Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση T-211/05

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που οι ιταλικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Επηρεασμός του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου – Προσβολή του ανταγωνισμού»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτική φάση και φάση εκατέρωθεν ακροάσεως – Συμβατό ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Δυσχέρειες εκτιμήσεως – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία εκατέρωθεν ακροάσεως – Υποχρέωση προηγουμένης εξετάσεως του μέτρου ενισχύσεως μαζί με το οικείο κράτος μέλος και εξετάσεως της καταστάσεως υπό το φως των στοιχείων που παρέσχε το κράτος αυτό

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 88 §§ 2 και 3 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 4)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Εξέταση των σχεδίων ενισχύσεων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση της κινήσεως της διαδικασία επίσημης έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ και 253 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο φορολογικής ελαφρύνσεως εφαρμοζόμενο στις νεοεισαχθείσες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις – Εμπίπτει – Δικαιολόγηση βάσει της φύσεως και της οικονομίας του εθνικού φορολογικού συστήματος – Υποχρέωση αποδείξεως βαρύνουσα το οικείο κράτος μέλος

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Ενίσχυση μικρού ύψους σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να τύχουν της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

1.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων που καθιερώνει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη τόσο ως προς το αν το οικείο μέτρο έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως όσο και ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά και, αφετέρου, του επίσημου σταδίου εξετάσεως που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Μόνο στο πλαίσιο του τελευταίου, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ αν μια πρώτη εξέταση δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν από την εξέταση του ζητήματος αν ένα κρατικό μέτρο που υποβλήθηκε στον έλεγχό της αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, τουλάχιστον όταν, κατά την πρώτη αυτή εξέταση, δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο μέτρο, αν υποτεθεί ότι αποτελεί ενίσχυση, συμβιβάζεται εν πάση περιπτώσει με την κοινή αγορά

Λαμβανομένων υπόψη των εννόμων συνεπειών της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντας προσωρινώς τα επίμαχα μέτρα ως νέες ενισχύσεις, ενώ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να μη συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό αυτόν, οφείλει να συζητεί προηγουμένως το θέμα των επίμαχων μέτρων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχεται στο τελευταίο η δυνατότητα να αναφέρει, ενδεχομένως, στην Επιτροπή ότι, κατά τη γνώμη του, τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις ή ότι αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 35-37)

2.      Στο πλαίσιο προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να έχει δοθεί η δυνατότητα στο οικείο κράτος μέλος να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του ως προς τα στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της. Ωστόσο, για να συνεπάγεται μια προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο ακύρωση της τελικής απόφασης, πρέπει, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, να μπορούσε η διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Το βάρος αποδείξεως συναφώς φέρει το οικείο κράτος μέλος, διότι κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά τυπικό ελάττωμα που προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα επικαλεσθεί το ειδικό αρνητικό αποτέλεσμα της παραβλέψεως αυτής επί των δικαιωμάτων του.

(βλ. σκέψη 45)

3.      Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και αποτελεί, ειδικότερα, μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, επιβάλλει να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο μέρος, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που προβάλλει η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης ΕΚ. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, «στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για τη συμβατότητα του μέτρου με την κοινή αγορά». Η απόφαση αυτή περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετάσχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό στην επίσημη διαδικασία έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Η Επιτροπή δεν οφείλει να πληροφορήσει το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θέση της προτού εκδώσει την απόφασή της, εφόσον το κράτος μέλος έχει κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

(βλ. σκέψεις 53-54, 58)

4.      Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έχει εκδοθεί. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας και, αφετέρου, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να μπορέσουν να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως.

Περαιτέρω, στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί να μελετήσει τα γενικά χαρακτηριστικά του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να οφείλει να εξετάσει κάθε επιμέρους περίπτωση εφαρμογής, προκειμένου να εξακριβώσει αν το καθεστώς αυτό περιλαμβάνει στοιχεία ενισχύσεως.

Η Επιτροπή, μολονότι οφείλει να αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, τουλάχιστον τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση, όταν από τις συνθήκες αυτές μπορεί να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, δεν οφείλει ωστόσο να προχωρήσει σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως των οικείων αγορών, του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι επιχειρήσεις δικαιούχοι της ενισχύσεως, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, σε περίπτωση ενισχύσεων παρανόμως χορηγηθεισών, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια υποχρέωση θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν παράνομες ενισχύσεις εις βάρος εκείνων που κοινοποιούν το σχέδιο των ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 68-69, 87, 158)

5.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Τούτο ισχύει στην περίπτωση φορολογικού πλεονεκτήματος που χορηγείται μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν εισαχθεί σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο κατά τη σύντομη περίοδο εφαρμογής ενός καθεστώτος ενισχύσεων, ενώ κάθε άλλη επιχείρηση αποκλείεται από τα οφέλη του καθεστώτος αυτού, είτε πρόκειται για τις ήδη εισαχθείσες στο χρηματιστήριο εταιρίες είτε για εκείνες που δεν πληρούν ούτε μπορούν να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο κατά την περίοδο που καλύπτεται από το καθεστώς ενισχύσεων.

Όσον αφορά τη δικαιολόγηση των επίμαχων μέτρων από τη φύση και την οικονομία του εθνικού φορολογικού συστήματος, αν η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται σε σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που επιδιώκει το γενικό σύστημα, το επίμαχο μέτρο θεωρείται καταρχήν ότι πληροί την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο εισήγαγε μια τέτοια διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων στον τομέα των επιβαρύνσεων να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται πράγματι από τη φύση και την οικονομία του οικείου συστήματος.

(βλ. σκέψεις 119-120, 125)

6.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις οι οποίες επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

Ακόμη και μια σχετικά μικρού ύψους ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο αν ο τομείς εντός των οποίων δραστηριοποιούνται οι δικαιούχοι επιχειρήσεις χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό.

Περαιτέρω, αφ’ ης στιγμής η δημόσια αρχή ευνοεί μια εταιρία δραστηριοποιούμενη σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό, χορηγώντας της πλεονέκτημα, υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού ή κίνδυνος στρεβλώσεως. Αν το πλεονέκτημα είναι μικρό, ο ανταγωνισμός ναι μεν στρεβλώνεται σε μικρότερο βαθμό, πλην όμως στρεβλώνεται. Η απαγόρευση όμως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει για κάθε ενίσχυση που στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το ύψος της, στον βαθμό που επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 151-152, 154-155)

7.      Η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει.

Καταρχήν, οι λειτουργικές ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζει η διάταξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 170, 173)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που οι ιταλικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών – Προσβολή του ανταγωνισμού»

Στην υπόθεση T-211/05,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον I. Braguglia, στη συνέχεια από τον R. Adam και τέλος από την I. Bruni, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Di Bucci και την E. Righini,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/261/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2005, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 8/2004 (πρώην NN 164/2003) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο (ΕΕ 2006, L 94, σ. 42),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Τα επίμαχα εθνικά μέτρα

1        Το καθεστώς ενισχύσεων που η Ιταλική Δημοκρατία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο θεσπίστηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, και το άρθρο 11 του decreto legge n° 269 (su) disposizioni urgenti per favorire lo sviluppo e per la correzione dell’andamento dei conti pubblici (νομοθετικό διάταγμα περί θεσπίσεως έκτακτων διατάξεων για την ενίσχυση της ανάπτυξης και για τη διόρθωση της πορείας των δημοσίων οικονομικών, στο εξής: ΝΔ 269/2003), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια στον legge n° 326 (νόμο 326), της 24ης Νοεμβρίου 2003. Το καθεστώς ενισχύσεων τέθηκε σε ισχύ στις 2 Οκτωβρίου 2003, ημερομηνία δημοσίευσης του ΝΔ 269/2003 στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (GURI, Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας), χωρίς να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003 προβλέπει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του φόρου εισοδήματος εταιριών, κάθε εταιρία που ασκεί δραστηριότητα κατά την ημερομηνία της ενάρξεως της ισχύος του [ΝΔ 269/2003] τυγχάνει, πέραν της τακτικής εκπτώσεως, εκπτώσεως από το φορολογητέο εισόδημα των ακόλουθων επιβαρύνσεων:

[…]

d)      το ποσό των δαπανών για την εισαγωγή σε ένα εποπτευόμενο χρηματιστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 11 του [ΝΔ 269/2003].»

3        Το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003 προβλέπει τα εξής:

«1.      Σε κάθε εταιρία της οποίας οι μετοχές θα εισαχθούν σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του [ΝΔ 269/2003] και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004 θα χορηγηθεί μειωμένος φορολογικός συντελεστής 20 % για το φορολογικό έτος της εισαγωγής στο χρηματιστήριο, καθώς και για τα δύο επόμενα φορολογικά έτη, εφόσον οι μετοχές της δεν έχουν εισαχθεί προηγουμένως προς διαπραγμάτευση σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] και εφόσον, προκειμένου να εισαχθεί στο χρηματιστήριο, δημοσίευσε προσφορά αναλήψεως των μετοχών της συνεπαγόμενη αύξηση ίση ή μεγαλύτερη του 15 % της καθαρής της περιουσίας που είναι εγγεγραμμένη στον ισολογισμό της χρήσεως προ της ενάρξεως της προσφοράς, μετά την αφαίρεση των κερδών της χρήσεως.

2.      Το ανώτατο ύψος καθαρού δηλωθέντος εισοδήματος που υπόκειται σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, είναι 30 εκατομμύρια ευρώ.

3.      Αν οι μετοχές που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εξαιρούνται από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και εκτός από την περίπτωση του άρθρου 133 του νομοθετικού διατάγματος 58, της 24ης Φεβρουαρίου 1998 [ήτοι την περίπτωση εταιρίας εισαχθείσας κατόπιν σε άλλο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο αξιών που διασφαλίζει επίπεδο προστασίας των επενδυτών ισοδύναμο προς αυτό που διασφαλίζει το ιταλικό χρηματιστήριο], το ευεργέτημα της εκπτώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή περιορίζεται στα φορολογικά έτη που έκλεισαν πριν από την ανάκληση.

4.      Η έκπτωση που προβλέπεται στα άρθρα 1 επ. του νομοθετικού διατάγματος 466 της 18ης Δεκεμβρίου 1997 δεν εφαρμόζεται στις εταιρίες που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κατά τα φορολογικά έτη κατά τα οποία οι εν λόγω εταιρίες τυγχάνουν της εκπτώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. Οι εταιρίες αυτές μπορούν ωστόσο να επιλέξουν την εφαρμογή της εκπτώσεως που προβλέπει το προπαρατεθέν νομοθετικό διάταγμα 466 της 18ης Δεκεμβρίου 1997, αντί της εκπτώσεως που προβλέπει το [ΝΔ 269/2003].»

