Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΕLEANOR SHARPSTON

της 6ης Νοεμβρίου 2008 (1)

Υπόθεση C-285/07

A.T.

κατά

Finanzamt Stuttgart-Körperschaften

[αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινό φορολογικό καθεστώς για τις ανταλλαγές μετοχών – Αποτίμηση των μετοχών μάλλον στην αγοραία αξία τους και όχι στη λογιστική – Φορολογία της προκύπτουσας υπεραξίας»





1.        Η εισφορά του ενεργητικού εταιρίας σε άλλη εταιρία στο πλαίσιο διαδικασίας εταιρικής αναδιαρθρώσεως μπορεί να καταλήξει σε φορολογητέα πράξη. Η εισφορά συνιστά διάθεση, υπό την έννοια της φορολογήσεως της υπεραξίας, και, αν η αξία των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού αυξηθεί αφότου ο εισφέρων τα απέκτησε αρχικώς, μπορεί να προκύψει φορολογητέα υπεραξία. Ορισμένα κράτη μέλη παρέχουν φοροαπαλλαγή, καθιστώντας δυνατή την αναβολή της άμεσης φορολογίας, εφόσον τα στοιχεία του ενεργητικού δεν πραγματοποιήθηκαν. Πάντως, η απαλλαγή υπό την ως άνω έννοια χορηγείται σπανίως στην περίπτωση κατά την οποία η εισφορά πραγματοποιείται σε εταιρία που δεν είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή, από φόβο μήπως η καταβολή του φόρου δεν αναβληθεί απλώς αλλά αποφευχθεί πλήρως.

2.        H υπό κρίση υπόθεση αφορά διαδικασία αναδιαρθρώσεως στο πλαίσιο της οποίας γερμανική εταιρία (η A.T.) εισέφερε σε γαλλική εταιρία την εξασφαλίζουσα τον έλεγχο συμμετοχή της σε γερμανική κεφαλαιουχική εταιρία (στο εξής: GmbH), έναντι παροχής τίτλων παραστατικών του κεφαλαίου της γαλλικής εταιρίας. Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις στη Γερμανία επέβαλλαν ειδική προϋπόθεση την οποία έπρεπε να πληρούν οι ανταλλαγές μετοχών προκειμένου να αναβληθεί η φορολογία της υπεραξίας του ενεργητικού. Η επίμαχη συναλλαγή δεν πληρούσε την προϋπόθεση αυτή. Κατά συνέπεια, οι γερμανικές αρχές επιχείρησαν να φορολογήσουν την εισπραχθείσα υπεραξία. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, πρώτον, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί συγχωνεύσεων (2) και, δεύτερον, τα άρθρα 43 και 56 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τη φορολόγηση αυτή.

 Η οδηγία περί συγχωνεύσεων

3.        Η οδηγία περί συγχωνεύσεων επιβάλλει κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών. Αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής φόρου σε σχέση με τις πράξεις αυτές, ενώ ταυτοχρόνως εξασφαλίζει τα δημοσιονομικά συμφέροντα του κράτους μέλους στο οποίο ανακύπτει η φορολογική οφειλή. Στο πλαίσιο της ανταλλαγής μετοχών, αυτό επιτυγχάνεται καθόσον προβλέπεται ότι η παροχή τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της αποκτώσας εταιρίας σε εταίρο της αποκτώμενης εταιρίας «δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ' αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου» (3), ενώ παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα «να φορολογούν το κέρδος που προκύπτει από τη μεταγενέστερη εκχώρηση των τίτλων που ελήφθησαν με τον ίδιο τρόπο, όπως και το κέρδος που προκύπτει από την εκχώρηση των τίτλων που υπήρχαν πριν από την απόκτηση» (4).

4.        Το προοίμιο της οδηγίας περιλαμβάνει τις ακόλουθες σκέψεις:

«[1]      [Ο]ι συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες ευρισκόμενες σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί να είναι αναγκαίες για να δημιουργηθούν στην Κοινότητα συνθήκες ανάλογες με τις επικρατούσες σε μια εσωτερική αγορά και να εξασφαλισθεί έτσι η δημιουργία και η ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς· […] οι πράξεις αυτές δεν πρέπει να εμποδίζονται από ειδικούς περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που απορρέουν από τις φορολογικές διατάξεις των κρατών μελών· […] για τις πράξεις αυτές επιβάλλεται να θεσπισθούν φορολογικοί κανόνες ουδέτεροι ως προς τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση διεθνώς·

[2]      [Ορισμένες] φορολογικές διατάξεις θέτουν σήμερα σε μειονεκτική θέση τις πράξεις αυτές σε σύγκριση με πράξεις που αφορούν εταιρίες του ιδίου κράτους μέλους· […] επιβάλλεται να εξαλειφθεί αυτή η δυσμενής μεταχείριση·

[3]      [Δ]εν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος αυτός με την επέκταση σε κοινοτικό επίπεδο των καθεστώτων που ισχύουν στα κράτη μέλη, διότι οι διαφορές μεταξύ καθεστώτων είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν στρεβλώσεις· […] μόνον ένα κοινό φορολογικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητική λύση ως προς τα ζητήματα αυτά·

