Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE Stix-Hackl

της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C-66/02

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 87 ΕΚ – Απόφαση 2002/581/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001 – Φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ τραπεζών»





Περιεχόμενα


I –   Εισαγωγή

II – Περιστατικά και διαδικασία

Το ιστορικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως

III – Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και η προσβαλλόμενη απόφαση

IV – Επί της προσφυγής

Α –   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των λόγων προσφυγής

Β –   Επί του γενικότερου χαρακτήρα λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι σκοποί και ο χαρακτήρας των επίδικων μέτρων (πρώτος λόγος ακυρώσεως)

1.     Κύρια επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως

2.     Εκτίμηση

Γ –   Επί της αιτιάσεως ότι η Επιτροπή κακώς και κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας χαρακτήρισε τα επίδικα μέτρα ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (δεύτερος λόγος ακυρώσεως)

1.     Επί του ελαττωματικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αν μέσω των επίδικων μέτρων παρέχεται επιλεκτικό πλεονέκτημα από κρατικούς πόρους

α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

β)     Εκτίμηση

2.     Επί του ζητήματος της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

β)     Εκτίμηση

3.     Επί του ελαττώματος αιτιολογίας λόγω μη χωριστής εξετάσεως των επίδικων μέτρων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και λόγω της εντελώς γενικού χαρακτήρα εξετάσεως των επίδικων μέτρων

α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

β)     Εκτίμηση

Δ –   Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και της αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς το ζήτημα του συμβατού με την κοινή αγορά (τρίτος λόγος ακυρώσεως)

1.     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

2.     Εκτίμηση

V –   Δικαστικά έξοδα

VI – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, να ακυρωθεί η απόφαση 2002/581/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που η Ιταλία θέσπισε υπέρ των τραπεζών (2).

II – Περιστατικά και διαδικασία

 Το ιστορικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως

2.     Έως τη δεκαετία του ’80, ο ιταλικός τραπεζικός τομέας ανήκε εν μέρει στο Δημόσιο και γενικώς τελούσε υπό έντονη κρατική επιρροή, με χαρακτηριστικό του την εξειδίκευση και την περιφερειοποίηση. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι ιταλικές αρχές άρχισαν σταδιακώς να προβαίνουν σε ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, επιδιώκοντας παραλλήλως αύξηση του μέσου μεγέθους των τραπεζών και κατάργηση της εξειδικεύσεώς τους. Με τον νόμο 218/90 της 30ής Ιουλίου 1990, τον αποκληθέντα «νόμο Amato» (στο εξής: νόμος Amato), η Ιταλική Κυβέρνηση έλαβε θεμελιώδη μέτρα για τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα.

3.     Ειδικότερα, παρασχέθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες που ανήκαν στο Δημόσιο να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρίες, η μετατροπή δε αυτή κατέστη υποχρεωτική το 1993. Οι μετοχές τους μεταβιβάστηκαν στην αγορά ή χορηγήθηκαν σε οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα καλούμενα «τραπεζικά ιδρύματα». Στο πλαίσιο αυτό επήλθε η ακόλουθη διάσπαση: Οι νεοϊδρυθείσες τράπεζες (στο εξής: γενικώς, τράπεζες) ανέλαβαν τις τραπεζικές εργασίες, ενώ τα τραπεζικά ιδρύματα κατείχαν και διαχειρίζονταν τις μετοχές των τραπεζών και, κατ’ αυτόν τον τρόπο ήλεγχαν αυτές τις τράπεζες. Βάσει ορισμένων φορολογικών διατάξεων που περιείχε ο νόμος Amato, τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούσαν επίσης να μεταβιβάσουν στις τράπεζες ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και στοιχεία του ενεργητικού μη αναγκαία για τον εταιρικό σκοπό των τραπεζών.

4.     Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Ιταλική Κυβέρνηση έλαβε εκ νέου μέτρα για την προώθηση της αναδιαρθρώσεως και σταθεροποιήσεως του τραπεζικού τομέα. Ο νόμος 461/98 της 23ης Δεκεμβρίου 1998 (στο εξής: νόμος Ciampi) εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να προβαίνει, μεταξύ άλλων, σε φορολογικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της επανεκχωρήσεως περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών, μη απαραιτήτων για τον εταιρικό σκοπό, προς τα τραπεζικά ιδρύματα, καθώς και για τη διευκόλυνση της αναδιαρθρώσεως του τραπεζικού τομέα μέσω συγχωνεύσεων τραπεζών ή παρόμοιων αναδιαρθρωτικών μέτρων.

5.     Προς εκτέλεση του νόμου Ciampi εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα 153/99 της 17ης Μαΐου 1999 (στο εξής: διάταγμα 153/99), το οποίο προβλέπει ιδιαίτερες φορολογικές ρυθμίσεις για ορισμένες πράξεις της αναδιαρθρώσεως και της επανεκχωρήσεως.

6.     Στην αιτιολογική σκέψη 5, σημεία 1 έως 5, της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα θεσπισθέντα με τον νόμο Ciampi και το διάταγμα 153/99 (στο εξής: επίδικο σύστημα ενισχύσεων) φορολογικά μέτρα (στο εξής: επίδικα μέτρα) περιγράφονται, όπως εκτίθεται συνοπτικώς, ως ακολούθως:

1.      μείωση σε 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος (IRPEG), για πέντε συνεχείς φορολογικές περιόδους, για τις τράπεζες που πραγματοποιούν συγχώνευση ή ανάλογη πράξη αναδιαρθρώσεως, υπό τον όρο ότι τα κέρδη τοποθετούνται σε ειδικό αποθεματικό το οποίο δεν θα διανέμεται για περίοδο τριών ετών· τα κέρδη που προορίζονται για το ειδικό αποθεματικό δεν μπορούν να υπερβούν το 1,2 % της διαφοράς μεταξύ της συνολικής αξίας των απαιτήσεων και υποχρεώσεων των τραπεζών που συμμετείχαν στη συγχώνευση και των ενοποιημένων λογαριασμών της μεγαλύτερης από τις τράπεζες αυτές (άρθρα 22, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 1)·

2.      φορολογική ουδετερότητα για τις πράξεις επανεκχωρήσεως στον χορηγούντα οργανισμό των μη αναγκαίων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία είχαν προηγουμένως μεταβιβασθεί στις τραπεζικές εταιρίες βάσει του νόμου 218/90 (άρθρο 16, παράγραφος 3)·

3.      εφαρμογή ενός σταθερού φόρου αντί των οφειλομένων φόρων σε σχέση με τις πράξεις των προηγούμενων δύο περιπτώσεων (άρθρα 24, παράγραφος 1, και 16, παράγραφος 5)·

4.      φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά το δημοτικό φόρο για την αύξηση της αξίας των ακινήτων σε σχέση με τις ίδιες αυτές πράξεις (άρθρα 24, παράγραφος 1, και 16, παράγραφος 5)·

5.      απαλλαγή φόρου για τη μεταφορά των συμμετοχών στο κεφάλαιο της Banca d’Italia από τις τραπεζικές εταιρείες στα τραπεζικά ιδρύματα (άρθρο 27, παράγραφος 2).

7.     Τα επίδικα μέτρα ισχύουν για πράξεις που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1998 έως και 2004.

III – Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και η προσβαλλόμενη απόφαση

8.     Κατόπιν μιας κοινοβουλευτικής ερωτήσεως, η Επιτροπή άρχισε τον Μάρτιο του 1999 να συλλέγει προκαταρκτικώς στοιχεία σε σχέση με τον νόμο Ciampi και το διάταγμα 153/99. Διαρκούσης της σχετικής με τις ενισχύσεις διαδικασίας, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2000, ότι ο νόμος Ciampi και το διάταγμα 153/99 ενδέχεται να περιέχουν στοιχεία ενισχύσεως και τις κάλεσε να μη θέσουν προσωρινώς σε εφαρμογή τα επίδικα μέτρα. Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2000, οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι ανέστειλαν την εφαρμογή των επίδικων μέτρων, ώστε οι φορολογικές ελαφρύνσεις επιτρέπονται μόνο κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000.

9.     Η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2000, για την απόφασή της να κινήσει τη σχετική με ενισχύσεις διαδικασία.

10.   Στις 11 Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε ότι τα επίδικα μέτρα υπέρ των τραπεζών –πλην του αναφερόμενου στο σημείο 5 της αιτιολογικής σκέψεως 5 της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέτρου– συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά (άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως). Η Επιτροπή υποχρέωσε επί πλέον την Ιταλική Κυβέρνηση να καταργήσει το επίδικο σύστημα ενισχύσεων (άρθρο 3 της αποφάσεως), να ανακτήσει εντόκως τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του παράνομου συστήματος (άρθρο 4 της αποφάσεως) και να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που πρόκειται να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με αυτή την απόφαση εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της (άρθρο 5 της αποφάσεως).

IV – Επί της προσφυγής

 Α –       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των λόγων προσφυγής

11.   Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει με την προσφυγή της αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ, 253 ΕΚ, και 87, παράγραφος 3, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ. Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο αυτών των λόγων προσφυγής.

