Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 21ης Ιουλίου 2011 (1)

Υπόθεση C-250/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Φόρος καταχωρίσεως καταβαλλόμενος κατά την αγορά κύριας κατοικίας – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί»





1.        Στην παρούσα διαδικασία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η βελγική νομοθεσία σχετικά με την καταβολή του φόρου καταχωρίσεως εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας ενέχει διακρίσεις εις βάρος, ειδικότερα, των πολιτών των κρατών μελών που επιθυμούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους μετοικήσεως, ελεύθερης εγκαταστάσεως και κινήσεως κεφαλαίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίμαχη νομοθεσία επιτρέπει τον συμψηφισμό του φόρου καταχωρίσεως (2) που καταβλήθηκε κατά την αγορά κύριας κατοικίας στην Περιφέρεια της Φλάνδρας –αλλά όχι αλλού– με τον φόρο που πρέπει να καταβληθεί κατά την αγορά μεταγενέστερης κύριας κατοικίας εντός της ίδιας Περιφέρειας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ

2.        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) ορίζει τα εξής:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.»

3.        Το άρθρο 43 ΕΚ (νυν άρθρο 49 ΣΛΕΕ) ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας (νυν άρθρο 54 ΣΛΕΕ) εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων».

4.        Το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ επεκτείνει κατ’ ουσίαν την ισχύ των διατάξεων αυτών στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

5.        Το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) ορίζει τα ακόλουθα:

«Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών.»

6.        Το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ επεκτείνει κατ’ ουσίαν την ισχύ της διατάξεως αυτής στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

7.        Το άρθρο 6 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας, εφόσον είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με τους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης (και με τις πράξεις που εγκρίνονται κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης), ερμηνεύονται σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου που έχουν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (3). Η Συμφωνία ΕΟΧ δεν περιέχει παρόμοια διάταξη σχετιζόμενη με τη μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου (4). Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 105 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, οι κανόνες της Συμφωνίας που είναι πανομοιότυποι κατ’ ουσίαν με τους κανόνες της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύονται κατά ομοιόμορφο τρόπο (5). Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τη Συμφωνία ΕΟΧ όσον αφορά το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ είναι αρμόδιο να το πράττει αυτό όσον αφορά την εφαρμογή της στα κράτη της ΕΖΕΣ. Από την άποψη αυτή, η Συμφωνία προβλέπει τη συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ (6).

8.        Οι κανόνες περί απαγορεύσεως του περιορισμού στην ελευθερία εγκαταστάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 31 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ είναι πανομοιότυποι με αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ (7). Περαιτέρω, οι διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων (των οποίων η διατύπωση είναι παρόμοια αλλά όχι πανομοιότυπη με αυτή των αντίστοιχων διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) πρέπει επίσης, κατά το μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο (8).

 Η οδηγία 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου

9.        Από τις επεξηγηματικές σημειώσεις του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9) καθίσταται σαφές ότι οι «κινήσεις κεφαλαίων» στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνουν αγορές κτιρίων και γης, καθώς και την κατασκευή κτιρίων από ιδιώτες για προσωπική χρήση (10).

 Η εθνική νομοθεσία

10.      Σύμφωνα με το άρθρο 44 του Wetboek der registratie-, hypotheek- en griffierechten (κώδικα φόρων καταχωρίσεως, υποθηκών και γραμματείας για την Περιφέρεια της Φλάνδρας· στο εξής: Wetboek), επιβάλλεται φόρος καταχωρίσεως 10 % επί της αξίας όλων των μεταβιβάσεων κυριότητας ή επικαρπίας επί ακινήτων που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας (11). Σύμφωνα με το άρθρο 46a, σε περίπτωση αγοράς κατοικίας από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως κύρια κατοικία τους, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται κατά 12 500 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν στην κυριότητά τους άλλη κατοικία κατά τον χρόνο της αγοράς. Η μείωση αυτή που αφορά τη βάση επιβολής του φόρου χορηγείται σε όλους τους αγοραστές πρώτης κατοικίας που είναι φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το αν προηγουμένως κατοικούσαν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας ή αλλού.

11.      Το άρθρο 61.3 του Wetboek ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση αγοράς ακινήτου το οποίο χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία από φυσικό πρόσωπο, με σκοπό να το καταστήσει κύρια κατοικία του, ο εκ του νόμου καταβλητέος φόρος […], κατά την αγορά της οικίας που εχρησιμοποιείτο προηγουμένως ως κύρια κατοικία, ή του οικοπέδου επί του οποίου η οικία αυτή κατασκευάστηκε, συμψηφίζεται με τον νόμιμο φόρο που οφείλεται λόγω της νέας αγοράς ακινήτου, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία αυτή αγορά πραγματοποιείται εντός των δύο ετών από της καταχωρίσεως του εγγράφου βάσει του οποίου καθορίστηκε ο αναλογών φόρος είτε επί της μεταπωλήσεως της οικίας που εχρησιμοποιείτο προηγουμένως ως κύρια κατοικία είτε επί της κατανομής της συνιδιοκτησίας επί της οικίας αυτής, εφόσον το φυσικό πρόσωπο έχει μεταβιβάσει όλα τα δικαιώματά του.

Δεν μπορεί να υπάρξει βάσει του άρθρου αυτού συμψηφισμός του φόρου που καταβλήθηκε για την αγορά ακινήτου το οποίο δεν βρίσκεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας.

Το ποσό που συμψηφίζεται […] δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις 12 500 ευρώ […]».

12.      Το άρθρο 212a του Wetboek προβλέπει την επιστροφή (και όχι τον συμψηφισμό) του φόρου καταχωρίσεως όταν (i) το προηγουμένως αγορασθέν ακίνητο πωλείται εντός δύο ετών μετά την αγορά του μεταγενέστερου ακινήτου (εντός πέντε ετών όταν αγοράζεται οικόπεδο με σκοπό την ανέγερση κατοικίας) και (ii) ο αγοραστής χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία το νέο ακίνητο εντός δύο ετών από την αγορά του (εντός πέντε ετών όταν αγοράζεται οικόπεδο με σκοπό την ανέγερση κατοικίας). Και στην περίπτωση αυτή, το προηγούμενο ακίνητο πρέπει να βρίσκεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας, το δε δυνάμενο να επιστραφεί ποσό περιορίζεται στα 12 500 ευρώ.

13.      Κατωτέρω θα αναφέρομαι στο σύστημα που θεσπίστηκε με τα άρθρα 61.3 και 212a του Wetboek από κοινού ως «το επίμαχο μέτρο». Τα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στο σημείο 9 ανωτέρω και μια σειρά από σχετικές διαδικαστικές διατάξεις, εισήχθησαν στον Wetboek με ένα τροποποιητικό διάταγμα της 1ης Φεβρουαρίου 2002 (12). Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου διατάγματος αναγνώρισε ότι ο φόρος καταχωρίσεως είχε συχνά αποβεί εμπόδιο για όσους επιθυμούσαν να αλλάξουν τόπο κατοικίας και να έλθουν πλησιέστερα στον τόπο εργασίας τους ή να προσαρμόσουν την κατοικία τους με βάση τις μεταβληθείσες οικογενειακές τους συνθήκες. Στην αιτιολογική αυτή έκθεση αναφερόταν ότι ο σκοπός της τροποποιήσεως ήταν να «προωθήσει την κινητικότητα για όλους τους πολίτες οι οποίοι, για οποιοδήποτε λόγο (επαγγελματικό, οικογενειακό ή άλλο) επιθυμούν να αγοράσουν νέα κύρια κατοικία που να ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις τους απ’ ό,τι η νυν κατοικία τους». Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί καθιστώντας δυνατό τον συμψηφισμό του φόρου που είχε καταβληθεί για προγενέστερη κύρια κατοικία (δηλαδή για το προηγούμενο σπίτι) με ανώτατο όριο τα 12 500 ευρώ με τον οφειλόμενο φόρο για την επόμενη αγορά άλλου σπιτιού.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

14.      Θεωρώντας ότι το επίμαχο μέτρο ενέχει διακρίσεις και συνεπώς απαγορεύεται από τη Συνθήκη, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο του Βελγίου έγγραφο οχλήσεως στις 23 Δεκεμβρίου 2005. Η Βελγική Κυβέρνηση αμφισβήτησε την προβαλλόμενη παράβαση με την από 22 Μαρτίου 2006 απάντησή της.

15.      Η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή και εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη στις 13 Ιουλίου 2006. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν με έγγραφο της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 ότι θεωρούσαν ότι το επίμαχο μέτρο είναι σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης και ότι σε κάθε περίπτωση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.