[4]      [Σ]το κοινό φορολογικό καθεστώς πρέπει να αποφεύγεται η φορολογία σε περίπτωση συγχώνευσης, διάσπασης, εισφοράς ενεργητικού ή ανταλλαγής μετοχών, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζονται τα δημοσιονομικά συμφέροντα του κράτους της εισφέρουσας ή εξαγορασθείσας εταιρίας·

[5]      [Ό]σον αφορά τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, και εισφορές ενεργητικού, οι πράξεις αυτές θα έχουν κανονικά ως αποτέλεσμα είτε τη μετατροπή της εισφέρουσας εταιρίας σε μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρίας είτε την προσάρτηση του ενεργητικού σε μόνιμη εγκατάσταση της τελευταίας·

[6]      [T]ο καθεστώς αναβολής, μέχρι την ουσιαστική πραγματοποίηση, της φορολογίας της υπεραξίας των εισφερομένων περιουσιακών στοιχείων, εφαρμοζόμενο επί των περιουσιακών στοιχείων που προσαρτώνται στη μόνιμη εγκατάσταση, επιτρέπει την αποφυγή φορολογίας της αντίστοιχης υπεραξίας, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει και τη μεταγενέστερη φορολογία της από το κράτος της εισφέρουσας εταιρίας όταν πλέον η υπεραξία θα έχει πραγματοποιηθεί.»

5.        Το άρθρο 2 περιέχει τους ακόλουθους σχετικούς ορισμούς:

«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      συγχώνευση: η πράξη με την οποία:

–        μία ή περισσότερες εταιρίες μεταβιβάζουν, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύονται χωρίς εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε άλλη προϋπάρχουσα εταιρία έναντι παροχής στους εταίρους τους παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της άλλης εταιρίας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών,

–        δύο ή περισσότερες εταιρίες μεταβιβάζουν, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύονται χωρίς εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε μια νέα εταιρία που ιδρύουν, έναντι διανομής στους εταίρους τους παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της νέας εταιρίας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών,

–        μια εταιρία συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύεται, χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, στην εταιρία η οποία κατέχει το σύνολο των τίτλων των παραστατικών του εταιρικού της κεφαλαίου·

β)      διάσπαση: η πράξη με την οποία μια εταιρία, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή την οποία λύεται χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε δύο ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρίες, έναντι αναλογικής διανομής στους εταίρους της τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου των ληπτριών εταιριών και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·

γ)       εισφορά ενεργητικού: η πράξη με την οποία μια εταιρία, χωρίς να λυθεί, εισφέρει το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητάς της σε μια άλλη εταιρία έναντι παραδόσεως τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας εταιρίας·

δ)       ανταλλαγή μετοχών: η πράξη με την οποία μία εταιρία αποκτά συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλης εταιρίας σε ποσοστό το οποίο της παρέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρίας αυτής, έναντι παροχής στους εταίρους της δεύτερης αυτής εταιρίας, σε αντάλλαγμα των τίτλων τους, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·

ε)       εισφέρουσα εταιρία: η εταιρία που μεταβιβάζει τα περιουσιακά της στοιχεία, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, ή που εισφέρει το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητάς της·

στ)       λήπτρια εταιρία: η εταιρία που δέχεται τα περιουσιακά στοιχεία, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, ή το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριότητας της εισφέρουσας εταιρίας·

ζ)       αποκτώμενη εταιρία: η εταιρία στην οποία μια άλλη αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή τίτλων·

η)       αποκτώσα εταιρία: η εταιρία που αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή τίτλων.»

6.        Οι ορισμοί του άρθρου 2 συνδέονται μεταξύ τους κατά τον ακόλουθο τρόπο. Για τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την εισφορά ενεργητικού [α), β) και γ)], υπάρχει μια εισφέρουσα και μια λήπτρια εταιρία [ε) και στ)], ενώ για τις ανταλλαγές μετοχών [δ)] υπάρχει μια αποκτώμενη και μία αποκτώσα εταιρία [ζ) και η)].

7.        Οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 8 προβλέπουν τα εξής:

«1.   Η παροχή, επ’ ευκαιρία συγχώνευσης, διάσπασης ή ανταλλαγής μετοχών, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή αποκτώσας εταιρίας σε εταίρο της εισφέρουσας ή αποκτώμενης εταιρίας, σε αντάλλαγμα τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της δεύτερης αυτής εταιρίας, δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ' αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου.

2.     Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την παράγραφο 1 με την προϋπόθεση ότι ο εταίρος δεν θα αποδώσει, στους τίτλους που λαμβάνει ως αντάλλαγμα, μεγαλύτερη φορολογική αξία από όση είχαν οι ανταλλασσόμενοι τίτλοι αμέσως πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών.

Η εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να φορολογούν το κέρδος που προκύπτει από τη μεταγενέστερη εκχώρηση των τίτλων που ελήφθησαν με τον ίδιο τρόπο, όπως και το κέρδος που προκύπτει από την εκχώρηση των τίτλων που υπήρχαν πριν από την απόκτηση.

