Υπόθεση C-66/02
Ιταλική Δημοκρατία
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση 2002/581/ΕΚ — Φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ τραπεζών — Αιτιολογία της αποφάσεως — Χαρακτηρισμός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως — Προϋποθέσεις — Συμβατό προς την κοινή αγορά — Προϋποθέσεις — Σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος — Ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων»
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 8ης Σεπτεμβρίου 2005
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2005
Περίληψη της αποφάσεως
1. Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας — Λόγος διαφορετικός από τον σχετικό με την ουσιαστική νομιμότητα
(Άρθρα 230 ΕΚ και 253 ΕΚ)
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Δημοσιονομικά μέτρα απαλλαγής από τον φόρο, μειώσεως φόρου ή αναστολής πληρωμής για ορισμένες πράξεις αναδιαρθρώσεως του τραπεζικού τομέα — Εμπίπτουν
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξέταση από την Επιτροπή — Εξέταση συστήματος ενισχύσεων στο σύνολό του — Επιτρέπεται — Συνέπεια
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου — Φορολογικό μέτρο που ευνοεί αποκλειστικώς επιχειρήσεις του τραπεζικού τομέα που διενεργούν ορισμένες πράξεις — Περιλαμβάνεται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που συμβάλλουν στην υλοποίηση σημαντικού σχεδίου κοινού ενδιαφέροντος — Ενισχύσεις που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τομέα οικονομικής δραστηριότητας — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια
(Άρθρο 87 § 3, στοιχ. β΄ και γ΄, ΕΚ)
1. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας μιας πράξεως εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως αυτής. Επομένως, η αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας αυτής δεν μπορεί να εξετασθεί στο στάδιο του ελέγχου της τηρήσεως της απορρέουσας από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως.
(βλ. σκέψεις 26, 55)
2. Η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν πανομοιότυπα αποτελέσματα. Εντεύθεν προκύπτει ότι μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ομοίως, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση μέτρο που χορηγεί σε ορισμένες επιχειρήσεις μείωση φόρου ή μετάθεση του χρόνου καταβολής του κανονικώς οφειλόμενου φόρου.
Τέτοια είναι η περίπτωση, στο πλαίσιο δημοσιονομικής ρυθμίσεως περί των πράξεων αναδιαρθρώσεως του τραπεζικού τομέα, των μέτρων που συνεπάγονται είτε μείωση φόρου διά της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ή ενιαίου φόρου αντί των κανονικώς οφειλόμενων, είτε απαλλαγή από τον φόρο σε περίπτωση πραγματικής υπεραξίας κατά την επανεκχώρηση περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού από μια τράπεζα στο τραπεζικό ίδρυμα που της είχε μεταβιβάσει προηγουμένως τα στοιχεία αυτά, ή σε περίπτωση μεταβιβάσεως εκ μέρους τράπεζας των συμμετοχών της στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο τραπεζικό ίδρυμα που της είχε προηγουμένως εκχωρήσει τις συμμετοχές αυτές, ιδίως αν οι εν λόγω συμμετοχές έχουν χορηγηθεί δωρεάν και μεταβιβάζονται στα ιδρύματα για επαχθή αιτία ή υποκείμενες σε ανατίμηση.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται, όσον αφορά τα μέτρα περί φορολογικής ουδετερότητας των πράξεων επανεκχωρήσεως, από το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η καταβολή του κανονικώς οφειλόμενου φόρου απλώς μετατίθεται για τον χρόνο διενέργειας ενδεχόμενης μεταγενέστερης πράξεως της ίδιας φύσεως. Πράγματι, όχι μόνον η μετάθεση της καταβολής φορολογικού χρέους μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, αλλά, κατά μείζονα λόγο, η επανεκχώρηση υπό τους όρους της παρούσας υποθέσεως συνιστά κατά κυριότητα μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο, με αποτέλεσμα η απαλλαγή να είναι οριστική για την τραπεζική εταιρία που επανεκχωρεί σε τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο αποτελεί διαφορετικό υποκείμενο δικαίου.
(βλ. σκέψεις 77-82)
3. Στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το σύστημα αυτό παρουσιάζει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του. Επομένως, όταν δεν αμφισβητείται ότι ένα σύστημα ενισχύσεων ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, η ενδεχόμενη εφαρμογή του και σε δικαιούχους που δεν είναι επιχειρήσεις δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, η οποία αρκεί για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 91-92)
4. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις «που μεταχειρίζονται ευνοϊκώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», ήτοι τις ενισχύσεις επιλεκτικής εφαρμογής Μια ενίσχυση μπορεί να είναι επιλεκτική, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ακόμη και όταν αφορά έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα.
Τέτοια είναι η περίπτωση δημοσιονομικών μέτρων τα οποία συνεπάγονται είτε μείωση φόρου ή απαλλαγή από τον φόρο είτε αναστολή πληρωμής, τα οποία εφαρμόζονται μόνο στον τραπεζικό τομέα και τα οποία, στο πλαίσιο του τομέα αυτού, ευνοούν αποκλειστικώς επιχειρήσεις που διενεργούν ορισμένες πράξεις. Δεδομένου ότι δεν εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες και ότι παρεκκλίνουν, στην πράξη, από το φορολογικό καθεστώς του κοινού δικαίου, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως γενικά μέτρα δημοσιονομικής ή οικονομικής πολιτικής.
Συνεπώς, τέτοια δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να απαγορεύονται δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον δεν συνιστούν προσαρμογή του γενικού συστήματος στα ειδικά χαρακτηριστικά του τραπεζικού κλάδου, αλλά αποτελούν μέσα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων επιχειρήσεων σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της εξελίξεως του κλάδου.
(βλ. σκέψεις 94-101)
5. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.
Πρέπει να γίνεται δεκτό ότι μια ενίσχυση δεν είναι συμβατή προς την κοινή αγορά όταν έχει ή μπορεί να έχει επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλωτικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του εμπορίου αυτού. Ειδικότερα, όταν μια χορηγηθείσα από κράτος μέλος ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση. Συναφώς, στην περίπτωση ελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο ενός τομέα της οικονομίας μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού, καθώς και για τις συνέπειές τους στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να μετέχει η ίδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική παραγωγή μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή και να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να εξάγουν τα προϊόντα τους προς την αγορά αυτού του κράτους μέλους. Επιπλέον, η ενίσχυση μιας επιχειρήσεως που μέχρι σήμερα δεν μετείχε στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ενδέχεται να καταστήσει δυνατή την διείσδυσή της στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους.
Ως εκ τούτου, πρέπει να απαγορεύονται φορολογικές ελαφρύνσεις που ενισχύουν τη θέση των τραπεζών που έλαβαν την ενίσχυση σε σχέση με τις τράπεζες που μετέχουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, ιδίως στο πλαίσιο μιας εκτενούς διαδικασίας ελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η οποία ενδυνάμωσε τον ανταγωνισμό που διασφάλιζαν μέχρι τότε μόνον οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
(βλ. σκέψεις 110-111, 114-119)
6. Η Επιτροπή απολαύει, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ευρείας διακριτικής ευχέρειας, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να κινούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Ο κοινοτικός δικαστής, ελέγχοντας τη νομιμότητα της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, δεν μπορεί να υποκαθιστά με την επί του θέματος εκτίμησή του εκείνη της αρμόδιας αρχής, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν οι εκτιμήσεις αυτές ενέχουν πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας.
