Υπόθεση C-493/09
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Πορτογαλικής Δημοκρατίας
«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Αλλοδαπά και ημεδαπά κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Μερίσματα – Απαλλαγή – Διαφορετική μεταχείριση»
Περίληψη της αποφάσεως
Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εισοδήματος εταιριών
(Άρθρο 63 ΣΛΕΕ· Συμφωνία για τον ΕΟΧ, άρθρο 40)
Το κράτος μέλος που παρέχει το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποκλειστικά στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στο έδαφός του παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Ειδικότερα, λόγω μιας τέτοιας ρυθμίσεως, η επένδυση που ενδέχεται να πραγματοποιήσουν σε ημεδαπή εταιρία τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή είναι λιγότερο ελκυστική από την επένδυση που θα μπορούσε να γίνει από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπει τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή από επενδύσεις σε ημεδαπές εταιρίες, καθώς και τους αποταμιευτές που είναι κάτοικοι ημεδαπής από την επένδυση σε τέτοια κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων.
Ένας τέτοιος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων δεν δικαιολογείται από τον σκοπό που αφορά την ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του εσωτερικού φορολογικού καθεστώτος, εφόσον δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, ενώ η αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον σκοπό της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως.
Εξάλλου, έστω και αν η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποτελεί αντιστάθμισμα της τηρήσεως από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων των αυστηρών απαιτήσεων σε ό,τι αφορά τη διαχείριση, τη λειτουργία, την κεφαλαιοποίηση και την οικονομική ευθύνη οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία 2003/41, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, και από την εθνική νομοθεσία, εντούτοις ο επίμαχος περιορισμός δεν δικαιολογείται από την ανάγκη να ελεγχθεί η τήρηση των απαιτήσεων αυτών και, ως εκ τούτου, να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, από τη στιγμή που η εθνική κανονιστική ρύθμιση εμποδίζει εντελώς τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων να αποδείξουν ότι πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις βάσει των οποίων θα ετύγχαναν απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών. Ειδικότερα, δεν μπορεί εξαρχής να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να είναι σε θέση να προσκομίσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά ώστε οι ημεδαπές φορολογικές αρχές να μπορούν να επαληθεύσουν, με σαφήνεια και ακρίβεια, ότι τα ως άνω ταμεία συντάξεων πληρούν στο κράτος της έδρας τους απαιτήσεις αντίστοιχες προς τις προβλεπόμενες από την ημεδαπή νομοθεσία.
Εν πάση περιπτώσει, η απόλυτη αδυναμία των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή να τύχουν της απαλλαγής που χορηγείται στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας ούτε λόγω των δυσχερειών που επικαλείται το οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τη συγκέντρωση των κρίσιμων στοιχείων και την είσπραξη των φορολογικών οφειλών.
Ειδικότερα, πρώτον, όσον αφορά τα ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος, οι οδηγίες 77/799, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων, και 2008/55, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα, παρέχουν στις εθνικές αρχές ένα πλαίσιο συνεργασίας και συνδρομής που τους επιτρέπει να λάβουν τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και τα μέσα για να εισπράξουν τυχόν φορολογικές οφειλές από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Δεύτερον, όσον αφορά τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος του ΕΟΧ, είναι μεν αληθές ότι οι προαναφερθέντες μηχανισμοί δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ως έχουν, πλην όμως η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας από τη στιγμή που δεν θέτει ως προϋπόθεση για το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών την ύπαρξη διμερούς συμφωνίας συνδρομής μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και των κρατών μελών του ΕΟΧ που να παρέχει δυνατότητες συνεργασίας και συνδρομής αντίστοιχες προς εκείνες που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Εξάλλου, για να εξασφαλισθεί η είσπραξη των φορολογικών οφειλών θα μπορούσαν να προβλεφθούν μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων απ’ ό,τι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, όπως η υποχρέωση να παρέχονται εκ των προτέρων οι αναγκαίες χρηματοοικονομικές εγγυήσεις για την εξόφληση αυτών των οφειλών.
