Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Ιουλίου 2006 (*)

«Κοινωνική ασφάλιση – Κάλυψη παροχών ασθενείας και μητρότητας – Υπολογισμός εισφορών ασφαλίσεως – Κανονισμός 1408/71– Δικαίωμα κράτους μέλους να περιλαμβάνει στη βάση υπολογισμού των εισφορών ασφαλίσεως τις συντάξεις που καταβλήθηκαν από φορέα άλλου κράτους μέλους – Δικαιούχος συντάξεων οφειλομένων βάσει της νομοθεσίας δύο κρατών μελών»

Στην υπόθεση C-50/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Φεβρουαρίου 2005, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η

Maija T. I. Nikula,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet (εισηγητή), A. Borg Barthet, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιανουαρίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Maija T. I. Nikula, εκπροσωπούμενη από τον M. Ekorre,

–       η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Guimaraes-Purokoski και E. Bygglin,

–       η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. del Cuvillo Contreras,

–       η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τη H. Sevenster και τον M. de Grave,

–       η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes και S. Pizarro,

–       η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις I. Djupvik και K. Fløistad,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. Huttunen,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Φινλανδίας) μεταξύ της M. T. I. Nikula και της Lapin verotuksen oikaisulautakunta (επιτροπής της περιφέρειας της Λαπωνίας για την αναθεώρηση των φόρων) όσον αφορά το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων της του οικονομικού έτους 2000 που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71:

«Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

4       Το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Ο δικαιούχος συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, και ο οποίος –λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των διατάξεων του άρθρου 18 και του παραρτήματος VI– δικαιούται παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του λαμβάνουν τις παροχές αυτές από το φορέα του τόπου κατοικίας και εις βάρος αυτού, σαν να εδικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει μόνον της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.»

5       Σύμφωνα με το άρθρο 28α του εν λόγω κανονισμού:

«Εφόσον ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους, κατά τη νομοθεσία του οποίου το δικαίωμα των εις είδος παροχών δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, και δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου δεν οφείλεται σύνταξη, το βάρος των εις είδος παροχών που χορηγούνται στον δικαιούχο, καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, φέρει ο φορέας ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια για τις συντάξεις, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 28, παράγραφος 2, εφόσον ο εν λόγω δικαιούχος και τα μέλη της οικογένειάς του θα είχαν δικαίωμα επί των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται από τον εν λόγω φορέα, αν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο φορέας αυτός.»

6       Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Ο φορέας κράτους μέλους που οφείλει την καταβολή συντάξεως, αν η ισχύουσα γι’ αυτόν νομοθεσία προβλέπει κρατήσεις εισφορών εις βάρος του δικαιούχου συντάξεως για την κάλυψη των παροχών ασθένειας και μητρότητας, εξουσιοδοτείται να προβαίνει στις κρατήσεις αυτές υπολογιζόμενες σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία επί του ποσού της οφειλομένης παρ’ αυτού συντάξεως, κατά το μέτρο που οι καταβαλλόμενες δυνάμει των άρθρων 27, 28, 28α, 29, 31 και 32 παροχές βαρύνουν φορέα του προαναφερθέντος κράτους μέλους.»

 Η εθνική νομοθεσία

7       Δυνάμει του άρθρου 1 του νόμου περί ασφαλίσεως ασθενείας [sairausvakuutuslaki (364/1963)], όλοι οι κάτοικοι Φινλανδίας, ανεξαρτήτως ιθαγενείας, είναι ασφαλισμένοι κατά του κινδύνου ασθενείας. Οι εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας εισπράττονται στο πλαίσιο της φορολογίας. Το δικαίωμα του ασφαλισμένου για παροχές δεν συνδέεται με τις καταβαλλόμενες εισφορές.

8       Το άρθρο 33, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι οι εισφορές που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι υπολογίζονται βάσει του συνόλου των εισοδημάτων τους που λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή των τοπικών τους φόρων το προηγούμενο οικονομικό έτος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9       Η M. T. I. Nikula, συνταξιούχος που κατοικεί στο Kemi (Φινλανδία), έλαβε το 2000, για συντάξεις γήρατος, διάφορες παροχές από φορείς δύο κρατών μελών, του Βασιλείου της Σουηδίας, όπου είχε εργαστεί επί πολλά έτη, και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, όπου κατοικεί.

