Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 5ης Φεβρουαρίου 2004 (1)

Υπόθεση C-400/02

Gerard Merida

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

[αίτηση του Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας – Ίση μεταχείριση στις συλλογικές συμβάσεις – Προσωρινό συμπληρωματικό επίδομα – Δυσμενής διάκριση πρώην εργαζομένων στη Γερμανία με κατοικία στη Γαλλία»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα υπόθεση αφορά τον υπολογισμό συγκεκριμένης, προβλεπομένης από συλλογική σύμβαση παροχής (Überbrückungsbeihilfe), που καταβάλλεται κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α –       Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 (2) του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας

2.        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, έχει ως εξής:

«Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.»

 Β –       Εθνικό δίκαιο

3.        Σύμφωνα με τα αδιάψευστα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου στη διάταξη περί παραπομπής και του εκπροσώπου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την προφορική διαδικασία, οι εφαρμοστέες διατάξεις του γερμανικού δικαίου εκτίθενται κατωτέρω.

4.        Στις εγκατεστημένες στην επικράτεια της Γερμανίας γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις εργάζονταν, έως ότου αυτές αποσύρθηκαν, πολιτικοί υπάλληλοι των οποίων ο εργοδότης ήταν ο γαλλικός στρατός. Ο καταβαλλόμενος κατά τη διάρκεια της ενεργούς υπηρεσίας μισθός πληρωνόταν, κατ’ εντολή και για λογαριασμό του γαλλικού στρατού, από τις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σύμφωνα με τη γερμανογαλλική σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως, το εφαρμοστέο φορολογικό δίκαιο επί του μισθού καθοριζόταν από τον τόπο της κατοικίας του εργαζομένου. Βάσει αυτού, οι γερμανικές αρχές δεν παρακρατούσαν φόρο εισοδήματος από τον ακαθάριστο μισθό των εργαζομένων με τόπο κατοικίας στη Γαλλία, αλλά κατέβαλλαν σ’ αυτούς, επομένως, μεγαλύτερο ποσό απ’ ό,τι στους εργαζομένους με τόπο κατοικίας στη Γερμανία. Το ποσό αυτό που κατέβαλλε ο πρώην εργοδότης υπέκειτο στη Γαλλία στον φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

5.        Το προσωρινό επίδομα είναι κοινωνική παροχή, την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταβάλλει βάσει της συλλογικής συμβάσεως της 31ης Αυγούστου 1971 περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων στις εγκατεστημένες στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στρατιωτικές μονάδες (στο εξής: συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως) ιδίω ονόματι και από πιστώσεις του προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε πρώην εργαζομένους των «γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων επί γερμανικού εδάφους», αν η σχέση τους εργασίας καταγγέλθηκε λόγω του ότι αποσύρθηκαν από τη Γερμανία οι εκεί εγκατεστημένες στρατιωτικές μονάδες.

6.        Σύμφωνα με τις κρίσιμες για τη διαφορά της κύριας δίκης διατάξεις της συλλογικής συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως, το ποσό του προσωρινού επιδόματος υπολογίζεται με όμοιο τρόπο για όλους τους λήπτες. Ο υπολογισμός αυτός πραγματοποιείται κατ’ ουσίαν κατά τρόπο ώστε, από εκείνον τον βασικό μισθό, τον οποίον εδικαιούτο ο εργαζόμενος σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση κατά τον χρόνο της απολύσεώς του για ένα πλήρη ημερολογιακό μήνα, να λαμβάνεται υπόψη, εκτός των πράγματι ληφθεισών παροχών σε περίπτωση ανεργίας, μεταξύ άλλων, ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών, και μάλιστα ο τελευταίος σύμφωνα με τα κατά τον χρόνο της πληρωμής του προσωρινού επιδόματος κρίσιμα φορολογικά κριτήρια. Επομένως, ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών λαμβάνεται υπόψη και στην περίπτωση πρώην εργαζομένων με τόπο κατοικίας στη Γαλλία, των οποίων ο μισθός, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους, δεν εφορολογείτο με τον κατά το γερμανικό δίκαιο φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