(βλ. σκέψεις 30, 36-37, 46, 48-50, 52 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 6ης Οκτωβρίου 2011 (*)
«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Αλλοδαπά και ημεδαπά κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Μερίσματα – Απαλλαγή – Διαφορετική μεταχείριση»
Στην υπόθεση C-493/09,
με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2009,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal και τη M. Afonso, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα,
κατά
Πορτογαλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον L. Inez Fernandes και την H. Ferreira,
καθής,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, J.-J. Kasel, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή) και M. Safjan, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαρτίου 2011,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2011,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, φορολογώντας τα μερίσματα τα οποία λαμβάνουν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή με συντελεστή υψηλότερο από εκείνον που βαρύνει τα μερίσματα τα οποία λαμβάνουν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στο έδαφός της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία για τον ΕΟΧ).
Το νομικό πλαίσιο
2 Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού περί φορολογικών πλεονεκτημάτων (Estatuto dos Beneficios Fiscais, στο εξής: EBF), τα εισοδήματα των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων και των εξομοιούμενων προς αυτά οντοτήτων που συστήνονται και λειτουργούν σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (Imposto sobre o Rendimento das Pessoas Colectivas, στο εξής: IRC).
3 Το άρθρο 16, παράγραφος 4, του EBF προβλέπει ότι, εφόσον δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 16, η προβλεπόμενη στην παράγραφο αυτή απαλλαγή δεν ισχύει για την οικεία οικονομική χρήση, οι δε εταιρείες που διαχειρίζονται τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων και τις εξομοιούμενες προς αυτά οντότητες, περιλαμβανομένων των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, ευθύνονται ως κύριοι οφειλέτες για τις φορολογικές οφειλές των ταμείων ή των ομάδων περιουσίας που διαχειρίζονται και πρέπει να καταβάλουν τον οφειλόμενο φόρο εντός της προθεσμίας του άρθρου 120, παράγραφος 1, του κώδικα φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων (Código do Imposto sobre o Rendimento das Pessoas Colectivas, στο εξής: CIRC).
4 Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του CIRC ορίζει ότι τα νομικά πρόσωπα και οι λοιπές οντότητες που δεν έχουν την έδρα τους ή την πραγματική τους διεύθυνση στην Πορτογαλία υπόκεινται στον IRC μόνο για τα εισοδήματα που αποκτούν στην ημεδαπή. Το άρθρο 80, παράγραφος 4, στοιχείο c, του CIRC διευκρινίζει ότι ο συντελεστής του IRC είναι 20 %, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των συμβάσεων περί αποτροπής της διπλής φορολογίας.
5 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο c, σημείο 3, του CIRC, τα έσοδα από την τοποθέτηση κεφαλαίων των οποίων ο οφειλέτης είναι πρόσωπο που έχει την κατοικία του, την έδρα του ή την έδρα της πραγματικής του διεύθυνσης στην Πορτογαλία ή τα οποία καταβάλλονται από κατάστημα εγκατεστημένο στην Πορτογαλία περιλαμβάνονται στα εισοδήματα των κατοίκων αλλοδαπής που φορολογούνται στην Πορτογαλία.
6 Κατά το άρθρο 88, παράγραφοι 1, στοιχείο c, 3, στοιχείο b, και 5, του CIRC, ο IRC παρακρατείται οριστικά στην πηγή.
7 Το άρθρο 88, παράγραφος 11, του CIRC έχει ως εξής:
«Φορολογούνται αυτοτελώς, με συντελεστή 20 %, τα κέρδη που διανέμουν οντότητες υποκείμενες στον IRC σε φορολογούμενους που τυγχάνουν ολικής ή μερικής απαλλαγής, περιλαμβανομένων, στην περίπτωση αυτή, των εισοδημάτων από κινητές αξίες, όταν τα εταιρικά μερίδια που αποδίδουν τα κέρδη δεν κατέχονταν αδιαλείπτως από τον ίδιο φορολογούμενο κατά το έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας διαθέσεως των κερδών και δεν εξακολούθησαν να κατέχονται από αυτόν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ήταν αναγκαίο για τη συμπλήρωση της ως άνω περιόδου.»