10     Στο πλαίσιο της φορολογίας του έτους 2000, η M. T. I. Nikula κρίθηκε φορολογητέα πρωτίστως στη Φινλανδία. Οι συντάξεις που έλαβε από τους σουηδικούς οργανισμούς περιελήφθησαν στο φορολογητέο εισόδημά της, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18, παράγραφος 1, και 25, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της συμβάσεως (26/1997) που έχει συναφθεί μεταξύ των χωρών μελών του Συμβουλίου σκανδιναβικών χωρών με σκοπό την αποφυγή της διπλής φορολογίας όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο περιουσίας.

11     Η M. T. I. Nikula ζήτησε την τροποποίηση της φορολογήσεώς της ώστε να μην προσμετρηθούν στο φορολογητέο εισόδημά της, που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας, οι συντάξεις που έλαβε από τους σουηδικούς φορείς. Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, η επιτροπή για την αναθεώρηση των φόρων της περιφέρειας της Λαπωνίας απέρριψε την αίτησή της.

12     Η M. T. I. Nikula προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Rovaniemen hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο του Rovaniemi). Αυτό απέρριψε την προσφυγή της M. T. I. Nikula με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2003.

13     Η M. T. I. Nikula ζήτησε την άδεια να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του Rovaniemen hallinto-oikeus και με την αναίρεσή της ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus ζήτησε την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και να μην προσμετρώνται στο φορολογητέο εισόδημά της που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών της ασφαλίσεως ασθένειας οι συντάξεις που λαμβάνει από τους σουηδικούς φορείς.

14     Υπό τις συνθήκες αυτές το Korkein hallinto-oikeus ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 1408/71 […] την έννοια ότι αντίκειται στον κανονισμό αυτό η υποχρέωση καταβολής εισφοράς ασφαλίσεως ασθενείας κατά τρόπον ώστε, στο κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου της συντάξεως, να λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας –πλην των συντάξεων που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος στη χώρα κατοικίας–, επίσης τα εκ συντάξεως ποσά που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση πάντως ότι η εισφορά ασφαλίσεως ασθενείας δεν υπερβαίνει το ποσό της καταβαλλόμενης στη χώρα κατοικίας συντάξεως, σε περίπτωση που συνταξιούχος, σύμφωνα με το άρθρο 27 του προαναφερθέντος κανονισμού, δικαιούται παροχών ασθενείας ή μητρότητας μόνο από τον φορέα της χώρας κατοικίας του, οι εν λόγω δε παροχές επιβαρύνουν τον οργανισμό αυτό;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15     Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 απαγορεύει, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών ασθενείας που έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου συντάξεων που καταβάλλονται από φορείς αυτού του κράτους μέλους, να περιλαμβάνονται στη βάση αυτή, πλην των συντάξεων που λαμβάνονται στη χώρα κατοικίας, οι καταβαλλόμενες από άλλο κράτος μέλος συντάξεις, στον βαθμό που η εισφορά ασφαλίσεως ασθενείας δεν υπερβαίνει το ποσό των συντάξεων που χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

16     Οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας θεωρούν ότι το αρμόδιο κράτος μέλος δεν μπορεί, βάσει των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, να περιλάβει κατά τον υπολογισμό των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας τις συντάξεις που καταβάλλονται από φορέα άλλου κράτους μέλους. Την ίδια άποψη έχει και η Επιτροπή η οποία εκτιμά ότι, δυνάμει της γενικής αρχής που έθεσε η απόφαση της 10ης Μαΐου 2001, C-389/99, Rundgren (Συλλογή 2001, σ. I-3731), το αρμόδιο κράτος μέλος μπορεί να προβεί σε κρατήσεις εισφορών ασφαλίσεως μόνον από τη σύνταξη που οφείλεται από φορέα του κράτους αυτού, εξαιρουμένων των συντάξεων που καταβάλλονται από φορέα άλλου κράτους μέλους.

17     Οι κυβερνήσεις αυτές στηρίζουν τη συλλογιστική τους στη σκέψη 49 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Rundgren, σύμφωνα με την οποία από το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει, στις περιπτώσεις που απαριθμεί, μόνο στον αρμόδιο φορέα του εν λόγω κράτους μέλους να προβαίνει, ιδίως για την κάλυψη παροχών ασθενείας, σε κρατήσεις επί της εκ μέρους του οφειλομένης συντάξεως, δηλαδή της συντάξεως την οποία πράγματι καταβάλλει ο φορέας αυτός.