7.        Το υπολογιζόμενο κατά τον τρόπο αυτό προσωρινό επίδομα φορολογείται, όσον αφορά τους διαβιούντες στη Γερμανία λήπτες, από ένα αφορολόγητο ποσό και πάνω. Οι διαβιούντες στη Γαλλία λήπτες πρέπει να πληρώνουν γαλλικούς φόρους επί του προσωρινού επιδόματος. Το άρθρο 4, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, της συλλογικής συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως ορίζει τα εξής: «Αν το προσωρινό επίδομα καταβάλλεται ως συμπλήρωμα των παροχών του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας […] πρέπει να προστεθεί σ’ αυτό το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη του φόρου μισθωτών υπηρεσιών». Κατά την προφορική διαδικασία, ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Κυβερνήσεως ισχυρίστηκε ότι αποτέλεσμα «της προσθήκης αυτής […] είναι να αναιρείται ενδεχόμενη φορολογική επιβάρυνση. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία ποιο κράτος μέλος […] θα επιβάλει τον εν λόγω φόρο. Στη Γερμανία ο αποδέκτης είναι πάντοτε σε τέτοια θέση ώστε οικονομικά να μη επιβαρύνεται με τον φόρο. Στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να επιστραφεί ο φόρος, τον οποίο [ο προσφεύγων] οφείλει να καταβάλει στη Γαλλία επί του προσωρινού επιδόματος. Για την επιστροφή αυτή χρειάζεται μόνο σχετική απόδειξη περί του ύψους του καταβληθέντος φόρου. Ημεδαποί και αλλοδαποί τυγχάνουν πάντοτε απολύτως ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους πράγματι καταβλητέους φόρους.»

III – Πραγματικά περιστατικά, κύρια δίκη και προδικαστικό ερώτημα

8.        Ο G. Merida είναι Γάλλος υπήκοος και κατοικεί στη Γαλλία. Έως τον χρόνο της απολύσεώς του εργαζόταν στις εγκατεστημένες στη Γερμανία γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Μετά τη λήξη της σχέσεώς του εργασίας, ο G. Merida έλαβε προσωρινό επίδομα σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως. Το ύψος του επιδόματος υπολογίσθηκε σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή, ελήφθησαν υπόψη, με βάση τον πρώην ακαθάριστο μισθό του, οι πράγματι λαμβανόμενες στη Γαλλία παροχές ανεργίας και ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών. Το υπολογιζόμενο κατά τον τρόπο αυτό προσωρινό επίδομα, όσον αφορά τον G. Merida, έπρεπε να φορολογηθεί σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογήσεως στη Γαλλία ως μισθός και υπέκειτο, επομένως, στον γαλλικό φόρο.

9.        Επειδή ο G. Merida έχει τη γνώμη ότι, με την πλασματική αφαίρεση του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών, αυτός περιέρχεται σε μειονεκτική θέση κατά τρόπο απαράδεκτο έναντι των εργαζομένων με κατοικία στη Γερμανία, άσκησε προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το αρμόδιο Arbeitsgericht και το Landesarbeitsgericht απέρριψαν την προσφυγή. Κατά της αποφάσεως του Landesarbeitsgericht, ο G. Merida άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesarbeitsgericht. Αυτό έχει αμφιβολίες κατά πόσον η συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Για τον λόγο αυτό, το Bundesarbeitsgericht, με διάταξη της 27ης Ιουνίου 2002, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά παράβαση του άρθρου 39 ΕΚ το γεγονός ότι, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος στην περίπτωση του άρθρου 4, σημείο 1, στοιχείο b, της TV SozSich (άρθρο 4, σημείο 3, στοιχείο b, δεύτερη πρόταση, της TV SozSich), λαμβάνεται ως βάση ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών, αν ο πρώην εργαζόμενος κατοικεί στην αλλοδαπή και φορολογείται εκεί; »

IV – Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Α –       Ουσιώδεις ισχυρισμοί των διαδίκων

