Υπόθεση C-138/07
Belgische Staat
κατά
Cobelfret NV
(αίτηση του hof van beroep te Antwerpen
για την έκδοση προδικαστικής απόφασης)
«Οδηγία 90/435/ΕΟΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Άμεσο αποτέλεσμα – Εθνική ρύθμιση αποσκοπούσα στην εξάλειψη της διπλής φορολόγησης των διανεμομένων κερδών – Έκπτωση του ποσού των εισπραχθέντων μερισμάτων από τη φορολογική βάση της μητρικής εταιρίας μόνο στο μέτρο που αυτή έχει πραγματοποιήσει φορολογητέα κέρδη»
Περίληψη της απόφασης
1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών – Οδηγία 90/435
(Οδηγία 90/435 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, πρώτη περίπτωση)
2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών – Οδηγία 90/435
(Οδηγία 90/435 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, πρώτη περίπτωση)
1. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που εισπράττει μητρική εταιρία περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση της, στη συνέχεια δε εκπίπτουν μέχρι ποσοστού 95 % εφόσον, κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, απομένει θετικό υπόλοιπο κερδών μετά την αφαίρεση των λοιπών κερδών που απαλλάσσονται από τον φόρο.
Πράγματι, η υποχρέωση του κράτους μέλους που έχει επιλέξει το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 να μη φορολογεί τα κέρδη τα οποία η μητρική εταιρία λαμβάνει, υπό την ιδιότητα του εταίρου, από τη θυγατρική της εταιρία δεν εξαρτάται από όρους και διατυπώνεται υπό τη μόνη επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας δεν προβλέπει, ιδίως, κανέναν όρο όσον αφορά την ύπαρξη άλλων φορολογητέων κερδών προκειμένου να μη φορολογηθούν τα μερίσματα που εισπράττει η μητρική εταιρία. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λαμβάνουν μονομερώς περιοριστικά μέτρα, όπως είναι η απαίτηση να έχει πραγματοποιήσει η μητρική εταιρία φορολογητέα κέρδη, και να εξαρτούν, συνεπώς, από όρους τη δυνατότητα υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις της οδηγίας 90/435.
Εξάλλου, όταν η μητρική εταιρία δεν πραγματοποιεί άλλα φορολογητέα κέρδη κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, τέτοιες ρυθμίσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζημιών της εταιρίας κατά το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων. Εφόσον, καταρχήν, η φορολογική αυτή ρύθμιση δέχεται τη μεταφορά των ζημιών σε επόμενα φορολογικά έτη, η μείωση των δυναμένων να μεταφερθούν ζημιών της μητρικής εταιρίας κατά το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων επιδρά στη φορολογική βάση της εταιρίας αυτής κατά το φορολογικό έτος που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου εισπράχθηκαν τα μερίσματα αυτά, στο μέτρο που τα κέρδη της υπερβαίνουν τις δυνάμενες να μεταφερθούν ζημίες. Επομένως, έστω και αν τα μερίσματα που έχει εισπράξει η μητρική εταιρία δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών κατά το φορολογικό έτος κατά το οποίο τα μερίσματα αυτά διανεμήθηκαν, η εν λόγω μείωση των ζημιών της μητρικής εταιρίας μπορεί να έχει ως συνέπεια να φορολογηθεί η τελευταία εμμέσως για τα μερίσματα αυτά κατά τα επόμενα φορολογικά έτη, όταν τα αποτελέσματά της είναι θετικά. Ένας τέτοιος περιορισμός της έκπτωσης των μερισμάτων δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 90/435.
Έστω και αν ένα κράτος μέλος, εφαρμόζοντας το ίδιο αυτό καθεστώς στα μερίσματα που διανέμονται τόσο από τις εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες όσο και από τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, επιδιώκει την εξάλειψη κάθε δυσμενούς μεταχείρισης της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών ενός και του αυτού κράτους μέλους, αυτό δεν δικαιολογεί την εφαρμογή ενός καθεστώτος ασυμβίβαστου προς το σύστημα της πρόληψης της διπλής φορολογίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας.
(βλ. σκέψεις 33-34, 36-37, 39-41, 46 και διατακτ.)
2. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως ακριβές ώστε να χωρεί επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Πράγματι, η υποχρέωση μη φορολόγησης των κερδών τα οποία διανέμει μια θυγατρική εταιρία στη μητρική της εταιρία, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, είναι διατυπωμένη με μη διφορούμενους όρους και δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση ούτε η εκτέλεσή της ή τα αποτελέσματά της εξαρτώνται από την έκδοση κάποιας άλλης πράξης είτε από τα κοινοτικά όργανα είτε από τα κράτη μέλη.
