Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Ιουνίου 2012 (*)

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ – Άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ – Προσωρινή εργασία σε κράτος μέλος άλλο από αυτό στο έδαφος του οποίου ασκείται κανονικά η δραστηριότητα – Οικογενειακές παροχές – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Δυνατότητα χορηγήσεως επιδόματος τέκνων από το κράτος μέλος στο οποίο ασκείται προσωρινώς εργασία και το οποίο δεν είναι το αρμόδιο κράτος – Εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου περί αποφυγής της σωρεύσεως ο οποίος αποκλείει το δικαίωμα στην παροχή αυτή σε περίπτωση καταβολής σε άλλο κράτος συγκρίσιμης παροχής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-611/10 και C-612/10,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Waldemar Hudzinski

κατά

Agentur für Arbeit Wesel – Familienkasse (C-611/10),

και

Jaroslaw Wawrzyniak

κατά

Agentur für Arbeit Mönchengladbach – Familienkasse (C-612/10),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal (εισηγήτρια), προέδρους τμήματος, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J.-J. Kasel και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι W. Hudzinski και J. Wawrzyniak, εκπροσωπούμενοι από τον N. Lamprecht, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την K. Petersen,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Fehér καθώς και από τις K. Szíjjártó και K. Veres,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Kreuschitz και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και των κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ του W. Hudzinski και του Agentur für Arbeit Wesel – Familienkasse (Γραφείο απασχολήσεως – Υπηρεσία οικογενειακών παροχών της πόλεως Wesel) καθώς και του J. Wawrzyniak και του Agentur für Arbeit Mönchengladbach – Familienkasse (Γραφείο απασχολήσεως – Υπηρεσία οικογενειακών παροχών της πόλεως Mönchengladbach), με αντικείμενο την άρνηση, στη Γερμανία, χορηγήσεως επιδόματος τέκνου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η πρώτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 έχουν ως εξής:

«?εκτιμώντας ότι? οι κανόνες συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και οφείλουν να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου ζωής τους και των συνθηκών απασχόλησής τους·

[...]

πρέπει, στο πλαίσιο αυτού του συντονισμού, να υπάρξει εγγύηση, στο εσωτερικό της Κοινότητας, για ίση μεταχείριση των εργαζομένων που είναι πολίτες κρατών μελών καθώς και των προσώπων που έλκουν απ’ αυτούς δικαιώματα και των επιζώντων αυτών έναντι διαφόρων εθνικών νομοθεσιών».

4        Η όγδοη έως και η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού έχουν ως εξής:

«πρέπει οι μισθωτοί και μη μισθωτοί εργαζόμενοι οι οποίοι διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας να υπάγονται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης ενός μόνον κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από αυτές·

οι περιπτώσεις που άτομο υπάγεται ταυτόχρονα στη νομοθεσία δύο κρατών μελών, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, πρέπει να είναι όσο το δυνατό περιορισμένες και σε αριθμό και σε έκταση·

για να διασφαλιστεί καλύτερα η ισότητα μεταχείρισης όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, πρέπει να καθορίζεται ως εφαρμοστέα νομοθεσία, κατά γενικό κανόνα, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί την έμμισθη ή μη δραστηριότητά του».

5        Το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικοί κανόνες», ορίζει:

«1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[...]».

6        Το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», ορίζει:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει με την επιφύλαξη των εξής εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

1)       α)     Το πρόσωπο το οποίο εργάζεται ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρον ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως·

[...]».

7        Το άρθρο 14α του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για πρόσωπα που ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», προβλέπει:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ισχύει με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

1)      α)     Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους, και που πραγματοποιεί μια εργασία στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρον ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες·

[...]».

8        Στον τίτλο III, κεφάλαιο 7, του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 73 του κανονισμού αυτού, που φέρει τον τίτλο «Μισθωτοί ή μη μισθωτοί, τα μέλη της οικογένειας των οποίων κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος», ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος VΙ.»

9        Επίσης περιλαμβανόμενο στο εν λόγω κεφάλαιο 7, το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων οικογενειακών παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους και δυνάμει της νομοθεσίας της χώρας όπου τα μέλη της οικογένειας έχουν την κατοικία τους», προβλέπει τα εξής:

«1.       Όταν καταβάλλονται οικογενειακές παροχές, κατά την ίδια περίοδο, και για το ίδιο μέλος της οικογένειας λόγω άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν την κατοικία τους τα μέλη της οικογένειας, αναστέλλεται το δικαίωμα προς είσπραξη οικογενειακών παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ενδεχομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73 και 74, μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.

2.      Εάν δεν υποβληθεί αίτηση παροχών στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένουν τα μέλη της οικογενείας, ο αρμόδιος φορέας του άλλου κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόζει τις διατάξεις της παραγράφου 1, ως εάν εχορηγούντο οι παροχές στο πρώτο κράτος μέλος.»

10      Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 647/2005 (στο εξής: κανονισμός 574/72), το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέοι κανόνες σε περίπτωση σωρεύσεως δικαιωμάτων οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων των μισθωτών ή μη μισθωτών», προβλέπει:

«1      α)     Το δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που οφείλονται κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η κτήση αυτού του δικαιώματος παροχών ή επιδομάτων δεν εξαρτάται από όρους ασφαλίσεως, απασχόλησης ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αναστέλλεται όταν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και για το ίδιο μέλος της οικογένειας, οφείλονται παροχές είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλος είτε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73, 74, 77 ή 78 του κανονισμού, και τούτο μέχρι του ποσού των παροχών αυτών.