4        Το decreto legislativo n° 466 (sul) riordino delle imposte personali sul reddito al fine di favorire la capitalizzazione delle imprese, a norma dell’art. 3, comma 162, lettere a), b), c), d) ed f), della legge 23 dicembre 1996, n° 662 [νομοθετικό διάταγμα περί αναδιοργάνωσης των προσωπικών φόρων εισοδήματος με σκοπό την προαγωγή της κεφαλαιοποίησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3, εκατοστό εξηκοστό δεύτερο εδάφιο, στοιχεία a, b, c, d και f, του νόμου 662 της 23ης Δεκεμβρίου 1996], της 18ης Δεκεμβρίου 1997, που δημοσιεύθηκε στο τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 3, της 5ης Ιανουαρίου 1998, θέσπισε ένα μηχανισμό ελαφρύνσεων αποκαλούμενο «Super DIT» (στο εξής: Super DIT). Ο Super DIT προβλέπει, μεταξύ άλλων, μια πρόσθετη μείωση κατά 7 % του φορολογικού συντελεστή που εφαρμόζεται στη συνήθη χρηματοδότηση της αυξήσεως του επενδεδυμένου κεφαλαίου και ο οποίος δεν μπορεί να καταλήξει σε μέσο φορολογικό συντελεστή μικρότερο του 20 %, για τις εταιρίες των οποίων οι τίτλοι συμμετοχής έχουν εισαχθεί σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο για τα τρία φορολογικά έτη μετά το έτος της πρώτης εισαγωγής στο χρηματιστήριο. Ο Super DIT καταργήθηκε με τον legge no 383 (su) primi interventi per il rilancio dell’economia (νόμο περί των πρώτων παρεμβάσεων για την αναθέρμανση της οικονομίας), της 18ης Οκτωβρίου 2001, που δημοσιεύθηκε στην GURI αριθ. 248, της 24ης Οκτωβρίου 2001. Ωστόσο, οι εταιρίες οι οποίες, στις 30 Ιουνίου 2001, είχαν διενεργήσει πράξεις αυξήσεως κεφαλαίου κατά την έννοια της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως εξακολουθούσαν να τυγχάνουν των εν λόγω ελαφρύνσεων.

5        Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, του ΝΔ 269/2003, οι ενδιαφερόμενες εταιρίες μπορούν να επιλέξουν μεταξύ των φορολογικών κινήτρων που χορηγεί το εν λόγω άρθρο και της εκπτώσεως που προβλέπει ο Super DIT.

2.     Διοικητική διαδικασία και προσβαλλόμενη απόφαση

6        Με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που θεσπίστηκαν με το ΝΔ 269/2003 και την έναρξη της ισχύος τους, υπενθυμίζοντάς τους τις υποχρεώσεις κοινοποιήσεως που υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

7        Με επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 2003, οι ιταλικές αρχές γνωστοποίησαν τα αιτηθέντα στοιχεία, διευκρινίζοντας, αφενός, ότι το ΝΔ 269/2003 επρόκειτο να μετατραπεί σε νόμο και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις του δεν θα επηρέαζαν τον καθορισμό της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2003.

8        Με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή υπενθύμισε εκ νέου στις ιταλικές αρχές τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και τις κάλεσε να πληροφορήσουν τους εν δυνάμει δικαιούχους των κινήτρων σχετικά με τις συνέπειες που προβλέπουν η Συνθήκη ΕΚ και το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), αν αποδεικνυόταν ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση. Οι ιταλικές αρχές δεν αντέδρασαν στην επιστολή αυτή.

9        Με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Δημοκρατία ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όσον αφορά τις φορολογικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, και το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003. Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 21 Απριλίου 2004.

10      Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2004 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE C 221, σ. 7).

11      Στις 16 και στις 27 Σεπτεμβρίου 2004, πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών με σκοπό να εξεταστούν ορισμένες πτυχές των επίμαχων μέτρων.

12      Στις 4 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους του Borsa Italiana SpA (Ιταλικού Χρηματιστηρίου ΑΕ). Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στις ιταλικές αρχές, που της κοινοποίησαν τα σχόλιά τους με επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 2004.

13      Στις 16 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/261/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 8/2004 (πρώην NN 164/2003) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο (ΕΕ 2006, L 94, σ. 42, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

14      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, καταρχάς, η Επιτροπή περιγράφει τη διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως (σημείο I) και τα επίμαχα μέτρα (σημείο II). Ακολούθως, εκθέτει τους λόγους οι οποίοι δικαιολόγησαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (σημείο III), τις παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών καθώς και των ενδιαφερομένων τρίτων (σημείο IV) και την εκτίμηση της επίμαχης ενισχύσεως (σημείο V).

15      Όσον αφορά την εκτίμησή της, πρώτον, η Επιτροπή αναφέρει ότι το υπό εξέταση καθεστώς ενισχύσεων παρέχει προφανή επιλεκτικά πλεονεκτήματα, διότι παρεκκλίνει από την κανονική λειτουργία του φορολογικού συστήματος και ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Δεύτερον, παρατηρεί ότι τα χορηγηθέντα πλεονεκτήματα προέρχονται από το κράτος υπό τη μορφή παραίτησης είσπραξης φορολογικών εσόδων που κατά κανόνα εισπράττονται από το ιταλικό Δημόσιο (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Τρίτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίμαχα μέτρα απειλούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, καθόσον οι δικαιούχες εταιρίες θα μπορούν να λειτουργήσουν σε διεθνείς αγορές και να ασκήσουν εμπορικές και άλλες οικονομικές δραστηριότητες σε αγορές χαρακτηριζόμενες από έντονο ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Τέταρτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι ιταλικές αρχές προχώρησαν στην εκτέλεση των επίμαχων μέτρων χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, οπότε συνιστούν παράνομη ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Πέμπτον, η Επιτροπή αφιερώνει τις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην εξέταση του συμβατού του καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, αποκλείοντας ότι αυτό μπορεί να τύχει των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

20      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν υπό μορφή φορολογικών κινήτρων υπέρ επιχειρήσεων εισηγμένων σε ένα ευρωπαϊκό εποπτευόμενο χρηματιστήριο, που προβλέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 1, [στοιχείο d] και από το άρθρο 11 του [ΝΔ 269/2003], που εφάρμοσε η [Ιταλική Δημοκρατία], είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

[Η Ιταλική Δημοκρατία] καταργεί το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 αρχής γενομένης από το φορολογικό οικονομικό έτος στο οποίο εμπίπτει η ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.      Η [Ιταλική Δημοκρατία] λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις του άρθρου 1 που τέθηκαν παράνομα στη διάθεσή τους.

2.      Η ανάκτηση εκτελείται χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

3.      Η ανάκτηση ολοκληρώνεται το συντομότερο. Ιδίως, σε περίπτωση που η ενίσχυση έχει ήδη χορηγηθεί μέσω μείωσης των πληρωμών των φόρων που οφείλονται κατά τη διάρκεια του τρέχοντος φορολογικού έτους, [η Ιταλική Δημοκρατία] πρέπει να εισπράξει στο ακέραιο τον οφειλόμενο φόρο με την τελευταία πληρωμή που προβλέπεται για το 2004. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, [η Ιταλική Δημοκρατία] ανακτά τον οφειλόμενο φόρο το αργότερο στο τέλος της φορολογικής περιόδου στην οποία εμπίπτει η ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης.

Στις προς ανάκτηση ενισχύσεις συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία οι ενισχύσεις διατέθηκαν στους δικαιούχους μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης.

5. Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004.

6. Εντός δύο μηνών από τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης, [η Ιταλική Δημοκρατία] εντέλλεται τους δικαιούχους των ενισχύσεων του άρθρου 1 να επιστρέψουν τις παράνομες ενισχύσεις μαζί με τους τόκους.

Άρθρο 4

Η [Ιταλική Δημοκρατία] πληροφορεί την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή. […] Η [Ιταλική Δημοκρατία] υποβάλλει εντός της ίδιας προθεσμίας όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την έναρξη της διαδικασίας ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων από τους δικαιούχους.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Μαΐου 2005, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν εγγράφως. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008.

24      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου και του άρθρου 253 ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη στην ιταλική έννομη τάξη ενός μέτρου που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με τα επίμαχα μέτρα. Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αντλούνται από παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ καθώς και από ελλιπή αιτιολογία. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως όσον αφορά μια συγκεκριμένη αιτίαση που διατυπώνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει, καταρχάς, την παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου, καθώς και στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, στη συνέχεια, την ελλιπή αιτιολογία, συγκεντρώνοντας το σύνολο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε συναφώς η Ιταλική Δημοκρατία, και, τέλος, την παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

1.     Επί της παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

27      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως τόσο με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως όσο και, σε συνδυασμό με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, χωρίς να την καλέσει να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα των επίμαχων μέτρων. Επικαλείται συναφώς την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2005, C-400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-3657, σκέψεις 29 έως 31). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει τα επίμαχα μέτρα μαζί με το κράτος μέλος πριν από την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου το κράτος αυτό να μπορεί να ισχυριστεί ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις ή ότι αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

29      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, με την από 22 Οκτωβρίου 2003 επιστολή της, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να διατυπώσει ένα γενικό αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με ένα σύνολο μέτρων, χωρίς καμία αναφορά στα άρθρα 1 και 11 του ΝΔ 269/2003, πράγμα που εμπόδισε τη διεξαγωγή μιας προκαταρκτικής συζήτησης σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά των επίμαχων μέτρων. Επιπλέον, στην από 19 Δεκεμβρίου 2003 επιστολή της, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν διέθετε στοιχεία βάσει των οποίων θα ήταν δυνατό να αποκλειστεί ότι τα μέτρα που προβλέπει το ΝΔ 269/2003 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες προς την κοινή αγορά. Λόγω ακριβώς αυτής της διατύπωσης, η εν λόγω επιστολή δεν παρέσχε τη δυνατότητα στις ιταλικές αρχές να κατανοήσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής έναντι των επίμαχων μέτρων. Έχοντας τονίσει στην ίδια αυτή επιστολή ότι δεν διέθετε στοιχεία βάσει των οποίων θα ήταν δυνατό να αποκλεισθεί ότι δύο από τους δυνητικούς δικαιούχους έτυχαν της φορολογικής μειώσεως του ΝΔ 269/2003, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, επιπλέον, τα στοιχεία που παρέσχον οι ιταλικές αρχές προκειμένου να αποδείξουν ότι τα εν λόγω μέτρα ουδόλως επηρέασαν την οφειλόμενη το 2003 προκαταβολή φόρου.

30      Από την παράγραφο 3 της εν λόγω επιστολής προκύπτει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι τα φορολογικά κίνητρα του άρθρου 11 του ΝΔ 269/2003 αποτελούσαν λειτουργική ενίσχυση. Η Επιτροπή παρέλειψε ωστόσο να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ή, τουλάχιστον, υποψιαζόταν, αφενός, ότι επρόκειτο για κρατικές ενισχύσεις και, αφετέρου, ότι επρόκειτο για λειτουργικές ενισχύσεις και ότι δεν μπορούσαν «κανονικά» να τύχουν της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Επιπλέον, δεδομένου ότι στην παράγραφο αυτή της επιστολής δεν γινόταν καμία αναφορά στο μέτρο του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο μπορούσε να συνιστά, κατά την Επιτροπή, επενδυτική ενίσχυση δυνάμενη να επιτραπεί σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

31      Με δεδομένο ότι ήταν αδύνατο υπό τις περιστάσεις αυτές να διεξαχθεί η παραμικρή προκαταρκτική συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία δεν θέλησε να απαντήσει στην επιστολή της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2003, έχοντας ήδη παράσχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες με την από 5 Νοεμβρίου 2003 επιστολή της.

32      Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί, επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής κατά τον οποίο δεν ήταν αναγκαίο, κατά την προκαταρκτική φάση, να διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως υφιστάμενης ενίσχυσης, λόγω του ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που τα μέτρα αυτά είχαν εισαγάγει έπρεπε να αξιολογηθούν ως αποτελούντα συνέχεια των πλεονεκτημάτων που είχαν προηγουμένως χορηγηθεί με το decreto legislativo 466 με το οποίο θεσπίστηκε ο Super DIT.

33      Εν πάση περιπτώσει, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν από τεχνικής απόψεως να ανασταλούν και ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν παρήγε κανένα ανασταλτικό αποτέλεσμα λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας εφαρμογής των επίμαχων μέτρων. Φρονεί ότι μπορούσε συνεπώς να μην ενεργήσει κατά της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, επιφυλασσόμενη του δικαιώματός της να προβάλει τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο της προσφυγής που θα ασκούσε κατά της τελικής αποφάσεως.

