Υπόθεση C-157/05
Winfried L. Holböck
κατά
Finanzamt Salzburg-Land
(αίτηση του Verwaltungsgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Ελευθερία εγκατάστασης — Φορολογία εισοδήματος — Διανομή μερισμάτων — Εισοδήματα από κεφάλαια που προέρχονται από τρίτη χώρα»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής
(Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ)
2. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες
(Άρθρα 56 ΕΚ και 57 § 1 ΕΚ)
1. Εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας φορολογούνται τα μερίσματα, η δε βάση επιβολής του φόρου εξαρτάται από το αν τα μερίσματα είναι ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της συμμετοχής του μεριδούχου στη διανέμουσα εταιρία, ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 43 ΕΚ, περί ελευθερίας εγκατάστασης, όσο και του άρθρου 56 ΕΚ, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
Πάντως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων του περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως κεφαλαίου της Συνθήκης σε περίπτωση που μεριδούχος εισπράττει μερίσματα από εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα εταιρία. Πράγματι, το εν λόγω κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του στις περιπτώσεις εγκατάστασης σε τρίτη χώρα υπηκόου κράτους μέλους ή εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους.
(βλ. σκέψεις 24, 28-29)
2. Το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 56 ΕΚ δεν απαγορεύει την εφαρμογή από κράτος μέλος νομοθεσίας προγενέστερης της 31ης Δεκεμβρίου 1993, η οποία, ενώ υποβάλει τον μεριδούχο που εισπράττει μερίσματα από ημεδαπή εταιρία σε φορολογικό συντελεστή ίσο προς το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή, υποβάλλει τον μεριδούχο που εισπράττει μερίσματα από εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα και της οποίας κατέχει τα δύο τρίτα του κεφαλαίου στον συνήθη συντελεστή φορολογίας εισοδήματος.
Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο μεριδούχος αυτός επικαλείται βάσιμα το άρθρο 56 ΕΚ, ο περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων που περιλαμβάνουν άμεσες επενδύσεις, όπως είναι η δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων αλλοδαπής προέλευσης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον αφορά συμμετοχές αποκτώμενες με σκοπό τη δημιουργία ή τη διατήρηση σταθερών και άμεσων οικονομικών δεσμών μεταξύ του μεριδούχου και της οικείας εταιρίας και παρέχει στον μεριδούχο τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας ή στον έλεγχό της, όπως είναι η περίπτωση της δυσμενέστερης φορολογικής μεταχείρισης των μερισμάτων αλλοδαπής προέλευσης που προέρχονται από συμμετοχή ίση με τα δύο τρίτα του κεφαλαίου της διανέμουσας εταιρίας.
(βλ. σκέψεις 36-38, 44-45 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 24ης Μαΐου 2007 (*)
«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Ελευθερία εγκατάστασης – Φορολογία εισοδήματος – Διανομή μερισμάτων – Εισοδήματα από κεφάλαια που προέρχονται από τρίτη χώρα»
Στην υπόθεση C-157/05,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2005, στο πλαίσιο της διαδικασίας
Winfried L. Holböck
κατά
Finanzamt Salzburg-Land,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, G. Arestis, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Y. Bot
γραμματέας: R. Grass,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο W. Holböck, εκπροσωπούμενος από τον W.-D. Arnold, Rechtsanwalt,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Díaz Abad,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και C. Jurgensen,
– η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τους H. G. Sevenster και M. de Grave,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τον T. Ward, barrister,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και G. Braun,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 ΕΚ έως 58 ΕΚ.
2 Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του W. Holböck και του Finanzamt Salzburg-Land ως προς τη φορολόγηση μερισμάτων που εισέπραξε ο W. Holböck από εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.
