Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 18ης Οκτωβρίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-103/06

Philippe Derouin

κατά

Union pour le recouvrement des cotisations de sécurité sociale et d’allocations familiales de Paris – Région parisienne (Urssaf)

[αίτηση του Tribunal des affaires de sécurité sociale de Paris (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρα 8, 14α, παράγραφος 2, και 14δ, παράγραφος 1 – Ανεξάρτητοι επαγγελματίες – Γενική εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως – Εισφορά για την εξόφληση του κοινωνικού χρέους – Λήψη υπόψη εισοδημάτων πραγματοποιηθέντων σε άλλο κράτος μέλος και φορολογητέων στο κράτος αυτό κατ’ εφαρμογή συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας»






I –    Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο ερωτάται ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (2) και από τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (3) (στο εξής: κανονισμός 1408/71) (4) και τη σχέση που έχει ο κανονισμός αυτός με τις διατάξεις μιας φορολογικής συμβάσεως, συναφθείσας εν προκειμένω μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, περί της αποφυγής διπλής φορολογήσεως εισοδημάτων που πραγματοποιούν ανεξάρτητοι επαγγελματίες οι οποίοι διαμένουν στη Γαλλία και υπάγονται στην κοινωνική ασφάλιση του κράτους μέλους αυτού, ασκώντας συγχρόνως μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες και στα δύο κράτη μέλη.

2.        Ειδικότερα, το ερώτημα έγκειται στο αν οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν σε ένα κράτος, εν προκειμένω στη Γαλλική Δημοκρατία, να παραιτείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, από την επιβολή εισφορών επί μέρους των εισοδημάτων του εν λόγω ανεξάρτητου επαγγελματία οι οποίες, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3.        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, αυτός «ισχύει για μισθωτούς και μη μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους».

4.        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής: «Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.»

5.        Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71, με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17 του εν λόγω κανονισμού, το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

6.        Το άρθρο 14α του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει τα ακόλουθα: «Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ισχύει με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

[…]

2)      το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

[…]»

7.        Σύμφωνα με το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71: «Το πρόσωπο που αναφέρεται στο […] άρθρο 14α, παράγραφοι 2, 3 και 4, […] θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ότι άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.»

 Η εθνική νομοθεσία και η σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου

8.        Η γενική εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: CSG) θεσπίστηκε με τον δημοσιονομικό νόμο 90-1168, της 29ης Δεκεμβρίου 1990 (5), του οποίου οι σχετικές εν προκειμένω διατάξεις έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα L. 136-1 επ. του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως.

9.        Σύμφωνα με το άρθρο L. 136-1 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, η CSG έχει ως βάση τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα των φυσικών προσώπων που θεωρούνται ταυτοχρόνως κάτοικοι Γαλλίας για τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος και υπάγονται, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, σε γαλλικό υποχρεωτικό καθεστώς ασφαλίσεως ασθενείας. Τα επαγγελματικά εισοδήματα των ανεξάρτητων επαγγελματιών υπάγονται επίσης στη CSG. Σύμφωνα με το άρθρο L. 136-5 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, η CSG επιβάλλεται στα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και εισπράττεται από τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την είσπραξη των εισφορών του γενικού καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τους κανόνες, με τις εγγυήσεις και τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στην είσπραξη των εισφορών του γενικού καθεστώτος για την ίδια κατηγορία εισοδημάτων. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου L. 136-8 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ο συντελεστής της CSG που επιβάλλεται στα αναφερόμενα στο άρθρο L. 136-1 του εν λόγω κώδικα εισοδήματα είναι 7,5 % επί του καθαρού ποσού αυτών (6). Τα έσοδα από τη CSG που επιβάλλεται στα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και στα υποκατάστατα εισοδήματα καταβάλλονται, σύμφωνα με την οριζόμενη στο άρθρο L. 136-8, ΙV, του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως κατανομή, στο εθνικό ταμείο οικογενειακών επιδομάτων, στο ταμείο αλληλεγγύης προς την τρίτη ηλικία (7), στα υποχρεωτικά καθεστώτα ασφαλίσεως ασθενείας, καθώς και, από 1ης Ιουλίου 2004, στο Εθνικό Ταμείο αλληλεγγύης για την αυτονομία (8).

10.      Η εισφορά για την εξόφληση του κοινωνικού χρέους (στο εξής: CRDS) θεσπίστηκε με το άρθρο 14-1 της αποφάσεως 96-50, της 24ης Ιανουαρίου 1996, περί της εξοφλήσεως του κοινωνικού χρέους (9). Η CRDS έχει ως βάση τα εισοδήματα που αναφέρονται στα άρθρα L. 136-2 έως L. 136-4 και L. 136-8, III, του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα. Ο συντελεστής της ορίστηκε στο 0,5 % των φορολογητέων εισοδημάτων και επιβάλλεται επί των πραγματοποιηθέντων εισοδημάτων από 1ης Φεβρουαρίου 1996 μέχρι 31 Ιανουαρίου 2009. Δυνάμει του άρθρου 15, ΙΙΙ, σημείο 1, της αποφάσεως 96-50, στη CRDS υπόκεινται επίσης τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα αλλοδαπής προελεύσεως που υπόκεινται στη Γαλλία στον φόρο εισοδήματος, σύμφωνα με τις συναφθείσες φορολογικές συμβάσεις για την αποφυγή διπλής φορολογίας. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, τα έσοδα της CRDS καταβάλλονται στο Ταμείο απόσβεσης κοινωνικού χρέους (CADES), το οποίο είναι εθνικός δημόσιος οργανισμός διαχειριστικής φύσεως.

11.      Στις 22 Μαΐου 1968, η Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής φόρου εισοδήματος (στο εξής: σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας), τεθείσα σε ισχύ στις 29 Οκτωβρίου 1969 (10).

12.      Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως αυτής, οι φόροι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία, είναι ο φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων, ο φόρος εταιριών καθώς και κάθε παρακράτηση, έκπτωση και προκαταβολή των φόρων αυτών. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η εν λόγω σύμβαση «θα εφαρμόζεται επίσης σε κάθε πανομοιότυπου ή ανάλογου χαρακτήρα μελλοντικό φόρο τον οποίο ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη ή η κυβέρνηση ενός από τα εδάφη στα οποία θα έχει ενδεχομένως επεκταθεί η παρούσα σύμβαση […] τυχόν προσθέσει στους ισχύοντες φόρους ή με τον οποίο τυχόν υποκαταστήσει αυτούς. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων κρατών θα κοινοποιούν αμοιβαία τις τροποποιήσεις που θα επιφέρουν στις αντίστοιχες φορολογικές τους νομοθεσίες».

13.      Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, τα εισοδήματα που ο κάτοικος ενός συμβαλλόμενου κράτους πραγματοποιεί από ανεξάρτητες δραστηριότητες φορολογούνται μόνο στο κράτος αυτό, εκτός αν ο κάτοικος αυτός διαθέτει στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά συνήθη τρόπο σταθερή εγκατάσταση για την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Αν διαθέτει τέτοια εγκατάσταση, τα εισοδήματα φορολογούνται στο άλλο κράτος, αλλά αποκλειστικά στο μέτρο που μπορούν να καταλογιστούν στην εν λόγω σταθερή εγκατάσταση. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει τις «ανεξάρτητες δραστηριότητες» ως αποτελούμενες από όλες τις δραστηριότητες, εκτός των εμπορικών, βιομηχανικών και γεωργικών, τις οποίες ασκεί ένα άτομο που καρπώνεται τα κέρδη και φέρει τις ζημίες που συνεπάγεται η άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών.

14.      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας θα αντικατασταθεί μόλις κυρωθεί η υπογραφείσα στις 28 Ιανουαρίου 2004 σύμβαση μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής φόρου εισοδήματος και κεφαλαιουχικών κερδών. Η εν λόγω σύμβαση αναφέρει ρητώς ότι η CSG και η CRDS εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

III – Η διαφορά στην κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

15.      Ο P. Derouin είναι κάτοικος Γαλλίας, όπου ασκεί δικηγορία ως ελεύθερος επαγγελματίας, ενώ ταυτοχρόνως είναι συνεταίρος της partnership (εξομοιούμενης με συμμετοχική εταιρία) αγγλικού δικαίου Linklaters (στο εξής: Linklaters). Η Linklaters έχει την κύρια εγκατάστασή της στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαθέτει ωστόσο γραφεία και σε άλλα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και στη Γαλλία.

16.      Ο Ρ. Derouin είναι, αφενός, δικηγόρος παρ’ εφέταις στο Παρίσι (Γαλλία) και έχει, αφετέρου, την ιδιότητα του registered foreign lawyer στο Supreme Court of England and Wales (Ηνωμένο Βασίλειο). Παρέχει δικηγορικές υπηρεσίες στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του γραφείου της Linklaters Παρισιού και αμείβεται με την είσπραξη μεριδίου επί των πραγματοποιούμενων από τη Linklaters κερδών.