Αποκλείοντας τον χαρακτηρισμό «σχέδια κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, για φορολογικά μέτρα που αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγκατεστημένων σε ορισμένο κράτος μέλος επιχειρηματιών και της ανταγωνιστικής τους θέσεως στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Δεν μπορεί να της αντιταχθεί λυσιτελώς ότι τα εν λόγω μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ολοκληρώσεως μιας διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια διαδικασία σε επίπεδο κράτους μέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ως σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εκτιμώντας ότι τα μέτρα που έχουν κυρίως ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των δικαιούχων της ενισχύσεως σ’ έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από έντονο διεθνή ανταγωνισμό και προορίζονται στην πράξη να ενισχύσουν τη θέση των δικαιούχων της ενισχύσεως σε σχέση με τους ανταγωνιστές που δεν λαμβάνουν ενίσχυση δεν πληρούν την προϋπόθεση της μη αλλοιώσεως των όρων του εμπορίου σε βαθμό αντιβαίνοντα προς το κοινό συμφέρον, την οποία πρέπει να πληρούν οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 135, 138-140, 142, 144, 147-149)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 15ης Δεκεμβρίου 2005 (*)
«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση 2002/581/ΕΚ – Φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ τραπεζών – Αιτιολογία της αποφάσεως – Χαρακτηρισμός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως – Προϋποθέσεις – Συμβατό προς την κοινή αγορά – Προϋποθέσεις – Σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος – Ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων»
Στην υπόθεση C-66/02,
με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα στις 21 Φεβρουαρίου 2002,
Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον U. Leanza, στη συνέχεια από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενους από τον M. Fiorilli, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci και R. Lyal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), R. Schintgen, Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2005,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την προσφυγή της η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2002/581/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που η Ιταλία θέσπισε υπέρ των τραπεζών (ΕΕ 2002, L 184, σ. 27· στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
Το εθνικό νομικό πλαίσιο
2 Το ιταλικό τραπεζικό σύστημα μεταρρυθμίσθηκε με τον νόμο 218, της 30ής Ιουλίου 1990, για την αναδιάρθρωση και ενίσχυση του κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου (GURI αριθ. 182, της 6ης Αυγούστου 1990, σ. 8· στο εξής: νόμος 218/90).
3 Ο νόμος αυτός κατέστησε δυνατή τη μετατροπή των πιστωτικών ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου σε ανώνυμες εταιρίες. Προς τον σκοπό αυτό, μια δημόσια τράπεζα μπορούσε να μεταβιβάσει τον τομέα τραπεζικών υπηρεσιών σε ανώνυμη εταιρία, κατά τρόπο ώστε να διακρίνεται το μεταβιβάζον νομικό πρόσωπο, το οποίο καλείται «τραπεζικό ίδρυμα» (στο εξής: τραπεζικό ίδρυμα) και κατέχει τα μερίδια συμμετοχής, από την ανάδοχο ανώνυμη εταιρία (στο εξής: τραπεζική εταιρία), στην οποία και μόνον ανήκει η άσκηση της τραπεζικής δραστηριότητας. Το τραπεζικό ίδρυμα διαχειρίζεται τις συμμετοχές στην τραπεζική εταιρία και αξιοποιεί τα κέρδη προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού.
4 Με τις πράξεις εκχωρήσεως μεταβιβάσθηκαν στις τραπεζικές εταιρίες και ανενεργά περιουσιακά στοιχεία, ήτοι στοιχεία τα οποία δεν χρησιμοποιούνται άμεσα στη διαδικασία της παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της περιουσίας των τραπεζικών εταιριών. Εντεύθεν προέκυψε ότι, επί του αυτού κύκλου εργασιών, οι τραπεζικές εταιρίες εμφάνισαν αποτελέσματα χρήσεως λιγότερο ευνοϊκά σε σχέση με τις ανταγωνίστριες τράπεζες.
5 Οι συμμετοχές των πιστωτικών ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου στο κεφάλαιο της Banca d’Italia μεταβιβάσθηκαν επίσης στις τραπεζικές εταιρίες. Οι συμμετοχές αυτές δεν ήταν δυνατό να μεταβιβασθούν στα τραπεζικά ιδρύματα, δεδομένου ότι αυτά δεν καταλέγονταν στους φορείς που μπορούσαν να κατέχουν τέτοιες συμμετοχές.
6 Το άρθρο 2 του νόμου 489, της 26ης Νοεμβρίου 1993, ο οποίος αφορά, μεταξύ άλλων, την παράταση της προθεσμίας του άρθρου 7, παράγραφος 6, του νόμου 218/90 (GURI αριθ. 284, της 3ης Δεκεμβρίου 1993, σ. 4, στο εξής: νόμος 489/93), επέβαλε τη μετατροπή, το αργότερο έως την 30ή Ιουνίου 1994, των δημόσιων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ανώνυμες εταιρίες.
7 Ο νόμος 461, της 23ης Δεκεμβρίου 1998, περί εξουσιοδοτήσεως της κυβερνήσεως προς μεταρρύθμιση των αστικών και φορολογικών διατάξεων που διέπουν τους οργανισμούς του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 356, της 20ής Νοεμβρίου 1990, καθώς και προς μεταρρύθμιση του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο υπόκειται η αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου (GURI αριθ. 4, της 7ης Ιανουαρίου 1999, σ. 4· στο εξής: νόμος 461/98), εξουσιοδότησε την Ιταλική Κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέα μεταρρύθμιση του νομοθετικού πλαισίου για τον τραπεζικό κλάδο, ιδίως όσον αφορά την αναδιάρθρωση αυτού.
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο m, του νόμου 461/98 προβλέπει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα που προβαίνουν στις προβλεπόμενες στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως αυτής καταστατικές τροποποιήσεις μπορούν να κατέχουν συμμετοχές στην Banca d’Italia.
9 Δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως του νόμου 461/989, η Ιταλική Κυβέρνηση εξέδωσε το νομοθετικό διάταγμα 153, της 17ης Μαΐου 1999, για τις αστικές και φορολογικές διατάξεις που διέπουν τους οργανισμούς του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 356, της 20ής Νοεμβρίου 1990, καθώς και το φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπόκειται η αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 461, της 23ης Δεκεμβρίου 1998 (GURI αριθ. 125, της 31ης Μαΐου 1999, σ. 4· στο εξής: διάταγμα 153/99), το οποίο εισήγαγε τις εξής ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις:
– μείωση σε 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος (IRPEG), για πέντε συνεχείς φορολογικές περιόδους, για τις τράπεζες που πραγματοποιούν συγχώνευση ή ανάλογη πράξη αναδιαρθρώσεως, υπό τον όρον ότι τα κέρδη τοποθετούνται σε ειδικό αποθεματικό το οποίο δεν θα διανέμεται για περίοδο τριών ετών· τα κέρδη που προορίζονται για το ειδικό αποθεματικό δεν μπορούν να υπερβούν το 1,2 % της διαφοράς μεταξύ της συνολικής αξίας των απαιτήσεων και υποχρεώσεων των τραπεζών που συμμετείχαν στη συγχώνευση και των ενοποιημένων λογαριασμών της μεγαλύτερης από τις τράπεζες αυτές (άρθρα 22, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 1)·
– φορολογική ουδετερότητα για τις πράξεις επανεκχωρήσεως στον χορηγούντα οργανισμό των μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία είχαν προηγουμένως μεταβιβασθεί στις τραπεζικές εταιρίες βάσει του νόμου 218/90 (άρθρο 16, παράγραφος 3)·
– εφαρμογή ενός σταθερού φόρου αντί των οφειλομένων φόρων σε σχέση με τις πράξεις των προηγούμενων δύο περιπτώσεων (άρθρα 24, παράγραφος 1, και 16, παράγραφος 5)·
– φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά το δημοτικό φόρο για την αύξηση της αξίας των ακινήτων σε σχέση με τις ίδιες αυτές πράξεις (άρθρα 24, παράγραφος 1, και 16, παράγραφος 5)·
– απαλλαγή φόρου για τη μεταφορά των συμμετοχών στο κεφάλαιο της Banca d’Italia από τις τραπεζικές εταιρείες στα τραπεζικά ιδρύματα (άρθρο 27, παράγραφος 2).
Η προσβαλλόμενη απόφαση
10 Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατόπιν σχετικής κοινοβουλευτικής ερωτήσεως, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές με επιστολή της 24ης Μαρτίου 1999, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, να της παράσχουν πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες του νόμου 461/98.
11 Με έγγραφα της 24ης Ιουνίου και της 2ας Ιουλίου 1999, οι ιταλικές αρχές απέστειλαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τον ως άνω νόμο και το νομοθετικό διάταγμα 153/99.
