Υπόθεση C-182/08
Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG
κατά
Finanzamt München II
(αίτηση του Bundesfinanzhof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Αγορά εταιρικών μεριδίων κεφαλαιουχικής εταιρίας – Προϋποθέσεις προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό της βάσεως επιβολής φόρου στον αγοραστή, η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 52 και 73 B (νυν άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ)]
2. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εισοδήματος εταιριών
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 73 B (νυν άρθρο 56 ΕΚ)]
1. Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση επιβολής του φόρου ενός κατοίκου ημεδαπής υποκειμένου στον φόρο, εφόσον αυτός έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ενώ, σε περίπτωση αγοράς μεριδίων από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή, πρέπει να εξετάζεται μόνον υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι σκοπός της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως είναι να εμποδίζει τους κατοίκους αλλοδαπής κατόχους μεριδίων να τυγχάνουν αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος, το οποίο απορρέει άμεσα από τις μεταβιβάσεις μεριδίων που πραγματοποιούνται ιδίως με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση του εν λόγω πλεονεκτήματος και όχι προς τον σκοπό ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή συνεπεία της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι η πτυχή της ρυθμίσεως αυτής η οποία αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων υπερισχύει της σχετικής με την ελευθερία εγκαταστάσεως. Συνεπώς, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση έχει περιοριστικά αποτελέσματα σε βάρος της ελευθερίας εγκαταστάσεως, τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν την αναπόφευκτη συνέπεια ενός ενδεχομένου εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και δεν δικαιολογούν, επομένως, την αυτοτελή εξέταση της εν λόγω νομοθεσίας υπό το πρίσμα του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 50-52)
2. Το άρθρο 73 B της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση επιβολής του φόρου ενός κατοίκου ημεδαπής υποκειμένου στον φόρο, εφόσον αυτός έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ενώ, σε περίπτωση αγοράς των μεριδίων αυτών από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή. Η διαπίστωση αυτή ισχύει στις περιπτώσεις που μια τέτοια ρύθμιση δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και για την πρόληψη των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν αυτή η κανονιστική ρύθμιση περιορίζεται στο αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο.
.Η χορήγηση, στον κάτοικο ημεδαπής υποκείμενο στον φόρο, της δυνατότητας να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που αφορούν την ανωτέρω μερική απόσβεση, αποκλειστικώς και μόνον σε περίπτωση αγοράς μεριδίων από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων καθιστά βεβαίως τα μερίδια τα οποία κατέχουν οι κάτοικοι αλλοδαπής λιγότερο ελκυστικά και, κατά συνέπεια, μπορεί να αποτρέψει τον εν λόγω κάτοικο ημεδαπής υποκείμενο στον φόρο από την αγορά τους. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί επίσης να αποτρέψει τους κατοίκους αλλοδαπής επενδυτές από την αγορά μεριδίων στην εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία και να αποτελέσει κατά τον τρόπο αυτόν εμπόδιο για την εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας εξεύρεση κεφαλαίων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη, οπότε τέτοια κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 73 B της Συνθήκης.
Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν αντικατοπτρίζει αντικειμενική διαφορά καταστάσεων των ημεδαπών φορέων μεριδίων διότι, όσον αφορά τις ζημίες που απορρέουν από τη μερική απόσβεση των μεριδίων κεφαλαίου μια εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας, οι εν λόγω κάτοχοι μεριδίων βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση είτε πρόκειται περί των μεριδίων που αγόρασαν από κάτοικο ημεδαπής είτε πρόκειται περί των μεριδίων που αγόρασαν από κάτοικο αλλοδαπής. Συγκεκριμένα, η διανομή κερδών μειώνει την αξία ενός εταιρικού μεριδίου είτε αυτό πωλήθηκε προηγουμένως από κάτοικο ημεδαπής είτε από κάτοικο αλλοδαπής και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αυτή τη μείωση αξίας υφίσταται ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων.
Εξάλλου, ελλείψει αμέσου συνδέσμου μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος πλήρους συμψηφισμού. Συναφώς, ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων ο οποίος έχει αγοράσει τα εν λόγω μερίδια από κάτοικο αλλοδαπής υφίσταται τα μειονεκτήματα που απορρέουν από την ως άνω κανονιστική ρύθμιση. Για τον εν λόγω κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η αδυναμία εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη του, των ζημιών που αφορούν τη μερική απόσβεση των μεριδίων που αυτός κατέχει στην εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία, όταν η μείωση της αξίας των μεριδίων απορρέει από τη διανομή του κέρδους, δεν αντισταθμίζεται από κανένα φορολογικό πλεονέκτημα.
Ωστόσο, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη διατηρήσεως μιας ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών, διότι οι άλλες πράξεις, πλην της διανομής μερισμάτων, οι οποίες παρέχουν στον κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων τη δυνατότητα να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα από οικονομικής απόψεως, ως εάν του είχε χορηγηθεί το ευεργέτημα της πιστώσεως φόρου επί του φόρου εισοδήματος εταιριών, θα μπορούσαν εξίσου να διακυβεύουν τη δυνατότητα του κράτους εγκαταστάσεως της εν λόγω εταιρίας να ασκεί το δικαίωμά του φορολογήσεως εισοδήματος που απορρέει από οικονομική δραστηριότητα ασκούμενη στο έδαφός του. Αυτή η κανονιστική ρύθμιση, περιορίζοντας το δικαίωμα του νέου, κατοίκου ημεδαπής, κατόχου μεριδίων να εκπίπτει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που οφείλονται στη μείωση της αξίας των οικείων εταιρικών μεριδίων, κατά το μέτρο που οι ζημίες αυτές δεν υπερβαίνουν ένα δεσμευμένο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς την οποία κατέβαλε ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων και της ονομαστικής αξίας των μεριδίων, είναι ικανή να προλαμβάνει πρακτικές που έχουν ως μοναδικό σκοπό να τύχει ο κάτοικος αλλοδαπής κάτοχος των μεριδίων πιστώσεως φόρου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία. Εξάλλου, η απορρέουσα από τον εν λόγω περιορισμό αύξηση της βάσεως επιβολής φόρου του νέου, κατοίκου ημεδαπής, κατόχου μεριδίων σκοπεί στην αποφυγή της μεταφοράς των κανονικώς φορολογητέων στη οικείο κράτος μέλος εσόδων, ως μέρους της υπεραξίας την οποία αποκόμισε ο κάτοικος αλλοδαπής πρώην κάτοχος των μεριδίων, ίσης προς την αδικαιολογήτως χορηγηθείσα πίστωση φόρου, χωρίς να φορολογηθούν στο εν λόγω κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, μια τέτοια ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών της διατηρήσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και της αποτροπής των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η αποκόμιση φορολογικού πλεονεκτήματος.
Ωστόσο, πρέπει να εξακριβωθεί αν μια τέτοια ρύθμιση βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών μέτρου. Συναφώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν, κατά το μέτρο που ο υπολογισμός του δεσμευμένου ποσού στηρίζεται στο κόστος αγοράς των οικείων μεριδίων, οι συνέπειες της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως υπερβαίνουν αυτές που είναι αναγκαίες για να διασφαλισθεί ότι δεν χορηγείται αδικαιολογήτως στον κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων ποσό ίσο προς την πίστωση φόρου. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται τα εταιρικά μερίδια να μεταβιβασθούν σε υψηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία τους για διαφορετικούς λόγους και όχι προκειμένου να τύχει ο κάτοχος των μεριδίων πιστώσεως φόρου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία ή, εν πάση περιπτώσει, τα μη διανεμηθέντα κέρδη καθώς και η δυνατότητα εισπράξεως πιστώσεως φόρου αφορώσας τα εν λόγω μερίδια να αποτελούν απλώς και μόνον ένα από τα συστατικά στοιχεία της τιμής πωλήσεώς τους. Εξάλλου, ο συνυπολογισμός του δεσμευμένου ποσού και η αύξηση της βάσεως επιβολής φόρου του κατοίκου ημεδαπής κατόχου μεριδίων έχουν συνέπειες και για άλλους φόρους στους οποίους υπόκειται ο εν λόγω κάτοχος μεριδίων και, ιδίως, όσον αφορά τον υπολογισμό του επαγγελματικού φόρου τον οποίο αυτός οφείλει, συνέπειες οι οποίες βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση.
Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει επίσης αν η εφαρμογή του περιορισμού του συνυπολογισμού της μειώσεως της αξίας των εταιρικών μεριδίων, λόγω της διανομής μερισμάτων, από το έτος αγοράς των εν λόγω εταιρικών μεριδίων και κατά τα εννέα επόμενα έτη, όπως προβλέπει η κανονιστική ρύθμιση, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση αυτή. Τέλος, προκειμένου μέτρο που επιδιώκει σκοπό συνιστάμενο στην αποτροπή των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος, να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να προβαίνει σε κατά περίπτωση εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, βασιζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την καταχρηστική ή συνιστώσα απάτη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων προσώπων.
Κατά το μέτρο που η κανονιστική ρύθμιση δεν καθιστά δυνατό τον περιορισμό της εφαρμογής της στις αμιγείς μεθοδεύσεις, οι οποίες καθορίζονται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, αλλά αφορά όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο κάτοικος ημεδαπής υποκείμενος στον φόρο έχει αγοράσει μερίδια κεφαλαίου εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων σε τιμή η οποία, για οποιονδήποτε λόγο, υπερβαίνει την ονομαστική αξία των ως άνω εταιρικών μεριδίων, τα αποτελέσματα της ρυθμίσεως αυτής βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της προλήψεως των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος.
(βλ. σκέψεις 56-59, 73-74, 78, 80-81, 84, 88, 91-94, 96-102 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 17ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)
«Ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Αγορά εταιρικών μεριδίων κεφαλαιουχικής εταιρίας – Προϋποθέσεις προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό της βάσεως επιβολής φόρου στον αγοραστή, η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων»
Στην υπόθεση C-182/08,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης
Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG
κατά
Finanzamt München II,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή) και J.-J. Kasel, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Y. Bot
γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Απριλίου 2009,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG., εκπροσωπούμενη από τους H.-M. Pott και T. Englert, Rechtsanwälte,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και C. Blaschke,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και W. Mölls,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 2009,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 56 ΕΚ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG, ετερόρρυθμης εταιρίας γερμανικού δικαίου, της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, και του Finanzamt München II (στο εξής: Finanzamt), όσον αφορά τον καθορισμό των κερδών της εταιρίας αυτής για τα έτη 1995 έως 1998.
Το νομικό πλαίσιο
Η εθνική κανονιστική ρύθμιση
3 Στο πλαίσιο του συστήματος φορολογήσεως που καλείται σύστημα «πλήρους συμψηφισμού», το οποίο ίσχυε στη Γερμανία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προς αποτροπή της διπλής φορολογίας των κερδών που διανέμουν οι εγκατεστημένες στη Γερμανία εταιρίες προς τους υποκειμένους στον φόρο που κατοικούν στη Γερμανία, τα άρθρα 36, παράγραφος 2, σημείο 3, του νόμου περί του φόρου εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, στο εξής: EStG) και 49 του νόμου περί του φόρου εισοδήματος εταιριών Körperschaftsteuergesetz, στο εξής: KStG), προέβλεπαν την παροχή στους εν λόγω υποκειμένους στον φόρο του δικαιώματος να συμψηφίζουν ολόκληρο τον φόρο εισοδήματος εταιριών που είχαν καταβάλει οι διανέμουσες εταιρίες με τον φόρο εισοδήματός τους φυσικών προσώπων ή εταιριών.
4 Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του EStG, το δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών το οποίο είχε ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων μετατρεπόταν σε δικαίωμα επιστροφής, κατά το μέτρο που η φορολογική του οφειλή ήταν χαμηλότερη από τον παρακρατηθέντα φόρο εισοδήματος εταιριών επί του διανεμόμενου ποσού. Από το άρθρο 20, παράγραφος 1, σημείο 3, του EStG προέκυπτε ότι το δικαίωμα αυτό εθεωρείτο μέρος των εισοδημάτων.
5 Αν τα μερίδια κεφαλαίου νομικού προσώπου τα οποία κατείχε ο κάτοικος ημεδαπής υποκείμενος στον φόρο αποτελούσαν μέρος του δικού του κεφαλαίου κινήσεως, αυτός μπορούσε να μειώσει, κατά τον χρόνο εισπράξεως του μερίσματος, την αξία των μεριδίων στον φορολογικό του ισολογισμό, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 1, του EStG. Λόγος αυτής της μειώσεως της αξίας, της περιγραφόμενης ως «απόσβεση της μερικής αξίας των μεριδίων» ήταν ότι η διανομή μερίσματος συνιστά υποκατάσταση στοιχείων του ενεργητικού. Ως εκ τούτου, η αξία του μεριδίου μειωνόταν κατά το ισόποσο των σχετικών με το μερίδιο αυτό διανεμηθέντων κερδών.
6 Κατά συνέπεια, τα διανεμόμενα ακαθάριστα κέρδη, στα οποία περιλαμβανόταν το προβλεπόμενο στο άρθρο 36 του EStG δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών, και η αντίστοιχη απόσβεση της μερικής αξίας του μεριδίου αντιπροσώπευαν κατά κανόνα το ίδιο ποσό και αντισταθμίζονταν αμοιβαίως.
7 Για τον λόγο αυτόν, τα διανεμόμενα κέρδη εν τέλει δεν προσπόριζαν εισόδημα. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε φορολογική οφειλή αντιστοιχούσα στην πίστωση φόρου, η οποία αποτελούσε μέρος των εσόδων που γεννούσε η διανομή κερδών. Επομένως, αν ο υποκείμενος στον φόρο δεν είχε, κατά τη διάρκεια του οικείου έτους, άλλα έσοδα, η πίστωση φόρου μετατρεπόταν σε δικαίωμα επιστροφής.
8 Η εκ της πωλήσεως των μεριδίων υπεραξία, η οποία συνίσταται στο ποσό κατά το οποίο η τιμή πωλήσεως υπερβαίνει την ονομαστική αξία των μεριδίων, αποτελούσε εισόδημα, υπό την έννοια της φορολογικής νομοθεσίας και υπέκειτο, ως προς τους κατοίκους ημεδαπής υποκειμένους στο φόρο, στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 17 του EStG, ή στον φόρο εισοδήματος εταιριών, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του KStG.
9 Όσον αφορά τους κατοίκους αλλοδαπής υποκειμένους στον φόρο, τα προερχόμενα από τη διανομή κερδών των εγκατεστημένων στην ημεδαπή εταιριών εισοδήματά τους καθώς και τα κέρδη τους από την πώληση μεριδίων που κατείχαν σε τέτοιες εταιρίες δεν υπέκειντο στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων ή στον φόρο εισοδήματος των γερμανικών εταιριών.
10 Οι κάτοικοι αλλοδαπής υποκείμενοι στον φόρο δεν μπορούσαν ωσαύτως να αξιώσουν την εφαρμογή, στα κέρδη που τους διένειμαν οι εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες, του συστήματος πλήρους συμψηφισμού και, επομένως, δεν μπορούσαν να τύχουν πιστώσεως φόρου μέχρι του ποσού του φόρου που κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή διανέμουσα εταιρία.