17.      Έχοντας τη φορολογική του κατοικία στη Γαλλία, ο Ρ. Derouin φορολογείται στο κράτος αυτό και σε κάθε κράτος όπου είναι εγκατεστημένη η Linklaters, λόγω του μεριδίου του στα κέρδη που πραγματοποιούνται σε κάθε χώρα εγκατάστασης του γραφείου.

18.      Ο Ρ. Derouin υπάγεται σε υποχρεωτικό καθεστώς ασφαλίσεως ασθενείας στη Γαλλία και είναι εγγεγραμμένος στην Union pour le recouvrement des cotisations de sécurité sociale et d’allocations familiales de Paris – Région parisienne (στο εξής: Urssaf) ως ανεξάρτητος επαγγελματίας.

19.      Από το 2000, η Urssaf υπολόγιζε τις οφειλόμενες από τον Ρ. Derouin εισφορές οικογενειακών επιδομάτων καθώς και τις εισφορές CSG και CRDS επί των επαγγελματικών εισοδημάτων που αυτός πραγματοποιεί από τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο του γραφείου Linklaters στη Γαλλία καθώς και επί του μεριδίου του επί των πραγματοποιούμενων κερδών της Linklaters στο Ηνωμένο Βασίλειο.

20.      Ο Ρ. Derouin κατέβαλε τις οφειλόμενες εισφορές οικογενειακών επιδομάτων βάσει του συνόλου των επαγγελματικών του εισοδημάτων (συμπεριλαμβανομένων των βρετανικής προελεύσεως εισοδημάτων). Ωστόσο, αμφισβητεί την επιβαλλόμενη υποχρέωση καταβολής εισφορών CSG και CRDS υπολογιζόμενων επί των βρετανικής προελεύσεως εισοδημάτων του, για τον λόγο ότι οι εισφορές αυτές δεν συνιστούν εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά πρέπει να θεωρηθούν φόροι. Σύμφωνα με τον Ρ. Derouin, επειδή τα εισοδήματα βρετανικής προελεύσεως φορολογούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, μόνον τα φορολογητέα στη Γαλλία εισοδήματα μπορούν να υπαχθούν στη CSG και στη CRDS.

21.      Η Urssaf υποστηρίζει αντιθέτως ότι οι εν λόγω εισφορές έχουν τον χαρακτήρα εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και ότι πρέπει επομένως να υπολογισθούν βάσει του συνόλου των εισοδημάτων του Ρ. Derouin, τόσο των βρετανικών όσο και των γαλλικών.

22.      Το tribunal des affaires de sécurité sociale de Paris (Γαλλία), προκειμένου να λάβει διευκρινίσεις συναφώς, υπέβαλε στην Cour de cassation, με απόφαση της 12ης Απριλίου 2005, το ερώτημα αν η CSG και η CRDS πρέπει να θεωρηθούν φόροι υπό την έννοια της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας.

23.      Σύμφωνα με την Cour de cassation, «το ερώτημα αν ο κανονισμός 1408/71 […] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει μια σύμβαση, όπως η σύμβαση [για την αποφυγή διπλής φορολογίας], να προβλέπει ότι τα πραγματοποιηθέντα στο Ηνωμένο Βασίλειο εισοδήματα από εργαζόμενους, οι οποίοι κατοικούν στη Γαλλία και υπάγονται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος αυτό, αποκλείονται από τη βάση υπολογισμού της CSG και της CRDS, που επιβάλλονται στη Γαλλία, πρέπει να υποβληθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων […]».

24.      Το tribunal des affaires de sécurité sociale de Paris, εκτιμώντας ότι το ζήτημα της νομικής φύσεως της CSG και της CRDS είναι αποφασιστικό για την επίλυση του υποβληθέντος στην κρίση του ερωτήματος και ότι η επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη εξαρτάται από το αν η εφαρμογή των διατάξεων της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας στη CSG και στη CRDS αντίκειται στους κοινοτικούς κανόνες, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει ο κανονισμός 1408/71 […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει μια σύμβαση, όπως η σύμβαση [για την αποφυγή διπλής φορολογίας], να προβλέπει ότι τα πραγματοποιηθέντα στο Ηνωμένο Βασίλειο εισοδήματα από εργαζόμενους, οι οποίοι κατοικούν στη Γαλλία και υπάγονται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος αυτό, αποκλείονται από τη βάση υπολογισμού της [CSG] και της [CRDS], που επιβάλλονται στη Γαλλία;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

25.      Ο Ρ. Derouin, η Urssaf, οι Κυβερνήσεις της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επιπλέον, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαρτίου 2007.

V –    Ανάλυση

 Α –       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26.      Ο κανονισμός 1408/71 θεσπίζει ένα σύστημα συντονισμού των εθνικών καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και περιλαμβάνει μια σειρά διατάξεων που καθορίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι διατάξεις αυτές σκοπούν να διασφαλίσουν ότι ένα άτομο που έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας υπόκειται, καταρχήν, στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους (αρχή της «μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας») (11) και ότι πρέπει, κατά συνέπεια, να καταβάλλει εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως μόνο στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία έχει εφαρμογή. Το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός 1408/71 για την επίλυση της συγκρούσεως νόμων κοινωνικής ασφαλίσεως έχει εν τέλει ως σκοπό, ειδικότερα, να απαγορεύσει την υπαγωγή ενός εργαζομένου που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας σε διπλή φορολογία για το ίδιο εισόδημα (12).

27.      Ο στόχοι τους οποίους εξυπηρετούν οι διμερείς συμβάσεις για την αποφυγή διπλής φορολογίας των εισοδημάτων επαγγελματικής δραστηριότητας δεν απέχουν από αυτούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1408/71 όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως. Συγκεκριμένα, ενώ οι διμερείς συμβάσεις έχουν σκοπό να επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα κράτη μέλη, πέρα από κάθε σχετικό μέτρο ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως στο κοινοτικό πλαίσιο, να κατανέμουν μεταξύ τους τη φορολογική αρμοδιότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται ή να μετριάζεται η διπλή φορολογία των ίδιων εισοδημάτων που πραγματοποιούνται στο ένα ή στο άλλο από τα κράτη αυτά (13), ο κανονισμός απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υποχρέωση των ατόμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του να καταβάλλουν διπλές εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως , υποχρέωση που θα απέρρεε για το ίδιο εισόδημα από την ταυτόχρονη εφαρμογή δύο εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως (14).

28.      Θα μπορούσε έτσι να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες άρσεως της συγκρούσεως νόμων που ορίζονται στο πλαίσιο των δύο αυτών νομοθετικών κειμένων –το ένα διεθνές, το άλλο κοινοτικό– εφαρμόζονται στις υποθέσεις τις οποίες αφορά το καθένα, χωρίς να υφίσταται, εκ των προτέρων, κάποια σχέση μεταξύ τους και, κατά μείζονα λόγο, σχέση συγκρούσεως.

29.      Η κατάσταση ωστόσο περιπλέκεται από την εξ ορισμένων καλούμενη «προοδευτική “φορολογικοποίηση” της κοινωνικής ασφαλίσεως» (15), πρακτική ή φαινόμενο που, κατ’ ουσίαν, συνίσταται στη χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως από επιβαρύνσεις που έχουν, τουλάχιστον σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, φορολογική φύση, αλλά οι οποίες, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Στην περίπτωση αυτή, η οποία είναι ακριβώς αυτή της υποθέσεως στην κύρια δίκη όπως θα εξηγηθεί με τις παρούσες προτάσεις, το ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της δομής του κανονισμού 1408/71 και των συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας.

30.      Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που υποβάλλεται στο Δικαστήριο διαφορά που αφορά το ερώτημα αν η CSG και/ή η CRDS αποτελούν φόρους ή εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως.

31.      Πάντως, ακριβώς όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, με τις οποίες το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο χαρακτηρισμός των δύο εν λόγω εισφορών ως φόρων, τον οποίο είχε επιλέξει το εσωτερικό δίκαιο, δεν εμπόδιζε τη δυνατότητα να εμπίπτουν οι εισφορές αυτές στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, στο μέτρο που προορίζονται με ειδικό και άμεσο τρόπο για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφαλίσεως στη Γαλλία και έχουν επομένως άμεση και αρκούντως ουσιαστική σχέση με τους νόμους που ρυθμίζουν τους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού (16), δεν πιστεύω, αντιθέτως προς τα προτεινόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, ότι στην υπό κρίση υπόθεση χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος της φύσεως των εν λόγω εισφορών.