Το νομικό πλαίσιο
3 Το άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 4, του αυστριακού νόμου του 1988, περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz 1988, BGBl. 400/1988, στο εξής: EStG 1988), όριζε, πριν την τροποποίησή του από τον νόμο του 1993 περί φορολογικής μεταρρύθμισης (Steuerreformgesetz 1993, BGBl. 818/1993), τα εξής:
«(1) Ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται:
– Όσον αφορά τις προσόδους από πραγματικές διανομές κερδών (παράγραφος 4) […] στο ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή που ισχύει για ολόκληρο το εισόδημα·
[…]
(4) Αποτελούν προσόδους από μερίδια:
1. οι πραγματικές διανομές μερισμάτων μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών ή ημεδαπών εμπορικών συνεταιρισμών
[…]»
4 Οι προπαρατεθείσες διατάξεις, κατόπιν τροποποίησής τους από τον νόμο του 1993 περί φορολογικής μεταρρύθμισης, προβλέπουν τα εξής:
«(1) Ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται:
3. όσον αφορά τις προσόδους από μερίδια (παράγραφος 4) […] στο ήμισυ του φορολογικού συντελεστή που ισχύει για ολόκληρο το εισόδημα.
[…]
(4) Πρόσοδοι από μερίδια είναι:
1. Τα εισοδήματα από την κατοχή μεριδίων:
α) κάθε είδους κέρδη από συμμετοχές σε ημεδαπές κεφαλαιουχικές εταιρίες ή ημεδαπούς εμπορικούς συνεταιρισμούς υπό τη μορφή μετοχών ή εταιρικών μεριδίων […]
[…]»
5 Σύμφωνα με την εθνική αυτή νομοθεσία περί φορολογίας εισοδήματος (στο εξής: εθνική νομοθεσία), τα κέρδη ημεδαπών εταιριών που διανέμονται σε φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στην Αυστρία φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ (Hälftesteuersatz).
6 Αντίθετα, τα κέρδη αλλοδαπών ανωνύμων εταιριών που διανέμονται σε φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στην Αυστρία υπόκεινται στην κανονική φορολογία εισοδήματος.
7 Όσον αφορά τη φορολόγηση κερδών από πραγματικές διανομές κερδών, ούτε ο νόμος του 1993 περί φορολογικής μεταρρύθμισης ούτε ο νόμος του 1996 περί διαρθρωτικών αναπροσαρμογών (Strukturanpassungsgesetz, BGBl. 201/1996) τροποποίησαν το νομικό καθεστώς για τον μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1993 χρόνο.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
8 Ο W. Holböck κατοικεί στην Αυστρία όπου βρίσκεται επίσης το κέντρο των συμφερόντων του. Είναι διαχειριστής της CBS Conmeth Business Systems GmbH, που εδρεύει στην Αυστρία και δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας καλλυντικών.
9 Μοναδικός μέτοχος της εν λόγω εταιρίας είναι η CBS Conmeth Business Systems AG, που εδρεύει στην Ελβετία. Ο W. Holböck κατέχει τα δύο τρίτα του κεφαλαίου της δεύτερης αυτής εταιρίας.
10 Ο W. Holböck εισέπραξε μερίσματα κατά τα έτη 1992 έως 1996 λόγω της συμμετοχής του στο εταιρικό κεφάλαιο της CBS Conmeth Business Systems AG. Τα μερίσματα αυτά φορολογούνται στην Αυστρία ως εισοδήματα από κεφάλαια με πλήρη φορολογικό συντελεστή.
11 Δεδομένου ότι η είσπραξη του φόρου αυτού ήταν επισφαλής, η Finanzlandesdirektion für Salzburg –που αντικαταστάθηκε μεταγενέστερα από το Finanzamt Salzburg-Land– διέταξε, με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2000, τη σύσταση, επί της περιουσίας του W. Holböck, πράξης περί διασφαλίσεως της απαιτήσεως από τον φόρο εισοδήματός του για τα έτη 1992 έως 1996 για συνολικό ποσό 118 944 088 αυστριακών σελινιών (ATS). Ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof.
