Υπόθεση C-174/02
Streekgewest Westelijk Noord-Brabant
κατά
Staatssecretaris van Financiën
(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ) – Σχέδιο ενισχύσεως – Απαγόρευση εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων πριν την τελική απόφαση της Επιτροπής – Έκταση της απαγορεύσεως οσάκις η ενίσχυση χορηγείται υπό τη μορφή φοροαπαλλαγής – Καθορισμός των προσώπων που μπορούν να επικαλεστούν την τυχόν παράβαση»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 4ης Μαρτίου 2004
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 13ης Ιανουαρίου 2005
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδιο ενισχύσεως – Απαγόρευση εφαρμογής πριν την τελική απόφαση της Επιτροπής – Άμεσο αποτέλεσμα – Πρόσωπα που μπορούν να επικαλεστούν την τυχόν παράβαση – Διοικούμενος που υπόκειται σε φόρο ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μέτρου ενισχύσεως
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93, παράγραφος 3 (νυν άρθρο 88 § 3, ΕΚ)]
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής – Φόροι συνοδευόμενοι από απαλλαγές θεωρούμενοι ως ενισχύσεις – Εμπίπτουν – Προϋπόθεση – Αναπόσπαστη σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ)]
1. Ο διοικούμενος μπορεί να έχει συμφέρον να επικαλεσθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άμεσο αποτέλεσμα της απαγορεύσεως εφαρμογής που προβλέπει η τελευταία περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ) όχι μόνο για να εξαλείψει τα αρνητικά αποτελέσματα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προήλθαν από τη χορήγηση της παράνομης ενισχύσεως, αλλά επίσης για να επιτύχει την επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το αν ο διοικούμενος θίγεται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προέκυψε από το μέτρο ενισχύσεως δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της νομιμοποιήσεώς του. Το μόνο γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αν ο διοικούμενος υπόκειται σε φόρο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μέτρου ενισχύσεως που εφαρμόζεται κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης.
(βλ. σκέψη 19)
2. Οι φόροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις εκτός εάν αποτελούν τρόπο χρηματοδοτήσεως του μέτρου ενισχύσεως, οπότε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου αυτού.
Για να θεωρηθεί ότι ένας φόρος ή μέρος του φόρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται οπωσδήποτε σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν του φόρου επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.
Το γεγονός ότι η ενίσχυση χορηγείται υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο ή το ότι η απώλεια εσόδων λόγω της απαλλαγής αντισταθμίζεται, για τις ανάγκες της στάθμισης του προϋπολογισμού του κράτους μέλους, με αύξηση του φόρου, δεν αρκούν από μόνες τους για τη στοιχειοθέτηση της ανωτέρω σχέσεως.
(βλ. σκέψεις 25-26, 29 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 13ης Ιανουαρίου 2005 (*)
«Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ) – Σχέδιο ενισχύσεως – Απαγόρευση εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων πριν την τελική απόφαση της Επιτροπής – Έκταση της απαγορεύσεως οσάκις η ενίσχυση χορηγείται υπό τη μορφή φοροαπαλλαγής – Καθορισμός των προσώπων που μπορούν να επικαλεστούν την τυχόν παράβαση»
Στην υπόθεση C-174/02,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, ασκηθείσα από το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες), με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαΐου 2002, στο πλαίσιο της δίκης
Streekgewest Westelijk Noord-Brabant
κατά
Staatssecretaris van Financiën,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, K. Lenaerts, S. von Bahr και K. Schiemann (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed
γραμματέας: Μ.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
αφού έλαβε υπόψη του την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας της 22ας Ιανουαρίου 2004,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– ο Streekgewest Westelijk Noord-Brabant, εκπροσωπούμενος από τους H. Gilliams και P. H. L. Kuypers, advocaten,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Flett και H. van Vliet,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 2004,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ), προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθοριστεί, αφενός, ποιος μπορεί να επικαλεσθεί την απαγόρευση εφαρμογής της διατάξεως αυτής και, αφετέρου, να αποσαφηνιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις υφίσταται επαρκής σχέση μεταξύ της ενισχύσεως και του φόρου που χρηματοδοτεί την ενίσχυση αυτή, ώστε η απαγόρευση της εν λόγω διατάξεως να καταλαμβάνει και τον φόρο.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Streekgewest Westelijk Noord-Brabant (τοπικού οργανισμού επιφορτισμένου με την αποκομιδή οικιακών αποβλήτων, στο εξής: Streekgewest) και του Staatssecretaris van Financiën (στο εξής: Staatssecretaris). Ο Streekgewest ζητεί από τον τελευταίο την επιστροφή των φόρων επί των αποβλήτων που καταβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 18 του Wet belastingen op milieugrondslag της 23ης Δεκεμβρίου 1994 (νόμου περί επιβαρύνσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, Staatsblad 1994, 923, 924 και 925, στο εξής: WBM), για τον λόγο ότι επιβλήθηκαν κατά παράβαση της απαγορεύσεως εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ορίζει:
«Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση».
