Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-249/04

José Allard

κατά

Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants (INASTI)

(αίτηση του Cour du travail de Liège, section de Neufchâteau,

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ) — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος δύο κρατών μελών και κατοικούν στο ένα από τα δύο — Απαίτηση καταβολής ισοσταθμιστικής εισφοράς — Βάση υπολογισμού»

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Εφαρμοζόμενη νομοθεσία — Μη μισθωτός εργαζόμενος που ασκεί δραστηριότητες εντός δύο κρατών μελών και κατοικεί στο ένα εξ αυτών — Νομοθεσία του κράτους κατοικίας — Είσπραξη έκτακτης εισφοράς από το κράτος κατοικίας στην οποία λαμβάνεται υπόψη εισόδημα κτηθέν εντός άλλου κράτους μέλους — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 13 § 1, 14α, σημ. 2, 14γ και 14δ § 1)

2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Εργαζόμενοι — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Μη μισθωτός εργαζόμενος ασκών δραστηριότητες εντός δύο κρατών μελών και κατοικών στο ένα εξ αυτών — Είσπραξη έκτακτης εισφοράς από το κράτος κατοικίας στην οποία λαμβάνεται υπόψη το κτηθέν εντός άλλου κράτους μέλους εισόδημα — Εθνικό μέτρο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 — Μέτρο που δεν συνιστά περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 52 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ)· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 13 επ.]

1.     Από το γράμμα των άρθρων 13, παράγραφος 1, 14α, σημείο 2, 14γ και 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας επί του οποίου τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός υπόκειται στη νομοθεσία ενός και μόνο κράτους μέλους και ότι, όταν ασκεί κανονικώς ελευθέριο επάγγελμα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του, εφόσον ασκεί εκεί ένα μέρος της δραστηριότητάς του. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργαζόμενος θεωρείται ως εάν να ασκούσε το σύνολο της ή των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας.

Εξ αυτού έπεται ότι τα άρθρα 13 επ. επιβάλλουν, στην περίπτωση μη μισθωτού εργαζομένου ασκούντος επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος δύο κρατών μελών και κατοικούντος στο ένα εξ αυτών, μια εισφορά, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας, να καθορίζεται διά του συνυπολογισμού στο εισόδημα εξ επαγγέλματος και του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό επί του οποίου η ασφαλιστική νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής και τούτο παρά το γεγονός ότι εκ της καταβολής της εισφοράς αυτής ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να αξιώσει από το κράτος αυτό καμιά κοινωνική ή άλλης φύσεως παροχή.

(βλ. σκέψεις 19, 21, 24, διατακτ. 1)

2.     Δεν αντίκειται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) η επιβολή σε ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν μη έμμισθες επαγγελματικές δραστηριότητες εντός δύο κρατών μελών μιας εισφοράς όπως η ισοσταθμιστική εισφορά που οφείλεται εντός του κράτους μέλους κατοικίας και υπολογίζεται διά του συνυπολογισμού του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί και εντός άλλου κράτους μέλους

Πράγματι, ένας τέτοιος υπολογισμός γίνεται βάσει των άρθρων 13 επ. του κανονισμού 1408/71. Η εφαρμογή των άρθρων αυτών δεν μπορεί να παρεμποδίζει ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων από τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών, αλλά, αντιθέτως, συντελεί στη διευκόλυνση της ασκήσεώς τους. Κατά συνέπεια, τα εθνικά μέτρα με τα οποία τίθενται σε εφαρμογή οι διατάξεις αυτές, όπως αυτά που είναι σχετικά με την εν λόγω εισφορά, δεν συνιστούν περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

(βλ. σκέψεις 32-34, διατακτ. 2)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Μαΐου 2005 (*)

«Άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ) – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος δύο κρατών μελών και κατοικούν στο ένα από τα δύο – Απαίτηση καταβολής ισοσταθμιστικής εισφοράς – Βάση υπολογισμού»

Στην υπόθεση C-249/04,

με αντικείμενο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, που υποβλήθηκε από το Cour du travail de Liège, section de Neufchâteau (Βέλγιο) με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

José Allard

κατά

Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants (INASTI),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, P. Kūris και J. Klučka (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–       το Institut national d’assurances sociales pour les travailleurs indépendants (INASTI), εκπροσωπούμενο από τον L. Paeme, διευθύνοντα σύμβουλο,

–       η Βελγική Κυβέρνηση, επροσωπούμενη από την E. Dominkovits,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin,

έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, κατόπιν ακροάσεως του γενικού εισαγγελέα, να κριθεί η υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων εκ μέρους του,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 13 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6, στο εξής: ο κανονισμός 1408/71), καθώς και των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε ενώπιον του cour de travail de Liège, section de Neufchâteau, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Allard και του Institut national d’assurances pour travailleurs indépendants (στο εξής: Inasti) σχετικά με την καταβολή και τον τρόπο υπολογισμού «ισοσταθμιστικής εισφοράς» οφειλομένης, για το έτος 1985, δυνάμει του βασιλικού διατάγματος αριθ. 289, της 31ης Μαρτίου 1984 (Moniteur belge της 7ης Απριλίου 1984, σ. 4370, στο εξής: βασιλικό διάταγμα).