12 Ο W. Holböck, με την προσφυγή του, υποστηρίζει ότι η διασυνοριακή καταβολή μερισμάτων από εταιρία που εδρεύει στην Ελβετία σε Αυστριακό μεριδούχο εμπίπτει στο άρθρο 56 ΕΚ που απαγορεύει κάθε περιορισμό στην κίνηση των κεφαλαίων ακόμη και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία φορολογεί τα μερίσματα που διανέμουν εταιρίες εγκατεστημένες στην Αυστρία σε φυσικά πρόσωπα με το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή, ενώ τα μερίσματα από την αλλοδαπή υπόκεινται σε πλήρη φορολόγηση, φέρεται να συνιστά άνιση μεταχείριση για την οποία δεν υφίσταται κανένας δικαιολογητικός λόγος.
13 Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο, όταν αποφάνθηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-315/02, Lenz (Συλλογή 2004, σ. I-7063) ως προς το φορολογικό καθεστώς των εισοδημάτων από κεφάλαια στην Αυστρία, περιορίστηκε στα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη εισοδήματα από κεφάλαια.
14 Το αιτούν δικαστήριο, αναφερόμενο στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά το οποίο το άρθρο 56 ΕΚ δεν θίγει την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, θεωρεί ότι η έννοια των «άμεσων επενδύσεων» δεν έχει επαρκώς διευκρινιστεί.
15 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Verwaltungsgerichtshof ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 56 ΕΚ επ.) η εθνική ρύθμιση η οποία ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 1993 (και η οποία εξακολούθησε να ισχύει και μετά την προσχώρηση της Αυστρίας [στην ΕΕ] την 1η Ιανουαρίου 1995), σύμφωνα με την οποία τα μερίσματα από μετοχές ημεδαπών εταιρειών φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή ίσο προς το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή που ισχύει για ολόκληρο το εισόδημα, ενώ τα μερίσματα από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει σε τρίτη χώρα (εν προκειμένω: στην Ελβετία), στην οποία ο υποκείμενος στον φόρο μετέχει κατά τα 2/3, φορολογούνται πάντοτε με τον κανονικό συντελεστή του φόρου εισοδήματος;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
16 Το αιτούν δικαστήριο, με το ερώτημά του, ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους που φορολογεί τα μερίσματα από εταιρία που εδρεύει σε τρίτη χώρα στην οποία ο φορολογούμενος μετέχει κατά τα δύο τρίτα με τον κανονικό συντελεστή του φόρου εισοδήματος, ενώ φορολογεί τον μέτοχο που εισπράττει τα μερίσματα από ημεδαπή εταιρία με το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή.
17 Ο W. Holböck και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αναφερόμενοι στην προμνησθείσα απόφαση Lenz, υποστηρίζουν ότι η εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
18 Η Επιτροπή, σε αντίθεση με τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, υποστηρίζει ότι η είσπραξη μερισμάτων που διανέμονται από αλλοδαπή εταιρία της οποίας ο δικαιούχος μέτοχος κατέχει μερίδιο ίσο προς τα δύο τρίτα του εταιρικού κεφαλαίου εμπίπτει στην έννοια των «άμεσων επενδύσεων» του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ. Δεδομένου ότι η εν λόγω νομοθεσία ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 1993, εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη από την απαγόρευση περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών όπως ορίζεται στο άρθρο 56 ΕΚ.
19 Αντίθετα, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κυρίως, ότι η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να εξετασθεί παρά υπό το πρίσμα των διατάξεων περί ελευθερίας εγκατάστασης και όχι περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Ωστόσο, δοθέντος ότι η ελευθερία αυτή δεν αφορά την εγκατάσταση υπηκόου κράτους μέλους σε τρίτη χώρα, ο W. Holböck δεν μπορεί να επικαλεστεί την ελευθερία εγκατάστασης για να αμφισβητήσει την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στα μερίσματα που εισέπραξε από εταιρία που εδρεύει στην Ελβετία, τα δύο τρίτα του κεφαλαίου της οποίας του ανήκουν.
20 Στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, οι κυβερνήσεις αυτές, όπως και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, συντάσσονται με τη θέση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία μια τέτοια νομοθεσία εμπίπτει οπωσδήποτε στην εξαίρεση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.