18     Οι Κυβερνήσεις της Φινλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Νορβηγίας παραδέχονται ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της αρμοδιότητας για την επιβολή κρατήσεων επί της συντάξεως και της υποχρεώσεως καλύψεως των δαπανών για τις παροχές σε είδος. Η δαπάνη για τις παροχές αυτές δεν μπορεί να βαρύνει τον φορέα κράτους μέλους το οποίο έχει απλώς ενδεχόμενη αρμοδιότητα σε θέματα συντάξεως (απόφαση Rundgren, προπαρατεθείσα, σκέψη 47). Έχουν όμως τη γνώμη ότι ο σύνδεσμος αυτός, που γίνεται δεκτός με τη σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, δεν απαγορεύει στο κράτος μέλος, στο οποίο εδρεύει ο φορέας που είναι αρμόδιος για την καταβολή των παροχών ασφαλίσεως ασθενείας, να καθορίζει με τη νομοθεσία του τη βάση υπολογισμού των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη φράση «υπολογιζόμενες σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία» του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής τελεί απλώς υπό την προϋπόθεση ότι ο φορέας αυτός έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει την πραγματική καταβολή των παροχών στους οικείους δικαιούχους.

19     Οι κυβερνήσεις θεωρούν επομένως ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να περιλάβει στη βάση υπολογισμού των εισφορών ασφαλίσεως τις συντάξεις που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος, δεχόμενες ταυτοχρόνως ότι το ποσό των εισφορών αυτών δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των συντάξεων που καταβάλλονται στο κράτος μέλος κατοικίας. Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι εισφορές ασφαλίσεως δεν μπορούν να παρακρατηθούν στο σύνολό τους από τις συντάξεις που καταβάλλονται σε αυτό το κράτος μέλος όπως θα έπρεπε να συμβεί σύμφωνα με όσα έκρινε το Δικαστήριο με τη σκέψη 49 της προαναφερθείσας αποφάσεως Rundgren.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20     Ο σκοπός του κανονισμού 1408/71, όπως αναφέρει η δεύτερη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του, έγκειται στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με ταυτόχρονη τήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως. Προς τούτο, όπως προκύπτει από την πέμπτη, έκτη και δέκατη αιτιολογική σκέψη, ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων έναντι των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών και σκοπεί στην κατά το δυνατό διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους καθώς και της μη δυσμενούς μεταχειρίσεως των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Το σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 1408/71 είναι απλώς και μόνο σύστημα συντονισμού, το οποίο αφορά κυρίως τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας ή των εφαρμοστέων νομοθεσιών στους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους που κάνουν χρήση, υπό διάφορες περιστάσεις, του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-493/04, Piatkowski, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 19 και 20).

21     Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει ότι η M. T. I. Nikula, η οποία κατοικεί στη Φινλανδία, έλαβε το 2000 συντάξεις από σουηδικούς και από φινλανδικούς φορείς.

22     Δυνάμει του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71, ο δικαιούχος συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων είναι και αυτή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, δικαιούται παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, ως εάν εδικαιούτο συντάξεως δυνάμει μόνον της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.

23     Επομένως, εναπόκειται στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, που είναι το κράτος μέλος κατοικίας της M. T. I. Nikula, να διασφαλίσει τη χορήγηση των παροχών σε είδος. Το κράτος αυτό έχει την εξουσία, δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, να προβαίνει σε κρατήσεις εισφορών ασφαλίσεως σύμφωνα με τους λεπτομερείς τρόπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του.

24     Ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τα εισοδήματα που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/95, Terhoeve, Συλλογή 1999, σ. I-345, σκέψη 51). Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η κοινοτική νομοθεσία παραπέμπει ρητώς στο δικαίωμα του κράτους μέλους που καθορίζεται ως αρμόδιο σε θέματα κρατήσεων εισφορών ασφαλίσεως ασθένειας. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, να τηρεί το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση Terhoeve, προπαρατεθείσα, σκέψη 34, και της 7ης Ιουλίου 2005, C-227/03, Van Pommeren-Bourgondiën, Συλλογή 2005, σ. I-6101, σκέψη 39).