11 Το άρθρο 50c, παράγραφοι 1 και 4, του EStG, ως είχε κατόπιν της εκδόσεως του νόμου περί της βελτιώσεως των όρων φορολογίας προς ενίσχυση της ελκυστικότητας της Γερμανίας ως τόπου εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς [Gesetz zur Verbesserung der steuerlichen Bedingungen zur Sicherung des Wirtschaftsstandorts Deutschland im Europäischen Binnenmarkt (Standortsicherungsgesetz)], της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 (BGBl. 1993 I, σ. 1569), προέβλεπε τα εξής:
«1) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών και αγοράζει από κάτοχο εταιρικών μεριδίων μη έχοντα τέτοιο δικαίωμα συμψηφισμού μερίδιο σε κεφαλαιουχική εταιρία […] η οποία υπέχει πλήρη φορολογική υποχρέωση […], δεν μπορεί να συνεκτιμήσει, κατά τον υπολογισμό των κερδών, τις μειώσεις κερδών που προκύπτουν
1. από τον συνυπολογισμό της χαμηλότερης μερικής αξίας ή
2. από τη μεταβίβαση ή την ανάληψη της μερίδας εταιρικής συμμετοχής,
κατά το έτος αγοράς ή εντός κάποιου από τα εννέα επόμενα έτη, εφόσον αυτός ο συνυπολογισμός της χαμηλότερης μερικής αξίας ή κάθε άλλη μείωση των κερδών απορρέει μόνον από διανομή κερδών ή από μεταφορές κερδών προς εκτέλεση συμφωνιών ελέγχου, οι δε μειώσεις κερδών δεν υπερβαίνουν συνολικώς το δεσμευμένο ποσό, υπό την έννοια της παραγράφου 4.
[…]
4) Το δεσμευμένο ποσό αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της ονομαστικής αξίας του μεριδίου. […]»
12 Ο νόμος περί τροποποιήσεως του συστήματος φορολογίας των μετατροπών εταιριών (Gesetz zur Änderung des Umwandlungssteuerrechts), της 28ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 3267, στο εξής: UmwStG), εισήγαγε στο γερμανικό δίκαιο τη δυνατότητα μετατροπής μιας κεφαλαιουχικής σε προσωπική εταιρία με παράλληλη διατήρηση της φορολογικής αξίας των μεταβιβαζομένων παγίων στοιχείων του ενεργητικού, χωρίς να θεωρείται ότι αποκομίζονται οι λανθάνουσες υπεραξίες.
13 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του UmwStG, αν η περιουσία μιας εταιρίας μεταβιβαζόταν σε προσωπική εταιρία κατόπιν της τροποποιήσεως της νομικής μορφής της, το κέρδος ή η ζημία που συνεπαγόταν η ανάληψη περιουσιακών στοιχείων από τη νέα εταιρία καθοριζόταν σε επίπεδο προσωπικής εταιρίας, συγκρινομένης της αξίας στην οποία έπρεπε να αναληφθούν τα μεταβιβαζόμενα πάγια στοιχεία του ενεργητικού και της λογιστικής αξίας των μεριδίων του κεφαλαίου της απορροφώμενης εταιρίας. Κατά το άρθρο 14 του UmwStG, το ίδιο ίσχυε σε περίπτωση που μια εταιρία μετατρεπόταν σε προσωπική εταιρία.
14 Το κέρδος ή η ζημία που προέκυπτε από την ανάληψη αυτή περιουσιακών στοιχείων («πρώτη βαθμίδα») έπρεπε, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του UmwStG, να προσαυξάνεται ή να μειώνεται κατά τον συμψηφιστέο δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του UmwStG φόρο εισοδήματος εταιριών και κατά το δεσμευμένο υπό την έννοια του άρθρου 50c του EStG ποσό, στο μέτρο που τα μερίδια του κεφαλαίου της απορροφώμενης εταιρίας αποτελούσαν μέρος, κατά την ημερομηνία της από πλευράς φορολογικού δικαίου μεταβιβάσεως, της περιουσίας της απορροφώσας προσωπικής εταιρίας.
15 Αν εξακολουθούσε να υφίσταται ζημία λόγω της αναλήψεως («δεύτερο στάδιο»), η αξία των μεταβιβασθέντων υλικών και αΰλων αγαθών έπρεπε να προσαυξηθεί μέχρι του ποσού της μερικής αξίας τους. Αν εξακολουθούσε να υφίσταται ζημία, αυτή αφαιρούνταν από τα κέρδη της απορροφώσας προσωπικής εταιρίας, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του UmwStG.
16 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του UmwStG όριζε τα εξής:
«Ο φόρος εισοδήματος εταιριών που αναλογεί στα κλάσματα του ιδίου κεφαλαίου του απορροφώμενου νομικού προσώπου, υπό την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του [KStG], τα οποία μπορούν να επηρεαστούν από τις διανομές κερδών πρέπει να συμψηφισθεί, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, με τον φόρο εισοδήματος ή τον φόρο εισοδήματος εταιριών που πρέπει να καταβάλουν οι κάτοχοι των μεριδίων της απορροφώσας προσωπικής εταιρίας ή με τον φόρο εισοδήματος του απορροφώντος φυσικού προσώπου.»
Η σύμβαση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας
17 Η σύμβαση της 26ης Νοεμβρίου 1964, μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, περί αποφυγής της διπλής φορολογήσεως και περί αποτροπής της φοροαποφυγής (BGBl 1966 II, σ. 358), ορίζει, στο άρθρο της III, παράγραφος 1, ότι «τα εμπορικά και βιομηχανικά κέρδη μιας επιχειρήσεως σε μια από τις επικράτειες φορολογούνται μόνον εντός της επικράτειας αυτής, εκτός αν η επιχείρηση ασκεί, εντός της άλλης επικράτειας, βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα μέσω σταθερής εγκαταστάσεως ευρισκόμενης στην επικράτεια αυτή».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
18 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης συνεστήθη στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ομίλου Glaxo Wellcome, κατόπιν της μετατροπής, διά της μεταβολής νομικής μορφής, την 1η Ιουλίου 1995, της Glaxo Wellcome GmbH (στο εξής: GW GmbH), εταιρίας περιορισμένης ευθύνης γερμανικού δικαίου.
19 Τα στάδια της αναδιαρθρώσεως του ομίλου Glaxo Wellcome μπορούν να περιγραφούν ως εξής.
20 Στις 26 Ιουνίου 1995, η εταιρία γερμανικού δικαίου Verwaltungs GmbH (στο εξής: GV GmbH), η οποία κατείχε ήδη το 95 % των μεριδίων της GW GmbH, αγόρασε από την Glaxo Group Limited (στο εξής: GG Ltd), την εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο μητρική της εταιρία, το 5 % των μεριδίων της GW GmbH και κατέστη η μόνη μητρική εταιρία της τελευταίας αυτής εταιρίας.
21 Στις 27 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου 1995, η GW GmbH και στη συνέχεια η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αγόρασαν το σύνολο των μεριδίων της Wellcome GmbH (στο εξής: W GmbH). Οι εταιρίες που μεταβίβασαν τα εν λόγω μερίδια είναι η GG Ltd, η οποία κατείχε το 99,98 % των μεριδίων της W GmbH, και η Burroughs Wellcome Ltd, μητρική εταιρία της GG Ltd, η οποία κατείχε το 0,02 % των εν λόγω μεριδίων.
22 Με σύμβαση συγχωνεύσεως της 25ης Αυγούστου 1995, η W GmbH απορροφήθηκε αναδρομικώς στις 29 Ιουνίου 1995 από τη μοναδική κάτοχο μεριδίων της, την GW GmbH.
23 Στις 30 Ιουνίου 1995, η GV GmbH πώλησε το 1 % των μεριδίων της GW GmbH τα οποία κατείχε στη Seftonpharm GmbH, την οποία έλεγχε κατά 100 %.
24 Την 1η Ιουλίου 1995, η GW GmbH μετατράπηκε σε ετερόρρυθμη εταιρία γερμανικού δικαίου και έκτοτε φέρει την ονομασία Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG.