32.      Αρκεί, πράγματι, εν προκειμένω να επισημανθεί, όπως άλλωστε παραδέχτηκε και η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητεί σοβαρά, κατόπιν των προπαρατεθεισών αποφάσεων Επιτροπή κατά Γαλλίας καθώς και, όσον αφορά τη CSG, της πιο πρόσφατης και όχι απολύτως σαφούς αποφάσεως Perez Naranjo (17), ότι η CSG και η CRDS όντως εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Εν πάση περιπτώσει, αν, όπως επιχείρησε να υποστηρίξει ο Ρ. Derouin ενώπιον του Δικαστηρίου, η CRDS έχει παύσει να πληροί, από το 2002, τα κριτήρια που έχουν τεθεί με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν οι σχετικές με την εισφορά αυτή ενδεχόμενες τροποποιήσεις που θεσπίστηκαν με τη γαλλική νομοθετική ρύθμιση μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα η CRDS να παύσει να προορίζεται κατά τρόπο ειδικό και άμεσο για τη χρηματοδότηση του συστήματος της γαλλικής κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά, αντιθέτως, να σκοπεί στην κάλυψη των γενικών εξόδων των δημοσίων αρχών, μην εμπίπτοντας έτσι στις διατάξεις του κανονισμού 1408/71. Ασφαλώς, σε περίπτωση που ισχύει τούτο, και υπό την προϋπόθεση ότι η CSG εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, το προδικαστικό ερώτημα στερείται εν μέρει της λυσιτέλειάς του. Ωστόσο, η υπόθεση στην οποία στηρίζεται το προδικαστικό ερώτημα έγκειται στο ότι η CRDS, όπως ακριβώς και η CSG, εξακολουθεί να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Πρέπει επομένως η παρούσα ανάλυση να εκκινήσει από την υπόθεση αυτή.

33.      Εξάλλου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Δικαστήριο δεν ερωτάται –και ορθώς– ως προς την ερμηνεία της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, ειδικότερα όσον αφορά το ερώτημα εάν η CSG και η CRDS εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να ερμηνεύει το κοινοτικό δίκαιο, έστω και αν μπορεί, προκειμένου να δώσει μια χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή ερμηνεία του δικαίου αυτού, να λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, τις διατάξεις συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, οσάκις το αιτούν δικαστήριο την προβάλλει ως τμήμα του εφαρμοστέου στην υπόθεση της κύριας δίκης νομικού πλαισίου (18). Εν προκειμένω, για να δοθεί πρακτική αποτελεσματικότητα στο υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι η CSG και η CRDS καλύπτονται από τις διατάξεις της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτής.

34.      Επιπλέον, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται η προβληματική της απαγορευόμενης από τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71 σωρευτικής εφαρμογής των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους κατοικίας των εργαζομένων και του κράτους μέλους απασχολήσεως των εργαζομένων αυτών, εφόσον στην ουσία δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, όπως επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο, ότι ο Ρ. Derouin υπόκειται, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας που κατοικεί στη Γαλλία και υπάγεται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος αυτό, στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι, όπως επιβεβαίωσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλία ουδεμία εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως επιβάλλει στα εισοδήματα που πραγματοποιεί ο Ρ. Derouin από τις δραστηριότητες που ασκεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.

35.      Όπως ορθώς επισημαίνουν οι Κυβερνήσεις της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, το αιτούν δικαστήριο δεν όρισε με σαφήνεια βάσει ποιας διάταξης του κανονισμού 1408/71 ο Ρ. Derouin εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επικαλέστηκε, αφενός μεν, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο, στο πλαίσιο της μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας, προβλέπει ότι το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, αφετέρου δε, το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο, κατά παρέκκλιση από το εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, διευκρινίζει ότι το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

36.      Η διστακτικότητα του αιτούντος δικαστηρίου εξηγείται εμφανώς από το γεγονός ότι ο Ρ. Derouin πραγματοποιεί μεν εισοδήματα προερχόμενα από το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της συμμετοχής του με την ιδιότητα του συνεταίρου στη Linklaters, ταυτοχρόνως δε ασκεί στην πραγματικότητα τη μη μισθωτή επαγγελματική του δραστηριότητα στη Γαλλία όπου και κατοικεί. Η διστακτικότητα αυτή φαίνεται επίσης να οφείλεται στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Ρ. Derouin, ο οποίος φρονεί ότι ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα αποκλειστικά στη Γαλλία, ενώ δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ότι αρνείται την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, καθώς δεν έχει επικαλεστεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, εν προκειμένω της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση ερωτήθηκε επίσης ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 στην περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο Ρ. Derouin ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα μόνο στη Γαλλία, αντλώντας απλώς κάποια εισοδήματα από το Ηνωμένο Βασίλειο, κατάσταση η οποία θα του στερήσει την ιδιότητα του διακινούμενου ανεξάρτητου επαγγελματία. Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, εάν ισχύσει τούτο, παύει να τίθεται το ζήτημα της συμβατότητας της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας με τον κανονισμό 1408/71.

37.      Είναι αυτονόητο ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο ούτε να προσδιορίζει τα πραγματικά περιστατικά ούτε να εφαρμόζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου σε μία δοθείσα περίπτωση ούτε ακόμη να εξετάζει τη συμβατότητα του εσωτερικού δικαίου ή μίας συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας με το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώσει τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται ο Ρ. Derouin και η Γαλλική Κυβέρνηση, η βεβαία συνέπεια θα είναι ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που θα έχει δοθεί από το Δικαστήριο ως απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα θα στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας.

38.      Ο κίνδυνος αυτός μου φαίνεται ωστόσο περιορισμένος για δύο ουσιώδεις λόγους. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει με την απόφαση περί παραπομπής ότι ο Ρ. Derouin εμπίπτει όντως στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, ενώ το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να αμφισβητήσει την εκτίμηση αυτή. Αφετέρου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Ρ. Derouin επιθυμεί να τύχει εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας το οποίο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου οσάκις ένας κάτοικος Γαλλίας διαθέτει στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά συνήθη τρόπο μια σταθερή εγκατάσταση για την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Είναι επομένως δύσκολο να αναλογισθεί κάποιος ότι ο Ρ. Derouin δεν ασκεί ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, κράτος μέλος στο οποίο, υπενθυμίζω, είναι διορισμένος στο Supreme Court of England and Wales ως registered foreign lawyer. Συνεπώς, μου φαίνεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 σε μία περίπτωση όπως αυτή του Ρ. Derouin ουδόλως μπορεί να αποκλεισθεί και πρέπει επομένως να θεωρηθεί δεδομένη και αυτή η υπόθεση προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα.

39.      Το ζήτημα για το οποίο ερίζουν οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία είναι εν τέλει εξ ολοκλήρου διαφορετικό. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για το ερώτημα εάν οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν σε ένα κράτος μέλος, αρμόδιο δυνάμει του κανονισμού αυτού να επιβάλλει εισφορές, όπως η CSG και η CRDS, με βάση τα εισοδήματα ανεξάρτητου επαγγελματία που υπάγεται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος μέλος αυτό, συμπεριλαμβανομένου του μέρους των εισοδημάτων του εν λόγω εργαζομένου που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος και φορολογούνται στο κράτος αυτό (19), να παραιτείται από την επιβολή των εν λόγω εισφορών στα εισοδήματα αυτά για το λόγο ότι οι εισφορές αυτές καλύπτονται από τη συναφθείσα μεταξύ των δύο κρατών μελών σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας.

40.      Διατυπούμενο διαφορετικά, το ερώτημα έγκειται στο αν ο κανονισμός 1408/71 επιβάλλει στο αρμόδιο κράτος μέλος να συμπεριλαμβάνει στη βάση υπολογισμού των εισφορών, όπως η CSG και η CRDS, τα εισοδήματα που προέρχονται από τη μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα που ασκεί σε άλλο κράτος μέλος ανεξάρτητος επαγγελματίας που υπάγεται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο πρώτο κράτος μέλος.

 Επί της υποχρεώσεως να συμπεριλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού των εισφορών, όπως η CGS και η CRDS, το σύνολο των εισοδημάτων από μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες του ανεξάρτητου επαγγελματία (άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71)

41.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που διατυπώθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός 1408/71 είναι αποκλειστικά ένα σύστημα συντονισμού που αφορά, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού αυτού (στον οποίο ανήκουν τα άρθρα 13 και 14) της ή των εφαρμοστέων νομοθεσιών στους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους οι οποίοι κάνουν χρήση, υπό διαφορετικές περιστάσεις, του δικαιώματός τους για ελεύθερη κυκλοφορία (20). Ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, το ύψος των οφειλόμενων εισφορών καθώς και το εισόδημα που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό αυτών των εισφορών (21).

42.      Κατ’ εφαρμογή της νομολογίας αυτής, το Δικαστήριο απέρριψε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Nikula, την αρχή σύμφωνα με την οποία ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προσμετρεί στη βάση υπολογισμού των εισφορών τις συντάξεις που καταβλήθηκαν από άλλο κράτος μέλος (22). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία φορέας του κράτους μέλους κατοικίας ενός ατόμου καταβάλλει σύνταξη σε αυτό και φορέας του ίδιου κράτους μέλους του εξασφαλίζει την κάλυψη των δαπανών ασφαλίσεως ασθενείας, το Δικαστήριο έκρινε ότι καμία διάταξη του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει στο κράτος αυτό να υπολογίζει το ποσό των εισφορών ασφαλίσεως του ατόμου αυτού επί του συνόλου των εισοδημάτων του, είτε προέρχονται από συντάξεις που καταβάλλονται στο κράτος μέλος κατοικίας είτε από συντάξεις που καταβάλλονται σε άλλα κράτη μέλη (23). Το Δικαστήριο πάντως υπενθύμισε, κατά γενικό κανόνα, ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, να τηρεί το κοινοτικό δίκαιο (24), πράγμα που, στην υπό κρίση υπόθεση, σημαίνει ότι το σύστημα που καθιερώνει το κράτος μέλος κατοικίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας που έχουν καταβάλει οι δικαιούχοι συντάξεων κατά τον χρόνο που ασκούσαν δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος κατοικίας (25).