10.      Ο G. Merida και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι κατοικούντες στη Γαλλία λήπτες του προσωρινού επιδόματος υφίστανται έμμεση δυσμενή διάκριση με την αφαίρεση του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών. Ο τρόπος υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος έχει ως αποτέλεσμα ότι οι εν λόγω λήπτες λαμβάνουν συνολικώς μικρότερο ποσό από αυτό που τους κατέβαλλε άλλοτε ο πρώην εργοδότης τους. Ο εργαζόμενος ο οποίος υπόκειται στο γερμανικό φορολογικό δίκαιο λόγω της κατοικίας του στη Γερμανία, εκτός της αφαιρέσεως του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών και των παροχών ανεργίας, πράγματι, δεν υφίσταται άλλες αφαιρέσεις από το προσωρινό επίδομα. Οι κατοικούντες στη Γαλλία λήπτες του προσωρινού επιδόματος πρέπει, αντιθέτως, εκτός της αφαιρέσεως του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών, να καταβάλουν επιπροσθέτως τον πραγματικό γαλλικό φόρο επί του προσωρινού επιδόματος. Όμως, σκοπός του προσωρινού επιδόματος είναι η εξακολούθηση της χορηγήσεως του πλήρους ποσού που κατέβαλλε ο πρώην εργοδότης κατά το πρώτο έτος μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας. Αυτό εξασφαλίζεται στην περίπτωση των ληπτών του επιδόματος που έχουν την κατοικία τους στη Γερμανία. Λόγω της συμβάσεως για την απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση, οι λήπτες με τόπο κατοικίας τη Γαλλία είχαν αντιθέτως υψηλότερο μισθό διότι οι παροχές του εργοδότη υπόκειντο στη Γαλλία στο φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Στην περίπτωση του προσωρινού επιδόματος, όμως, τώρα μειώνεται το ύψος του ακαθάριστου μισθού τόσο κατά τον πλασματικό γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών όσο και κατά τον πραγματικό γαλλικό φόρο. Η εν λόγω χειροτέρευση θέσεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε για λόγους διοικητικής απλοποιήσεως. Η κοινοτικού δικαίου αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων σύμφωνα με το άρθρο 39 ΕΚ δεν μπορεί να περιορίζεται δι’ αυτού του τρόπου.

11.      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει τη γνώμη ότι ο υπολογισμός του ύψους του προσωρινού επιδόματος με την αφαίρεση του πλασματικού γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών σε περιπτώσεις όπως αυτή του G. Merida δεν εισάγει διακρίσεις. Επικαλείται συναφώς, μεταξύ άλλων, λόγους διοικητικής απλοποιήσεως και το γεγονός ότι το προσωρινό επίδομα δεν αποτελεί εξακολούθηση μισθού στην περίπτωση της ανεργίας. Κατά την προφορική διαδικασία, ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Κυβερνήσεως ανέφερε ότι αυτό αποτελεί μάλλον εκούσια κοινωνική παροχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε πρώην εργαζομένους άλλων κρατών, η οποία εξυπηρετεί την «κοινωνική ανακούφιση της διαδικασίας αναπροσαρμογής» στην περίπτωση της ανεργίας και αποτελεί «κάποια αρωγή υπό τη μορφή κοινωνικής παροχής». Επομένως, το προσωρινό επίδομα υπολογίζεται ομοίως για όλους τους δικαιούχους. Το κοινοτικό δίκαιο δεν θεμελιώνει αξίωση για ευνοϊκότερη μεταχείριση των παραμεθορίων εργαζομένων έναντι των κατοικούντων στην ημεδαπή εργαζομένων. Κατά την προφορική διαδικασία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανέφερε περαιτέρω ότι, κατ’ αρχήν, το προσωρινό επίδομα φορολογείται ως τοιούτο και στην περίπτωση των ληπτών με τόπο κατοικίας τη Γερμανία. Εντούτοις, ενδεχόμενοι προστιθέμενοι φόροι «αναιρούνται» κατά τον υπολογισμό του προσωρινού επιδόματος με αντίστοιχη αύξηση της παροχής. Η ρύθμιση αυτή ισχύει επίσης σε σχέση με τους καταβλητέους στη Γαλλία φόρους επί του προσωρινού επιδόματος.