25 Κατά την ημερομηνία της μετατροπής αυτής, η αξία των μεριδίων της GW GmbH που αναγραφόταν στον ισολογισμό της GV GmbH (περιλαμβανομένης της Seftonpharm GmbH) εκτιμήθηκε σε 500 εκατομμύρια DEM. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, της UmwStG, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπολόγισε ζημία λόγω αναλήψεως περιουσιακών στοιχείων, ύψους 328 096 563 γερμανικών μάρκων (DEM), λαμβάνοντας υπόψη, δυνάμει του άρθρου 50c του EStG, το δεσμευμένο ποσό των 22 887 706 DEM που προήλθε από την αγορά του 5 % των μεριδίων της GW GmbH από την GG Ltd που τα κατείχε.
26 Το Finanzamt εκτίμησε ότι η εκ μέρους της GV GmbH αγορά, από την GG Ltd, εταιρικών μεριδίων της GW GmbH δεν ήταν η μόνη πράξη που προκάλεσε την επιβάρυνση των αγορασθέντων μεριδίων με δεσμευμένο ποσό. Κατά το Finanzamt, και τα μερίδια της W GmbH τα οποία αγόρασε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης από την GG Ltd και από την Burroughs Wellcome Ltd βαρύνονταν με δεσμευμένο ποσό ύψους 322 565 500 DEM. Κατόπιν της απορροφήσεως της W GmbH από την GW GmbH, το δεύτερο αυτό δεσμευμένο ποσό δεν αποσβέσθηκε, αλλά μεταφέρθηκε στα μερίδια της GW GmbH τα οποία κατείχε η GV GmbH. Συνεπώς, κατά το Finanzamt, η ζημία λόγω αναλήψεως περιουσιακών στοιχείων που οφειλόταν στη μεταβολή της νομικής μορφής της GW GmbH μειώθηκε, λαμβανομένων υπόψη των δεσμευμένων ποσών, σε 5 531 063 DEM.
27 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης διαφωνεί με το Finanzamt, κατ’ ουσίαν, ως προς το ζήτημα αν η ζημία την οποία σημείωσε η GW GmbH λόγω της ως άνω απορροφήσεως μειώνεται κατά το δεσμευμένο ποσό, υπό την έννοια του άρθρου 50c του EStG, το οποίο προήλθε από την εκ μέρους της GW GmbH αγορά εταιρικών μεριδίων της W GmbH.
28 Αφού η προσφυγή της προσφεύγουσας της κύριας δίκης ευδοκίμησε συναφώς ενώπιον του Finanzgericht München, το Finanzamt υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Bundesfinanzhof.
29 Αντιθέτως προς όσα έκρινε το Finanzgericht München, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, βάσει του γερμανικού δικαίου και μόνον, η εν λόγω ζημία πρέπει να μειωθεί κατά το δεσμευμένο ποσό που προήλθε από την εκ μέρους της GW GmbH αγορά εταιρικών μεριδίων της W GmbH.
30 Ωστόσο, κατά το Bundesfinanzhof, η νομιμότητα του συνυπολογισμού του δεσμευμένου ποσού σύμφωνα με το άρθρο 50c του EStG είναι αμφίβολη υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι ο υποκείμενος στον φόρο τυγχάνει διαφορετικής μεταχειρίσεως αναλόγως του αν αγοράζει τα εταιρικά μερίδια από κάτοχο μεριδίων τυγχάνοντα πιστώσεως φόρου ή από κάτοχο μεριδίων μη τυγχάνοντα τέτοιας πιστώσεως.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει στο άρθρο 52 […] ή στο άρθρο 73Β […] της Συνθήκης η κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία, στο πλαίσιο εθνικού συστήματος συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών, η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση υπολογισμού του φόρου, στην περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος τυγχάνει πιστώσεως του φόρου εισοδήματος εταιριών αγοράζει, από κάτοχο μεριδίων μη τυγχάνοντα της ως άνω πιστώσεως, μερίδια κεφαλαιουχικής εταιρίας υπέχουσας πλήρη φορολογική υποχρέωση, ενώ, στην περίπτωση αγοράς μεριδίων από κάτοχο μεριδίων τυγχάνοντα πιστώσεως φόρου, μια τέτοια μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
32 Κατ’ αρχάς, σημειωτέον ότι, σύμφωνα με όσα επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, κατά γενικό κανόνα οι κάτοικοι αλλοδαπής κάτοχοι μεριδίων υποβάλλονταν στη Γερμανία σε περιορισμένη μόνο φορολογική υποχρέωση και δεν είχαν δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών. Συνεπώς, το άρθρο 50c του EStG είχε κυρίως εφαρμογή επί της μεταβιβάσεως μεριδίων κεφαλαίου μιας εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας, η οποία κατά συνέπεια υπείχε πλήρη φορολογική υποχρέωση, σε κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, ο οποίος κατά συνέπεια είχε δικαίωμα τέτοιου συμψηφισμού, από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ο οποίος επομένως δεν είχε δικαίωμα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό.
33 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να εννοηθεί υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 52 ή 73 B της Συνθήκης απαγορεύουν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση επιβολής του φόρου ενός κατοίκου ημεδαπής υποκειμένου στον φόρο, εφόσον αυτός έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ενώ, σε περίπτωση αγοράς των μεριδίων αυτών από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή.
34 Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη πρέπει πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer, Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψη 29, της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 40, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 36, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-379/05, Amurta, Συλλογή 2007, σ. I-9569, σκέψη 16).
35 Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημά του υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 52 όσο και του άρθρου 73 Β της Συνθήκης, πρέπει να καθοριστεί προηγουμένως αν και σε ποιο βαθμό εθνική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης μπορεί να επηρεάσει τις ελευθερίες τις οποίες διασφαλίζουν τα άρθρα αυτά.
Επί της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ελευθερίας
36 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να κριθεί αν εθνική νομοθετική ρύθμιση εμπίπτει σε κάποια από τις ελευθερίες κυκλοφορίας, από πάγια πλέον νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, C-157/05, Holböck, Συλλογή 2007, σ. I-4051, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι το Δικαστήριο εξετάζει το επίμαχο μέτρο, κατ’ αρχήν, υπό το πρίσμα μίας μόνον από τις δύο αυτές ελευθερίες, εάν προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μία από τις ελευθερίες αυτές είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να συνενωθεί με αυτήν (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-452/04, Fidium Finanz, Συλλογή 2006, σ. I-9521, σκέψη 34).
38 Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, αν η αγορά, εκ μέρους κατοίκου ημεδαπής, μεριδίων κεφαλαίου εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, όπως η αγορά την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστά κίνηση κεφαλαίων, υπό την έννοια του άρθρου 73 B της Συνθήκης.
39 Δεδομένου ότι η Συνθήκη δεν ορίζει την έννοια των «κινήσεων κεφαλαίων», το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η ονοματολογία που αποτελεί παράρτημα της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης [καταργηθέντος με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ] (ΕΕ L 178, σ. 5), έχει ενδεικτική αξία, ακόμη και αν υιοθετήθηκε βάσει των άρθρων 69 και 70, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (τα άρθρα 67 έως 73 της Συνθήκης ΕΟΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 73 B έως 73 Ζ της Συνθήκης ΕΚ, νυν άρθρα 56 ΕΚ έως 60 ΕΚ), εξυπακουομένου ότι, σύμφωνα με το εισαγωγικό κείμενο της ονοματολογίας, η απαρίθμηση στην οποία προβαίνει δεν είναι εξαντλητική (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-513/03, van Hilten-van der Heijden, Συλλογή 2006, σ. I-1957, σκέψη 39, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-386/04, Centro di Musicologia Walter Stauffer, Συλλογή 2006, σ. I-8203, σκέψη 22, της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-11/07, Eckelkamp κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-6845, σκέψη 38, καθώς και της 27ης Ιανουαρίου 2009, C-318/07, Persche, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24).