21 Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη πρέπει να την ασκούν τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. Ι-4071, σκέψη 32· Lenz, όπ.π., σκέψη 19, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-319/02, Manninen, Συλλογή 2004, σ. I-7477, σκέψη 19).
22 Όσον αφορά το ζήτημα σε ποια κοινοτική ελευθερία εμπίπτει μια εθνική νομοθεσία, από σταθερή πλέον νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, Συλλογή 2006, σ. Ι-7995, σκέψεις 31 έως 33· της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-452/04, Fidium Finanz, Συλλογή 2006, σ. Ι-9521, σκέψεις 34 και 44 έως 49· της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 37 και 38 και C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 36, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 26 έως 34).
23 Αντίθετα προς τις υποθέσεις που οδήγησαν στις προαναφερθείσες αποφάσεις Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (σκέψεις 31 και 32) καθώς και Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (σκέψεις 28 έως 33), η εθνική νομοθεσία δεν εφαρμόζεται μόνο στα μερίδια συμμετοχής που καθιστούν δυνατή την άσκηση σημαντικής επιρροής στις αποφάσεις και στον καθορισμό των δραστηριοτήτων μιας εταιρίας.
24 Συγκεκριμένα, εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας φορολογούνται τα μερίσματα, η δε βάση επιβολής του εξαρτάται από το αν τα μερίσματα είναι ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της συμμετοχής του μεριδούχου στη διανέμουσα εταιρία, ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 43 ΕΚ, περί ελευθερίας εγκατάστασης, όσο και του άρθρου 56 ΕΚ, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψεις 37 και 38, καθώς και Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψεις 36, 80 και 142).
25 Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας δεν προσκρούει σε καμία από τις εν λόγω ελευθερίες.
26 Αφενός, όσον αφορά τις σχετικές με την ελευθερία εγκατάστασης διατάξεις της Συνθήκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 43 ΕΚ εγγυάται την ελευθερία εγκατάστασης των υπηκόων κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους, γεγονός που περικλείει τη δυνατότητα ασκήσεως μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει για τους δικούς της υπηκόους η νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως (βλ. αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C-251/98, Baars, Συλλογή 2000, σ. Ι-2787, σκέψη 27, και της 11ης Μαρτίου 2004, C-9/02, De Lasteyrie du Saillant, Συλλογή 2004, σ. I-2409, σκέψη 40).
27 Κατά επίσης σταθερή πλέον νομολογία του Δικαστηρίου, έστω και αν οι διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με το γράμμα τους, να εξασφαλίζουν εντός του κράτους μέλους υποδοχής την ίση μεταχείριση των αλλοδαπών με τους ημεδαπούς, απαγορεύουν εξίσου στο κράτος μέλος καταγωγής να εμποδίζει την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ενός από τους υπηκόους του ή μιας εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του (βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer, Συλλογή 2005, σ. Ι-10837, σκέψη 31, καθώς και Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, όπ.π., σκέψη 42).
28 Πάντως, το περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως κεφάλαιο της Συνθήκης δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της στις περιπτώσεις εγκατάστασης σε τρίτη χώρα υπηκόου κράτους μέλους ή εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 10ης Μαΐου 2007, Α και Β, C-102/05, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29).
29 Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων του εν λόγω κεφαλαίου σε παρόμοια με την υπό κρίση στην κύρια δίκη υπόθεση.
30 Αφετέρου, όσον αφορά τις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων διατάξεις της Συνθήκης, το Δικαστήριο έχει κρίνει βεβαίως με τις σκέψεις 20 έως 22 της προαναφερθείσας απόφασης Lenz, ότι η εθνική νομοθεσία, στο μέτρο που εξαρτά την επιβολή ενός τελικού φόρου με σταθερό συντελεστή 25% ή του συνήθους φόρου εισοδήματος με συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω εισοδήματα πραγματοποιούνται στην Αυστρία, έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποθαρρύνει τους φορολογούμενους που κατοικούν στην Αυστρία να επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη, αλλά έχει επίσης περιοριστικό αποτέλεσμα για τις εν λόγω εταιρίες, καθόσον συνιστά γι’ αυτές εμπόδιο στην αναζήτηση κεφαλαίων στην Αυστρία. Κατά το Δικαστήριο, μια τέτοια νομοθεσία συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, που απαγορεύεται καταρχήν από το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ.
