Υπόθεση C-93/10
Finanzamt Essen-NordOst
κατά
GFKL Financial Services AG
(αίτηση του Bundesfinanzhof
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Άρθρα 2, σημείο 1, και 4 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοιες των «παροχών υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας» και της «οικονομικής δραστηριότητας» – Πώληση επισφαλών απαιτήσεων – Τιμές πωλήσεως χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων αυτών – Συνεκτίμηση εκ μέρους του αγοραστή των πράξεων εισπράξεως των εν λόγω απαιτήσεων και του κινδύνου αφερεγγυότητας των οφειλετών»
Περίληψη της αποφάσεως
Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόροι κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας – Έννοια
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρα 2, σημείο 1, και 4)
Τα άρθρα 2, σημείο 1, και 4 της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, έχουν την έννοια ότι οικονομικός παράγοντας ο οποίος αγοράζει, ιδίω κινδύνω, επισφαλείς απαιτήσεις σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας δεν παρέχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 1, και δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής όταν η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων αυτών και της τιμής αγοράς αυτών αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική αξία των επίμαχων απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς τους.
Πράγματι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν λαμβάνει καμία αντιπαροχή εκ μέρους του εκχωρητή, καθώς η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των εκχωρηθεισών απαιτήσεων και της τιμής αγοράς των απαιτήσεων αυτών αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική αξία των εν λόγω απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς τους, η οποία εξαρτάται από τον αμφίβολο χαρακτήρα αυτών και από τον αυξημένο κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών.
(βλ. σκέψεις 22, 25-26 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 27ης Οκτωβρίου 2011 (*)
«Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Άρθρα 2, σημείο 1, και 4 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοιες των “παροχών υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας” και της “οικονομικής δραστηριότητας” – Πώληση επισφαλών απαιτήσεων – Τιμές πωλήσεως χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων αυτών – Συνεκτίμηση εκ μέρους του αγοραστή των πράξεων εισπράξεως των εν λόγω απαιτήσεων και του κινδύνου αφερεγγυότητας των οφειλετών»
Στην υπόθεση C-93/10,
με αντικείμενο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης
Finanzamt Essen-NordOst
κατά
GFKL Financial Services AG,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Γ. Αρέστη και D. Šváby, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen
γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαΐου 2011,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η GFKL Financial Services AG, εκπροσωπούμενη από τις A. Bartsch και B. Keller, Rechtsanwälte,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και C. Blaschke,
– η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τους D. O’Hagan και G. Clohessy,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2011,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, σημείο 1, 4, 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, καθώς και του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημεία 2 και 3, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).
2 Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Finanzamt Essen-NordOst (στο εξής: Finanzamt) και της GFKL Financial Services AG (στο εξής: GFKL) όσον αφορά την επιβολή στην τελευταία φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) για την αγορά, από μία εκ των θυγατρικών της, απαιτήσεων σχετικών με 70 καταγγελθείσες και ληξιπρόθεσμες συμβάσεις δανείου.
Το νομικό πλαίσιο
3 Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας ορίζει:
«Στον [ΦΠΑ] υπόκεινται:
1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν».
4 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:
«1. Θεωρείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού των αποτελεσμάτων της δραστηριότητος αυτής.
2. Οικονομικές δραστηριότητες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξορύξεως, των γεωργικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελευθέρων επαγγελμάτων ή των εξομοιουμένων προς αυτά. Ως οικονομική δραστηριότης θεωρείται επίσης η εκμετάλλευση ενσωμάτου ή αΰλου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρος».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
5 Η GFKL είναι ο μόνος εταίρος και μητρική εταιρία μίας εταιρίας γερμανικού δικαίου η οποία, στις 26 Οκτωβρίου 2004, αγόρασε από τράπεζα εμπράγματες ασφάλειες και απαιτήσεις σχετικές με 70 καταγγελθείσες και ληξιπρόθεσμες συμβάσεις δανείου.
6 Κατά την ημερομηνία αναφοράς, στις 29 Απριλίου 2004, η ονομαστική αξία των απαιτήσεων αυτών ανερχόταν σε 15 500 915,16 ευρώ.
7 Η σύμβαση αγοράς προέβλεπε ειδικότερα ότι, από αυτήν την ημερομηνία αναφοράς, τα εν λόγω δικαιώματα και απαιτήσεις εθεωρείτο ότι τελούσαν υπό διαχείριση και φύλαξη για λογαριασμό και με κίνδυνο του αγοραστή, ότι οι σχετικές πληρωμές απέβαιναν προς όφελος αυτού και ότι η ευθύνη του πωλητή για την είσπραξη των επίμαχων απαιτήσεων αποκλειόταν.
8 Πάντως, έπειτα από έγγραφο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών, της 3ης Ιουνίου 2004, για την εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2003, C-305/01, MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring (Συλλογή 2003, σ. I-6729), τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση αγοράς μέρη έκριναν ότι, δεδομένης της σημασίας των περιπτώσεων αθετήσεως των υποχρεώσεων καταβολής πληρωμών, το προς είσπραξη μέρος των επίμαχων απαιτήσεων ήταν πολύ χαμηλότερο σε σχέση με την ονομαστική αξία τους και όρισαν την οικονομική αξία αυτών στο ποσό των 8 956 101 ευρώ.