16.      Η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της και συνεπώς άσκησε την υπό κρίση προσφυγή στις 5 Μαΐου 2008. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 18, 43 και 56 της Συνθήκης ΕΚ και από τα άρθρα 31 και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθόσον στην Περιφέρεια της Φλάνδρας, για τον υπολογισμό ενός φορολογικού πλεονεκτήματος για την αγορά ακινήτου προοριζόμενου για νέα κύρια κατοικία, το ποσό του φόρου καταχωρίσεως που καταβλήθηκε κατά την αγορά μιας προηγούμενης κύριας κατοικίας λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν η κατοικία αυτή βρίσκεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας και όχι αν βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το Βέλγιο ή σε κράτος της ΕΖΕΣ. Η Επιτροπή ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

17.      Η Ουγγρική Κυβέρνηση παρενέβη υπέρ του Βελγίου.

18.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή και η Βελγική και η Ουγγρική Κυβέρνηση υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

19.      Προτού εξεταστεί η προσφυγή της Επιτροπής, πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένα προκαταρκτικά ζητήματα.

20.      Πρώτον, το Βασίλειο του Βελγίου αποτελείται από τρεις κοινότητες, τρεις περιφέρειες και τέσσερις γλωσσικές περιοχές (13). Οι τρεις περιφέρειες έχουν ορισμένες νομοθετικές αρμοδιότητες. Ωστόσο, οι αρμοδιότητες της Φλαμανδικής Κοινότητας και της Περιφέρειας της Φλάνδρας συγκεντρώνονται και ασκούνται από κοινού από τη Φλαμανδική Κυβέρνηση, η οποία θέσπισε το επίμαχο μέτρο. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέχει ευθύνη όταν μια τοπική ή περιφερειακή αρχή θεωρηθεί ότι έχει παραβεί το δίκαιο της Ένωσης (14).

21.      Δεύτερον, ο φόρος καταχωρίσεως στο Βέλγιο έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποχρεώσεως καταβολής του φόρου αυτού κατόπιν εκδόσεως διαταγής πληρωμής από εθνικό δικαστήριο σε συμβατική διαφορά (15). Το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή δέχθηκε ότι ο καταβλητέος φόρος συνιστούσε έμμεση φορολογία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ωστόσο, δέχθηκε κατ’ ουσίαν τον χαρακτηρισμό που έδωσε το εθνικό δικαστήριο (16). Γενικώς, η διάκριση μεταξύ έμμεσης και άμεσης φορολογίας συνίσταται στο εξής: ένας έμμεσος φόρος περιλαμβάνεται σε ένα ποσό που καταβάλλεται από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο το οποίο υπόκειται στον φόρο αλλά δεν φέρει το οικονομικό βάρος, ενώ ένας άμεσος φόρος εισπράττεται απευθείας από το πρόσωπο που φέρει το οικονομικό βάρος (17). Θεωρώ συνεπώς ότι ένας φόρος επί των συναλλαγών επί ακινήτων το βάρος του οποίου το φέρει ο αγοραστής και ο οποίος εισπράττεται από αυτόν πρέπει ορθότερα να θεωρηθεί άμεσος και όχι έμμεσος φόρος.

22.      Τρίτον, ανεξάρτητα από το αν ο φόρος καταχωρίσεως στην υπό κρίση υπόθεση συνιστά άμεσο ή έμμεσο φόρο, είναι σαφές ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (18).

23.      Τέταρτον, η Επιτροπή προβάλλει παράβαση των άρθρων 18, 43 και 56 ΕΚ (και των διατάξεων της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ που αντιστοιχούν στα δύο τελευταία άρθρα). Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ είναι η μόνη σχετική διάταξη και ότι η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί στη βάση αυτή και μόνο.

24.      Από την εξέταση του ζητήματος αυτού προκύπτει μια περίεργη πτυχή της προσεγγίσεως της Επιτροπής σε σύγκριση με δύο άλλες προσφυγές λόγω παραβάσεως που ασκήθηκαν κατά την ίδια περίοδο: Επιτροπή κατά Ελλάδας (19) επί της οποίας η απόφαση εκδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2011, και Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (20). Η υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας αφορούσε μια απαλλαγή από τον φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων για την αγορά πρώτης κατοικίας η οποία αφορούσε τα πρόσωπα που είτε κατοικούν μονίμως στην Ελλάδα είτε έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Η υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας αφορά ένα μέτρο το οποίο, σε περίπτωση πωλήσεως μιας κατοικίας και αγοράς μιας νέας οικίας, ο φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων επιβάλλεται μόνον επί της διαφοράς της αγοραίας αξίας μεταξύ των δύο ακινήτων, εφόσον αμφότερα βρίσκονται στην Ουγγαρία.

25.      Είναι σαφές ότι υπάρχουν σημεία ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων μέτρων στις υποθέσεις αυτές και στην υπό κρίση υπόθεση: πράγματι, η Επιτροπή προβάλλει την επιβολή δυσμενών διακρίσεων και τον περιορισμό των ελευθεριών της Συνθήκης και στις τρεις υποθέσεις. Ωστόσο, στις δύο πρώτες υποθέσεις η Επιτροπή προέβαλε παράβαση των άρθρων 18, 39 και 43 ΕΚ (στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας προβλήθηκε επίσης παράβαση του άρθρου 12 ΕΚ) (21), ενώ στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι υφίσταται παράβαση των άρθρων 18, 43 και 56 ΕΚ, καθώς και των άρθρων 31 και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, αλλά δεν προβάλλει παράβαση των άρθρων 12 και 39 ΕΚ (22).

26.      Αν και υπάρχουν, βεβαίως, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα επίμαχα μέτρα σε κάθε υπόθεση, γεγονός είναι ότι η προσέγγιση της Επιτροπής δεν φαίνεται να είναι απολύτως συνεπής. Τούτου λεχθέντος, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφασίσει πώς θα διατυπώσει την προσφυγή της σε διαδικασίες επί παραβάσει, στο δε Δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν κάθε συγκεκριμένος ισχυρισμός επιβεβαιώνεται. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της Βελγικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Η σειρά της αναλύσεως

27.      Είναι αληθές ότι το άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο προβλέπει γενικώς το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, εξειδικεύεται στο άρθρο 43 ΕΚ όσον αφορά την εγκατάσταση για σκοπούς ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας (23). Περαιτέρω, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Konle (24), το δικαίωμα κτήσεως, χρήσεως ή εκποιήσεως ακινήτων κειμένων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποτελεί απόρροια της ελευθερίας εγκαταστάσεως· στις δε κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνονται οι επενδύσεις επί τέτοιων ακινήτων στο έδαφος κράτους μέλους, που πραγματοποιούνται από μη κατοίκους ημεδαπής (25). Συνεπώς, το Δικαστήριο εξετάζει συνήθως κατ’ αρχάς τις ειδικότερες διατάξεις, προτού εξετάσει τη γενικότερη διάταξη (26).

28.      Ωστόσο, θεωρώ ότι στην παρούσα διαδικασία που κινήθηκε με την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, δεδομένου ότι βασίζεται σε νομοθεσία σχετικά με την αγορά ιδιωτικής κατοικίας, πρέπει να αφορά κατά κύριο λόγο το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο εγγυάται το άρθρο 18 ΕΚ. Στο μέτρο που αγοράζεται κατοικία με χρήματα που μεταφέρονται από άλλο κράτος, απαιτείται για τη συναλλαγή ελεύθερη κίνηση των αναγκαίων κεφαλαίων, την οποία εγγυάται το άρθρο 56 ΕΚ. Τέλος, στον βαθμό που οι πολίτες μπορούν να ασκούν (ή προτίθενται να ασκήσουν) οικονομική δραστηριότητα από ή πλησίον της ιδιωτικής κατοικίας τους, μπορεί επίσης να ανακύψει ζήτημα σχετικό με την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως την οποία εγγυάται το άρθρο 43 ΕΚ.

29.      Φαίνεται συνεπώς λογικό να εξεταστεί η προσφυγή της Επιτροπής βάσει του άρθρου 18 ΕΚ (για το οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχο άρθρο στη Συμφωνία ΕΟΧ), προτού εξεταστούν τα επιχειρήματα σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ· άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ) και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ· άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ).

 Άρθρο 18 ΕΚ

30.      Σε έναν πολίτη της Ένωσης που ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής που διασφαλίζει το άρθρο 18 ΕΚ πρέπει να επιφυλάσσεται σε όλα τα κράτη μέλη η ίδια νομική μεταχείριση με αυτή που επιφυλάσσεται στους υπηκόους των κρατών μελών αυτών που τελούν στην ίδια κατάσταση. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική νομοθεσία, η οποία θέτει τους πολίτες της Ένωσης σε δυσμενή θέση απλώς και μόνον επειδή άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, αποτελεί περιορισμό των ελευθεριών που αναγνωρίζει το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ σε κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27).

