Υπόθεση C-520/04
Διαδικασία κινηθείσα από την
Pirkko Marjatta Turpeinen
(αίτηση του Korkein hallinto-oikeus
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Φόρος εισοδήματος — Σύνταξη γήρατος — Υψηλότερη φορολογία των συνταξιούχων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 18ης Μαΐου 2006
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2006
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Εργαζόμενοι — Διατάξεις της Συνθήκης — Προσωπικό πεδίο εφαρμογής
(Άρθρο 39 ΕΚ)
2. Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών — Φορολογική νομοθεσία
(Άρθρο 18 ΕΚ)
1. Δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ελεύθερη κυκλοφορία την οποία εγγυάται το άρθρο 39 ΕΚ τα πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοοι και τα οποία δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμα διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους παρά μόνο μετά τη συνταξιοδότησή τους, χωρίς καμία πρόθεση ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας σ’ αυτό το άλλο κράτος μέλος.
(βλ. σκέψη 16)
2. Το άρθρο 18 ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο φόρος εισοδήματος που επιβάλλεται στη σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται από οργανισμό του οικείου κράτους μέλους σε πρόσωπο το οποίο κατοικεί εντός άλλου κράτους μέλους υπερβαίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον φόρο ο οποίος θα οφειλόταν αν το πρόσωπο αυτό κατοικούσε εντός του πρώτου αυτού κράτους μέλους, εφόσον η εν λόγω σύνταξη συνιστά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων του εν λόγω προσώπου.
Εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία θέτει σε δυσμενή θέση ορισμένους ημεδαπούς απλώς και μόνο διότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, συνεπάγεται έτσι άνιση μεταχείριση, η οποία αντιβαίνει στις αρχές στις οποίες βασίζεται η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δηλαδή στη διασφάλιση της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως κατά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.
Είναι αληθές ότι, για τους άμεσους φόρους, η κατάσταση των κατοίκων ημεδαπής δεν είναι κατά γενικό κανόνα παρεμφερής με την κατάσταση εκείνων που δεν είναι κάτοικοι. Ωστόσο, στο βαθμό που η σύνταξη γήρατος που καταβάλλεται εντός κράτους μέλους συνιστά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους, οι μη κάτοικοι ημεδαπής συνταξιούχοι, τελούν αντικειμενικώς, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος, στην ίδια κατάσταση με τους συνταξιούχους που κατοικούν εντός του κράτους αυτού και οι οποίοι λαμβάνουν ίδια σύνταξη γήρατος.
(βλ. σκέψεις 22, 26, 31, 39 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 9ης Νοεμβρίου 2006 (*)
«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Φόρος εισοδήματος – Σύνταξη γήρατος – Υψηλότερη φορολογία των συνταξιούχων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος»
Στην υπόθεση C-520/04,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Δεκεμβρίου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η
Pirkko Marjatta Turpeinen,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič και E. Levits, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Léger
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2006,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η P. M. Turpeinen, εκπροσωπούμενη από την K. Äimä, oikeustieteen lisensiaatti,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Pynnä και E. Bygglin,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. del Cuvillo Contreras και M. Muñoz Pérez,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Κοντού και τους G. Rozet και P. Aalto,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2006,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 EΚ και 39 ΕΚ, καθώς και της οδηγίας 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (EE L 180, σ. 28).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από την P. M. Turpeinen, η οποία είναι συνταξιούχος Φινλανδή υπήκοος και κατοικούσε στην Ισπανία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, σχετικά με τη φορολόγηση, στη Φινλανδία, της σύνταξης που της καταβάλλει ένας φινλανδικός οργανισμός.
Η διαδικασία της κύριας δίκης και το νομικό πλαίσιο
3 Μέχρι το 1998, η P. M. Turpeinen είχε την κατοικία της στη Φινλανδία και εργαζόταν ως παιδοψυχίατρος σε δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες στη Φινλανδία. Το 1998, έλαβε πρόωρη σύνταξη γήρατος και μετακόμισε στο Βέλγιο. Το 1999, όταν έλαβε την οριστική σύνταξη γήρατος, εγκαταστάθηκε μονίμως στην Ισπανία.