9 Εξάλλου, εκτιμώντας ότι η είσπραξη των απαιτήσεων αυτών επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε διάστημα περίπου τριών ετών, τα μέρη συμφώνησαν, βάσει συνομολογηθέντος επιτοκίου της τάξεως των 5,97 %, τη χορήγηση πιστώσεως από τον αγοραστή προς τον πωλητή, περιλαμβανομένου τόκου ύψους 556 293, με αποτέλεσμα να προκύψει, μετά την αφαίρεση των τόκων αυτών, οικονομική αξία των εν λόγω απαιτήσεων ύψους 8 399 808 ευρώ.
10 Η οριστική τιμή αγοράς των επίμαχων απαιτήσεων ορίσθηκε εν τέλει σε 8 034 883 ευρώ και η σύμβαση αγοράς δεν προέβλεψε δυνατότητα μεταγενέστερης προσαρμογής της τιμής αυτής.
11 Περαιτέρω, τα μέρη έκριναν ότι, με την αγορά των απαιτήσεων αυτών, ο αγοραστής δεν παρείχε στον πωλητή υποκείμενη σε φόρο υπηρεσία. Παρά ταύτα, προέβλεψαν ότι, σε περίπτωση διαφορετικής εκτιμήσεως εκ μέρους της φορολογικής υπηρεσίας, η διαφορά των 364 925 ευρώ μεταξύ της οικονομικής αξίας άνευ τόκων και της οριστικής τιμής αγοράς των εν λόγω απαιτήσεων θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αντιπαροχή.
12 Μετά την υποβολή περιοδικής δηλώσεως για τον φόρο κύκλου εργασιών όπου είχε επισημάνει ότι η διαφορά αυτή συνιστούσε την αποζημίωση για υποκείμενη σε φόρο παροχή προς τον πωλητή των επίμαχων απαιτήσεων, η GFKL άσκησε ένσταση κατά της περιοδικής της δηλώσεως, την οποία το Finanzamt απέρριψε ως αβάσιμη.
13 Η GFKL ακολούθως άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht, η οποία έγινε δεκτή με το σκεπτικό ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γνήσια πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, η μεταβίβαση επισφαλών απαιτήσεων δεν συνεπάγεται υποκείμενη στον φόρο κύκλου εργασιών παροχή υπηρεσιών στον πωλητή αυτών των απαιτήσεων.
14 Το Finanzamt άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Finanzgericht ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
15 Υπό τις συνθήκες αυτές το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1) Σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, και του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας [...]:
Υφίσταται, σε περίπτωση πωλήσεως (αγοράς) επισφαλών απαιτήσεων όπου ο αγοραστής αναλαμβάνει την είσπραξη απαιτήσεων και τον κίνδυνο μη ικανοποιήσεως των απαιτήσεων αυτών εκ μέρους των οφειλετών, παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας και άσκηση οικονομικής δραστηριότητας του αγοραστή των απαιτήσεων ακόμη και όταν η τιμή πωλήσεως:
– δεν υπολογίζεται επί τη βάσει της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων κατόπιν συνομολογήσεως κατ’ αποκοπήν μειώσεως για την ανάληψη της διενέργειας των πράξεων εισπράξεως των απαιτήσεων και του κινδύνου μη ικανοποιήσεως των απαιτήσεων αυτών εκ μέρους των οφειλετών, αλλά
– προσδιορίζεται επί τη βάσει του εκτιμώμενου για την εκάστοτε απαίτηση κινδύνου μη ικανοποιήσεώς της, ενώ στις πράξεις εισπράξεως των απαιτήσεων προσδίδεται δευτερεύουσα μόνο σημασία σε σχέση με τη μείωση που αναλογεί στον κίνδυνο μη ικανοποιήσεως των απαιτήσεων;
2) Σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημεία 2 και 3, της έκτης οδηγίας […], σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1:
α) Απαλλάσσεται του φόρου, ως χορήγηση άλλης ασφάλειας ή εγγυήσεως, η εκ μέρους του αγοραστή απαιτήσεων ανάληψη του κινδύνου μη ικανοποιήσεως των απαιτήσεων αυτών στο πλαίσιο εξαγοράς επισφαλών απαιτήσεων σε τιμή πωλήσεως που είναι σημαντικά κατώτερη της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων;
β) Εάν η ανάληψη του κινδύνου μη ικανοποιήσεως των απαιτήσεων απαλλάσσεται του φόρου:
απαλλάσσεται του φόρου η διενέργεια των πράξεων εισπράξεως των απαιτήσεων, ως τμήμα ενιαίας παροχής ή ως παρεπόμενη παροχή, ή υπόκειται στον φόρο ως αυτοτελής παροχή;
3) Σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 11, Α, [παράγραφος 1], στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας […], εάν στο ερώτημα 1 δοθεί καταφατική απάντηση και δεν υφίσταται απαλλασσόμενη του φόρου παροχή:
Το αντίτιμο για την υποκείμενη στον φόρο παροχή προσδιορίζεται επί τη βάσει της εκτιμήσεως των μερών όσον αφορά τις δαπάνες εισπράξεως ή επί τη βάσει των πραγματικών δαπανών εισπράξεως;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
16 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 2, σημείο 1, και 4 της έκτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι οικονομικός παράγοντας ο οποίος αγοράζει, ιδίω κινδύνω, επισφαλείς απαιτήσεις, σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας, παρέχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας και ασκεί οικονομική δραστηριότητα.