8 Το άρθρο 88, παράγραφος 12, του CIRC ορίζει τα εξής:
«Από το ποσό του φόρου που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 11 αφαιρείται ο φόρος που τυχόν παρακρατήθηκε στην πηγή, στην περίπτωση δε αυτή ο παρακρατηθείς φόρος δεν μπορεί να εκπέσει δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2.»
Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
9 Στις 23 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή απέστειλε στην Πορτογαλική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο υποστήριξε ότι οι πορτογαλικές φορολογικές διατάξεις σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων και των τόκων που εισπράττονται από κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων μη εδρεύοντα στην Πορτογαλία είναι ασυμβίβαστες με τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.
10 Δεδομένου ότι η από 18 Ιουνίου 2007 απάντηση της Πορτογαλικής Δημοκρατίας δεν έπεισε την Επιτροπή, η Επιτροπή απέστειλε στο ως άνω κράτος μέλος, στις 8 Μαΐου 2008, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το κράτος αυτό να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της λήψεώς της.
11 Με την απάντησή της της 14ης Αυγούστου 2008, η Πορτογαλική Δημοκρατία αναγνώρισε ότι το επίμαχο φορολογικό σύστημα συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αλλά εκτίμησε ότι ο περιορισμός αυτός είναι δικαιολογημένος βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι το ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην Πορτογαλία αντισταθμίζει τις ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις τους.
12 Μη κρίνοντας ικανοποιητικές τις εξηγήσεις αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
13 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Απριλίου 2010 και βάσει των άρθρων 40, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 93 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.
14 Με διάταξη της 15ης Ιουλίου 2010, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το ως άνω αίτημα.
Επί της προσφυγής
Επιχειρήματα των διαδίκων
15 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πορτογαλικό φορολογικό σύστημα που ισχύει για τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων προβλέπει διαφορετική μεταχείριση αναλόγως του τόπου της έδρας των εν λόγω ταμείων συντάξεων. Έτσι, τα μερίσματα που καταβάλλονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία απαλλάσσονται πλήρως από τον IRC, ενώ τα μερίσματα που καταβάλλονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή υπόκεινται στον φόρο αυτό.
16 Η Επιτροπή φρονεί ότι η ως άνω διαφορετική μεταχείριση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, στον βαθμό που καθιστά λιγότερο ελκυστική την επένδυση σε πορτογαλικές εταιρίες για τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή.
17 Καταρχάς, η Πορτογαλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 11, του CIRC, δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή και των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή όταν τα διανεμόμενα μερίσματα προέρχονται από εταιρικά μερίδια τα οποία κατέχονται για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους από το ταμείο συντάξεων που δικαιούται τα εν λόγω μερίσματα, δεδομένου ότι τα εισοδήματα αυτά βαρύνονται και στις δύο περιπτώσεις με τον IRC.
18 Στις λοιπές περιπτώσεις, η Πορτογαλική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι υφίσταται περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αλλά υποστηρίζει ότι αυτός είναι δικαιολογημένος για δύο λόγους.
19 Πρώτον, το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων δικαιολογείται από τον σκοπό της διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής. Έτσι, η φορολογική απαλλαγή των εισοδημάτων των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή αντισταθμίζεται από την επιβολή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στις συντάξεις γήρατος τις οποίες καταβάλλουν στους δικαιούχους που έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία. Στον τομέα των συντάξεων, η ευρεία ερμηνεία αυτού του επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος είναι αναγκαία για την εξάλειψη των κινδύνων διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
20 Δεύτερον, η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της απαλλαγής από τον IRC μόνο στα εδρεύοντα στην ημεδαπή κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων θεμελιώνεται σε λόγους που άπτονται της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Έτσι, οι νομικές επιταγές βάσει των οποίων παρέχεται δικαίωμα σε απαλλαγή από τον IRC προϋποθέτουν ότι τα ταμεία που στοχεύουν στην απαλλαγή αυτή μπορούν να ελέγχονται ευθέως από τις πορτογαλικές φορολογικές αρχές.