4 Τα εισοδήματα της P. M. Turpeinen αποτελούνται από μία και μόνη σύνταξη γήρατος που της καταβάλλει το Kuntien Eläkevakuutus (δημοτικός συνταξιοδοτικός φορέας). Δυνάμει της συμβάσεως περί αποφυγής της διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Ισπανίας, η εν λόγω σύνταξη γήρατος, που καταβάλλεται λόγω δραστηριότητας ασκηθείσας στον δημόσιο τομέα, φορολογείται μόνο στη Φινλανδία.
5 Μέχρι το 2001, η P. M. Turpeinen υπαγόταν στο φορολογικό καθεστώς των κατοίκων ημεδαπής που υπέχουν πλήρη φορολογική υποχρέωση, καθεστώς που καλύπτει το σύνολο των προερχομένων από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου εισοδημάτων του υποκειμένου στον φόρο. Το εν λόγω καθεστώς προβλέπει προοδευτική φορολογία, σύμφωνα με την οποία τα εισοδήματα που αποτελούνταν από τη σύνταξη γήρατος της P. M. Turpeinen φορολογούνταν με συντελεστή 28,5 %.
6 Το 2002, που αποτελεί το οικονομικό έτος στο οποίο αφορά η κύρια δίκη, η Uudenmaan verovirasto (φορολογική αρχή της Uudenmaa) πληροφόρησε την P. M. Turpeinen ότι υπαγόταν εφεξής στο καθεστώς μερικής φορολογήσεως που καλύπτει μόνον τα φινλανδικής προελεύσεως εισοδήματα και εφαρμόζεται στους Φινλανδούς υπηκόους που δεν έχουν κατοικία στη Φινλανδία από τριών συναπτών ετών, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 11 του φινλανδικού νόμου περί του φόρου εισοδήματος (tuloverolaki, νόμου 1535/1992). Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, η σύνταξη γήρατος της P. M. Turpeinen φορολογήθηκε με παρακράτηση του φόρου στην πηγή με τον κατ’ αποκοπή φορολογικό συντελεστή 35 % βάσει των άρθρων 1, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, 3, παράγραφος 1, και 7 του φινλανδικού νόμου, περί του φόρου εισοδήματος και περιουσίας των φορολογουμένων που υπέχουν μερική φορολογική υποχρέωση (lähdeverolaki, νόμου 627/1978).
7 Η P. M. Turpeinen, θεωρώντας ότι έπρεπε να φορολογηθεί ως φορολογούμενη υπέχουσα πλήρη φορολογική υποχρέωση στη Φινλανδία, ήτοι με βάση προοδευτική φορολογική κλίμακα, υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της Uudenmaan verovirasto. Κατά την P. M. Turpeinen, εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η μεταχείριση της οποίας τυγχάνει ένα πρόσωπο δεν πρέπει να αλλάζει όταν ο αρμόδιος φορέας είναι ο ίδιος και όλα τα λοιπά στοιχεία, εκτός από τον τόπο κατοικίας, ουδόλως έχουν τροποποιηθεί. Μετά την απόρριψη της διοικητικής της ένστασης, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικού δικαστηρίου του Ελσίνκι).
8 Κατόπιν της εκ μέρους του hallinto-oikeus απορρίψεως της προσφυγής, η P. M. Turpeinen άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Τα προδικαστικά ερωτήματα
9 Το Korkein hallinto-oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 18 ΕΚ, περί του δικαιώματος των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, ή το άρθρο 39 ΕΚ, περί της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην Κοινότητα, την έννοια ότι κάποια από τα άρθρα αυτά ή αμφότερα απαγορεύουν εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, στην περίπτωση φορολογουμένου υπέχοντος μερική φορολογική υποχρέωση εντός κράτους μέλους και κατοικούντος στην αλλοδαπή, ο παρακρατούμενος στην πηγή φόρος που βαρύνει τη σύνταξη γήρατος την οποία αυτός λαμβάνει βάσει της σχέσεως εργασίας στον δημόσιο τομέα από το κράτος μέλος στο οποίο η σύνταξη αυτή φορολογείται υπερβαίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον φόρο που ο φορολογούμενος θα όφειλε να καταβάλει εντός του κράτους μέλους αυτού ως κάτοικος ημεδαπής και συνεπώς ως υπέχων πλήρη φορολογική υποχρέωση;
2) Έχει η οδηγία [90/365] την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία όπως αυτή που περιγράφηκε ανωτέρω;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
10 Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 18 ΕΚ και 39 ΕΚ, καθώς και η οδηγία 90/365, απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, σύμφωνα με την οποία ο φόρος που επιβάλλεται στη σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται εντός του οικείου κράτους μέλους στον κατοικούντα εντός άλλου κράτους μέλους υπερβαίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον φόρο ο οποίος θα οφειλόταν στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό κατοικούσε εντός του πρώτου αυτού κράτους μέλους.
