Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-400/02

Gerard Merida

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(αίτηση του Bundesarbeitsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 39 ΕΚ – Συλλογική σύμβαση – Προσωρινό συμπληρωματικό επίδομα υπέρ των πρώην πολιτικών υπαλλήλων των συμμαχικών δυνάμεων στη Γερμανία – Μεθοριακοί εργαζόμενοι – Καθορισμός της βάσεως υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος – Συνυπολογισμός του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών»

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Προσωρινό επίδομα χορηγούμενο στους μισθωτούς σε περίπτωση απολύσεως – Πλασματική αφαίρεση, όσον αφορά τον κατοικούντα και φορολογούμενο εντός άλλου κράτους μέλους εργαζόμενο, του φόρου μισθωτών υπηρεσιών που θεωρητικά οφείλεται στο κράτος απασχολήσεως – Απαράδεκτο – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί

(Άρθρ. 39 ΕΚ· κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 4)

Τα άρθρα 39 Εκ και 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλεπομένη από συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία το ποσό κοινωνικής παροχής, όπως είναι το συμπληρωματικό προσωρινό επίδομα των παροχών που χορηγούνται λόγω ανεργίας, χορηγούμενο στους μισθωτούς σε περίπτωση απολύσεως, το οποίο καταβάλλεται από το κράτος μέλος απασχολήσεως σε εργαζόμενο που κατοικεί και φορολογείται σε άλλο κράτος μέλος, υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρείται πλασματικώς ο οφειλόμενος εντός του κράτους μέλους απασχολήσεως φόρος εισοδήματος κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενώ, σύμφωνα με μια σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, οι αμοιβές, μισθοί και ανάλογες απολαβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους που δεν κατοικούν στο εν λόγω κράτος, φορολογούνται μόνο στο κράτος μέλος κατοικίας των τελευταίων.

Οι διοικητικές δυσχέρειες τις οποίες θα συνεπαγόταν για το κράτος μέλος απασχολήσεως η εφαρμογή διαφορετικών τρόπων υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος ανάλογα με την κατοικία του ενδιαφερομένου και οι δημοσιονομικές συνέπειες της μη λήψεως υπόψη του εθνικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους των απορρεουσών από τη Συνθήκη υποχρεώσεων.

(βλ. σκέψεις 29-30, 37 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Άρθρο 39 ΕΚ – Συλλογική σύμβαση – Προσωρινό συμπληρωματικό επίδομα υπέρ των πρώην πολιτικών υπαλλήλων των συμμαχικών δυνάμεων στη Γερμανία – Μεθοριακοί εργαζόμενοι – Καθορισμός της βάσεως υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος – Συνυπολογισμός του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών»

Στην υπόθεση C-400/02,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

την οποία υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία), με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Gerard Merida

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), R. Schintgen και N. Colneric, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο G. Merida, εκπροσωπούμενος από τον F. Lorenz, Rechtsanwalt,

–        η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing, επικουρούμενο από τον E. H. Neuert, Rechtsanwalt,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun, R. Lyal και D. Martin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 39 ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του G. Merida, Γάλλου υπηκόου, και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ως προς τον υπολογισμό του προσωρινού συμπληρωματικού επιδόματος (Überbrückungsbeihilfe, στο εξής: προσωρινό επίδομα) που η τελευταία κατέβαλε στον ενδιαφερόμενο σε εφαρμογή της Tarifvertrag zur sozialen Sicherung der Arbeitnehmer bei den Stationierungsstreitkräften im Gebiet der Bundesrepublik Deutschland (συλλογική σύμβαση περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων στις εγκατεστημένες στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στρατιωτικές μονάδες), της 31ης Αυγούστου 1971 (στο εξής: TV SozSich).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3        Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33):

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

[…]

4.      Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.»