21 Έτσι, τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην Πορτογαλία υπόκεινται όχι μόνον σε ιδιαιτέρως αυστηρές απαιτήσεις συνετής διαχειρίσεως και προστασίας των επενδυτών, απορρέουσες από την οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235, σ. 10), αλλά και σε πρόσθετες προϋποθέσεις που προβλέπει ειδικά το πορτογαλικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τη οικονομική ευθύνη. Έτσι, το άρθρο 16, παράγραφος 4, του EBF προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων ευθύνονται ως κύριοι οφειλέτες για τις φορολογικές οφειλές των ταμείων ή των ομάδων περιουσίας που διαχειρίζονται.
22 Ο έλεγχος όμως των στοιχείων αυτών είναι ιδιαιτέρως περίπλοκος και προϋποθέτει ότι οι πορτογαλικές φορολογικές αρχές μπορούν να απευθυνθούν ευθέως στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που τυγχάνουν της απαλλαγής από τον IRC. Ειδικότερα, σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι απαιτήσεις που θέτει η πορτογαλική νομοθεσία για την απαλλαγή από τον IRC, είναι απαραίτητο να υπάρχει άμεση δυνατότητα δεσμεύσεως των κεφαλαίων του οικείου ταμείου συντάξεων ώστε να διασφαλιστεί η καταβολή του οφειλόμενου IRC. Εντούτοις, για τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και, κατά μείζονα λόγο, για τα ταμεία εκείνα που εδρεύουν σε τρίτο κράτος που μετέχει στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ, η δέσμευση αυτή είναι αδύνατη, εφόσον οι διατάξεις της Ένωσης περί συνεργασίας σε φορολογικά ζητήματα δεν έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο αυτό.
23 Σε απάντηση των επιχειρημάτων αυτών, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο δικαιολογητικός λόγος που αντλείται από τη φορολογική συνοχή δεν μπορεί να γίνει δεκτός σε σχέση με τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προκύπτει από το πορτογαλικό σύστημα φορολογήσεως των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων.
24 Έτσι, αφενός, ο IRC ο οποίος παρακρατείται επί των εσόδων των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή δεν αποτελεί άμεση πηγή χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Αφετέρου, τα απολεσθέντα φορολογικά έσοδα λόγω της απαλλαγής από τον IRC αντισταθμίζονται πράγματι με τη φορολόγηση των συντάξεων γήρατος μόνο στην περίπτωση που οι δικαιούχοι των συντάξεων αυτών έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία.
25 Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι ο επίμαχος περιορισμός δεν δικαιολογείται ούτε από λόγους σχετικούς με την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων.
26 Ειδικότερα, αφενός, το προβαλλόμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουν τα εδρεύοντα στην αλλοδαπή κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων, σχετικά με τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δυσμενέστερη φορολογική μεταχείρισή τους.
27 Αφετέρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σκοπός της φορολογικής μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή είναι η προστασία των εταιριών στις οποίες επενδύουν και των ιδιωτών που έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία. Η ως άνω φορολογική μεταχείριση αποβλέπει μόνο στο να παράσχει το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον IRC αποκλειστικά στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή, χωρίς να καταλείπει δυνατότητα στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή να αποδείξουν ότι παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις προς εκείνες που παρέχονται από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων τα οποία εδρεύουν στην ημεδαπή. Συνεπώς, για την εκπλήρωση των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Πορτογαλική Δημοκρατία, θα αρκούσε να ζητηθεί από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή να αποδείξουν την ιδιότητά τους και ποιο είναι το νομικό καθεστώς που διέπει τη δραστηριότητά τους, εφόσον οι μηχανισμοί συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και από πολυμερείς και διμερείς συμφωνίες όσον αφορά τα τρίτα κράτη που μετέχουν στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ, επιτρέπουν στις πορτογαλικές αρχές να προβούν στους αναγκαίους ελέγχους ή ακόμη και στην είσπραξη των φορολογικών οφειλών.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Επί της υπάρξεως περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων
28 Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μεταξύ των μέτρων που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως συνιστώντα περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων, συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος ή να αποτρέψουν τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C-436/08 και C-437/08, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50).