Ως “φορολογική αξία” νοείται η αξία που θα εχρησιμοποιείτο ως βάση για τον ενδεχόμενο υπολογισμό κέρδους ή ζημίας, προκειμένου να καθοριστεί η φορολογική βάση για την επιβολή φόρου εισοδήματος, κερδών ή υπεραξίας στον εταίρο της εταιρίας.»

8.        Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, αφορά εταίρο σε εισφέρουσα εταιρία (στην περίπτωση συγχωνεύσεων και διασπάσεων) ή σε αποκτώμενη εταιρία (στην περίπτωση ανταλλαγής μετοχών).

9.        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ορίζει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει το σύνολο ή μέρος των διατάξεων της οδηγίας όταν η πράξη «έχει ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κυρίους στόχους τη φοροαπάτη ή τη φοροδιαφυγή. Το γεγονός ότι μία από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν πραγματοποιείται για οικονομικά βιώσιμους λόγους, όπως είναι η αναδιάρθρωση ή ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων των εταιριών που ενέχονται στη σχετική πράξη, μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο ότι κύριος ή ένας από τους κύριους στόχους της πράξης αυτής είναι η φοροαπάτη ή η φοροδιαφυγή.»

 Οι ασκούσες επιρροή διατάξεις του εθνικού δικαίου

10.      Στο πλαίσιο της ανταλλαγής μετοχών στην εθνική έννομη τάξη, το άρθρο 20 του Umwandlungssteuergesetz (νόμου περί φορολογίας των επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων, στο εξής: UmwStG) (5) ορίζει, στο μέτρο που ασκεί συναφώς επιρροή, τα εξής:

«1.   Εάν η δραστηριότητα επιχειρήσεως […] μεταφέρεται σε κεφαλαιουχική εταιρία […] και ο εισφέρων λαμβάνει ως αντάλλαγμα νέες μετοχές στην εταιρία (αντάλλαγμα σε είδος), τα εισφερόμενα στοιχεία του ενεργητικού και οι νέες μετοχές πρέπει να αποτιμηθούν σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στην εισφορά μετοχών σε κεφαλαιουχική εταιρία εάν η [αποκτώσα] (6) εταιρία δυνάμει του ελέγχου που ασκεί, περιλαμβανομένων και των εισφερομένων μετοχών, αποκτά προδήλως και άμεσα την πλειοψηφία στα δικαιώματα ψήφου στην εταιρία της οποίας οι μετοχές μεταφέρονται.

2.     Η [αποκτώσα] (7) εταιρία μπορεί να αποτιμήσει την εισφερόμενη εταιρική περιουσία με τη λογιστική αξία της ή με υψηλότερη αξία. Η αποτίμηση με τη λογιστική αξία είναι θεμιτή και όταν στο εμπορικό ισοζύγιο η εισφερόμενη εταιρική περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί, κατά τις διατάξεις του εμπορικού δικαίου, με υψηλότερη αξία. Η λογιστική αξία είναι η αξία στην οποία ο εισφέρων αποτίμησε, κατά την εισφορά σε είδος, τα εισφερόμενα στοιχεία του ενεργητικού σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις που αφορούν τον καθορισμό των κερδών. […]

[…]

4.     Η αξία με την οποία η [αποκτώσα] εταιρία αποτιμά το εισφερόμενο ενεργητικό επιχειρήσεως ισχύει για τον εισφέροντα ως τιμή πωλήσεως και ως δαπάνη αποκτήσεως των μετοχών. […]»

11.      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του UmwStG ορίζει τα εξής:

«Εάν μετοχές υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 20, παράγραφος 1, σε κεφαλαιουχική εταιρία εγκατεστημένη στην ΕΕ μεταφερθούν σε άλλη κεφαλαιουχική εταιρία της ΕΕ, τότε ισχύουν για μεν την αποτίμηση των μετοχών τις οποίες αποκτά η αποκτώσα εταιρία το άρθρο 20, παράγραφος 2, [πρώτη και δεύτερη περίοδος], για δε την αποτίμηση των νέων μετοχών τις οποίες αποκτά ο εισφέρων από την αποκτώσα κεφαλαιουχική εταιρία το άρθρο 20, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, αντιστοίχως.»

12.      Τέλος, η Γερμανία μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί συγχωνεύσεων με την πρώτη περίοδο του άρθρου 26, παράγραφος 2, του UmwStG:

«Το άρθρο 23, παράγραφος 4, δεν έχει εφαρμογή εάν οι αποκτηθείσες μετοχές διατεθούν εντός επτά ετών από την εισφορά, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι αποκτηθείσες μετοχές αποτέλεσαν το αντικείμενο περαιτέρω εισφοράς σε είδος στη λογιστική τους αξία βάσει νομικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που αντιστοιχούν στο άρθρο 23, παράγραφος 4.»

13.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 20, παράγραφος 4, του UmwStG επιβάλλει την καλούμενη διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας («double book-value carryover»). Η έννοια της φράσεως αυτής είναι ότι επί ανταλλαγής μετοχών που συνεπάγεται την εισφορά εξασφαλίζουσας τον έλεγχο συμμετοχής ο εισφέρων μπορεί να μεταφέρει τη λογιστική αξία των εισφερομένων μετοχών μόνον εάν η ίδια η αποκτώσα εταιρία τις αποτίμησε με την αξία αυτή.