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

4        Η TV SozSich ορίζει στο άρθρο της 4 σχετικά με το προσωρινό επίδομα τα εξής:

«1.      Προσωρινό επίδομα καταβάλλεται:

[...]

b)      ως συμπλήρωμα των παροχών του Bundesanstalt für Arbeit (Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας) που χορηγούνται λόγω ανεργίας ή μέτρων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως (επίδομα ανεργίας, κοινωνική ενίσχυση στους ανέργους, επίδομα συντηρήσεως),

[...]

3. a) (1) Η βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος που καταβάλλεται ως συμπλήρωμα των αποδοχών από άλλη απασχόληση (σημείο 1a) είναι ο προβλεπόμενος από τη συλλογική σύμβαση βασικός μισθός, στο άρθρο 16, σημείο 1a, της [Tarifvertrag für die Arbeitnehmer bei den Stationierungsstreitkräften im Gebiet der Bundesrepublik Deutschland (συλλογικής συμβάσεως για τους μισθωτούς που εργάζονται στις εγκατεστημένες στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στρατιωτικές μονάδες), της 16ης Δεκεμβρίου 1966 (στο εξής: TV AL II»)], τον οποίο δικαιούται ο μισθωτός εργαζόμενος κατά την ημερομηνία της απολύσεως, για ένα πλήρη ημερολογιακό μήνα, βάσει του κανονικού χρόνου εργασίας σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας του [...].

[…]

3. b) Η βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος που καταβάλλεται ως συμπλήρωμα των παροχών του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας (σημείο 1 b) [...] είναι η προβλεπομένη από το προηγούμενο σημείο a βάση υπολογισμού, μειωμένη κατά τις νόμιμες επί των μισθών κρατήσεις. Κατά τον πλασματικό υπολογισμό του φόρου μισθωτών υπηρεσιών και των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να λαμβάνονται ως βάση τα αποφασιστικά για τον εργαζόμενο κατά τον χρόνο της πληρωμής του προσωρινού επιδόματος φορολογικά και ασφαλιστικά κριτήρια –χωρίς πάντως να λαμβάνονται υπόψη οι φορολογικές απαλλαγές που έχουν αναγραφεί στο δελτίο φόρου μισθωτών υπηρεσιών (Lohnsteuerkarte).

4.      Το προσωρινό επίδομα ανέρχεται:

–        κατά το πρώτο έτος μετά την παύση της σχέσεως εργασίας, στο l00 %,

–        από το δεύτερο έτος και μετά, στο 90 %

–        της διαφοράς μεταξύ της βάσεως υπολογισμού (σημείο 3 a ή b) και των παροχών των σημείων 1 και 2 πιο πάνω.

Αν το προσωρινό επίδομα καταβάλλεται ως συμπλήρωμα των παροχών του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας ή της νόμιμης ασφαλίσεως ασθενείας ή ατυχήματος, πρέπει να προστεθεί σ’ αυτό το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη του φόρου μισθωτών υπηρεσιών.

[...]»

5        Σύμφωνα με το σημείο 2 των Erläuterungen und Verfahrensrichtlinien zum TV SozSich – Neufassung 1992 (επεξηγηματικών σημειώσεων και δικονομικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τη συλλογική σύμβαση– όπως τροποποιήθηκαν το 1992, στο εξής: επεξηγηματικές σημειώσεις και κατευθυντήριες γραμμές):

«Επί του άρθρου 4, σημείο 1:

2.6.5 Οι παροχές λόγω ανεργίας, τις οποίες ένας παραμεθόριος εργαζόμενος προερχόμενος από χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μπορεί να λαμβάνει μόνο στη χώρα κατοικίας του, ισοδυναμούν κατ’ αρχήν με τις παροχές του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας, αν ο παραμεθόριος εργαζόμενος μπορούσε από την υπάρχουσα κατοικία του να επιδίδεται σε απασχόληση στη γερμανική αγορά εργασίας.

[...]

Επί του άρθρου 4, σημείο 3:

[...]