(βλ. σκέψεις 64-65 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 12ης Φεβρουαρίου 2009 (*)
«Οδηγία 90/435/ΕΟΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Άμεσο αποτέλεσμα – Εθνική ρύθμιση αποσκοπούσα στην εξάλειψη της διπλής φορολόγησης των διανεμομένων κερδών – Έκπτωση του ποσού των εισπραχθέντων μερισμάτων από τη φορολογική βάση της μητρικής εταιρίας μόνο στο μέτρο που αυτή έχει πραγματοποιήσει φορολογητέα κέρδη»
Στην υπόθεση C-138/07,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης
Belgische Staat
κατά
Cobelfret NV,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Tizzano, E. Levits (εισηγητή) και J.-J. Kasel, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Μαρτίου 2008,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Cobelfret NV, εκπροσωπούμενη από τους A. Huyghe και M. Isenbaert, advocaten,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pochet, επικουρούμενη από τον J. Werbrouck, advocaat,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal, W. Wils και W. Roels,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2008,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Belgische Staat και της εταιρίας Cobelfret NV (στο εξής: Cobelfret) σχετικά με τα φορολογητέα αποτελέσματα της εταιρίας στο πλαίσιο του φόρου εταιριών για τα φορολογικά έτη 1992 έως 1998.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 90/435 αποσκοπεί, ειδικότερα, στην εξάλειψη των φορολογικών μειονεκτημάτων που υφίστανται οι όμιλοι εταιριών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη σε σχέση προς τους ομίλους εταιριών ενός και του αυτού κράτους μέλους.
4 Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 90/435, η ιδιότητα της μητρικής εταιρίας αναγνωρίζεται σε κάθε εταιρία κράτους μέλους η οποία πληροί ορισμένες προϋποθέσεις, απαριθμούμενες στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, και συμμετέχει κατά 25 % τουλάχιστον στο κεφάλαιο εταιρίας άλλου κράτους μέλους που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις.
5 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Οταν μητρική εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας της, λαμβάνει κέρδη διανεμόμενα για λόγους άλλους από την εκκαθάριση της θυγατρικής εταιρίας, το κράτος στο οποίο βρίσκεται η μητρική εταιρία,
– είτε δεν φορολογεί τα κέρδη αυτά,
– είτε τα φορολογεί, επιτρέποντας όμως παράλληλα στην εταιρία αυτή να εκπέσει από το ποσό του φόρου της το τμήμα του φόρου της θυγατρικής εταιρίας που αναλογεί στα κέρδη αυτά και, ενδεχομένως, το ποσό της παρακράτησης στην πηγή που εισπράττει το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η θυγατρική εταιρία κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων παρέκκλισης του άρθρου 5, μέχρι του ποσού του αντιστοιχούντος εθνικού φόρου.
2. Τα κράτη μέλη διατηρούν πάντως την ευχέρεια να προβλέψουν ότι τα βάρη που απορρέουν από τη συμμετοχή και οι μειώσεις αξίας που απορρέουν από τη διανομή των κερδών της θυγατρικής εταιρίας δεν εκπίπτονται από τα φορολογητέα κέρδη της μητρικής εταιρίας. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τα έξοδα διαχείρισης που έχουν σχέση με τη συμμετοχή οριστούν σε ποσό κατ’ αποκοπήν, το ποσό αυτό δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 5 % των κερδών που διανέμει η θυγατρική εταιρία.»
Η εθνική νομοθεσία
6 Η οδηγία 90/435 μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον νόμο της 23ης Οκτωβρίου 1991 (Belgisch Staatsblad, της 15ης Νοεμβρίου 1991, σ. 25619), που τροποποίησε το ισχύον καθεστώς των οριστικώς φορολογηθέντων εσόδων (στο εξής: ΟΦΕ) και καθόρισε στο 95 % το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων που μπορεί να εκπέσει από τη φορολογική βάση της μητρικής εταιρίας.
7 Μετά την κωδικοποίηση του 1992, οι κρίσιμες διατάξεις περί του καθεστώτος των ΟΦΕ συγκεντρώθηκαν στα άρθρα 202, 204 και 205 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, που συντονίστηκε με το βασιλικό διάταγμα της 10ης Απριλίου 1992 και κυρώθηκε με τον νόμο της 12ης Ιουνίου 1992 (συμπλήρωμα του Belgisch Staatsblad, της 30ής Ιουλίου 1992, στο εξής: ΚΦΕ του 1992), όπως τέθηκαν σε εφαρμογή με το βασιλικό διάταγμα για την εφαρμογή του κώδικα φορολογίας εισοδήματος του 1992 (Belgisch Staatsblad, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, στο εξής: βασιλικό διάταγμα εφαρμογής του ΚΦΕ του 1992).
8 Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, μια εταιρία μπορεί να εκπέσει από τα αποτελέσματά της το 95 % των μερισμάτων που έχει λάβει από τις θυγατρικές της εταιρίες κατά την έννοια της οδηγίας 90/435, ως οριστικώς φορολογηθέντα έσοδα (στο εξής: έκπτωση ΟΦΕ).
