Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

27.3.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 80/18


Προσφυγή που ασκήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-38/10)

2010/C 80/33

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: R. Lyal και G. Braga da Cruz)

Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ τις νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 76.°-A, 76.°-B και 76.°-C του πορτογαλικού Código do Imposto sobre o Rendimento das pessoas Colectivas (CIRC), κατά τις οποίες, σε περίπτωση μεταφοράς της έδρας και της πραγματικής διευθύνσεως μιας πορτογαλικής επιχειρήσεως σε άλλο κράτος μέλος ή παύσεως της λειτουργίας στην Πορτογαλία ενός σταθερού καταστήματος ή μεταφοράς των εν Πορτογαλία στοιχείων του ενεργητικού της σε άλλο κράτος μέλος:

η φορολογητέα ύλη του οικονομικού έτους κατά το οποίο επέρχεται το γεγονός αυτό περιλαμβάνει ολόκληρη τη μη πραγματοποιηθείσα υπεραξία τη σχετική με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, ενώ η μη πραγματοποιηθείσα υπεραξία που απορρέει από αποκλειστικά εγχώριες συναλλαγές δεν περιλαμβάνεται στη φορολογητέα ύλη,

οι εταίροι μιας εταιρίας, η οποία μεταφέρει εκτός της πορτογαλικής επικρατείας την έδρα και την πραγματική της διεύθυνση, υπόκεινται σε φόρο, που υπολογίζεται επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας των ρευστών περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας (υπολογιζομένης κατά τον χρόνο της μεταφοράς και με τιμές αγοράς) και της τιμής κτήσεως των αντιστοίχων εταιρικών μεριδίων,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 31 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ·

να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα παρατιθέμενα άρθρα του CIRC [Κώδικα φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων] μπορούν ν’ αποτελέσουν εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα πορτογαλική νομοθεσία, η μη πραγματοποιηθείσα υπεραξία φορολογείται μόνον όταν μια εταιρία μεταφέρει την έδρα και την πραγματική της διεύθυνση εκτός της πορτογαλικής επικρατείας ή όταν μεταφέρει επί μέρους περιουσιακά της στοιχεία σε σταθερό κατάστημα κείμενο σε άλλο κράτος μέλος, ενώ παρόμοιες μεταφορές έδρας εντός της πορτογαλικής επικρατείας ή ενεργητικού από την έδρα προς υποκατάστημα εντός του ίδιου κράτους μέλους δεν συνεπάγονται αμέσως καμία φορολογική συνέπεια.

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί την εξουσία κράτους μέλους να φορολογεί την υπεραξία την οποία έχει συσσωρεύσει ένα πρόσωπο που, ως κάτοικος ημεδαπής, υπόκειται σε φορολόγηση επί του συνολικού του εισοδήματος. Θεωρεί όμως ότι η πορτογαλική νομοθεσία οφείλει να εφαρμόζει τον ίδιο κανόνα και ότι τα γενεσιουργά αίτια της φοροδοτικής υποχρεώσεως πρέπει να είναι τα ίδια — συγκεκριμένα, η πραγματοποίηση του ενεργητικού η οποιοσδήποτε παράγων προκαλεί αναπροσαρμογή της απόσβεσης —, είτε η έδρα, η πραγματική διεύθυνση ή περιουσιακά στοιχεία μεταφέρονται εκτός της πορτογαλικής επικρατείας είτε παραμένουν σ’ αυτήν.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εταιρίες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάζουν την έδρα τους ή επί μέρους περιουσιακά τους στοιχεία σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να υπόκεινται σε υπέρμετρα περίπλοκες και δαπανηρές διαδικασίες. Κατά την άποψή της, η άμεση είσπραξη φόρων επί της μη πραγματοποιηθείσας υπεραξίας, κατά τη μεταφορά της έδρας και της πραγματικής διευθύνσεως πορτογαλικής εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος ή λόγω παύσεως λειτουργίας σταθερού καταστήματος εντός της πορτογαλικής επικρατείας ή μεταφοράς του εν Πορτογαλία ενεργητικού της σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιολογείται αν τέτοια φορολόγηση δεν υφίσταται και σε ανάλογες εγχώριες καταστάσεις.

Η ανάγκη ειδικής προστασίας των δικαιωμάτων ορισμένων συμφερόντων, και ειδικότερα των πιστωτών, των μετόχων της μειοψηφίας και των φορολογικών αρχών πρέπει μεν να εξασφαλίζεται, σύμφωνα όμως προς την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Συναφώς, η Πορτογαλική Δημοκρατία θα ηδύνατο, παραδείγματος χάριν, να προσδιορίζει την αξία της μη πραγματοποιηθείσας υπεραξίας επί της οποίας προτίθεται να διαφυλάξει τη φορολογική της αρμοδιότητα, χωρίς όμως ούτε να καθιστά τον φόρο άμεσα απαιτητό, ούτε να συναρτά την αναβολή της πληρωμής του προς άλλες προϋποθέσεις.

Ο — θεμιτός κατά τα άλλα — σκοπός της εξασφαλίσεως αποτελεσματικού φορολογικού ελέγχου και της καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής θα μπορούσε επίσης να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικές μεθόδους, με τη χρήση των μηχανισμών που προβλέπει η οδηγία 77/799/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων, ή η οδηγία 2008/55/ΕΚ (2) του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πορτογαλική νομοθεσία βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, που είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πορτογαλική νομοθεσία πρέπει να ακολουθεί τον ίδιο κανόνα είτε η έδρα, η πραγματική διεύθυνση ή περιουσιακά στοιχεία μεταφέρονται εκτός της πορτογαλικής επικρατείας είτε παραμένουν σ’ αυτήν: ο φόρος πρέπει να εισπράττεται μόνον αφού πραγματοποιηθεί η αύξηση αξίας του ενεργητικού.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86.

(2)  ΕΕ 2008, L 150, p. 28.