40 Συνιστούν, συνεπώς, κινήσεις κεφαλαίων κατά το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, ΕΚ, μεταξύ άλλων, οι άμεσες επενδύσεις υπό μορφή αναλήψεως συμμετοχής σε μια επιχείρηση διά της κατοχής μετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείρισή της και τον έλεγχό της (οι λεγόμενες «άμεσες» επενδύσεις) καθώς και η απόκτηση τίτλων στην αγορά κεφαλαίων επιχειρούμενη με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως (οι λεγόμενες επενδύσεις «χαρτοφυλακίου») (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 1999, C-222/97, Trummer και Mayer, Συλλογή 1999, σ. I-1661, σκέψη 21, της 4ης Ιουνίου 2002, C-483/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I-4781, σκέψεις 36 και 37, της 13ης Μαΐου 2003, C-98/01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2003, σ. I-4641, σκέψεις 39 και 40, καθώς και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-282/04 και C-283/04, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2006, σ. I-9141, σκέψη 19).
41 Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκ μέρους κατοίκου αλλοδαπής μετόχου μεταπώληση μετοχών στην εγκατεστημένη στην ημεδαπή εκδούσα εταιρία συνιστά κίνηση κεφαλαίου, υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 88/361 και της ονοματολογίας της κινήσεως κεφαλαίων που περιέχεται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-265/04, Bouanich, Συλλογή 2006, σ. I-923, σκέψη 29).
42 Συγκεκριμένα, κατά την τέταρτη περίπτωση του δευτέρου εδαφίου του παραρτήματος Ι της οδηγίας 88/361, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων περιλαμβάνει τις πράξεις ρευστοποιήσεως ή μεταβιβάσεως των συσταθέντων στοιχείων του ενεργητικού.
43 Επομένως, η μεταβίβαση μεριδίων του κεφαλαίου εγκατεστημένων στην ημεδαπή εταιριών εκ μέρους κατοίκων αλλοδαπής επενδυτών συνιστά κίνηση κεφαλαίων, υπό την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας καθώς και της ονοματολογίας των κινήσεων κεφαλαίων που περιέχεται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής.
44 Κατά συνέπεια, καίτοι δεν γίνεται ρητή μνεία της αγοράς, εκ μέρους κατοίκου αλλοδαπής, μεριδίων κεφαλαίου εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, όπως επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, στην ονοματολογία της κινήσεως κεφαλαίων που περιέχεται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361, η πράξη αυτή αποτελεί κίνηση κεφαλαίου, υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
45 Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 52 της Συνθήκης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία το άρθρο αυτό αναγνωρίζει στους κοινοτικούς υπηκόους και η οποία συνεπάγεται γι’ αυτούς την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που καθορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους, περιλαμβάνει, για τις εταιρίες που έχουν συσταθεί κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο οικείο κράτος μέλος μέσω θυγατρικής εταιρίας, υποκαταστήματος ή πρακτορείου (αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-471/04, Keller Holding, Συλλογή 2006, σ. Ι-2107, σκέψη 29, Centro di Musicologia Walter Stauffer, προπαρατεθείσα, σκέψη 17, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-451/05, ELISA, Συλλογή 2007, σ. I-8251, σκέψη 62).
46 Η έννοια της εγκαταστάσεως κατά τη Συνθήκη είναι πολύ ευρεία και εμπεριέχει τη δυνατότητα του κοινοτικού υπηκόου να συμμετέχει, με σταθερό και συνεχή τρόπο, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους καταγωγής του και να αποκομίζει εντεύθεν οφέλη, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση στο εσωτερικό της Κοινότητας όσον αφορά τον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Centro di Musicologia Walter Stauffer, σκέψη 18, και ELISA, σκέψη 63).
47 Κατά πάγια νομολογία, εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως οι διατάξεις εθνικής νομοθεσίας που έχουν εφαρμογή επί της συμμετοχής υπηκόου κράτους μέλους στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης εντός άλλου κράτους μέλους, κατά τρόπον ώστε η συμμετοχή αυτή να του παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας και να καθορίζει τις δραστηριότητές της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C-251/98, Baars, Συλλογή 2000, σ. I-2787, σκέψη 22, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα, σκέψη 31, της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, Συλλογή 2007, σ. I-2107, σκέψη 27, καθώς και της 17ης Ιουλίου 2008, C-207/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 60).
48 Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, μια από τις περιπτώσεις που εξετάζονται για την εφαρμογή της επίμαχης στην κύρια δίκη κανονιστικής ρυθμίσεως είναι η περίπτωση κατά την οποία ο κάτοικος αλλοδαπής κάτοχος μεριδίων ελέγχει πλείονες εγκατεστημένες στη Γερμανία θυγατρικές και μεταβιβάζει τα μερίδια που κατέχει σε μία από αυτές προς μία άλλη από τις ελεγχόμενες θυγατρικές.
49 Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως δεν εξαρτάται από τον αριθμό των μεριδίων τα οποία μεταβιβάζει ο κάτοικος ημεδαπής και δεν περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες ο κάτοχος των μεριδίων μπορεί να ασκεί αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της οικείας εταιρίας και να καθορίζει τις δραστηριότητές της
50 Επιπλέον, δεδομένου ότι σκοπός της επίμαχης στην κύρια δίκη κανονιστικής ρυθμίσεως είναι να εμποδίζει τους κατοίκους αλλοδαπής κατόχους μεριδίων να τυγχάνουν αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος, το οποίο απορρέει άμεσα από τις μεταβιβάσεις μεριδίων που πραγματοποιούνται ιδίως με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση του εν λόγω πλεονεκτήματος και όχι προς τον σκοπό ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή συνεπεία της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι η πτυχή της ρυθμίσεως αυτής η οποία αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων υπερισχύει της σχετικής με την ελευθερία εγκαταστάσεως.
51 Συνεπώς, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση έχει περιοριστικά αποτελέσματα σε βάρος της ελευθερίας εγκαταστάσεως, τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν την αναπόφευκτη συνέπεια ενός ενδεχομένου εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και δεν δικαιολογούν, επομένως, την αυτοτελή εξέταση της εν λόγω νομοθεσίας υπό το πρίσμα του άρθρου 52 της Συνθήκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-36/02, Omega, Συλλογή 2004, σ. I-9609, σκέψη 27, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα, σκέψη 33, Fidium Finanz, προπαρατεθείσα, σκέψη 48, καθώς και Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).
52 Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση πρέπει να εξετασθεί μόνον υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων
53 Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση συνεπάγεται ότι, εφόσον κάτοικος ημεδαπής φορολογούμενος έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η μείωση της αξίας των εν λόγω εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν θίγει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή, ενώ, σε περίπτωση αγοράς τέτοιων μεριδίων από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή.
54 Αυτός ο περιορισμός του συνυπολογισμού της μειώσεως της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων ισχύει από το έτος της αγοράς των εν λόγω εταιρικών μεριδίων και για τα εννέα επόμενα έτη και αφορά αποκλειστικώς και μόνον τις μειώσεις κερδών που απορρέουν από πράξη διανομής ή μεταφοράς κερδών προς εκτέλεση συμφωνίας ελέγχου και καθόσον οι μειώσεις κερδών δεν υπερβαίνουν ορισμένο ποσό καλούμενο «δεσμευμένο ποσό».
55 Αυτό το δεσμευμένο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς την οποία κατέβαλε ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων και της ονομαστικής αξίας των μεριδίων, βαρύνει κατά τον τρόπο αυτόν τα εταιρικά μερίδια που μεταβιβάζει κάτοικος αλλοδαπής, αναιρώντας κατ’ ουσίαν τα αποτελέσματα της μερικής αποσβέσεως των μεριδίων η οποία απορρέει από τη διανομή του κέρδους.
56 Η δυνατότητα ενός υποκειμένου στον φόρο να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που αφορούν τη μερική απόσβεση των μεριδίων που κατέχει στην εταιρία, οσάκις η μείωση της αξίας των μεριδίων απορρέει από τη διανομή του κέρδους, συνιστά αναμφισβήτητα φορολογικό πλεονέκτημα.