9 Η λειτουργία του καθεστώτος ΟΦΕ μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής. Σε πρώτη φάση, το μέρισμα που διανέμεται από τη θυγατρική εταιρία περιλαμβάνεται στη φορολογική βάση της μητρικής εταιρίας. Σε δεύτερη φάση, το μέρισμα αυτό εκπίπτει από τη φορολογική αυτή βάση, αλλά μόνο στο μέτρο που, κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, απομένει θετικό υπόλοιπο κερδών μετά την αφαίρεση των λοιπών κερδών που απαλλάσσονται από τον φόρο.
10 Το άρθρο 202 του ΚΦΕ του 1992 προβλέπει τα εξής:
«1. Από τα κέρδη της φορολογικής περιόδου εκπίπτουν επίσης, στο μέτρο που περιλαμβάνονται σ’ αυτά:
1° τα μερίσματα, εξαιρουμένων των εσόδων που πραγματοποιούνται επ’ ευκαιρία της εκχωρήσεως σε εταιρία των ιδίων μετοχών ή μεριδίων ή κατά την ολική ή μερική διανομή της εταιρικής περιουσίας μιας εταιρίας·
[…]»
11 Το άρθρο 204, πρώτο εδάφιο, του ΚΦΕ του 1992 έχει ως ακολούθως:
«Τα εκπίπτοντα έσοδα σύμφωνα με το άρθρο 202, παράγραφος 1, σημείο 1° […] λογίζονται ως περιλαμβανόμενα στα κέρδη της φορολογικής περιόδου κατά ποσοστό 95 [%] του εισπραχθέντος ή συγκεντρωθέντος ποσού προσαυξημένου ενδεχομένως κατά το ποσό των πραγματικών ή πλασματικών παρακρατήσεων […]»
12 Το άρθρο 205, παράγραφος 2, του ΚΦΕ του 1992 ορίζει τα εξής:
«Η προβλεπόμενη στο άρθρο 202 έκπτωση περιορίζεται στο ποσό των κερδών της φορολογικής περιόδου, όπως αυτό έχει μετά την εφαρμογή του άρθρου 199 […]
[…]»
13 Το άρθρο 77 του βασιλικού διατάγματος εφαρμογής του ΚΦΕ του 1992 προβλέπει τα ακόλουθα:
«Τα προβλεπόμενα στα άρθρα 202 έως 205 του [ΚΦΕ] του 1992 ποσά που δύνανται να εκπέσουν ως οριστικώς φορολογηθέντα έσοδα […] εκπίπτουν μέχρι του ύψους των εναπομενόντων μετά την εφαρμογή του άρθρου 76 κερδών· η έκπτωση αυτή εφαρμόζεται λαμβανομένης υπόψη της προελεύσεως των κερδών, κατά προτεραιότητα επί των κερδών στα οποία περιλαμβάνονται τα ποσά αυτά.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14 Η Cobelfret, εταιρία εδρεύουσα στο Βέλγιο, εισέπραξε, κατά τα φορολογικά έτη 1992 έως 1998, μερίσματα λόγω της συμμετοχής της στο κεφάλαιο εταιριών εγκατεστημένων επί κοινοτικού εδάφους, ενώ, ως προς ορισμένες από τις φορολογικές αυτές περιόδους, υπέστη ζημίες.
15 Δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, η Cobelfret δεν μπόρεσε να τύχει της έκπτωσης ΟΦΕ για τα έτη αυτά, κατά το οποία υπέστη ζημίες, ούτε να μεταφέρει σε μεταγενέστερη φορολογική περίοδο το μη χρησιμοποιηθέν τμήμα αυτής της έκπτωσης, όταν η έκπτωση ΟΦΕ που δικαιούνταν η Cobelfret υπερέβαινε τα φορολογητέα κέρδη της.
16 Θεωρώντας, κατά συνέπεια, ότι τα εισπραττόμενα μερίσματα δεν απαλλάσσονταν ολοσχερώς, η Cobelfret υπέβαλε ενστάσεις κατά των βεβαιώσεων φόρου στο πλαίσιο της φορολογίας εταιριών για τα φορολογικά έτη 1992 έως 1998.
17 Μετά την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η Cobelfret προσέφυγε ενώπιον του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Πρωτοδικείο Αμβέρσας), το οποίο, με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2005, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο περιορισμός της έκπτωσης ΟΦΕ στο ποσό των κερδών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της φορολογητέας περιόδου και τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται μετά τη θέση του άρθρου 199 του ΚΦΕ του 1992 σε εφαρμογή συνεπάγεται μερική φορολόγηση των κερδών που διανεμήθηκαν στην Cobelfret, πράγμα ασυμβίβαστο με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435.