14.      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι η ως άνω νομοθεσία επιφυλάσσει στις ανταλλαγές μετοχών την ίδια μεταχείριση, είτε η αποκτώσα εταιρία είναι γερμανική εταιρία είτε εταιρία από άλλο κράτος μέλος (8).

 Τα πραγματικά περιστατικά

15.      Η Α. Τ., προσφεύγουσα, είναι γερμανική εταιρία (9). Είχε ποσοστό συμμετοχής που εξασφάλιζε τον έλεγχο (89,5 %) σε γερμανική κεφαλαιουχική εταιρία (στο εξής: GmbH). Οι κανόνες του δικαίου της εποπτείας του χρηματιστηρίου την υποχρέωσαν να διαθέσει τη συμμετοχή αυτή. Κατά συνέπεια, μεταβίβασε σε γαλλική εταιρία (10) ορισμένες μετοχές της στην GmbH κατά τη διάρκεια του 2000, έναντι νέων μετοχών που ανέρχονταν στο 1,47 % του κεφαλαίου της εν λόγω γαλλικής εταιρίας.

16.      Η γαλλική εταιρία υπολόγισε τις μετοχές της GmbH (τις μετοχές στην αποκτώμενη εταιρία) στο εμπορικό και φορολογικό ισοζύγιό της (που καταρτίσθηκαν σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο) βάσει της αγοραίας αξίας που τους προσδόθηκε στη σύμβαση εισφοράς και όχι βάσει της χαμηλότερης λογιστικής αξίας των μετοχών (11), μολονότι είναι σαφές ότι το γαλλικό δίκαιο θα είχε καταστήσει δυνατή τη χρήση της λογιστικής αξίας. Η A.T. επιχείρησε να αποτιμήσει τις μετοχές που της είχαν παρασχεθεί στη γαλλική εταιρία στη λογιστική αξία των μετοχών της GmbH για τις οποίες είχαν ανταλλαγεί οι μετοχές της γαλλικής εταιρίας. Το Finanzamt θεώρησε, πάντως, ότι η A.T. ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει την αγοραία αξία που χρησιμοποίησε η γαλλική εταιρία κατά την αποτίμηση των μετοχών της GmbH, σύμφωνα με τα άρθρα 23, παράγραφος 4, και 20, παράγραφος 4, του UmwStG του 1995. Κατά συνέπεια, το Finanzamt θεώρησε ότι η ανταλλαγή μετοχών μεταξύ της A.T. και της γαλλικής εταιρίας προκαλεί φορολογητέα υπεραξία. Επομένως, το Finanzamt επιχείρησε να φορολογήσει τη διαφορά μεταξύ των δαπανών αποκτήσεως των μετοχών της GmbH και της αγοραίας αξίας των μετοχών στη γαλλική εταιρία [η οποία, κατά τις γερμανικές αρχές, αντιπροσωπεύει την αξία των προϊόντων διαθέσεως των εισφερομένων στοιχείων του ενεργητικού (δηλαδή των μετοχών της GmbH)].

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα υποβληθέντα ερωτήματα

17.      Η A.T. προσέβαλε επιτυχώς την απόφαση βεβαιώσεως του φόρου ενώπιον του Finanzgericht Baden-Wurtemberg. Το Finanzamt άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof. Το δικαστήριο αυτό έχει αμφιβολίες ως προς το αν η πρώτη περίοδος του άρθρου 23, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με την πρώτη περίοδο του άρθρου 20, παράγραφος 4, του UmwStG και η διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας («double book-value carryover») –προϋπόθεση εφαρμοστέα κατά τις διατάξεις αυτές– συνάδουν προς το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί συγχωνεύσεων και προς τα άρθρα 43 και 56 ΕΚ.

18.      Κατά συνέπεια, το Bundesfinanzhof υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(α)      Αντιβαίνει προς το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 90/434/EΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990 (ΕΕ L 225, σ. 1), η φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση εισφοράς των μεριδίων κεφαλαιουχικής εταιρίας της ΕΕ σε άλλη κεφαλαιουχική εταιρία της ΕΕ, είναι δυνατή για τον [εταίρο της αποκτώμενης εταιρίας] η διατήρηση των λογιστικών αξιών των εισφερομένων μεριδίων μόνον εάν η [αποκτώσα] (12) κεφαλαιουχική εταιρία υπολογίζει τα εισφερόμενα μερίδια με τις λογιστικές τους αξίες (διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας);

(β)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Αντιβαίνει η υφισταμένη νομική κατάσταση στα άρθρα 43 EΚ και 56 EΚ, καίτοι η διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας απαιτείται και κατά την εισφορά των μεριδίων κεφαλαιουχικής εταιρίας και σε μία απεριορίστως φορολογούμενη κεφαλαιουχική εταιρία;»

19.      Η Α.Τ., η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Το πρώτο ερώτημα

20.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών φορολογικών κανόνων οι οποίοι, κατόπιν ανταλλαγής μετοχών, παρέχουν στον εταίρο της αποκτώμενης εταιρίας τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τη λογιστική αξία των μετοχών στην αποκτώμενη εταιρία μόνον εάν η αποκτώσα εταιρία επίσης αποτίμησε τις μετοχές στην αποκτώμενη εταιρία στη λογιστική τους αξία (διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας).