12.   Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει κατ’ αρχάς, ως γενικότερου χαρακτήρα λόγο ακυρώσεως ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ή παρερμήνευσε με την προσβαλλόμενη απόφαση τους σκοπούς και τα χαρακτηριστικά των επίδικων μέτρων, καθώς και τη συνέχεια που υφίσταται μεταξύ της ratio legis του νόμου Amato και αυτής του νόμου Ciampi και, επομένως, υπό το πρίσμα ιδίως της ενισχύσεως του ανταγωνισμού, παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

13.   Με τον δεύτερο λόγο προσφυγής, που διακρίνεται σε πλείονα σκέλη, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι κακώς τα επίδικα μέτρα χαρακτηρίσθηκαν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

14.   Με τον τρίτο λόγο προσφυγής, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ και το άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον, στηριζόμενη σε νομικώς εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία δεν έκρινε ότι τα επίδικα μέτρα μπορούν να θεωρηθούν ως «ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» ή ως «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων» κατά την έννοια αυτών των διατάξεων και, επομένως, ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

15.   Επί πλέον, με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση διατύπωσε τη μομφή ότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας. Με το υπόμνημα αυτό, προσάπτει στην Επιτροπή ότι για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση –και όχι προηγουμένως κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία– διατύπωσε μια αυτοτελή αιτίαση για την έμμεση φορολόγηση των ιδιωτικοποιημένων τραπεζών και, επομένως, ούτε η Ιταλική Κυβέρνηση ούτε οι λήπτες των φερομένων ενισχύσεων μπόρεσαν να ασκήσουν εν προκειμένω τα δικαιώματά τους άμυνας.

16.   Ως προς την αιτίαση αυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (3).

17.   Δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση διατύπωσε πράγματι για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως την αιτίαση της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και δεν τη στήριξε σε στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, έπεται ότι η αιτίαση αυτή, όπως ορθώς εξέθεσε η Επιτροπή, είναι απαράδεκτη και, συνεπώς, δεν μπορεί να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.

 Επί του γενικότερου χαρακτήρα λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι σκοποί και ο χαρακτήρας των επίδικων μέτρων (πρώτος λόγος ακυρώσεως)

1.      Κύρια επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως

18.   Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν αντελήφθη ορθώς τη σημαντική λειτουργία που επιτελούν τα επίδικα μέτρα στο πλαίσιο της αναμορφώσεως του ιταλικού τραπεζικού τομέα και παρεννόησε τον στενό σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ του νόμου Amato και του νόμου Ciampi. Πράγματι, τα επίδικα μέτρα αποτελούν ένα αναγκαίο στάδιο για την περαίωση της ιδιωτικοποιήσεως και της αναδιαρθρώσεως του εν λόγω τομέα που άρχισε με τον νόμο Amato και συνάδουν με τους σκοπούς της ολοκληρώσεως και του ανταγωνισμού. Τα περιεχόμενα στον νόμο Amato φορολογικά μέτρα δεν επέφεραν πλήρως τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως π.χ. αναφορικά με τον κατακερματισμό της αγοράς που εξακολουθεί ως επί το πλείστον να υφίσταται. Ο νόμος Ciampi και το εκτελεστικό διάταγμα 153/99, που περιέχει τα επίδικα μέτρα, αποτελούσαν επομένως αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών του νόμου Amato. Συνεπώς, η Επιτροπή πλανάται επίσης, θεωρώντας ότι η ιδιωτικοποίηση ολοκληρώθηκε το 1992. Η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωσή της αιτιολογίας, λόγω του ότι δεν αξιολόγησε επαρκώς τον εξαιρετικό χαρακτήρα των μέτρων ως μέρους της μεταρρυθμίσεως του τραπεζικού τομέα. Συγκεκριμένα, δεν αξιολογήθηκε επαρκώς το ζήτημα αν τα επίδικα μέτρα επηρεάζουν πράγματι τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα ή, όπως επιχειρηματολογεί η προσφεύγουσα, είναι επωφελή γι αυτόν.

2.      Εκτίμηση

19.   Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τις ρυθμιζόμενες από τη Συνθήκη ΕΚ κρατικές ενισχύσεις ως τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

20.   Επομένως, κατά πάγια νομολογία, καθοριστική για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια αυτού του άρθρου είναι η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: i) το μέτρο πρέπει να χορηγεί μονομερώς πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε ορισμένους κλάδους παραγωγής, ii) το πλεονέκτημα πρέπει να χορηγείται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους, iii) το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και, iv), πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (4).

21.   Η φύση των επιδιωκόμενων σκοπών και οι λόγοι που υπαγόρευσαν ένα κρατικό μέτρο δεν είναι καθεαυτοί αποφασιστικοί για τον χαρακτηρισμό του ως ενισχύσεως. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 87 ΕΚ «δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους» (5).

22.   Ούτε από τον «χαρακτήρα», καθεαυτόν, ενός μέτρου μπορεί άνευ ετέρου να συναχθεί αν το μέτρο αυτό πληροί ή όχι τις προϋποθέσεις μιας ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, παραδείγματος χάριν, αναφορικά με ρυθμίσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι «ο κοινωνικός χαρακτήρας των [κρατικών] παρεμβάσεων» δεν αρκεί για να αποκλείεται, άνευ ετέρου, η δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (6).

23.   Εξάλλου, είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολη η διαπίστωση γενικώς και σαφώς του ακριβούς σκοπού των φορολογικών ρυθμίσεων. Αντιθέτως, όπως προκύπτει και από τα περιεχόμενα στο δικόγραφο προσφυγής της Ιταλικής Κυβερνήσεως επιχειρήματα, είναι δυνατόν, ανάλογα με το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζεται μια τέτοια ρύθμιση, να διαπιστώνονται διαφορετικοί στόχοι και σκοποί. Συγκεκριμένα, τα επίδικα μέτρα μπορούν μεν να βρίσκονται σε κατά το μάλλον ή ήττον στενή σχέση με το σχέδιο της ιδιωτικοποιήσεως, πλην όμως, πέραν αυτού, η Ιταλική Κυβέρνηση εξέθεσε ότι τα μέτρα αυτά σκοπούν να ενθαρρύνουν συγχωνεύσεις ή επανεκχωρήσεις και έτσι να αυξηθεί η αποδοτικότητα ή η κεφαλαιοποίηση των οικείων τραπεζών και η ανταγωνιστική ικανότητα του τραπεζικού τομέα. Σε ένα άλλο σημείο του δικογράφου της προσφυγής, εξέθεσε ότι με τα επίδικα μέτρα θα επέλθει αντιστάθμιση της αυξημένης φορολογικής πιέσεως, στην οποία υπόκειται ο τραπεζικός τομέας σε σύγκριση με άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

24.   Οι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι τα επίδικα μέτρα ελήφθησαν για λόγους αναγόμενους στην ιδιωτικοποίηση και την τόνωση του ανταγωνισμού ή δεν αντιβαίνουν προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως δεν μπορούν καθεαυτοί, τουλάχιστον σύμφωνα με τη νομολογία που παρέθεσα ανωτέρω στα σημεία 21 και 22, να αποτρέψουν τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ βάσει των κριτηρίων που απαριθμήθηκαν ανωτέρω στο σημείο 20. Εναπόκειται πάντως στην Επιτροπή να προβεί σε μια πιο προωθημένη στάθμιση πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, όπως αυτά που απαρίθμησε η Ιταλική Κυβέρνηση, και σε αντίστοιχη εκτίμηση των δικαιολογητικών λόγων μιας ενισχύσεως, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (7), όσον αφορά την έγκριση αυτής της ενισχύσεως.

25.   Πάντως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παρατηρήσεις για τον στόχο και τον σκοπό ενός μέτρου στερούνται εν προκειμένω οποιασδήποτε σημασίας ή χρησιμότητας ως κριτήρια μιας κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εκτιμήσεως, καθόσον μπορούν να παράσχουν διευκρινίσεις για τον τρόπο επενέργειας ενός μέτρου και, επομένως, να έχουν σημασία κατά τη διαπίστωση των διάφορων «αναγόμενων στον τρόπο επενέργειας» χαρακτηριστικών της έννοιας της ενισχύσεως, τα οποία απαριθμήθηκαν ανωτέρω στο σημείο 20 (8).

26.   Όμως, και υπ’ αυτή την έννοια, το κατ’ επανάληψη προβληθέν επιχείρημα, ότι τα επίδικα μέτρα τελικώς, μέσω της αναδιαρθρώσεως και της ισχυροποιήσεως των τραπεζών, τονώνουν τον ανταγωνισμό ή αναμένεται να καταστήσουν ανταγωνιστικές τις τράπεζες, δεν σημαίνει ότι αυτά τα μέτρα δεν συνιστούν ενισχύσεις.

27.   Πράγματι, το δίκαιο των ενισχύσεων αποτελεί ένα μέσο στο πλαίσιο του προβλεπόμενου στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ συστήματος, «που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά». Μια τέτοια ακριβώς νόθευση θα συνιστούσε η εκ μέρους κράτους μέλους ισχυροποίηση, από απόψεως ανταγωνισμού, επιχειρήσεων ή κλάδων της οικονομίας και η κατ’ αυτόν τον τρόπο «τόνωση» του ανταγωνισμού σε σύγκριση, για παράδειγμα, με άλλες επιχειρήσεις ή οικονομικές δραστηριότητες εντός της εσωτερικής αγοράς. «Τόνωση» ή «αύξηση» ανταγωνισμού δεν αντιδιαστέλλεται πράγματι προς τη «νόθευση ανταγωνισμού», στην οποία αναφέρεται το δίκαιο των ενισχύσεων. Με αυτό το πνεύμα, επίσης, το Δικαστήριο έχει παγίως αποφανθεί ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού κάποιου οικονομικού τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να αφαιρέσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα ενισχύσεως (9).

28.   Στη συνέχεια, ως προς την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως σε σχέση με την ενότητα σκοπών των νόμων Amato και Ciampit, έρεισμα αυτής αποτελεί προφανώς η αντίληψη ότι το επίδικο σύστημα δεν πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, διότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε προηγουμένως καμία αντίρρηση κατά των μέτρων που ελήφθησαν βάσει του νόμου Amato.