18 Το Belgische Staat άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του hof van beroep te Antwerpen (Εφετείο Αμβέρσας). Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, προκειμένου να καθοριστούν τα πραγματικά φορολογητέα αποτελέσματα της Cobelfret όσον αφορά τα επίμαχα φορολογικά έτη, είναι απαραίτητο να αποφανθεί επί του ζητήματος του αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας 90/435 καθώς και επί του τυχόν ασυμβιβάστου του άρθρου 205, παράγραφος 2, του ΚΦΕ του 1992 με την οδηγία αυτή.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το hof van beroep te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συνάδει προς το άρθρο 4 της οδηγίας 90/435 […] μια ρύθμιση, όπως το [καθεστώς ΟΦΕ], κατά την οποία τα λαμβανόμενα υπόψη μερίσματα προστίθενται καταρχάς στη φορολογική βάση της μητρικής επιχείρησης, κατόπιν δε το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων εκπίπτει, δυνάμει του άρθρου 205, παράγραφος 2, του βελγικού κώδικα φορολογίας εισοδήματος, από τη φορολογική βάση της μητρικής επιχείρησης (σε ποσοστό μέχρι 95 %), μόνο καθόσον υπάρχουν φορολογητέα κέρδη στη μητρική εταιρία, δεδομένου ότι ένας τέτοιος περιορισμός της έκπτωσης των οριστικώς φορολογηθέντων εσόδων έχει ως αποτέλεσμα να φορολογείται η μητρική επιχείρηση σε μεταγενέστερη φορολογική περίοδο για τα μερίσματα που εισέπραξε, αν δεν είχε φορολογητέα κέρδη ή δεν είχε επαρκή φορολογητέα κέρδη κατά τη φορολογική περίοδο εντός της οποίας εισέπραξε τα μερίσματα, ή τουλάχιστον να γίνεται κακώς χρήση των φορολογικών ζημιών της φορολογικής περιόδου και, επομένως, οι ζημίες αυτές να μην μπορούν πλέον να μεταφερθούν μέχρι το ύψος του ποσού των εισπραχθέντων μερισμάτων, τα οποία, στην περίπτωση μη ύπαρξης φορολογικών ζημιών, θα είχαν ούτως ή άλλως απαλλαγεί κατά 95 %;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Επί του παραδεκτού
20 Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 90/435, η οδηγία αυτή αφορά τις διανομές κερδών που πραγματοποιούνται προς εταιρίες ενός κράτους μέλους και προέρχονται από θυγατρικές τους εταιρίες άλλων κρατών μελών. Εξάλλου, το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της βάσει των ειδών εταιριών τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα της εν λόγω οδηγίας, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει την ελάχιστη συμμετοχή για να μπορεί μια εταιρία να θεωρηθεί ως μητρική εταιρία και μια άλλη ως θυγατρική της κατά την έννοια της οδηγίας 90/435.
21 Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι το αιτούν δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει την προέλευση των μερισμάτων που εισέπραξε η Cobelfret και το ποσοστό των συμμετοχών που αυτή διατηρεί στο κεφάλαιο των εταιριών που διένειμαν τα κέρδη.
22 Η Cobelfret υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να αντικρούεται συναφώς από τη Βελγική Κυβέρνηση, ότι εισέπραξε μερίσματα από τις εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο θυγατρικές της και ότι οι συμμετοχές της στις εταιρίες αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 της οδηγίας 90/435.
23 Αν ο έλεγχος της ακρίβειας αυτών των πραγματικών περιστατικών δεν υπάγεται στην εκτίμηση του Δικαστηρίου και ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 16ης Μαρτίου 1978, 104/77, Oehlschläger, Συλλογή τόμος 1978, σ. 177, σκέψη 4), επίσης εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης ώστε να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, C-17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-4983, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
24 Πράγματι, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορεί να τίθεται εκποδών παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μεταξύ άλλων όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-500/06, Corporación Dermoestética, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
25 Όμως, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι πρόδηλον ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν είναι χρήσιμη για το δικαστήριο αυτό, δεδομένου, εξάλλου, ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την Cobelfret ούτε από τη Βελγική Κυβέρνηση ούτε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Επί της ουσίας
26 Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά, αφενός, την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί απαραίτητο να πληροφορηθεί κατά πόσον η διάταξη αυτή είναι ικανή να παραγάγει άμεσο αποτέλεσμα. Οι δύο αυτές πτυχές του ερωτήματος πρέπει να εξεταστούν χωριστά.
Επί του περιεχομένου του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435
27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα ότι τα μερίσματα που εισπράττει μητρική εταιρία περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση της, στη συνέχεια δε εκπίπτουν μέχρι ποσοστού 95 % εφόσον, κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, απομένει θετικό υπόλοιπο κερδών μετά την αφαίρεση των λοιπών κερδών που απαλλάσσονται από τον φόρο.