43.      Ερωτάται μήπως αυτό που οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύουν στην ανωτέρω εκτεθείσα περίπτωση το επιβάλλουν στο κράτος μέλος κατοικίας για τον υπολογισμό εισφορών, όπως η CSG και η CRDS, επί του συνόλου των εισοδημάτων μη μισθωτού εργαζομένου, όπως ο Ρ. Derouin.

44.      Ο Ρ. Derouin και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Φρονούν, κατ’ ουσίαν, ότι η απαλλαγή από την καταβολή της CSG και της CRDS της οποίας θα ετύγχανε ο Ρ. Derouin κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας δεν θα έθετε υπό αμφισβήτηση τις αρχές του κανονισμού 1408/71, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αρχή της μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας, εφόσον ο Ρ. Derouin εξακολουθεί να υπόκειται στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως και να επωφελείται του συνόλου των παροχών που αυτή προβλέπει.

45.      Η Urssaf και η Επιτροπή αντιθέτως, παραπέμποντας ιδιαιτέρως στην απόφαση Allard (26), φρονούν ότι ο κανονισμός 1408/71 απαγορεύει στα κράτη μέλη να παραιτούνται από την επιβολή εισφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Μολονότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε υποστηρίξει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, πανομοιότυπη άποψη με την εκτεθείσα από τον Ρ. Derouin και τη Γαλλική Κυβέρνηση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συντάχθηκε με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση της φορολογικής τους αρμοδιότητας, πρέπει να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο.

46.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, «το πρόσωπο που αναφέρεται στο […] άρθρο 14α, παράγραφος 2 […], θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ότι άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (27)».

47.      Όπως ορθώς έχουν διευκρινίσει οι γενικοί εισαγγελείς Jacobs και Ruiz-Jarabo Colomer, το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει τη σύνθεση της βάσεως υπολογισμού των εισφορών στα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τις οποίες οφείλει να καταβάλει το άτομο που αφορά το άρθρο αυτό, οπότε οι εισφορές που καταβάλλονται στο κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία ορίζεται, να υπολογίζονται βάσει του συνολικού εισοδήματος που το άτομο έχει πραγματοποιήσει σε όλα τα εν λόγω κράτη μέλη (28).

48.      Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εκτίμηση αυτή με την προπαρατεθείσα απόφαση Allard. Στην εν λόγω υπόθεση, ο J. Allard, κάτοικος Βελγίου που πραγματοποιούσε εισοδήματα προερχόμενα από μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκούσε στο κράτος μέλος αυτό καθώς και στη Γαλλία, αμφισβήτησε τη δυνατότητα του Βασιλείου του Βελγίου να καθορίζει ως βάση υπολογισμού για την επιβολή της καλούμενης «ισοσταθμιστικής εισφοράς», που προορίζεται για το σύστημα συντάξεως γήρατος και επιζώντος συζύγου των ανεξάρτητων επαγγελματιών, το σύνολο των εν λόγω εισοδημάτων, χωρίς η καταβολή της εισφοράς αυτής να γεννά δικαίωμα για παροχές ως αντάλλαγμα (29).

49.      Κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε βελγικό δικαστήριο, το Δικαστήριο ερωτήθηκε κυρίως αν τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71 απαγορεύουν την επιβολή εισφοράς, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά, επί του συνόλου των εισοδημάτων που πραγματοποιεί ανεξάρτητος επαγγελματίας από μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκεί στο κράτος μέλος κατοικίας του ή σε άλλο κράτος μέλος.

50.      Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η υπόθεση της κύριας δίκης ενέπιπτε όντως στο καθ’ ύλην και στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, και ειδικότερα ότι ο J. Allard υπέκειτο, δυνάμει του άρθρου 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στη βελγική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως (30), έκρινε, όσον αφορά το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ότι «ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στην περιγραφόμενη στην απόφαση περί παραπομπής κατάσταση και ασκεί δραστηριότητες ελεύθερου επαγγελματία ταυτοχρόνως στο Βέλγιο και στη Γαλλία πρέπει να υπόκειται, ως προς την τελευταία δραστηριότητα, στην αντίστοιχη βελγική νομοθεσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ως εάν ασκούσε αυτήν την μη έμμισθη δραστηριότητα στο Βέλγιο» (31). Επομένως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, μια ασφαλιστική εισφορά, όπως η οφειλόμενη στο Βέλγιο από τον Allard ισοσταθμιστική εισφορά, «πρέπει να υπολογιστεί λαμβανομένου υπόψη και του αποκτηθέντος στη Γαλλία εισοδήματος» (32). Το Δικαστήριο επομένως κατέληξε ότι «τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71 επιβάλλουν να καθοριστεί μια εισφορά, όπως η ισοσταθμιστική εισφορά, δια του συνυπολογισμού στο εισόδημα εξ επαγγέλματος και του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου η ασφαλιστική νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής», ακόμη και αν η καταβολή της εισφοράς αυτής δεν γεννά δικαίωμα για καμία παροχή ως αντάλλαγμα (33).

51.      Είναι λίγο παράξενο ότι στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής το Δικαστήριο παρέλειψε να μνημονεύσει το αποφασιστικό κατά την άποψή μου σκέλος της πρότασης του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, σύμφωνα με το οποίο οι μη μισθωτές δραστηριότητες που ασκούνται σε άλλο κράτος μέλος εξομοιώνονται με αυτές που ασκούνται στο κράτος μέλος που είναι, δυνάμει του κανονισμού αυτού, αρμόδιο για την επιβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως «για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που καθορίζεται» (34). Η υπόμνηση αυτή θα εξασφάλιζε το πλεονέκτημα καλύτερης διασυνδέσεως μεταξύ των σκέψεων 21 έως 23 του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής, τονίζοντας σαφώς ότι το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 διασφαλίζει στον ανεξάρτητο επαγγελματία, ειδικότερα, ότι ο υπολογισμός των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία που καθορίζεται από το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

52.      Εν πάση περιπτώσει, όπως εξέθεσε και η Επιτροπή, προκύπτει, ιδίως από την επιλεγείσα στην προπαρατεθείσα απόφαση Allard ερμηνεία του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ότι το κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως καθορίζεται από το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού πρέπει να επιβάλλει τις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού εισφορές με βάση το σύνολο των εισοδημάτων ενός ανεξάρτητου επαγγελματία που προέρχονται από μη μισθωτές δραστηριότητες που αυτός ασκεί στο κράτος μέλος του οποίου καθορίζεται η νομοθεσία καθώς και σε άλλο κράτος μέλος (35).

53.      Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε ο Ρ. Derouin ούτε η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητούν ότι, σε αντίθεση προς τη CGS και τη CRDS, οι καταβαλλόμενες από τον Ρ. Derouin εισφορές για τα οικογενειακά επιδόματα ορθώς υπολογίζονται επί του συνόλου των εισοδημάτων του για την άσκηση των μη μισθωτών επαγγελματικών δραστηριοτήτων στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου –και, ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που επιλέγει το εσωτερικό γαλλικό δίκαιο–, στο μέτρο που η CGS και η CRDS εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, για τον υπολογισμό τους πρέπει να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το σύνολο των εισοδημάτων του Ρ. Derouin.

54.      Η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 φαίνεται να εξηγείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική ασφάλιση μεταξύ, αφενός, των διακινούμενων εργαζομένων και, αφετέρου, του συνόλου των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους.

55.      Καταρχάς, όσον αφορά την ίση μεταχείριση μεταξύ των διακινούμενων εργαζομένων, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την προπαρατεθείσα απόφαση Hervein κ.λπ., ότι το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που εφαρμόζεται επίσης στον εργαζόμενο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου 14γ, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, σκοπεί να αποτρέψει το γεγονός ότι «ένα μέρος των δραστηριοτήτων του εργαζομένου αυτού δύναται να μην εμπίπτει σε καμία νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως» (36).