21.      Η A.T. και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Κατ’ ουσίαν, συμφωνώ με την Επιτροπή και την A.T.

 Ανάλυση

22.      Φρονώ, όπως η Επιτροπή, ότι πρόσφορο σημείο αφετηρίας της συλλογιστικής είναι το ίδιο το γράμμα της οδηγίας.

23.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κοινό φορολογικό καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία και το οποίο περιλαμβάνει διάφορα φορολογικά πλεονεκτήματα εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις πράξεις συγχωνεύσεως, διασπάσεως, εισφοράς ενεργητικού και ανταλλαγής μετοχών, ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους πραγματοποιούνται και του αν οι λόγοι αυτοί έχουν δημοσιονομικό, οικονομικό ή καθαρά φορολογικό χαρακτήρα (13).

24.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, προβλέπει ότι η ανταλλαγή μετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πρέπει να αντιμετωπίζεται με άνευ επιφυλάξεων φορολογική ουδετερότητα. Το γράμμα της διατάξεως αυτής είναι σαφές και δεσμευτικό: «η διάθεση μεριδίων […] δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθαυτή, καμία φορολόγηση […]». Από το ως άνω γράμμα της διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν διακριτική ευχέρεια να επιβάλλουν πρόσθετες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προς εξασφάλιση φορολογικώς ουδέτερης μεταχειρίσεως. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανταλλαγή μετοχών στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να φορολογηθεί (14).

25.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, έχει ως συνέπεια ότι η ανταλλαγή μετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ουδέτερο από φορολογικής απόψεως γεγονός. Εάν έλλειπε η διάταξη αυτή, μια συναλλαγή του είδους αυτού θα επέφερε, κατά κανόνα, φορολογικές συνέπειες. Πράγματι, προκύπτει, για παράδειγμα, υπεραξία στο ύψος της διαφοράς μεταξύ του κόστους αποκτήσεως και της τιμής πωλήσεως των εισφερομένων στοιχείων ενεργητικού εάν η αξία των τελευταίων αυξηθεί μετά την απόκτησή τους. Αυτή η υπεραξία θα μπορούσε να υπόκειται σε φορολογία.

26.      Η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, υπόκειται στην (νομικώς δεσμευτική) προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8, παράγραφος 2, δηλαδή ότι «ο εταίρος δεν θα αποδώσει, στους τίτλους που λαμβάνει ως αντάλλαγμα, μεγαλύτερη φορολογική αξία από όση είχαν οι ανταλλασσόμενοι τίτλοι αμέσως πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών».

27.      «Ο εταίρος» περί του οποίου γίνεται μνεία στο άρθρο 8, παράγραφος 2, μπορεί να σημαίνει μόνον τον εταίρο στην αποκτώμενη εταιρία (A.T.), διότι παραπέμπει στο άρθρο 8, παράγραφος 1, όπου η ταυτότητα του «εταίρου» καθίσταται σαφής.

28.      Κατά συνέπεια, ο επικουρικός ισχυρισμός της Γερμανικής Κυβέρνησης ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αφορά την εκτίμηση της αξίας των μετοχών στον ισολογισμό της αποκτώσας (αλλοδαπής) εταιρίας είναι, κατά τη γνώμη μου, αστήρικτος.

29.      Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται (βασιζόμενη σε γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, με παραπομπή στους όρους «τους τίτλους που λαμβάνει») ότι η οδηγία απαιτεί απλώς να εκτιμά η αποκτώσα εταιρία τις μετοχές στη λογιστική τους αξία. Υποστηρίζει ότι η πρόταση αυτή αναφέρεται στις μετοχές που έλαβε η αλλοδαπή εταιρία για τις οποίες χορήγησε τίτλους δια της ανταλλαγής.

30.      Πάντως, είναι σαφές από το γράμμα της οδηγίας ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, αφορά τις φορολογικές συνέπειες για τον εταίρο στην αποκτώμενη εταιρία (Α.Τ.). Μόνον η αξία που αποδίδεται στους τίτλους που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της αποκτώσας εταιρίας («οι τίτλοι που λαμβάνει») ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2. Η αξία αυτή καθορίζει το κόστος αποκτήσεως για τον καταλογισμό οποιασδήποτε φορολογητέας υπεραξίας σε μεταγενέστερη διάθεση των μετοχών από τον εταίρο της αποκτώμενης εταιρίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορώ να δεχθώ τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι η προϋπόθεση στο άρθρο 8, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, αναφέρεται στην αξία που αποδίδεται στις μετοχές της αποκτώμενης εταιρίας (της GmbH) τις οποίες έλαβε η γαλλική εταιρία.

31.      Φρονώ ότι οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, και του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεν μπορούν να ερμηνευθούν χωριστά, διότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, εκθέτει τις συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1.