28 Όπως προκύπτει ιδίως από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 90/435 αποσκοπεί στην εξάλειψη, με τη θέσπιση ενός κοινού φορολογικού καθεστώτος, κάθε δυσμενούς μεταχείρισης της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών ενός και του αυτού κράτους μέλους και, με τον τρόπο αυτόν, στη διευκόλυνση των συνενώσεων εταιριών σε κοινοτική κλίμακα (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, C-27/07, Banque Fédérative du Crédit Mutuel, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
29 Προκειμένου να εξασφαλίσει, σε επίπεδο φορολογίας, την ουδετερότητα της διανομής κερδών από θυγατρική εταιρία ενός κράτους μέλους στην εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία, η οδηγία 90/435 επιδιώκει την αποτροπή της διπλής φορολόγησης των κερδών αυτών, από οικονομική άποψη, ήτοι την αποτροπή του ενδεχομένου να φορολογηθούν τα διανεμόμενα κέρδη μια πρώτη φορά στο πρόσωπο της θυγατρικής εταιρίας και μια δεύτερη στο πρόσωπο της μητρικής εταιρίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Banque Fédérative du Crédit Mutuel, σκέψεις 24 και 27).
30 Προς τούτο, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435 προβλέπει ότι, όταν μητρική εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας της, λαμβάνει διανεμόμενα κέρδη, το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική εταιρία είτε δεν φορολογεί τα κέρδη αυτά είτε επιτρέπει στη μητρική αυτή εταιρία να εκπέσει από το ποσό του φόρου της το τμήμα του φόρου της θυγατρικής εταιρίας που αναλογεί στα κέρδη αυτά και ενδεχομένως το ποσό της παρακράτησης στην πηγή που έχει εισπράξει το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η θυγατρική, μέχρι του ποσού του αντιστοιχούντος εθνικού φόρου (προμνησθείσα απόφαση Banque Fédérative du Crédit Mutuel, σκέψη 25).
31 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435 αφήνει ρητώς στα κράτη μέλη την επιλογή μεταξύ του συστήματος της απαλλαγής και του συστήματος του συμψηφισμού, τα οποία, για τον μέτοχο που λαμβάνει μερίσματα, δεν καταλήγουν αναγκαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψεις 43 και 44).
32 Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο η Βελγική Κυβέρνηση προκύπτει ότι το σύστημα το οποίο επέλεξε το Βασίλειο του Βελγίου είναι το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435. Κατά την κυβέρνηση αυτή, η έκπτωση ΟΦΕ εξασφαλίζει ότι δεν επιβάλλεται φόρος στη μητρική εταιρία επί των μερισμάτων που αυτή εισπράττει λόγω της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της θυγατρικής της.
33 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους που έχει επιλέξει το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 να μη φορολογεί τα κέρδη τα οποία η μητρική εταιρία λαμβάνει, υπό την ιδιότητα του εταίρου, από τη θυγατρική της εταιρία δεν εξαρτάται από όρους και διατυπώνεται υπό τη μόνη επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.
34 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας δεν προβλέπει, ιδίως, κανέναν όρο όσον αφορά την ύπαρξη άλλων φορολογητέων κερδών προκειμένου να μη φορολογηθούν τα μερίσματα που εισπράττει η μητρική εταιρία.
35 Ωστόσο, το καθεστώς ΟΦΕ, το οποίο προβλέπει ότι τα μερίσματα που εισπράττει η μητρική εταιρία προστίθενται στη φορολογική βάση της και ότι, στη συνέχεια, ποσό αντιστοιχούν στο 95 % των μερισμάτων αυτών εκπίπτει από τη βάση αυτή μόνο στον βαθμό που η μητρική εταιρία έχει πραγματοποιήσει φορολογητέα κέρδη, έχει ως συνέπεια να μη μπορεί η μητρική εταιρία να επωφεληθεί πλήρως από το πλεονέκτημα αυτό παρά μόνον εφόσον δεν έχει υποστεί, όσον αφορά τα λοιπά φορολογητέα κέρδη της, αρνητικά αποτελέσματα κατά την ίδια φορολογική περίοδο.
36 Όμως, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λαμβάνουν μονομερώς περιοριστικά μέτρα, όπως είναι η απαίτηση να έχει πραγματοποιήσει η μητρική εταιρία φορολογητέα κέρδη, και να εξαρτούν, συνεπώς, από όρους τη δυνατότητα υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις της οδηγίας 90/435.
37 Εξάλλου, όταν η μητρική εταιρία δεν πραγματοποιεί άλλα φορολογητέα κέρδη κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, ρυθμίσεις όπως η επίδικη στην κύρια δίκη έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζημιών της εταιρίας κατά το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων.
38 Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι ο περιορισμός της έκπτωσης ΟΦΕ επιδρά στις ζημίες της μητρικής εταιρίας. Πάντως, κατά την κυβέρνηση αυτή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 δεν συνεπάγεται απαγόρευση τέτοιων επιδράσεων επί των ζημιών.