29.   Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι ο χαρακτηρισμός ενός κρατικού μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, σύμφωνα με τα στοιχεία του πραγματικού αυτής της διατάξεως, εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων και απαιτεί επακριβή ανάλυση κατά περίπτωση των τεχνικών και νομικών χαρακτηριστικών του εκάστοτε κρατικού μέτρου και του οικονομικού του πλαισίου (10). Ακριβώς επειδή το δίκαιο των ενισχύσεων, όπως εν προκειμένω ορθώς εξέθεσε η Ιταλική Κυβέρνηση, πρέπει να είναι προσαρμοσμένο προς τα οικονομικά δεδομένα, ο έλεγχος των ενισχύσεων κατά τη Συνθήκη δεν συνιστά στατική έννοια. Το Συμβούλιο, για παράδειγμα, το εξέθεσε αυτό στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 659/1999 (11) ως ακολούθως:

«ότι η ολοκλήρωση και η ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς είναι μια προοδευτική διαδικασία, που αντικατοπτρίζεται στη μόνιμη ανάπτυξη της πολιτικής για τις κρατικές ενισχύσεις· ότι, συνεπεία αυτών των εξελίξεων, ορισμένα μέτρα, τα οποία κατά τη στιγμή που τίθενται σε εφαρμογή δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι δυνατόν να μετατραπούν σε ενίσχυση.»

30.   Υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων, σαφώς προκύπτει ότι από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε προηγουμένως καμία αντίρρηση κατά μιας ρυθμίσεως όπως αυτή του νόμου Amato –που επί πλέον η Επιτροπή, όπως δεν το αμφισβητεί η Ιταλική Κυβέρνηση, εξέτασε μόνον ως προς ορισμένες πτυχές– δεν μπορεί να συναχθεί ότι μια περαιτέρω ρύθμιση, ακόμη κι αν αυτή εντάσσεται σε μια σχέση «συνέχειας» προς την πρώτη ρύθμιση ή εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση. Δηλαδή, ουδόλως η Επιτροπή εμποδίζεται, κατά κάποιον τρόπο «συνεπεία παρελεύσεως αποσβεστικής προθεσμίας», να χαρακτηρίσει μια ρύθμιση ως κρατική ενίσχυση, διότι δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση κατά της προηγούμενης ρυθμίσεως.

31.   Τέλος, καθόσον η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, πρέπει κατ’ αρχάς να υπενθυμισθούν συναφώς ορισμένες αρχές, όπως αυτές προκύπτουν από πάγια νομολογία.

32.   Πρώτον, πρέπει να τονισθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (12).

33.   Δεύτερον, όσον αφορά τις σχετικές με την αιτιολογία απαιτήσεις, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του εκδόντος την πράξη κοινοτικού οργάνου, κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει ιδίως να εκτιμάται αναλόγως του περιεχομένου της πράξεως και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά. Η αιτιολογία, εντούτοις, δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (13).

34.   Ως προς την αιτίαση ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη ο εξαιρετικός χαρακτήρας των μέτρων ως μέρους μιας μεταρρυθμίσεως του τραπεζικού τομέα, επιβάλλεται υπό το φως των προεκτεθέντων η διαπίστωση ότι η Επιτροπή συνόψισε στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλόμενης αποφάσεως τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Ιταλία για το ιστορικό θεσπίσεως και τους σκοπούς των επίδικων μέτρων. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της σχετικής με ενισχύσεις εκτιμήσεως, στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 32 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται οι σκοποί των ενισχύσεων, ιδίως δε η σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα.

35.   Επομένως, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της σημασίας των σκοπών των επίδικων μέτρων ως προς τον χαρακτηρισμό τους ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως περιέγραψα αυτή τη σημασία ανωτέρω στα σημεία 21 έως 25, δεν διαπιστώνεται κανένα ελάττωμα αιτιολογίας ως προς τη λήψη υπόψη του χαρακτήρα και των σκοπών των επίδικων μέτρων.

36.   Ο ισχυρισμός, εξάλλου, που αφορά τη συνέχεια που υφίσταται μεταξύ των επίδικων μέτρων και του νόμου Amato εξετάζεται στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

37.   Επομένως, καθόσον η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου, γενικού χαρακτήρα λόγου προσφυγής αθέτηση της κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η μομφή αυτή είναι αβάσιμη.

38.   Κατόπιν όλων αυτών, από την εξέταση του πρώτου λόγου προσφυγής δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

 Γ –       Επί της αιτιάσεως ότι η Επιτροπή κακώς και κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας χαρακτήρισε τα επίδικα μέτρα ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (δεύτερος λόγος ακυρώσεως)

39.   Αυτός ο λόγος ακυρώσεως διακρίνεται σε πλείονα, όχι πολύ σαφώς συγκροτημένα, σκέλη, με τα οποία η Ιταλική Κυβέρνηση, όπως εκτίθεται συνοπτικώς, προβάλλει τα ακόλουθα σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση:

–       Έλλειψη αιτιολογίας, λόγω του ότι τα επίδικα μέτρα αποτέλεσαν το αντικείμενο όχι χωριστής εξετάσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά όλως γενικής εξετάσεως.

–       Εσφαλμένες προκείμενες προτάσεις συλλογισμού και πλημμελής εκτίμηση της χορηγήσεως πλεονεκτημάτων και της επιλεκτικότητας ως προς το εκτιθέμενο στην αιτιολογική σκέψη 5, σημείο 1, της προσβαλλόμενης αποφάσεως φορολογικό μέτρο.

–       Ανυπαρξία επιβαρύνσεως του κρατικού προϋπολογισμού ή χρησιμοποιήσεως κρατικών πόρων μέσω των επίδικων μέτρων και φορολογική ουδετερότητα των μέτρων όσον αφορά τις πράξεις της επανεκχωρήσεως.

–       Ανυπαρξία επιλεκτικού χαρακτήρα των επίδικων μέτρων.

–       Ανυπαρξία επηρεασμού του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία ή μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζών.

–       Πλημμελής εκτίμηση και έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

1.      Επί του ελαττωματικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αν μέσω των επίδικων μέτρων παρέχεται επιλεκτικό πλεονέκτημα από κρατικούς πόρους

 α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

40.   Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι, όσον αφορά το εκτιθέμενο στο σημείο 1 της αιτιολογικής σκέψεως 5 της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέτρο, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη πρόταση συλλογισμού ως προς τη χορήγηση πλεονεκτήματος. H μείωση στο 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος (IRPEG) αφορά μόνο τα διατιθέμενα για το ειδικό αποθεματικό κέρδη και όχι γενικώς τα συνολικά κέρδη των τραπεζών που συμμετέχουν σε μια συγχώνευση ή σε μια παρόμοια αναδιάρθρωση. Το φορολογικό αυτό πλεονέκτημα αποτελεί συνάρτηση τεσσάρων προϋποθέσεων, που δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή. Από τις προϋποθέσεις αυτές συνάγεται ότι ο σκοπός του εν λόγω φορολογικού μέτρου έγκειται όχι σε ευνοϊκή μεταχείριση των μετόχων, αλλά στην κεφαλαιοποίηση της προκύπτουσας από τη συγχώνευση τράπεζας. Με αυτόν τον τρόπο, ισχυροποιείται η ανταγωνιστική ικανότητα του τραπεζικού τομέα.

41.   Επίσης, σε αντίθεση προς αυτά που διαπιστώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν πρόκειται για επιλεκτικό μέτρο. Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ειδικότερα ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι συνεπεία αυτού του μέτρου μικρότερες τράπεζες περιέρχονται σε μειονεκτική θέση έναντι μεγαλυτέρων. Εξάλλου, το μέτρο αυτό δεν περιορίζεται μόνο σε ιταλικές τράπεζες, αλλά και σε υποκαταστήματα τραπεζών άλλων κρατών μελών στην Ιταλία.

42.   Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου προσφυγής, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πλεονεκτήματος, καθώς και άμεση επίδραση στον κρατικό προϋπολογισμό – μέσω χρησιμοποιήσεως δημοσιονομικών πόρων ή παραιτήσεως από αυτούς. Ο κρατικός προϋπολογισμός, όμως, –βάσει γενικής θεωρήσεως και μακροπροθέσμως– δεν επιβαρύνεται από τα επίδικα μέτρα. Ο Ιταλός νομοθέτης προσπάθησε πάντοτε να χρησιμοποιήσει μέσα που να είναι ουδέτερα από την άποψη τόσο του ανταγωνισμού όσο και του συνόλου των φορολογικών πόρων στον τραπεζικό τομέα.

43.   Η Ιταλική Κυβέρνηση τονίζει επί πλέον ότι μέτρα που αφορούν την επανεκχώρηση περιουσιακών στοιχείων και άλλων στοιχείων του ενεργητικού, μη απαραιτήτων για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού των τραπεζών, προς τα τραπεζικά ιδρύματα, πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν όχι φοροαπαλλαγές, αλλά απλώς φορολογική ουδετερότητα. Αυτές οι επανεκχωρήσεις δεν είχαν ως αποτέλεσμα καμία υπερτίμηση ή υποτίμηση, τα δε τραπεζικά ιδρύματα πρέπει καταρχήν, αν και σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της αρχικής ημερομηνίας ληξιπροθέσμου της οφειλής, να καταβάλουν τους φόρους που δεν κατέβαλαν οι τράπεζες, οπότε μόνο για μια χρονικώς περιορισμένη αναστολή της φορολογικής οφειλής μπορεί να γίνει λόγος. Επομένως, δεν υπάρχει καμία παραίτηση από φορολογικά έσοδα. Εξάλλου, τα μέτρα αυτά απέβησαν επίσης προς όφελος οντοτήτων όπως holdings, που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του όρου των ενισχύσεων.