56.      Ασφαλώς, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διευκρίνιση αυτή είναι διαφορετικό από αυτό της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, στην προπαρατεθείσα απόφαση Hervein κ.λπ., το Δικαστήριο ερωτήθηκε ως προς την ισχύ της παρεκκλίσεως από την αρχή της μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας που προβλέπεται στο άρθρο 14γ, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71 και στο παράρτημα VII αυτού, παρεκκλίσεως η οποία επιτρέπει, για τα αναφερόμενα σε αυτό το παράρτημα κράτη μέλη, την ταυτόχρονη εφαρμογή των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως των δύο κρατών μελών στο έδαφος των οποίων ο εργαζόμενος ασκεί συγχρόνως μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα. Αφού επιβεβαίωσε την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων, το Δικαστήριο προέταξε το μέλημα του κοινοτικού νομοθέτη, που συγκεκριμενοποιήθηκε στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των διαλαμβανομένων στο άρθρο 14γ, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού αυτού εργαζομένων, προκειμένου, αντιθέτως προς τους υποκείμενους στην ταυτόχρονη εφαρμογή δύο εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως σύμφωνα με το στοιχείο β΄ του εν λόγω άρθρου για καθεμία από τις δραστηριότητές τους (37), οι εργαζόμενοι στους οποίους έχει εφαρμογή μία και μόνη νομοθεσία δυνάμει του στοιχείου α΄ του ίδιου άρθρου να μην αποκλείονται, για μέρος των δραστηριοτήτων τους, από την εφαρμογή κάθε νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως.

57.      Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι η ερμηνεία του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, μπορεί να διαφέρει θεμελιωδώς από την επιλεγείσα στην προπαρατεθείσα απόφαση Hervein κ.λπ. ερμηνεία. Ειδικότερα, η διατύπωση του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού είναι επαρκώς σαφής ώστε θεμιτώς να συνάγεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε σκοπό να επιτρέψει στα κράτη μέλη να συμφωνούν διμερώς ότι ο εργαζόμενος που ασκεί μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος των κρατών αυτών δύναται να μην εμπίπτει, για μέρος των δραστηριοτήτων του, σε καμία νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως.

58.      Πάντως, αυτό ομολογουμένως δεν συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η παραίτηση της Γαλλικής Δημοκρατίας από την επιβολή της CSG και της CRDS επί των εισοδημάτων που πραγματοποιεί ο Ρ. Derouin στο Ηνωμένο Βασίλειο από μη μισθωτές δραστηριότητες δεν συνεπάγεται ολική απαλλαγή από τις βάσει των δραστηριοτήτων αυτών οφειλόμενες στη Γαλλία κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές και, ως εκ τούτου, τη μη εφαρμογή κάθε νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως ως προς τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον ο Ρ. Derouin, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων, εξακολουθεί, μεταξύ άλλων, να καταβάλλει εισφορές για τα οικογενειακά επιδόματα, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, υπολογιζόμενες επί του συνόλου των εισοδημάτων που προέρχονται από μη μισθωτές δραστηριότητες στα δύο κράτη μέλη.

59.      Κατόπιν αυτού, με την υπαγωγή των ελεύθερων επαγγελματιών που ασκούν μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη σε μία και μόνη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, όσον αφορά το σύνολο των εισοδημάτων τους, το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 14α, παράγραφος 2, αυτού, σκοπεί στην κατά τον καλύτερο τρόπο διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους καθώς και στην αποφυγή κολασμού των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (38).

60.      Υπενθυμίζω επίσης ότι η υποχρέωση υπολογισμού των εμπιπτουσών στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 εισφορών βάσει του συνόλου των εισοδημάτων από μη μισθωτές δραστηριότητες που πραγματοποιεί εργαζόμενος ο οποίος υπάγεται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού κατάσταση, έχει κριθεί σύμφωνη με το άρθρο 43 ΕΚ (39).

61.      Ωστόσο, ο Ρ. Derouin και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, να επιφυλάσσει, δυνάμει των ενσωματωμένων στο εσωτερικό δίκαιο συμβατικών του υποχρεώσεων επί φορολογικών θεμάτων, ευνοϊκότερη μεταχείριση στον εργαζόμενο που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας σε σχέση με τον εργαζόμενο που ασκεί το σύνολο των μη μισθωτών επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος αυτό.

62.      Εκ πρώτης όψεως, και χωρίς διάθεση ανατροπής του ισχυρισμού ότι ο Ρ. Derouin θα τύχει ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως (τουλάχιστον από την άποψη της διαθεσιμότητας των καθαρών εισοδημάτων από την άσκηση μη μισθωτών επαγγελματικών δραστηριοτήτων) λόγω της εφαρμογής της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας από έναν ανεξάρτητο επαγγελματία που ασκεί αποκλειστικά ανάλογες δραστηριότητες στη Γαλλία, η ανάλυση αυτή φαίνεται πειστική. Προσκρούει ωστόσο σε διάφορα κωλύματα, όπως θα εξηγηθεί στα επόμενα σημεία.

 Επί των κωλυμάτων εφαρμογής μιας συμβατικής παρεκκλίσεως από την προβλεπόμενη στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 υποχρέωση

63.      Όπως ορθώς υποστήριξαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να έχουν σε ζητήματα, μεταξύ άλλων, άμεσης φορολογίας, οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο (40). Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, όσον αφορά την αποφυγή ή την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, πέρα από κάθε σχετικό μέτρο ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως στο κοινοτικό πλαίσιο, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των κριτηρίων φορολογήσεως των εισοδημάτων προκειμένου να εξαλειφθεί, κατά περίπτωση και δια συμβάσεων, η διπλή φορολογία. Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω (41), η νομολογία του Δικαστηρίου στην παρούσα φάση διακρίνει μεταξύ, αφενός, της κατανομής της φορολογικής αρμοδιότητας μεταξύ των κρατών μελών και, αφετέρου, της ασκήσεως της φορολογικής εξουσίας από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες αυτό αποτελεί απόρροια προηγούμενης μονομερούς ή διμερούς κατανομής της φορολογικής τους αρμοδιότητας, σε σχέση με την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τους κοινοτικούς κανόνες (42).

64.      Είναι κατά συνέπεια αναμφισβήτητο ότι η Γαλλική Δημοκρατία, κατά την άσκηση της φορολογικής της αρμοδιότητας ή, εν προκειμένω, στο πλαίσιο ασκήσεως της ευχέρειάς της να παραιτηθεί, κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, από την προσμέτρηση στη βάση υπολογισμού της CGS και της CRDS των βρετανικής προελεύσεως εισοδημάτων του Ρ. Derouin, οφείλει να συμμορφώνεται προς το κοινοτικό δίκαιο.

65.      Συναφώς, ο Ρ. Derouin και η Γαλλική Κυβέρνηση φρονούν ότι η παρατιθέμενη στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έννοια της «νομοθεσίας που καθορίζεται» παραπέμπει στο σύνολο της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση και εν προκειμένω, της ενσωματωμένης στο εσωτερικό γαλλικό δίκαιο συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας. Σύμφωνα με αυτούς, κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία απλώς εφαρμόζει τη νομοθεσία της, σύμφωνα με τον μηχανισμό που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 για την άρση της συγκρούσεως νόμων κοινωνικής ασφαλίσεως.

66.      Η άποψη αυτή δεν είναι πειστική διότι αγνοεί ότι ο κανονισμός 1408/71 περιορίζεται στον καθορισμό της νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι οποίοι βρίσκονται σε μία δεδομένη διασυνοριακή κατάσταση και δεν αναφέρεται συνεπώς στο σύνολο της εθνικής νομοθεσίας, της οποίας τμήμα αποτελούν, μεταξύ άλλων, το εργατικό ή το φορολογικό δίκαιο. Σύμφωνα επομένως με το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, και όπως θεώρησε και η Urssaf, η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως που καθορίζεται και που εφαρμόζει τη διάταξη αυτή πρέπει να καθορίζει ως βάση υπολογισμού των εμπιπτουσών στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού εισφορών το σύνολο των εισοδημάτων από μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες ενός ανεξάρτητου επαγγελματία που βρίσκεται στη διεπόμενη από το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού κατάσταση.

67.      Ακόμη και αν γίνει δεκτή η άποψη που, κατά τα λοιπά, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι οι εν λόγω διατάξεις της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δεν προκύπτει παρ’ όλ’ αυτά ότι οι διατάξεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της «νομοθεσίας που καθορίζεται» υπό την έννοια του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

68.      Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ι΄, του κανονισμού 1408/71, που ορίζει την έννοια της «νομοθεσίας» για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, ο όρος αυτός προσδιορίζει, «για κάθε κράτος μέλος, τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς νόμους, τις κανονιστικές πράξεις, κανονισμούς και κάθε άλλο μέτρο εφαρμογής, που αφορούν τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, ή τις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά που προβλέπονται στην παράγραφο 2α του άρθρου 4». Ο ορισμός αυτός δεν αναφέρει επομένως τις διεθνείς συμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (43) ούτε, κατά μείζονα λόγο, τις διατάξεις των λοιπών διεθνών συμβάσεων οι οποίες, ενδεχομένως, δύνανται να εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

69.      Αντιθέτως, όπως ορθώς επισήμαναν η Urssaf και η Επιτροπή, οι συναπτόμενες μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και οι διατάξεις όλων των συμβάσεων οι οποίες, μολονότι δεν ρυθμίζουν επισήμως τον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, ωστόσο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, αποτελούν αντικείμενο ειδικών διατάξεων του κανονισμού αυτού, δηλαδή των άρθρων του 6 έως 8.