39 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, καταρχήν, η βελγική φορολογική ρύθμιση δέχεται τη μεταφορά των ζημιών σε επόμενα φορολογικά έτη. Κατά συνέπεια, η μείωση των δυναμένων να μεταφερθούν ζημιών της μητρικής εταιρίας κατά το ποσό των εισπραχθέντων μερισμάτων επιδρά στη φορολογική βάση της εταιρίας αυτής κατά το φορολογικό έτος που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου εισπράχθηκαν τα μερίσματα αυτά, στο μέτρο που τα κέρδη της υπερβαίνουν τις δυνάμενες να μεταφερθούν ζημίες. Πράγματι, λόγω της μείωσης των δυναμένων να μεταφερθούν ζημιών, η εν λόγω φορολογική βάση διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο.
40 Επομένως, έστω και αν τα μερίσματα που έχει εισπράξει η μητρική εταιρία δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών κατά το φορολογικό έτος κατά το οποίο τα μερίσματα αυτά διανεμήθηκαν, η εν λόγω μείωση των ζημιών της μητρικής εταιρίας μπορεί να έχει ως συνέπεια να φορολογηθεί η τελευταία εμμέσως για τα μερίσματα αυτά κατά τα επόμενα φορολογικά έτη, όταν τα αποτελέσματά της είναι θετικά.
41 Όμως, μια τέτοια συνέπεια του περιορισμού της μείωσης ΟΦΕ δεν συμβιβάζεται ούτε με το γράμμα ούτε με τους σκοπούς του συστήματος της οδηγίας 90/435.
42 Πρώτον, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τη Βελγική Κυβέρνηση, από τη χρήση, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, των όρων «δεν φορολογεί» αντί του ρήματος «απαλλάσσει [από τον φόρο]» δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία δέχεται μια τέτοια συνέπεια του περιορισμού της έκπτωσης ΟΦΕ επί των ζημιών της μητρικής εταιρίας.
43 Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών της, η εν γένει οικονομία ή ο σκοπός της οδηγίας 90/435 δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι υφίσταται ουσιώδης διαφορά μεταξύ της «μη φορολόγησης» και της «απαλλαγής [από τον φόρο]» των κερδών που εισπράττει η μητρική εταιρία, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αναφέρεται άλλοτε στην «απαλλαγή» και άλλοτε στην υποχρέωση «μη φορολόγησης» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1 (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 53· προμνησθείσες αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψεις 44 και 102, καθώς και Banque Fédérative du Crédit Mutuel, σκέψη 44).
44 Δεύτερον, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το καθεστώς ΟΦΕ συμβιβάζεται με την οδηγία 90/435, καθόσον, υποβάλλοντας στην ίδια φορολογική μεταχείριση τα μερίσματα που διανέμονται από εταιρίες εγκατεστημένες στο Βέλγιο και εκείνα που διανέμονται από εταιρίες που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη, το καθεστώς αυτό υλοποιεί τον στόχο που διατυπώνεται στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής και ο οποίος συνίσταται στην εξάλειψη κάθε δυσμενούς μεταχείρισης της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών ενός και του αυτού κράτους μέλους.
45 Όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας απόφασης, όταν η μητρική εταιρία δεν έχει πραγματοποιήσει φορολογητέα κέρδη κατά την περίοδο κατά την οποία εισέπραξε τα μερίσματα, το καθεστώς ΟΦΕ δεν καθιστά δυνατό να επιτευχθεί πλήρως ο σκοπός της πρόληψης της διπλής φορολογίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435.
46 Συνεπώς, έστω και αν το Βασίλειο του Βελγίου, εφαρμόζοντας το εν λόγω καθεστώς στα μερίσματα που διανέμονται τόσο από τις εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες όσο και από τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, επιδιώκει την εξάλειψη κάθε δυσμενούς μεταχείρισης της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών ενός και του αυτού κράτους μέλους, αυτό δεν δικαιολογεί την εφαρμογή ενός καθεστώτος ασυμβίβαστου προς το σύστημα της πρόληψης της διπλής φορολογίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας.
47 Τρίτον, εφόσον η Βελγική Κυβέρνηση δεν διατείνεται ότι το επιλεγέν σύστημα είναι το σύστημα του συμψηφισμού που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ο περιορισμός της έκπτωσης ΟΦΕ καταλήγει τουλάχιστον στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό του συστήματος του συμψηφισμού και ότι από πουθενά δεν συνάγεται ότι το άλλο σύστημα, που προβλέπεται στην πρώτη περίπτωση της ίδιας παραγράφου 1, πρέπει να καταλήγει σε αποτέλεσμα ευνοϊκότερο από αυτό που προβλέπει η δεύτερη περίπτωση.