44.   Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου προσφυγής, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει γενικώς ότι ως προς τα επίδικα μέτρα δεν υφίσταται ούτε η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας. Αντιθέτως πρόκειται για γενικά μέτρα, τα οποία προορίζονται άνευ διακρίσεως για όλες τις τράπεζες που συμμετέχουν στη μεταρρύθμιση.

45.   Προκειμένου να εξεταστεί αν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα μια φορολογική ελάφρυνση, πρέπει κατ’ αρχάς να καθορισθεί αν αυτή αποτελεί εξαίρεση από την εφαρμογή του γενικώς ισχύοντος φορολογικού συστήματος υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ενός κράτους μέλους. Αν αυτό συμβαίνει, πρέπει στη συνέχεια να διαπιστωθεί αν η εξαίρεση ή η εγγενής στο σύστημα διαφοροποίηση δικαιολογείται από τη φύση ή την εσωτερική δομή του φορολογικού συστήματος.

46.   Εν προκειμένω, τα επίδικα μέτρα, μολονότι αφορούν μόνο τον τραπεζικό τομέα, πρέπει να θεωρηθούν όχι ως ειδικά, αλλά ως γενικά μέτρα, διότι στηρίζονται στην υφιστάμενη στο ιταλικό νομικό σύστημα βασική αρχή της διαφορετικής φορολογήσεως τραπεζών σε σχέση με βιομηχανικές επιχειρήσεις. Η Ιταλική Κυβέρνηση εκθέτει ότι ο τραπεζικός τομέας φέρει ειδικές υποχρεώσεις και υπόκειται σε διαφορετικούς ελέγχους που προβλέπονται από τον νόμο. Ο τραπεζικός τομέας εμφανίζει επίσης ιδιομορφίες έναντι του δυναμικού χαρακτήρα του ανταγωνισμού. Υφίστανται αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των φορολογουμένων του τραπεζικού τομέα και άλλων τομέων. Επομένως, ιδιαίτερη φορολογία σ’ αυτόν τον τομέα δικαιολογείται αντικειμενικώς, πράγμα που επίσης προκύπτει από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (14). Επομένως, τα επίδικα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «εξαίρεση» από το γενικό σύστημα. Πρόκειται για ασυνήθη και χρονικώς περιορισμένα μέτρα, με τα οποία επιδιώκεται η παροχή κινήτρου για αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές. Εξάλλου, η βελτίωση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα θα έχει άμεσο όφελος και για τους άλλους τομείς της οικονομίας.

 β)     Εκτίμηση

47.   Κατ’ αρχάς, η έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προϋποθέτει την παροχή πλεονεκτήματος υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως κατά τη διάταξη αυτή είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (15).

48.   Επομένως, η ενίσχυση περιγράφεται εδώ ως ευνοϊκή παρέκκλιση από το σύνηθες φορολογικό καθεστώς ή τη συνήθη φορολόγηση. Κατ’ αυτόν το τρόπο, δημιουργείται το αναγκαίο σημείο αναφοράς για την ύπαρξη ενός «πλεονεκτήματος» (16).

49.   Επομένως, πρέπει προηγουμένως να εξακριβωθεί, πρωτίστως, αν τα επίδικα μέτρα πρέπει να εκτιμηθούν σε σχέση με το άλλως εφαρμοστέο στις αντίστοιχες πράξεις φορολογικό σύστημα ή αν, όπως προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, συνιστούν αυτοτελές γενικό σύστημα ή «ειδικό φορολογικό σύστημα».

50.   Εν προκειμένω, κατά την άποψή μου, το όλο πλαίσιο των επίδικων μέτρων συνηγορεί οπωσδήποτε μάλλον υπέρ του να εκτιμηθούν αυτά τα μέτρα με γνώμονα το γενικό φορολογικό σύστημα αντί να θεωρηθούν καθεαυτά ως ένα νέο, γενικό σύστημα ή ως μια «κανονική νομική κατάσταση». Πρόκειται για ένα πακέτο επί μέρους παρεκκλίσεων από γενικές φορολογικές ρυθμίσεις που ίσχυαν προηγουμένως, οι οποίες θα πρέπει να διευκολύνουν ορισμένες πράξεις σε συνάρτηση με συγχωνεύσεις τραπεζών (17). Η υπό κρίση περίπτωση δεν διαφέρει θεμελιωδώς ως προς το ζήτημα αυτό από, για παράδειγμα, αυτή των υποθέσεων Steenkolenmijnen (18) ή Maribel (19), όπου επρόκειτο για φορολογικές ειδικές ρυθμίσεις σε σχέση με ένα γενικό σύστημα –σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, το γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως–. Στις υποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις εν λόγω ειδικές ρυθμίσεις ως εξαιρέσεις από το γενικό φορολογικό σύστημα, αντιστοίχως, όχι δε ως αυτοτελή μέτρα. Έτσι, εξάλλου, και με την απόφαση Adria-Wien Pipeline το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε την άποψη του γενικού εισαγγελέα Mischo, ότι η εκεί επίμαχη ρύθμιση περί επιστροφής συνιστά η ίδια ένα νέο γενικό μέτρο (20).

51.   Όσον αφορά κατ’ αρχάς το ζήτημα αν πληρούται η προϋπόθεση της χορηγήσεως πλεονεκτήματος μέσω των επίδικων μέτρων, το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι συνίσταται στο ότι λόγω των επίδικων μέτρων οι οικείες τράπεζες δεν οφείλουν, ή οφείλουν σε μικρότερη έκταση, να καταβάλλουν ορισμένες επιβαρύνσεις, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να πληρωθούν σύμφωνα με το γενικό φορολογικό σύστημα –ήτοι τον φόρο εισοδήματος και επιβαρύνσεις που καθίστανται απαιτητές κατά τη διενέργεια πράξεων επανεκχωρήσεως–, με μια λέξη, οι οικείες επιχειρήσεις απολαύουν μειώσεως φόρου. Υπ’ αυτή την έννοια, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα επίδικα μέτρα ως «φορολογικά πλεονεκτήματα» και διαπίστωσε επίσης, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 42 αυτής της αποφάσεως ότι τα πλεονεκτήματα παρέχονται μέσω παραιτήσεως από ορισμένα φορολογικά έσοδα.

52.   Όσον αφορά ειδικότερα συγχωνεύσεις και παρόμοιες πράξεις αναδιαρθρώσεως –ήτοι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 1 της αιτιολογικής σκέψεως 5 της προσβαλλόμενης αποφάσεως–, η χορήγηση πλεονεκτήματος συνίσταται σε μείωση στο 12,5 % του συντελεστή φόρου εισοδήματος υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες επίσης περιγράφονται στο παρατεθέν χωρίο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

53.   Κατ’ εμέ, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω τη χορήγηση πλεονεκτήματος μέσω αυτού του μέτρου.

54.   Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προδήλως απέδωσε ή συνόψισε με το σημείο 1 της αιτιολογικής σκέψεως 5 της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα χαρακτηριστικά αυτού του φορολογικού μέτρου κατά την έννοια με την οποία τα περιέγραψε η Ιταλική Κυβέρνηση. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ρητώς στο χωρίο αυτό ότι η μείωση, μεταξύ άλλων, ισχύει «υπό τον όρο ότι τα κέρδη θα τοποθετούνται σε ειδικό αποθεματικό …».

55.   Δεύτερον, τα (τεχνικά) χαρακτηριστικά αυτού του φορολογικού μέτρου δεν μεταβάλλουν ως προς τα επί μέρους σημεία το γεγονός ότι στις οικείες τράπεζες χορηγείται εν πάση περιπτώσει μείωση του φόρου εισοδήματος.

56.   Τρίτον, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως, με το μέτρο αυτό σκοπείται η παροχή φορολογικού κινήτρου για συγχωνεύσεις.

57.   Τέταρτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, από την αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την οποία δεν αμφισβητεί η Ιταλική Κυβέρνηση, συνάγεται ότι οι ίδιες οι ιταλικές αρχές υπολόγισαν σε 2 767 ευρώ το ανώτατο θεωρητικό ποσό των φορολογικών ελαφρύνσεων που οι δικαιούχοι ως εξ αυτού του μέτρου μπορεί να έχουν ωφεληθεί κατά το σχετικό χρονικό διάστημα.

58.   Περαιτέρω, όσον αφορά συγκεκριμένως τα επίδικα μέτρα, καθόσον αυτά προβλέπουν «φορολογική ουδετερότητα» πράξεων στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως των τραπεζών –ειδικότερα δε για πράξεις επανεκχωρήσεως στον χορηγούντα οργανισμό περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων του ενεργητικού, μη απαραιτήτων για τον εταιρικό σκοπό των τραπεζών–, η επενέργεια αυτής της «φορολογικής ουδετερότητας», σύμφωνα με τις παρασχεθείσες πληροφορίες, συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου να καθίστανται απαιτητοί φόροι τους οποίους θα όφειλαν κανονικά οι τράπεζες βάσει του γενικού φορολογικού συστήματος κατά τη διενέργεια των οικείων πράξεων, ιδίως δε φόροι υπεραξίας.