12 Με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2000, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές ότι ο νόμος 461/98 και το διάταγμα 153/99 περιείχαν ενδεχομένως στοιχεία κρατικής ενισχύσεως και τις κάλεσε να μη θέσουν σε εφαρμογή τα σχετικά μέτρα. Με επιστολή της 12ης Απριλίου 2000, οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι ανέστειλαν την εφαρμογή των μέτρων και στις 14 Ιουνίου 2000 απέστειλαν συμπληρωματικές πληροφορίες.
13 Με βάση τις 76 πράξεις που πραγματοποιήθηκαν το 1998, το 1999 και το 2000, οι ιταλικές αρχές υπολόγισαν σε 5 358 δισεκατομμύρια ITL, ήτοι 2 767 εκατομμύρια ευρώ, την ανώτατη αξία του φορολογικού πλεονεκτήματος που συνίσταται στη μείωση σε 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος.
14 Με επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2000, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Κυβέρνηση για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2001, C 44, σ. 2).
15 Η Επιτροπή κατέληξε ότι η Ιταλική Δημοκρατία εφάρμοσε τον νόμο 461/98 και το διάταγμα 153/99 κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Έκρινε ότι, εξαιρουμένης της προβλεπόμενης στο άρθρο 27, παράγραφος 2, του διατάγματος 153/99 απαλλαγής φόρου για ορισμένες μεταβιβάσεις συμμετοχών στο κεφάλαιο της Banca d’Italia, τα εφαρμοσθέντα φορολογικά μέτρα συνιστούσαν σύστημα κρατικών ενισχύσεων το οποίο ήταν αντίθετο προς την κοινή αγορά. Τα μέτρα αυτά ευνοούν ορισμένες τράπεζες, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να αυξήσουν το μέγεθός τους και να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας με μειωμένο κόστος.
16 Κατόπιν αυτών, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διευκρινίζοντας ότι ο νόμος 461/98 και το διάταγμα 153/99 προέβλεπαν φορολογικές ελαφρύνσεις και υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων, οι οποίες όμως δεν αποτελούν αντικείμενο εξετάσεως της αποφάσεως αυτής.
17 Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως εξής:
«Άρθρο 1
Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, με εξαίρεση το άρθρο 2, που η Ιταλία θέσπισε υπέρ των τραπεζών με βάση τον νόμο [461/98] και του [διατάγματος 153/99], και ιδίως το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 5, το άρθρο 22, παράγραφος 1, το άρθρο 23, παράγραφος 1, το άρθρο 24, παράγραφος 1, και το άρθρο 27, παράγραφος 2 του [διατάγματος 153/99], είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.
Άρθρο 2
Οι ελαφρύνσεις του άρθρου 27, παράγραφος 2, του [διατάγματος 153/99] δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση στο μέτρο που η διπλή πράξη που συνίσταται από την παροχή των μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο της Banca d’Italia στη χορηγούμενη εταιρεία και από την ακόλουθη μεταφορά στο ίδρυμα δεν παράγει αποτελέσματα στον ισολογισμό της χορηγούμενης εταιρείας.
Άρθρο 3
Η Ιταλία καταργεί το καθεστώς ενισχύσεων του άρθρου 1.
Άρθρο 4
1. Η Ιταλία θεσπίζει όλες τις διατάξεις που είναι απαραίτητες για την ανάκτηση από τους δικαιούχους της χορηγηθείσας με βάση το καθεστώς του άρθρου 1 ενισχύσεως, η οποία τους χορηγήθηκε παρανόμως.
2. Η ανάκτηση εκτελείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εσωτερικού δικαίου, υπό τον όρο ότι αυτές επιτρέπουν την άμεση και ουσιαστική εκτέλεση της αποφάσεως. Η υπό ανάκτηση ενίσχυση συμπεριλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση των δικαιούχων έως την ημερομηνία της ουσιαστικής της ανακτήσεως. Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου ενισχύσεως στα πλαίσια των ενισχύσεων περιφερειακού σκοπού.
[…]»
Αιτήματα των διαδίκων
18 Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό των παρεπόμενων της μεταρρυθμίσεως του ιταλικού τραπεζικού συστήματος φορολογικών μέτρων ως «κρατικών ενισχύσεων»·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
19 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
Οι λοιπές εκκρεμείς ενώπιον του κοινοτικού δικαστή διαδικασίες
20 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21 Φεβρουαρίου 2002 και στις 11 Απριλίου 2002, η Associazione bancaria italiana (ABI) (T-36/02), η Banca Sanpaolo IMI SpA (T-37/02), η Banca Intesa Banca Commerciale italiana SpA (T-39/02), η Banca di Roma SpA (T-40/02), η Mediocredito Centrale SpA (T-41/02), η Banca Monte dei Paschi di Siena SpA (T-42/02) και η Compagnia di San Paolo Srl (T-121/02) άσκησαν κατά της Επιτροπής προσφυγές ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ενώπιον του Πρωτοδικείου η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου των προσφυγών λόγω ελλείψεως ατομικού συμφέροντος των προσφευγουσών, δεδομένου ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν συνιστούσαν ατομικές ενισχύσεις, αλλά υπάγονταν σε σύστημα ενισχύσεων. Με διατάξεις της 9ης Ιουλίου 2003, το Πρωτοδικείο ανέστειλε τις ανωτέρω επτά διαδικασίες εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση. Στις υποθέσεις T-36/02, T-37/02, T-39/02, T-40/02, T-41/02 και T-42/02 ασκήθηκαν αναιρέσεις κατά των διατάξεων περί αναστολής των διαδικασιών. Με διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2003, C-366/03 P έως C-368/03 P, C-390/03 P, C-391/03 P και C-394/03 P, ABI κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν δημοσιεύεται στη Συλλογή), αυτές οι αιτήσεις αναιρέσεως απορρίφθηκαν ως προδήλως απαράδεκτες.
21 Με διάταξη της 11ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαρτίου 2004 (υπόθεση C-148/04), η Commissione tributaria provinciale di Genova (Ιταλία) υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επί του κύρους της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και της ερμηνείας των άρθρων 87 επ. ΕΚ, του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, επί της οποίας το Δικαστήριο αποφαίνεται με σημερινή χωριστή απόφαση.
Επί της προσφυγής
22 Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ και του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ
Επιχειρήματα των διαδίκων
23 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την απορρέουσα από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως.
24 Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε τρία σκέλη:
– η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη όσον αφορά την εκτίμηση της προωθήσεως του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα·
– η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει αδιακρίτως τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, αφενός, επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού των επίμαχων φορολογικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, επί του ζητήματος του ενδεχόμενου συμβατού χαρακτήρα των μέτρων αυτών προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ·
– η προσβαλλόμενη απόφαση αναπτύσσει ανεπαρκή, πεπλανημένη και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά το ζήτημα του συμβατού των επίμαχων φορολογικών μέτρων προς τη Συνθήκη ΕΚ δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.
25 Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες καθιερώνει η νομολογία του Δικαστηρίου ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
26 Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-2289, σκέψη 48).
– Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως
27 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την εκτίμηση της προωθήσεως του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα.
28 Ο γενικός αυτός ισχυρισμός ακολουθείται από σκέψεις περιοριζόμενες, κατ’ ουσίαν, στην περιγραφή της εξελίξεως των ρυθμίσεων του ιταλικού τραπεζικού τομέα, οι οποίες δεν παρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία ως προς το περιεχόμενο της προβαλλόμενης αιτιάσεως.
29 Η λεπτομερής περιγραφή της εξελίξεως του εφαρμοστέου δικαίου επικεντρώνεται στον νόμο 218/90.
30 Ο νόμος αυτός περιγράφεται ως επιφέρων τη ριζική μεταρρύθμιση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο χαρακτηριζόταν από την ευρεία συμμετοχή του δημόσιου τομέα, διά της προβλέψεως νομικών μέσων για τη μετατροπή των δημόσιων τραπεζών σε ανώνυμες εταιρίες.
31 Ο νόμος 461/98 περιγράφεται ως το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας μεταρρυθμίσεως του ιταλικού τραπεζικού συστήματος.