29 Ως προς το ζήτημα αν η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, διαπιστώνεται ότι για να μη βαρύνονται με τον IRC, τα μερίσματα που διανέμονται από εταιρίες εγκατεστημένες στην Πορτογαλία σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων πρέπει να πληρούν δύο προϋποθέσεις. Αφενός, πρέπει να καταβάλλονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων τα οποία έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία. Αφετέρου, τα μερίσματα αυτά πρέπει να διανέμονται βάσει εταιρικών μεριδίων τα οποία κατέχονταν αδιαλείπτως από το ίδιο κεφαλαιοποιητικό ταμείο συντάξεων για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο αντιστοιχεί στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας διαθέσεως των μερισμάτων ή εξακολούθησαν να κατέχονται από το ταμείο αυτό καθ’ όλο τον χρόνο που ήταν αναγκαίος για τη συμπλήρωση του ως άνω χρονικού διαστήματος.
30 Εξ αυτού συνάγεται ότι, λόγω της πρώτης προϋποθέσεως την οποία προβλέπει η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, η επένδυση που ενδέχεται να πραγματοποιήσουν σε πορτογαλική εταιρία τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή είναι λιγότερο ελκυστική από την επένδυση που θα μπορούσε να γίνει από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή. Ειδικότερα, μόνο στην πρώτη περίπτωση τα διανεμόμενα από την πορτογαλική εταιρία μερίσματα θα βαρύνονται με IRC του οποίου ο συντελεστής θα είναι 20 %, έστω και αν έχουν προέλθει από εταιρικά μερίδια που κατέχονταν από το ως άνω ταμείο για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο αντιστοιχεί στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας διαθέσεως των μερισμάτων. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπει τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή από επενδύσεις σε πορτογαλικές εταιρίες, καθώς και τους αποταμιευτές που έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία από την επένδυση σε τέτοια κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων.
31 Εντούτοις, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν υφίσταται όταν τα μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρία που εδρεύει στην ημεδαπή προέρχονται από εταιρικά μερίδια που δεν κατέχονταν από τον ίδιο φορολογούμενο κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ημερομηνίας διαθέσεως των μερισμάτων. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 11, του CIRC, στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του EBF απαλλαγή, οπότε τα μερίσματα αυτά βαρύνονται με τον IRC ανεξαρτήτως του τόπου της έδρας του κεφαλαιοποιητικού ταμείου συντάξεων στο οποίο καταβάλλονται.
32 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να συναχθεί ότι, σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλονται από εταιρίες εγκατεστημένες στην Πορτογαλία βάσει εταιρικών μεριδίων που κατέχονται από κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, η επίδικη κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος καταρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.
Επί των λόγων που μπορούν να δικαιολογήσουν την επίμαχη νομοθεσία
33 Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, εθνικά μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μπορούν να δικαιολογούνται από τους αναφερόμενους στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ λόγους ή από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, υπό τον όρο να είναι πρόσφορα για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, C-233/09, Dijkman και Dijkman-Lavaleije, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Κατά την Πορτογαλική Δημοκρατία, η επίμαχη νομοθεσία δικαιολογείται από λόγους που αντλούνται από την ανάγκη διαφυλάξεως, αφενός, της φορολογικής συνοχής και, αφετέρου, της αποτελεσματικότητας του ελέγχου όσον αφορά τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων προκειμένου να τύχουν της επίδικης απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.