11 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, ναι μεν, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, πλην όμως τα τελευταία αυτά πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν το δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C-403/03, Schempp, Συλλογή 2005, σ. I-6421, σκέψη 19 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
12 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί αν τα άρθρα 18 ΕΚ και 39 ΕΚ απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης.
Τα άρθρα 18 ΕΚ και 39 ΕΚ
13 Το άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο καθιερώνει, γενικώς, το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ενώσεως να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, βρίσκει ειδική έκφραση στο άρθρο 39 ΕΚ όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Oteiza Olazabal, Συλλογή 2002, σ. I-10981, σκέψη 26). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς αν η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο άρθρο 39 ΕΚ.
14 Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ασκήσεως, εκ μέρους των κοινοτικών υπηκόων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως στο έδαφος της Κοινότητας και αποκλείουν μέτρα που θα μπορούσαν να αποβούν δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους όταν αυτοί επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στα έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/95, Terhoeve, Συλλογή 1999, σ. I-345, σκέψη 37· της 15ης Ιουνίου 2000, C-302/98, Sehrer, Συλλογή 2000, σ. I-4585, σκέψη 32, και της 17ης Μαρτίου 2005, C-109/04, Kranemann, Συλλογή 2005, σ. I-2421, σκέψη 25).
15 Οι εθνικές διατάξεις που εμποδίζουν ή αποτρέπουν εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του για να ασκήσει το δικαίωμά του επί της ελεύθερης κυκλοφορίας συνιστούν, επομένως, εμπόδια στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, έστω και αν εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων (προπαρατεθείσες αποφάσεις Terhoeve, σκέψη 39· Sehrer, σκέψη 33 και Kranemann, σκέψη 26).
16 Ωστόσο, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ελεύθερη κυκλοφορία την οποία εγγυάται το άρθρο 39 ΕΚ τα πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοοι και τα οποία δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμα διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους παρά μόνο μετά τη συνταξιοδότησή τους, χωρίς καμία πρόθεση ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας σ’ αυτό το άλλο κράτος μέλος. Από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπως προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, συνάγεται ότι τέτοια είναι η κατάσταση της P. M. Turpeinen.
17 Δεδομένου ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο άρθρο 39 ΕΚ, πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 18 ΕΚ.
18 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε όσους εξ αυτών τελούν στην ίδια κατάσταση να τυγχάνουν, στον τομέα εφαρμογής ratione materiae της Συνθήκης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων συναφώς εξαιρέσεων, της ίδιας νομικής μεταχείρισης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk, Συλλογή 2001, σ. I-6193, σκέψη 31, και της 29ης Απριλίου 2004, C-224/02, Pusa, Συλλογή 2004, σ. I-5763, σκέψη 16).
19 Μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνονται εκείνες που αφορούν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, ιδίως, εκείνες που άπτονται του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, την οποία παρέχει το άρθρο 18 ΕΚ (βλ. μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Grzelczyk, σκέψη 33, και Pusa, σκέψη 17).
20 Στον βαθμό που σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναγνωρίζεται εντός όλων των κρατών μελών η ίδια νομική μεταχείριση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι τελούντες στην ίδια κατάσταση υπήκοοι αυτών των κρατών, θα ήταν ασύμβατο προς το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να είναι δυνατόν να υποστεί ο πολίτης αυτός εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτή της οποίας θα ετύγχανε αν δεν είχε κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’Hoop, Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψη 30, και Pusa, προπαρατεθείσα, σκέψη 18).
21 Συγκεκριμένα, οι διευκολύνσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν ένας υπήκοος κράτους μέλους μπορούσε να αποτραπεί από τη χρήση τους λόγω των κωλυμάτων που θέτει στη διαμονή του εντός του κράτους μέλους υποδοχής μια κανονιστική ρύθμιση του κράτους καταγωγής του η οποία αντιμετωπίζει δυσμενώς το γεγονός ότι ο εν λόγω υπήκοος επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (προπαρατεθείσα απόφαση Pusa, σκέψη 19).