32.      Εάν ο εταίρος της αποκτώμενης εταιρίας ήταν υποχρεωμένος να υποκαταστήσει την αγοραία αξία στη λογιστική, όπως ισχυρίζεται η Γερμανία, θα μπορούσε να ανακύψει φορολογική υποχρέωση υπό περιστάσεις κατά τις οποίες η οδηγία προβλέπει ρητώς την αναβολή της φορολογίας. Η οδηγία επιτυγχάνει φορολογική ουδετερότητα παρέχοντας στον εταίρο της αποκτώμενης εταιρίας (A.T.) τη δυνατότητα να αποδώσει την αξία η οποία προσδίδεται στο ενεργητικό το οποίο διατέθηκε (δηλαδή στο ενεργητικό της αποκτώμενης εταιρίας) στους τίτλους που έλαβε από την αποκτώσα εταιρία. Πάντως, με τον τρόπο αυτόν διατηρείται και το δικαίωμα του κράτους μέλους να προβεί σε φορολογία εάν οι παραστατικοί του κεφαλαίου της αποκτώσας εταιρίας τίτλοι διατίθενται στη συνέχεια με κέρδος.

33.      Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η ανταλλαγή μετοχών θα μπορούσε να παραμείνει αφορολόγητη παρά τις διατάξεις του UmwStG, διότι το γαλλικό δίκαιο παρέχει τη δυνατότητα αποτιμήσεως των εισφερομένων μετοχών στη λογιστική αξία. Εάν η γαλλική εταιρία είχε επιλέξει να αποτιμήσει κατά τον ως άνω τρόπο τις μετοχές τις οποίες είχε λάβει (αντί να τις αποτιμήσει, όπως έπραξε, στην αγοραία αξία), δεν θα είχε δημιουργηθεί συναφώς καμία υποχρέωση φορολογήσεως της υπεραξίας κατά το γερμανικό δίκαιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η A.T. μπορούσε, όταν διαπραγματευόταν τους όρους της ανταλλαγής μετοχών, να θέσει ως προϋπόθεση της συναλλαγής την εκ μέρους της γαλλικής εταιρίας αποτίμηση των μετοχών στη λογιστική τους αξία.

34.      Δεν είμαι πεπεισμένη για την ορθότητα του επιχειρήματος αυτού. Εάν ήταν ορθό, θα σήμαινε ότι οι φορολογικές συνέπειες συγκεκριμένης συναλλαγής θα εξηρτώντο από (α) το φορολογικό καθεστώς του κράτους μέλους της αποκτώσας εταιρίας και (β) την ειδική συμφωνία μεταξύ των μερών (η οποία θα αντικατόπτριζε την αντίστοιχη διαπραγματευτική ισχύ τους κατά τον χρόνο της συναλλαγής). Αυτό, όμως, όχι μόνο θα ήταν αντίθετο στο γράμμα της οδηγίας, αλλά θα υπονόμευε την ασφάλεια δικαίου που αυτή παρέχει. Επιπλέον, η ρύθμιση του άρθρου 8, παράγραφος 1, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως είναι εξαντλητική και άνευ επιφυλάξεων. Δεν εξαρτά την αναβολή της φορολογίας από τις λεπτομέρειες του φορολογικού καθεστώτος του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η αποκτώσα εταιρία ή από τη συμφωνία μεταξύ των μερών της συναλλαγής.

35.      Το άρθρο 20, παράγραφος 4, του UmwStG έχει ως συνέπεια ότι ο εταίρος της αποκτωμένης εταιρίας (A.T.) είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει την αξία που η αποκτώσα εταιρία (η γαλλική εταιρία) απέδωσε στις μετοχές προκειμένου να καθορίσει την αξία των προϊόντων διαθέσεως των μετοχών στη GmbH. Δεν μπορώ να εντοπίσω στο γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, καμία ένδειξη για τη θέσπιση της πρόσθετης αυτής προϋποθέσεως.

36.      Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, επιρρωννύεται από την εξέταση της νομικής βάσεως και των σκοπών της οδηγίας.

37.      Η οδηγία περί συγχωνεύσεων, ως φορολογική ρύθμιση, στηρίζεται στο άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 94 ΕΚ). Ο διακηρυχθείς σκοπός της είναι να θεσπίσει φορολογικούς κανόνες οι οποίοι είναι ουδέτεροι από πλευράς ανταγωνισμού προκειμένου να παράσχουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στις επιταγές της κοινής αγοράς. Η τέταρτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη ορίζουν ότι, ενώ ο σκοπός της οδηγίας έγκειται στην αναβολή της φορολογίας του εταίρου της αποκτώμενης εταιρίας στην περίπτωση της ανταλλαγής μετοχών, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να φορολογούν την υπεραξία, αλλά μόνον όταν η υπεραξία έχει τελικώς πραγματοποιηθεί. Επομένως, δεν είναι αναγκαία η απόκλιση από τη ρητή διατύπωση της οδηγίας δια της θεσπίσεως πρόσθετων προϋποθέσεων προκειμένου να προστατευθούν τα νόμιμα δημοσιονομικά συμφέροντα των κρατών μελών.