34      Η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων που καθιερώνει η παράγραφος 3, το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη τόσο ως προς το αν το οικείο μέτρο έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως όσο και ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά και, αφετέρου, του επίσημου σταδίου εξετάσεως που προβλέπει η παράγραφος 2. Μόνο στο πλαίσιο του τελευταίου, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-95/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4739, σκέψη 133).

36      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ αν μια πρώτη εξέταση δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν από την εξέταση του ζητήματος αν ένα κρατικό μέτρο που υποβλήθηκε στον έλεγχό της αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ τουλάχιστον όταν, κατά την πρώτη αυτή εξέταση, δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο μέτρο, αν υποτεθεί ότι αποτελεί ενίσχυση, συμβιβάζεται εν πάση περιπτώσει με την κοινή αγορά (απόφαση Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 134).

37      Λαμβανομένων υπόψη των εννόμων συνεπειών της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντας προσωρινώς τα επίμαχα μέτρα ως νέες ενισχύσεις, ενώ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να μη συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό αυτόν, οφείλει να συζητεί προηγουμένως το θέμα των επίμαχων μέτρων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχεται στο τελευταίο η δυνατότητα να αναφέρει, ενδεχομένως, στην Επιτροπή ότι, κατά τη γνώμη του, τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις ή ότι αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 29).

38      Από την εξέταση όμως των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ των ιταλικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής δεν προκύπτει καμία παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή.

39      Πρώτον, η από 22 Οκτωβρίου 2003 επιστολή της Επιτροπής, η οποία συνιστούσε γενική αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με ένα σύνολο μέτρων προβλεπόμενων στο ΝΔ 269/2003, περιελάμβανε, στο τμήμα που ετιτλοφορείτο «μέτρο 4», τα επίμαχα μέτρα.

40      Με την επιστολή αυτή, στην οποία αναφερόταν ότι ορισμένα φορολογικά μέτρα «φαίνοντα[ν] να συνεπάγονται φορολογικές ελαφρύνσεις για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή ακόμη και ad hoc ενισχύσεις για ορισμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]», η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της διευκρινίσουν την ακριβή φύση των προβλεπομένων φορολογικών πλεονεκτημάτων, την ταυτότητα και τον (έστω κατ’ εκτίμηση) αριθμό των δικαιούχων των πλεονεκτημάτων, τον (έστω κατ’ εκτίμηση) οικονομικό αντίκτυπο της χορηγήσεώς τους, την ενδεχόμενη δικαιολόγησή τους στο πλαίσιο του φορολογικού καθεστώτος και κάθε άλλο στοιχείο που θα της παρείχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει άποψη.

41      Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην επιστολή αυτή με επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 2003, εμμένοντας στον γενικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων, προκειμένου να αντικρούσουν τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως.

42      Δεύτερον, με την από 19 Δεκεμβρίου 2003 επιστολή της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν διέθετε στοιχεία από τα οποία να μπορούσε να αποκλειστεί ότι τα υπό εξέταση φορολογικά κίνητρα συνιστούσαν φορολογικό πλεονέκτημα περιοριζόμενο σε ορισμένες επιχειρήσεις εισηγμένες σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο κατά την περίοδο εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων και ότι το πλεονέκτημα αυτό συνεπαγόταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και του κοινοτικού εμπορίου. Διευκρίνισε επίσης ότι δεν διέθετε στοιχεία από τα οποία να μπορούσε να αποκλεισθεί ότι τα φορολογικά κίνητρα που προβλέπονταν στο άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003 συνιστούσαν λειτουργική ενίσχυση που κανονικά είναι ασύμβατη προς την ενιαία αγορά, καθόσον δεν αφορούσαν επενδύσεις ή σκοπούς προβλεπόμενους στο άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Τέλος, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να πληροφορήσουν τους δυνητικούς δικαιούχους των εν λόγω φορολογικών κινήτρων σχετικά με το ενδεχόμενο ανακτήσεως της ενισχύσεως από αυτούς, αν η ενίσχυση κρινόταν παράνομη.

43      Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ιταλικές αρχές την προκαταρκτική ανάλυσή της και τους έδωσε, έτσι, τη δυνατότητα να προβάλουν ενδεχόμενες αντιρρήσεις. Οι ιταλικές αρχές όμως δεν έδωσαν συνέχεια.

44      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία, τα επίδικα μέτρα εξετάστηκαν πράγματι μαζί της προτού η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

45      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, ναι μεν ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να έχει δοθεί η δυνατότητα στο οικείο κράτος μέλος να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του ως προς τα στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 47), πλην όμως, για να συνεπάγεται μια προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο προκαταρκτικό στάδιο ακύρωση της τελικής απόφασης, πρέπει, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, να μπορούσε η διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου Βέλγιο κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 48, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8237, σκέψη 101· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2717, σκέψη 201 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το βάρος αποδείξεως συναφώς φέρει το οικείο κράτος μέλος, διότι κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά τυπικό ελάττωμα που προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα επικαλεσθεί το ειδικό αρνητικό αποτέλεσμα της παραβλέψεως αυτής επί των δικαιωμάτων του (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 203).

46      Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι, ελλείψει της προβαλλόμενης παρατυπίας, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αλλά περιορίστηκε να αναφέρει ότι «ουδείς είναι σε θέση να “μαντέψει” ποια θα ήταν τα αποτελέσματα μιας προκαταρκτικής συζητήσεως, η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, σχετικά με τη μετέπειτα εξέλιξη της διαδικασίας».

47      Η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε, ειδικότερα, το αρνητικό αποτέλεσμα το οποίο θα απέρρεε από τα προβαλλόμενα ελαττώματα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

48      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα επίδικα μέτρα εξετάστηκαν πράγματι μαζί με τις ιταλικές αρχές προτού η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη παρατυπίας ή ελαττώματος, όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ελλείψει των οποίων η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

49      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του σκέλους του τρίτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι για πρώτη φορά και μόνο με την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα δε με την αιτιολογική σκέψη 30 αυτής, η Επιτροπή διατύπωσε την αιτίαση που αφορά το πλεονέκτημα που οι ιταλικές επιχειρήσεις αντλούν από την εφαρμογή των επίμαχων φορολογικών ελαφρύνσεων στα κέρδη που πραγματοποιούν σε παγκόσμια κλίμακα και το γεγονός ότι οι αλλοδαπές επιχειρήσεις μπορούν να τύχουν των πλεονεκτημάτων αυτών μόνον όσον αφορά τα κέρδη που πραγματοποιούν στην Ιταλία. Η Επιτροπή παραβίασε με τον τρόπο αυτόν την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

51      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, η Επιτροπή προέβαλε αποκλειστικά το ζήτημα της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ των ιταλικών και των αλλοδαπών επιχειρήσεων, η οποία συνίσταται στο ότι οι πρώτες τυγχάνουν του υπό εξέταση ευνοϊκού καθεστώτος, ενώ οι δεύτερες αποκλείονται από το καθεστώς αυτό. Αντιθέτως, η Επιτροπή ουδέποτε έθεσε το ζήτημα της άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ ιταλικών και αλλοδαπών επιχειρήσεων, οι οποίες υπάγονται όλες στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

52      Η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που αποτελεί, ειδικότερα, μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που προβάλλει η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 61· βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T-301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 169 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, «στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για τη συμβατότητα του μέτρου με την κοινή αγορά». Η απόφαση αυτή περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετάσχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό στην επίσημη διαδικασία έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T-195/01 και T-207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2309, σκέψη 138).

55      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας καθιστά δυνατές την εμβάθυνση και τη διευκρίνιση των ζητημάτων που τέθηκαν με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, οπότε μια ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ αυτής και της τελικής αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ότι συνιστά ελάττωμα που επηρεάζει τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής.

56      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ακριβέστερα στο σημείο 19 αυτής, η Επιτροπή ανέφερε ότι είχε την άποψη ότι τα επίμαχα μέτρα ευνοούσαν μόνον τις επιχειρήσεις που είχαν την έδρα τους στην Ιταλία εις βάρος των αλλοδαπών επιχειρήσεων που λειτουργούν στο κράτος αυτό, καθόσον οι τελευταίες αυτές δεν δικαιούνται τις φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται με τα εν λόγω μέτρα. Με επιστολή της 21ης Απριλίου 2004, οι ιταλικές αρχές ανέφεραν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, οι αλλοδαπές εταιρίες, που λειτουργούν στην Ιταλία μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως και είναι εισηγμένες σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο της Ένωσης, μπορούσαν και αυτές να τύχουν των επίμαχων μέτρων. Κατόπιν της επιστολής αυτής, η Επιτροπή διαπίστωσε και διευκρίνισε, με την αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωστόσο διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ιταλικών και αλλοδαπών επιχειρήσεων, στον βαθμό που οι φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αφορούν, για τις μεν, τα κέρδη που πραγματοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και, για τις δε, τα κέρδη που πραγματοποιούνται και φορολογούνται στην Ιταλία.

57      Πρέπει συνεπώς να παρατηρηθεί, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι, ναι μεν η θέση της τελευταίας αυτής ασφαλώς συγκεκριμενοποιήθηκε σε σχέση με τις αμφιβολίες που είχε εκφράσει με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, πλην όμως τούτο προέκυψε ακριβώς από τον διάλογο που διεξήχθη με τις ιταλικές αρχές, οι οποίες είχαν την ευκαιρία, καθ’ όλη την επίσημη διαδικασία έρευνας, να διευκρινίσουν τη θέση τους έναντι των αιτιάσεων της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή στο σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διαφέρει, ως προς το αντικείμενό της, από αυτή που είχε προβάλει με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ειδικότερα δε με το σημείο 19 αυτής. Διαφέρει αποκλειστικά όσον αφορά την εκτίμηση του περιεχομένου της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι καταχωρισμένες στην Ιταλία και των λοιπών επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, του περιεχομένου επίσης του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος του οποίου τυγχάνουν οι επιχειρήσεις που είναι καταχωρισμένες στην Ιταλία.

58      Εξάλλου, από καμία διάταξη σχετική με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων ούτε από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να πληροφορήσει το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θέση της προτού εκδώσει την απόφασή της, εφόσον το κράτος μέλος έχει κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, πράγμα το οποίο έγινε εν προκειμένω (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 198)

59      Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά τυπικό ελάττωμα που προϋποθέτει ότι το οικείο κράτος μέλος θα επικαλεσθεί το ειδικό αρνητικό αποτέλεσμα της παραβλέψεως αυτής επί των δικαιωμάτων του. Συναφώς, αρκεί ωστόσο η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι, ελλείψει της προβληθείσας παρατυπίας, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

60      Επομένως, το σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί της ελλιπούς αιτιολογίας

61      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ τόσο στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου όσο και, σε συνδυασμό με παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ, στο πλαίσιο του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου λόγου.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε ρητώς στην παρατήρηση που διατύπωσε με την από 30 Νοεμβρίου 2004 επιστολή της, σε απάντηση στις παρατηρήσεις του Borsa italiana, και με την οποία υποστήριξε ότι υφίστατο ήδη στην ιταλική έννομη τάξη, υπό το όνομα του Super DIT, ένα μέτρο που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με τα επίμαχα μέτρα. Το μέτρο αυτό, που συνδέεται με τα φορολογικά κίνητρα που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, του ΝΔ 269/2003, έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής, όσον αφορά ενδεχόμενες πτυχές συνεπαγόμενες δυσμενείς διακρίσεις, οι οποίες εξαλείφθηκαν εν συνεχεία από τις ιταλικές αρχές. Εξάλλου, το μέτρο αυτό υποβλήθηκε τυπικώς στο Συμβούλιο «Οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις», το οποίο θεώρησε ότι αποτελούσε μη ζημιογόνο μέτρο κατά την έννοια του ψηφίσματος του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχόμενων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων (EE 1998, C 2, σ. 2).