31.      Οι δυσμενείς διακρίσεις λόγω κατοικίας αποτελούν θέμα που επανέρχεται στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελευθερία εγκαταστάσεως (28), ως μια μορφή έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας. Αντίθετα όμως απ’ ό,τι ισχύει στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι απαραίτητο στο πλαίσιο του άρθρου 18 ΕΚ να αποδειχθεί ότι ένα μέτρο θίγει τους υπηκόους άλλου κράτους μέλους περισσότερο από τους υπηκόους του κράτους που επιβάλλει το μέτρο –αλλά απλώς ότι τους βλάπτει (29).

32.      Τυγχάνουν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μετοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος της ίδιας μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου με αυτή που τυγχάνουν οι Βέλγοι υπήκοοι οι οποίοι είναι κάτοικοι της περιοχής αυτής όσον αφορά την επιλεξιμότητα για την απαλλαγή από την καταβολή του φόρου καταχωρίσεως;

33.      Πρώτον, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν ορθά οι όροι της συγκρίσεως. Πρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ των Βέλγων υπηκόων που κατοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας και όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μπορεί να θελήσουν να αγοράσουν σπίτι στην περιοχή αυτή (δηλαδή μια σύγκριση σε ευρεία βάση);

34.      Η πρώτη κατηγορία (Βέλγοι που κατοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας) περιλαμβάνει Βέλγους υπηκόους που είναι κάτοικοι της Περιφέρειας της Φλάνδρας και οι οποίοι (α) πωλούν το σπίτι τους και αγοράζουν σε αντικατάσταση μια άλλη κατοικία εντός της περιφέρειας αυτής· ή (β) δεν έχουν στην κυριότητά τους ακίνητο, αλλά αγοράζουν ακίνητο για πρώτη φορά στην Περιφέρεια της Φλάνδρας· ή (γ) πωλούν το σπίτι τους και αγοράζουν σε αντικατάσταση μια άλλη κατοικία εκτός της Περιφέρειας της Φλάνδρας (είτε αλλού στο Βέλγιο είτε σε άλλο κράτος μέλος).

35.      Η έτερη κατηγορία (όλοι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) περιλαμβάνει τις ακόλουθες υποκατηγορίες: τα άτομα που πωλούν το σπίτι τους εντός άλλου κράτους μέλους και αγοράζουν σε αντικατάσταση μια κατοικία στην Περιφέρεια της Φλάνδρας· τα άτομα που δεν έχουν στην κυριότητά τους ακίνητο εντός άλλου κράτους μέλους, αλλά αγοράζουν για πρώτη φορά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Περιφέρεια της Φλάνδρας· και τα άτομα που αποδήμησαν από την Περιφέρεια της Φλάνδρας όπου είχαν στην κυριότητά τους ακίνητο προκειμένου να μετοικήσουν σε άλλο κράτος μέλος, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν να επιστρέψουν στην περιφέρεια αυτή και να αγοράσουν εκεί ακίνητο. Η τελευταία αυτή ομάδα υπόκειται σε ειδικούς κανόνες στο πλαίσιο του επίμαχου εθνικού μέτρου. Ως εκ τούτου, την εξετάζω εκτενέστερα κατωτέρω στα σημεία 75 έως 79.

36.      Τελούν οι δύο ευρείες κατηγορίες των αγοραστών κατοικιών στην ίδια κατάσταση, έτσι ώστε να ενδείκνυται να συγκριθούν μεταξύ τους;

37.      Στον βαθμό που αμφότερες οι κατηγορίες περιλαμβάνουν άτομα που αγοράζουν κατοικία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απάντηση είναι καταφατική.

38.      Αν η σύγκριση γίνει στην ευρύτερη αυτή βάση, όλοι οι αγοραστές πρώτης κατοικίας στην Περιφέρεια της Φλάνδρας αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε μετοικούν στην περιφέρεια αυτή από άλλο κράτος μέλος είτε μετακομίζουν εντός της περιφέρειας αυτής. Ουδεμία κατηγορία αγοραστών πρώτης κατοικίας είναι επιλέξιμη για τον συμψηφισμό του φόρου κατά την πρώτη αυτή αγορά, μολονότι αμφότερες οι κατηγορίες αυτές θα επωφεληθούν από τη μείωση όσον αφορά τη βάση επιβολής του φόρου καταχωρίσεως (30).

39.      Προφανώς, τα άτομα που πωλούν στη συνέχεια το ακίνητο που έχουν στην κυριότητά τους εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας για να μετοικήσουν σε άλλο κράτος μέλος δεν επωφελούνται του συμψηφισμού του φόρου. Ωστόσο, τούτο αποτελεί απλώς τη συνέπεια της αρχής της εδαφικότητας του φόρου. Αφενός, ο φόρος καταχωρίσεως δεν μπορεί να επιβληθεί από την Περιφέρεια της Φλάνδρας για ακίνητα που αγοράζονται εντός άλλου κράτους μέλους και συνεπώς ο συμψηφισμός του φόρου δεν είναι δυνατός υπό τέτοιες περιστάσεις. Αφετέρου, τίποτα δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παράσχουν στα άτομα αυτά ένα όφελος ισοδύναμο με τον συμψηφισμό του φόρου που θα τους είχε χορηγηθεί αν η επόμενη αγορά τους είχε πραγματοποιηθεί εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας.

40.      Τέλος, τα άτομα που πωλούν στη συνέχεια το ακίνητο που έχουν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας για να μετακομίσουν αλλού στο Βέλγιο αντιμετωπίζονται όλα κατά τον ίδιο τρόπο –και αυτοί δεν τυγχάνουν του συμψηφισμού του φόρου.

41.      Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η σύγκριση πρέπει να γίνει σε μια στενότερη βάση: μεταξύ των ατόμων που μετοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος, πωλώντας το σπίτι τους προκειμένου να αγοράσουν μια (πρώτη) κύρια κατοικία στην περιφέρεια αυτή, και των ατόμων που παραμένουν εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας και τα οποία πωλούν το σπίτι τους και αγοράζουν σε αντικατάσταση άλλη κατοικία. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αντικειμενική διαφορά μεταξύ των ατόμων αυτών. Αμφότερες οι κατηγορίες αλλάζουν κατοικία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης· σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο φόρος καταχωρίσεως πρέπει να καταβληθεί κατά την αγορά της νέας κατοικίας και σε αμφότερες τις περιπτώσεις η προηγούμενη κατοικία πωλείται προκειμένου να αγοραστεί σε αντικατάσταση νέα κατοικία εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας. Τα άτομα των οποίων η προηγούμενη κατοικία τους βρισκόταν εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας κατέβαλαν φόρο καταχωρίσεως για την προηγούμενη ιδιοκτησία τους. Τα άτομα που μετοικούν στην περιφέρεια αυτή από άλλο κράτος μέλος έχουν καταβάλει φόρο καταχωρίσεως ή κάποιον άλλο παρεμφερή φόρο εντός του κράτους της προηγούμενης κατοικία τους. Συνεπώς, οι δύο καταστάσεις είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες. Κατ’ ουσίαν, η αιτίαση της Επιτροπής φαίνεται να είναι ότι (σε αντίθεση προς τους ομολόγους τους που μετακομίζουν εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας) τα άτομα που μετοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος δεν λαμβάνουν κανένα όφελος (δηλαδή συμψηφισμό του φόρου) εντός της περιφέρειας αυτή για (παρεμφερή) φόρο που κατέβαλαν εντός του κράτους μέλους από το οποίο μετοίκησαν. Κατά συνέπεια, αντιμετωπίζονται δυσμενώς από φορολογικής απόψεως.

42.      Κατά την άποψή μου, ωστόσο, ακόμη και μια εξέταση των δύο τόσο στενά καθορισμένων κατηγοριών δεν οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που μετοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος τελούν στην ίδια κατάσταση με τα άτομα που μετακομίζουν εντός της περιφέρειας αυτής.

43.      Για να θεωρηθεί ότι τελεί στην ίδια κατάσταση, το εν λόγω άτομο πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του επίμαχου μέτρου και συνεπώς να είναι επιλέξιμο για τον συμψηφισμό του φόρου. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής: α) η προηγούμενη κατοικία πρέπει να ανήκει κατά κυριότητα στο άτομο αυτό και να πωλήθηκε από το εν λόγω άτομο· β) το εν λόγω άτομο πρέπει να αγοράσει κατοικία κείμενη εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρα, η οποία να αντικαθιστά την προηγούμενη κατοικία του· και γ) το άτομο αυτό πρέπει να έχει καταβάλει φόρο καταχωρίσεως ή ισοδύναμο άλλο φόρο κατά την αγορά της προηγούμενης κατοικίας.