 Νομικό πλαίσιο

 Κοινοτική νομοθεσία

3       Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους […]»

4       Το άρθρο 14α, σημείο 2, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει:

«το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους […]»

5       Το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφοι 2, 3 και 4 […] θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που καθορίζεται σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, ότι άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο έδαφος του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.»

 Εθνική νομοθεσία

6       Το άρθρο 1 του βελγικού νόμου της 6ης Ιουλίου 1983 (Moniteur belge της 8ης Ιουλίου 1983, σ. 8939), περί εκχωρήσεως ορισμένων ειδικών εξουσιών στον Βασιλέα, εξουσιοδοτεί τον τελευταίο να λαμβάνει κάθε χρήσιμο μέτρο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του συνόλου των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών.

7       Κατ’ εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως, το βασιλικό διάταγμα περί θεσπίσεως ορισμένων προσωρινών μέτρων σχετικών με την ισοστάθμιση των εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών, με σκοπό τη μείωση των δημοσίων βαρών και την επίτευξη της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του ασφαλιστικού καθεστώτος των ελευθέρων επαγγελματιών, καθιερώνει μια «ισοσταθμιστική εισφορά», η οποία αποτελεί μια συμπληρωματική επαγγελματική επιβάρυνση, επιβαλλόμενη σε αυτούς τους επαγγελματίες όταν το εκ του επαγγέλματός τους εισόδημα για τα έτη 1984, 1985 και 1986 υπήρξε ανώτερο αυτού του 1983.

8       Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του βασιλικού διατάγματος, ανατέθηκε στο Inasti ο υπολογισμός και η είσπραξη της εισφοράς αυτής.

9       Εξάλλου, το άρθρο 11 του διορθωτικού νόμου της 22ας Ιανουαρίου 1985 (Moniteur belge της 24ης Ιανουαρίου 1985, σ. 699), που περιλαμβάνει ασφαλιστικού χαρακτήρα διατάξεις, προβλέπει ότι το προϊόν των εισφορών που εισπράττονται κατ’ εφαρμογήν του βασιλικού διατάγματος προορίζεται για το σύστημα συντάξεως γήρατος και επιζώντος συζύγου των ελευθέρων επαγγελματιών.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10     O Allard είναι Βέλγος υπήκοος, κατοικών στο Βέλγιο και ασκών δραστηριότητες ελεύθερου επαγγελματία τόσο στο Βέλγιο όσο και στη Γαλλία. Το Inasti ζητεί απ’ αυτόν, για τα έτη 1984 και 1985, την καταβολή ισοσταθμιστικής εισφοράς.

11     Καθώς ο Allard αρνήθηκε να καταβάλει την εισφορά αυτή, το Inasti τον ενήγαγε ενώπιον του tribunal du travail d’Arlon, το οποίο και τον υποχρέωσε, στις 5 Δεκεμβρίου 2000, να καταβάλει την εν λόγω εισφορά.

12     Κατόπιν αυτού, ο Allard άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, κακώς το Inasti έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού της εισφοράς για το 1985, το εισόδημα που ο τελευταίος είχε αποκτήσει στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, ο Allard ζήτησε τη μείωση του ποσού αυτού.

13     Υπ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το cour du travail de Liège, section de Neufchâteau αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1.      Εμποδίζουν τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου […] τον καθορισμό μιας εισφοράς –όπως η οφειλομένη δυνάμει του [...] [βασιλικού διατάγματος] ισοσταθμιστική εισφορά – διά του συνυπολογισμού στο εκ του επαγγέλματος εισόδημα και του εισοδήματος που έχει κτηθεί από ελεύθερο επαγγελματία διά της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό της φορολογήσεως, ληφθέντος υπόψη ότι, εκ της καταβολής της εισφοράς αυτής, ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να αξιώσει από αυτό το κράτος την καταβολή καμίας κοινωνικής ή άλλης φύσεως παροχής;

2.      Αντίκειται προς τη Συνθήκη της Ρώμης, της 25ης Μαρτίου 1957, περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως προς τα άρθρα της 39 και 43 (πρώην άρθρα 48 και 52) η επιβολή μιας επί της βάσεως αυτής υπολογιζομένης εισφοράς σε ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας;»