32 Η θέσπιση του νόμου αυτού κατέστη αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η εξάλειψη ή, εν πάση περιπτώσει, ο δραστικός περιορισμός της παρουσίας του δημοσίου στον τραπεζικό τομέα, καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως και αναδιαρθρώσεως του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, η οποία ξεκίνησε με τον νόμο 218/90.
33 Ο νόμος 461/98 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων:
– στη διευκόλυνση των πράξεων αυξήσεως του μεγέθους των τραπεζών ή τραπεζικών ομίλων·
– στην παροχή δυνατότητας επανεκχωρήσεως στα τραπεζικά ιδρύματα, υπό καθεστώς φορολογικής ουδετερότητας, των ανενεργών περιουσιακών στοιχείων που είχαν μεταβιβασθεί κατά κυριότητα στις τραπεζικές εταιρίες στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου 218/90.
34 Η ανάγκη ολοκληρώσεως της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως συνδυαζόταν με ένα σχέδιο φορολογικής μεταρρυθμίσεως για την ελάττωση της φορολογικής επιβαρύνσεως των παραγωγικών δραστηριοτήτων.
35 Λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεως του πρώτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως και του συνόλου των παρατηρήσεων των διαδίκων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το σκέλος αυτό η προσφεύγουσα βάλλει κατά της παραλείψεως της Επιτροπής να παραθέσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις τον νόμο 461/98 και το διάταγμα 153/99, νομοθετήματα τα οποία δεν αποτελούσαν παρά την προέκταση του μη αμφισβητηθέντος από την Επιτροπή, από απόψεως δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, νόμου 218/90.
36 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 30 και 32 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή:
– συνόψισε την περιγραφή της εξελίξεως των κανονιστικών ρυθμίσεων στον ιταλικό τραπεζικό τομέα, όπως αυτή εκτέθηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση·
– επανέλαβε τον ισχυρισμό της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι ο νόμος 218/90 και το διάταγμα 153/99 θα έπρεπε να θεωρηθούν ως στάδιο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού του ιταλικού τραπεζικού τομέα·
– υπενθύμισε τον επιδιωκόμενο από αυτό το κράτος μέλος σκοπό της σταθεροποιήσεως και αναδιαρθρώσεως του ως άνω τομέα.
37 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέθεσε εν συνεχεία, με τις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 54 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το γεγονός ότι η ισχύς του νόμου 218/90 δεν αμφισβητήθηκε από απόψεως κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του νόμου 461/98 και του διατάγματος 153/99 υπό το πρίσμα των ίδιων κανόνων.
38 Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το γεγονός ότι δεν αμφισβήτησε τον νόμο 218/90, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτός ο νόμος δεν είχε κοινοποιηθεί από την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Επιτροπή προσθέτει ότι εξέτασε ορισμένες μόνον πτυχές του νόμου σχετικά με ατομικές περιπτώσεις και διευκρινίζει ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που έγιναν δεκτοί ως προς τις πτυχές αυτές δεν έχουν εφαρμογή στα εν προκειμένω επίμαχα μέτρα.
39 Η Επιτροπή τονίζει ότι ήδη στο τέλος του 1992 οι δημόσιες τράπεζες, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, είχαν μετατραπεί σε ανώνυμες εταιρείες και ότι η μετατροπή αυτή κατέστη υποχρεωτική με το νόμο 489/93.
40 Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν προέβαλε αντιρρήσεις για άλλα μέτρα, ενδεχομένως παρόμοια με εκείνα που προβλέπει το διάταγμα 153/99, δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να αντιμετωπίσει ευνοϊκώς τα μέτρα του διατάγματος αυτού. Η φορολογική απαλλαγή της μεταφοράς στοιχείων του ενεργητικού από το τραπεζικό ίδρυμα στην τραπεζική εταιρία δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να αξιολογηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με μια ανάλογη πράξη επανεκχωρήσεως από την τραπεζική εταιρία στο ίδρυμα. Πράγματι, η εισφορά στοιχείων του ενεργητικού στην τραπεζική εταιρία θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της μετατροπής των δημόσιων τραπεζών σε ανώνυμες εταιρείες, ενώ η επανεκχώρηση των συγκεκριμένων στοιχείων στα ιδρύματα, πιθανώς υπερτιμημένη λόγω της φορολογικής απαλλαγής, έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των δεικτών αποτελεσματικότητας της τραπεζικής εταιρίας.
41 Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο νόμος 218/90 παραμένει ένα ad hoc μέτρο, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, κατ’ αρχήν, από τις ειδικές περιστάσεις της θεσπίσεώς του. Εντούτοις, τα εν προκειμένω επίμαχα μέτρα δεν θα μπορούσαν σε καμία στιγμή να κριθούν συμβατά προς την κοινή αγορά.
42 Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή παρέσχε με την προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογία σε απάντηση της υποβληθείσας επιχειρηματολογίας.
43 Ανεξαρτήτως του βάσιμου χαρακτήρα της, η αιτιολογία αυτή επαρκεί προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί της οικείας επιχειρηματολογίας και, αφετέρου, στο Δικαστήριο να ασκήσει τον σχετικό έλεγχο.
44 Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως
45 Με το δεύτερο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν παρέσχε χωριστή αιτιολογία, αφενός, επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού των επίμαχων φορολογικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, επί του ζητήματος του ενδεχόμενου συμβατού χαρακτήρα των μέτρων αυτών προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.
46 Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται κυρίως σε σχέση με το περιεχόμενο της αιτιολογίας και όχι με τον τρόπο διαρθρώσεως αυτής.
47 Εν πάση περιπτώσει, αρκεί η διαπίστωση ότι εν προκειμένω η Επιτροπή εξέτασε με τις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 42 της προσβαλλόμενης αποφάσεως το ζήτημα του χαρακτηρισμού των επίμαχων φορολογικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και, χωριστά, με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 της ίδιας αποφάσεως, το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.
48 Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τρίτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως
49 Με το τρίτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ανεπαρκή, πεπλανημένη και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ.
50 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παραθέτει το σκεπτικό βάσει του οποίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατά προς τη Συνθήκη ΕΚ κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
51 Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, δεδομένου, αφενός, ότι περιάγει σε ευνοϊκή θέση κυρίως τους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους και όχι την Κοινότητα στο σύνολό της και, αφετέρου, ότι δεν προωθεί συγκεκριμένο, ακριβές και σαφώς καθορισμένο σχέδιο.
52 Όσον αφορά το συμβατό των επίμαχων φορολογικών μέτρων υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και της «αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων», η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών κατά την έννοια της ανακοινώσεως 1999/C 288/02, σχετικά με τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2). Το σύστημα ενισχύσεων δεν περιορίζεται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι ενισχύσεις δεν κοινοποιήθηκαν ατομικώς στην Επιτροπή και δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως. Οι τράπεζες που δικαιούνται ενισχύσεως κατά κανόνα δεν είναι προβληματικές, ούτε η ενίσχυση προορίζεται στην επαναφορά της μακροπρόθεσμης οικονομικής και χρηματοοικονομικής αποδοτικότητας. Οι κατευθυντήριες γραμμές απαιτούν την έγκριση μέτρων που τείνουν στην εξισορρόπηση, κατά το μέτρο του δυνατού, ενδεχομένων επιπτώσεων της ενισχύσεως στους ανταγωνιστές. Εν προκειμένω, αντιθέτως, η ενίσχυση προορίζεται να ενισχύσει τη θέση των δικαιούχων σε σχέση με τους ανταγωνιστές που δεν δικαιούνται ενισχύσεως. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις στην επένδυση ή ως ενισχύσεις για άλλους τύπους δαπανών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές. Κανένα άλλο χαρακτηριστικό του συστήματος ενισχύσεων δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να το θεωρήσει συμβατό για άλλους λόγους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Επιπλέον, δεν πληρούται η προϋπόθεση της διατάξεως αυτής σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση δεν πρέπει να «αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον». Πράγματι, αντιθέτως προς τα προγενέστερα μέτρα του νόμου 218/90, τα οποία πιθανώς διευκόλυναν τη μετατροπή των δημοσίων τραπεζών σε ανώνυμες εταιρείες, ελαττώνοντας υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού τις ανισότητες με άλλες τραπεζικές επιχειρήσεις, τα επίμαχα μέτρα έχουν κυρίως ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των δικαιούχων σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από έντονο διεθνή ανταγωνισμό.