2.8.5 Αν ο εργαζόμενος, κατά τον χρόνο της απολύσεως, ήταν απαλλαγμένος του φόρου μισθωτών υπηρεσιών κατ’ εφαρμογήν συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως, λαμβάνονται υπόψη, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού που προβλέπεται από το σημείο 3 b, οι παρακρατήσεις φόρων που θα έπρεπε να γίνουν στην περίπτωση ενός κατά τα λοιπά συγκρίσιμου Γερμανού μισθωτού εργαζομένου με κατοικία στη Γερμανία.

[...]

Επί του άρθρου 4, σημείο 4:

[...]

2.9.4 Αν ο εργαζόμενος λαμβάνει δυνάμει του σημείου 2.6.5 προσωρινό επίδομα ως συμπλήρωμα των παροχών αλλοδαπού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, τότε το ποσό του προσωρινού επιδόματος υπολογίζεται ανάλογα με την παροχή που χορηγείται από το Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Εργασίας, την οποία θα είχε ο δικαιούχος αν είχε την κατοικία του στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Αν η παροχή την οποία αυτός πράγματι λαμβάνει είναι υψηλότερη, τότε το ποσό της διαφοράς αφαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 5.»

6        Σύμφωνα με το άρθρο 5 της TV SozSich, άλλες παροχές εκτός αυτών που προβλέπονται από το άρθρο 4, σημείο 1, τις οποίες ο μισθωτός δικαιούται, λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή του προσωρινού επιδόματος.

7        Η Σύμβαση μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως και τη θέσπιση κανόνων αμοιβαίας διοικητικής και νομικής επικουρίας εν σχέσει προς τον φόρο εισοδήματος και κεφαλαίου, ως και τον φόρο επιτηδεύματος, που συνήφθη στις 21 Ιουλίου 1959 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια (στο εξής: ΣΔΦ), στο άρθρο της 14, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Οι μισθοί, αμοιβές και ανάλογες αποδοχές, καθώς και οι συντάξεις, που καταβάλλονται από ένα των συμβαλλομένων κρατών […] σε φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στο άλλο κράτος για παρούσες ή προγενέστερες διοικητικές ή στρατιωτικές υπηρεσίες, φορολογούνται μόνο στο πρώτο κράτος. Πάντως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται οσάκις οι αμοιβές χορηγούνται σε πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του άλλου κράτους χωρίς ταυτόχρονα να είναι υπήκοοι του πρώτου κράτους· στην περίπτωση αυτή οι αμοιβές φορολογούνται μόνο στο κράτος στο οποίο τα πρόσωπα αυτά έχουν την κατοικία τους.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Ο G. Merida εργαζόταν ως τις 30 Νοεμβρίου 1999 ως πολιτικός υπάλληλος στις εγκατεστημένες στο Baden-Baden (Γερμανία) γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ ήταν κάτοικος Γαλλίας. Η TV AL II είχε εφαρμογή στη σύμβαση εργασίας του ενδιαφερομένου και οι γερμανικές αρχές του κατέβαλλαν την αμοιβή του επ’ ονόματι και για λογαριασμό του εργοδότη του.

9        Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ΣΔΦ, ο ακαθάριστος μισθός τον οποίο λάμβανε ο G. Merida για την επαγγελματική του δραστηριότητα, μετά την αφαίρεση των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που καταβάλλονταν στη Γερμανία, εφορολογείτο στη Γαλλία. Επειδή ο φορολογικός συντελεστής των γαλλικών μισθών ήταν χαμηλότερος από αυτόν που εφαρμόζεται στη Γερμανία, ο G. Merida είχε μεγαλύτερο καθαρό εισόδημα από αυτό ενός εργαζομένου ευρισκομένου σε παρόμοια κατάσταση με τη δική του αλλά κατοικούντος στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