 Επί του πρώτου ερωτήματος

14     Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ρωτά κατ’ ουσίαν εάν αντίκειται προς τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71 η επιβολή εντός κράτους μέλους μιας εισφοράς όπως η «ισοσταθμιστική εισφορά» επί του συνολικού εισοδήματος ελεύθερου επαγγελματία ο οποίος κατοικεί μεν στο έδαφος του κράτους αυτού, πλην όμως ασκεί ελευθέριο επάγγελμα τόσο στο έδαφος του κράτους κατοικίας όσο και σ’ αυτό άλλου κράτους μέλους.

15     Όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής όσο και από τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 σε σχέση με μια εισφορά της οποίας η είσπραξη δεν παρέχει κανένα δικαίωμα για κοινωνική ή άλλης φύσεως παροχή. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η ισοσταθμιστική εισφορά συγγενεύει περισσότερο με «κάποια μορφή φόρου λόγω κρίσεως» παρά με ασφαλιστική εισφορά εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 4.

16     Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι καθοριστικό για την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 κριτήριο είναι αυτό της ειδικής χρησιμοποιήσεως για τη χρηματοδότηση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους. Επομένως, είναι αδιάφορο εν προκειμένω το αν υφίσταται ή όχι αντιπαροχή υπό τη μορφή παροχών (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2000, C-34/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-995, σκέψη 40, και C-169/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-1049, σκέψη 38).

17     Όμως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το προϊόν της ισοσταθμιστικής εισφοράς προορίζεται για το σύστημα συντάξεως γήρατος και επιζώντος συζύγου των ελευθέρων επαγγελματιών.

18     Εξ αυτού έπεται ότι ο κανονισμός 1408/71 τυγχάνει εφαρμογής επί μιας εισφοράς όπως η ισοσταθμιστική εισφορά.

19     Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 14γ του τελευταίου, ο ελεύθερος επαγγελματίας επί του οποίου τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός υπόκειται στη νομοθεσία ενός μόνο κράτους μέλους. Από το γράμμα επίσης του άρθρου 14α, σημείο 2, σαφώς προκύπτει ότι όταν ένα πρόσωπο ασκεί κανονικώς ελευθέριο επάγγελμα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του, εφόσον ασκεί εκεί ένα μέρος της δραστηριότητάς του (βλ. διάταξη της 20ής Οκτωβρίου 2000, C-242/99, Vogler, Συλλογή 2000, σ. I-9083, σκέψη 19).

20     Εξ αυτού προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο Allard υπόκειται αποκλειστικώς, σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71, στο θεσπισμένο με τη βελγική νομοθεσία σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, την προπαρατεθείσα διάταξη Vogler, σκέψη 20).

21     Εξάλλου, το άρθρο 14γ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 διευκρινίζει ότι, το αναφερόμενο στο άρθρο 14α, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού πρόσωπο θεωρείται ως ασκούν το σύνολο της ή των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994, C-71/93, Van Poucke, Συλλογή 1994, σ. Ι-1101, σκέψη 24).

22     Κατά συνέπεια, ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στην περιγραφόμενη στην απόφαση περί παραπομπής κατάσταση και ασκεί δραστηριότητες ελεύθερου επαγγελματία ταυτοχρόνως στο Βέλγιο και στη Γαλλία πρέπει να υπόκειται, ως προς την τελευταία δραστηριότητα, στην αντίστοιχη βελγική νομοθεσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ως εάν ασκούσε αυτήν την μη έμμισθη δραστηριότητα στο Βέλγιο (βλ., κατ’ αναλογία, την προπαρατεθείσα απόφαση Van Poucke, σκέψη 25.

23     Εκ των ανωτέρω έπεται ότι μια ασφαλιστική εισφορά, όπως η οφειλομένη στο Βέλγιο από τον Allard ισοσταθμιστική εισφορά, πρέπει να υπολογιστεί λαμβανομένου υπόψη και του αποκτηθέντος στη Γαλλία εισοδήματος.

24     Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71 επιβάλλουν να καθοριστεί μια εισφορά, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά, διά του συνυπολογισμού στο εισόδημα εξ επαγγέλματος και του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου η ασφαλιστική νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής, και τούτο παρά το γεγονός ότι εκ της καταβολής αυτής της εισφοράς ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να αξιώσει από το κράτος αυτό καμιά κοινωνική ή άλλης φύσεως παροχή.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

25     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ρωτά αν αντίκειται προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης η επιβολή μιας ασφαλιστικής εισφοράς, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά, σε ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

26     Πρέπει, προκαταρκτικώς, να επισημανθεί, ευθύς εξαρχής, ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης, που αφορά τους μισθωτούς, δεν τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής εφόσον ο Allard είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί μόνο επί του μέρους του ερωτήματος που αφορά το άρθρο 52 της Συνθήκης.