59.   Αυτό, κατ’ εμέ, συνιστά σαφώς φορολογικό πλεονέκτημα. Εν προκειμένω, δεν έχει σημασία το ότι, όπως προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, τα μέτρα αυτά δεν σημαίνουν φορολογική ελάφρυνση για ορισμένες πράξεις –διότι για τις πράξεις αυτές, βάσει άλλων ρυθμίσεων, δεν οφείλεται φόρος, ή διότι σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, δεν οφείλεται φόρος υπεραξίας συνεπεία της πράξεως, στο μέτρο που από αυτή δεν προκύπτει αντίστοιχη υπεραξία–. Αντικείμενο, πράγματι, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 29 της ίδιας αποφάσεως, είναι τα επίδικα μέτρα καθεαυτά και όχι ατομικές ενισχύσεις ή ειδικές περιπτώσεις εφαρμογής. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών ενός συστήματος ενισχύσεων προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτό, λόγω των χαρακτηριστικών του, εμπεριέχει στοιχεία ενισχύσεως (21). Επομένως, δεν έχει σημασία η ύπαρξη πλεονεκτήματος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο ισχυρισμός επίσης ότι τα επίδικα μέτρα αποβαίνουν στον βαθμό αυτόν προς όφελος και οντοτήτων όπως holdings, που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια των ενισχύσεων, στερείται εν προκειμένω σημασίας για τους ίδιους λόγους. Καθοριστικό στην υπό κρίση περίπτωση είναι το ότι συνεπεία αυτού του μέτρου, όπως εξέθεσα ανωτέρω, εφόσον λόγω της διενέργειας των σχετικών πράξεων θα οφειλόταν κανονικά φόρος, ο φόρος αυτός «ουδετεροποιείται» καταρχήν για τις τράπεζες.

60.   Ανεξάρτητα από αυτό, πρέπει, σύμφωνα και με την Επιτροπή, να επισημανθεί, ως προς την αντίρρηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά την οποία συνεπεία των επίδικων μέτρων, καθόσον αυτά αφορούν τις εν λόγω πράξεις επανεκχωρήσεως, επήλθε απλώς αναβολή ή προσωρινή αναστολή της φορολογικής οφειλής, ότι μια απλώς και μόνο παράταση του χρόνου εισπράξεως του φόρου πρέπει να θεωρείται φορολογικό πλεονέκτημα (22).

61.   Τέλος, η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση εξέθεσε ότι με τα αφορώντα πράξεις επανεκχωρήσεως μέτρα σκοπείται η εξάλειψη φορολογικών εμποδίων.

62.   Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των δεδομένων, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο κατά της διαπιστώσεως ότι με τα επίδικα μέτρα, καθόσον αυτά προβλέπουν «φορολογική ουδετερότητα» για ορισμένες πράξεις, χορηγείται ένα πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

63.   Περαιτέρω, η χορήγηση κρατικών πόρων, σε περιπτώσεις «αρνητικών» ενισχύσεων, όπως των εν προκειμένω, συνίσταται στην συνδεόμενη με το πλεονέκτημα παραίτηση από φορολογικά έσοδα (23).

64.   Το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως, ότι τα επίδικα μέτρα, θεωρούμενα εκ του αποτελέσματος ή επί ορισμένο χρονικό διάστημα, δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, πρέπει να απορριφθεί. Σκοπός του άρθρου 87 ΕΚ είναι η αποτροπή του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους (24). Το χαρακτηριστικό της χρησιμοποιήσεως κρατικών πόρων χρησιμεύει για την οριοθέτηση κρατικών ενισχύσεων έναντι ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες δεν υπάγονται στο δίκαιο των ενισχύσεων (25). Επομένως, το χαρακτηριστικό αυτό πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα αν σε τελευταία ανάλυση η χρησιμοποίηση αυτή καταλήγει πράγματι σε επιβάρυνση του προϋπολογισμού ή αν μάλιστα έχει τελικώς ευνοϊκά αποτελέσματα για τον κρατικό προϋπολογισμό. Συνεπώς, δεν έχει σημασία αν τελικώς δημιουργείται ή όχι επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ως προς το οικείο κράτος (26).

65.   Η Ιταλική Κυβέρνηση, τέλος, αμφισβήτησε ειδικά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίδικων μέτρων.

66.   Κατά το γράμμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χορηγούμενο από κράτος μέλος οικονομικό πλεονέκτημα τότε μόνον έχει χαρακτήρα ενισχύσεως, όταν μπορεί απλώς να συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής».

67.   Το χαρακτηριστικό της επιλεκτικότητας αφορά την οριοθέτηση κρατικών μέτρων, ως προς τα οποία μπορεί να πρόκειται για ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, έναντι γενικών μέτρων, που εκφράζουν τη γενική περί φόρων και επιβαρύνσεων πολιτική κράτους μέλους και τα οποία είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών.

68.   Ως γενικά, μη επιλεκτικά κρατικά μέτρα πρέπει να θεωρούνται καταρχήν, για παράδειγμα, μέτρα που αποβαίνουν εξίσου προς όφελος όλων των επιχειρηματιών στο έδαφος ενός κράτους μέλους (27).

69.   Εντούτοις, σε επίπεδο κατώτερο αυτού της καθολικότητας μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολη η διάκριση μεταξύ γενικών και επιλεκτικών μέτρων. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία, μπορεί να πρόκειται για (επιλεκτική) ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ακόμη κι όταν αυτή αφορά έναν ολόκληρο ή και περισσότερους τομείς της οικονομίας (28).

70.   Εν προκειμένω, εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται αναντιρρήτως η διαπίστωση ότι τα επίδικα μέτρα ισχύουν μόνο για τον τραπεζικό τομέα.

71.   Εξέθεσα προηγουμένως ότι, κατά την άποψή μου, τα επίδικα μέτρα, καθόσον εμφανίζονται ως απαλλαγές του ευνοούμενου επιχειρηματία από χρηματοοικονομικά βάρη που κανονικά οφείλει να φέρει, πρέπει να εκτιμώνται στο πλαίσιο της αφορώσας αυτά τα βάρη γενικής ρυθμίσεως, στην οποία αναφέρονται οι εν λόγω απαλλαγές, ή σε σχέση με αυτή.

72.   Συγκεκριμένα, κατά μία έννοια, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον γενικό εισαγγελέα Darmon με τις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Sloman Neptun, ένα επιλεκτικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ χαρακτηρίζεται από τον «παρεκκλίνοντα χαρακτήρα», που από τη φύση του έχει το μέτρο, σε σχέση με την οικονομία του γενικού συστήματος εντός του οποίου εντάσσεται (29).

73.   Επομένως, το αν μια πραγματοποιηθείσα μέσω ενός μέτρου διαφοροποίηση –συνεπεία της οποίας παρέχεται σε έναν ευνοούμενο επιχειρηματία ένα πλεονέκτημα εντός του γενικού συστήματος, μέρος του οποίου αποτελεί το μέτρο– είναι ή όχι επιλεκτική εξαρτάται από το αν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του γενικού συστήματος – με μια λέξη από την εσωτερική φορολογική λογική αυτού του συστήματος.

74.   Η Επιτροπή αναφέρθηκε με την αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην αντίστοιχη διαπίστωση του Δικαστηρίου με την απόφαση Maribel, κατά την οποία «ένα μέτρο που αποβλέπει στο να απαλλάξει μερικώς τις επιχειρήσεις ειδικού βιομηχανικού τομέα από τις οικονομικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος κοινωνικής προνοίας, χωρίς αυτή η απαλλαγή να δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του εν λόγω συστήματος, πρέπει να θεωρείται ενίσχυση» (30).

75.   Επομένως, μια διαφοροποίηση μπορεί να μην είναι επιλεκτική μόνον αν δικαιολογείται αντικειμενικώς σε σχέση με την περί επιβαρύνσεων ρύθμιση εντός της οποίας πραγματοποιείται. Εξάλλου, είναι προφανές πόσο εγγύς είναι αυτή η επαλήθευση προς την εξέταση της ίσης μεταχειρίσεως, πράγμα που εκφράζεται και στη σχετική με την επιλεκτικότητα νομολογία του Δικαστηρίου, καθόσον πρέπει να διαπιστώνεται αν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένοι κλάδοι παραγωγής θα μπορούσαν να ευνοούνται «σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση» (31).

76.    Με τα επίδικα μέτρα πραγματοποιήθηκε μια περιορισμένη στον τραπεζικό τομέα σειρά αλλαγών στο συνήθως εφαρμοστέο φορολογικό σύστημα (μείωση του φόρου εισοδήματος, φορολογική ουδετερότητα ως προς την υπεραξία κ.λπ.). Εφόσον διαφοροποιήσεις εντός του φορολογικού συστήματος δεν εμφανίζουν «παρεκκλίνοντα χαρακτήρα» και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιλεκτικά μόνον, όταν η συγκεκριμένη διαφοροποίηση προκύπτει κατά κάποιο τρόπο από την «εσωτερική φορολογική λογική» αυτού του φορολογικού συστήματος, η επελθούσα με τα επίδικα μέτρα διαφοροποίηση δεν θα ήταν επιλεκτική μόνον αν συμφωνούσε προς τη φορολογική λογική του γενικού φορολογικού συστήματος ή, όπως το διατύπωσε η Ιταλική Κυβέρνηση, αν είχε πραγματοποιηθεί προσαρμογή του γενικού συστήματος προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τραπεζικής δραστηριότητας.