Η εθνική νομοθεσία
4 Η Ολλανδική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 1992, κοινοποίησε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, το σχέδιο του Wet op de verbruiksbelastingen op milieugrondslag (νόμου περί φόρων καταναλώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος), το οποίο αργότερα, κατόπιν τροποποιήσεως, κατέστη ο WBM. Με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 1992, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ολλανδική Κυβέρνηση την από 25 Νοεμβρίου 1992 απόφασή της να μην αντιταχθεί στα μέτρα ενισχύσεως του WBM που περιλαμβάνονταν σε αυτό το σχέδιο νόμου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24ης Μαρτίου 1993 (ΕΕ C 83, σ. 3).
5 Κατά την εξέταση του νομοσχεδίου ενώπιον του εθνικού Κοινοβουλίου, αποφασίστηκαν ορισμένες τροποποιήσεις. Αφού η Ολλανδική Κυβέρνηση κοινοποίησε τις τροποποιήσεις αυτές στην Επιτροπή με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 1993, η Επιτροπή της γνωστοποίησε με έγγραφο της 13ης Απριλίου 1994 ότι αποφάσισε, στις 29 Μαρτίου 1994, να μην αντιταχθεί στις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 4ης Ιουνίου 1994 (ΕΕ C 153, σ. 20).
6 Στις 13 Οκτωβρίου 1994 κατατέθηκε στο Ολλανδικό Κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο για την τροποποίηση του WBM με την προσθήκη μιας μόνιμης διευκρινίσεως και δύο διευκρινίσεων προσωρινής ισχύος. Το νομοσχέδιο αυτό προέβλεπε, όσον αφορά τον φόρο επί των αποβλήτων, αύξηση του ποσού από 28,50 σε 29,20 ολλανδικά φιορίνια NLG ανά 1 000 kg αποβλήτων και δυνατότητα επιστροφής του φόρου αυτού σε οποιονδήποτε παραδίδει κατάλοιπα αποχρωματισμού προς μεταποίηση και σε οποιονδήποτε παραδίδει απόβλητα ανακυκλώσεως πλαστικών υλών σε επιχείρηση μεταποιήσεως αποβλήτων. Η Ολλανδική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή αυτά τα χαρακτηρισθέντα ως “διευκρινίσεις” μέτρα με έγγραφο της 27ης Οκτωβρίου 1994.
7 Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 1994, η Επιτροπή επισήμανε στην Ολλανδική Κυβέρνηση ότι η κοινοποίηση ήταν ελλιπής και έθεσε προς τούτο ορισμένες ερωτήσεις. Η κυβέρνηση αυτή απάντησε στις ερωτήσεις αυτές με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1994. Στο έγγραφο αυτό η Ολλανδική Κυβέρνηση εξέθεσε επιπλέον ότι αργότερα προστέθηκαν στο νομοσχέδιο δύο νέα μέτρα ενισχύσεως. Το ένα από τα μέτρα αυτά συνίστατο σε μια προσωρινή απαλλαγή από τον φόρο επί των αποβλήτων για την ανασκαφείσα λάσπη που μπορούσε να υποστεί επεξεργασία καθαρισμού.
8 Ο WBM, ο συναφής νόμος περί θεσπίσεώς του και ο τροποποιητικός νόμος εγκρίθηκαν από το πρώτο τμήμα του Staten-Generaal στις 21 Δεκεμβρίου 1994. Με βασιλικό διάταγμα της 23ης Δεκεμβρίου 1994 καθορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 1995 ως το χρονικό σημείο ενάρξεως ισχύος του τροποποιηθέντος WBM.