44.      Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις μπορούν εύκολα να αποδειχθούν. Ωστόσο, η τρίτη προϋπόθεση –ότι το εν λόγω άτομο έχει καταβάλει τον ίδιο ή ισοδύναμο φόρο (με αυτόν που καταβάλλεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας) για την προηγούμενη κατοικία του εντός του κράτους μέλους από το οποίο μετοικεί– δεν μπορεί τόσο εύκολα να θεωρηθεί ότι πληρούται.

45.      Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν συστήματα που αφορούν ό,τι συνήθως περιγράφεται ως φόροι μεταβιβάσεως ακινήτων. Το επίμαχο μέτρο αποτελεί παράδειγμα ενός τέτοιου φόρου. Ωστόσο, η βάση επιβολής του φόρου, οι συντελεστές, το αν υπάρχουν εξαιρέσεις και τα καθεστώτα χορηγήσεως απαλλαγής διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών διότι οι φόροι αυτοί δεν αποτελούν αντικείμενο εναρμονίσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (31). Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ένα άτομο το οποίο μετοικεί στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος ήταν κύριος της προηγούμενης κατοικίας του εντός του κράτους μέλους αυτού, τούτο δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι το άτομο αυτό έχει καταβάλει τον ίδιο ή ισοδύναμο φόρο. Για παράδειγμα, η προηγούμενη κατοικία του ενδέχεται να πληρούσε τις προϋποθέσεις για πλήρη απαλλαγή από τον φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων εντός του κράτους αυτού: εφόσον τούτο ίσχυε, δεν θα έχει καταβληθεί ισοδύναμος φόρος (32).

46.      Περαιτέρω, το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των φόρων αυτών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η καταβολή τέλους καταχωρίσεως εντός άλλου κράτους μέλους αναγνωρίζεται, ή πρέπει να αναγνωρίζεται, ως καταβολή τέλους καταχωρίσεως στο πλαίσιο της Περιφέρειας της Φλάνδρας. Η κατάσταση αυτή έχει χαρακτηριστεί ως συνάδουσα με το δίκαιο της Ένωσης στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του (33).

47.      Συνεπώς, ακόμη και αν η σύγκριση γίνει στη στενή βάση που πρότεινε η Επιτροπή, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι όλα τα άτομα που μετοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από άλλο κράτος μέλος τελούν στην ίδια κατάσταση με τα άτομα που μετακομίζουν εντός της περιφέρεια αυτής.

 Διακρίσεις σε βάρος των κατοίκων που επιστρέφουν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας;

48.      Σε μια σειρά υποθέσεων, αρχής γενομένης με την υπόθεση D’Hoop (34), το Δικαστήριο έκρινε αρνητικά τις περιπτώσεις στις οποίες οι πολίτες της Ένωσης τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως εντός του κράτους μέλους της ιθαγενείας τους από αυτή της οποίας θα είχαν τύχει αν είχαν ασκήσει το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία, λέγοντας ότι «θα ήταν ασυμβίβαστο με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να είναι δυνατόν να υποστεί ο πολίτης αυτός εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος λιγότερο ευμενή μεταχείριση από αυτή της οποίας θα ετύγχανε αν δεν είχε κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας» (35).

49.      Έχει το επίμαχο μέτρο ως αποτέλεσμα να τίθενται οι κάτοικοι της Περιφέρειας της Φλάνδρας που μετοικούν σε άλλο κράτος μέλος και επιστρέφουν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με τους κατοίκους της Περιφέρειας της Φλάνδρας που συνεχίζουν να κατοικούν εκεί, απλώς και μόνον επειδή οι πρώτοι άσκησαν το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (36);

50.      Κατά την άποψή μου, τούτο δεν ισχύει.

51.      Στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου, κάτοικος της Περιφέρειας της Φλάνδρας που πωλεί την κύρια κατοικία του για να μετοικήσει (για παράδειγμα) στη Γαλλία και κατόπιν επιστρέφει στην Περιφέρεια της Φλάνδρας μετά από χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών δεν θα πληροί τις προϋποθέσεις της εκπτώσεως όσον αφορά κύρια κατοικία ευρισκόμενη στην Περιφέρεια της Φλάνδρας την οποία αγοράζει κατά την επιστροφή του. Ωστόσο, κάτοικος της Περιφέρειας της Φλάνδρας που πωλεί την κύρια κατοικία, παραμένει στην Περιφέρεια της Φλάνδρας αλλά μετακομίζει σε μισθωμένη οικία και κατόπιν, μετά από τέσσερα έτη, αποφασίζει να αγοράσει νέα κύρια κατοικία στην περιφέρεια αυτή, ομοίως δεν θα πληροί τις προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό του φόρου. Το άτομο που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας τελεί ακριβώς στην ίδια κατάσταση με αυτό το οποίο δεν το άσκησε. Αμφότερα τα άτομα αυτά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό του φόρου διότι δεν αγόρασαν νέο ακίνητο σε αντικατάσταση του παλαιού εντός δύο ετών, όπως απαιτεί το επίμαχο μέτρο (37).

52.      Συνεπώς, ενδεχόμενο μειονέκτημα προκύπτει από το γεγονός ότι το άτομο δεν έχει αγοράσει νέο ακίνητο σε αντικατάσταση του παλαιού εντός των δύο ετών από της πωλήσεως της προηγούμενης κύριας κατοικίας του και όχι από την άσκηση των δικαιωμάτων του ελεύθερης κυκλοφορίας.

53.      Επομένως, η πρώτη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

 Ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ· άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ) και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ· άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ)

 Συνοπτική περιγραφή των επιχειρημάτων

54.      Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι τα άτομα που πωλούν την υφιστάμενη κατοικία τους προκειμένου να αγοράσουν νέα κατοικία εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως αν η υφιστάμενη κατοικία βρίσκεται εντός της περιφέρειας αυτή απ’ ό,τι αν βρίσκεται εντός άλλου κράτους μέλους ή εντός κράτους της ΕΖΕΣ· ότι οι δύο ομάδες αγοραστών είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες, οπότε απαγορεύεται η διαφορετική μεταχείριση –σιωπηρώς, ως έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας και, εν πάση περιπτώσει, ως αντίθεση προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως· και ότι όσοι σχεδιάζουν να μετοικήσουν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας υπό τις περιστάσεις αυτές ενδέχεται να αποτραπούν από αυτό λόγω της δυσμενούς αυτής διακρίσεως, η οποία συνεπώς συνιστά εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων τους στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

55.      Η Βελγική Κυβέρνηση, ενώ δέχεται ότι υπάρχει διαφορετική μεταχείριση, υποστηρίζει ότι η μεταχείριση αυτή δεν ενέχει δυσμενείς διακρίσεις, διότι οι δύο ομάδες δεν είναι συγκρίσιμες: όσοι έχουν προηγουμένως καταβάλει φόρο καταχωρίσεως εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας διαφέρουν αντικειμενικώς από αυτούς οι οποίοι έχουν καταβάλει φόρο εντός άλλου κράτους. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι, δυνάμει της αρχής της εδαφικότητας (ή κυριαρχικότητας) του φόρου, οι μεταβιβάσεις ακινήτων μπορούν να φορολογούνται μόνον από τη φορολογική αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το ακίνητο. Ως απόρροια των προηγουμένων, η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος συνεπάγεται ότι μόνον ο φόρος που έχει ήδη εισπραχθεί από την ως άνω αρμόδια αρχή μπορεί να συμψηφισθεί με τον φόρο που πρέπει στη συνέχεια να καταβληθεί εκεί.

56.      Η Ουγγρική Κυβέρνηση, όπως και η Βελγική Κυβέρνηση, φρονεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών που επιθυμούν να μετοικήσουν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας. Περαιτέρω, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, αν η εθνική νομοθεσία θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται βάσει της αρχής της εδαφικότητας του φόρου και για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που σχετίζονται με τη συνοχή του φορολογικού συστήματος.

57.      Απαντώντας στο τελευταίο αυτό σημείο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένας περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος μόνον εφόσον υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του σχετικού φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος στο πλαίσιο συγκεκριμένου φόρου. Ωστόσο, δεν υπάρχει τέτοια σχέση μεταξύ του φόρου που καταβλήθηκε κατά την αγορά ακινήτου και της μειώσεως του καταβλητέου φόρου στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγοράς ακινήτου. Το επίμαχο μέτρο συνεπάγεται απλώς ότι οι φλαμανδικές αρχές παραιτούνται από ένα μέρος των εσόδων που διαφορετικά θα εισέπρατταν κατά τη δεύτερη συναλλαγή.