63      Ειδικότερα, στηριζόμενη στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-435, στο εξής: απόφαση WestLB, σκέψεις 279 έως 281), και στην εκεί παρατιθέμενη νομολογία, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους φρονούσε ότι δεν έπρεπε να λάβει την ίδια θέση με αυτή που είχε λάβει για τον Super DIT. Ουσιαστικά, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κήρυξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ασύμβατο προς την κοινή αγορά ένα μέτρο το οποίο είναι ανάλογο με ένα άλλο, κατά τι προγενέστερο, μέτρο, εν προκειμένω τον Super DIT, και για το οποίο δεν διατυπώθηκε καμία αντίρρηση.

64      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή θεωρεί με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εταιρίες που εισάγονται στο χρηματιστήριο κατά την περίοδο της εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων τυγχάνουν ενός επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Η Επιτροπή απλώς τόνισε ότι η διαφορετική μεταχείριση δεν αντιστοιχεί σε καμία προσήκουσα διάκριση μεταξύ της καταστάσεως των εισηγμένων και των μη εισηγμένων εταιριών και ομοίως δεν έλαβε θέση επί των επιχειρημάτων που προέβαλε συναφώς το Borsa italiana καθώς και οι ιταλικές αρχές.

65      Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελαττωματική λόγω ελλιπούς αιτιολογίας, στον βαθμό που η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το επίμαχο μέτρο έχει αντίκτυπο στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή θα έπρεπε, τουλάχιστον, να αναφέρει τα ειδικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε ότι ο ανταγωνισμός θα μπορούσε να μεταβληθεί και ότι το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών θα μπορούσε να επηρεαστεί. Τούτο είναι τοσούτω μάλλον αληθές εν προκειμένω, καθόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε διάφορους οικονομικούς τομείς και οι ενισχύσεις είναι πολύ μικρού ποσού. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν λειτουργική ενίσχυση και αρκέστηκε σε γενικούς και κατά προσέγγιση ισχυρισμούς. Η Ιταλική Δημοκρατία παρατηρεί, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά ένα από τα επίδικα μέτρα, ήτοι τη μείωση του φορολογικού συντελεστή που προβλέπει το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, και ότι παραλείπει να εξετάσει την έκπτωση από το φορολογητέο ποσό των σχετικών με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο δαπανών, που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003.

66      Τέλος, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι περιορίστηκε στο να στηρίξει το ασύμβατο των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά στο γεγονός ότι θεσπίζουν λειτουργικές ενισχύσεις και, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τη διαπίστωσή της περί της ασυμβατότητας των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά.

67      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

68      Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έχει εκδοθεί. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας και, αφετέρου, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να μπορέσουν να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval et Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63· απόφαση WestLB, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψεις 278 και 279 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση WestLB, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 280 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

69      Περαιτέρω, στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί να μελετήσει τα γενικά χαρακτηριστικά του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να οφείλει να εξετάσει κάθε επιμέρους περίπτωση εφαρμογής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8855, σκέψη 51, και της 29ης Απριλίου 2004, C-278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3997, σκέψη 24), προκειμένου να εξακριβώσει αν το καθεστώς αυτό περιλαμβάνει στοιχεία ενισχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 91).

70      Με γνώμονα τις αρχές αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τις διάφορες πτυχές της εκτιμήσεως της Επιτροπής τις οποίες αμφισβητεί η Ιταλική Δημοκρατία.

 Επί της ελλιπούς αιτιολογίας, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη στην ιταλική έννομη τάξη ενός μέτρου που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με τα επίμαχα μέτρα

71      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε θέση επί της προβαλλόμενης υπάρξεως συνέχειας, μεταξύ ενός από τα επίμαχα μέτρα, ήτοι της μειώσεως του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, και του Super DIT.

72      Πρέπει να τονιστεί, εκ προοιμίου, ότι η αναφορά στον Super DIT, που έχει χρονική και νομική σχέση με τα επίμαχα μέτρα, πραγματοποιήθηκε τυπικά, για πρώτη φορά, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Borsa italiana στις 4 Οκτωβρίου 2004, και τις οποίες σχολίασαν οι ιταλικές αρχές με την επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 2004. Κατά τις ιταλικές αρχές και το Borsa italiana, τα επίμαχα μέτρα δικαιολογούνται, κατ’ ουσίαν, από τις γενικές αρχές του ιταλικού φορολογικού συστήματος λόγω της προϋπάρξεως του Super DIT στην ιταλική έννομη τάξη.

73      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή εξέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους τα φορολογικά κίνητρα του ΝΔ 269/2003 παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στον Super DIT.

74      Η επιχειρηματολογία που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί εντούτοις να ευδοκιμήσει.

75      Συναφώς, καταρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, όπως ισχυρίζεται με τα δικόγραφά της, ουδέποτε αποφάνθηκε επί του ενδεχομένου χαρακτηρισμού του Super DIT ως κρατικής ενισχύσεως, ο οποίος δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, και ο οποίος, έχοντας καταργηθεί το 2001, πράγμα που δεν αμφισβητείται από την Ιταλική Δημοκρατία, δεν περιλαμβανόταν στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων. Ο Super DIT απλώς μνημονεύεται στο άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, προκειμένου να εμποδίσει τις οικείες επιχειρήσεις να τύχουν διττών φορολογικών πλεονεκτημάτων.

76      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται να γνώριζε τον Super DIT στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της εποπτείας της εφαρμογής των κανόνων στην εσωτερική αγορά και την εξέταση του Super DIT από το Συμβούλιο «Οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις», επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι οι δύο αυτές πτυχές δεν εμπίπτουν στον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και, αφετέρου, ότι οποιαδήποτε φαινομενική αδράνεια έναντι κάποιου μέτρου το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί κρατική ενίσχυση στερείται σημασίας όταν, όπως εν προκειμένω, το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10609, σκέψη 52).

77      Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή γνώριζε λεπτομερώς τον Super DIT και ότι, μολονότι είχε τη δυνατότητα να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, ουδέποτε αποφάνθηκε επί του ενδεχόμενου χαρακτηρισμού του Super DIT ως κρατικής ενισχύσεως ουδόλως επηρεάζει την έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ούτε τον χαρακτηρισμό ως νέας ή υφιστάμενης ενισχύσεως κατά την έννοια του κανονισμού 659/1999.

78      Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο Super DIT και το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων διέπονται από μια λογική συνέχειας και επέκτασης, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν παρενέβη έναντι του Super DIT δεν ασκεί επιρροή, εφόσον το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση καθεστώς ενισχύσεων, που εξετάστηκε ανεξάρτητα από τον Super DIT, αποτελεί κρατική ενίσχυση (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 10, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 105).

79      Πρέπει, τέλος, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 69 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι. Αρκούσε να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. επίσης, κατά την έννοια αυτή, απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, η Επιτροπή ομοίως δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει λεπτομερώς την προσβαλλόμενη απόφαση για να απαντήσει σε επιχειρήματα τα οποία θεωρούσε αλυσιτελή ή ανεπαρκώς λυσιτελή (βλ., κατά την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2005, C-404/04 P-R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-3539, σκέψη 37). Ο Super DIT όμως, δεδομένου ότι δεν αποτελεί τμήμα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και ότι η συμβατότητά του προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων ουδόλως εκτιμήθηκε από την Επιτροπή, δεν είχε ουσιώδη σημασία για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

80      Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε ειδικώς στον ισχυρισμό ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούν την υποτιθέμενη συνέχεια του Super DIT και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τις γενικές αρχές του ιταλικού φορολογικού συστήματος.

81      Επομένως, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων

82      Η Επιτροπή αφιερώνει τις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην απόδειξη της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

83      Πρώτον, η Επιτροπή φρονεί, με την αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα εισάγουν παρέκκλιση από την κανονική λειτουργία του φορολογικού συστήματος και παρέχουν αποκλειστικό πλεονέκτημα στις εταιρίες οι οποίες είναι σε θέση να εισαχθούν στο χρηματιστήριο εντός της σύντομης περιόδου εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων, από το οποίο αποκλείονται οι ήδη εισηγμένες επιχειρήσεις, αυτές οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισαγωγής και αυτές οι οποίες αποφασίζουν να μην εισαχθούν στο χρηματιστήριο κατά τη σχετική περίοδο.

84      Στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 29, η Επιτροπή εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η παρέκκλιση αυτή δεν δικαιολογείται με βάση τη φύση του φορολογικού συστήματος, αφού δεν ανταποκρίνεται σε καμία προσήκουσα διάκριση μεταξύ της κατάστασης των εισηγμένων σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο επιχειρήσεων και εκείνων που δεν είναι εισηγμένες. Η Επιτροπή διευκρινίζει, αφενός, ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή που εφαρμόζεται στα μελλοντικά κέρδη που πραγματοποιούν οι δικαιούχοι, που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, δεν είναι αναλογική, αφού τα κέρδη αυτά δεν έχουν καμία σχέση με το γεγονός ότι οι δικαιούχοι εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους και με τα άλλα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εισαγωγή, και, αφετέρου, ότι η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα, που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003, αποτελεί και αυτή μια έκτακτη ενίσχυση αφού προστίθεται στην τακτική αφαίρεση των εξόδων. Περαιτέρω, η σύντομη διάρκεια εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων έρχεται σε αντίφαση με τον ειδικό στόχο προώθησης της εισαγωγής των επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο, αφού αποκλείει εκ των πραγμάτων πολλούς εν δυνάμει δικαιούχους.

85      Δεύτερον, η Επιτροπή υπογραμμίζει, με την αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα έχουν σημαντική επίπτωση στις επιχειρήσεις ορισμένων διαστάσεων και μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό βελτιώνοντας την ανταγωνιστική θέση αυτών των επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους που δεν είναι καταχωρισμένοι στην Ιταλία. Επιπλέον, τονίζει ότι τα επίμαχα κίνητρα, επειδή χορηγήθηκαν μέσω του φορολογικού συστήματος, ωφελούν περισσότερο τις ιταλικές επιχειρήσεις, για τις οποίες οι φορολογικές ελαφρύνσεις εφαρμόζονται στα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί σε παγκόσμια κλίμακα, παρά τις αλλοδαπές επιχειρήσεις για τις οποίες οι φορολογικές ελαφρύνσεις εφαρμόζονται μόνο στο μέρος των κερδών τους που έχει πραγματοποιηθεί στην Ιταλία. Η Επιτροπή αποκλείει επίσης κάθε δικαιολόγηση βασιζόμενη στη φύση του φορολογικού συστήματος, καθόσον το καθεστώς ενισχύσεων συνιστά έκτακτη ενίσχυση που δεν δικαιολογείται στα πλαίσια της ομαλής λειτουργίας του φορολογικού συστήματος.

86      Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς το γιατί στις επιχειρήσεις που τυγχάνουν των επίμαχων μέτρων παρέχεται ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την επίπτωση των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

87      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, μολονότι οφείλει να αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, τουλάχιστον τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση, όταν από τις συνθήκες αυτές μπορεί να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, δεν οφείλει ωστόσο να προχωρήσει σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως των οικείων αγορών, του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι επιχειρήσεις δικαιούχοι της ενισχύσεως, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, σε περίπτωση ενισχύσεων παρανόμως χορηγηθεισών, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια υποχρέωση θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν παράνομες ενισχύσεις εις βάρος εκείνων που κοινοποιούν το σχέδιο των ενισχύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T-55/99, CETM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3207, σκέψεις 100 έως 103, και Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 215).