48 Αφενός, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, η επιλογή μεταξύ του συστήματος της απαλλαγής και του συστήματος του συμψηφισμού δεν οδηγεί αναγκαστικά, για την εταιρία που λαμβάνει μερίσματα, στο ίδιο αποτέλεσμα.
49 Αφετέρου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος το οποίο δεν έχει μεταφέρει τις διατάξεις μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη του δεν μπορεί να αντιτάξει στους κοινοτικούς πολίτες τους περιορισμούς που θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει επιβάλει δυνάμει των διατάξεων αυτών (βλ. απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, C-184/04, Uudenkaupungin kaupunki, Συλλογή 2006, σ. I-3039, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
50 Ομοίως, κράτος μέλος το οποίο, κατά τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη του, έχει επιλέξει ένα από τα εναλλακτικά συστήματα που προβλέπει η οδηγία αυτή δεν μπορεί να επικαλεστεί τα αποτελέσματα ή τους περιορισμούς που θα απέρρεαν από την εφαρμογή του ετέρου συστήματος.
51 Τέταρτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι εκ μέρους της Βελγικής Κυβέρνησης παραπομπές στην οδηγία 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, p. 1), καθώς και στο υπόδειγμα σύμβασης που έχει επεξεργαστεί ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (OΟΣΑ) δεν είναι κρίσιμες για τις ανάγκες ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435.
52 Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τη Βελγική Κυβέρνηση, από την οδηγία 90/434 και, ιδίως, από το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 επιβάλλει απλώς να τυγχάνουν τα μερίσματα που εισπράττει μητρική εταιρία εδρεύουσα στο Βέλγιο από τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη θυγατρικές της της ίδιας μεταχείρισης με τα μερίσματα που καταβάλλουν στην εταιρία αυτή οι εγκατεστημένες στο Βέλγιο θυγατρικές της, χωρίς να απαγορεύει τις επιπτώσεις επί των ζημιών τις οποίες συνεπάγεται ο περιορισμός της έκπτωσης ΟΦΕ.
53 Πράγματι, το άρθρο 6 της οδηγίας 90/434 προβλέπει ότι, εφόσον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, σε περίπτωση που οι πράξεις συγχώνευσης, διάσπασης, εισφορών ενεργητικού και ανταλλαγής μετοχών γίνονται μεταξύ εταιριών του κράτους της εισφέρουσας εταιρίας, διατάξεις που επιτρέπουν να αναλαμβάνει η λήπτρια εταιρία ζημίες της εισφέρουσας εταιρίας που δεν έχουν ακόμα αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, υποχρεούνται να επεκτείνουν το ευεργέτημα των διατάξεων αυτών ώστε να επιτρέπεται η ανάληψη, από τις μόνιμες εγκαταστάσεις της λήπτριας εταιρίας οι οποίες βρίσκονται στο έδαφός τους, των ιδίων ζημιών της εισφέρουσας εταιρίας. Συνεπώς, το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου αυτού διαφέρει από εκείνο του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435. Επιπλέον, ουδόλως παραπέμπει στην τελευταία αυτή διάταξη.
54 Η Βελγική Κυβέρνηση δεν μπορεί επίσης να επικαλεστεί ότι, στο υπόδειγμα σύμβασης που έχει επεξεργαστεί ο ΟΟΣΑ, δεν υπάρχουν ακριβείς κανόνες όσον αφορά τον λεπτομερή τρόπο εφαρμογής του συστήματος της απαλλαγής, οπότε εναπόκειται στα κράτη μέλη να τους καθορίσουν.
55 Αρκεί, συναφώς, να αναφερθεί ότι μια κοινοτική πράξη, όπως η οδηγία 90/435, πρέπει, εκτός αν υπάρχει αντίθετη ένδειξη, να ερμηνεύεται βάσει των κοινοτικών πηγών και της κοινοτικής έννομης τάξης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1973, 12/73, Muras, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 653, σκέψη 7).
56 Μόνον όταν δεν υφίστανται κοινοτικά μέτρα ενοποίησης ή εναρμόνισης μπορούν τα κράτη μέλη, τα οποία διατηρούν την αρμοδιότητα να ορίζουν, συμβατικώς ή μονομερώς, τα κριτήρια κατανομής της φορολογικής τους αρμοδιότητας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξαλείψουν τις περιπτώσεις διπλής φορολογίας, να λαμβάνουν τα αναγκαία προς τούτο μέτρα, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια κατανομής που χρησιμοποιούνται στη διεθνή φορολογική πρακτική, περιλαμβανομένων των υποδειγμάτων συμβάσεων που έχει επεξεργαστεί ο ΟΟΣΑ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, Συλλογή 2007, σ. I-2107, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όμως, εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.
57 Βάσει των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που εισπράττει μητρική εταιρία περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση της, στη συνέχεια δε εκπίπτουν μέχρι ποσοστού 95 % εφόσον, κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, απομένει θετικό υπόλοιπο κερδών μετά την αφαίρεση των λοιπών κερδών που απαλλάσσονται από τον φόρο.
Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435
58 Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε όλες τις περιπτώσεις που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται κατά του κράτους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε όταν το κράτος αυτό έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν έχει προβεί σε πλημμελή μεταφορά της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. I-5357, σκέψη 11· της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer, Συλλογή 2002, σ. I-6325, σκέψη 25, καθώς και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 103).
59 Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η δυνατότητα επιλογής την οποία παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435 όσον αφορά τους τρόπους φορολογικής αντιμετώπισης των κερδών που διανέμονται στη μητρική εταιρία από τη θυγατρική της, καθώς και η ασάφεια σχετικά με τους τρόπους αυτούς και το περιεχόμενό τους έχουν ως συνέπεια να μην είναι η διάταξη αυτή απαλλαγμένη αιρέσεων ή, τουλάχιστον, αρκούντως ακριβής ώστε να παράγει άμεσο αποτέλεσμα.
60 Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, η εν λόγω διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ως απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής το πολύ όσον αφορά το ελάχιστο αποτέλεσμα που εξασφαλίζεται με την εφαρμογή καθενός από τους τρόπους τους οποίους επιτρέπει.
61 Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ευχέρεια την οποία παρέχει μια οδηγία στα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ πλειόνων δυνατών μέσων για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να καθοριστεί με επαρκή ακρίβεια βάσει αποκλειστικά και μόνον των διατάξεων της οδηγίας (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Francovich κ.λπ., σκέψη 17, και απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-226/07, Flughafen Köln/Bonn, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30).
62 Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον, παρά την ευχέρεια επιλογής την οποία παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, είναι δυνατός ο προσδιορισμός των ελαχίστων δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες από τη διάταξη αυτή.
63 Πράγματι, στο μέτρο που από τη δικογραφία προκύπτει ότι το Βασίλειο του Βελγίου επέλεξε το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435, αρκεί να εξεταστεί αν η διάταξη αυτή είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να χωρεί επίκλησή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
64 Η υποχρέωση μη φορολόγησης των κερδών τα οποία διανέμει μια θυγατρική εταιρία στη μητρική της εταιρία, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, είναι διατυπωμένη με μη διφορούμενους όρους και δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση ούτε η εκτέλεσή της ή τα αποτελέσματά της εξαρτώνται από την έκδοση κάποιας άλλης πράξης είτε από τα κοινοτικά όργανα είτε από τα κράτη μέλη.
65 Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως ακριβές ώστε να χωρεί επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Επί του αιτήματος χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της απόφασης
66 Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Βελγική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο, σε περίπτωση που ερμηνεύσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435 ως μη επιτρέπον εθνικές ρυθμίσεις όπως το καθεστώς ΟΦΕ, να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα της απόφασής του.
67 Προς στήριξη του αιτήματός της, η εν λόγω κυβέρνηση επικαλέστηκε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της κυβέρνησης αυτής, καθόσον η Επιτροπή ενέκρινε, κατ’ αυτήν, εμμέσως το καθεστώς ΟΦΕ, το ασαφές πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1, την έλλειψη σχετικής νομολογίας καθώς και τις τυχόν δημοσιονομικές επιπτώσεις της απόφασης στο Βέλγιο σε περίπτωση που το καθεστώς αυτό κριθεί ασυμβίβαστο με την οδηγία 90/435.
68 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μόνον όλως εξαιρετικώς μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της σύμφυτης με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερόμενου να επικαλεστεί μια ερμηνευμένη από το Δικαστήριο διάταξη για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν καλόπιστα. Για να μπορεί να αποφασιστεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαίο να πληρούνται δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις, δηλαδή να υπάρχει καλή πίστη των ενδιαφερομένων κύκλων και να υπάρχει κίνδυνος σοβαρών διαταραχών (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-313/05, Brzeziński, Συλλογή 2007, σ. I-513, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
69 Όμως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιχειρήματα της Βελγικής Κυβέρνησης, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών της, η εν λόγω κυβέρνηση ουδόλως προσπάθησε, είτε με τις γραπτές παρατηρήσεις της είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να αποδείξει ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος σοβαρών οικονομικών διαταραχών.
70 Συνεπώς, δεν πρέπει να περιοριστούν χρονικώς τα αποτελέσματα της παρούσας απόφασης.
Επί των δικαστικών εξόδων
71 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που εισπράττει μητρική εταιρία περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση της, στη συνέχεια δε εκπίπτουν μέχρι ποσοστού 95 % εφόσον, κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, απομένει θετικό υπόλοιπο κερδών μετά την αφαίρεση των λοιπών κερδών που απαλλάσσονται από τον φόρο.
Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 90/435 είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως ακριβές ώστε να χωρεί επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.