9 Αφού η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο WBM, όπως τροποποιήθηκε, άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1995, ανακοίνωσε στην Ολλανδική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 1995, ότι θεωρούσε τα επίμαχα μέτρα ως μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, δεδομένου ότι θεσπίσθηκαν πριν αποφανθεί επ’ αυτών η Επιτροπή και της ζήτησε, μεταξύ άλλων, τα πλήρη κείμενα του WBM. Η Επιτροπή αποφάνθηκε κατά την εκπνοή του επίμαχου χρονικού διαστήματος φορολογίας. Με τηλεομοιοτυπία της 23ης Μαΐου 1995, συμπληρωθείσα με έγγραφο της 3ης Ιουλίου 1995, η Επιτροπή κατέστησε γνωστό ότι δεν θεωρούσε ότι υπήρχαν στοιχεία ενισχύσεως ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Ο Streekgewest είναι οργανισμός με νομική προσωπικότητα, τον οποίο συνέστησαν και έλεγχαν αρχικά 18 κοινότητες της ολλανδικής περιφέρειας Westelijk Noord-Brabant. Από την 1η Ιανουαρίου 1997, οι κοινότητες που αποτελούν τον οργανισμό αυτό είναι επτά. Ο Streekgewest έχει επιφορτιστεί με την αποκομιδή των οικιακών απορριμμάτων και με τη μεταφορά τους σε εγκατάσταση μεταποιήσεως που επίσης εμπίπτει στη σφαίρα αρμοδιότητάς του. Οσάκις παραδίδονται απόβλητα σε εγκατάσταση για την επεξεργασία τους, οφείλεται φόρος δυνάμει του άρθρου 18 του WBM.
11 Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Ιανουαρίου 1995, ο Streekgewest κατέβαλε ποσό ύψους 499 914 NLG προς εξόφληση του φόρου επί των αποβλήτων. Εντούτοις, άσκησε διοικητική ένσταση κατά της πράξεως επιβολής και ζήτησε την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του οικονομικού εφόρου. Ο Streekgewest άσκησε προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof te’s-Gravenhage (Κάτω Χώρες) κατά της αποφάσεως αυτής και το τελευταίο διέταξε την επιστροφή ποσού 80 796,40 NLG.
12 Ο Staatssecretaris άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden. Ο Streekgewest προσέβαλε επίσης ενώπιον του δικαστηρίου αυτού την άρνηση του Gerechtshof να διατάξει την επιστροφή ολοκλήρου του ποσού.
13 Κρίνοντας ότι η λύση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορεί ένας διοικούμενος να επικαλεσθεί το περιεχόμενο του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης ΕΚ [...] μόνον εφόσον θίγεται συνεπεία μέτρου ενισχύσεως το οποίο στρεβλώνει τον εκατέρωθεν των συνόρων ανταγωνισμό;
2) Σε περίπτωση που ένα μέτρο ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης ΕΚ [...], συνίσταται στην απαλλαγή από φόρο (η οποία θεωρείται ότι καλύπτει και τη μείωση ή την ελάφρυνση του φόρου), της οποίας το προϊόν εισρέει στον γενικό προϋπολογισμό, ενώ δεν προβλέπεται συναφώς η αναστολή της απαλλαγής εκκρεμούσας της διαδικασίας κοινοποιήσεως, πρέπει ο φόρος αυτός να θεωρείται ως τμήμα του μέτρου αυτού ενισχύσεως, λόγω του ότι η επιβολή του φόρου σε όσους δεν τυγχάνουν απαλλαγής αποτελεί το μέσο για την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος, με συνέπεια ότι, κατά το διάστημα που η εφαρμογή του μέτρου ενισχύσεως δεν έχει επιτραπεί βάσει της ανωτέρω διατάξεως, η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαγόρευση έχει ομοίως εφαρμογή επί του φόρου αυτού (ή επί της επιβολής του);
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα: Εφόσον αναγνωρισθεί η ύπαρξη σχέσεως, όπως [το γεγονός ότι μικρό μέρος του εν λόγω φόρου (0,70 NLG ανά τόνο αποβλήτων) χρησιμεύει για την αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων των καθεστώτων επιστροφής που αναφέρονται στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως], μεταξύ της αυξήσεως μιας συγκεκριμένης επιβαρύνσεως, της οποίας το προϊόν εισρέει στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, και ενός σχεδιαζομένου μέτρου ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης […] , πρέπει η θέσπιση της αυξήσεως αυτής να θεωρηθεί ως εφαρμογή (ή έναρξη εφαρμογής), υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αυτού του μέτρου ενισχύσεως; Εφόσον η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το πόσο στενή είναι η σχέση αυτή, ποιες περιστάσεις ασκούν συναφώς επιρροή;
4) Αν η απαγόρευση εφαρμογής του μέτρου ενισχύσεως αφορά και την επιβάρυνση, είναι ορθή η άποψη ότι μια τελική απόφαση της Επιτροπής η οποία αναγνωρίζει ότι το μέτρο ενισχύσεως συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δεν έχει ως συνέπεια την εκ των υστέρων νομιμοποίηση της ανίσχυρης επιβαρύνσεως;
5) Αν η απαγόρευση εφαρμογής του μέτρου ενισχύσεως αφορά και την επιβάρυνση, μπορεί ο καταβαλών την επιβάρυνση να την προσβάλει δικαστικώς, επικαλούμενος το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης […], ως προς ολόκληρο το ποσό της επιβαρύνσεως ή μόνο μέρος αυτής;
6) Στην τελευταία περίπτωση, απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ειδικές προϋποθέσεις όσον αφορά τον τρόπο καθορισμού του τμήματος της επιβαρύνσεως που εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης […];»
Επί του πρώτου ερωτήματος
14 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ένας διοικούμενος μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης μόνον εφόσον θίγεται συνεπεία μέτρου ενισχύσεως το οποίο στρεβλώνει τον εκατέρωθεν των συνόρων ανταγωνισμό.