17 Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, στο πλαίσιο του συστήματος ΦΠΑ, οι φορολογητέες πράξεις προϋποθέτουν την ύπαρξη εμπορικής πράξεως μεταξύ των μερών συνεπαγομένης καθορισμό τιμής ή ανταλλάγματος. Κατά συνέπεια, όταν η δραστηριότητα του παρέχοντος υπηρεσίες συνίσταται αποκλειστικώς στην άνευ αμέσου ανταλλάγματος παροχή υπηρεσιών, δεν υπάρχει βάση για την επιβολή φορολογίας και, επομένως, η παροχή των υπηρεσιών αυτών δεν υπόκειται στον ΦΠΑ (βλ. απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, C-246/08, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2009, σ. I-10605, σκέψη 43).
18 Στο πλαίσιο αυτό, παρέχεται υπηρεσία «εξ επαχθούς αιτίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας, και επομένως η παροχή αυτή είναι φορολογητέα, μόνον αν υφίσταται μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του λήπτη αυτής έννομη σχέση κατά τη διάρκεια της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, η δε αμοιβή που λαμβάνει ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή της υπηρεσίας που παρέχεται στον λήπτη (βλ., απόφαση MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, ανωτέρω, σκέψη 47).
19 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας έννοια της «παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας» προϋποθέτει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής (βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010, C-40/09, Astra Zeneca UK, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
20 Στην προπαρατεθείσα απόφαση MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο πράκτορας επιχειρηματικών απαιτήσεων εγγυάται στον πελάτη την εξόφληση των απαιτήσεων, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών, πρέπει να θεωρηθεί εκμετάλλευση του εν λόγω αγαθού με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, εφόσον η πράξη αυτή διενεργείται, με καταβολή αμοιβής, για συγκεκριμένη περίοδο (βλ. απόφαση MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, ανωτέρω, σκέψη 50).
21 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εκχωρήσεως των επίμαχων απαιτήσεων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ο εκδοχέας των απαιτήσεων είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων στον εκχωρητή, έναντι των οποίων έλαβε αποζημίωση, ήτοι αμοιβή πρακτορεύσεως και αμοιβή ασφαλιστήριας ρήτρας για τη μη εξόφληση.
22 Ως προς τη διαφορά της κύριας δίκης, πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι, σε αντιδιαστολή με τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν λαμβάνει καμία αντιπαροχή εκ μέρους του εκχωρητή, οπότε δεν ασκείται οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας ούτε παρέχονται υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής.
23 Ασφαλώς, υπάρχει διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των εκχωρηθεισών απαιτήσεων και της τιμής αγοράς των απαιτήσεων αυτών.
24 Πάντως, σε αντιδιαστολή προς την αμοιβή πρακτορεύσεως και την αμοιβή ασφαλιστήριας ρήτρας για τη μη εξόφληση που, στη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, είχαν ληφθεί από τον πράκτορα, αυτή η διαφορά δεν συνιστά, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποζημίωση ως άμεσο αντάλλαγμα έναντι παρασχεθείσας υπηρεσίας από τον αγοραστή των εκχωρηθεισών απαιτήσεων.
25 Πράγματι, η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των εκχωρηθεισών απαιτήσεων και της τιμής αγοράς των απαιτήσεων αυτών αποτελεί όχι αντάλλαγμα για την υπηρεσία αυτή, αλλά αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική αξία των εν λόγω απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς τους, η οποία εξαρτάται από τον αμφίβολο χαρακτήρα αυτών και από τον αυξημένο κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών.
26 Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, σημείο 1, και 4 της έκτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι οικονομικός παράγοντας ο οποίος αγοράζει, ιδίω κινδύνω, επισφαλείς απαιτήσεις σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας δεν παρέχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, και δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής όταν η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των απαιτήσεων αυτών και της τιμής αγοράς αυτών αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική αξία των επίμαχων απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς του.
Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος
27 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
28 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Τα άρθρα 2, σημείο 1, και 4 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχουν την έννοια ότι οικονομικός παράγοντας ο οποίος αγοράζει, ιδίω κινδύνω, επισφαλείς απαιτήσεις σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας δεν παρέχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, και δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής όταν η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των εν λόγω απαιτήσεων και της τιμής αγοράς αυτών αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική αξία των επίμαχων απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς τους.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.