57 Η χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος στον κάτοικο ημεδαπής υποκείμενο στον φόρο αποκλειστικώς και μόνον σε περίπτωση αγοράς μεριδίων εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων καθιστά τα μερίδια τα οποία κατέχουν οι κάτοικοι αλλοδαπής λιγότερο ελκυστικά και, κατά συνέπεια, μπορεί να αποτρέψει τον εν λόγω κάτοικο ημεδαπής υποκείμενο στον φόρο από την αγορά τους.
58 Επιπλέον, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί επίσης να αποτρέψει τους κατοίκους αλλοδαπής επενδυτές από την αγορά μεριδίων στην εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία και να αποτελέσει κατά τον τρόπο αυτόν εμπόδιο για την εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας εξεύρεση κεφαλαίων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη.
59 Συνεπώς, κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 73 B της Συνθήκης.
Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων
60 Εντούτοις, πρέπει να εξετασθεί αν ο εν λόγω περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων δικαιολογείται από πλευράς των διατάξεων της Συνθήκης.
61 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση σκοπεί στην αποφυγή της εκ μέρους κατοίκου αλλοδαπής κατόχου μεριδίων επίτευξη, χάρη σε ορισμένες πρακτικές, όπως μεταξύ άλλων οι περιγραφόμενες από τον γενικό εισαγγελέα στο σημείο 100 των προτάσεών του, του ιδίου αποτελέσματος από οικονομικής απόψεως ως εάν του είχε χορηγηθεί πίστωση φόρου.
62 Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση σκοπεί στη διαφύλαξη της συνοχής της γερμανικής διαδικασίας πλήρους συμψηφισμού και είναι δικαιολογημένη, κατά το μέτρο που, από τις αποφάσεις Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, προπαρατεθείσα, και της 26ης Ιουνίου 2008, C-284/06, Burda (Συλλογή 2008, σ. I-4571), προκύπτει ότι το γεγονός ότι δεν χορηγείται πίστωση φόρου, η οποία σκοπεί στην πρόληψη της διπλής οικονομικής φορολογήσεως, στους κατοίκους αλλοδαπής μετόχους οι οποίοι εισπράττουν μερίσματα από εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.
63 Τόσο η Γερμανική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή ισχυρίζονται επιπλέον ότι η χορήγηση πιστώσεως φόρου, χωρίς αντίστοιχη ύπαρξη φορολογικής οφειλής, προς κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων ο οποίος δεν υπόκειται σε φόρο εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της διανέμουσας εταιρίας καταλήγει στην υποχρέωση του κράτους μέλους αυτού να παραιτηθεί από τη φορολόγηση μέρους των κερδών που πραγματοποιούνται στο έδαφός του. Η Επιτροπή προσθέτει συναφώς ότι η καταβολή του πιστωθέντος φόρου στον κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία της εν λόγω πιστώσεως φόρου, η οποία έγκειται στην προσαρμογή του προηγουμένως επιβληθέντος στην εταιρία φόρου στον ατομικό συντελεστή του οικείου φορολογουμένου, αλλά έχει αποκλειστικώς ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της φορολογητέας εντός του κράτους μέλους ύλης προς άλλο κράτος μέλος.
64 Αντιθέτως, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι ούτε η ανάγκη διασφαλίσεως της λειτουργίας της διαδικασίας συμψηφισμού ούτε η ανάγκη διατηρήσεως της φορολογικής συνοχής ή διασφαλίσεως της ενιαίας φορολογίας στη Γερμανία μπορεί να δικαιολογήσει την επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση.
65 Η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση ουδόλως θεμελιώνει τεχνικό σύνδεσμο μεταξύ της διαδικασίας συμψηφισμού και του μειονεκτήματος που απορρέει από την εν λόγω ρύθμιση και έχει, επιπλέον, ως αποτέλεσμα τη μείωση του επαγγελματικού φόρου του κατοίκου ημεδαπής αγοραστή, κατά το μέτρο που ο υπολογισμός των κερδών είναι επίσης καθοριστικός για τον εν λόγω φόρο και ωσαύτως δεν έχει σχέση με τον συμψηφισμό του φόρου εισοδήματος εταιριών.
66 Κατόπιν των επιχειρημάτων που εξέθεσαν, κατά τα άνω, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ], οι διατάξεις του άρθρου 73 B της Συνθήκης δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους.
67 Ωστόσο, το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης, το οποίο, ως παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, δεν μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική νομοθεσία που προβλέπει διάκριση μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου όπου κατοικούν ή του κράτους μέλους εντός του οποίου επενδύουν τα κεφάλαιά τους συμβιβάζεται άνευ ετέρου με τη Συνθήκη. Πράγματι, η παρέκκλιση του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ της Συνθήκης τελεί υπό τον περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 73 Δ, που προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 73 Β» (βλ. αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-319/02, Manninen, Συλλογή 2004, σ. I-7477, σκέψη 28, και Centro di Musicologia Walter Stauffer, προπαρατεθείσα, σκέψη 31).
68 Συνεπώς, επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των επιτρεπόμενων δυνάμει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης περιπτώσεων άνισης μεταχειρίσεως και των αυθαίρετων διακρίσεων που απαγορεύονται από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να μπορεί μια εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η εν προκειμένω επίμαχη να θεωρηθεί σύμφωνη προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει η άνιση μεταχείριση να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 43, Manninen, προπαρατεθείσα, σκέψεις 28 και 29, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-512/03, Blanckaert, Συλλογή 2005, σ. I-7685, σκέψη 42).
69 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της διανέμουσας εταιρίας, η οποία προβλέπει ένα σύστημα προλήψεως ή ελαφρύνσεως της αλλεπάλληλης φορολογίας ή της διπλής οικονομικής φορολογίας των μερισμάτων που καταβάλλουν σε κατοίκους ημεδαπής οι εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες, οι καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται οι κάτοικοι ημεδαπής δικαιούχοι μέτοχοι και οι κάτοικοι αλλοδαπής δικαιούχοι μέτοχοι δεν είναι οπωσδήποτε συγκρίσιμες (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψεις 55 και 57).
70 Συγκεκριμένα, αν η διανέμουσα εταιρία και ο δικαιούχος μέτοχος δεν είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος, το κράτος μέλος εγκαταστάσεως της διανέμουσας εταιρίας, δηλαδή το κράτος μέλος προελεύσεως των κερδών, δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά την πρόληψη ή την ελάφρυνση της αλλεπάλληλης φορολογίας και της οικονομικής διπλής φορολογίας, με το κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου μετόχου (προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψη 58).
71 Επισημαίνεται ωστόσο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διαφορά μεταχειρίσεως δεν αφορά την κατάσταση ενός κατόχου μεριδίων αναλόγως του αν είναι κάτοικος ημεδαπής ή αλλοδαπής και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα του εν λόγω κατόχου μεριδίων να τύχει της πιστώσεως φόρου για τον φόρο τον οποίο κατέβαλε η διανέμουσα τα μερίσματα εταιρία.
72 Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση αφορά αποκλειστικώς και μόνον τους κατοίκους ημεδαπής κατόχους μεριδίων αναλόγως του αν έχουν αγοράσει τα μερίδιά τους σε εταιρία εγκατεστημένη στην ημεδαπή από κάτοχο μεριδίων κάτοικο ημεδαπής ή αλλοδαπής.
73 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 139 των προτάσεών του, όσον αφορά τις ζημίες που απορρέουν από τη μερική απόσβεση των μεριδίων κεφαλαίου μια εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας, οι εν λόγω κάτοχοι μεριδίων βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση είτε πρόκειται περί των μεριδίων που αγόρασαν από κάτοικο ημεδαπής είτε πρόκειται περί των μεριδίων που αγόρασαν από κάτοικο αλλοδαπής. Συγκεκριμένα, η διανομή κερδών μειώνει την αξία ενός εταιρικού μεριδίου είτε αυτό πωλήθηκε προηγουμένως από κάτοικο ημεδαπής είτε από κάτοικο αλλοδαπής και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αυτή τη μείωση αξίας υφίσταται ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων.