15 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άμεσο αποτέλεσμα που έχει αναγνωριστεί ότι αναπτύσσει η τελευταία περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης προκύπτει ότι η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της απαγορεύσεως που επιβάλλει το άρθρο αυτό ισχύει για κάθε ενίσχυση που χορηγείται χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. I-5505, σκέψη 11, στο εξής: απόφαση FNCE).
16 Έχει εξάλλου κριθεί ότι, όταν ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως μέσω ενός φόρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, οι συνέπειες της παραβλέψεως εκ μέρους των εθνικών αρχών της απαγορεύσεως εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης εκτείνονται και σ’ αυτήν την πλευρά του μέτρου ενισχύσεως (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, Van Calster κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52). Υπό τις συνθήκες αυτές, συνεπώς, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να επιστρέψουν τους φόρους που εισέπραξαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-192/95 έως C-218/95, Comateb κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I-165, σκέψη 20, και Van Calster κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 53).
17 Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές παραβλέπουν, ενδεχομένως, την απαγόρευση χορηγήσεως ενισχύσεων. Όταν τα εθνικά δικαστήρια διαπιστώνουν μια τέτοια παράβαση, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τους διοικούμενους οι οποίοι μπορούν να επικαλούνται την απαγόρευση αυτή, οφείλουν να συνάγουν όλες τις συνέπειες, κατά το εθνικό τους δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις FNCE, προπαρατεθείσα, σκέψη 12, και της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. I-6523, σκέψη 30).
18 Όσον αφορά την εθνική νομοθεσία σχετικά με τη νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον του διαδίκου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί η εθνική νομοθετική ρύθμιση να μη θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την κοινοτική έννομη τάξη (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1991, C-87/90 έως C-89/90, Verholen κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. I-3757, σκέψη 24, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-13/01, Safalero, Συλλογή 2003, σ. Ι-8679, σκέψη 50).
19 Ο διοικούμενος μπορεί να έχει συμφέρον να επικαλεσθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άμεσο αποτέλεσμα της απαγορεύσεως εφαρμογής που προβλέπει η τελευταία περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης όχι μόνο για να εξαλείψει τα αρνητικά αποτελέσματα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προήλθαν από τη χορήγηση της παράνομης ενισχύσεως, αλλά επίσης για να επιτύχει την επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το αν ο διοικούμενος θίγεται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προέκυψε από το μέτρο ενισχύσεως δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της νομιμοποιήσεώς του. Το μόνο γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αν ο διοικούμενος υπόκειται σε φόρο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μέτρου ενισχύσεως που εφαρμόζεται κατά παράβαση της απαγορεύσεως της διατάξεως αυτής.
20 Το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται εξάλλου από τον σκοπό της εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας της απαγορεύσεως εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση FNCE, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).
21 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διοικούμενος που υπόκειται σε φόρο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μέτρου ενισχύσεως που εφαρμόζεται κατά παράβαση της απαγορεύσεως εφαρμογής της διατάξεως αυτής μπορεί να την επικαλεσθεί ανεξάρτητα από το θέμα αν θίγεται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο ενισχύσεως.
Επί του δεύτερου και τρίτου ερωτήματος
22 Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υφίσταται επαρκής σχέση μεταξύ του φόρου και του μέτρου ενισχύσεως που συνίσταται σε απαλλαγή από τον φόρο αυτό, με αποτέλεσμα η απαγόρευση εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της Συνθήκης να εφαρμόζεται όχι μόνο στο μέτρο ενισχύσεως αλλά και στον φόρο. Τα δύο αυτά ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν από κοινού.
23 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η απαγόρευση εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της Συνθήκης μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα φόρο όταν το μέτρο ενισχύσεως συνίσταται στην απαλλαγή από τον φόρο αυτό. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει, υπό ποιες προϋποθέσεις η αντιστάθμιση, μέσω της αυξήσεως του φόρου, της απώλειας εσόδων λόγω της απαλλαγής δημιουργεί επαρκή σχέση μεταξύ της ενισχύσεως και του φόρου, οπότε η απαγόρευση εφαρμογής της διατάξεως αυτής να καταλαμβάνει και τον φόρο.