70.      Είναι γνωστό ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71 καθιερώνει την αρχή σύμφωνα με την οποία αυτός αντικαθιστά, μεταξύ άλλων, κάθε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που δεσμεύει αποκλειστικά δύο κράτη μέλη. Η αρχή αυτή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να επεκταθεί και στις διατάξεις των λοιπών διμερών συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Διαφορετική ερμηνεία θα έδιδε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρακάμπτουν την καθιερωθείσα με το εν λόγω άρθρο 6 αρχή, επιτρέποντάς τους, δια της απλής χρήσεως μιας διαδικασίας ταξινομήσεως, να αφαιρούν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού συμβατικές διατάξεις που υπάγονται σε αυτόν.

71.      Στην υποκατάσταση των διμερών συμβάσεων μεταξύ κρατών μελών από την αρχή του κανονισμού 1408/71 υπάρχουν ωστόσο αρκετές εξαιρέσεις, από τις οποίες θα αναφέρω μόνον εκείνες που φαίνεται να συνδέονται λυσιτελώς με την υπό κρίση υπόθεση.

72.      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, το Δικαστήριο περιόρισε την εφαρμογή του προβλεπόμενου στο άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71 κανόνα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν μπορούν να διεκδικήσουν κεκτημένα δικαιώματα για την εξακολούθηση εφαρμογής των ευνοϊκότερων διατάξεων που έχουν συνομολογηθεί μεταξύ δύο κρατών μελών σε σύμβαση συναφθείσα προ της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού αυτού ή προ της προσχωρήσεως ενός εκ των εν λόγω κρατών μελών στις Κοινότητες, και εφόσον οι εν λόγω εργαζόμενοι έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας κατά τη μία ή την άλλη από τις ανωτέρω ημερομηνίες (44).

73.      Αντιθέτως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71 αρχή παραμένει ανεπηρέαστη και σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης, εφόσον οι εργαζόμενοι έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού, ή σε χρόνο κατά τον οποίο η διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως έχει ήδη αντικατασταθεί από τον εν λόγω κανονισμό, ακόμα και όταν η εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως είναι ευνοϊκότερη για τους ασφαλισμένους (45).

74.      Αν εφαρμοστεί η διάκριση αυτή, η οποία δεν μου φαίνεται ότι πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση, ο Ρ. Derouin δεν θα μπορέσει να επικαλεστεί τις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 διατάξεις της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, όπως διευκρινίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εισφορές των οποίων η καταβολή του ζητείται εκ μέρους της Urssaf στην υπόθεση της κύριας δίκης αφορούν διάφορες χρονικές περιόδους κείμενες μεταξύ των ετών 2000 και 2005.

75.      Ακολούθως, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην υπό κρίση υπόθεση δύναται να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 8 του κανονισμού 1408/71, του οποίου, ως γνωστόν, η πρώτη παράγραφος, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, ορίζει ότι δύο ή περισσότερα κράτη δύνανται να συνάψουν μεταξύ τους «συμβάσεις με βάση τις αρχές και το πνεύμα του παρόντος κανονισμού» (46).

76.      Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αφορά μόνον τις «νέες» συμβάσεις, δηλαδή τις συναφθείσες μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού (47), δεν μου φαίνεται παράλογο να επιτρέπεται το ευεργέτημα της παρεχόμενης στα κράτη μέλη ευχέρειας αυτής να επεκτείνεται και στις διεθνείς συμβάσεις οι οποίες, αν και συναφθείσες σε τομέα διάφορο εκείνου της κοινωνικής ασφαλίσεως και προ της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, περιλαμβάνουν ωστόσο διατάξεις ο οποίες, λόγω της καινοτομίας τους και/ή των τροποποιήσεων που έχουν δεχθεί στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων των κρατών μελών, καταλήγουν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές πρέπει πάντοτε, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να βασίζονται στις αρχές και το πνεύμα του κανονισμού 1408/71. Πρέπει επίσης να τηρούν τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, που επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη μέλη την υποχρέωση κοινοποιήσεως των εν λόγω συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 97, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (48).

77.      Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο ότι οι εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 διατάξεις της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας δεν αποτέλεσαν αντικείμενο παρόμοιας κοινοποιήσεως, ακόμη και μετά την έκδοση των προπαρατεθεισών αποφάσεων Επιτροπή κατά Γαλλίας, με τις οποίες το Δικαστήριο –υπενθυμίζω– έκρινε ότι η CSG και η CRDS εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, έστω και αν το γαλλικό εσωτερικό δίκαιο τους αναγνωρίζει φορολογικό χαρακτήρα.

78.      Φαίνεται επομένως ότι ο κανονισμός 1408/71 απαγορεύει στη Γαλλική Δημοκρατία να παραιτείται, δυνάμει των εμπιπτουσών στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού διατάξεων της συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας, από την προσμέτρηση στη βάση υπολογισμού της CSG και της CRDS, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, του μέρους των εισοδημάτων που πραγματοποιεί ο Ρ. Derouin από τις μη μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.

79.      Η λύση αυτή δεν οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, σε παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης εκ μέρους του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71, με την αιτιολογία ότι τα εθνικά μέτρα εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού υποχρεώσεως τυχόν παρεμποδίζουν την άσκηση ενός των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας που η Συνθήκη προβλέπει.

80.      Συγκεκριμένα, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η Συνθήκη δεν διασφαλίζει στον εργαζόμενο ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη θα είναι ουδέτερη όσον αφορά τον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, τέτοιου είδους επέκταση μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να είναι κατά το μάλλον ή ήττον ευνοϊκή ή δυσμενής για τον εργαζόμενο αυτό. Έτσι, ακόμη και στην περίπτωση που η εφαρμογή της αποδεικνύεται λιγότερο ευνοϊκή, μια εθνική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 39 και 43 της Συνθήκης, αν α) δεν θέτει σε δυσμενή θέση τον εργαζόμενο αυτό σε σχέση με τους εργαζομένους που ασκούν το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στο κράτος μέλος όπου εφαρμόζεται η νομοθεσία αυτή ή σε σχέση με τους εργαζομένους που υπάγονταν ήδη προηγουμένως στη νομοθεσία αυτή, και αν β) δεν οδηγεί αμιγώς και απλώς στην καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως αχρεωστήτως (49).

81.      Εν προκειμένω, με τη θέση σε εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 υποχρεώσεως ως προς το σύνολο των εισοδημάτων που πραγματοποιεί ο P. Derouin, οι γαλλικές αρμόδιες αρχές δεν τον θέτουν σε δυσμενή θέση σε σχέση με τους ανεξάρτητους επαγγελματίες που ασκούν όλες τις μη μισθωτές επαγγελματικές τους δραστηριότητες επί του γαλλικού εδάφους και που υπάγονται σε εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 επιβαρύνσεις επί του συνόλου των επαγγελματικών εισοδημάτων που πραγματοποιούν από τις δραστηριότητες αυτές. Εξάλλου, ούτε η υπαγωγή του Ρ. Derouin στη CSG και στη CRDS για το μέρος των βρετανικής προελεύσεως εισοδημάτων του θα οδηγήσει, αμιγώς και απλώς, στην υποχρέωσή του να καταβάλει εισφορές αχρεωστήτως. Συγκεκριμένα, μολονότι η καταβολή των δύο αυτών εισφορών δεν παρέχει δικαίωμα επί αντιπαροχών, υπό τη μορφή άμεσων και προσδιορίσιμων κοινωνικών παροχών (50), ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης στην οποία θεμελιώνονται οι επιβαρύνσεις αυτές, η CSG και η CRDS καλύπτουν αμφότερες αντιστοίχως τις ανάγκες χρηματοδοτήσεως και το έλλειμμα της κοινωνικής ασφαλίσεως που, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε πιθανότατα να αντισταθμιστούν είτε μέσω αυξήσεως των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως είτε μέσω μειώσεως ή περιορισμού της καταβολής των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως (51).

82.      Αν γίνει δεκτή μια λύση διαφορετική από την εκτεθείσα στο σημείο 78 των παρουσών προτάσεων, υφίσταται, κατά την άποψή μου, ο πραγματικός κίνδυνος, σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπόθεσης στην κύρια δίκη, να σημειωθεί διάσπαση της συνέχειας όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ίση μεταχείριση «για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας [κοινωνικής ασφαλίσεως] που καθορίζεται», μεταξύ όλων των ανεξάρτητων επαγγελματιών που απασχολούνται στο οικείο κράτος μέλος. Εκτός των ρητώς προβλεπόμενων στον κανονισμό 1408/71 παρεκκλίσεων, η διάσπαση αυτή δεν φαίνεται να αποτέλεσε επιδίωξη του κοινοτικού νομοθέτη. Όπως διευκρινίσθηκε στα σημεία 79 έως 81 των παρουσών προτάσεων, δεν φαίνεται να απαιτείται ούτε και από το άρθρο 43 ΕΚ.

83.      Επιπλέον, αν γίνει δεκτή η παρέκκλιση αυτή, το αποτέλεσμα θα είναι να υπάγεται η ερμηνεία του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 στις ιδιαιτερότητες των κατ’ ιδίαν υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται το Δικαστήριο, επιβάλλοντας σε αυτό την υποχρέωση να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η εν λόγω παρέκκλιση και, ενδεχομένως, να αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις αυτές επ’ ευκαιρία κάθε υποθέσεως η οποία υποβάλλεται ενώπιόν του.