22 Εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία θέτει σε δυσμενή θέση ορισμένους ημεδαπούς απλώς και μόνο διότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, συνεπάγεται έτσι άνιση μεταχείριση, η οποία αντιβαίνει στις αρχές στις οποίες βασίζεται η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δηλαδή στη διασφάλιση της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως κατά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας (προαναφερθείσα απόφαση Pusa, σκέψη 20).
23 Επομένως, η P. M. Turpeinen, δεδομένου ότι έκανε χρήση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που παρέχει το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορεί να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή κατά του κράτους καταγωγής της.
24 Δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης φινλανδική κανονιστική ρύθμιση εισάγει, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ των Φινλανδών υπηκόων που εξακολουθούν να κατοικούν στη Φινλανδία και εκείνων που έχουν την κατοικία τους εντός άλλου κράτους μέλους, διαφορετική μεταχείριση η οποία αποβαίνει δυσμενής για τους δεύτερους απλώς και μόνον επειδή άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
25 Συγκεκριμένα, στον βαθμό που ο προοδευτικός φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στους συνταξιούχους που είναι κάτοικοι ημεδαπής παραμένει, με βάση το ακαθάριστο ποσό της συντάξεως γήρατος που καταβάλλει ο φινλανδικός δημόσιος οργανισμός, κατώτερος από τον κατ’ αποκοπή συντελεστή του 35 % που εφαρμόζεται στους συνταξιούχους οι οποίοι δεν είναι κάτοικοι ημεδαπής, οι συνταξιούχοι οι οποίοι κατοικούν από τριών συναπτών ετών εντός άλλου κράτους μέλους και λαμβάνουν την ίδια σύνταξη πρέπει να υποστούν βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση.
26 Είναι αληθές ότι, για τους άμεσους φόρους, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η κατάσταση των κατοίκων ημεδαπής δεν είναι κατά γενικό κανόνα παρεμφερής με την κατάσταση εκείνων που δεν είναι κάτοικοι ημεδαπής (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-278/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 31).
27 Έτσι, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατάσταση του κατοίκου ημεδαπής είναι διαφορετική από την κατάσταση του κατοίκου αλλοδαπής, καθόσον το σημαντικότερο μέρος των εισοδημάτων του πρώτου συγκεντρώνεται συνήθως στο κράτος κατοικίας. Άλλωστε, το κράτος αυτό διαθέτει γενικώς όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει τη συνολική φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής και οικογενειακής του καταστάσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις Schumacker, σκέψη 33, και της 5ης Ιουλίου 2005, C-376/03, D., Συλλογή 2005, σ. I-5821, σκέψη 27).
28 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι, όταν ο φορολογούμενος που δεν είναι κάτοικος ημεδαπής –μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος– αποκτά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων του στο κράτος όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, τελεί, αντικειμενικώς, στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος, με τον κάτοικο ημεδαπής του κράτους αυτού που ασκεί την ίδια δραστηριότητα. Αμφότεροι φορολογούνται εντός του κράτους αυτού και μόνο, η δε βάση επιβολής του φόρου είναι η ίδια (απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, C-80/94, Wielockx, Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψη 20).
29 Η συλλογιστική αυτή εφαρμόζεται, mutatis mutandis, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, στην οποία τα φορολογούμενα εισοδήματα αποτελούνται από μια σύνταξη γήρατος.
30 Συγκεκριμένα, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η φινλανδική φορολογική ρύθμιση προβλέπει ότι οι συντάξεις γήρατος, όπως αυτή που καταβάλλεται στην P. M. Turpeinen, φορολογούνται, όσον αφορά τους φορολογουμένους κατοίκους ημεδαπής, όπως οποιοδήποτε άλλο εισόδημα που προέρχεται άμεσα από οικονομική δραστηριότητα, με την εφαρμογή προοδευτικής κλίμακας και εκπτώσεων που λαμβάνουν υπόψη τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, καθώς και την προσωπική και οικογενειακή κατάστασή του.