53 Ανεξαρτήτως του βάσιμου χαρακτήρα της, η αιτιολογία αυτή επαρκεί προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί της οικείας επιχειρηματολογίας και, αφετέρου, στο Δικαστήριο να ασκήσει τον σχετικό έλεγχο.
54 Κατά τα λοιπά, η αιτίαση της Ιταλικής Δημοκρατίας ως προς τον πεπλανημένο και αντιφατικό χαρακτήρα της αιτιολογήσεως περικλείει, κατ’ ουσίαν, αμφισβήτηση του βασίμου αυτής ή και ισχυρισμό περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της μεταστροφής από παλαιότερη θέση της Επιτροπής. Πράγματι, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ειδικότερα ότι η διατυπωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παρατήρηση της Επιτροπής ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων ευνοεί κυρίως τους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους και όχι την Κοινότητα είναι «εντελώς απλοϊκή και αυθαίρετη». Περαιτέρω, η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων δεν διασφαλίζει την προώθηση ενός συγκεκριμένου, ακριβούς και σαφώς καθορισμένου σχεδίου είναι, «εκτός από αντιφατική, εντελώς αβάσιμη». Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα του συμβατού μιας ενισχύσεως που προορίζεται για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η συλλογιστική της Επιτροπής είναι «αντιφατική» και δεν παρουσιάζει «καμία συνοχή» με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε σε άλλες υποθέσεις και από τα οποία αφίσταται σαφώς εν προκειμένω.
55 Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας μιας πράξεως εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως αυτής. Επομένως, η αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας αυτής δεν μπορεί να εξετασθεί στο στάδιο του ελέγχου της τηρήσεως της απορρέουσας από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως.
56 Εξάλλου, όσον αφορά την αιτιολογία της διαφορετικής προσεγγίσεως της Επιτροπής σε παλαιότερες υποθέσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση παραθέτει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 54, τα στοιχεία που, κατά την Επιτροπή, διακρίνουν τις αντιπαραβαλλόμενες καταστάσεις και, συνεπώς, δικαιολογούν την προσέγγιση αυτή.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθεί.
58 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας
Επιχειρήματα των διαδίκων
59 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή διατύπωσε για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις ως προς τα επίμαχα μέτρα έμμεσης φορολογίας, χωρίς να παράσχει προηγουμένως στην Ιταλική Κυβέρνηση και στους δικαιούχους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.
60 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό της προσφεύγουσας, ο οποίος είναι απαράδεκτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ως προβληθείς για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
61 Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διαδικασία.
62 H Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβαλε με την προσφυγή της λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
63 Προέβαλε τον λόγο αυτό για πρώτη φορά με το δικόγραφο απαντήσεως, χωρίς να τον στηρίξει σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διαδικασία.
64 Κατά συνέπεια, πρόκειται για νέο λόγο ακυρώσεως που πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ
Επιχειρήματα των διαδίκων
65 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντας τα επίμαχα φορολογικά μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις, παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
66 Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε έξι σκέλη.
67 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε μη αληθή προκείμενη, όσον αφορά τη μείωση σε 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος για τις τράπεζες που προβαίνουν σε συγχώνευση ή παρόμοια πράξη αναδιαρθρώσεως. Η μείωση αυτή χορηγείται όχι επί του συνολικού εισοδήματος της τράπεζας που προβαίνει σε συγχώνευση ή ανάλογη πράξη αναδιαρθρώσεως, αλλά μόνον επί των κερδών που τοποθετούνται σε ειδικό αποθεματικό. Εξάλλου, η μειωμένη φορολόγηση εφαρμόζεται μόνον μέχρι ποσού ίσου, κατ’ ανώτατο όριο, με το 1,2 % του συνόλου που προβλέπεται με τα άρθρα 22, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 1, του διατάγματος 153/99. Τέλος, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το ειδικό αυτό αποθεματικό δεν μπορούσε να διανεμηθεί στους μετόχους για χρονική περίοδο τριών ετών.
68 Με τα λοιπά πέντε σκέλη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα:
– δεν συνεπάγονται μεταβίβαση κρατικών πόρων ούτε παραίτηση από την είσπραξη φορολογικών εσόδων·
– δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, διότι αφορούν και δικαιούχους, όπως εταιρίες holding, οι οποίοι δεν είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ·
– δεν έχουν επιλεκτικό, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, αλλά γενικό χαρακτήρα, καθόσον προβλέπουν επιταγές μη συνεπαγόμενες δυσμενείς διακρίσεις και δεσμευτικές στην εφαρμογή τους·
– δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ή, εν πάση περιπτώσει, το επηρεάζουν μόνο μερικώς, ώστε να επιβάλλεται η μερική μόνον ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων· ·
– δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
69 Όσον αφορά, ειδικότερα, τα μέτρα του άρθρου 16, παράγραφος 3, του διατάγματος 153/99, τα οποία προέβλεπαν φορολογική ουδετερότητα για τις πράξεις επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν συνεπάγονται πλεονέκτημα οικονομικής φύσεως συνιστώμενο στην απαλλαγή από τον φόρο για την εταιρία που επανεκχωρεί, αλλά απλή μετάθεση της φορολογικής υποχρεώσεως της εταιρίας αυτής στον ανάδοχο των επανεκχωρούμενων στοιχείων, καθώς και μετάθεση της προθεσμίας καταβολής του οφειλόμενου για την πράξη επανεκχωρήσεως φόρου στον χρόνο διενέργειας μεταγενέστερης πράξεως μεταβιβάσεως των στοιχείων αυτών.
70 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία διατύπωσε για πρώτη φορά με το δικόγραφο απαντήσεως τον ισχυρισμό ότι το άρθρο 16, παράγραφος 3, του διατάγματος 153/99, καθόσον προβλέπει φορολογική ουδετερότητα για τις πράξεις επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, εφαρμόζεται επίσης σε δικαιούχους οι οποίοι δεν είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, πρόκειται για νέο ισχυρισμό, ο οποίος είναι απαράδεκτος δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.
71 Ομοίως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα διατύπωσε για πρώτη φορά με το δικόγραφο απαντήσεως τον ισχυρισμό ότι η ενίσχυση ενδέχεται να επηρεάζει μερικώς μόνον το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να ανακτηθεί μέρος μόνον αυτής. Κατά την Επιτροπή, το αίτημα μειώσεως του προς ανάκτηση ποσού συνιστά νέο αίτημα, το οποίο μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς κατά παράβαση του άρθρου 19 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου (νυν άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου) και του άρθρου 38 του Κανονισμού Διαδικασίας.
72 Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι αβάσιμος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από μη αληθή προκείμενη σχετική με τη μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος
73 Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή δεν έκανε λόγο για μείωση του συντελεστή φόρου εφαρμοζόμενη στο συνολικό εισόδημα της τράπεζας. Με την αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρθηκε σε μείωση αφορώσα τα κέρδη που τοποθετούνται σε ειδικό αποθεματικό, ενώ η τοποθέτηση αυτή αποτελεί προϋπόθεση της μειώσεως. Εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη συνεκτίμηση μιας μειώσεως εφαρμοζόμενης επί του συνολικού εισοδήματος της τράπεζας μπορεί να θίγει το κύρος της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την ανάλυση της εκτάσεως της ενισχύσεως, όχι όμως ως προς την εξέταση της υπάρξεως της ενισχύσεως αυτής.
74 Εξάλλου, με την ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Επιτροπή έκανε ρητή μνεία των προβαλλόμενων από την Ιταλική Δημοκρατία και προβλεπόμενων από το διάταγμα 153/99 παραμέτρων του γενικού ορίου του 1,2 % και της υποχρεώσεως μη διανομής για περίοδο τριών ετών.