88      Με βάση τη νομολογία αυτή, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, την υποχρέωση που υπέχει να αιτιολογεί επαρκώς το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την επίπτωση των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

89      Συναφώς, η Επιτροπή αφιερώνει τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην εξέταση των συνεπειών των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

90      Καταρχάς, υπογραμμίζει ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούν να «νοθεύσ[ουν] τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι οι δικαιούχες επιχειρήσεις μπορούν να δρουν σε διεθνείς αγορές και να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες και άλλες οικονομικές δραστηριότητες σε αγορές που χαρακτηρίζονται από έντονο ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

91      Ακολούθως, απαριθμεί τους χρηματοοικονομικούς σκοπούς που επιδιώκουν οι εταιρίες που ζητούν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αύξηση και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, η αύξηση της οικονομικής ικανότητάς τους, η επίτευξη αξιολόγησης της αγοράς, και αναφέρει ότι, «[χ]ορηγώντας μια έκτακτη φορολογική ελάφρυνση στις επιχειρήσεις που αποφασίζουν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, το καθεστώς βελτιώνει την ανταγωνιστική θέση και την οικονομική ικανότητα αυτών των επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους», διευκρινίζοντας ότι τα περιγραφόμενα αποτελέσματα «μπορούν να ευνοήσουν Ιταλούς δικαιούχους που δραστηριοποιούνται σε αγορές στις οποίες λαμβάνουν χώρα ενδοκοινοτικές συναλλαγές» και ότι, επομένως, «το καθεστώς επηρεάζει τις συναλλαγές και νοθεύει τον ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

92      Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «οι [δέκα] εταιρίες που έχουν εισαχθεί σε ιταλικά χρηματιστήρια ανήκουν σε διάφορους τομείς, από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, τομείς που είναι ανοικτοί στον διεθνή ανταγωνισμό» και εκτιμά ότι τα οφέλη από τις χορηγηθείσες φορολογικές ελαφρύνσεις είναι ουσιώδη και μπορούν να φθάσουν έως και 11,7 εκατομμύρια ευρώ ανά δικαιούχο κατά τα τρία έτη εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

93      Η Επιτροπή καταλήγει συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το καθεστώς σε διάφορους τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται οι δικαιούχοι είναι σημαντική, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτοί έχουν συχνά έναν κυρίαρχο ρόλο στους αντίστοιχους τομείς στην Ιταλία, γεγονός που δικαιολογεί την αρνητική αξιολόγηση που εκφράστηκε για το καθεστώς».

94      Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέχει τη δυνατότητα στην Ιταλική Δημοκρατία και στον κοινοτικό δικαστή να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι εν προκειμένω πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ που αφορούν την επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

95      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τον ισχυρισμό της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η εξέταση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και της επίπτωσης των επίμαχων μέτρων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν αφορούσε το μέτρο του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003. Αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αναφέρουν τα αποτελέσματα του «καθεστώτος», προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο ότι η συλλογιστική της Επιτροπής εφαρμόζεται στο καθεστώς ενισχύσεων συνολικά και, συνεπώς, σε αμφότερα τα επίμαχα μέτρα.

96      Επομένως, το σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την επίπτωση των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει επίσης να απορριφθεί.

 Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ασυμβατότητα των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά

97      Η Επιτροπή αφιερώνει τις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην ανάλυση της συμβατότητας των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά.

98      Καταρχάς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η συμβατότητα πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι οι ιταλικές αρχές δεν αμφισβήτησαν ρητώς την εκτεθείσα στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας εκτίμησή της ότι καμία από τις παρεκκλίσεις αυτές δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω (αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή εκθέτει επιπλέον ότι «τα πλεονεκτήματα είτε δεν είναι αναλογικά με καμία δαπάνη είτε συνδέονται με δαπάνες μη επιλέξιμες για ενισχύσεις σύμφωνα με τους κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία ή με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές» (αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω (αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, υπογραμμίζει ότι «[ο]ι φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπονται από το καθεστώς δεν συνδέονται με ειδικές επενδύσεις, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή με ειδικά σχέδια» και ότι «αποτελούν απλώς μια μείωση των επιβαρύνσεων που οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά κανόνα επωμίζονται λόγω των οικονομικών τους δραστηριοτήτων και πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθούν ως λειτουργικές κρατικές ενισχύσεις και είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά» (αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Όσον αφορά όμως ειδικότερα την προβαλλόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει ειδικώς το συμπέρασμά της ότι τα επίμαχα μέτρα δεν είναι συμβατά προς την κοινή αγορά σε σχέση με τη δυνατότητα να μπορούν να δικαιολογηθούν οι ενισχύσεις, έστω και ως λειτουργικές ενισχύσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 68 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εκφράζεται επί όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω, η Επιτροπή ομοίως δεν υποχρεούται να αιτιολογεί λεπτομερώς την απόφασή της προκειμένου να απαντήσει σε επιχειρήματα που θεωρεί αλυσιτελή ή ανεπαρκώς λυσιτελή.

100    Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι η Επιτροπή διατύπωσε επαρκώς κατά νόμο, στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους ουσιώδεις λόγους στους οποίους στηρίζεται η διαπίστωσή της ότι το καθεστώς ενισχύσεων είναι ασύμβατο προς την κοινή αγορά και ανέφερε, στο σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία παρέκκλιση δεν ίσχυε για τις ενισχύσεις αυτές ως λειτουργικές ενισχύσεις.

101    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να κατανοηθούν οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ και, ακριβέστερα, οι λόγοι για τους οποίους χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως λειτουργικές ενισχύσεις εξαιρούμενες του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, και όχι ως επενδυτικές ενισχύσεις.

102    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το ασύμβατο των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί της παραβάσεως του άρθρου 87 ΕΚ

103    Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ, όσον αφορά διάφορες πτυχές της εκτιμήσεως των επίμαχων μέτρων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως. Αμφισβητεί, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στις εταιρίες που πρόσφατα εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, καθώς και τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος αυτού, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, την επίπτωση των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το ασύμβατο των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά.

 Επί της επιλεκτικότητας του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στις εταιρίες που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι τα εξετασθέντα μέτρα δεν έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα ή ότι η διαφοροποίηση που πραγματοποιούν δικαιολογείται από τη φύση ή από τη διάρθρωση του φορολογικού συστήματος.

105    Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί την παρατήρηση που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία ο επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος έγκειται στο γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα παρεκκλίνουν «από την κανονική λειτουργία του φορολογικού συστήματος και ευνο[ούν] ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, αφού συνιστ[ούν] ένα ειδικό καθεστώς του οποίου μπορούν να τύχουν μόνον οι επιχειρήσεις που πληρούν τους όρους για να εισαχθούν στο χρηματιστήριο κατά την περίοδο που προβλέπει το καθεστώς». Φρονεί ότι, εφόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αφορά όλες τις μετοχικές εταιρίες που είναι δυνητικά σε θέση να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, δεν είναι επιλεκτικό. Συγκεκριμένα, ένα νέο καθεστώς ενισχύσεων απευθύνεται αναγκαστικά σε εκείνους οι οποίοι, κατά την έναρξη της ισχύος του, πληρούν τους όρους που προβλέπει, ενώ δεν μπορεί να απευθύνεται σε εκείνους οι οποίοι δεν πληρούν τους όρους αυτούς ή τους πληρούσαν προηγουμένως.

106    Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης την παρατήρηση που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν δικαιολογείται με βάση τη φύση του ιταλικού φορολογικού συστήματος, δεν είναι αναλογικό, στον βαθμό που η μείωση του φορολογικού συντελεστή εφαρμόζεται στα μελλοντικά κέρδη που θα πραγματοποιήσουν οι δικαιούχοι και τα οποία δεν θα έχουν καμία σχέση με το γεγονός ότι οι δικαιούχοι αυτοί εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους ή με τα άλλα χαρακτηριστικά που συνδέονται με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο, και ομοίως δεν δικαιολογείται με βάση τους ειδικούς σκοπούς του λόγω της σύντομης διάρκειας εφαρμογής του, που το καθιστά απρόσιτο για μεγάλο αριθμό δυνητικών δικαιούχων. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, τα επίμαχα μέτρα εισάγουν μια διαφοροποίηση σύμφυτη με τη λογική του φορολογικού συστήματος, καθόσον αντιστοιχούν σε μια κατάσταση, αυτή των εισηγμένων εταιριών, που είναι αντικειμενικά διαφορετική από την κατάσταση των μη εισηγμένων εταιριών. Οι εισηγμένες εταιρίες πρέπει να αντιμετωπίσουν σημαντικές δαπάνες που εν μέρει τις επιβαρύνουν, καθόσον ενδέχεται να μην μπορούν να αφαιρεθούν κατά το φορολογικό έτος που πραγματοποιήθηκαν ή, ακόμη και αν μπορούν να αφαιρεθούν, η αφαίρεση αυτή συνεπάγεται μια οικονομία φόρου που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στα φορολογητέα εισοδήματα.

107    Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψεις 41 και 42), και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 52), επιβεβαιώνουν, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, ότι η εφαρμογή διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως στις εισηγμένες εταιρίες εντάσσεται στη λογική του συστήματος και δεν αποτελεί μια επιλεκτική ενέργεια.

108    Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003 δεν συνδέεται με το κόστος της εισαγωγής στο χρηματιστήριο, αλλά με τα κέρδη που πραγματοποίησαν οι εταιρίες, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι μπορεί να μην είχαν υπάρξει κέρδη, οπότε η μείωση του φορολογικού συντελεστή δεν θα είχε καμία πραγματική επίπτωση, και ότι, ακόμη και αν είχαν πραγματοποιηθεί κέρδη, ασφαλώς για πολύ περιορισμένα κέρδη, λόγω των εξόδων που προκάλεσε η εισαγωγή στο χρηματιστήριο.

109    Συνεπώς, είναι νομικώς εσφαλμένος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η διαφορετική μεταχείριση «δεν ανταποκρίνεται σε καμία διάκριση σχετικά με τη φορολογική πλευρά μεταξύ της κατάστασης των εισηγμένων επιχειρήσεων σε σύγκριση με εκείνες που δεν είναι εισηγμένες» (αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

110    Η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεκτικότητα των επίμαχων μέτρων, δεν πρέπει να συγκριθεί η κατάσταση όλων των μετοχικών εταιριών, αλλά μόνον η κατάσταση των μετοχικών εταιριών που δυνητικά μπορούν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι τα επίδικα μέτρα, που απευθύνονται αδιακρίτως σε όλες τις μετοχικές εταιρίες που δυνητικά μπορούν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, δεν προβαίνουν σε καμία «υποκειμενική» επιλογή.

111    Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν έλαβε, επιπλέον, υπόψη τη συνοχή των δύο επίμαχων μέτρων, τα οποία αποτελούν συνέχεια των προγενέστερων μέτρων που αφορούσαν φορολογικές ελαφρύνσεις υπέρ των νεοεισηχθεισών στο χρηματιστήριο εταιριών, ήτοι του Super DIT.

112    Ισχυρίζεται επίσης ότι τα μέτρα εξακολουθούν να μην έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα μολονότι είναι προσωρινά, τοσούτω μάλλον που ο διαχρονικός περιορισμός καθιστά δυνατό τον συμβιβασμό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων με τις απαιτήσεις του κρατικού προϋπολογισμού και μπορεί να εξηγηθεί επίσης από τον πειραματικό χαρακτήρα του μέτρου.

113    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η έκπτωση των δαπανών εισαγωγής, που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003, αποτελεί και αυτή έκτακτη ενίσχυση, καθόσον προστίθεται στην τακτική αφαίρεση των εξόδων, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει την αντίφαση που παρουσιάζει η προσβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που η Επιτροπή, αφενός, υποστηρίζει ότι το εν λόγω μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από τον ειδικό σκοπό που επιδιώκει το καθεστώς ενισχύσεων και, αφετέρου, παραβλέπει τη δικαιολογία αυτή σε σχέση με το άλλο επίμαχο μέτρο, ήτοι τη μείωση του φόρου που προβλέπει το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003.