10      Μετά τη λύση της συμβάσεώς του εργασίας, ο G. Merida έλαβε προσωρινό επίδομα σύμφωνα με το άρθρο 4 της TV SozSich. Καθορίζοντας τη βάση υπολογισμού του επιδόματος αυτού, οι γερμανικές αρχές, μ’ ένα πλασματικό υπολογισμό, αφαίρεσαν από τον βασικό μισθό που προβλέπεται από την TV AL II, «που εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος κατά την ημερομηνία της απολύσεως για ένα πλήρη ημερολογιακό μήνα», όχι μόνο το ποσό των γερμανικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά επίσης τον γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 της TV SozSich και του σημείου 2.9.4 των επεξηγηματικών σημειώσεων και κατευθυντηρίων γραμμών, οι γερμανικές αρχές αφαίρεσαν από το καταβαλλόμενο στον G. Merida προσωρινό επίδομα το ποσό του επιδόματος ανεργίας που ο τελευταίος έλαβε στη Γαλλία μεταξύ της 22ας Φεβρουαρίου και του τέλους του μηνός Μαρτίου του έτους  2000.

11      Κατά τον G. Merida, η πλασματική αφαίρεση του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών από τον βασικό του μισθό, προκειμένου να καθορισθεί η βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος, είναι παράνομη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη ΣΔΦ, το επίδομα αυτό φορολογείται μόνο στη Γαλλία και, εν προκειμένω, αποτελεί αντικείμενο παράνομης διπλής φορολογήσεως. Ο πλασματικός υπολογισμός του καθαρού μισθού κατ’ εφαρμογή του γερμανικού φορολογικού δικαίου προκειμένου να καθορισθεί το ποσό του εν λόγω επιδόματος, εκτός του ότι αντίκειται προς τον επιδιωκόμενο από αυτό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στο να αποτελέσει αυτό αντιστάθμισμα για την αμέσως μετά την απόλυση απώλεια του εισοδήματος, είναι αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο.

12      Τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψαν την προσφυγή του G. Merida, ο οποίος άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

13      Σύμφωνα με το τελευταίο, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί. Με την απόφαση αυτή ακολούθησε τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht, σύμφωνα με την οποία ο πλασματικός καθαρός μισθός, ως βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος, πρέπει να καθορισθεί βάσει του άρθρου 4, σημείο 3, στοιχείο b, της TV SozSich. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να λάβει υπόψη, πλασματικώς, τον γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών, ακόμη και στην περίπτωση του G. Merida, παρ’ όλον ότι αυτός κατοικεί και φορολογείται στη Γαλλία.

14      Πάντως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι κοινωνικοί εταίροι παρέβησαν το άρθρο 39 ΕΚ λαμβάνοντας πλασματικώς υπόψη, έστω για τους κατοικούντες εντός άλλου κράτους μέλους μισθωτούς, τον γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών προκειμένου να καθορισθεί η βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος.

15      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι ο G. Merida θεωρεί ότι είναι θύμα δυσμενούς διακρίσεως στο μέτρο που, ενώ, όπως κατά τον χρόνο που εργαζόταν στις συμμαχικές δυνάμεις στη Γερμανία, υποχρεούται να πληρώνει τον επί των εισοδημάτων του φόρο σύμφωνα με το γαλλικό φορολογικό δίκαιο λόγω του ότι λαμβάνει παροχές ανεργίας στη Γαλλία και το προσωρινό επίδομα στη Γερμανία, πρέπει ταυτόχρονα να δεχθεί να λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού για τον καθορισμό του ποσού του εν λόγω επιδόματος ένας πλασματικός καθαρός μισθός, ο οποίος καθορίζεται προβαίνοντας σε εκπτώσεις σύμφωνα με το γερμανικό φορολογικό δίκαιο. Επομένως, υπόκειται ταυτόχρονα στο φορολογικό δίκαιο δύο κρατών μελών, πράγμα που είναι αντίθετο προς το άρθρο 39 ΕΚ.