 Ανάλυση

58.      Οι διάδικοι δεν διαφωνούν όσον αφορά ορισμένα σημεία.

59.      Πρώτον, υπάρχει συμφωνία ως προς το ότι οι αρμοδιότητα ενός κράτους μέλους (ή μιας επιβάλλουσας τον φόρο υποδιαιρέσεως κράτους μέλους, όπως είναι η Περιφέρεια της Φλάνδρας) να φορολογεί μεταβιβάσεις ακινήτων περιορίζεται κατ’ αρχήν σε συναλλαγές που αφορούν ακίνητα κείμενα στο έδαφός του. Συνεπώς, το αν επιβάλλεται φόρος καταχωρίσεως για τις αγορές ακινήτων εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας και, αν ναι, με ποιον συντελεστή αποτελεί εξ ολοκλήρου αρμοδιότητα των αρχών της περιφέρειας αυτής, όπως αποτελεί εξ ολοκλήρου αρμοδιότητα των αρχών άλλων κρατών μελών να αποφασίζουν αν θα επιβάλλουν φόρο για αγορές που πραγματοποιούνται στο έδαφός του και, αν ναι, ποιο θα είναι το ύψος του φόρου.

60.      Εν συνεχεία, δεν αμφισβητείται ότι τα πρόσωπα που αγοράζουν κύρια κατοικία στην Περιφέρεια της Φλάνδρας και τα οποία είχαν στην κυριότητά τους προηγουμένως άλλη κύρια κατοικία τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ανάλογα με το αν η αγορά προηγούμενου ακινήτου υπέκειτο στον φόρο καταχωρίσεως στην περιφέρεια αυτή ή όχι.

61.      Ακόμη και αν δεν υπήρχε τέτοια διαφορετική μεταχείριση, θα μπορούσε πράγματι να ισχύει ότι ο φόρος με συντελεστή 10 % που επιβάλλεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας μπορεί να αποβεί αντικειμενικό εμπόδιο για την μετοικεσία εντός δυνητικού αγοραστή, καθόσον άλλα κράτη επιβάλλουν χαμηλότερο φόρο (ή δεν επιβάλλουν καθόλου φόρο). Ωστόσο, οι διαφορές στους φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες προκύπτουν από την ανεξάρτητη άσκηση της φορολογικής αρμοδιότητας σε έναν τομέα στον οποίο δεν υφίσταται εναρμόνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας, οι οποίες ουδόλως εγγυώνται ότι η άσκηση των ελευθεριών αυτών δεν θα έχει καμία φορολογική συνέπεια (38).

62.      Συνιστά η διαφορετική μεταχείριση δυσμενή διάκριση;

63.      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύουν όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και όλες τις μορφές έμμεσων διακρίσεων, οι οποίες, με εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποιήσεως, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (39). Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι: «διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, όταν είναι ικανή, εκ της φύσεώς της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικότερα τους διακινούμενους εργαζομένους» (40).

64.      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει συγκεκριμένα ότι ένας νόμος, ακόμη και αν ισχύει για όλους, ο οποίος εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος από προϋπόθεση σχετική με κατοικία σε περιφέρεια κράτους μέλους και συνεπώς ευνοεί τους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού σε σχέση με τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (41).

65.      Είναι σαφές ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνεπάγεται άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας.

66.      Είναι οι τρεις προϋποθέσεις του επίμαχου μέτρου οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να είναι δυνατός συμψηφισμός του φόρου (42) εγγενώς ικανές να επηρεάσουν τους υπηκόους άλλων κρατών μελών περισσότερο από τους Βέλγους υπηκόους που κατοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας, έτσι ώστε να περιάγουν τους πρώτους σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση και συνεπώς να συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση;

67.      Από την ανάλυση που εξέθεσα σε σχέση με το άρθρο 18 ΕΚ (43) προκύπτει ότι θεωρώ ότι η απάντηση είναι αρνητική.

68.      Είναι σχετικά εύκολο να αποδειχθεί αν ένα άτομο εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας που αγοράζει κύρια κατοικία σε αντικατάσταση της παλαιάς στην περιφέρεια αυτή έχει καταβάλει φόρο καταχωρίσεως για την προηγούμενη κατοικία του. Ωστόσο, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για το ότι έχει καταβληθεί ισοδύναμος φόρος (και/ή αμοιβαίας αναγνωρίσεως των φόρων καταχωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών, η οποία ακόμη δεν υπάρχει), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όλα τα άτομα που μετοικούν στην περιφέρεια αυτή από άλλο κράτος μέλος τελούν στην ίδια κατάσταση με αυτή των ομολόγων τους που μετακομίζουν εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν «υφίσταται αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ όσων έχουν καταβάλει φόρο καταχωρίσεως εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας και όσων έχουν καταβάλλει ισοδύναμο φόρο εντός άλλου κράτους μέλους», διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται σύγκριση μεταξύ ομοειδών καταστάσεων.

69.      Όλοι οι αγοραστές υπόκεινται στην ίδια υποχρέωση καταβολής του φόρου καταχωρίσεως στην Περιφέρεια της Φλάνδρας. Από την άποψη αυτή, δεν μπορεί να γίνει καμία αντικειμενική διάκριση μεταξύ αυτών.

70.      Το ερώτημα που τίθεται συνεπώς, συνίσταται στο πώς οι εν λόγω αγοραστές αντιμετωπίζονται στη συνέχεια. Υπάρχει, στο στάδιο αυτό, αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών αγοραστών κατοικιών στην Περιφέρεια της Φλάνδρας;

71.      Εξετάζοντας το ζήτημα υπό το πρίσμα αυτό, φαίνεται ότι όλοι όσοι αγοράζουν κύρια κατοικία στην Περιφέρεια της Φλάνδρας αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο: αφού καταβάλουν άπαξ τον φόρο καταχωρίσεως, μια πίστωση ύψους μέχρι 12 500 ευρώ θα συμψηφιστεί με το ποσό που πρέπει να καταβληθεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη αγορά κύριας κατοικίας στην ίδια περιφέρεια (44). Ελλείψει συστήματος αμοιβαίας αναγνωρίσεως, οι φόροι μεταβιβάσεως ακινήτων που έχουν καταβληθεί εκτός της περιφέρειας μπορούν νομίμως να αγνοηθούν. Είναι αληθές ότι υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ όσων αγοράζουν την πρώτη κύρια κατοικία τους εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας και εκείνων που αγοράζουν μεταγενέστερη κύρια κατοικία στην περιφέρεια αυτή. Αν θεωρηθούν ίδια όλα τα άλλα δεδομένα, ωστόσο, φαίνεται εύλογο να υποτεθεί ότι η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των αγοραστών πρώτης κατοικίας θα ήταν στην πραγματικότητα πιο πιθανό να επηρεάσει αυτούς που ήδη κατοικούν στην εν λόγω περιφέρεια απ’ ό,τι αυτούς που κατοικούσαν προηγουμένως αλλού –και συνεπώς πιο πιθανόν να επηρεάσει τους Βέλγους υπηκόους απ’ ό,τι τους υπηκόους άλλων κρατών μελών ή ενός κράτους της ΕΖΕΣ– διότι, σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι τείνουν να αγοράσουν την πρώτη κατοικία τους σε μια χώρα ή σε μια περιοχή στην οποία ήδη κατοικούν.

72.      Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (45), δεν είναι δυνατόν να γίνει μια καθαρή διάκριση εδώ μεταξύ των ημεδαπών και των αλλοδαπών και να συγκριθούν οι δύο ομάδες. Ούτε από τα ανωτέρω απορρέει κατ’ ανάγκη ότι το επίμαχο μέτρο επηρεάζει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών περισσότερο απ’ ό,τι τους Βέλγους υπηκόους που κατοικούν στην Περιφέρεια της Φλάνδρας και ότι οι πρώτοι περιάγονται σε δυσμενή θέση.

73.      Στον βαθμό που ένα άτομο μετοικεί στην Περιφέρεια της Φλάνδρας από κράτος μέλος το οποίο επιβάλλει φόρο με μικρότερο συντελεστή για την αγορά κύριας κατοικίας απ’ ό,τι ο φόρος με συντελεστή 10 % που επιβάλλεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ότι ο συντελεστής αυτός (που είναι ουσιώδης) συνιστά μειονέκτημα. Ωστόσο, το μειονέκτημα αυτό βαρύνει όλα τα άτομα που αγοράζουν ακίνητο στην Περιφέρεια της Φλάνδρας.