114    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα επίμαχα μέτρα ωφελούν κυρίως τις ιταλικές επιχειρήσεις λόγω της εφαρμογής των φορολογικών ελαφρύνσεων στα κέρδη που πραγματοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με σύγκριση, αφενός, των καταστάσεων τις οποίες το μέτρο αφορά και, αφετέρου, των καταστάσεων τις οποίες αποκλείει, ενώ δεν είναι λυσιτελές, για να αποδειχθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, να συγκρίνονται καταστάσεις τις οποίες αφορά το οικείο μέτρο, προκειμένου να εκτιμηθεί αν από τις καταστάσεις αυτές αντλούνται πλεονεκτήματα της ίδιας ή διαφορετικής σημασίας.

115    Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να απαγορεύεται κάθε διαφορετικός αντίκτυπος των επίμαχων μέτρων στις ιταλικές και στις αλλοδαπές δικαιούχους εταιρίες, καθόσον είναι φυσικό ένα φορολογικό σύστημα να στηρίζεται στον κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας και των πλεονεκτημάτων όσον αφορά τους κατοίκους ημεδαπής, καθώς και στον κανόνα της εδαφικότητας του φόρου όσον αφορά τους μη κατοίκους ημεδαπής (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψεις 31, 32 και 34, και της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-391/97, Gschwind, Συλλογή 1999, σ. I-5451, σκέψεις 21 έως 24).

116    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117    Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις «που μεταχειρίζονται ευνοϊκώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», ήτοι τις ενισχύσεις επιλεκτικής εφαρμογής (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 94). Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αναφέρεται στα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και είναι, ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4461, σκέψη 42, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    Κατά συνέπεια, πρέπει καταρχάς να ερευνηθεί το κατά πόσον τα επίδικα μέτρα μειώσεως των φορολογικών συντελεστών έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα και, ενδεχομένως, να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του ιταλικού φορολογικού συστήματος.

–       Επί του a priori επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων

119    Όσον αφορά την εκτίμηση της προϋποθέσεως περί του επιλεκτικού χαρακτήρα, ο οποίος αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 47, και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Εν προκειμένω όμως, η επιλεκτικότητα του φορολογικού πλεονεκτήματος που προβλέπουν το άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, και 11 του ΝΔ 269/2003 προκύπτει από διάφορα στοιχεία. Καταρχάς, το δικαίωμα μειώσεως του συντελεστή φόρου εισοδήματος, εντός των τριών ετών μετά τη χρήση κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή στο χρηματιστήριο, καθώς και το δικαίωμα εκπτώσεως από το φορολογητέο εισόδημα ποσού ίσου προς τις δαπάνες εισαγωγής, αναγνωρίζονται μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν εισαχθεί πρόσφατα σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο. Ακολούθως, οι επιχειρήσεις αυτές, ήτοι οι νεοεισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχικές εταιρίες, πρέπει να εισαχθούν επισήμως σε μια εποπτευόμενη χρηματιστηριακή αγορά κατά την περίοδο μεταξύ της 2ας Οκτωβρίου 2003, ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του ΝΔ 269/2003, και της 31ης Δεκεμβρίου 2004, καταληκτικής ημερομηνίας για την πρώτη εισαγωγή στο χρηματιστήριο σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003. Έτσι, τα επίμαχα μέτρα ωφελούν αποκλειστικά τις επιχειρήσεις που διενεργούν τις προαναφερθείσες πράξεις (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 15 Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 97), εντός της σύντομης περιόδου των δεκαπέντε μηνών εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-92/00 και T-103/00, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 49). Κάθε άλλη επιχείρηση αποκλείεται, συγκεκριμένα, από τα οφέλη του καθεστώτος ενισχύσεων, είτε πρόκειται για τις ήδη εισαχθείσες στο χρηματιστήριο εταιρίες είτε για εκείνες που δεν πληρούν ούτε μπορούν να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο κατά την περίοδο που καλύπτεται από το καθεστώς ενισχύσεων. Συναφώς, πρέπει ακόμη να διευκρινισθεί, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως επανειλημμένως ισχυρίστηκε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, χωρίς να αντικρουσθεί από την Ιταλική Δημοκρατία, ότι η σύντομη περίοδος που προβλέπει το καθεστώς ενισχύσεων ήταν, κατ’ ουσίαν, συγκρίσιμη με τον χρόνο που απαιτείται για τον σχεδιασμό, το ξεκίνημα και την ολοκλήρωση της εισαγωγής στο χρηματιστήριο, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που διέπουν την εισαγωγή αυτή και οι οποίες επιβάλλουν αυστηρές προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να τηρούν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο. Επομένως, τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν με τα επίμαχα μέτρα, όπως δέχθηκε και η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήταν de facto προσιτά μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες είχαν ήδη κινήσει τη διαδικασία εισαγωγής στο χρηματιστήριο, σε εκείνες οι οποίες είχαν τουλάχιστον εξετάσει το ενδεχόμενο της εισαγωγής αυτής ή σε όσες ήταν έτοιμες να αναλάβουν πολύ σύντομα μια τέτοια πρωτοβουλία.

121    Στις εταιρίες που εισήχθησαν στο χρηματιστήριο κατά την περίοδο που καλύπτεται από το καθεστώς ενισχύσεων, στον βαθμό που τυγχάνουν φορολογικών πλεονεκτημάτων –ήτοι της μείωσης του συντελεστή του φόρου εισοδήματος και της έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα, που προστίθεται στην τακτική έκπτωση, των δαπανών που συνδέονται με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο– των οποίων δεν μπορούν να τύχουν οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν διενεργούν πράξεις όπως αυτές τις οποίες αφορούν τα μέτρα αυτά, παρέχονται πλεονεκτήματα τα οποία αυτές δεν θα εδικαιούντο στο πλαίσιο της κανονικής εφαρμογής του φορολογικού συστήματος. Ως εκ τούτου, τα επίμαχα μέτρα είναι επιλεκτικά.

122    Επιπλέον, τα επίμαχα μέτρα είναι επιλεκτικά καθόσον ευνοούν εκ των πραγμάτων τις εταιρίες που είναι καταχωρισμένες στην Ιταλία σε σχέση με εκείνες που δεν είναι καταχωρισμένες στο κράτος αυτό (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1983, 203/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1983, σ. 2525). Συγκεκριμένα, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή στο σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το φορολογικό κίνητρο, που χορηγήθηκε κατά παρέκκλιση από την κανονική φορολογική μεταχείριση υπέρ όλων των επιχειρήσεων που φορολογούνται στην Ιταλία και οι οποίες εισάγονται σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο, ωφελεί κυρίως τις εταιρίες που είναι καταχωρισμένες στην Ιταλία. Περαιτέρω, όσον αφορά τις τελευταίες, οι φορολογικές ελαφρύνσεις εφαρμόζονται στα κέρδη που πραγματοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ για τις αλλοδαπές εταιρίες οι εν λόγω ελαφρύνσεις εφαρμόζονται μόνο στα κέρδη που πραγματοποιούνται στην Ιταλία.

123    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με σύγκριση, αφενός, των καταστάσεων που το μέτρο αυτό αφορά και, αφετέρου, των καταστάσεων τις οποίες αυτό αποκλείει, και όχι με σύγκριση μεταξύ τους των καταστάσεων που αφορά το οικείο μέτρο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει κάθε ενίσχυση η οποία συνίσταται στην ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής» και ορίζει τα μέτρα ενίσχυσης με βάση τα αποτελέσματά τους. Τίποτα δεν εμποδίζει, συνεπώς, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ένα μέτρο που περιορίζεται ήδη σε ορισμένα συγκεκριμένα υποκείμενα –εν προκειμένω στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες– να ευνοεί περισσότερο ορισμένους δικαιούχους –εν προκειμένω τις ιταλικές εταιρίες, για τις οποίες οι φορολογικές ελαφρύνσεις εφαρμόζονται στα κέρδη που πραγματοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο– παρά άλλες εταιρίες, που είναι επίσης δικαιούχοι του καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι τις αλλοδαπές εταιρίες για τις οποίες οι φορολογικές ελαφρύνσεις εφαρμόζονται μόνο στα κέρδη που πραγματοποιούνται στην Ιταλία.

124    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα επίμαχα μέτρα ευνοούν «ορισμένες επιχειρήσεις», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η διαφοροποίηση που εισάγουν τα εν λόγω μέτρα δικαιολογείται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσονται.

–       Επί της δικαιολογήσεως των επίμαχων μέτρων από τη φύση και την οικονομία του ιταλικού φορολογικού συστήματος

125    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, αν η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται σε σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που επιδιώκει το γενικό σύστημα, το επίμαχο μέτρο θεωρείται καταρχήν ότι πληροί την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 709, σκέψη 33, και Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 49). Εναπόκειται, εξάλλου, στο κράτος μέλος το οποίο εισήγαγε μια τέτοια διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων στον τομέα των επιβαρύνσεων να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται πράγματι από τη φύση και την οικονομία του οικείου συστήματος (απόφαση Pays-Bas κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 43).

126    Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η μείωση του φόρου συνιστούσε φορολογικό κίνητρο για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο των εταιριών τις οποίες αφορά το καθεστώς ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κάθε εταιρία η οποία είχε την πρόθεση να εισαχθεί στο χρηματιστήριο έπρεπε να αντιμετωπίσει σημαντικές δαπάνες. Τα εν λόγω μέτρα αντιστοιχούσαν συνεπώς σε μια ιδιαίτερη κατάσταση των εταιριών οι οποίες ήθελαν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο και η οποία είναι αντικειμενικά διαφορετική από την κατάσταση των λοιπών εταιριών.

127    Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει, με την αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αντιστοιχούν σε καμία προσήκουσα διάκριση από φορολογικής απόψεως μεταξύ της καταστάσεως των εισηγμένων στο χρηματιστήριο ή σε άλλη εποπτευόμενη αγορά εταιριών και της καταστάσεως των μη εισηγμένων εταιριών.

128    Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε την ύπαρξη οποιασδήποτε αντιστοιχίας μεταξύ των επίμαχων μέτρων και της αντικειμενικής ειδικής καταστάσεως των δικαιούχων των μέτρων αυτών.

129    Προς τούτο, τα δύο μέτρα πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

130    Αφενός, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι φορολογικές ελαφρύνσεις του άρθρου 11 του ΝΔ 269/2003, δεδομένου ότι χορηγούνται κατά την εισαγωγή στο χρηματιστήριο, εφαρμόζονται στα μελλοντικά κέρδη που πραγματοποιούν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις και τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με το γεγονός ότι οι δικαιούχοι εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, ούτε με τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν λόγω της εισαγωγής, ούτε με οποιοδήποτε υποθετικό μειονέκτημα που προκύπτει από την ειδική αυτή κατάσταση. Επιπλέον, εν όψει της σύντομης διάρκειας εφαρμογής του, το καθεστώς ενισχύσεων δεν δικαιολογείται με βάση τους ειδικούς σκοπούς του, ήτοι την προαγωγή της εισαγωγής στο χρηματιστήριο των επιχειρήσεων, καθόσον αποκλείει de facto πολλούς δυνητικούς δικαιούχους.

131    Εξάλλου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ των ειδικών χαρακτηριστικών των εισηγμένων εταιριών –και ειδικότερα των υποτιθέμενων μειονεκτημάτων που απορρέουν από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο, όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά των κεφαλαίων και τα οργανωτικά βάρη– και των εν λόγω μέτρων.

132    Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εισηγμένες εταιρίες μπορεί να έχουν χαρακτηριστικά διαφορετικά από τις άλλες μη εισηγμένες εταιρίες, ειδικότερα όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά των κεφαλαίων και τα οργανωτικά βάρη, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις του άρθρου 11 του ΝΔ 269/2003 δεν έχουν καμία σχέση με τα εν λόγω χαρακτηριστικά.