77.   Συμμερίζομαι εντούτοις την άποψη της Επιτροπής ότι αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, ότι δηλαδή, με άλλα λόγια τα επίδικα μέτρα δεν επέφεραν αντικειμενική διαφοροποίηση μεταξύ του τραπεζικού τομέα και άλλων τομέων και επιχειρήσεων. Τα επίδικα μέτρα συνιστούν επικεντρωμένα μέτρα, με τα οποία θα πρέπει να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ιταλικού τραπεζικού τομέα ή, όπως εξέθεσε η Ιταλική Κυβέρνηση, η ισχυροποίηση της ανταγωνιστικής ικανότητας του ιταλικού τραπεζικού τομέα. Επομένως, θεωρώ ορθή τη διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπό την έννοια ότι εδώ πρόκειται για ένα εξωτερικό φαινόμενο, που δεν εμφανίζει κανένα ενδογενή σύνδεσμο με τη δομή του κανονικά –όσον αφορά συγχωνεύσεις ή άλλες πράξεις τις οποίες αφορούν τα επίδικα μέτρα– εφαρμοστέου φορολογικού συστήματος. Ο σκοπός της αναδιαρθρώσεως ή ιδιωτικοποιήσεως του τραπεζικού συστήματος ενός κράτους μέλους μπορεί καθεαυτόν να είναι απολύτως θεμιτός, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η αποκλειστική ευνοϊκή μεταχείριση του τραπεζικού τομέα βρίσκει κάλυψη στη φύση και τους γενικούς σκοπούς του κανονικά εφαρμοστέου εθνικού φορολογικού συστήματος. Επομένως, οι ξένοι προς το σύστημα σκοποί των επίδικων μέτρων, μαρτυρούν, κατά τη γνώμη μου, ότι δεν πρόκειται για προσαρμογή του γενικού συστήματος.

78.   Επί πλέον, ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer επισήμανε ότι η απόδειξη ότι ένα μέτρο εξυπηρετεί την εσωτερική λογική του συστήματος μπορεί να είναι επιτυχής μόνον, καθόσον αποκλείεται οποιαδήποτε πρόθεση «βελτιώσεως των συνθηκών ενός κλάδου σε σχέση με τους αλλοδαπούς του ανταγωνιστές» (32). Εντούτοις, η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση εξέθεσε κατ’ επανάληψη ότι τα επίδικα μέτρα σκοπούν επίσης στην –μέσω συγχωνεύσεων ή την εξασφάλιση υψηλότερης αποδοτικότητας– ισχυροποίηση της ανταγωνιστικής ικανότητας.

79.   Κατόπιν όλων αυτών, θεωρώ τα επίδικα μέτρα ως εν πάση περιπτώσει επιλεκτικά σε σχέση με συγκεκριμένο τομέα, δεδομένου ότι ισχύουν μόνο για αντίστοιχες πράξεις στον τραπεζικό τομέα, όπως ορθώς επίσης η Επιτροπή διαπίστωσε στην αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

80.   Η επιλεκτικότητα αυτή δεν αναιρείται ούτε από το ότι επιχειρήσεις άλλων τομέων της οικονομίας –οι οποίες, αν προέβαιναν σε αντίστοιχες πράξεις αναδιαρθρώσεως, όπως αυτές για τις οποίες παρέχεται φορολογική ελάφρυνση στον τραπεζικό τομέα συνεπεία των επίδικων μέτρων, θα όφειλαν να καταβάλουν τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις– δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις τράπεζες. Αυτό, μάλιστα, θα συμβαίνει συχνά, οσάκις πρόκειται για ενισχύσεις σε ολόκληρους «κλάδους παραγωγής», οι οποίες όμως αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

81.   Η διάταξη αυτή αναφέρεται πρωτίστως στην επίδραση επί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας, δηλαδή αφορά εν προκειμένω επίσης, π.χ., τον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς τομείς σε άλλα κράτη μέλη (33). Κατ’ αυτή την έννοια το Δικαστήριο, επίσης, δέχτηκε με την παρατεθείσα από την Επιτροπή απόφαση Adria-Wien Pipeline ότι υφίσταται επιλεκτικό πλεονέκτημα, μολονότι το πεδίο εφαρμογής των επίμαχων εθνικών ενισχύσεων εκτεινόταν ευρύτατα σε «επιχειρήσεις παραγωγής ενσώματων αγαθών» (34).

82.   Η Επιτροπή προέβη ακόμη με την προσβαλλόμενη απόφαση και σε (υπό μορφή ενδεχομένου) (35) διαπιστώσεις ως προς την επιλεκτικότητα των επίδικων μέτρων, ειδικότερα του αναφερόμενου στην αιτιολογική σκέψη 5, σημείο 1, της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέτρου, εντός του τραπεζικού τομέα, επομένως σε σχέση με την επιλεκτικότητα της διαφοροποιήσεως μεταξύ διαφόρων τραπεζών.

83.   Δεδομένου ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, όπως εξέθεσα, ως προς τη σε σχέση με συγκεκριμένο τομέα επιλεκτικότητα είναι ορθή και ότι αρκεί για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως να διαπιστωθεί ότι το μέτρο είναι εν πάση περιπτώσει επιλεκτικό από μια άποψη, παρέλκει η εξέταση του αν επί πλέον τα επίδικα μέτρα είναι πράγματι επιλεκτικά εντός του τομέα (36).

84.   Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς η Επιτροπή κατέληξε ότι τα επίδικα μέτρα πληρούν τις προϋποθέσεις της μονομερούς χορηγήσεως πλεονεκτήματος από κρατικούς πόρους.

2.      Επί του ζητήματος της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

 α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

85.   Με το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου προσφυγής, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι ούτε μεταξύ των τραπεζών που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία ούτε μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζών νοθεύεται ο ανταγωνισμός.

86.   Εκθέτει ότι όλες οι τράπεζες που πληρούν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια μπορούν να διεκδικήσουν τις επίμαχες φορολογικές ελαφρύνσεις. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις για συγκεκριμένες ενέργειες συνδέονται απλώς με τον όρο ότι οι ενέργειες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται εντός της Ιταλίας. Το μνημονευόμενο στην αιτιολογική σκέψη 5, σημείο 1, της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέτρο ισχύει επίσης για υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών. Συνεπώς, η πρόσβαση αλλοδαπών τραπεζών στην εγχώρια αγορά δεν δυσχεραίνεται.

87.   Εξάλλου, κατά την εξέταση των επιπτώσεων των επίδικων μέτρων στον ανταγωνισμό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η φορολογική επιβάρυνση των τραπεζών που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία είναι αισθητώς υψηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να δικαιολογεί μέτρα για τη μείωση της φορολογικής επιβαρύνσεως. Η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να εξετάσει τη νόθευση του ανταγωνισμού με βάση τη σχετική αγορά.

88.   Με το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει πλημμελή εκτίμηση και έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Ειδικότερα, στρέφεται κατά της περιεχόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεως ότι τα επίδικα μέτρα διευκολύνουν την επέκταση των ιταλικών τραπεζών στο εξωτερικό και καθιστούν πιο δύσκολη την πρόσβαση των ξένων τραπεζών. Η αιτιολογία αυτή ούτε επαρκής ούτε λυσιτελής είναι. Εκθέτει και πάλι ότι τα επίδικα μέτρα εφαρμόζονται και σε αλλοδαπές τράπεζες και ότι οι ιταλικές τράπεζες υφίστανται μεγαλύτερη φορολογική πίεση, οπότε δεν έχουν «εν δυνάμει επιθετικότερη» επεκτατική τάση.

 β)     Εκτίμηση

89.   Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται ότι επηρεάζεται πράγματι ο ανταγωνισμός και το ενδοκοινοτικό εμπόριο, αλλά σημασία έχει ότι απλώς τα επίμαχα μέτρα είναι πρόσφορα να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (37).

90.   Εξάλλου, είναι δυνατόν να προκύπτει, από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (38).

91.   Ως προς τον ισχυρισμό, ότι ουδεμία υφίσταται νόθευση του ανταγωνισμού, εξέθεσα προηγουμένως ότι το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού συνιστά ένα μέσο για την αποτροπή στρεβλώσεων και νοθεύσεων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά (39). Επομένως, αρκεί για την αιτιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ το ότι τα επίδικα μέτρα είναι πρόσφορα να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό σε σχέση με τους ανταγωνιστές που ασκούν δραστηριότητες στην κοινή αγορά (40). Το γεγονός ότι τα επίδικα μέτρα είναι εφαρμοστέα κατ’ αντικειμενικά κριτήρια και χρήση αυτών μπορούν να κάνουν τόσο ημεδαπές όσο και αλλοδαπές τράπεζες δεν προσφέρεται, όπως εξέθεσε η Επιτροπή, για να καταδειχθεί ότι δεν υφίσταται αυτό το ενδεχόμενο. Καθοριστικό είναι το ότι με τα επίδικα μέτρα ισχυροποιούνται ορισμένες τράπεζες που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία από την άποψη του μεγέθους τους –μέσω συγχωνεύσεων– ή της χρηματοοικονομικής τους ισχύος και αποδοτικότητας –για παράδειγμα με επανεκχωρήσεις–. Ακόμη κι αν αλλοδαπά υποκαταστήματα καταρχήν, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις των επίδικων μέτρων, μπορούν να ωφεληθούν από τα επίδικα μέτρα, παραμένει γεγονός ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό τραπεζών που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία σε σχέση με τράπεζες που ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, λαμβανομένης υπόψη της επελθούσας κατά τα τελευταία έτη ελευθερώσεως των χρηματοοικονομικών αγορών, δεν μπορεί σοβαρά να αμφισβητείται ότι υφίσταται τουλάχιστον κάποιος ενδοκοινοτικός ανταγωνισμός επί τραπεζικού πεδίου.

92.    Ως προς τον ισχυρισμό ότι η φορολογική επιβάρυνση των τραπεζών που ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία είναι αισθητώς υψηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού κάποιου οικονομικού τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να αφαιρέσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα ενισχύσεως (41). Αυτή η «συμψηφιστική» θεώρηση στην επιχειρηματολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

93.   Συνεπώς, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι κακώς η Επιτροπή εξέλαβε ως δεδομένο ότι τα επίδικα μέτρα μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

94.   Στη συνέχεια, όσον αφορά την εκτίμηση και την αιτιολογία σε σχέση με τη δυνατότητα των επίδικων μέτρων να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τον επηρεασμό του ανταγωνισμού, καθώς και τη διαπίστωση του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, δεν προκύπτει κανένα αυστηρό κριτήριο (42).