27     Από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι οι ασκούσες επιρροή διατάξεις του κανονισμού 1408/71 επιβάλλουν, για τον υπολογισμό της οφειλομένης από τους ελεύθερους επαγγελματίες που βρίσκονται στην κατάσταση του Allard ισοσταθμιστικής εισφοράς, να ληφθεί υπόψη και το εισόδημα που έχει αποκτηθεί εντός άλλου κράτους μέλους.

28     Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, αφενός, ότι, σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η αρχή του αποκλειστικού χαρακτήρα της εφαρμοστέας νομοθεσίας σκοπεί στην αποφυγή των περιπλοκών που μπορεί να προκύπτουν από την ταυτόχρονη εφαρμογή περισσοτέρων της μιας εθνικών νομοθεσιών και, αφετέρου, ότι η σύνδεση ενός εργαζομένου με τη νομοθεσία του κράτους της κατοικίας του, σε περίπτωση ασκήσεως μιας ή περισσοτέρων μη εμμίσθων δραστηριοτήτων στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών ουδόλως είναι παράλογη (βλ. την προπαρατεθείσα διάταξη Vogler, σκέψεις 26 και 27).

29     Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52 της Συνθήκης, απαγορεύονται οι περιορισμοί στην ελευθερία εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως συνεπάγεται την πρόσβαση και την άσκηση μη εμμίσθων δραστηριοτήτων υπό τις προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως όσον αφορά τους δικούς της υπηκόους.

30     Τέλος, κατά πάγια νομολογία, απαγορεύονται, κατ’ αρχήν, από τη Συνθήκη, ως περιορισμοί στην ελευθερία εγκαταστάσεως, μόνο τα εθνικά μέτρα που είναι δυνατόν να παρεμποδίζουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων από τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32, και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37).

31     Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός 1408/71, υποβάλλοντας σε μία και μόνο ασφαλιστική νομοθεσία, όσον αφορά το σύνολο των εισοδημάτων τους, τους ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν μη έμμισθη επαγγελματική δραστηριότητα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, επιδιώκει ένα γενικό σκοπό ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων εντός της Κοινότητας, τηρώντας ταυτόχρονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, και σκοπεί στην κατά τον καλύτερο τρόπο διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους καθώς και στην αποφυγή κολασμού των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-67/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-1865, σκέψεις 22 και 23).

32     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εφαρμογή των άρθρων 13 επ. του κανονισμού 1408/71 όχι μόνο δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να παρεμποδίζει ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων από τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών αλλά και συντελεί, αντιθέτως, στη διευκόλυνση της ασκήσεώς τους.

33     Κατά συνέπεια, τα εθνικά μέτρα με τα οποία τίθενται σε εφαρμογή οι διατάξεις αυτές, διά του συνυπολογισμού, για τον υπολογισμό της οφειλομένης από τους ελεύθερους επαγγελματίες που βρίσκονται στην κατάσταση του Allard ισοσταθμιστικής εισφοράς, του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί και εντός άλλου κράτους μέλους, δεν συνιστούν περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

34     Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντίκειται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης η επιβολή σε ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν μη έμμισθες επαγγελματικές δραστηριότητες εντός δύο κρατών μελών μιας εισφοράς, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά, που οφείλεται εντός του κράτους μέλους κατοικίας και υπολογίζεται διά του συνυπολογισμού του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί και εντός άλλου κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο έτεροι πλην των εν λόγω διαδίκων δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, επιβάλλουν να καθοριστεί μια εισφορά, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά που οφείλεται δυνάμει του βασιλικού διατάγματος 289, της 31ης Μαρτίου 1984, διά του συνυπολογισμού στο εισόδημα εξ επαγγέλματος και του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου η ασφαλιστική νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής και τούτο παρά το γεγονός ότι εκ της καταβολής αυτής της εισφοράς ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να αξιώσει από το κράτος αυτό καμιά κοινωνική ή άλλης φύσεως παροχή.

2)      Δεν αντίκειται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) η επιβολή σε ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν μη έμμισθες επαγγελματικές δραστηριότητες εντός δύο κρατών μελών μιας εισφοράς όπως η ισοσταθμιστική εισφορά που οφείλεται εντός του κράτους μέλους κατοικίας και υπολογίζεται διά του συνυπολογισμού του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί και εντός άλλου κράτους μέλους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.