133    Αφετέρου, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003 και η οποία προστίθεται στην τακτική έκπτωση των δαπανών αποτελεί και αυτή έκτακτη ενίσχυση. Η έκπτωση αυτή όμως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από τον ειδικό σκοπό της προαγωγής της εισαγωγής στο χρηματιστήριο των εταιριών που επιδιώκει το καθεστώς ενισχύσεων, έρχεται και πάλι, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, λόγω της σύντομης διάρκειας εφαρμογής της, σε αντίθεση με τον εν λόγω σκοπό, καθόσον αποκλείει εκ των πραγμάτων πολλούς δυνητικούς δικαιούχους.

134    Επιπλέον, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεν υφίσταται καμία αντίφαση στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η Επιτροπή φαίνεται να έχει αποκλείσει κάθε δυνατότητα δικαιολογήσεως αντλούμενη από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος όσον αφορά τις φορολογικές ελαφρύνσεις του άρθρου 11 του ΝΔ 269/2003 (αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως, αντιθέτως, τη δυνατότητα δικαιολογήσεως όσον αφορά τα φορολογικά κίνητρα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003 (αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

135    Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή, όσον αφορά το πρώτο μέτρο, αποκλείει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα δικαιολογήσεως, εφόσον το εν λόγω μέτρο δεν σχετίζεται με καμία ειδική κατάσταση προσιδιάζουσα στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες, και, όσον αφορά το δεύτερο μέτρο, αποκλείει κάθε δικαιολόγηση εν προκειμένω, έχοντας τονίσει ότι ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί, εφόσον συνδέεται με δαπάνες σχετιζόμενες με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο.

136    Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, θεωρώντας ότι τα επίμαχα μέτρα ευνοούν «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής», και ότι, ελλείψει άμεσης σχέσης μεταξύ των εν λόγω μέτρων και του σκοπού του καθεστώτος ενισχύσεων, τα μέτρα αυτά δεν εντάσσονται στη φύση και στην οικονομία του ιταλικού φορολογικού συστήματος.

137    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να θιγεί από την υποτιθέμενη συνοχή, που προβάλλει Ιταλική Δημοκρατία, μεταξύ των επίμαχων μέτρων και των προγενέστερων ανάλογων μέτρων, ήτοι του Super DIT. 

138    Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη μιας τέτοιας συνοχής.

139    Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχει μια ρήξη της συνέχειας των δύο καθεστώτων, καθόσον ο Super DIT καταργήθηκε το 2001, έστω και αν εξακολουθούσε να εφαρμόζεται μεταβατικώς στις εταιρίες οι οποίες, στις 30 Ιουνίου 2001, είχαν διενεργήσει πράξεις αυξήσεως κεφαλαίου, ενώ τα επίμαχα μέτρα εισήχθησαν τον Οκτώβριο του 2003.

140    Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής των δύο καθεστώτων είναι τελείως διαφορετικό. Ο Super DIT προέβλεπε ελαφρύνσεις του φορολογικού συντελεστή εφαρμοζόμενες αποκλειστικά στην τακτική χρηματοδότηση της αυξήσεως του επενδεδυμένου κεφαλαίου των εταιριών των οποίων οι τίτλοι συμμετοχής αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια εποπτευόμενη χρηματιστηριακή αγορά για τα τρία φορολογικά έτη μετά την πρώτη εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ο Super DIT αποσκοπούσε στον μετριασμό της δυσμενούς μεταχειρίσεως των εισφορών νέου κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών επ’ ευκαιρία των πράξεων εισαγωγής στο χρηματιστήριο, των οποίων η φορολογική μεταχείριση είναι λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τη χρηματοδότηση μέσω δανεισμού. Αντιθέτως, τα επίμαχα μέτρα προβλέπουν, αφενός, ελαφρύνσεις του φορολογικού συντελεστή που εφαρμόζονται στο συνολικό εισόδημα και, αφετέρου, έκπτωση των δαπανών εισαγωγής στο χρηματιστήριο, η οποία προστίθεται στην τακτική έκπτωση.

141    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα δύο διαδοχικά μέτρα εντάσσονται σε λογική συνέχειας και επέκτασης, η πτυχή αυτή δεν αρκεί, από μόνη της, να αποδείξει ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στη φύση και στην οικονομία του συστήματος, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε και στη σκέψη 75 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί της ενδεχόμενης φύσεως του Super DIT ως κρατικής ενισχύσεως.

142    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από τη λογική συνοχή της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ κατοίκων και μη κατοίκων ημεδαπής και του εσωτερικού φορολογικού συστήματος, πρέπει να υπομνησθεί, εν προκειμένω, ότι τα αποτελέσματα των επίμαχων μέτρων δεν απορρέουν από τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου αυτού καθεαυτόν, και συνεπώς από τους διαφορετικούς τρόπους φορολόγησης, των οποίων η συνοχή τονίστηκε από την Ιταλική Δημοκρατία. Τα αποτελέσματα αυτά απορρέουν μάλλον, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, από την επιλογή συνδέσεως των επίμαχων οφελών με τη βάση επιβολής του φόρου, πράγμα που αποτελεί επιλογή που δεν συνάδει με τη λογική του φορολογικού συστήματος. Με άλλα λόγια, τα πλεονεκτήματα, που αποσκοπούν καταρχήν στο να προαγάγουν την εισαγωγή σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο, εφαρμόζονται στη βάση επιβολής του φόρου, που δεν έχει καμία σχέση με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Κατά συνέπεια, μολονότι το πλεονέκτημα πηγάζει από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο, το καθεστώς ενισχύσεων καταλήγει, στην πράξη, στη χορήγηση διαφορετικού πλεονεκτήματος ανάλογα με το αν ο δικαιούχος έχει την κύρια εγκατάστασή του στην Ιταλία ή αλλού.

143    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί της επιπτώσεως των επίμαχων μέτρων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στον ανταγωνισμό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

144    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά τις δύο προϋποθέσεις σχετικά με την προσβολή του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

145    Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η προσβολή του ανταγωνισμού αποτελεί, εξ ορισμού, τροποποίηση της υφιστάμενης ανταγωνιστικής ισορροπίας, ήτοι ένα αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί μόνο μετά από ορισμένο χρόνο. Η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους, παρά τη σύντομη διάρκειά τους και το περιορισμένο ύψος τους, τα επίδικα μέτρα είχαν εντούτοις αφεαυτών τη δυνατότητα να τροποποιήσουν μονίμως την ανταγωνιστική ισορροπία. Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται, συναφώς, τη νομολογία κατά την οποία μια ενίσχυση μικρού σχετικά ποσού μπορεί να έχει επίπτωση στο εμπόριο «όταν ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται η δικαιούχος επιχείρηση χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό», για να καταλήξει ότι η Επιτροπή όφειλε να πραγματοποιήσει ανάλυση, έστω και συνοπτική, των τομέων στους οποίους μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν οι διάφοροι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων και της καταστάσεως του ανταγωνισμού που υφίστατο στους τομείς αυτούς, πράγμα που εν προκειμένω απουσιάζει εντελώς.

146    Ενώ επιβαλλόταν μια οικονομική ανάλυση, η Επιτροπή περιορίστηκε σε γενικούς ισχυρισμούς, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των κοινοτικών τομέων και εκείνων που είναι εθνικού απλώς ενδιαφέροντος, μολονότι δέχθηκε ότι ορισμένοι δικαιούχοι μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν στους τελευταίους αυτούς.

147    Η Επιτροπή δεν απέδειξε, επιπλέον, ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις. Αντιθέτως, τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, να ευνοήσουν την ενίσχυση της περιουσίας των εταιριών κατόπιν της εισαγωγής τους στο χρηματιστήριο. Δεδομένου συνεπώς ότι επρόκειτο για διαρθρωτικής σημασίας μέτρα και όχι για ενισχύσεις για την τρέχουσα διαχείριση, η υποτιθέμενη επίπτωσή τους στον ανταγωνισμό θα έπρεπε να αναλυθεί δεόντως από την Επιτροπή.

148    Ως προς τη στρέβλωση του ανταγωνισμού ειδικότερα, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά τους δικαιούχους του καθεστώτος ενισχύσεων που ελήφθησαν υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τους σημαντικότερους επιχειρηματίες στην αγορά, το φορολογικό πλεονέκτημα, το οποίο μπορεί να αντιπροσωπεύει μια συνολική αποταμίευση 11,7 εκατομμυρίων ευρώ για τα τρία έτη εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή, δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να επηρεάσει σημαντικά την ανταγωνιστική τους θέση σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων αυτών, εκτός αν πραγματοποιηθεί λεπτομερέστερη έρευνα, πράγμα που δεν έγινε εν προκειμένω.

149    Τέλος, εφόσον η μείωση του συντελεστή αποσκοπεί στο να εξισώσει τις εταιρίες οι οποίες μόλις εισήχθησαν στο χρηματιστήριο και βαρύνονται με υψηλό κόστος και τις μη εισηγμένες εταιρίες ή τις εταιρίες των οποίων δεν κατέστη δυνατή η εισαγωγή, η μείωση αυτή δεν συνεπάγεται πλεονέκτημα για τις εισηγμένες εταιρίες και δεν συνεπάγεται, ως εκ τούτου, καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού.

150    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

151    Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις οι οποίες επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

152    Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 15 Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

153    Ειδικότερα, όταν μια χορηγηθείσα από κράτος μέλος ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως στο ενδοκοινοτικό εμπόριο σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση. Δεν είναι συνεπώς αναγκαίο οι επιχειρήσεις που έλαβαν την ενίσχυση να μετέχουν οι ίδιες στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή και να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να διεισδύσουν στην αγορά του κράτους μέλους αυτού. Επιπλέον, η ενίσχυση μιας επιχειρήσεως που μέχρι τότε δεν μετείχε στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ενδέχεται να καταστήσει δυνατή τη διείσδυσή της στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 115 και 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Ακόμη και μια σχετικά μικρού ύψους ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο αν ο τομείς εντός των οποίων δραστηριοποιούνται οι δικαιούχοι επιχειρήσεις χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψη 49).

155    Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, αφ’ ης στιγμής η δημόσια αρχή ευνοεί μια εταιρία δρώσα σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό, χορηγώντας της πλεονέκτημα, υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού ή κίνδυνος στρεβλώσεως. Αν το πλεονέκτημα είναι μικρό, ο ανταγωνισμός ναι μεν στρεβλώνεται σε μικρότερο βαθμό, πλην όμως στρεβλώνεται. Η απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει για κάθε ενίσχυση που στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το ύψος της, στον βαθμό που επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (απόφαση Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, σκέψη 154 ανωτέρω, σκέψη 46).

156    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, εξέτασε αν τα επίμαχα μέτρα μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Κατ’ αυτήν, τα επίμαχα μέτρα βελτιώνουν την ανταγωνιστική θέση και τη χρηματοοικονομική ικανότητα των δικαιούχων εταιριών, οι οποίες μπορούν να δραστηριοποιούνται σε διεθνείς αγορές και σε αγορές χαρακτηριζόμενες από έντονο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί, επιπλέον, να ευνοήσει τους Ιταλούς δικαιούχους που δραστηριοποιούνται σε αγορές όπου διεξάγεται ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι οι δικαιούχοι εταιρίες ανήκουν σε διάφορους τομείς, που είναι όλοι ανοικτοί στον διεθνή ανταγωνισμό, από τον μεταποιητικό τομέα μέχρι τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, και ότι τα οφέλη των φορολογικών ελαφρύνσεων είναι σημαντικά, δυνάμενα να φθάσουν μέχρι 11,7 εκατομμύρια ευρώ ανά δικαιούχο κατά τα τρία έτη εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων.