24 Επιβάλλεται ευθύς εξ αρχής να αναφερθεί, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 28 και 29 των προτάσεών του, ότι η Συνθήκη προβλέπει ακριβή οριοθέτηση μεταξύ των καθεστώτων που αφορούν, αφενός, τις κρατικές ενισχύσεις, στα άρθρα 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ), 93 της Συνθήκης και 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) και, αφετέρου, τις στρεβλώσεις, στα άρθρα 101 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 96 ΕΚ) και 102 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 97 ΕΚ), που προκύπτουν από διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως, όσον αφορά τις φορολογικές τους διατάξεις.
25 Οι φόροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις εκτός εάν αποτελούν τρόπο χρηματοδοτήσεως του μέτρου ενισχύσεως, οπότε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου αυτού.
26 Για να θεωρηθεί ότι ένας φόρος ή μέρος του φόρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται οπωσδήποτε σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν του φόρου επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται η ενίσχυση αυτή με την κοινή αγορά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1970, 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 341, σκέψεις 17, 20 και 21). Βάσει του σκεπτικού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που υφίσταται αυτή η σχέση μεταξύ του μέτρου ενισχύσεως και της χρηματοδοτήσεώς του, η ανακοίνωση του μέτρου ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης πρέπει να αφορά και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του, έτσι ώστε η Επιτροπή να μπορεί να προβεί στην εξέτασή του βάσει πλήρους πληροφορήσεως. Άλλως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κηρυχθεί συμβατό ένα μέτρο ενισχύσεως το οποίο δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό αν η Επιτροπή γνώριζε τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις Van Calster κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 49 και 50, και της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30).
27 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το μέτρο ενισχύσεως έχει τη μορφή απαλλαγής από τον φόρο επί των αποβλήτων. Ακόμη και αν, για τις ανάγκες στάθμισης του προϋπολογισμού του εν λόγω κράτους μέλους, το φορολογικό πλεονέκτημα είχε αντισταθμιστεί με την αύξηση του ποσού του φόρου επί των αποβλήτων από 28,50 NLG σε 29,20 NLG ανά 1 000 kg αποβλήτων, η προϋπόθεση αυτή δεν αρκεί, από μόνη της, για να αποδειχθεί η ύπαρξη υποχρεωτικής σχέσεως μεταξύ του φόρου και του φορολογικού πλεονεκτήματος.
28 Συγκεκριμένα, αφενός, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο WBM δεν καθιερώνει καμία αναγκαστική σχέση μεταξύ του φόρου επί των αποβλήτων και της χρηματοδοτήσεως της φορολογικής απαλλαγής. Αφετέρου, το προϊόν αυτού του φόρου δεν επηρεάζει καθόλου το ύψος της ενισχύσεως. Πράγματι, η εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής και η έκτασή της δεν εξαρτώνται από το προϊόν του εν λόγω φόρου.
29 Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση που προβλέπει δεν εφαρμόζεται σε φόρο παρά μόνον αν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ του προϊόντος του φόρου αυτού και του επίδικου μέτρου ενισχύσεως. Το γεγονός ότι η ενίσχυση χορηγείται υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο ή το ότι η απώλεια εσόδων λόγω της απαλλαγής αντισταθμίζεται, για τις ανάγκες της στάθμισης του προϋπολογισμού του εν λόγω κράτους μέλους, με αύξηση του φόρου, δεν αρκούν από μόνες τους για τη στοιχειοθέτηση αυτής της σχέσεως.
30 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο, πέμπτο και έκτο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:
1) Το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διοικούμενος που υπόκειται σε φόρο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μέτρου ενισχύσεως και εφαρμόζεται κατά παράβαση της απαγορεύσεως εφαρμογής της διατάξεως αυτής μπορεί να την επικαλεσθεί ανεξάρτητα από το θέμα αν θίγεται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο ενισχύσεως.
2) Το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση που προβλέπει δεν εφαρμόζεται σε φόρο παρά μόνον αν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ του προϊόντος του φόρου αυτού και του επίδικου μέτρου ενισχύσεως. Το γεγονός ότι η ενίσχυση χορηγείται υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο ή το ότι η απώλεια εσόδων λόγω της απαλλαγής αντισταθμίζεται, για τις ανάγκες της στάθμισης του προϋπολογισμού του εν λόγω κράτους μέλους, με αύξηση του φόρου, δεν αρκούν από μόνες τους για τη στοιχειοθέτηση αυτής της σχέσεως.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.