95.   Κατά τη νομολογία, στην οποία ορθώς αναφέρθηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όταν ένα χορηγούμενο πλεονέκτημα ενισχύει τη θέση ενός ομίλου επιχειρήσεων έναντι άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, το εμπόριο αυτό πρέπει να θεωρηθεί επηρεασμένο από το εν λόγω πλεονέκτημα (43).

96.   Κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, τα επίδικα μέτρα σκοπούν στην ισχυροποίηση της ανταγωνιστικής ικανότητας του ιταλικού τραπεζικού τομέα. Θα πρέπει να αυξήσουν την αποδοτικότητα των οικείων τραπεζών και να διευκολύνουν συγχωνεύσεις.

97.   Εξάλλου, αρκεί η διαπίστωση ότι –λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως της ελευθερώσεως των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της εξελίξεως της ολοκληρώσεως των χρηματοοικονομικών αγορών, που επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δεν τις αρνήθηκε καθεαυτές η Ιταλική Κυβέρνηση– δεν αποκλείεται εν πάση περιπτώσει οι ευνοούμενες επιχειρήσεις να βρίσκονται σε ανταγωνισμό με επιχειρήσεις εντός άλλων κρατών μελών (44).

98.   Επομένως, ορθώς η Επιτροπή εξέλαβε ως δεδομένο τον επηρεασμό του εμπορίου. Επί πλέον, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αιτιολόγησε διεξοδικώς γιατί θεωρεί ότι υπάρχει επίπτωση στο εμπόριο.

99.   Συνεπώς, και οι ισχυρισμοί που αφορούν την πλημμελή εκτίμηση του επηρεασμού του ανταγωνισμού και του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών είναι αβάσιμοι.

3.      Επί του ελαττώματος αιτιολογίας λόγω μη χωριστής εξετάσεως των επίδικων μέτρων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και λόγω της εντελώς γενικού χαρακτήρα εξετάσεως των επίδικων μέτρων

 α)     Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

100. Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει κατ’ αρχάς ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αξιολογήθηκαν χωριστά δύο ζητήματα, ήτοι αυτό του χαρακτηρισμού των επίδικων μέτρων ως ενισχύσεων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και αυτό της δυνατότητας εφαρμογής των προβλεπουσών εξαιρέσεις διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Επί πλέον, η αιτιολόγηση των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι όλως εντελώς γενικού χαρακτήρα.

 β)     Εκτίμηση

101. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση, υπό το φως των αρχών που αφορούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως, όπως τις εξέθεσα στα σημεία 32 και 33, ότι τα ζητήματα του χαρακτηρισμού των επίδικων μέτρων ως ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και εκείνα της δυνατότητας εφαρμογής των προβλεπουσών εξαιρέσεις διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ αιτιολογήθηκαν χωριστά στην προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένα δε, αφενός, στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 43 και, αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

102. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα δύο αυτά ζητήματα δεν εξετάσθηκαν χωριστά δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

103. Ομοίως, υπό το φως των προηγουμένων παρατηρήσεων επί των επί μέρους χαρακτηριστικών στοιχείων της έννοιας των ενισχύσεων, με τις οποίες εξέτασα τις αντίστοιχες διαπιστώσεις της Επιτροπής, δεν δικαιολογείται η γενική αιτίαση της εντελώς γενικού χαρακτήρα αιτιολογήσεως ή της ελλείψεως επαρκούς αιτιολογήσεως του χαρακτηρισμού των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

104. Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι ομοίως αβάσιμο.

105. Κατόπιν όλων αυτών, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η Επιτροπή κακώς και κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας χαρακτήρισε τα επίδικα μέτρα ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και της αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς το ζήτημα του συμβατού με την κοινή αγορά (τρίτος λόγος ακυρώσεως)

1.      Κύριοι ισχυρισμοί της Ιταλικής Κυβερνήσεως

106. Η Ιταλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ και το άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον κατά νομικώς εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία δεν έκρινε ότι τα επίδικα μέτρα μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

107. Συναφώς, εκθέτει κατ’ αρχάς, σε σχέση με την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει από το γεγονός ότι τα επίδικα μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ ή ότι, ως εκ τούτου, μπορούσε να προβεί σε μια απλώς επιφανειακή εκτίμηση των σχετικών περιστάσεων. Σε άλλες επίσης περιπτώσεις, στις οποίες επρόκειτο για μη κοινοποιηθέντα μέτρα, η Επιτροπή διεξήγαγε άνευ προκαταλήψεων συζητήσεις με την Ιταλική Κυβέρνηση και τελικώς εφάρμοσε τις κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ εξαιρέσεις. Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε απλώς με ασυνάρτητο τρόπο τυποποιημένες εκφράσεις.

108. Στη συνέχεια, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι τα επίδικα μέτρα μπορούσαν ως «ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

109. Συναφώς, εκθέτει ότι ο Ιταλός νομοθέτης προσπάθησε με τον νόμο Ciampi να επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα στην ιταλική τραπεζική αγορά, ήτοι την πλήρη και οριστική ιδιωτικοποίηση των ιταλικών τραπεζών. Ένα τέτοιο σχέδιο, που επί πλέον αντιστοιχεί προς το ευρωπαϊκό σχέδιο για την υλοποίηση της Ζώνης Ευρώ και της εσωτερικής αγοράς, συνιστά «σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος». Ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να υλοποιηθεί από τα κράτη μέλη μόνο σε σχέση με τις εγκατεστημένες σε κάθε ένα από αυτά τράπεζες. Όμως, όλη η Κοινότητα θα ωφεληθεί από μια τέτοια ιδιωτικοποίηση, η οποία θα τονώσει τον ανταγωνισμό σε μια τόσο σημαντική χρηματοοικονομική αγορά όπως της Ιταλίας. Κατά τούτο, η διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία τα επίδικα μέτρα θα ευνοήσουν «κυρίως τους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους και όχι την Κοινότητα στο σύνολό της» είναι όλως ανεπαρκής. Επίσης, μόνο το «σχέδιο» και όχι η ενίσχυση πρέπει να είναι «κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» και, επομένως, να συνιστά πλεονέκτημα για ολόκληρη την Κοινότητα. Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που εξέθεσε διεξοδικώς, το ότι δεν πρόκειται για «συγκεκριμένο, ακριβές και σαφώς καθορισμένο σχέδιο» (ομοίως, αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

110. Στη συνέχεια, με τα ίδια επιχειρήματα ως προς τους σκοπούς των επίδικων μέτρων, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι τα επίδικα μέτρα μπορούσαν επίσης ως «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων» να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

111. Εκθέτει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να συνάδουν τα επίδικα μέτρα με την κοινή αγορά βάσει αυτού του άρθρου, βασιζόμενη μόνο σε κατευθυντήριες γραμμές, όπως αυτές που αφορούν κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (45). Ειδικότερα, σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, όπου πρόκειται για «ασυνήθη» μέτρα, πρέπει επίσης να εξετάζεται αν τα μέτρα αυτά, ανεξαρτήτως των περιεχομένων στις κατευθυντήριες γραμμές κατηγοριών, υπάγονται στην έννοια των ενισχύσεων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

112. Τέλος, η Ιταλική Κυβέρνηση βάλλει προ πάντων κατά της διαπιστώσεως της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία τα επίδικα μέτρα, σε σύγκριση με προηγούμενα μέτρα, ιδίως αυτά που ελήφθησαν στο πλαίσιο του νόμου Amato, συνεπάγονται κυρίως βελτίωση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ληπτών των ενισχύσεων.

2.      Εκτίμηση

113. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ως προς την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου (46).

114. Λόγω αυτής της ευρείας ελευθερίας εκτιμήσεως, το Δικαστήριο δεν μπορεί κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της ασκήσεώς της να υποκαθιστά την αρμόδια αρχή στην κρίση της (47).

115. Επομένως, ούτε είναι έργο του Δικαστηρίου να διαπιστώνει αν μια κρατική ενίσχυση πρέπει ή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (48).

116. Αντιθέτως, ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των δικονομικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (49).

117. Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως σε σχέση με την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν συνήγαγε από το γεγονός ότι τα επίδικα μέτρα δεν της κοινοποιήθηκαν ότι τα μέτρα αυτά δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

118. Αντιθέτως, η κρίση αυτή της Επιτροπής στηρίζεται στις παρατιθέμενες στις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκτιμήσεις.

119. Η Επιτροπή ανέλυσε επίσης με τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ περιπτώσεις εξαιρέσεων και αιτιολόγησε ως προς κάθε μία γιατί δεν τις θεωρεί εφαρμοστέες, λαμβανομένων υπόψη των γενεσιουργών της εν προκειμένω υποθέσεως περιστάσεων.

120. Επομένως, υπό το φως των αρχών που ανέφερα ανωτέρω στα σημεία 32 και 33 σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία σε σχέση με το ζήτημα του συμβατού με την κοινή αγορά (50). Καθόσον η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιφάσκει προς προηγούμενες αποφάσεις, αυτό δεν αποδεικνύει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι καθεαυτή αντιφατική.