– Ως προς τον σκοπό που αντλείται από την ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής
35 Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής ενός φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΕΚ (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, C-418/07, Papillon, Συλλογή 2008, σ. I-8947, σκέψη 43, και προπαρατεθείσα απόφαση Dijkman και Dijkman-Lavaleije, σκέψη 54).
36 Εντούτοις, για να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο σε αυτόν τον δικαιολογητικό λόγο, το Δικαστήριο απαιτεί να υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον σκοπό της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις Papillon, σκέψη 44 και Dijkman και Dijkman-Lavaleije, σκέψη 55).
37 Συναφώς, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου, υποστηρίζοντας απλώς ότι η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αντισταθμίζει τον φόρο εισοδήματος που οι μετέχοντες στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην Πορτογαλία οφείλουν για τις συντάξεις που λαμβάνουν και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η διπλή φορολόγηση των εισοδημάτων αυτών.
38 Εξάλλου, αφενός διαπιστώνεται ότι από την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δεν προκύπτει ότι οι πρόσοδοι που καταβάλλονται σε δικαιούχους που έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία από κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή δεν υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος. Συνεπώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα μερίσματα που καταβάλλονται στα ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή βαρύνονται με φόρο εισοδήματος εταιριών και τα ποσά που καταβάλλουν τα ως άνω ταμεία συντάξεων στους δικαιούχους κατοίκους ημεδαπής υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος.
39 Αφετέρου, όταν ταμείο συντάξεων που εδρεύει στην ημεδαπή καταβάλλει προσόδους σε δικαιούχο κάτοικο αλλοδαπής, τα μερίσματα που έχει εισπράξει απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, ανεξάρτητα από τη φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις προσόδους που καταβάλει το ως άνω ταμείο στο κράτος της κατοικίας του δικαιούχου.
40 Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την ανάγκη να διασφαλισθεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα του πορτογαλικού συνταξιοδοτικού συστήματος, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν παρέσχε στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί κατά πόσον η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών των μερισμάτων τα οποία καταβάλλονται σε ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή θα μπορούσε να υπονομεύσει τη χρηματοδότηση του συστήματος αυτού.
41 Συνεπώς, βάσει των στοιχείων που παρουσίασε η Πορτογαλική Δημοκρατία, δεν μπορεί να επικαλείται, προς δικαιολόγηση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος απορρέει από την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, την ανάγκη διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής.
– Ως προς τον σκοπό που άπτεται της ανάγκης εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των ελέγχων
42 Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (προπαρατεθείσα απόφαση Dijkman και Dijkman-Lavaleije, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
43 Κατά την Πορτογαλική Δημοκρατία, η απαλλαγή από τον IRC αποτελεί αντιστάθμισμα της τηρήσεως από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων των απαιτήσεων που προβλέπονται από την οδηγία 2003/41 και την πορτογαλική νομοθεσία.
44 Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων τα οποία εδρεύουν στην ημεδαπή προκειμένου να τύχουν της απαλλαγής από τον IRC αποσκοπούν στην εξασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του πορτογαλικού συνταξιοδοτικού συστήματος, μέσω της υποβολής αυτών των ταμείων συντάξεων σε ιδιαιτέρως αυστηρές απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τη διαχείριση, τη λειτουργία, την κεφαλαιοποίηση και την οικονομική ευθύνη. Ο έλεγχος όμως σχετικά με τις απαιτήσεις αυτές είναι δυνατό να διενεργείται από τη φορολογική αρχή μόνο στο μέτρο που τα ως άνω κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων εδρεύουν στην Πορτογαλία.