25     Γι’ αυτόν τον λόγο η φινλανδική νομοθεσία περί ασφαλίσεως ασθένειας προβλέπει με το άρθρο 33, παράγραφος 2, ότι οι εισφορές ασφαλίσεως ασθένειας υπολογίζονται βάσει του συνόλου των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή των τοπικών φόρων και ιδίως των συντάξεων που καταβλήθηκαν από άλλα κράτη μέλη για το προηγούμενο οικονομικό έτος.

26     Αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη, που θεωρούν ότι με την προαναφερθείσα απόφαση Rundgren το Δικαστήριο απαγορεύει κατ’ αρχήν την προσμέτρηση στη βάση υπολογισμού των εισφορών των συντάξεων που καταβλήθηκαν από άλλο κράτος μέλος, η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση αυτή δεν μπορεί να ισχύσει και στην υπόθεση της κύριας δίκης.

27     Ο S. Rundgren, φινλανδικής καταγωγής και Σουηδός υπήκοος από τις 18 Ιουλίου 1975, δεν είχε άλλα εισοδήματα εκτός από τις συντάξεις και την ισόβια πρόσοδο που του καταβάλλονταν από το Βασίλειο της Σουηδίας. Το κράτος μέλος αυτό έφερε το βάρος των παροχών σε είδος.

28     Έτσι, αφενός, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, δεδομένου ότι δεν κατέβαλε σύνταξη στον ενδιαφερόμενο, δεν μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, «να προβεί σε κρατήσεις […] επί του ποσού της οφειλομένης παρ’ αυτού συντάξεως».

29     Αφετέρου, κατ’ εφαρμογή της αρχής σύμφωνα με την οποία ο δικαιούχος συντάξεως δεν μπορεί να υποχρεώνεται, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, να καταβάλλει εισφορές σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-140/88, Noij, Συλλογή 1991, σ. Ι-387, σκέψη 14), η Δημοκρατία της Φινλανδίας δεν μπορούσε να απαιτήσει από τον S. Rundgren την καταβολή εισφορών όπως αυτές που προβλέπονται από τη φινλανδική νομοθεσία, καθόσον αυτός ελάμβανε παροχές με ανάλογο αντικείμενο οι οποίες βάρυναν ασφαλιστικό φορέα του Βασιλείου της Σουηδίας, το οποίο ήταν το αρμόδιο έναντι αυτού κράτος μέλος για τη χορήγηση της συντάξεως (απόφαση Rundgren, προπαρατεθείσα, σκέψη 56).

30     Μολονότι αληθεύει ότι η νομοθεσία κράτους μέλους που επιβάλλει στους δικαιούχους συντάξεων να καταβάλλουν εισφορές σε συμπληρωματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς παροχή αντίστοιχης κοινωνικής προστασίας αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-53/95, Kemmler, Συλλογή 1996, σ. I-703, και της 19ης Μαρτίου 2002, C-393/99 και C-394/99, Hervein κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I-2829), εντούτοις αυτό δεν ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον η φινλανδική νομοθεσία έχει εφαρμογή, ως νομοθεσία του κράτους κατοικίας, αποκλειομένης κάθε άλλης νομοθεσίας, σε όλους τους δικαιούχους συντάξεων που κατοικούν στη Φινλανδία.

31     Έτσι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία φορέας του κράτους μέλους κατοικίας καταβάλλει σύνταξη και φορέας του ίδιου κράτους εξασφαλίζει την κάλυψη των δαπανών ασφαλίσεως ασθενείας, καμία διάταξη του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει στο κράτος αυτό να υπολογίζει το ποσό των εισφορών ασφαλίσεως ενός κατοίκου επί του συνόλου των εισοδημάτων του, είτε προέρχονται από συντάξεις που καταβάλλονται στο κράτος κατοικίας είτε από συντάξεις που καταβάλλονται σε άλλα κράτη μέλη.

32     Ωστόσο, όποιος κι αν είναι ο τρόπος υπολογισμού, το ποσό των εισφορών ασφαλίσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των συντάξεων που καταβάλλονται από φορείς του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, οι εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας μπορούν να παρακρατηθούν μόνον από τις συντάξεις που καταβάλλονται από το κράτος κατοικίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Rundgren, προπαρατεθείσα, σκέψη 49).

33     Εξάλλου, η εφαρμογή από το κράτος κατοικίας ενός καθεστώτος το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τις εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας που έχουν καταβάλει οι δικαιούχοι συντάξεων κατά τον χρόνο που ασκούσαν δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος κατοικίας θα αποτελούσε περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Το καθεστώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυσμενή μεταχείριση των εν λόγω δικαιούχων απλώς και μόνο λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και την ευνοϊκή μεταχείριση αυτών που παρέμειναν σε ένα μόνον κράτος μέλος ασκώντας εκεί το σύνολο της δραστηριότητάς τους.