 Β –       Εκτίμηση

1)      Επί της διατυπώσεως του προδικαστικού ερωτήματος

12.      Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το συμβατό του άρθρου 4, σημείο 3, στοιχείο b, δεύτερη πρόταση, της συλλογικής συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως προς το άρθρο 39 ΕΚ, καθόσον η εν λόγω διάταξη της συλλογικής συμβάσεως αφορά την «εξακρίβωση της βάσεως υπολογισμού» (προφανώς πρόκειται για τον υπολογισμό του ποσού) του προσωρινού επιδόματος –και για τους λήπτες με τόπο κατοικίας τη Γαλλία– αφαιρώντας τον πλασματικό γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Επομένως, ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 39 ΕΚ. Εντούτοις, οι κατά τη συλλογική σύμβαση παροχές, όπως αυτή του προσωρινού επιδόματος, εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68. Το Δικαστήριο έως τώρα, σε παρόμοιες υποθέσεις, έχει εξετάσει μαζί τη Συνθήκη ΕΚ και τον κανονισμό 1612/68 και έχει διαπιστώσει ότι ο κανονισμός εκθέτει λεπτομερώς τα δικαιώματα των διακινουμένων εργαζομένων που απορρέουν από το άρθρο 39 ΕΚ, καθόσον πρόκειται για υποχρεώσεις που απορρέουν από μια σχέση εργασίας και/ή μια συλλογική σύμβαση (3).

13.      Συνεπώς, προτείνω το προδικαστικό ερώτημα να αναδιατυπωθεί ως εξής:

«Πρέπει το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση εθνικής συλλογικής συμβάσεως, σύμφωνα με την οποία το ποσό κοινωνικής παροχής, όπως το Überbrückungsbeihilfe (προσωρινό επίδομα) που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, υπολογίζεται στην περίπτωση ληπτών που έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος και φορολογούνται εκεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο πλασματικός ημεδαπός φόρος μισθωτών υπηρεσιών επί του αλλοτινού ακαθάριστου μισθού να λαμβάνεται υπόψη παρ’ όλον ότι στην περίπτωση των αναφερθέντων ληπτών, κατά τη διάρκεια της υφισταμένης σχέσεως εργασίας, βάσει συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως, δεν παρακρατείτο κανένας ημεδαπός φόρος μισθωτών υπηρεσιών;»

2)      Επί της ερμηνείας του άρθρου 39 ΕΚ και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68

 Επί του ερωτήματος ενδεχομένης δυσμενούς διακρίσεως λόγω πραγματικής διπλής φορολογήσεως

14.      Ο G. Merida και η Επιτροπή θεωρούν παράνομη δυσμενή διάκριση το γεγονός ότι, για τον υπολογισμό του προσωρινού επιδόματος για λήπτες με τόπο κατοικίας τη Γαλλία, λαμβάνεται υπόψη ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών, παρ’ όλον ότι το προσωρινό επίδομα πρόκειται ακόμη να φορολογηθεί στη Γαλλία. Είναι προφανές ότι και το προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου έχει σχέση με την εν λόγω άποψη, καθόσον εστιάζει στη φορολογική υποχρέωση στη Γαλλία.

15.      Συναφώς πρέπει κατ’ αρχάς να διαπιστωθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε εκτενή πληροφοριακά στοιχεία ως προς τη συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως, για την περίπτωση που θεωρηθεί ότι αποτελεί τη βάση ενδεχόμενης δυσμενούς διακρίσεως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανέφερε για πρώτη φορά κατά την προφορική διαδικασία –χωρίς να αμφισβητηθεί και παραθέτοντας το αντίστοιχο χωρίο της συλλογικής συμβάσεως– ότι το προσωρινό επίδομα φορολογείται και στην περίπτωση των ληπτών που κατοικούν στη Γερμανία, οι φόροι όμως επιστρέφονται και η επιστροφή αυτή μπορεί να αξιωθεί και από τους λήπτες με κατοικία στη Γαλλία. Επομένως, δεν ισχύει η μειονεκτική θέση των ληπτών με κατοικία στη Γαλλία, την οποία ο G. Merida και η Επιτροπή προφανώς προϋποθέτουν με την επιχειρηματολογία τους και το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως δυνατή, και η οποία θεωρείται ότι προκύπτει από μια σχεδόν «διπλή» φορολογία (πλασματικώς στη Γερμανία και πραγματικώς στη Γαλλία).