74.      Συνεπώς, θεωρώ ότι το επίμαχο μέτρο δεν ενέχει εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις.

75.      Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε ένα διαφορετικό δυνητικό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας που απορρέει από το επίμαχο μέτρο.

76.      Ένα πρόσωπο το οποίο είχε προηγουμένως στην κυριότητά του κύρια κατοικία στην Περιφέρεια της Φλάνδρας μπορεί να συμψηφίσει (μέχρι) 12 500 ευρώ από τον φόρο καταχωρίσεως που καταβλήθηκε για την αγορά της κατοικίας αυτής με τον φόρο καταχωρίσεως που είναι καταβλητέος για την αγορά μεταγενέστερης κύριας κατοικίας στην περιφέρεια αυτή –μόνον όμως αν η δεύτερη αγορά πραγματοποιείται εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος (δύο ή πέντε έτη, ανάλογα με την περίπτωση) από την πώληση του προηγούμενου ακινήτου. Ένας κάτοικος ο οποίος πωλεί την κύρια κατοικία του για να μετοικήσει σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος της ΕΖΕΣ για οποιοδήποτε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ο οποίος κατόπιν επιστρέφει στην Περιφέρεια της Φλάνδρας θα απολέσει το όχι αμελητέο πλεονέκτημα του οποίου θα ετύγχανε άλλως.

77.      Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι ο διαχρονικός περιορισμός της δυνατότητας του συμψηφισμού θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή, διότι ένα τέτοιο άτομο δεν θα τύχει του συμψηφισμού όταν επιστρέψει στην Περιφέρεια της Φλάνδρας.

78.      Ωστόσο, η Επιτροπή δεν επικεντρώθηκε στην πτυχή αυτή του επίμαχου μέτρου με την προσφυγή της και η Βελγική Κυβέρνηση δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει και να απαντήσει σε ειδική αιτίαση στηριζόμενη στο σημείο αυτό. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τον λόγο αυτό υπέρ της Επιτροπής.

 Δικαιολόγηση

79.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την άποψή μου, αλλά κρίνει ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά απαγορευόμενο περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, καθίσταται αναγκαία η εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε η Βελγική Κυβέρνηση όσον αφορά τη δικαιολόγηση του μέτρου, ήτοι αυτών που στηρίζονται στη συνοχή του φορολογικού συστήματος και στους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 Η συνοχή του φορολογικού συστήματος

80.      Το Δικαστήριο, ενώ αναγνωρίζει ότι η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής ενός εθνικού φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών υπό τη μορφή διαφορετικής μεταχειρίσεως ανάλογα με το αν ένα συγκεκριμένο γεγονός συμβαίνει εντός ή εκτός της δικαιοδοσίας του συστήματος αυτού, έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η δικαιολόγηση αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ του σχετικού φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση (46). Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τέτοια σχέση δεν υφίσταται, ενώ η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της καταβολής του φόρου καταχωρίσεως κατά την αγορά πρώτης κατοικίας και οποιασδήποτε καταβολής του φόρου αυτού στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγοράς.

81.      Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει άμεση σχέση κατά την έννοια της νομολογίας μεταξύ της επιβολής του φόρου καταχωρίσεως (ή ισοδύναμου φόρου) κατά την αγορά κύριας κατοικίας και της μειώσεως του ποσού του φόρου που επιβάλλεται κατά την αγορά μεταγενέστερης κύριας κατοικίας προκειμένου να αντικατασταθεί η πρώτη (όταν αμφότερα τα ακίνητα βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος). Οι δύο συναλλαγές αναμφίβολα συνδέονται στην αντίληψη του αγοραστή καθόσον έτσι εξασφαλίζει, κατά τρόπο συνεκτικό και συνεχή, κατάλυμα για τον ίδιο και, ενδεχομένως, για την οικογένειά του. Ωστόσο, είναι εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους, ως φορολογητέα γεγονότα.

82.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατάσταση είναι συγκρίσιμη με εκείνη για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση Bachmann (47).

83.      Στην υπόθεση αυτή, ο H.-M. Bachmann είχε συνάψει συμβάσεις ασφαλίσεως ασθενείας και αναπηρίας, καθώς και σύμβαση ασφαλίσεως ζωής, στη Γερμανία, όπου εργαζόταν τότε, στη συνέχεια δε μετοίκησε στο Βέλγιο για να ζήσει εκεί και να εργαστεί, όπου συνέχισε να καταβάλλει τα αναγκαία ασφάλιστρα βάσει των συμβάσεων αυτών. Η βελγική νομοθεσία δεν του επέτρεπε να εκπέσει το ποσό των ασφαλίστρων αυτών από το φορολογητέο εισόδημά του, ενώ θα του το επέτρεπε αν τα ασφάλιστρα είχαν καταβληθεί στο Βέλγιο. Ωστόσο, η Βελγική Κυβέρνηση προέβαλε επιτυχώς το επιχείρημα ότι η απαλλαγή από τη φορολόγηση των ασφαλίστρων αντισταθμιζόταν από τη φορολόγηση των συντάξεων, προσόδων ή κεφαλαίων που καταβάλλονταν από τους ασφαλιστές. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συνοχή του φορολογικού συστήματος προϋπέθετε ότι αν ένα κράτος υποχρεωνόταν να επιτρέψει την έκπτωση των ασφαλίστρων που καταβλήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους, θα έπρεπε να μπορεί να φορολογήσει οποιοδήποτε ποσό όφειλαν να καταβάλουν οι ασφαλιστές. Τούτο, ωστόσο, δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Κατά συνέπεια, η συνοχή του φορολογικού συστήματος δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα απ’ ό,τι οι βελγικοί κανόνες.

84.      Δεν νομίζω ότι οι δύο καταστάσεις είναι συγκρίσιμες.

85.      Στην υπόθεση Bachmann, υπήρχε μια σαφής και άμεση αμοιβαία σχέση μεταξύ της φορολογήσεως των παροχών και τη μη φορολογήσεως των ασφαλίστρων. Παρά το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η καταβολή μιας παροχής βάσει ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν αποτελεί αυτόματο αποτέλεσμα της καταβολής των ασφαλίστρων (πράγματι, θα ήταν μάλλον προτιμητέο να μη χρειαστεί να καταβληθεί καμία παροχή), εντούτοις, όταν καταβάλλεται μια παροχή, αυτό προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την προηγούμενη καταβολή ασφαλίστρου. Όταν πρόκειται για αγορές οικιών, δεν υπάρχει τέτοια αναγκαία σχέση μεταξύ της μίας αγοράς και της άλλης. Ένα άτομο (ή μια οικογένεια) μπορεί να ζει μόνο σε μισθωμένη κατοικία, μπορεί να αγοράσει μια οικία και να μείνει εκεί χωρίς να μετακομίσει, μπορεί να αγοράσει μια σειρά από διαδοχικές οικίες στη διάρκεια μιας ζωής, ή μπορεί να διαμένει εναλλακτικά σε ιδιόκτητη και σε μισθωμένη κατοικία, ανάλογα με τις περιστάσεις. Κάθε αγορά ακινήτου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία αποτελεί απλά ένα νέο και χωριστό γεγονός. Αν για το γεγονός αυτό επιβληθεί φόρος, ο φόρος επιβάλλεται για ένα μεμονωμένο γεγονός, όχι για ένα γεγονός που αποτελεί κρίκο μιας άλλης σειράς γεγονότων. Η Περιφέρεια της Φλάνδρας παραμένει ελεύθερη, κατά την άσκηση των αφορωσών το έδαφός της φορολογικών εξουσιών της, να μεταβάλλει τον συντελεστή του φόρου καταχωρίσεως από καιρού εις καιρό, ή ακόμη και να τον καταργήσει. Η άσκηση των εξουσιών αυτών δεν θα οδηγήσει, ωστόσο, σε οποιαδήποτε ανακολουθία του συστήματος –ή σε οποιαδήποτε ανάγκη επιστροφής ή ανακτήσεως οποιουδήποτε φόρου– διότι κάθε φορολογητέο γεγονός είναι χωριστό από κάθε άλλο φορολογητέο γεγονός.

86.      Το γεγονός και μόνον ότι το επίμαχο μέτρο εξαρτά (εν μέρει) το ποσό το οποίο μπορεί να συμψηφιστεί με τον φόρο καταχωρίσεως που πρέπει να καταβληθεί για τη μεταγενέστερη αγορά από το ποσό που έχει καταβληθεί ή έπρεπε να καταβληθεί για την προγενέστερη αγορά δεν αρκεί για να δημιουργηθεί η σχέση μεταξύ των δύο φορολογητέων γεγονότων. Η Φλαμανδική Κυβέρνηση θα μπορούσε εξίσου να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό επιτρέποντας μια κατ’ αποκοπήν έκπτωση ύψους 12 500 ευρώ ή οποιουδήποτε άλλου ενδεδειγμένου ποσού. Το μόνο πραγματικό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει είναι το από ποιο ποσό εσόδων είναι πρόθυμη να παραιτηθεί προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό αυτό.