31 Πάντως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι υπήκοος κράτους μέλους που κατέχει τα δύο τρίτα του κεφαλαίου εταιρίας που εδρεύει σε τρίτη χώρα δικαιούται να επικαλεστεί την απαγόρευση των περιορισμών της κίνησης κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, για να εναντιωθεί στην εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής επί των μερισμάτων που εισέπραξε από τέτοια εταιρία, στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισήμαναν τόσο οι Κυβερνήσεις της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και η Επιτροπή, η εν λόγω νομοθεσία εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.
32 Πράγματι, από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το άρθρο 56 ΕΚ δεν εμποδίζει την εφαρμογή, στις τρίτες χώρες, των περιορισμών που υφίστανται στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου ως προς την κίνηση των κεφαλαίων προς και από τρίτες χώρες όταν εμπλέκονται άμεσες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων ακινήτων, της εγκατάστασης, της παροχής οικονομικών υπηρεσιών ή της εισαγωγής τίτλων στην κεφαλαιαγορά.
33 Αν και η Συνθήκη δεν ορίζει την έννοια των «άμεσων επενδύσεων», η έννοια αυτή ορίζεται στην ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης [άρθρο το οποίο καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ] (ΕΕ L 178, σ. 5) (απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψεις 177 και 178).
34 Όπως προκύπτει από την απαρίθμηση των «άμεσων επενδύσεων» που περιλαμβάνεται στην πρώτη στήλη της εν λόγω ονοματολογίας και τις σχετικές επεξηγηματικές σημειώσεις, η έννοια των άμεσων επενδύσεων αφορά πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψεις 180 και 181).
35 Όσον αφορά τη συμμετοχή σε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις, όπως επιβεβαιώνεται από τις εν λόγω επεξηγηματικές σημειώσεις, ο σκοπός της δημιουργίας ή της διατηρήσεως σταθερών οικονομικών δεσμών προϋποθέτει ότι οι μετοχές παρέχουν στον μέτοχο, είτε βάσει διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί μετοχικών εταιριών είτε άλλως, τη δυνατότητα να μετέχει ουσιαστικά στη διαχείριση της εταιρίας αυτής ή στον έλεγχό της (απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψη 182).
36 Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων της κύριας δίκης, οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων που σχετίζονται με άμεσες επενδύσεις ή με εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ καλύπτουν όχι μόνον τις ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας που, κατά την εφαρμογή τους σε κινήσεις κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες, περιορίζουν τις επενδύσεις ή την εγκατάσταση, αλλά και τις ρυθμίσεις που περιορίζουν την καταβολή μερισμάτων που οι επενδύσεις αυτές αποφέρουν (βλ. απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψη 183).
37 Κατά συνέπεια, ο περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων, όπως είναι η δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων αλλοδαπής προέλευσης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον αφορά συμμετοχές αποκτώμενες με σκοπό τη δημιουργία ή τη διατήρηση σταθερών και άμεσων οικονομικών δεσμών μεταξύ του μετόχου και της οικείας εταιρίας και παρέχει στον μέτοχο τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας ή στον έλεγχό της (απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψη 185).
38 Όπως επισήμαναν η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, τέτοια είναι η περίπτωση της δυσμενέστερης φορολογικής μεταχείρισης μερισμάτων αλλοδαπής προέλευσης που προέρχονται από συμμετοχή ίση με τα δύο τρίτα του κεφαλαίου της διανέμουσας εταιρίας.
39 Από το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει, έναντι τρίτων χωρών, περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, οι οποίοι εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, έστω και αν αντιβαίνουν στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων του άρθρου 56 ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί προϋπήρχαν της 31ης Δεκεμβρίου 1993 (απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψη 187).