75 Επομένως, το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του δευτέρου σκέλους, σχετικού με την προϋπόθεση της χρηματοδοτήσεως των επίμαχων μέτρων από το κράτος ή με κρατικούς πόρους
76 Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά τις «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους».
77 Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν πανομοιότυπα αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 38, και της 15ης Ιουλίου 2004, C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή Ι-6717, σκέψη 90, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
78 Εντεύθεν προκύπτει ότι μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14). Ομοίως, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση μέτρο που χορηγεί σε ορισμένες επιχειρήσεις μείωση φόρου ή μετάθεση του χρόνου καταβολής του κανονικώς οφειλόμενου φόρου.
79 Εν προκειμένω, τα επίμαχα μέτρα συνίστανται σε:
– μείωση του συντελεστή του φόρου εισοδήματος·
– απαλλαγές φόρου χορηγούμενες δυνάμει διατάξεων που διασφαλίζουν τη φορολογική ουδετερότητα των οικείων πράξεων, ήτοι τη μη συνεκτίμηση, για φορολογικούς σκοπούς, της συνδρομής των προϋποθέσεων γενέσεως φορολογικής υποχρεώσεως, η εκπλήρωση της οποίας μετατίθεται για τον χρόνο διενέργειας ενδεχόμενης μεταγενέστερης πράξεως της ίδιας φύσεως·
– εφαρμογή ενός ενιαίου φόρου αντί των κανονικώς οφειλόμενων φόρων είτε για πράξεις συγχωνεύσεως ή ανάλογες πράξεις αναδιαρθρώσεως, είτε για πράξεις επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού·
– απαλλαγή φόρου για τη μεταφορά των συμμετοχών στο κεφάλαιο της Banca d’Italia από τις τραπεζικές εταιρείες στα τραπεζικά ιδρύματα.
80 Συνεπώς, τα μέτρα αυτά συνεπάγονται είτε μείωση φόρου διά της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ή ενιαίου φόρου αντί των κανονικώς οφειλόμενων, είτε απαλλαγή από τον φόρο σε περίπτωση πραγματικής υπεραξίας κατά την επανεκχώρηση περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού ή, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 39 in fine της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όταν μια τραπεζική εταιρία που μεταβιβάζει σ’ ένα τραπεζικό ίδρυμα τις συμμετοχές της στην Banca d’Italia αντλεί πλεονέκτημα από την πράξη, ιδίως αν οι εν λόγω συμμετοχές έχουν χορηγηθεί δωρεάν και μεταβιβάζονται στα ιδρύματα για επαχθή αιτία ή υποκείμενες σε ανατίμηση.
81 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίμαχες φορολογικές ελαφρύνσεις χορηγούνται με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
82 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται, όσον αφορά τα μέτρα περί φορολογικής ουδετερότητας των πράξεων επανεκχωρήσεως, από το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η καταβολή του κανονικώς οφειλόμενου φόρου απλώς μετατίθεται για τον χρόνο διενέργειας ενδεχόμενης μεταγενέστερης πράξεως της ίδιας φύσεως. Πράγματι, όχι μόνον η μετάθεση της καταβολής φορολογικού χρέους μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, αλλά, κατά μείζονα λόγο, η επανεκχώρηση υπό τους όρους της παρούσας υποθέσεως συνιστά κατά κυριότητα μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο, με αποτέλεσμα η απαλλαγή να είναι οριστική για την τραπεζική εταιρία που επανεκχωρεί σε τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο αποτελεί διαφορετικό υποκείμενο δικαίου.
83 Το δεύτερο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τρίτου σκέλους, σχετικού με την ιδιότητα των δικαιούχων του μέτρου που προβλέπει τη φορολογική ουδετερότητα των πράξεων επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού
84 Η Ιταλική Δημοκρατία διατύπωσε με το δικόγραφο απαντήσεως τον ισχυρισμό ότι το μέτρο της φορολογικής ουδετερότητας για τις πράξεις επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού εφαρμόζεται επίσης σε δικαιούχους οι οποίοι δεν είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
85 Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διαδικασία.
86 Εντούτοις, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να θεωρείται παραδεκτός (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1983, 306/81, Βέρρος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1755, σκέψη 9, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-8853, σκέψη 169).
87 Με την προσφυγή της η Ιταλική Δημοκρατία προέβαλε τον εξεταζόμενο λόγο, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, υποστηρίζοντας ότι, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, δεν πληρούνται ορισμένες από τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής.
88 Ο προβαλλόμενος με το υπόμνημα απαντήσεως ισχυρισμός ότι τα επίμαχα μέτρα αφορούν επίσης δικαιούχους οι οποίοι δεν είναι επιχειρήσεις συνιστά ανάπτυξη λόγου προβληθέντος σε προγενέστερο στάδιο. Αφορά μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο σχετικός ισχυρισμός περιλαμβάνεται εμμέσως στον προβληθέντα λόγο.
89 Επομένως, η προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.
90 Επί της ουσίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα υπάγονται σε σύστημα ενισχύσεων.
91 Στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το σύστημα αυτό παρουσιάζει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8855, σκέψη 51, και της 29ης Απριλίου 2004, C-278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3997, σκέψη 24).
92 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το εξεταζόμενο φορολογικό καθεστώς ευνοεί τις τραπεζικές επιχειρήσεις. Η ενδεχόμενη εφαρμογή του και σε δικαιούχους που δεν είναι επιχειρήσεις δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, η οποία αρκεί για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σε ένα σύστημα ενισχύσεων.
93 Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τετάρτου σκέλους, σχετικού με την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων
94 Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις «που μεταχειρίζονται ευνοϊκώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», ήτοι τις ενισχύσεις επιλεκτικής εφαρμογής.
95 Μια ενίσχυση μπορεί να είναι επιλεκτική, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ακόμη και όταν αφορά έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 33).
96 Εν προκειμένω, τα επίμαχα φορολογικά μέτρα εφαρμόζονται στον τραπεζικό τομέα. Δεν ευνοούν επιχειρήσεις άλλων τομέων της οικονομίας. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία τονίζει με την προσφυγή της ότι οι πράξεις τις οποίες αφορούν τα μέτρα αυτά ενδέχεται να αφορούν και άλλες εταιρίες, όπως εταιρίες χαρτοφυλακίου, εταιρίες παροχής υπηρεσιών και ασφαλιστικές εταιρίες, πλην όμως, «εν πάση περιπτώσει, τα προβλεπόμενα πλεονεκτήματα αποβαίνουν αποκλειστικώς υπέρ των ενδιαφερομένων τραπεζών».
97 Επιπλέον, τα επίμαχα μέτρα ευνοούν μόνον εκείνες τις επιχειρήσεις του τραπεζικού τομέα που διενεργούν τις προβλεπόμενες από τον νόμο πράξεις.
98 Επομένως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετασθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν η μείωση φόρου που εφαρμόζεται σε περίπτωση συγχωνεύσεως ή ανάλογης πράξεως αναδιαρθρώσεως ωφελεί περισσότερο τις μεγάλες τράπεζες που μετέχουν στις πράξεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα τόσο σε σχέση με τους άλλους οικονομικούς τομείς όσο και στο εσωτερικό του τραπεζικού τομέα.
99 Δεδομένου ότι δεν εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως γενικά μέτρα δημοσιονομικής ή οικονομικής πολιτικής.
100 Πράγματι, τα μέτρα αυτά παρεκκλίνουν από το φορολογικό καθεστώς του κοινού δικαίου. Οι επωφελούμενες επιχειρήσεις τυγχάνουν φορολογικών πλεονεκτημάτων στα οποία δεν θα είχαν δικαίωμα στο πλαίσιο της κανονικής εφαρμογής του καθεστώτος αυτού και τα οποία δεν μπορούν να διεκδικήσουν επιχειρήσεις άλλων τομέων που διενεργούν ανάλογες πράξεις ή επιχειρήσεις του τραπεζικού τομέα που δεν διενεργούν πράξεις όπως οι προβλεπόμενες.