34     Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει σε κράτος μέλος να υπολογίζει τις ασφαλιστικές εισφορές ασθενείας πρώην εργαζομένου που υπόκειται στη νομοθεσία του βάσει του ακαθάριστου ποσού της επικουρικής συντάξεως γήρατος που βασίζεται σε συμβατικές διατάξεις και την οποία ο εργαζόμενος αυτός εισπράττει σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι μέρος του ακαθάριστου ποσού της συντάξεως αυτής έχει ήδη παρακρατηθεί ως ασφαλιστική εισφορά ασθενείας στο τελευταίο αυτό κράτος (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, C-302/98, Sehrer, Συλλογή 2000, σ. I-4585, σκέψη 36).

35     Για να προληφθεί αυτός ο κίνδυνος και για να εξασφαλισθεί στο εσωτερικό της Κοινότητας για τους υπηκόους των κρατών μελών η ίση μεταχείριση σε σχέση με τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, το αρμόδιο για θέματα παροχών κράτος μέλος το οποίο, δυνάμει της νομοθεσίας του, περιλαμβάνει συνήθως στη βάση υπολογισμού των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας τις συντάξεις που καταβάλλονται από φορείς άλλων κρατών μελών πρέπει να αφαιρεί από τη βάση υπολογισμού των εισφορών το ποσό των συντάξεων για το οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές ασφαλίσεως από τους δικαιούχους αυτούς σε άλλα κράτη μέλη, είτε καταβλήθηκαν από τους ενδιαφερόμενους από τα εισοδήματα της δραστηριότητάς τους είτε παρακρατήθηκαν άμεσα από τα εν λόγω εισοδήματα.

36     Στους ενδιαφερόμενους εναπόκειται να αποδείξουν ότι όντως καταβλήθηκαν οι προγενέστερες εισφορές ασφαλίσεως.

37     Στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών ασθενείας που επιβάλλονται στο κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου συντάξεων που καταβάλλονται από φορείς αυτού του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση παροχών βάσει του άρθρου 27 του εν λόγω κανονισμού, να περιλαμβάνονται στη βάση αυτή, πλην των συντάξεων που λαμβάνονται στο κράτος μέλος κατοικίας, οι καταβαλλόμενες από φορείς άλλου κράτους μέλους συντάξεις, στον βαθμό που οι εν λόγω εισφορές ασφαλίσεως δεν υπερβαίνουν το ποσό των συντάξεων που χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας.

38     Ωστόσο, το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει να λαμβάνεται υπόψη το ποσό των συντάξεων που καταβλήθηκαν από φορείς άλλου κράτους μέλους αν έχουν καταβληθεί στο άλλο αυτό κράτος μέλος εισφορές ασφαλίσεως επί των εισοδημάτων που προέρχονται από τη δραστηριότητα στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος. Στους ενδιαφερόμενους εναπόκειται να αποδείξουν ότι όντως καταβλήθηκαν οι προγενέστερες εισφορές ασφαλίσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, δεν απαγορεύει, κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών ασθενείας που έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου συντάξεων που καταβάλλονται από φορείς αυτού του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση παροχών βάσει του άρθρου 27 του εν λόγω κανονισμού, να περιλαμβάνονται στη βάση αυτή, πλην των συντάξεων που λαμβάνονται στο κράτος μέλος κατοικίας, οι καταβαλλόμενες από φορείς άλλου κράτους μέλους συντάξεις, στον βαθμό που οι εν λόγω εισφορές ασφαλίσεως δεν υπερβαίνουν το ποσό των συντάξεων που χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας.

2)      Ωστόσο, το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει να λαμβάνεται υπόψη το ποσό των συντάξεων που καταβλήθηκαν από φορείς άλλου κράτους μέλους αν έχουν καταβληθεί στο άλλο αυτό κράτος μέλος εισφορές ασφαλίσεως επί των εισοδημάτων που προέρχονται από τη δραστηριότητα στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος. Στους ενδιαφερόμενους εναπόκειται να αποδείξουν το ότι όντως καταβλήθηκαν οι προγενέστερες εισφορές ασφαλίσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.