157    Σε αντίθεση όμως προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει «μόνιμη» προσβολή του ανταγωνισμού ούτε να διενεργήσει λεπτομερέστερη έρευνα σχετικά με τον ουσιαστικό αντίκτυπο των επίμαχων μέτρων στην ανταγωνιστική θέση των δικαιούχων, ακόμη δε λιγότερο σε σχέση με τον κύκλο εργασιών τους. Κατά τη νομολογία, δεν απαιτείται να είναι αισθητές ή ουσιώδεις η στρέβλωση του ανταγωνισμού ή η απειλή στρεβλώσεως και η επίπτωση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο (απόφαση Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 78). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 155 και 156, το προβληθέν από την Ιταλική Δημοκρατία γεγονός ότι η ενίσχυση είναι μικρού ύψους δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, εφόσον οι δικαιούχοι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς ανοικτούς στον ανταγωνισμό.

158    Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε ήδη στη σκέψη 87, όσον αφορά μη κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή ενίσχυση, η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η ασυμβατότητα της ενισχύσεως αυτής προς την κοινή αγορά δεν πρέπει υποχρεωτικά να στηρίζεται στην απόδειξη του αποτελέσματος που όντως έχει η ενίσχυση αυτή στον ανταγωνισμό ή στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

159    Επιπροσθέτως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, το γεγονός ότι ορισμένες δικαιούχοι επιχειρήσεις μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν σε αγορές που έχουν μόνον εθνικό ενδιαφέρον ομοίως δεν επέβαλλε στην Επιτροπή τη διενέργεια εμπεριστατωμένης αναλύσεως.

160    Εν πάση περιπτώσει, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 69, όταν πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών αυτού χωρίς να οφείλει να εξετάσει κάθε ειδική περίπτωση εφαρμογής προκειμένου να εξακριβώσει αν το καθεστώς αυτό περιέχει στοιχεία ενισχύσεως. Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, ωφελεί επίσης δικαιούχους που δραστηριοποιούνται μόνο σε αγορές εθνικού ενδιαφέροντος δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, η οποία αρκεί για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σε ένα καθεστώς ενισχύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 91 και 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

161    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας που αντλείται από το ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή αποσκοπούσε, κατ’ ουσίαν, στην εξουδετέρωση της δυσμενούς θέσεως στην οποία περιάγονται οι επιχειρήσεις λόγω της εισαγωγής τους στο χρηματιστήριο, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που οι δικαιούχοι επιχειρήσεις ανέλαβαν κατόπιν της εισαγωγής τους στο χρηματιστήριο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να μη χαρακτηριστούν ως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-251/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-6639, σκέψη 47).

162    Τέλος, όσον αφορά τη διάκριση που η Ιταλική Δημοκρατία επιχειρεί να κάνει μεταξύ λειτουργικών και διαρθρωτικής σημασίας ενισχύσεων, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την παραταθείσα στις σκέψεις 152 έως 155 ανωτέρω νομολογία, η διάκριση αυτή είναι αλυσιτελής για την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, κάθε χορήγηση ενισχύσεων σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (απόφαση Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 72).

163    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως λειτουργικών ενισχύσεων και της ασυμβατότητάς τους προς την κοινή αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

164    Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την ασυμβατότητα του καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά.

165    Πρώτον, ισχυρίζεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις, τούτο δεν εμποδίζει το να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται επίσης την απόφαση 2000/410/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το πρόγραμμα χορήγησης ενισχύσεων που σχεδιάζει να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ του γαλλικού λιμενικού κλάδου (EE 2000, L 155, σ. 52), με την οποία η Επιτροπή δέχθηκε τη νομιμότητα μιας λειτουργικής ενισχύσεως βάσει ορισμένου αριθμού περιστάσεων –όπως είναι ο περιορισμένος οικονομικός αντίκτυπος της ενισχύσεως, το γεγονός ότι οι δικαιούχοι ήταν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και η απουσία αντιρρήσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων τρίτων–, οι οποίες συντρέχουν και εν προκειμένω. Η Επιτροπή θα έπρεπε συνεπώς να δεχθεί τη νομιμότητα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ή, τουλάχιστον, να αιτιολογήσει ειδικώς το συμπέρασμά της όσον αφορά το μη συμβατό της ενισχύσεως αυτής προς την κοινή αγορά, το οποίο δεν μπορεί να στηριχθεί στον χαρακτηρισμό της ως λειτουργικής ενισχύσεως.

166    Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν εν πάση περιπτώσει επενδυτικές ενισχύσεις, καθόσον η εισαγωγή στο χρηματιστήριο συνεπάγεται δαπάνες σύμφυτες με μια πράξη περιουσιακής και διαρθρωτικής ενίσχυσης της δικαιούχου εταιρίας και συνεπώς κόστος με μακροχρόνια αποτελέσματα, ήτοι επενδύσεις.

167    Τρίτον, η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν τα επίμαχα μέτρα, ήτοι η αύξηση και η προώθηση των εισαγωγών στο χρηματιστήριο, αποτελεί ειδικό στόχο οικονομικής πολιτικής ο οποίος μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

168    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

169    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Από τη νομολογία προκύπτει επιπλέον ότι η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής πρέπει να εκτιμηθεί μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-57/00 P και C-61/00 P, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-9975, σκέψεις 52 και 53, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2123, σκέψη 177).

171    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στον χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως λειτουργικής ενισχύσεως μη εμπίπτουσας στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, όσον αφορά την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, και συνεπώς ως ασύμβατων προς την κοινή αγορά, διευκρινίζοντας ότι «[ο]ι φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπονται από το καθεστώς δεν συνδέονται με ειδικές επενδύσεις, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή με ειδικά σχέδια».

172    Μια τέτοια όμως διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, τα επίμαχα μέτρα δεν αποσκοπούν στο να ευνοήσουν την ανάπτυξη μιας δραστηριότητας ή μιας οικονομικής περιοχής, αλλά απλώς στη μείωση των επιβαρύνσεων που κανονικά φέρουν οι οικείες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας.

173    Όσον αφορά, καταρχάς, τη δυνατότητα το καθεστώς ενισχύσεων, έστω και ως λειτουργική ενίσχυση, να μπορεί, όπως διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία, να θεωρηθεί συμβατό προς την κοινή αγορά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καταρχήν, οι λειτουργικές ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζει η διάταξη αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T-459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174    Οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν συμβατές προς την κοινή αγορά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως όμως προκύπτει από τον φάκελο και από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω ούτε προβλήθηκαν από τις ιταλικές αρχές, στις οποίες εναπέκειτο να προσκομίσουν όλα τα στοιχεία από τα οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να εξακριβώσει ότι επληρούντο οι απαιτούμενες προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 170 ανωτέρω, σκέψη 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί, εξάλλου, να τεθεί εν αμφιβόλω από την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει μια τέτοια πρακτική, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω.

175    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ισχυρισμό ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν ως εκ της φύσεώς τους επενδυτικές ενισχύσεις, ορθώς η Επιτροπή, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 171, απέκλεισε τον χαρακτηρισμό αυτόν λόγω του γεγονότος ότι τα χορηγηθέντα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν συνδέονται με ειδικές επενδύσεις, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή με ειδικά σχέδια. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της όσον αφορά τον χαρακτηρισμό αυτόν.

176    Όσον αφορά, τέλος, το γεγονός ότι τα μέτρα θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως μέτρα αποσκοπούντα στην αύξηση και στην προαγωγή των εισαγωγών στο χρηματιστήριο, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εκτίμησης που αφορά τη μείωση του φόρου, που προβλέπει το άρθρο 11 του ΝΔ 269/2003, και της εκτίμησης που αφορά την έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα των δαπανών της εισαγωγής στο χρηματιστήριο που προστίθεται στην τακτική έκπτωση των ίδιων αυτών δαπανών και την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003.

177    Η μείωση του φόρου, δεδομένου ότι συνδέεται με τα συνολικά εισοδήματα των δικαιούχων, δεν συνδέεται ευθέως με τις δαπάνες της εισαγωγής στο χρηματιστήριο ή με άλλα υποτιθέμενα μειονεκτήματα που απορρέουν από την εισαγωγή αυτή. Κατά συνέπεια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρο που αποσκοπεί στην προαγωγή της εισαγωγής στο χρηματιστήριο. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

178    Αντιθέτως, η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα, που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ΝΔ 269/2003, στον βαθμό που συνδέεται με δαπάνες που είναι εγγενείς όταν πρόκειται για εισαγωγή στο χρηματιστήριο, θα μπορούσε, καταρχήν, να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην προώθηση της εισαγωγής στο χρηματιστήριο. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ισχυριζόμενη ότι το εν λόγω μέτρο δεν επιδίωκε στόχο δυνάμενο να εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

179    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου (βλ. σκέψη 169 ανωτέρω).

180    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι λειτουργικές ενισχύσεις δεν θεωρούνται ότι μπορούν να συμβάλουν στην υλοποίηση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και μπορούν να επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 174 ανωτέρω.

181    Η Επιτροπή όμως απέκλεισε, εν προκειμένω, ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, διότι αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «[ο]ι φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπονται από το καθεστώς […] αποτελούν απλώς μια μείωση των επιβαρύνσεων που οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά κανόνα επωμίζονται λόγω των οικονομικών τους δραστηριοτήτων και πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθούν ως λειτουργικές κρατικές ενισχύσεις και είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά» (αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

182    Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η εισαγωγή στο χρηματιστήριο, αυτή καθεαυτήν, δεν αποτελεί ειδική επένδυση, καθόσον δεν αποτελεί δαπάνη για υλικές ή άυλες επενδύσεις ούτε δαπάνη για την πρόσληψη νέου προσωπικού συνδεόμενου με νέα επένδυση. Πρόκειται, μάλλον, για πολύπλοκη πράξη με την οποία οι εταιρίες οι οποίες εισάγονται στο χρηματιστήριο επιδιώκουν χρηματοοικονομικούς σκοπούς, συνδεόμενους με την πρόσβαση σε συγκεκριμένες πηγές κεφαλαίων.

183    Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούν στην αύξηση του αριθμού των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιριών –πράγμα το οποίο, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, αποτελεί στόχο εθνικής οικονομικής πολιτικής– δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, οι επίμαχες ενισχύσεις δεν πληρούν τις δύο προϋποθέσεις κατά τις οποίες οι ενισχύσεις πρέπει να προορίζονται για τη διευκόλυνση της αναπτύξεως ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών και δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του εμπορίου κατά βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

184    Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις ασύμβατες προς την κοινή αγορά και δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

185    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

186    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

187    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Ιταλική Δημοκρατία, δεδομένου ότι ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Σεπτεμβρίου 2009.

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

1.  Τα επίμαχα εθνικά μέτρα

2.  Διοικητική διαδικασία και προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του σκέλους του τρίτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

2.  Επί της ελλιπούς αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ελλιπούς αιτιολογίας, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη στην ιταλική έννομη τάξη ενός μέτρου που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με τα επίμαχα μέτρα

Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων

Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την επίπτωση των επίμαχων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ασυμβατότητα των επίμαχων μέτρων προς την κοινή αγορά

3.  Επί της παραβάσεως του άρθρου 87 ΕΚ

Επί της επιλεκτικότητας του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στις εταιρίες που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–  Επί του a priori επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων

–  Επί της δικαιολογήσεως των επίμαχων μέτρων από τη φύση και την οικονομία του ιταλικού φορολογικού συστήματος

Επί της επιπτώσεως των επίμαχων μέτρων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στον ανταγωνισμό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως λειτουργικών ενισχύσεων και της ασυμβατότητάς τους προς την κοινή αγορά

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


** Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.