45 Διαπιστώνεται όμως συναφώς ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση αποκλείει εξαρχής τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή από το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον IRC, χωρίς να τους παρέχει τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πορτογαλικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η διαφορά μεταχειρίσεως που παρατηρείται μεταξύ των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην ημεδαπή και των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή σχετικά με την απαλλαγή από τον IRC αποτελεί αντιστάθμισμα της τηρήσεως από τα πρώτα των απαιτήσεων που προβλέπονται από την εν λόγω νομοθεσία. Ειδικότερα, τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή αποκλείονται σε κάθε περίπτωση από το ευεργέτημα της ως άνω απαλλαγής, έστω και αν πληρούν τις απαιτήσεις για τη χορήγησή της.
46 Εντούτοις, εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία εμποδίζει εντελώς τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων να αποδείξουν ότι πληρούν τις απαιτήσεις βάσει των οποίων θα ετύγχαναν απαλλαγής από τον IRC, αν έδρευαν στην Πορτογαλία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ επίκληση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Ειδικότερα, δεν μπορεί εξαρχής να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από την Πορτογαλική Δημοκρατία να είναι σε θέση να προσκομίσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά ώστε οι πορτογαλικές φορολογικές αρχές να μπορούν να επαληθεύσουν, με σαφήνεια και ακρίβεια, ότι τα ως άνω ταμεία συντάξεων πληρούν στο κράτος της έδρας τους απαιτήσεις αντίστοιχες προς τις προβλεπόμενες από την πορτογαλική νομοθεσία.
47 Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) καθόσον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, το νομοθετικό διάταγμα 12/2006, της 20ής Ιανουαρίου 2006, το οποίο επικαλείται η Πορτογαλική Δημοκρατία στο υπόμνημά της αντικρούσεως, έχει ως σκοπό να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2003/41, η εφαρμογή της οποίας έχει επεκταθεί στα κράτη μέλη του ΕΟΧ.
48 Εν πάση περιπτώσει, η απόλυτη αδυναμία των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή να τύχουν της απαλλαγής που χορηγείται στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην Πορτογαλία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας ούτε λόγω των δυσχερειών που επικαλείται η Πορτογαλική Δημοκρατία όσον αφορά τη συγκέντρωση των κρίσιμων στοιχείων και την είσπραξη των φορολογικών οφειλών.
49 Ειδικότερα, πρώτον, όσον αφορά τα ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από την Πορτογαλική Δημοκρατία, οι οδηγίες 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), και 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (ΕΕ L 150, σ. 28), παρέχουν στις πορτογαλικές αρχές ένα πλαίσιο συνεργασίας και συνδρομής που τους επιτρέπει να λάβουν τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και τα μέσα για να εισπράξουν τυχόν φορολογικές οφειλές από τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στην αλλοδαπή.
50 Δεύτερον, όσον αφορά τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος του ΕΟΧ, είναι μεν αληθές ότι οι μηχανισμοί που περιγράφηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ως έχουν, πλην όμως διαπιστώνεται, αφενός, ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δεν θέτει ως προϋπόθεση για το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών την ύπαρξη διμερούς συμφωνίας συνδρομής μεταξύ της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και των κρατών μελών του ΕΟΧ που να παρέχει δυνατότητες συνεργασίας και συνδρομής αντίστοιχες προς εκείνες που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Αφετέρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, για να εξασφαλισθεί η είσπραξη των φορολογικών οφειλών θα μπορούσαν να προβλεφθούν μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων απ’ ό,τι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, όπως η υποχρέωση να παρέχονται εκ των προτέρων οι αναγκαίες χρηματοοικονομικές εγγυήσεις για την εξόφληση αυτών των οφειλών.
51 Εξ αυτού συνάγεται ότι ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που απορρέει από την επίδικη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τους λόγους που επικαλείται η Πορτογαλική Δημοκρατία.
52 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, παρέχοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποκλειστικά στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στο έδαφός της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.
Επί των δικαστικών εξόδων
53 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:
1) Η Πορτογαλική Δημοκρατία, παρέχοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποκλειστικά στα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που εδρεύουν στο έδαφός της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μαΐου 1992.
2) Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.