38.      Είναι, πάντως, σαφές ότι η εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 4, του UmwStG καταλήγει στην επιβολή φόρου στην περίπτωση κατά την οποία η οδηγία προβλέπει ότι πρέπει να αναβληθεί η φορολογία. Η συνέπεια αυτή αντιβαίνει προς τους ρητούς σκοπούς της οδηγίας και ανατρέπει τη λεπτή ισορροπία που εξασφαλίζει μεταξύ των συμφερόντων των επιχειρήσεων και των συμφερόντων των κρατών μελών.

39.      Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η διάθεση των μετοχών από τον εταίρο της αποκτωμένης εταιρίας δεν θα προκαλέσει οπωσδήποτε φορολογητέα υπεραξία. Οι νέες μετοχές στην αποκτώσα εταιρία τις οποίες λαμβάνει ο εταίρος της αποκτώμενης εταιρίας στο πλαίσιο της ανταλλαγής μπορεί να υποτιμηθούν αισθητώς συνεπεία διακυμάνσεων της αγοράς (όπως συνέβη πράγματι με τις μετοχές της γαλλικής εταιρίας στην παρούσα υπόθεση). Κατά τη συνεδρίαση, η Επιτροπή αμφισβήτησε τη σημασία του επιχειρήματος αυτού, επισημαίνοντας ότι ενδεχόμενη πτώση στην αξία των μετοχών είναι επενδυτικός κίνδυνος εγγενής σε κάθε ανταλλαγή μετοχών, στον οποίον εκτίθενται έμμεσα οι φορολογικές αρχές. Δεν μπορεί όμως να δικαιολογήσει τη φορολογία του εταίρου της αποκτώμενης εταιρίας για μη πραγματοποιηθέντα αποθεματικά.

40.      Νομίζω ότι το επιχείρημα της Γερμανίας στηρίζεται σε πλάνη. Ο σκοπός του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι απλώς η αναβολή της φορολογίας για τον χρόνο πραγματοποιήσεως της αξίας του ενεργητικού και όχι η διασφάλιση του ότι θα επιβληθεί οπωσδήποτε φόρος κατά τον χρόνο εκείνο. Η επιβολή ή όχι φορολογίας θα εξαρτηθεί από την αξία του ενεργητικού κατά τον χρόνο της διαθέσεώς του.

41.      Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι τα άρθρα 20, παράγραφος 4, και 23, παράγραφος 4, του UmwStG σκοπούν στην καταπολέμηση συγκεκριμένου τύπου καταχρήσεως. Η Επιτροπή προέβαλε το ακόλουθο παράδειγμα για να εξηγήσει την ανησυχία αυτή. Ας υποτεθεί ότι η εταιρία X ανταλλάσσει τη συμμετοχή της σε θυγατρική έναντι μετοχών μιας αποκτώσας εταιρίας. Πρόκειται για ουδέτερη από φορολογικής απόψεως πράξη (σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας). Ας υποτεθεί ότι η αποκτώσα εταιρία αποτιμά τις μετοχές τις οποίες απέκτησε στην αγοραία αξία τους και τις πωλεί αμέσως (εξ ορισμού, χωρίς να πραγματοποιεί υπεραξία). Εάν τα προϊόντα της πωλήσεως μπορούν να επιστραφούν στην εταιρία Χ απαλλαγμένα φόρου, αυτό θα έχει ως συνέπεια την πραγματοποίηση κρυμμένων αποθεματικών χωρίς καταβολή φόρου επ’ αυτών.

42.      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, κατ’ αρχήν, ένας μηχανισμός όπως ο ανωτέρω περιγραφείς θα μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστικός και, επομένως, μη άξιος της προστασίας του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας. Πάντως, επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων των κρατών μελών εξασφαλίζεται περαιτέρω με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι, όταν η συναλλαγή έχει ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κυρίους στόχους τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή, το κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει ή να άρει το πλεονέκτημα της αναβολής της φορολογίας. Καθίσταται, επομένως, σαφές από τη συστηματική των άρθρων 8 και 11 ότι λαμβάνεται υπόψη και προστατεύεται το συμφέρον των κρατών μελών όσον αφορά το δικαίωμα φορολογίας όταν πραγματοποιείται η υπεραξία.

43.      Στην παρούσα υπόθεση, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι η ανταλλαγή των μετοχών πραγματοποιήθηκε με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, η A.T. έπρεπε να διαθέσει τις μετοχές κατ’ εφαρμογή (δεσμευτικών) χρηματοπιστωτικών κανόνων της αγοράς. Κατά συνέπεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄.

44.      Πάντως, για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι, ακόμη και αν υπάρχουν αποδείξεις περί καταχρήσεως, η αντίδραση του κράτους μέλους πρέπει να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ενόψει των συγκεκριμένων περιστατικών. Έχει κριθεί ότι ένας γενικός κανόνας ο οποίος αυτομάτως αποκλείει ορισμένες συναλλαγές από το πεδίο εφαρμογής διατάξεων που παρέχουν φορολογικά πλεονεκτήματα βαίνει πέραν αυτού που επιτρέπει η οδηγία (15).