101 Τα επίμαχα μέτρα δεν δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του οικείου φορολογικού συστήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 33). Δεν πρόκειται για προσπάθεια προσαρμογής του γενικού συστήματος στα ειδικά χαρακτηριστικά του τραπεζικού κλάδου. Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές δήλωσαν ρητώς ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν μέσα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων επιχειρήσεων σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της εξελίξεως του κλάδου.
102 Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του πέμπτου και έκτου σκέλους, σχετικών με τις προϋποθέσεις του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και της νοθεύσεως του ανταγωνισμού
103 Με την προσφυγή της, η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβήτησε τη συνδρομή της προϋποθέσεως του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών. Με το υπόμνημα απαντήσεως προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν, σε περίπτωση μη επηρεασμού του συνόλου του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να επηρεάζουν μόνον εν μέρει το εμπόριο, εξέταση βάσει της οποίας θα έπρεπε να καθορισθεί η έκταση της ανακτήσεως των ενισχύσεων, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας.
104 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νέο αίτημα, το οποίο μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς. Ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 38 του Κανονισμού Διαδικασίας.
105 Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν την υποβολή νέων αιτημάτων που δεν περιλαμβάνονταν στην προσφυγή.
106 Η επιχειρηματολογία της οποίας το παραδεκτό αμφισβητείται προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο διατυπώνεται με την προσφυγή. Δεν πρόκειται για μεταβολή του αιτήματος αυτού ούτε για συμπλήρωσή του.
107 Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο αίτημα.
108 Το επιχείρημα αυτό αποτελεί ανάπτυξη λόγου προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως νέος ισχυρισμός κατά την έννοια του άρθρου 42 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Βέρρος κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 9, και Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, σκέψη 169).
109 Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
110 Επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.
111 Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 44).
112 Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του «επηρεασμού» του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, ο οποίος πρέπει να ερμηνευθεί ως επίπτωση στο εμπόριο, ενδεχομένως και μόνο δυνητική, αποκλείει τη σύνδεση της ανακτήσεως του συνόλου μιας ενισχύσεως με ένα κριτήριο «συνολικού» επηρεασμού του εμπορίου, σε αντίθεση με τον «μερικό» επηρεασμό, ο οποίος καθιστά δυνατή την ανάκτηση τμήματος μόνον της ενισχύσεως κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
113 Επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και ότι η αναζήτηση αυτή με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους στόχους των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 103, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
114 Συνεπώς, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι μια ενίσχυση δεν είναι συμβατή προς την κοινή αγορά όταν έχει ή μπορεί να έχει επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλωτικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του εμπορίου αυτού.
115 Ειδικότερα, όταν μια χορηγηθείσα από κράτος μέλος ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980, σ. 13, σκέψη 11, της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-53/00, Ferring, Συλλογή 2001, σ. I-9067, σκέψη 21, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 52).
116 Συναφώς, στην περίπτωση ελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο ενός τομέα της οικονομίας μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού, καθώς και για τις συνέπειές τους στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 75).
117 Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να μετέχει η ίδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική παραγωγή μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή και να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να εξάγουν τα προϊόντα τους προς την αγορά αυτού του κράτους μέλους (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 84). Επιπλέον, η ενίσχυση μιας επιχειρήσεως που μέχρι σήμερα δεν μετείχε στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ενδέχεται να καταστήσει δυνατή την διείσδυσή της στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους.
118 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προβλεπόμενες από τα επίμαχα μέτρα φορολογικές ελαφρύνσεις σε περίπτωση συγχωνεύσεως, επανεκχωρήσεως ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβιβάσεως συμμετοχών στο κεφάλαιο της Banca d’Italia (βλ. σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως), ενισχύουν τη θέση των τραπεζών που έλαβαν την ενίσχυση σε σχέση με τις τράπεζες που μετέχουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.
119 Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς διαδικασίας απελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο, η οποία ενδυνάμωσε τον ανταγωνισμό που διασφάλιζαν μέχρι τότε μόνον οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
120 Από τον φάκελο της υποθέσεως, και ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις του νομοσχεδίου επί του οποίου βασίσθηκε ο νόμος 461/98, προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο θεσπίσεώς τους, τα επίμαχα μέτρα περί των πράξεων συγχωνεύσεως και αναδιαρθρώσεως των τραπεζών εισήχθησαν προκειμένου η νομισματική ένωση να μην οδηγήσει στην πράξη, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής υστερήσεως του ιταλικού τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τα λοιπά ευρωπαϊκά συστήματα, στη συρρίκνωση του ιταλικού τραπεζικού κλάδου υπέρ των πιο στιβαρών ευρωπαϊκών τραπεζών.
121 Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνεπάγονται τα επίμαχα μέτρα για τις εγκατεστημένες στην Ιταλία τράπεζες ενδέχεται να καταστήσει δυσχερέστερη τη διείσδυση στην ιταλική αγορά επιχειρηματιών από άλλα κράτη μέλη ή να διευκολύνει τη διείσδυση εγκατεστημένων στην Ιταλία επιχειρηματιών σε άλλες αγορές.
122 Ο προβληθείς από την Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρισμός ότι το σύστημα ενισχύσεων εφαρμόζεται και στις εγκατεστημένες στην Ιταλία θυγατρικές τραπεζών άλλων κρατών μελών δεν εμποδίζει την επέλευση των αποτελεσμάτων αυτών.
123 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες ενισχύσεις μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.
124 Κατά συνέπεια, το πέμπτο και το έκτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου πρέπει να απορριφθούν.
125 Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
Επί των λόγων που αντλούνται από παραβάσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ
Επιχειρήματα των διαδίκων
126 Όσον αφορά τους δύο λόγους που στηρίζονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ταυτίσει την απουσία προηγούμενης κοινοποιήσεως του συστήματος ενισχύσεων με τον αποκλεισμό της δυνατότητας να κηρυχθεί το σύστημα αυτό συμβατό προς την κοινή αγορά δυνάμει της ως άνω διατάξεως.
127 Η προσφεύγουσα εκτιμά, πρώτον, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, αρνούμενη να κηρύξει τις επίμαχες ενισχύσεις συμβατές προς την κοινή αγορά ως «ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Κατά την προσφεύγουσα, ο νόμος 461/98 και το διάταγμα 153/99 αποσκοπούσαν στην ολοκλήρωση της ιδιωτικοποιήσεως των ιταλικών τραπεζών διά της παροχής κινήτρων προκειμένου να αποδεσμευθούν ή να μειωθούν τα τοποθετημένα σε ιταλικές τράπεζες δημόσια ή μη ιδιωτικά κεφάλαια. Οι πράξεις αυτές δεν ήταν δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά, αντιθέτως, μείωσαν τις ανισότητες που υφίσταντο προ της θεσπίσεως του επίμαχου συστήματος μεταξύ αμιγώς ιδιωτικών τραπεζών και τραπεζών οι οποίες ήταν ιδιωτικές μόνον τύποις και όχι από απόψεως δυνατότητας ασκήσεως ελέγχου μέσω του κεφαλαίου.
128 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η πλήρης και οριστική ιδιωτικοποίηση των ιταλικών τραπεζών μπορεί να συνιστά «σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», εντασσόμενο, με τη σειρά του, στο κοινοτικό σχέδιο πραγματοποιήσεως της ζώνης ευρώ και της εσωτερικής αγοράς. Υπό το πρίσμα του άρθρου 295 ΕΚ, το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεως μπορεί να εκτελεσθεί μόνον από τα κράτη μέλη, κατά το μέτρο που αφορά το καθένα από αυτά. Η ιδιωτικοποίηση ενδυναμώνει τον ανταγωνισμό σε μια σημαντική χρηματοοικονομική αγορά όπως η ιταλική, γεγονός που ωφελεί την Κοινότητα στο σύνολό της.
129 Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μη χαρακτηρίζοντας τα επίμαχα μέτρα συμβατά προς την κοινή αγορά ως «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων», εν προκειμένω της τραπεζικής δραστηριότητας, παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.