16      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η φορολόγηση του εισοδήματος που καταβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στον G. Merida από της λύσεως της συμβάσεώς του εργασίας διέπεται, όπως προηγουμένως, από τις διατάξεις της ΣΦΔ. Ο ενδιαφερόμενος εσφαλμένως διαφωνεί για τον μόνο λόγο ότι η βάση υπολογισμού που εφαρμόζεται στο ακαθάριστο ποσό του προσωρινού επιδόματος δεν ρυθμίζεται κατά τρόπο ευνοϊκότερο στην περίπτωσή του απ’ ό,τι στην περίπτωση ενός μισθωτού που δεν είναι παραμεθόριος εργαζόμενος.

17      Εντούτοις, το Bundesarbeitsgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά παράβαση του άρθρου 39 ΕΚ το γεγονός ότι, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος στην περίπτωση του άρθρου 4, σημείο 1, στοιχείο b, της TV SozSich (άρθρο 4, σημείο 3, στοιχείο b, δεύτερη πρόταση, της TV SozSich), λαμβάνεται ως βάση ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών, αν ο πρώην εργαζόμενος κατοικεί στην αλλοδαπή και φορολογείται εκεί;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18      Το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

19      Εξάλλου, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68, το οποίο αποσαφηνίζει και θέτει σε εφαρμογή ορισμένα δικαιώματα που οι διακινούμενοι εργαζόμενοι αντλούν από το άρθρο 39 ΕΚ (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-15/96, Schöning-Κουγεβετοπούλου, Συλλογή 1998, σ. I-47, σκέψη 12), ορίζει ότι κάθε ρήτρα συλλογικής συμβάσεως που αφορά ιδίως την αμοιβή, καθώς και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

20      Δεν αμφισβητείται ότι μια παροχή, όπως το προσωρινό επίδομα, που αποτελεί μέρος των προνομίων που χορηγούνται στους μισθωτούς σε περίπτωση απολύσεως, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγουμένη σκέψη και ότι παραμεθόριος εργαζόμενος που βρίσκεται στην κατάσταση του G. Merida μπορεί να επικαλεστεί το ευεργέτημα των διατάξεων αυτών έναντι ενός τέτοιου επιδόματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-35/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1998, σ. I-5325, σκέψεις 36, 40 και 41).

21      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνεται τόσο στο άρθρο 39 ΕΚ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαΐου 1996, C-237/94, O’ Flynn, Συλλογή 1996, σ. I-2617, σκέψη 17).

22      Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει όχι μόνο να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό αλλά και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I-4559, σκέψη 61).

23      Μια διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικά τους διακινούμενους εργαζομένους (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση O’Flynn, σκέψη 20).

24      Εν προκειμένω, η λήψη υπόψη του πλασματικού γερμανικού φόρου επί των μισθών έχει δυσμενή επίπτωση στην κατάσταση των παραμεθορίων εργαζομένων. Πράγματι, η πλασματική αφαίρεση του εν λόγω φόρου κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος ζημιώνει τα πρόσωπα τα οποία, όπως ο G. Merida, κατοικούν και φορολογούνται εντός άλλου κράτους μέλους εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σε σχέση με τους εργαζομένους που έχουν την κατοικία τους και φορολογούνται στο τελευταίο αυτό κράτος.

25      Στην περίπτωση των τελευταίων, η βάση υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ποσού του προσωρινού επιδόματος καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εν λόγω βάση αντιστοιχεί στον καθαρό μισθό που, σε περίπτωση μη απολύσεως, θα οφειλόταν στον ενδιαφερόμενο κατά τον χρόνο της καταβολής του εν λόγω επιδόματος. Το αποτέλεσμα αυτό επιτυγχάνεται αφαιρώντας, με ένα πλασματικό υπολογισμό, εκτός των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, το ποσό των οφειλομένων φόρων κατ’ εφαρμογή του γερμανικού φορολογικού δικαίου, το οποίο επίσης ρύθμιζε την κατάσταση του ενδιαφερομένου κατά την περίοδο της σχέσεώς του εργασίας.

