογος προς τον φόρο επί του εισοδήματος που επιβάλλεται στα κέρδη από συμμετοχή των φορολογουμένων στις διοργανούμενες σε άλλα κράτη μέλη λαχειοφόρους αγορές.
23 Κατά τη Φινλανδική Κυβέρνηση, η εθνική της νομοθεσία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εισάγει διακρίσεις, δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η πρόληψη των καταχρήσεων και της απάτης, η μείωση της κοινωνικής ζημίας που προκαλούν τα παίγνια, η χρηματοδότηση δραστηριοτήτων δημόσιας ωφέλειας ή η κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου.
24 Η Νορβηγική Κυβέρνηση επικαλείται επίσης ως δικαιολογητικό λόγο την ανάγκη καταπολεμήσεως των επιβλαβών συνεπειών της εξαρτήσεως από τα τυχερά παίγνια, οι οποίες άπτονται της δημόσιας υγείας. Για τον λόγο αυτόν υπάρχουν κέντρα επανεντάξεως και άλλες μονάδες θεραπείας των παικτών, ενώ, πέραν αυτού, το παιχνίδι δημιουργεί κοινωνικά προβλήματα, όπως κατασπατάληση των πόρων της οικογένειας του εξαρτημένου από το παιχνίδι, διαζύγια και αυτοκτονίες.
25 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από ένα κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση της σκοπιμότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που λαμβάνεται από το κράτος μέλος αυτό (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, και της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Oteiza Olazabal, Συλλογή 2002, σ. Ι-10981).
26 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο φάκελος που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το παραπέμπον δικαστήριο δεν περιλαμβάνει κανένα στατιστικό ή άλλο στοιχείο που να τεκμηριώνει τη σοβαρότητα των κινδύνων από τα τυχερά παιχνίδια ούτε, πολλώ μάλλον, την ύπαρξη ιδιαίτερης συνάφειας μεταξύ των κινδύνων αυτών και της συμμετοχής των υπηκόων του οικείου κράτους μέλους σε λαχειοφόρους αγορές διοργανούμενες σε άλλα κράτη μέλη.
27 Στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι η νομοθεσία κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη θεωρούνται, από άποψη φορολογίας εισοδήματος, ως φορολογητέο εισόδημα του αποκτήσαντος τα κέρδη, ενώ τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερό παίγνιο που διοργανώνεται στο εν λόγω κράτος μέλος δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, αντίκειται στο άρθρο 49 ΕΚ.
28 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Φινλανδική, η Βελγική, η Δανική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2002 το Ålands förvaltningsdomstol, αποφαίνεται:
Η νομοθεσία κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη θεωρούνται, από άποψη φορολογίας εισοδήματος, ως φορολογητέο εισόδημα του αποκτήσαντος τα κέρδη, ενώ τα κέρδη που αποκτώνται από τυχερό παίγνιο που διοργανώνεται στο εν λόγω κράτος μέλος δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, αντίκειται στο άρθρο 49 ΕΚ.
Timmermans |
Edward |
Jann |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 2003.
Ο Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος |
R. Grass |
Β. Σκουρής |
1 – Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.