130 Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ μόνον υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας ανακοινώσεως 1999/C 288/02, περί των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, καθώς και υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως 96/C 213/04, περί κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ 1996, C-213, σ. 4), στην οποία εμμέσως αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Η Ιταλική Δημοκρατία τονίζει ότι ουδέποτε υποστήριξε ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων περιελάμβανε ενδεχομένως ενισχύσεις σε προβληματικές ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, ως βάση για την εκτίμηση του συμβατού έπρεπε να ληφθεί απευθείας το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, δεδομένου ότι το επίμαχο σύστημα δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις «κωδικοποιημένες» υποθέσεις των δύο ανακοινώσεων της Επιτροπής.
131 Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή σαφή μεταστροφή από την προσέγγιση που είχε υιοθετήσει με τις αποφάσεις 1999/288/ΕΚ, της 29ης Ιουλίου 1998, για την υπό όρους έγκριση της ενισχύσεως που χορήγησε η Ιταλία στην Banco di Napoli (ΕΕ 1999, L 116, σ. 36), και 2000/600/ΕΚ, της 10ης Νοεμβρίου 1999, για την κρατική ενίσχυση υπό όρους που σχεδιάζει να εφαρμόσει η Ιταλία υπέρ των κρατικών σικελικών τραπεζών Banco di Sicilia και Sicilcassa (ΕΕ 2000, L 256, σ. 21).
132 Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν ενισχύσεις που παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες με τα επίμαχα μέτρα, μεταξύ άλλων για τον λόγο ότι στηρίζονταν εν μέρει στον νόμο 218/90. Οι ενισχύσεις αυτές ουδέποτε κοινοποιήθηκαν. Η Επιτροπή τις κήρυξε τελικώς, υπό ορισμένους όρους, συμβατές προς την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.
133 Η μείωση του συντελεστή του φόρου εισοδήματος, η οποία προβλέπεται με τα άρθρα 22 και 23 του διατάγματος 153/99, αποτελεί συνέχεια του ανάλογου και μάλιστα ευνοϊκότερου μέτρου που προέβλεπε το άρθρο 7, παράγραφος 3, του νόμου 218/90. Η διάταξη αυτή παρείχε στα πιστωτικά ιδρύματα που προέκυπταν από πράξεις συγχωνεύσεως, καθώς και στα ιδρύματα προς τα οποία πραγματοποιήθηκαν μεταβιβάσεις ισοδυναμούσες με πράξεις συγχωνεύσεως, την ευχέρεια να εκπέσουν για περίοδο πέντε ετών τις εισφορές, μέχρι ένα ανώτατο όριο, σε ειδικό αποθεματικό. Η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε την προσέγγιση που είχε υιοθετήσει για το προγενέστερο αυτό μέτρο.
134 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι δύο λόγοι ακυρώσεως είναι αβάσιμοι.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
135 Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή απολαύει, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ευρείας διακριτικής ευχέρειας, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να κινούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Το Δικαστήριο, ελέγχοντας τη νομιμότητα της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, δεν μπορεί να υποκαθιστά με την επί του θέματος εκτίμησή του εκείνη της αρμόδιας αρχής, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν οι εκτιμήσεις αυτές ενέχουν πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-456/00, Γαλλία κατά Επιτροπής, σ. I-11949, σκέψη 41, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
136 Εξάλλου, πρέπει ευθύς εξαρχής να τονισθεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ουδόλως συνήγαγε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, από την απουσία προηγούμενης κοινοποιήσεως του συστήματος ενισχύσεων ότι το σύστημα αυτό δεν μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.
– Επί της έννοιας των «ενισχύσεων για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος»
137 Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να κηρύξει συμβατές προς την κοινή αγορά ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
138 Με την αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούν στην ενίσχυση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, εξασφαλίζοντας ευνοϊκή μεταχείριση κυρίως στους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους και όχι της Κοινότητας στο σύνολό της.
139 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι από την εξέταση του λόγου που στηρίζεται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις του νομοσχεδίου επί του οποίου βασίσθηκε ο νόμος 461/98 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγκατεστημένων στην Ιταλία επιχειρηματιών και της ανταγωνιστικής τους θέσεως στην εσωτερική αγορά.
140 Επομένως, αποκλείοντας τον χαρακτηρισμό «σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
141 Ο ισχυρισμός της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο της ολοκληρώσεως μιας διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, είναι αλυσιτελής.
142 Πράγματι, αφενός, ορισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις δεν παρουσιάζουν αναγκαίο σύνδεσμο με μια διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως. Αφετέρου, και κατά μείζονα λόγο, μια διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως σε επίπεδο κράτους μέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ως σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
143 Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί.
– Επί της έννοιας των «ενισχύσεων για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων»
144 Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να κηρύσσει συμβατές προς την κοινή αγορά ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων.
145 Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής της διατάξεως αυτής αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των ανακοινώσεων 1999/C 288/02 και 96/C 213/04.
146 Με την αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφού ανέλυσε τα επίμαχα μέτρα υπό το πρίσμα των κριτηρίων που καθιερώνονται με τις δύο αυτές ανακοινώσεις, κατέληξε ότι από κανένα στοιχείο του επίμαχου συστήματος ενισχύσεων δεν προκύπτει ότι το σύστημα αυτό πρέπει να κηρυχθεί συμβατό προς την κοινή αγορά για άλλους λόγους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.
147 Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε ότι, κατά την άποψή της, δεν πληρούται το κριτήριο της διατάξεως αυτής σύμφωνα με το οποίο οι οικείες ενισχύσεις δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του εμπορίου σε βαθμό αντιβαίνοντα προς το κοινό συμφέρον.
148 Η Επιτροπή, επισημαίνοντας, συναφώς, ότι τα επίμαχα μέτρα έχουν κυρίως ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των δικαιούχων της ενισχύσεως σ’ έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από έντονο διεθνή ανταγωνισμό, και έχοντας προηγουμένως τονίσει ότι η ενίσχυση προορίζεται να ενισχύσει τη θέση των δικαιούχων σε σχέση με τους ανταγωνιστές που δεν λαμβάνουν ενίσχυση, απορρίπτει εμμέσως τον ισχυρισμό ότι το επίμαχο μέτρο αφορά την «ανάπτυξη» της τραπεζικής δραστηριότητας στο σύνολό της.
149 Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που διατυπώθηκαν κατά την εξέταση των προηγούμενων αιτιάσεων ως προς τα χαρακτηριστικά των επίμαχων μέτρων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
150 Δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε την προσέγγιση που είχε υιοθετήσει ως προς τα προβλεπόμενα με τον νόμο 218/90 μέτρα, ιδίως με τις αποφάσεις της 1999/288 και 2000/600.
151 Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι τα προβλεπόμενα με τον νόμο 218/90 μέτρα ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Επομένως, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το προβλεπόμενο με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του νόμου αυτού μέτρο παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με τη μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος κατά τα άρθρα 22 και 23 του διατάγματος 153/99, αρκεί η διαπίστωση ότι το προγενέστερο μέτρο δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα δύο διαδοχικά μέτρα εντάσσονται σε μια λογική συνέχειας και προεκτάσεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επενέβη όσον αφορά το προηγούμενο σύστημα είναι άνευ σημασίας, καθόσον το επίμαχο στην υπό κρίση περίπτωση σύστημα, εξεταζόμενο ανεξάρτητα από το παλαιό, ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 10).
152 Όσον αφορά τις αποφάσεις 1999/288 και 2000/600, πρέπει να επισημανθεί ότι αφορούν, αφενός, ενισχύσεις χορηγηθείσες σε συγκεκριμένες τράπεζες δικαιούχους και, αφετέρου, μέτρα διαφορετικά από τα εν προκειμένω επίμαχα, ήτοι αυξήσεις εταιρικού κεφαλαίου, προκαταβολές καταβληθείσες από την Banca d’Italia, μεταβίβαση σε τράπεζα της συμμετοχής του δημοσίου σε άλλη τράπεζα, καθώς και φορολογικές ελαφρύνσεις για πράξεις μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, τμημάτων επιχειρήσεων και αγαθών.
153 Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ πρέπει να απορριφθεί.
154 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ουδείς εκ των προβληθέντων από την Ιταλική Δημοκρατία λόγων ακυρώσεως είναι βάσιμος.
155 Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
156 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.