74 Επομένως, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν αντικατοπτρίζει αντικειμενική διαφορά καταστάσεων των εν λόγω φορέων μεριδίων.
75 Πρέπει επίσης να εξετασθεί αν ένας περιορισμός όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη μπορεί να δικαιολογηθεί από τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλέσθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.
76 Τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 61 έως 63 της παρούσας αποφάσεως, μπορούν να υπαχθούν στην ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του γερμανικού φορολογικού συστήματος, της διασφαλίσεως της φορολογήσεως των εισοδημάτων που αποκτώνται στη γερμανική επικράτεια και της προλήψεως των μεθοδεύσεων για την καταστρατήγηση της γερμανικής νομοθεσίας.
77 Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα περί της ανάγκης διατηρήσεως της συνοχής του γερμανικού φορολογικού συστήματος, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό στην άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνει η Συνθήκη (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 28, Manninen, προπαρατεθείσα, σκέψη 42, και της 27ης Νοεμβρίου 2008, C-418/07, Papillon, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43).
78 Ωστόσο, για να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο στη δικαιολογία αυτή, το Δικαστήριο απαιτεί να αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με τον σκοπό της εν λόγω φορολογικής ρυθμίσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Papillon, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
79 Όπως επισήμαναν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση έχει ως σκοπό την αποτροπή του ενδεχομένου να αποκομίζει ο κάτοικος αλλοδαπής κάτοχος μεριδίων, μέσω πράξεως διαφορετικής από τη διανομή μερισμάτων, το ίδιο από οικονομικής απόψεως όφελος με το πλεονέκτημα της πιστώσεως φόρου επί του φόρου εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εταιρία τα μερίδια της οποίας κατέχει.
80 Δεν αμφισβητείται ότι ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων ο οποίος έχει αγοράσει τα εν λόγω μερίδια από κάτοικο αλλοδαπής υφίσταται τα μειονεκτήματα που απορρέουν από την επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση. Για τον εν λόγω κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η αδυναμία εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη του, των ζημιών που αφορούν τη μερική απόσβεση των μεριδίων που αυτός κατέχει στην εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία, όταν η μείωση της αξίας των μεριδίων απορρέει από τη διανομή του κέρδους, δεν αντισταθμίζεται από κανένα φορολογικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, η σκέψη ότι η υπεραξία την οποία αποκομίζει ο κάτοικος αλλοδαπής ο οποίος μεταβίβασε τα μερίδια στον κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων δεν υπόκειται σε φόρο στη Γερμανία δεν επηρεάζει τον κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων ο οποίος υφίσταται το μειονέκτημα.
81 Κατά συνέπεια, εν προκειμένω δεν υπάρχει ο άμεσος σύνδεσμος τον οποίο απαιτεί η προπαρατεθείσα στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως νομολογία και η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος πλήρους συμψηφισμού.
82 Περαιτέρω, όσον αφορά το επιχείρημα περί της ανάγκης διατηρήσεως της δυνατότητας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να ασκεί τη φορολογική της αρμοδιότητα σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο έδαφός της, επισημαίνεται ότι, μολονότι, κατά πάγια νομολογία, η μείωση των φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος που μπορεί να προβληθεί για τη δικαιολόγηση μέτρου το οποίο κατ’ αρχήν αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Manninen, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το Δικαστήριο έχει δεχθεί επίσης ότι υπάρχουν συμπεριφορές δυνάμενες να υπονομεύσουν το δικαίωμα των κρατών μελών να ασκούν τη φορολογική αρμοδιότητά τους σε σχέση με δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους και να θίξουν την ισόρροπη κατανομή της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer, σκέψη 46), συμπεριφορές οι οποίες δικαιολογούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ. αποφάσεις Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα, σκέψεις 55 και 56, και της 29ης Μαρτίου 2007, C-347/04, Rewe Zentralfinanz, Συλλογή 2007, σ. I-2647, σκέψη 42).
83 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το να υποχρεωθεί το κράτος εγκαταστάσεως της διανέμουσας εταιρίας να διασφαλίσει ότι τα κέρδη που διανέμονται σε κάτοικο αλλοδαπής μέτοχο δεν πλήττονται από αλλεπάλληλη φορολογία ή από διπλή οικονομική φορολογία, είτε απαλλάσσοντας τα κέρδη της διανέμουσας εταιρίας από τον φόρο είτε χορηγώντας στον εν λόγω μέτοχο φορολογικό πλεονέκτημα που αντιστοιχεί στον φόρο που κατέβαλε η διανέμουσα εταιρία επί των κερδών αυτών, θα ισοδυναμούσε με αποποίηση, εκ μέρους του κράτους αυτού, της αρμοδιότητάς του να φορολογεί το εισόδημα που πραγματοποιείται από οικονομική δραστηριότητα στο έδαφός του (προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψη 59).
84 Οι άλλες πράξεις, πλην της διανομής μερισμάτων, οι οποίες παρέχουν στον κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων τη δυνατότητα να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα από οικονομικής απόψεως, ως εάν του είχε χορηγηθεί το ευεργέτημα της πιστώσεως φόρου επί του φόρου εισοδήματος εταιριών, θα μπορούσαν εξίσου να διακυβεύουν τη δυνατότητα του κράτους εγκαταστάσεως της εν λόγω εταιρίας να ασκεί το δικαίωμά του φορολογήσεως εισοδήματος που απορρέει από οικονομική δραστηριότητα ασκούμενη στο έδαφός του.
85 Συγκεκριμένα, αν το ποσό που αντιστοιχεί στην πίστωση φόρου της οποίας θα μπορεί να τύχει ο κάτοικος ημεδαπής κάτοχος μεριδίων περιληφθεί στην τιμή πωλήσεως των μεριδίων αυτών και αν καταλογισθεί η μείωση της αξίας των εν λόγω μεριδίων, κατόπιν της διανομής μερίσματος, στο ποσό των μερισμάτων που εισπράττει ο αγοραστής των ίδιων αυτών μεριδίων, ο κάτοικος ημεδαπής αγοραστής των μεριδίων είτε θα έχει δικαίωμα συμψηφισμού της πιστώσεως φόρου με άλλους φόρους τους οποίους αυτός οφείλει είτε, εφόσον δεν έχει άλλα φορολογητέα εισοδήματα, θα έχει δικαίωμα να τύχει επιστροφής ποσού ίσου προς την πίστωση φόρου για τον φόρο επί των κερδών τον οποίο κατέβαλε η εταιρία αυτή.
86 Δεδομένου ότι η τιμή των μεριδίων περιλαμβάνει το ποσό που αντιστοιχεί στην πίστωση φόρου, η χορήγηση πιστώσεως φόρου ή η επιστροφή ποσού ίσου προς την εν λόγω πίστωση φόρου στον κάτοικο ημεδαπής νέο κάτοχο μεριδίων έχει ως συνέπεια να ευνοείται εμμέσως ο κάτοικος αλλοδαπής κάτοχος μεριδίων με πίστωση φόρου για τον φόρο που κατέβαλε η εταιρία.
87 Οι συνέπειες αυτές δεν περιορίζονται στη μείωση των φορολογικών εσόδων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά συνεπάγονται ότι, λόγω της έμμεσης παροχής στον κάτοικο αλλοδαπής φορολογικού πλεονεκτήματος αντιστοιχούντος στην πίστωση φόρου για τον φόρο που επιβλήθηκε επί των κερδών μιας εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρία, τα εισοδήματα τα οποία φορολογούνται κανονικά εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της εταιρίας αυτής μεταφέρονται προς το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τη φορολόγηση της υπεραξίας την οποία έχει αποκομίσει ο κάτοικος αλλοδαπής, θίγοντας κατά τον τρόπο αυτόν την ισόρροπη κατανομή της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.