26      Κατά το πρώτο έτος μετά την παύση της σχέσεως εργασίας, το προσωρινό επίδομα ανέρχεται στο l00 % της διαφοράς μεταξύ της βάσεως υπολογισμού και του ποσού του επιδόματος ανεργίας (περίπτωση του άρθρου 4, σημείο 3, στοιχείο b, της TV SozSich). Το άρθρο 4, σημείο 4, δεύτερη περίοδος, της TV SozSich εγγυάται εξάλλου την ουδετερότητα κάθε ενδεχόμενης φορολογίας, αντικείμενο της οποίας θα μπορούσε να είναι το προσωρινό επίδομα, λόγω ιδίως του γεγονότος ότι υπάρχει υπέρβαση του ανωτάτου ποσού φορολογικής απαλλαγής στη Γερμανία.

27      Συνεπώς, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά την παύση της σχέσεως εργασίας, οι αποδοχές των πρώην εργαζομένων που κατοικούν στη Γερμανία ισοδυναμεί με αυτό που θα λάβαιναν ως εργαζόμενοι εν ενεργεία.

28      Αντιθέτως, όσον αφορά τους παραμεθόριους εργαζομένους που βρίσκονται στην κατάσταση του G. Merida, η πλασματική έκπτωση του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος δεν επιτρέπει να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με την καταβολή του εν λόγω επιδόματος, το οποίο φορολογείται όπως εφορολογείτο ο μισθός του G. Merida στη Γαλλία σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ΣΔΦ.

29      Για να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτού του τρόπου υπολογισμού στους παραμεθορίους εργαζομένους, οι γερμανικές αρχές επικαλούνται τις διοικητικές δυσχέρειες που θα συνεπαγόταν η εφαρμογή διαφορετικών τρόπων υπολογισμού ανάλογα με την κατοικία του ενδιαφερομένου και τις δημοσιονομικές συνέπειες της μη λήψεως υπόψη του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών.

30      Όμως, οι εν λόγω αντιρρήσεις, που αντλούνται από την αύξηση των χρηματικών επιβαρύνσεων και τις ενδεχόμενες διοικητικές δυσχέρειες, πρέπει να απορριφθούν. Πράγματι, αυτές οι αιτιολογίες δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των απορρεουσών από τη Συνθήκη ΕΚ υποχρεώσεων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002,  C-55/00, Gottardo, Συλλογή 2002, σ. I-413, σκέψη 38).

31      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση δήλωσε ότι το άρθρο 4, σημείο 4, δεύτερη περίοδος, της TV SozSich πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι σε ένα άτομο που βρίσκεται στην κατάσταση του G. Merida μπορεί να επιστρέφεται στη Γερμανία το ποσό των καταβληθέντων φόρων, ενδεχομένως, ως προσωρινό επίδομα στο κράτος μέλος της κατοικίας. Πράγματι, η εν λόγω ρήτρα αποσκοπεί να καταστήσει ουδέτερο κάθε φόρο που ενδεχομένως οφείλεται λόγω της εισπράξεως του επιδόματος αυτού, ανεξαρτήτως του κράτους εντός του οποίου αυτό καταβάλλεται.

32      Πάντως, αν υποτεθεί ότι το ποσό των φόρων που καταβλήθηκαν εντός του κράτους μέλους κατοικίας επιστρέφεται εκ των υστέρων στο κράτος μέλος απασχολήσεως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο η πλασματική λήψη υπόψη του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών ενέχει δυσμενή διάκριση σε βάρος των εργαζομένων που βρίσκονται στην κατάσταση του G. Merida.