 Το δεύτερο ερώτημα

45.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο ανακύπτει μόνον εάν στο πρώτο ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα 43 και 56 ΕΚ απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικών κανόνων όπως αυτοί των άρθρων 20 και 23 του UmwStG, έστω και αν η «διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας» απαιτείται και στη μεταβίβαση μετοχών σε κεφαλαιουχική εταιρία απεριορίστως υποκείμενη στον φόρο.

46.      Δοθέντος ότι υποστηρίζω ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί σαφώς καταφατική απάντηση, δεν θεωρώ αναγκαίο να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημα.

 Πρόταση

47.      Θεωρώ, επομένως, ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του Bundesfinanzhof θα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Τα άρθρα 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικού φορολογικού κανόνα ο οποίος ορίζει ότι, κατά την εισφορά μετοχών κεφαλαιουχικής εταιρίας της ΕΕ σε άλλη, ο εταίρος της αποκτώμενης εταιρίας μπορεί να διατηρήσει τη λογιστική αξία των εισφερομένων μετοχών μόνον εάν η αποκτώσα εταιρία αποτίμησε η ίδια τις εισφερόμενες μετοχές στη λογιστική τους αξία.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Οδηγία 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (EE 1990 L 225, σ. 1). Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια, αλλά η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μόνον το αρχικό κείμενο στο οποίο αναφέρομαι στις προτάσεις αυτές.


3 – Άρθρο 8, παράγραφος 1, το οποίο εκτίθεται στο σημείο 7 κατωτέρω.


4 – Άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, όπ.π.


5 – Νόμος της 28ης Οκτωβρίου 1994, Bundesgesetzblatt 1994, I, σ. 3267.


6 – Τα άρθρα 20, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 4, του UmwStG αναφέρονται αμφότερα σε «ubernehmende Kapitalgesellschaft». Ενώ η συνήθης αρχική έννοια του όρου «ubernehmen» είναι «αναλαμβάνω», το επίθετο «ubernehmende» χρησιμοποιείται ειδικά στο άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της οδηγίας για να υποδηλώσει τη «λήπτρια» εταιρία –όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στο κείμενο της οδηγίας για συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μεταβιβάσεις ενεργητικού. Το γερμανικό κείμενο του άρθρου 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας χρησιμοποιεί τους όρους «erwerbende Gesellschaft» για την «αποκτώσα εταιρία». Εφόσον η παρούσα προδικαστική παραπομπή αφορά τη φορολογία αποκτώσας εταιρίας στο πλαίσιο ανταλλαγής μετοχών (άρθρο 2, στοιχεία δ΄, και η΄, της οδηγίας), για λόγους σαφήνειας θα χρησιμοποιώ τον όρο «αποκτώσα εταιρία» στις προτάσεις αυτές.


7 – Η Γερμανική Κυβέρνηση για λόγους διευκρινίσεως προσέθεσε τον όρο «[überhnehmende]» πριν από το ουσιαστικό «Kapitalgesellschaft» στο σημείο αυτό και στο τέταρτο εδάφιο, κατά την παράθεση των διατάξεων αυτών στις παρατηρήσεις της.


8 – Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η γερμανική νομοθεσία τροποποιήθηκε με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007, οπότε η διπλή σύνδεση βάσει της λογιστικής αξίας εφαρμόζεται τώρα μόνο στο πλαίσιο της ανταλλαγής μετοχών μεταξύ γερμανικών εταιριών.


9 – Το Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας για διατήρηση της ανωνυμίας στην παρούσα διαδικασία.


10 – Επομένως, η A.T. είναι ο «εταίρος της […] αποκτωμένης εταιρίας» (άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας). Η GmbH είναι η «αποκτώμενη εταιρία» (άρθρο 2, στοιχείο ζ΄), και η γαλλική εταιρία είναι η «αποκτώσα εταιρία» (άρθρο 2, στοιχείο η΄).


11 – Η λογιστική αξία είναι η αξία στην οποία ο εισφέρων αποτίμησε, κατά την εισφορά εις είδος (την ανταλλαγή μετοχών), τα εισφερόμενα στοιχεία του ενεργητικού σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις που αφορούν τον καθορισμό των κερδών (βλ. σημείο 10 ανωτέρω).


12 –      Το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί τους όρους «λήπτρια εταιρία», και «εισφέρον μέρος». Προκειμένου να είμαι συνεπής με την ορολογία της οδηγίας, έχω χρησιμοποιήσει τον όρο «αποκτώσα εταιρία» και «εταίρος της αποκτώμενης εταιρίας» στις προτάσεις αυτές (βλ. υποσημείωση 10).


13 – Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-28/95, Leur-Bloem (Συλλογή 1997, σ. I-4161, σκέψη 36), και απόφαση της 5ης Ιουλίου 2007, C-321/05, Kofoed (Συλλογή 2007, σ. I-05795, σκέψη 30).


14 – Βλ. Kofoed, παρατεθείσα στην υποσημείωση 14 ανωτέρω, σκέψεις 24 και 35.


15 – Βλ. Leur Bloem, παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 43 έως 48.