31 Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι, στον βαθμό που η σύνταξη γήρατος που καταβάλλεται στη Φινλανδία συνιστά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων τους, οι μη κάτοικοι ημεδαπής συνταξιούχοι, όπως η P. M. Turpeinen, τελούν αντικειμενικώς, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος, στην ίδια κατάσταση με τους συνταξιούχους που κατοικούν στη Φινλανδία και λαμβάνουν ίδια σύνταξη γήρατος.
32 Η διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον αν στηριζόταν σε αντικειμενικούς λόγους ανάλογους προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Pusa, σκέψη 20).
33 Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Φινλανδική Κυβέρνηση ενώπιον του Δικαστηρίου για να δικαιολογήσει την επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
34 Συγκεκριμένα, όπως τονίζει και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, οι σκοποί της απλοποιήσεως και της σαφήνειας του φινλανδικού φορολογικού καθεστώτος για τους μη κατοίκους ημεδαπής φορολογουμένους θα μπορούσαν να επιτευχθούν με μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης απ’ ό,τι μια φορολογία η οποία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι υψηλότερη από εκείνη που επιβάλλεται στους φορολογουμένους κατοίκους ημεδαπής που πραγματοποιούν ίδια εισοδήματα.
35 Όσον αφορά τις προβαλλόμενες δυσχέρειες της εισπράξεως του οριστικού φόρου από τους φορολογουμένους μη κατοίκους ημεδαπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης φορολογικό καθεστώς βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική είσπραξη του φόρου.
36 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), παρέχει τη δυνατότητα σ’ ένα κράτος μέλος να λαμβάνει, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέλους, όλα τα στοιχεία που μπορούν να του παράσχουν τη δυνατότητα να προβεί στον ορθό προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος ή όλα τα στοιχεία που κρίνει απαραίτητα προκειμένου να εκτιμήσει το ακριβές ποσόν του φόρου εισοδήματος που οφείλει ένας φορολογούμενος βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζει (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2003, C-422/01, Skandia και Ramstedt, Συλλογή 2003, σ. I-6817, σκέψη 42 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Επί πλέον, σύμφωνα με την οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/44/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 2001 (EE L 175, σ. 17), ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει την αρωγή άλλου κράτους μέλους όσον αφορά την είσπραξη του φόρου εισοδήματος τον οποίο οφείλει ένας φορολογούμενος που κατοικεί στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.
38 Εξάλλου, η Φινλανδική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2006, το επίμαχο φορολογικό καθεστώς τροποποιήθηκε, υπό την έννοια ότι ήδη η σύνταξη γήρατος ενός προσώπου υπέχοντος μερική φορολογική υποχρέωση φορολογείται κατά τον ίδιο τρόπο με τη σύνταξη ενός προσώπου που υπέχει πλήρη φορολογική υποχρέωση στη Φινλανδία, ήτοι βάσει της προοδευτικής φορολογικής κλίμακας, με τις ίδιες φορολογικές εκπτώσεις και σύμφωνα με την ίδια διαδικασία υποβολής φορολογικής δηλώσεως. Η λύση αυτή στηρίζεται, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, σε πρακτικούς λόγους, καθώς και στην πολιτική επιλογή ελαφρύνσεως της φορολογίας των προσώπων που λαμβάνουν μια πενιχρή σύνταξη.
39 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18 ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο φόρος εισοδήματος που επιβάλλεται στη σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται από οργανισμό του οικείου κράτους μέλους σε πρόσωπο το οποίο κατοικεί εντός άλλου κράτους μέλους υπερβαίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον φόρο ο οποίος θα οφειλόταν αν το πρόσωπο αυτό κατοικούσε εντός του πρώτου αυτού κράτους μέλους, εφόσον η εν λόγω σύνταξη συνιστά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων του εν λόγω προσώπου.
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 90/365.
Επί των δικαστικών εξόδων
41 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για να καταθέσουν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου άλλοι εκτός των εν λόγω διαδίκων δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 18 ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο φόρος εισοδήματος που επιβάλλεται στη σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται από οργανισμό του οικείου κράτους μέλους σε πρόσωπο το οποίο κατοικεί εντός άλλου κράτους μέλους υπερβαίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον φόρο ο οποίος θα οφειλόταν αν το πρόσωπο αυτό κατοικούσε εντός του πρώτου αυτού κράτους μέλους, εφόσον η εν λόγω σύνταξη συνιστά το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των εισοδημάτων του εν λόγω προσώπου.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.