87.      Πράγματι, η απουσία της αναγκαίας άμεσης σχέσης μεταξύ των οικείων συναλλαγών επιβεβαιώνεται από το ίδιο το επίμαχο μέτρο, στον βαθμό που ουδείς συμψηφισμός είναι δυνατός εφόσον μεσολαβήσει μεταξύ της πωλήσεως του πρώτου ακινήτου και της αγοράς του επομένου ορισμένο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε κάποια άμεση σχέση του είδους που απαιτείται από τη νομολογία προκειμένου να προβληθεί επιτυχώς η συνοχή του φορολογικού συστήματος ως δικαιολογία, η σχέση αυτή δεν θα εξαφανιζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο (48).

88.      Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η δικαιολογία αυτή δεν ευσταθεί.

 Επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος

89.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ότι είναι πρόσφορο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων και δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους. Εκτός από τον σκοπό της προωθήσεως της κινητικότητας που προβλέπεται ρητώς στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου διατάγματος με το οποίο εισήχθη το επίμαχο μέτρο (που περιλαμβάνει τον στόχο της μειώσεως των αποστάσεων που διανύονται μεταξύ κατοικίας και εργασίας, με ευεργετικά αποτελέσματα για την υγεία και το περιβάλλον), το Βέλγιο υποστηρίζει ότι το μέτρο ενθαρρύνει την ανακαίνιση των υφισταμένων κατοικιών αντί για την κατασκευή νέων και το αποτέλεσμά του είναι μια συγκράτηση του ύψους των ενοικίων.

90.      Ομολογώ ότι δεν μπορώ εύκολο να αντιληφθώ πώς μια μείωση του φόρου καταχωρίσεως, που ισχύει εξίσου για τις αγορές υφισταμένων κατοικιών και για τις αγορές γης για κατασκευή κατοικιών, θα ενθαρρύνει κατ’ ανάγκη την ανακαίνιση αντί για την κατασκευή. Ομοίως δεν είναι σαφές ότι μια μείωση στο κόστος αγοράς κύριας κατοικίας είναι πιθανόν να έχει άμεση επίδραση στα μισθώματα (δεδομένου ότι η αγορά προς εκμίσθωση φαίνεται να εξαιρείται από τον μηχανισμό του συμψηφισμού). Ενδεχομένως, ο μηχανισμός του συμψηφισμού, στον βαθμό που μειώνει το συνολικό κόστος αγοράς επόμενων κύριων κατοικιών (μετά την πρώτη αγορά), ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αγοράσουν παρά να μισθώσουν και συνεπώς μειώνει (σε κάποιο απροσδιόριστο βαθμό) τη συνολική ζήτηση για ενοικιαζόμενα καταλύματα στην Περιφέρεια της Φλάνδρας. Η Βελγική Κυβέρνηση δεν παρέσχε καμία περαιτέρω εξήγηση όσον αφορά τους τρόπους κατά τους οποίους θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο είναι πρόσφορο για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

91.      Μπορώ να δεχθώ ότι ένα μέτρο που μειώνει το ποσό του καταβλητέου φόρου κατά την αγορά νέας κύριας κατοικίας είναι πιθανόν να διευκολύνει τις μετακομίσεις εν γένει, και ότι τούτο μπορεί να περιλαμβάνει τη μετακόμιση πλησιέστερα στον τόπο της εργασίας, με τα επακόλουθα οφέλη για την υγεία και το περιβάλλον. Εντεύθεν ανακύπτει ωστόσο το ερώτημα: γιατί να μη διευκολυνθεί, κατά τον ίδιο τρόπο, η μετοικεσία προς (ή από) την Περιφέρεια της Φλάνδρας (που σαφώς θα είναι επωφελής, προκειμένου να περιοριστούν οι διασυνοριακές μετακινήσεις); Το επίμαχο μέτρο, εντούτοις, συνδέει τη δυνατότητα του συμψηφισμού με διαδοχικές αγορές εντός της Περιφέρειας της Φλάνδρας.

92.      Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να μπορούν να δικαιολογήσουν το επίμαχο μέτρο.

 Ο διαχρονικός περιορισμός

93.      Τέλος και για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι –σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την προσφυγή της Επιτροπής– δεν βλέπω κανένα λόγο για να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως (49). Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι δεν απαιτείται καμία νέα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και η Βελγική Κυβέρνηση δεν παρέσχε καμία ένδειξη όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές συνέπειες που μπορεί να έχει η απόφαση του Δικαστηρίου.

94.      Θα ήθελα να προσθέσω ότι το Δικαστήριο ουδέποτε, εξ όσων γνωρίζω, περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του όταν διαπίστωσε ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη. Πράγματι, δεδομένης της φύσεως μιας τέτοιας διαπιστώσεως, η οποία αφορά ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι το χρονικό σημείο κατά το οποίο λήγει η προθεσμία που καθόρισε η Επιτροπή για τη συμμόρφωση προς την αιτιολογημένη γνώμη, κάθε περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων φαίνεται ακατάλληλος.

 Πρόταση

95.      Για τους λόγους που παρέθεσα ανωτέρω, ωστόσο, θεωρώ ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά παράβαση των άρθρων 18, 43, και 56 ΕΚ και των άρθρων 31 και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και, όπως ζήτησε το Βέλγιο και σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      «Registratierechten» ή «droits d’enregistrement»· ο εν λόγω φόρος αποτελεί κατ’ ουσίαν φόρο μεταβιβάσεως επιβαλλόμενο κατά την αγορά ακινήτων.


3 –      Αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2006, C-345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2006, σ. I-10633, σκέψη 39), και C-471/04, Keller Holding (Συλλογή 2006, σ. I-2107, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


4 –      Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου 1/92, της 10ης Απριλίου 2003 (Συλλογή 1992, σ. I-2821)· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση C-452/01, Ospelt και Schlössle Weissenberg (Συλλογή 2003, σ. I-9743, σημείο 65).


5 –      Απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας παρατεθείσα στην υποσημείωση 3 ανωτέρω, σκέψη 40.


6 –      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Ospelt και Schlössle Weissenberg, παρατεθείσα στην υποσημείωση 3 ανωτέρω, σημείο 65, και απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, C-321/97, Andersson και Wåkerås-Andersson (Συλλογή 1999, σ. I-3551, σκέψη 28).


7 –      Απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 3 ανωτέρω, σκέψη 41.


8 –      Υπόθεση Ospelt και Schlössle Weissenberg, παρατεθείσα στην υποσημείωση 6 ανωτέρω, σκέψη 69.


9 –      Οδηγία της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ 1988, L 178, σ. 5). Κατά τον χρόνο της εκδόσεως της οδηγίας αυτής, ό,τι σήμερα αποτελεί το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ περιείχετο, κατ’ ουσίαν στο άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΚ.


10 –      Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, C-267/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34).


11 –      Διάφοροι συντελεστές φόρου καταχωρίσεως ή ισοδύναμου φόρου που πρέπει να καταβληθεί κατά την αγορά ακινήτων ισχύουν σε διάφορα κράτη μέλη, κυμαίνονταν δε από 1 % έως 10 %. Ο συντελεστής του 10 % στην Περιφέρεια της Φλάνδρας μειώνεται στο 5 % για ακίνητα μισθωτικής αξίας κάτω από ορισμένο όριο.


12 – Decreet van het Vlaams Parlement van 1 februari 2002 houdende wijziging van het Wetboek der registratie-, hypotheek- en griffierechten. Μολονότι η εθνική νομοθεσία τροποποιήθηκε περαιτέρω στη συνέχεια, αυτές είναι οι σχετικές διατάξεις τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία επί παραβάσει.


13 –      Βλ. προτάσεις μου της 28ης Ιουνίου 2007 στην υπόθεση C-212/06, Communauté française και Gouvernement wallon (Συλλογή 2008, σ. I-1683, σημεία 4 έως 6). Οι εν λόγω οντότητες είναι οι εξής: η Φλαμανδική Κοινότητα, η Γαλλική Κοινότητα και η Γερμανόφωνη Κοινότητα· η Περιφέρεια της Βαλλονίας, η Περιφέρεια της Φλάνδρας και η Περιφέρεια των Βρυξελλών, τέλος δε η ολλανδόφωνη περιοχή, η γαλλόφωνη περιοχή, η δίγλωσση μητροπολιτική περιοχή των Βρυξελλών και η γερμανόφωνη περιοχή.