84.      Ανεξάρτητα από τα νομικά κωλύματα που προεκτέθηκαν, δεν θεωρώ σκόπιμο να ακολουθηθεί η κατεύθυνση αυτή.

85.      Αν ωστόσο το Δικαστήριο αποφασίσει να μην επιλέξει την ανάλυση που ανέπτυξα στις παρούσες προτάσεις, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να περιοριστεί το εύρος μιας συμβατικής προελεύσεως παρεκκλίσεως από την προβλεπόμενη στο άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 υποχρέωση στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θίγονται οι αρχές και το πνεύμα του κανονισμού αυτού. Η παρέκκλιση αυτή θα πρέπει επομένως να γίνει αποδεκτή, ειδικότερα οσάκις, πρώτον, διασφαλίζεται η αρχή της μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας, δεύτερον, η παρέκκλιση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως που καθορίζεται τα άτομα στα οποία η εν λόγω νομοθεσία εφαρμόζεται (52) και, τρίτον, η παρέκκλιση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος να στερείται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (53) ούτε να αποδυναμώνεται η προστασία της οποίας αυτός θα ετύγχανε κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως που καθορίζεται. Κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό επίσης, για λόγους ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας, η συμβατικής φύσεως παρέκκλιση αυτή να πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις κοινοποιήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

86.      Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η βάση υπολογισμού των εισφορών, όπως η CGS και η CRDS που έχουν ως βάση τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, πρέπει να καθορίζεται αφού προσμετρηθούν στα επαγγελματικά εισοδήματα που πραγματοποιεί ο ανεξάρτητος επαγγελματίας από μη μισθωτές δραστηριότητες και όσα εισοδήματα πραγματοποιούνται στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, εν προκειμένω η Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεσμεύονται από τις διατάξεις συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος, χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8 του κανονισμού 1408/71 προϋποθέσεις.

VI – Πρόταση

87.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το tribunal des affaires sociales de Paris:

«Το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, και όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η βάση υπολογισμού των εισφορών, όπως η γαλλική γενική εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως και η γαλλική εισφορά για την εξόφληση του κοινωνικού χρέους που έχουν ως βάση τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, πρέπει να καθορίζεται αφού προσμετρηθούν στα επαγγελματικά εισοδήματα που πραγματοποιεί ο ανεξάρτητος επαγγελματίας από μη μισθωτές δραστηριότητες και όσα εισοδήματα πραγματοποιούνται στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις διατάξεις συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος, όπως οι διατάξεις της από 22 Μαΐου 1968 συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής φόρου εισοδήματος που συνήφθη μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8 του κανονισμού 1408/71 προϋποθέσεις.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 1997, L 28, σ. 1.


3 – ΕΕ L 209, σ. 1.


4 – Σημειώνεται ότι ο κανονισμός 1408/71 αντικαταστάθηκε (επίσημα) από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1, διορθωτικό στο ΕΕ L 200, σ. 1), που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαΐου 2004. Ο κανονισμός αυτός ωστόσο θα αρχίσει να εφαρμόζεται μόνον, σύμφωνα με το άρθρο 91 αυτού, από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού εφαρμογής του, του οποίου η έκδοση, κατά τον χρόνο αναπτύξεως των παρουσών προτάσεων, αποτελεί αντικείμενο της διοργανικής νομοθετικής διαδικασίας, στη βάση προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας [COM(2006), 16 τελικό]. Ο κανονισμός 1408/71 επομένως είναι ο μόνος εφαρμοστέος στην κατάσταση που οδήγησε στην υπό κρίση υπόθεση.


5 – JORF
                                                                
της 30ής Δεκεμβρίου 1990, σ. 16367.


6 – Για το επίδομα ανεργίας ωστόσο σήμερα ο συντελεστής είναι 6,2 %, ενώ για τις συντάξεις γήρατος και τις αναπηρικές συντάξεις 6,6 %.


7 – Σύμφωνα με το άρθρο L. 135-1 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, το ταμείο αυτό, που συστάθηκε υπό τη μορφή εθνικού δημοσίου οργανισμού διαχειριστικής φύσεως, έχει ως αποστολή τη χρηματοδότηση των ευεργετημάτων ασφαλίσεως γήρατος που δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφοράς και που υπάγονται στην εθνική αλληλεγγύη.


8 – Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2004-626, της 30ής Ιουνίου 2004, περί της αλληλεγγύης για την αυτονομία των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρία (JORF
                                                                
της 1ης Ιουλίου 2004, σ. 11944). Το Εθνικό Ταμείο αλληλεγγύης για την αυτονομία, εθνικός δημόσιος οργανισμός διαχειριστικής φύσεως, έχει ως αποστολή να συμβάλει στη χρηματοδότηση για την ανάληψη των εξόδων της απώλειας αυτονομίας των ηλικιωμένων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες.


9 – JORF
                                                                
της 25ης Ιανουαρίου 1996, σ. 1226.


10 – JORF
                                                                
της 25ης Νοεμβρίου 1999. Το κείμενο της συμβάσεως αυτής είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο δικτυακό τόπο: http://www2.impots.gouv.fr/conventions_fiscales/ru68.htm


11 – Βλ., ιδιαιτέρως, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-493/04, Piatkowski (Συλλογή 2006, σ. Ι-2369, σκέψη 21).


12 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1977, 102/76, Perenboom (Συλλογή τόμος 1977, σ. 259), της 29ης Ιουνίου 1994, C-60/93, Aldewereld (Συλλογή 1994, σ I-2991, σκέψη 26), και της 8ης Μαρτίου 2001, C-68/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2001, σ. I-1865, σκέψη 25).


13 – Κατά πάγια νομολογία, εκτός ορισμένων κοινοτικών πράξεων που δεν είναι συναφείς με την υπό κρίση υπόθεση [οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6), σύμβαση 90/436/ΕΟΚ, της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (ΕΕ, L 225, σ. 10), και οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157, σ. 38)], τα κράτη μέλη παραμένουν, στην ουσία, αρμόδια σε ζητήματα άμεσης φορολογίας, ειδικότερα όσον αφορά την εξάλειψη ή την αποφυγή της διπλής φορολογίας δια της συμβατικής οδού [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-336/96, Gilly (Συλλογή 1998, σ. Ι-2793, σκέψεις 24 και 30), καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. Ι-11673, σκέψη 52)].


14 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Piatkowski (σκέψεις 24, 27 και 28).


15 – Σύμφωνα με τη διατύπωση της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η οποία επαναλήφθηκε στο σκεπτικό των αποφάσεων της 15ης Φεβρουαρίου 2000, C-34/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. Ι-995, σκέψη 25) (CRDS), και C-169/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. Ι-1049, σκέψη 23) (CSG).


16 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-34/98 (σκέψεις 34 έως 36), και Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-169/98 (σκέψεις 32 έως 34).


17 – Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2007, C-265/05 (Συλλογή 2007, σ. Ι-347). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερωτήθηκε εάν ένα συμπληρωματικό της παροχής γήρατος επίδομα, που καταβάλλεται μόνο στους κατοίκους Γαλλίας που έχουν συμπληρώσει ένα κατώτατο όριο ηλικίας και που αναφέρεται στο παράρτημα IIα του κανονισμού 1408/71, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «ειδική παροχή που δεν στηρίζεται στην καταβολή εισφοράς», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού αυτού, στην οποία περίπτωση δεν μπορούσε να απολαύει του προνομίου αυτού ένας αιτών που δεν είναι κάτοικος Γαλλίας, ή, αντιθέτως, δεν υπάγεται στον χαρακτηρισμό αυτό, στην οποία περίπτωση πρέπει να παρασχεθεί στα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις ηλικίας, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όποιο και αν είναι το κράτος μέλος κατοικίας τους (σύμφωνα με τον καλούμενο κανόνα του «εξαγώγιμου» της παροχής). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η παροχή αυτή στηρίζεται στην καταβολή εισφοράς ή όχι, το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του, εξέτασε τον πραγματικό τρόπο χρηματοδοτήσεως της παροχής αυτής, δηλαδή αν η χρηματοδότηση εξασφαλίζεται άμεσα ή έμμεσα από εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως ή από δημόσιους πόρους. Δεδομένου ότι η εν λόγω παροχή χρηματοδοτείται από το Ταμείο Αλληλεγγύης προς την τρίτη ηλικία, το οποίο είναι δικαιούχος, όπως είδαμε, της CSG που έχει ως βάση τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα, το ζήτημα έγκειτο, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 40 της εν λόγω απόφασης, στον «καθορισμό» του εάν η CGS πρέπει να θεωρηθεί ως εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως ή ως δημόσιος πόρος που δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά τέτοιας εισφοράς. Αφού υπενθύμισε την ουσιώδη αιτιολογία των αποφάσεων Επιτροπή κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο, εν όψει μιας σειράς σκέψεων που είχαν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με το γεγονός ότι η χρηματοδότηση του επιδόματος γήρατος δεν προερχόταν αποκλειστικά από τη CSG αλλά από επιβαρύνσεις των οποίων ο φορολογικός χαρακτήρας δεν είχε αμφισβητηθεί, συμπέρανε, στη σκέψη 52 της ίδιας αποφάσεως, ότι «έστω και αν υποτεθεί ότι το τμήμα της [CSG] που έχει ως βάση τα εισοδήματα επαγγελματικής δραστηριότητας και τα υποκατάστατα εισοδήματα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως εισφορά παρά ως χρηματοδότηση προερχόμενη από δημόσιους πόρους, η σχέση μεταξύ της εν λόγω εισφοράς και του συμπληρωματικού επιδόματος δεν φαίνεται επαρκώς εξακριβώσιμη ώστε η παροχή αυτή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως στηριζόμενη στην καταβολή εισφοράς» (η υπογράμμιση δική μου). Υπό το φως αυτής της τελευταίας σκέψεως, είναι δύσκολο να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα για τον χαρακτηρισμό της CSG ως εισφοράς κοινωνικής ασφαλίσεως. Αντιθέτως, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει ότι η CSG εμπίπτει όντως στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.