40 Αν και εναπόκειται, καταρχήν, στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενο της νομοθεσίας που υφίσταται σε συγκεκριμένο χρόνο, προσδιοριζόμενο με κοινοτική πράξη, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στοιχεία ερμηνείας της κοινοτικής έννοιας που αποτελεί σημείο αναφοράς για την εφαρμογή ενός κατά παρέκκλιση ισχύοντος κοινοτικού συστήματος σε εθνική νομοθεσία «υφισταμένη» σε συγκεκριμένο χρόνο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97, Κonle, Συλλογή 1999, σ. Ι-3099, σκέψη 27, και Test Claimants in the FII Group Litigation, όπ.π., σκέψη 191).
41 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κάθε εθνική ρύθμιση που θεσπίζεται μετά από συγκεκριμένο χρόνο προσδιοριζόμενο με κοινοτική πράξη δεν αποκλείεται, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, από το σύστημα παρεκκλίσεων που καθιερώνει η οικεία κοινοτική πράξη. Συγκεκριμένα, θα τύχει της παρεκκλίσεως διάταξη που κατ’ ουσίαν ταυτίζεται με την προηγούμενη ή απλώς περιορίζει ή εξαλείφει εμπόδιο από την άσκηση των κοινοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιλαμβάνονται στην προϋφιστάμενη νομοθεσία. Αντιθέτως, νομοθεσία βασιζόμενη σε διαφορετική λογική απ’ ό,τι η προηγούμενη, η οποία θέτει σε εφαρμογή νέες διαδικασίες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υφιστάμενη κατά την ημερομηνία που ορίζει η σχετική κοινοτική πράξη (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Konle, σκέψεις 52 και 53, καθώς και Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 192).
42 Στην προκειμένη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο διευκρίνισε, με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ότι το φορολογικό καθεστώς που, κατά την ημερομηνία που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, εφαρμοζόταν στην Αυστρία στα μερίσματα που διένεμαν εταιρίες εδρεύουσες σε τρίτες χώρες βασιζόταν στον ΕStG του 1988, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο του 1993 περί φορολογικής μεταρρύθμισης και από τον νόμο του 1996 περί διαρθρωτικών αναπροσαρμογών. Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, στον τομέα της φορολόγησης της πραγματικής διανομής κερδών, σε σχέση με τις διατάξεις που θεσπίστηκαν πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1993 από τον EStG του 1988, οι νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1993 δεν άλλαξαν το εφαρμοστέο στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης νομικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένου του μετά την ημερομηνία αυτή χρόνου.
43 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εθνική νομοθεσία προϋπήρχε της 31ης Δεκεμβρίου 1993, υπό την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.
44 Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένας φορολογούμενος που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες με τον W. Holböck δικαιούται να επικαλεστεί το άρθρο 56 ΕΚ, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας σε περιπτώσεις όπως η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αντιβαίνει στο άρθρο αυτό.
45 Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα που υποβλήθηκε είναι ότι το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 56 ΕΚ δεν εμποδίζει την εφαρμογή από κράτος μέλος νομοθεσίας που ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 1993, δυνάμει της οποίας μέτοχος που εισπράττει μερίσματα από ημεδαπή εταιρία φορολογείται με συντελεστή ίσο με το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή, ενώ μέτοχος που κατέχει τα δύο τρίτα από το κεφάλαιο εταιρίας που εδρεύει σε τρίτη χώρα και εισπράττει μερίσματα από αυτήν φορολογείται με τον κανονικό συντελεστή φορολογίας εισοδήματος.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 56 ΕΚ δεν εμποδίζει την εφαρμογή από κράτος μέλος νομοθεσίας που ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 1993, δυνάμει της οποίας μέτοχος που εισπράττει μερίσματα από ημεδαπή εταιρία φορολογείται με συντελεστή ίσο με το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή, ενώ μέτοχος που κατέχει τα δύο τρίτα από το κεφάλαιο εταιρίας που εδρεύει σε τρίτη χώρα και εισπράττει μερίσματα από αυτήν φορολογείται με τον κανονικό συντελεστή φορολογίας εισοδήματος.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.