88 Επομένως, κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη διατηρήσεως μιας ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.
89 Όσον αφορά, τέλος, τα επιχειρήματα που αφορούν την ανάγκη προλήψεως της φοροδιαφυγής και της αποτροπής των μεθοδεύσεων για την καταστρατήγηση της γερμανικής νομοθεσίας, διαπιστώνεται ότι εθνικό μέτρο περιοριστικό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μπορεί να δικαιολογείται εφόσον στοχεύει ειδικά τις αμιγείς μεθοδεύσεις, άσχετες προς την οικονομική πραγματικότητα, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η προσπόριση φορολογικού πλεονεκτήματος (βλ., συναφώς, αποφάσεις Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα, σκέψεις 51 και 55, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψεις 72 και 74, και της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C-330/07, Jobra, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35).
90 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, οι οποίες επιβεβαιώνονται από το προοίμιο του νόμου που εισήγαγε την επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση στη γερμανική έννομη τάξη, η ρύθμιση αυτή έχει ως σκοπό να εμποδίσει τις μεθοδεύσεις με τις οποίες οι κάτοικοι αλλοδαπής κάτοχοι μεριδίων αποκομίζουν, κατά τη μεταβίβαση των εν λόγω μεριδίων, κέρδος ίσο προς την πίστωση φόρου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία, μέσω πρακτικών όπως οι περιγραφόμενες στο σημείο 100 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, οι οποίες χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την αποκόμιση του εν λόγω φορολογικού πλεονεκτήματος.
91 Η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση, περιορίζοντας το δικαίωμα του νέου κατόχου μεριδίων να εκπίπτει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που οφείλονται στη μείωση της αξίας των οικείων εταιρικών μεριδίων, κατά το μέτρο που οι ζημίες αυτές δεν υπερβαίνουν το «δεσμευμένο ποσό», είναι ικανή να προλαμβάνει πρακτικές που έχουν ως μοναδικό σκοπό να τύχει ο κάτοικος αλλοδαπής κάτοχος των μεριδίων πιστώσεως φόρου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία. Εξάλλου, η απορρέουσα από τον εν λόγω περιορισμό αύξηση της βάσεως επιβολής φόρου του νέου κατοίκου ημεδαπής, κατόχου μεριδίων σκοπεί στην αποφυγή της μεταφοράς των κανονικώς φορολογητέων στη Γερμανία εσόδων, ως μέρους της υπεραξίας την οποία αποκόμισε ο κάτοικος αλλοδαπής πρώην κάτοχος των μεριδίων, ίσης προς την αδικαιολογήτως χορηγηθείσα πίστωση φόρου, χωρίς να φορολογηθούν στη Γερμανία.
92 Κατά συνέπεια, μια τέτοια ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών της διατηρήσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και της αποτροπής των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η αποκόμιση φορολογικού πλεονεκτήματος.
93 Ωστόσο, πρέπει να εξακριβωθεί αν μια τέτοια ρύθμιση βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών μέτρου.
94 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν, κατά το μέτρο που ο υπολογισμός του δεσμευμένου ποσού στηρίζεται στο κόστος αγοράς των οικείων μεριδίων, οι συνέπειες της επίμαχης στην κύρια δίκη κανονιστικής ρυθμίσεως υπερβαίνουν αυτές που είναι αναγκαίες για να διασφαλισθεί ότι δεν χορηγείται αδικαιολογήτως στον κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων ποσό ίσο προς την πίστωση φόρου.
95 Πράγματι, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση έχει εφαρμογή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 170 των προτάσεών του, εφόσον ένας κάτοικος ημεδαπής υποκείμενος στον φόρο έχει αγοράσει τα μερίδιά του σε εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων σε τιμή η οποία, για οποιονδήποτε λόγο, υπερβαίνει την αξία των εν λόγω μεριδίων.
96 Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή στηρίζεται στο τεκμήριο ότι κάθε αύξηση της τιμής πωλήσεως περιέχει οπωσδήποτε τον συνυπολογισμό της πιστώσεως φόρου και πραγματοποιείται αποκλειστικώς και μόνον προς τον σκοπό αυτόν. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 172 των προτάσεών του, δεν αποκλείεται τα εταιρικά μερίδια να μεταβιβασθούν σε υψηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία τους για διαφορετικούς λόγους και όχι προκειμένου να τύχει ο κάτοχος των μεριδίων πιστώσεως φόρου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών τον οποίο κατέβαλε η εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία ή, εν πάση περιπτώσει, τα μη διανεμηθέντα κέρδη καθώς και η δυνατότητα εισπράξεως πιστώσεως φόρου αφορώσας τα εν λόγω μερίδια να αποτελούν απλώς και μόνον ένα από τα συστατικά στοιχεία της τιμής πωλήσεώς τους.
97 Εξάλλου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο συνυπολογισμός του δεσμευμένου ποσού και η αύξηση της βάσεως επιβολής φόρου του κατοίκου ημεδαπής κατόχου μεριδίων έχουν συνέπειες και για άλλους φόρους στους οποίους υπόκειται ο εν λόγω κάτοχος μεριδίων και, ιδίως, όσον αφορά τον υπολογισμό του επαγγελματικού φόρου τον οποίο αυτός οφείλει. Οι συνέπειες αυτές βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση.
98 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει επίσης αν η εφαρμογή του περιορισμού του συνυπολογισμού της μειώσεως της αξίας των εταιρικών μεριδίων, λόγω της διανομής μερισμάτων, από το έτος αγοράς των εν λόγω εταιρικών μεριδίων και κατά τα εννέα επόμενα έτη, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση.
99 Τέλος, όσον αφορά τον σκοπό της αποτροπής των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος, επισημαίνεται, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 174 των προτάσεών του, ότι, προκειμένου μέτρο που επιδιώκει τέτοιο σκοπό να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να προβαίνει σε κατά περίπτωση εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, βασιζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την καταχρηστική ή συνιστώσα απάτη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων προσώπων.
100 Κατά το μέτρο που κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν καθιστά δυνατό τον περιορισμό της εφαρμογής της στις αμιγείς μεθοδεύσεις, οι οποίες καθορίζονται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, αλλά αφορά όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο κάτοικος ημεδαπής υποκείμενος στον φόρο έχει αγοράσει μερίδια κεφαλαίου εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων σε τιμή η οποία, για οποιονδήποτε λόγο, υπερβαίνει την ονομαστική αξία των ως άνω εταιρικών μεριδίων, τα αποτελέσματα της ρυθμίσεως αυτής βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της προλήψεως των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος.
101 Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 73 B της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση επιβολής του φόρου ενός κατοίκου ημεδαπής υποκειμένου στον φόρο, εφόσον αυτός έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ενώ, σε περίπτωση αγοράς των μεριδίων αυτών από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή.
102 Η διαπίστωση αυτή ισχύει στις περιπτώσεις που μια τέτοια ρύθμιση δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και για την πρόληψη των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση περιορίζεται στο αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο.
Επί των δικαστικών εξόδων
103 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 73 B της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω της διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση επιβολής του φόρου ενός κατοίκου ημεδαπής υποκειμένου στον φόρο, εφόσον αυτός έχει αγοράσει μερίδια εγκατεστημένης στην ημεδαπή κεφαλαιουχικής εταιρίας από κάτοικο αλλοδαπής κάτοχο μεριδίων, ενώ, σε περίπτωση αγοράς των μεριδίων αυτών από κάτοικο ημεδαπής κάτοχο μεριδίων, η εν λόγω μείωση της αξίας μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει στις περιπτώσεις που μια τέτοια ρύθμιση δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και για την πρόληψη των αμιγών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική πραγματικότητα, οι οποίες σκοπούν αποκλειστικώς στην παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση περιορίζεται στο αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.