121. Επί πλέον, όσον αφορά τα εκτιθέμενα από την Ιταλική Κυβέρνηση σε σχέση με το ότι τα επίδικα μέτρα δεν εξετάσθηκαν ανεξαρτήτως των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 47 και 48 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε το ζήτημα του συμβατού των επίδικων μέτρων με την κοινή αγορά μόνον υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών, μολονότι κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι υφιστάμενες περιστάσεις δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι τα επίδικα μέτρα συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

122. Εξάλλου, όπως εξέθεσα προηγουμένως, η κρίση για το αν τα επίδικα μέτρα συνιστούν «σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» ή «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων» προϋποθέτει εκ μέρους της Επιτροπής σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Επομένως, ακόμη κι αν υπετίθετο ότι τα επίδικα μέτρα εξυπηρετούν την πλήρη και οριστική ιδιωτικοποίηση των ιταλικών τραπεζών και ότι αυτό συνάδει με την προσπάθεια υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς και της Ζώνης Ευρώ –πράγμα επίσης που εμπίπτει στο πλαίσιο της ευχέρειας εκτιμήσεως–, δεν είναι δυνατόν από αυτό και μόνο να συναχθεί ότι η Επιτροπή, κατά πλάνη περί το δίκαιο, δεν υπήγαγε τα επίδικα μέτρα στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία β΄ ή γ΄, ΕΚ.

123. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτεθείσα προηγουμένως ποικιλομορφία των στόχων των επίδικων μέτρων και τον τρόπο επενέργειάς τους, φρονώ ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν κατέδειξε ότι η Επιτροπή, διαπιστώνοντας με την αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι τα μέτρα αυτά «θα ευνοήσ[ουν] κυρίως τους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους και όχι την Κοινότητα στο σύνολό της και ... δεν θα προωθήσ[ουν] συγκεκριμένο, ακριβές και σαφώς καθορισμένο σχέδιο», υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

124. Τέλος, όσον αφορά τη διαπίστωση στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία τα επίδικα μέτρα, διαφορετικά απ’ ό,τι τα προηγούμενα μέτρα (στο πλαίσιο του νόμου Amato), συνεπάγονται κυρίως βελτίωση της ανταγωνιστικής ικανότητας, η δυνατότητα συγκρίσεως των επίδικων μέτρων με προηγούμενα μέτρα δεν ασκεί οπωσδήποτε καμία επιρροή σε σχέση με το ζήτημα του συμβατού με την κοινή αγορά (51). Όμως, λαμβανομένου υπόψη του ενισχυτικού του ανταγωνισμού τρόπου επενέργειας των επίδικων μέτρων, όπως επί πλέον εξέθεσε και η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση, η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση, ότι αυτά τα μέτρα συνεπάγονται κυρίως βελτίωση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ληπτών των ενισχύσεων, καθεαυτή θεωρούμενη, προδήλως δεν συνιστά μη ορθή εκτίμηση.

125. Κατόπιν όλων αυτών, και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V –    Δικαστικά έξοδα

126. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει την καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VI – Πρόταση

127. Κατόπιν όλων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)         Να απορρίψει την προσφυγή.

2)         Να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 184, σ. 27 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


3 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2000, C-256/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. I-2487, σκέψη 31), και της 7ης Μαΐου 1986, 191/84, Barcella κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1541, σκέψη 5).


4 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans (Συλλογή. 2003, σ. I-7747, σκέψη 75), και της 3ης Μαρτίου 2005, C-172/03, Heiser (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27).


5 – Μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 21), της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 23), της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-5163, σκέψη 61), και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 46).


6 – Μεταξύ άλλων, αποφάσεις C-241/94 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 21, και C-342/96 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 23.


7 – Η εν προκειμένω εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Βλ. συναφώς τις παρατηρήσεις μου κατωτέρω στο σημείο 113 επ.


8 – Βλ. συναφώς Sutter, DasEG-BeihilfenverbotundseinDurchführungsverbotinSteuersachen, 2005, σ. 44 επ.


9 – Βλ., με αυτό το πνεύμα, τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 193, σκέψη 21), καθώς και της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2981, σκέψη 21).


10 – Βλ. συναφώς ως προς το ζήτημα της μονομερούς χορηγήσεως πλεονεκτημάτων τα εκτιθέμενα από τον γενικό εισαγγελέα Tizzano με τις προτάσεις του της 8ης Μαΐου 2001 στην υπόθεση C-53/00, Ferring, (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-9067, σημείο 39).


11 – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ.1).


12 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 48).


13 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63), της 30ής Μαρτίου 2000, C-265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2061, σκέψη 93), της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-2481, σκέψεις 35 και 36), και C-310/99 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12), σκέψη 48.


14 – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ 1998, C 2, σ. 1, ΕΕ 1998, C 384/3, σ. 3).


15 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 549), της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 13), της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 19), και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-5/01, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-11991, σκέψη 32).


16 – Έτσι, π.χ., Ross, «State aid and national courts: definition and other problems – a case of premature anticipation?» CMLR 2000, 407: «No advantage can be identified without a comparator first being found as a benchmark for treatment». Κατ’ εμέ, ο καθορισμός ενός σημείου αναφοράς είναι αναγκαίος όχι μόνον έναντι του ζητήματος της μονομέρειας ή επιλεκτικότητας ενός πλεονεκτήματος, αλλά και σε συνάρτηση με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι στο ζήτημα επίσης αν σε μια επιχείρηση χορηγείται μέσω συγκεκριμένου μέτρου ένα πλεονέκτημα δεν μπορεί να δοθεί απάντηση μόνο από την άποψη της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, είναι άνευ σημασίας το αν η κατάσταση του φερομένου ως ευνοηθέντος από ένα μέτρο βελτιώθηκε ή χειροτέρευσε σε σύγκριση με την προηγούμενη νομική κατάσταση ή αν αντιθέτως παρέμεινε αμετάβλητη. Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 10).


17 – Βλ. π.χ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 12ης Νοεμβρίου 1998 στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής (απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σημείο 11).


18 – Απόφαση 30/59 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15).


19 – Απόφαση C-75/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17).


20 – Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 8ης Μαΐου 2001 στην υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001 (Συλλογή 2001, σ. I-8365), σημεία 40 επ. Βλ. επίσης την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-308/01, GIL Insurance (Συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 70 επ.).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 18), και C-75/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17), σκέψη 48.


22 – Βλ. την απόφαση C-256/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15), σκέψη 19.


23 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψη 26).


24 – Αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 26), και C-387/92 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15), σκέψη 12.


25 – Το ότι πρωτίστως σημασία έχει η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-126/01, GEMO (Συλλογή 2003, σ. I-13769, σκέψη 26).


26 – Βλ. Heidenhain, Handbuch des Europäischen Beihilfenrechts, 2003, σ. 155, σημείο 5.


27 – Μεταξύ άλλων, την απόφαση C-156/98, (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23), σκέψη 26.


28 – Βλ. την απόφαση C-75/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17), ιδίως τις σκέψεις 32 και 33.


29 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 17ης Μαρτίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun (απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, Συλλογή 1993, σ. I-887, σημείο 50). Ως προς μια ρητή αναφορά σ’ αυτή την έννοια, βλ. την απόφαση C-75/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17), επικεφαλίδα της σκέψεως 32.


30 – Απόφαση C-75/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17), σκέψη 33, με παραπομπή στην απόφαση 173/73 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 24), σκέψη 33.


31 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση C-308/01 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 20), σκέψη 68.


32 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-6/97 (απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 9), σημείο 27.


33 – Βλ. συναφώς τις παρατηρήσεις μου ανωτέρω στο σημείο 27.


34 – Απόφαση C-143/99 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 20). Βλ., αντιθέτως, τη διαπίστωση στο σημείο 78 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mischo στην εν λόγω υπόθεση, κατά την οποία δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των οικείων τομέων.


35 – Βλ. την αιτιολογική σκέψη 35, όπου η επιλεκτικότητα διαπιστώνεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση δική μου): «Ακόμη και αν η ενίσχυση έπρεπε να εφαρμοστεί στον ίδιο βαθμό για όλες τις τράπεζες, τα μέτρα θα συνιστούσαν, οπωσδήποτε, ενίσχυση στον τομέα.»


36 – Βλ. την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1990, C-86/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-3891, σκέψη 20).


37 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση C-409/00 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 75.


38 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99 Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8855, σκέψη 66) και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


39 – Βλ. ανωτέρω το σημείο 27.


40 – Βλ. συναφώς και Sutter (παρατεθέντα στην υποσημείωση 8), σ. 132.


41 – Βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση 6/69 και 11/69 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 9), σκέψη 21, καθώς και την απόφαση C-6/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 9), σκέψη 21.


42 – Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 23ης Μαρτίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σημείο 33). Βλ. επίσης Keppenne, Guide des aides d’Etat en droit communautaire, 1999, σ. 120 και 132 επ.


43 – Βλ. ειδικότερα τις αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψη 11), και C-53/00 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10), σκέψη 21.


44 – Βλ. την απόφαση C-172/03 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 4), σκέψη 35.


45 – Βλ. κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ C 74, σ. 9) παρατεθείσες από την Επιτροπή στην υποσημείωση 17 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.


46 – Μεταξύ άλλων, οι αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18), της 8ης Μαρτίου 1988, 62/87 και 72/87 (Exécutif regional wallon και SA Glaverbel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 1573), και της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 83).


47 – Μεταξύ άλλων, η απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 34).


48 – Βλ. επίσης τη διάταξη της 24ης Ιουλίου 2003, C-297/01, Sicilcassa και Graci (Συλλογή 2003, σ. I-7849, σκέψη 47).


49 – Μεταξύ άλλων, η απόφαση C-372/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 46), σκέψη 83.


50 – Βλ. επίσης την απόφαση C-372/97 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 46), σκέψη 87.


51 – Βλ. συναφώς τις παρατηρήσεις μου ανωτέρω στα σημεία 29 και 30.