 Επί του ερωτήματος ενδεχομένης δυσμενούς διακρίσεως λόγω του ότι το ποσό του προσωρινού επιδόματος για λήπτες με κατοικία στη Γαλλία δεν αντιστοιχεί με το ποσό που τους κατέβαλλε ο πρώην εργοδότης τους

16.      Κατά τον υπολογισμό του προσωρινού επιδόματος, για όλους τους λήπτες, δηλαδή ανεξαρτήτως της κατοικίας στη Γερμανία, λαμβάνεται υπόψη, με βάση τον ατομικό ακαθάριστο μισθό, ο πλασματικός γερμανικός φόρος μισθωτών υπηρεσιών στον οποίο υποχρεούται κάθε πρόσωπο, δυνάμενο να συγκριθεί, με κατοικία στη Γερμανία. Με τον τρόπο αυτό, οι λήπτες με κατοικία στη Γαλλία περιέρχονται σε μειονεκτική θέση έναντι των ληπτών με κατοικία στη Γερμανία στον βαθμό που το ποσό του προσωρινού επιδόματος για τους πρώτους, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει ως προς τους δεύτερους, δεν αντιστοιχεί στο μισθό που λάμβαναν από τον πρώην εργοδότη τους.

17.      Τίθεται το ερώτημα αν το γεγονός αυτό συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση απαγορευομένη από το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68.

18.      Το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68 δεν απαγορεύουν μόνο τη δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (4). Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικά τους διακινούμενους εργαζομένους (5).

19.      Η συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως δεν διακρίνει μεν ανάλογα με την ιθαγένεια τους λήπτες προσωρινού επιδόματος, μπορεί όμως να έχει διαφορετικές επιπτώσεις ανάλογα με το αν ο εργαζόμενος, κατά τον χρόνο που λαμβάνει το προσωρινό επίδομα, κατοικεί στη Γερμανία ή τη Γαλλία. Εντούτοις, οι ημεδαποί πολύ συχνότερα έχουν κατοικία στην ημεδαπή απ’ ό,τι οι πρώην διακινούμενοι εργαζόμενοι, ώστε αυτό το κριτήριο έχει την τάση να θίγει περισσότερο τους πρώην παραμεθόριους εργαζομένους (6). Επομένως, θα μπορούσε να πρόκειται για περίπτωση έμμεσης διακρίσεως.

20.      Έμμεση διάκριση υφίσταται αν διαφορετικές διατάξεις εφαρμόζονται σε όμοιες καταστάσεις ή αν η ίδια διάταξη εφαρμόζεται σε διαφορετικές καταστάσεις, αυτό δε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω μιας αντικειμενικής διαφοράς ή ως μέτρο ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (7). Στην περίπτωση του τρόπου υπολογισμού του προσωρινού επιδόματος θα μπορούσε να πρόκειται για διάταξη κατά την οποία ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται σε διαφορετικές καταστάσεις.

21.      Σε πολλές υποθέσεις, το Δικαστήριο έκρινε αν υπήρχε έμμεση διάκριση εξετάζοντας τον σκοπό του εκάστοτε επίμαχου μέτρου (8).

22.      Σύμφωνα με τον ως προς το σημείο αυτό εύλογο ισχυρισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την προφορική διαδικασία, ο σκοπός του προσωρινού επιδόματος δεν είναι η διατήρηση του ατομικού εισοδηματικού επιπέδου στην περίπτωση της ανεργίας αλλά η χορήγηση κρατικής κοινωνικής παροχής, ανεξάρτητης από τη σχέση εργασίας, που αποβλέπει στην κοινωνική ανακούφιση στην περίπτωση της ανεργίας. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η παροχή δεν καταβάλλεται από τον πρώην εργοδότη αλλά από τρίτον, ήτοι την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από ίδιους πόρους και άνευ αντιπαροχής.

23.      Με τον σκοπό αυτό φαίνεται να συμβιβάζεται απολύτως ο υπολογισμός της κοινωνικής αυτής παροχής για συγκρίσιμους λήπτες, με κατοικία είτε στην ημεδαπή είτε σε άλλο κράτος μέλος, ενιαίως, δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη εν προκειμένω τον πλασματικό γερμανικό φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

24.      Αυτό έχει μεν ως αποτέλεσμα ότι το ύψος του προσωρινού επιδόματος για λήπτες με κατοικία στη Γαλλία δεν αντιστοιχεί στο ύψος του ποσού που κατέβαλλε ο πρώην εργοδότης. Αυτό το ονομαστικώς υψηλότερο ποσό για εργαζομένους με κατοικία στη Γαλλία ήταν, εντούτοις, απλώς, η φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι τα εισοδήματά τους, κατά την περίοδο που λάβαιναν τον μισθό τους, ήταν απαλλαγμένα του γερμανικού φόρου μισθωτών υπηρεσιών βάσει της σχετικής συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως.