18 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-265/04, Bouanich (Συλλογή 2006, σ. I-923, σκέψη 51 και παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France (Συλλογή 2006, σ. I-11949, σκέψη 45 και παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, σημεία 46 και 47 των προτάσεων που ανέπτυξα στις 29 Μαρτίου 2007 στην υπόθεση C-298/05, Columbus Container Services (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


19 – Συγκεκριμένα, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρνείται ότι είναι αρμόδια να επιβάλει, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τις εν λόγω εισφορές καθώς και κάθε άλλη εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως στα εισοδήματα βρετανικής προελεύσεως του Ρ. Derouin. Αυτή η προσέγγιση φαίνεται ορθή υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης. Βλ. επίσης, όσον αφορά την περίπτωση κράτους μέλους που καθορίζει ως βάση υπολογισμού των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως το σύνολο των εισοδημάτων ενός κατοίκου ημεδαπής, υπαγόμενου σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος μέλος αυτό, που προέρχονται από συντάξεις που καταβάλλονται τόσο στο εν λόγω κράτος όσο και σε άλλο κράτος μέλος, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, C-50/05, Nikula (Συλλογή 2006, σ. Ι-7029, σκέψη 31).


20 – Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, C-393/99 και C-394/99, Hervein κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-2829, σκέψη 52), και προπαρατεθείσα απόφαση Piatkowski (σκέψη 20).


21 – Προπαρατεθείσα απόφαση Piatkowski (σκέψη 32 και παρατιθέμενη νομολογία).


22 – Σκέψη 26.


23 – Όπ.π. (σκέψη 31).


24 – Όπ.π. (σκέψη 24). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Piatkowski (σκέψη 33).


25 – Προπαρατεθείσα απόφαση Nikula (σκέψη 33). Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, C-302/98, Sehrer (Συλλογή 2000, σ. Ι-4585, σκέψη 36).


26 – Απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, C-249/04 (Συλλογή 2005, σ. I-4535).


27 – Η υπογράμμιση δική μου.


28 – Βλ. σημείο 68 των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer, στις 30 Απριλίου 1998, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Terhoeve (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/95, Συλλογή 1998, σ. I-345)· σημείο 41 των προτάσεων που ανέπτυξε ο ίδιος, στις 8 Φεβρουαρίου 2000, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Sehrer· σημείο 24 των προτάσεων που ανέπτυξε ο ίδιος, στις 24 Οκτωβρίου 2000, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-68/99, Συλλογή 2000, σ. Ι-1865), καθώς και σημείο 55 των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, στις 5 Απριλίου 2001, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Hervein κ.λπ. Βλ., επίσης, σημείο 20 των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Gulmann στις 2 Φεβρουαρίου 1994 στην υπόθεση Van Poucke (απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994, C-71/93, Συλλογή 1994, σ. Ι-1101).


29 – Όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 της εν λόγω αποφάσεως, η φύση της εισφοράς αυτής, όπως και της CSG και της CDRS στην υπό κρίση υπόθεση, φαίνεται αμφισβητούμενη, εφόσον το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι η εν λόγω εισφορά συγγενεύει περισσότερο με «κάποια μορφή φόρου λόγω κρίσεως» παρά με ασφαλιστική εισφορά εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.


30 – Προπαρατεθείσα απόφαση Allard (σκέψεις 18 και 20).


31 – Όπ.π. (σκέψεις 21 και 22).


32 – Όπ.π. (σκέψη 23)· η υπογράμμιση δική μου.


33 – Όπ.π. (σκέψη 24)· η υπογράμμιση δική μου.


34 – Ας σημειωθεί πάντως ότι η σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Van Poucke, στην οποία παραπέμπει η σκέψη 21 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Allard, μνημονεύει το σκέλος της προτάσεως του οποίου η παράλειψη γίνεται εν προκειμένω αντικείμενο επικρίσεως.


35 – Ας αναφερθεί, εν πάση περιπτώσει, ότι η ερμηνεία αυτή ακολουθήθηκε στο άρθρο 13, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2004, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι που ασκούν δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη θεωρούνται ότι ασκούν το σύνολο των μισθωτών ή μη μισθωτών δραστηριοτήτων τους ή ότι λαμβάνουν το σύνολο των εισοδημάτων τους στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του ίδιου άρθρου 13.


36 – Σκέψη 60, η υπογράμμιση δική μου.


37 – Η τελευταία αυτή διευκρίνιση προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Piatkowski (σκέψεις 27 έως 29). Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο κανονισμός 1408/71 απαγορεύει την επιβολή διπλών εισφορών για το ίδιο εισόδημα, στις διαλαμβανόμενες στο παράρτημα VII αυτού περιπτώσεις, ο ασφαλισμένος υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, όσον αφορά τη δραστηριότητα αυτή, και στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όσον αφορά αυτή τη μη μισθωτή δραστηριότητα.


38 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Allard (σκέψη 31).


39 – Όπ.π. (σκέψεις 28 έως 32 και σημείο 2 του διατακτικού).


40 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 21)· της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 19)· της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 32), και της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-55/00, Gottardo (Συλλογή 2002, σ. I-413, σκέψη 32).


41 – Σημείο 84 των προτάσεων που ανέπτυξα στην προπαρατεθείσα υπόθεση Columbus Container Services.


42 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-385/00, De Groot (Συλλογή 2002, σ. Ι-11819, σκέψεις 93 και 94), καθώς και της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-290/04, FKP Scorpio Konzertproduktionen (Συλλογή 2006, σ. Ι-9461, σκέψη 55).


43 – Απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C-23/92, Grana-Novoa (Συλλογή 1993, σ. I-4505, σκέψη 15).


44 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-227/89, Rönfeldt (Συλλογή 1991, σ. Ι-323, σκέψεις 27 έως 29)· της 5ης Φεβρουαρίου 2002, C-277/99, Kaske (Συλλογή 2002, σ. Ι-1261, σκέψεις 27 και 28), καθώς και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-471/99, Martínez Domínguez κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι-7835, σκέψεις 28 έως 30).


45 – Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-475/93, Thévenon (Συλλογή 1995, σ. Ι-3813, σκέψεις 26 και 28). Στην υπόθεση αυτή η επίμαχη διμερής σύμβαση είχε συναφθεί το 1950. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1997, C-31/96 έως C-33/96, Naranjo Arjona κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-5501, σκέψη 26), και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-153/97, Grajera Rodríguez (Συλλογή 1998, σ. Ι-8645, σκέψη 28). Διευκρινίζεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 υιοθέτησε, κατ’ ουσίαν, το σύνολο της νομολογίας αυτής.


46 – Ας σημειωθεί ότι ο κανονισμός 883/2004 επαναλαμβάνει την παρέκκλιση αυτή στο άρθρο 8, παράγραφος 2.


47 – Προπαρατεθείσα απόφαση Grana-Novoa (σκέψη 22), και απόφαση της 28ης Απριλίου 1994, C-305/92, Hoorn (Συλλογή 1994, σ. Ι-1525, σκέψη 19).


48 – Ας σημειωθεί ότι παρόμοια υποχρέωση κοινοποίησης προβλέπεται και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.


49 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Hervein κ.λπ. (σκέψη 51), και Piatkowski (σκέψη 34).


50 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-34/98, σκέψη 39), και Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-169/98, σκέψη 37).


51 – Βλ. σημεία 9 και 26 των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας La Pergola στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-169/98, σκέψη 36).


52 – Βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 1990, C-2/89, Kits van Heijningen (Συλλογή 1990, σ. I-1755, σκέψη 20).


53 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kits van Heijningen (σκέψη 12)· απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96, Kuusijärvi (Συλλογή 1998, σ. I-3419, σκέψη 28), και της 7ης Ιουλίου 2005, C-227/03, Van Pommeren-Bourgondiën (Συλλογή 2005, σ. I-6101, σκέψη 34).