33      Πράγματι, η πλασματική αφαίρεση του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος δεν εμφανίζει καμία σχέση με τον φόρο εισοδήματος που κατέβαλε ο εργαζόμενος στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ώστε, ακόμη και αν ένα ποσό, αντίστοιχο με τον φόρο που κατέβαλε ο δικαιούχος του εν λόγω επιδόματος στη Γαλλία, επιστρέφεται εκ των υστέρων στη Γερμανία, αυτό το επίδομα μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί ότι είναι κατώτερο του ποσού που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας αμοιβής κατά τον χρόνο που εργαζόταν και της παροχής ανεργίας που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος.

34      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία η εφαρμογή της αφαιρέσεως του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών στους παραμεθορίους εργαζομένους που βρίσκονται στην κατάσταση του G. Merida καταλήγει πράγματι να στερούνται αυτοί οι τελευταίοι μέρους του καθαρού εισοδήματος που είχαν όταν εργάζονταν στις εγκατεστημένες στη Γερμανία στρατιωτικές δυνάμεις, αυτό δε το μέρος αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου επί του εισοδήματος που καταβλήθηκε στη Γαλλία και του μεγαλύτερου ποσού του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών που αφαιρέθηκε πλασματικώς κατά τον υπολογισμό του προσωρινού επιδόματος.

35      Έτσι, στην περίπτωση των παραμεθορίων εργαζομένων που βρίσκονται στην κατάσταση του G. Merida, ακόμα η πλασματική εφαρμογή του γερμανικού φορολογικού συντελεστή του φόρου μισθωτών υπηρεσιών δεν επιτρέπει, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά την παύση της σχέσεως εργασίας, η καταβολή του προσωρινού επιδόματος να αντισταθμίζει την απώλεια του μισθού που έπεται της παύσεως της σχέσεως εργασίας, αντίθετα προς αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση των εργαζομένων που κατοικούν στη Γερμανία

36      Αυτή η αντιστάθμιση θα μπορούσε αντιθέτως να πραγματοποιηθεί, αν οι γερμανικές αρχές καθόριζαν τη βάση υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος, το οποίο φορολογείται στη Γαλλία σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ΣΔΦ, χωρίς να αφαιρούν πλασματικώς τον γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών, ο οποίος δεν οφειλόταν επί του μισθού που καταβλήθηκε κατά την περίοδο που ο ενδιαφερόμενος εργαζόταν, μη επιστρέφοντας συγχρόνως τον καταβληθέντα στη Γαλλία φόρο εισοδήματος.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι τα άρθρα 39 ΕΚ και 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλεπομένη από συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία το ποσό κοινωνικής παροχής όπως είναι το προσωρινό επίδομα, το οποίο καταβάλλεται από το κράτος μέλος απασχολήσεως, υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρείται πλασματικώς ο οφειλόμενος εντός του κράτους αυτού φόρος εισοδήματος κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενώ, σύμφωνα με μια σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, οι αμοιβές, μισθοί και ανάλογες απολαβές, που καταβάλλονται στους εργαζομένους που δεν κατοικούν στο κράτος μέλος απασχολήσεως, φορολογούνται μόνο στο κράτος μέλος κατοικίας των τελευταίων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται ν’ αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι, εκτός των εν λόγω διαδίκων, κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 39 ΕΚ και 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλεπομένη από συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία το ποσό κοινωνικής παροχής όπως είναι το συμπληρωματικό προσωρινό επίδομα (Überbrückungsbeihilfe), το οποίο καταβάλλεται από το κράτος μέλος απασχολήσεως, υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρείται πλασματικώς ο οφειλόμενος εντός του κράτους αυτού φόρος εισοδήματος κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενώ, σύμφωνα με μια σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, οι αμοιβές, μισθοί και ανάλογες απολαβές, που καταβάλλονται στους εργαζομένους που δεν κατοικούν στο κράτος μέλος απασχολήσεως, φορολογούνται μόνο στο κράτος μέλος κατοικίας των τελευταίων.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.