14 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2002, C-423/00, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. I-593, σκέψη 16).


15 –      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-199/05, Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά Βελγίου (Συλλογή 2006, σ. I-10485).


16 – Βλ., ειδικότερα, σκέψη 17.


17 –      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl στην υπόθεση C-475/03, Banca Popolara di Cremona (Συλλογή 2006, σ. I-9373, σημείο 54). Ο ΦΠΑ είναι βεβαίως ένα από τα γνωστότερα παραδείγματα έμμεσου φόρου.


18 – Η γενική υποχρέωση των κρατών μελών να ασκούν την κυριαρχία τους σε συμφωνία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της άμεσης φορολογίας διατυπώνεται στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-379/05, Amurta (Συλλογή 2007, σ. I-9569, σκέψη 16). Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2008, C-105/07, Lammers & Van Cleeff (Συλλογή 2008, σ. I-173, σκέψη 12), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2011, C-10/10, Επιτροπή κατά Αυστρίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23).


19 –      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, C-155/09 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


20 –      Υπόθεση C-253/09, η οποία εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο γενικός εισαγγελέας J. Mazák διατύπωσε τις προτάσεις του στις 9 Δεκεμβρίου 2010.


21 –      Μαζί με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.


22 –      Προγενέστερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2008, C-152/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2008, σ. I-39) (προβληθείσα παράβαση των άρθρων 18, 39 και 43 ΕΚ), και τις αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-104/06, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Συλλογή 2007, σ. I-671), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (παρατεθείσα στην υποσημείωση 3 ανωτέρω) (σε αμφότερες τις υποθέσεις προβλήθηκε παράβαση των άρθρων 18, 39 και 43 ΕΚ και των άρθρων 28 και 31 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ).


23 –      Απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 22 ανωτέρω, σκέψη 15.


24 –      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97 (Συλλογή 1999, σ. I-3099, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., πιο πρόσφατα, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-512/03, Blanckaert (Συλλογή 2005, σ. I-7685, σκέψη 35).


25 –      Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψη 8), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελεύθερη κίνηση ορισμένων μορφών κεφαλαίου (για παράδειγμα, προκειμένου να αγοραστεί ακίνητο) συνιστά, στην πράξη, προϋπόθεση της αποτελεσματικής ασκήσεως των άλλων ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη, ειδικότερα δε του δικαιώματος εγκαταστάσεως.


26 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 19 ανωτέρω, σκέψεις 41 και 42, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák στην υπόθεση C-253/09, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 20 ανωτέρω, σημείο 29.


27 –      Βλ., ως πλέον πρόσφατη, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, C-56/09, Zanotti (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 70). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C-221/07, Zablocka-Weyhermüller (Συλλογή 2008, σ. I-9029, σκέψη 35), και της 23ης Απριλίου 2009, C-544/07, Rüffler (Συλλογή 2009, σ. I-3389, σκέψη 66).


28 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I-6957, σκέψεις 116 και 117).


29 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Jacobs στην υπόθεση C-224/02, Pusa (Συλλογή 2004, σ. I-5763, σημεία 17 και 18).


30 –      Βλ. σημείο 9 ανωτέρω.


31 –      Στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, παρατεθείσες στην υποσημείωση 20 ανωτέρω, ο γενικός εισαγγελέας J. Mazák περιγράφει εύστοχα την Ένωση ως αποτελούσα «ένα μωσαϊκό συνυπαρχόντων εθνικών φορολογικών συστημάτων» (σημείο 42).


32 –      Ενδεικτικώς: στο Ηνωμένο Βασίλειο ο stamp duty land tax (φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων, στο εξής: SDLT) αποτελεί φόρο που καταβάλλεται κατά την αγορά γης και κτιρίων και ο οποίος υπολογίζεται με βάση την τιμή του σχετικού ακινήτου. Καταρχήν, ο SDLT καταβάλλεται αν η τιμή αγοράς είναι μεγαλύτερη των 125 000 λιρών στερλινών (GBP). Εντούτοις, το όριο πάνω από το οποίο καταβάλλεται ο φόρος είναι υψηλότερο για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας (δηλαδή για τα άτομα που δεν είχαν ποτέ προηγουμένως στην κυριότητά τους ακίνητο στο Ηνωμένο Βασίλειο ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο). Κατά τα νυν ισχύοντα, ο αγοραστής πρώτης κατοικίας δεν καταβάλλει SDLT αν η τιμή αγοράς του ακινήτου είναι μέχρι 250 000 GBP. Περαιτέρω, τα άτομα που αγοράζουν ακίνητο σε περιοχές που ορίζονται ως «μειονεκτικές» μπορεί να έχουν δικαίωμα επί του «Disadvantaged Areas Relief» (έκπτωση λόγω μειονεκτικής περιοχής). Στην περίπτωση αυτή, το όριο για την καταβολή φόρου είναι 150 000 GBP. Τέλος, τον Οκτώβριο 2007 εισήχθη μια έκπτωση από τον SDLT για τις οικίες μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Όλες οι οικίες που πληρούν τις προϋποθέσεις και κοστίζουν λιγότερο από 500 000 GBP απαλλάσσονται εντελώς από τον φόρο και για τις οικίες που κοστίζουν 500 000 GBP και άνω χορηγείται έκπτωση 15 000 GBP από τον καταβλητέο φόρο. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υποτεθεί ότι το άτομο που πωλεί την προηγούμενη κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετοικεί στην Περιφέρεια της Φλάνδρας και αγοράζει εκεί ακίνητο θα έχει οπωσδήποτε καταβάλει τον ίδιο ή ισοδύναμο φόρο εντός του προηγούμενου κράτους κατοικίας του.


33 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11673, σημεία 43 έως 47).


34 –      Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98 (Συλλογή 2002, σ. I-6191).


35 –      Σκέψη 30. Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Pusa, παρατεθείσα στην υποσημείωση 29 ανωτέρω, σκέψη 20, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C-456/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I-10517, σκέψη 58), και Zanotti, παρατεθείσα στην υποσημείωση 27 ανωτέρω, σκέψη 70.


36 –      Βλ. απόφαση Pusa, παρατεθείσα στην υποσημείωση 29 ανωτέρω, σκέψη 21.


37 – Βλ. σημείο 10 ανωτέρω.


38 –      Αμφότεροι οι διάδικοι αναφέρονται συναφώς στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, που παρατέθηκαν στην υποσημείωση 33 ανωτέρω, σημείο 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


39 –      Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 19 ανωτέρω, σκέψη 45.


40 –      Απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, C-73/08, Bressol κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 41). Βλ., επίσης, Επιτροπή κατά Ελλάδας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 19 ανωτέρω, σκέψη 47.


41 –      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1998, C-274/96, Bickel και Franz (Συλλογή 1998, σ. I-7637, σκέψη 26), Επιτροπή κατά Γερμανίας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 35 ανωτέρω, σκέψη 56, Bressol κ.λπ., παρατεθείσα στην υποσημείωση 40 ανωτέρω, σκέψη 45, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C-137/09, Josemans (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 58 και 59).


42 –      Βλ. σημείο 42 ανωτέρω.


43 –      Βλ. σημεία 31 έως 46 ανωτέρω.


44 –      Από τη δικογραφία δεν καθίσταται απολύτως σαφές αν το ποσό που μπορεί να αντισταθμιστεί (με ανώτατο όριο 12 500 ευρώ) είναι αυτό που όντως καταβλήθηκε για προηγούμενη αγορά ή αυτό που θα έπρεπε να καταβληθεί χωρίς κανένα συμψηφισμό –διάκριση που μπορεί να είναι ίσως σημαντική σε περίπτωση τρίτης ή ακόμη μεταγενέστερης αγοράς, ανάλογα με το εύρος των τιμών. Ωστόσο, η αβεβαιότητα σχετικά με τη λεπτομέρεια αυτή του μηχανισμού δεν ασκεί επιρροή στη συνολική ανάλυση.


45 –      C-155/09, παρατεθείσα στην υποσημείωση 19 ανωτέρω.


46 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση C-345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, παρατεθείσα στην υποσημείωση 3 ανωτέρω. Οι διάδικοι συζήτησαν επί του σημείου αυτού εκτενώς την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. I-249).


47 –      Παρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψεις 21 επ. Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. I-305, απόφαση εκδοθείσα την ίδια ημέρα με την απόφαση Bachmann, σκέψεις 14 επ.).


48 –      Βλ. σημείο 10 ανωτέρω.


49 –      Το Βέλγιο αναφέρεται ειδικότερα στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C-292/04, Meilicke κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1835, σκέψεις 35 και 36).