25.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η διαφορετική κατάσταση των φορολογουμένων με κατοικία σε διαφορετικά κράτη μέλη, σε συνδυασμό με τη σύμβαση για την απαλλαγή της διπλής φορολογήσεως, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο όταν αυτή προκύπτει πρωτίστως από τους διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές των συγκεκριμένων κρατών μελών, οι οποίοι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (9). Εντούτοις, από το γεγονός ότι μια διαφορετική μεταχείριση, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης ως προς τους εργαζομένους με κατοικία στη Γερμανία και τη Γαλλία, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτό πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό κρατικής κοινωνικής παροχής, ανεξάρτητης από τον εργοδότη, η οποία αποσκοπεί στην κοινωνική ανακούφιση στην περίπτωση της ανεργίας.

26.      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68 δεν απαγορεύουν τον υπολογισμό του προσωρινού επιδόματος σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως στην περίπτωση ληπτών με κατοικία στη Γαλλία, καθόσον το προσωρινό επίδομα αποτελεί μια ανεξάρτητη από τον εργοδότη κρατική κοινωνική παροχή, σκοπός της οποίας είναι η κοινωνική ανακούφιση στην περίπτωση της ανεργίας.

V –    Πρόταση

27.      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

«Το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν μια προβλεπόμενη από συλλογική σύμβαση εθνική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία το ποσό κοινωνικής παροχής, όπως το Überbrückungsbeihilfe που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, στην περίπτωση ληπτών με κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι επίσης φορολογούνται σ’ αυτό, υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο πλασματικός ημεδαπός φόρος μισθωτών υπηρεσιών επί του αλλοτινού ακαθαρίστου μισθού, παρ’ όλον ότι οι εν λόγω λήπτες κατά τη διάρκεια της κανονικής σχέσεως εργασίας, βάσει συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, δεν κατέβαλλαν κανένα ημεδαπό φόρο μισθωτών υπηρεσιών, αν φόρος επιβαλλόμενος επί του προσωρινού επιδόματος σε άλλο κράτος μέλος επιστρέφεται ακριβώς όπως φόρος επιβαλλόμενος ενδεχομένως στο πρώτο κράτος μέλος.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.


3 – Αποφάσεις της 8ης Μαΐου 1990, 175/88, Biehl (Συλλογή 1990, σ. I-1779), της 23ης Φεβρουαρίου 1994 C-419/92, Scholz (Συλλογή 1994, σ. I-505), και της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-15/96, Schöning-Koυγεβετοπούλου (Συλλογή 1998, σ. I-47).


4 – Αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu (Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 11)· της 23ης Μαΐου 1996, C-237/94, O’Flynn (Συλλογή 1996, σ. I-2617, σκέψη 17), και της 27ης Νοεμβρίου 1997, C-57/96, Meints (Συλλογή 1997, σ. I-6689, σκέψη 44).


5 – Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-278/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-4307), και απόφαση O’Flynn (παρατέθηκε στην υποσημείωση 4).


6 – Απόφαση Meints (παρατέθηκε στην υποσημείωση 4) και απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-35/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1998, σ. I-5325).


7 – Βλ. μόνο, για παράδειγμα, τις αποφάσεις για τη φορολογική μεταχείριση μονίμων κατοίκων αλλοδαπής της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225), της 11ης Αυγούστου 1995, C-80/94, Wielockx (Συλλογή 1995, σ. I-2493), της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher (Συλλογή 1996, σ. I-3089), και της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-391/97, Gschwind (Συλλογή 1999, σ. I-5451, σκέψεις 21 επ.), εκτός των αποφάσεων Meints (παρατέθηκε στην υποσημείωση 4), σκέψη 45, και O’Flynn (παρατέθηκε στην υποσημείωση 4), σκέψη 20.


8 – Βλ., για παράδειγμα, την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-4/02 και C-5/02, Schönheit και Becker (Συλλογή 2003, σ. I-12575, σκέψεις 84 και 95).


9 – Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-336/96, Gilly (Συλλογή 1998, σ. I-2793), και της 12ης Δεκεμβρίου 2002 C-385/00, de Groot (Συλλογή 2002, σ. I-11819).