      β)      Πάντως, αν έχει ασκηθεί επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους:

i)      στην περίπτωση των παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των άρθρων 73 ή 74 του κανονισμού, από το άτομο που έχει δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή από το άτομο στο οποίο έχουν αυτές χορηγηθεί, το δικαίωμα οικογενειακών παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας αυτού του άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των εν λόγω άρθρων, αναστέλλεται μέχρι του ποσού των οικογενειακών παροχών που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας. Οι παροχές που καταβάλλονται από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας βαρύνουν το κράτος μέλος αυτό·

[...]».

 Το γερμανικό δίκαιο

11      Το άρθρο 62, παράγραφος 1, του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, στο εξής: EStG), με τίτλο «Δικαιούχοι», προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Προκειμένου για τέκνα κατά το άρθρο 63, χορηγείται επίδομα τέκνου δυνάμει του παρόντος νόμου σε κάθε πρόσωπο:

1)      το οποίο κατοικεί ή έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, ή

2)      σε περίπτωση που δεν κατοικεί ή δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή,

a)      υπόκειται πλήρως στον φόρο εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή

b)      θεωρείται ότι υπόκειται πλήρως στον φόρο εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3.»

12      Το άρθρο 65 του EStG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λοιπά επιδόματα τέκνου», ορίζει:

«1.      Τα επιδόματα για προστατευόμενο τέκνο δεν καταβάλλονται για τέκνο το οποίο λαμβάνει μία από τις ακόλουθες παροχές ή θα τις ελάμβανε εάν είχε υποβληθεί συναφής αίτηση:

1)      επιδόματα τέκνου προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί ατυχημάτων ή οικονομικά βοηθήματα χορηγούμενα δυνάμει της νομοθεσίας περί ασφαλίσεως συντάξεων·

2)      παροχές για τέκνο χορηγούμενες στην αλλοδαπή και παρεμφερείς με τα επιδόματα για προστατευόμενο τέκνο ή με μία από τις παροχές για τις οποίες γίνεται λόγος στο σημείο 1·

[...]

2.      Εάν στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, σημείο 1, το ακαθάριστο ποσό της άλλης παροχής είναι χαμηλότερο από το επίδομα τέκνου κατά το άρθρο 66 [του EStG], καταβάλλεται οικογενειακό επίδομα τέκνου, ίσο προς τη διαφορά, εφόσον αυτή ανέρχεται τουλάχιστον σε 5 ευρώ.»

13      Το άρθρο 66 του EStG προβλέπει κανόνες σχετικούς με το ύψος των επιδομάτων τέκνου και τους τρόπους καταβολής τους.

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Ο W. Hudzinski, Πολωνός υπήκοος, κατοικεί και εργάζεται στην Πολωνία ως αυτοαπασχολούμενος αγρότης και είναι ασφαλισμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού.

15      Από τις 20 Αυγούστου έως τις 7 Δεκεμβρίου 2007, ο W. Hudzinski απασχολήθηκε ως εποχικός εργαζόμενος σε επιχείρηση καλλιέργειας οπωροκηπευτικών στη Γερμανία. Για το έτος 2007, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς του, θεωρήθηκε ως υποκείμενος πλήρως στον φόρο εισοδήματος στη Γερμανία.

16      Για το διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε στη Γερμανία ο W. Hudzinski ζήτησε να του καταβληθεί, για καθένα από τα δύο τέκνα του τα οποία κατοικούν ομοίως στην Πολωνία, επίδομα τέκνου ύψους 154 ευρώ μηνιαίως ανά τέκνο, σύμφωνα με τα άρθρα 62 επ. του EStG.

17      Το Agentur für Arbeit Wesel – Familienkasse απέρριψε την αίτηση αυτή, όπως και τη διοικητική ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Δεδομένου ότι η προσφυγή του κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως επίσης απορρίφθηκε, ο W. Hudzinski άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση (Revision) κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.

18      Ο J. Wawrzyniak είναι Πολωνός υπήκοος ο οποίος ζει με τη σύζυγο και την κόρη του στην Πολωνία και είναι ασφαλισμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους αυτού.

19      Από τον Φεβρουάριο έως τον Δεκέμβριο 2006, ο J. Wawrzyniak απασχολήθηκε στη Γερμανία ως αποσπασμένος εργαζόμενος. Για το έτος 2006, θεωρήθηκε ως υποκείμενος πλήρως στον φόρο εισοδήματος, από κοινού με τη σύζυγό του, στη Γερμανία.

20      Για το διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε στη Γερμανία, ο J. Wawrzyniak ζήτησε να του καταβληθεί, για την κόρη του που είχε γεννηθεί το 2005, επίδομα τέκνου, ύψους 154 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με τα άρθρα 62 επ. του EStG. Κατά το ίδιο διάστημα, η σύζυγός του ήταν ασφαλισμένη μόνο στον κλάδο ασφαλίσεως ασθενείας στην Πολωνία και ελάμβανε στη χώρα αυτή επίδομα τέκνου για την κόρη τους, ύψους 48 πολωνικών ζλότι (PLN), ήτοι περίπου 12 ευρώ.

21      Το Agentur für Arbeit Mönchengladbach – Familienkasse απέρριψε την αίτηση του J. Wawrzyniak, όπως και τη διοικητική ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Δεδομένου ότι η προσφυγή του κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως επίσης απορρίφθηκε, ο J. Wawrzyniak άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση (Revision) κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.

22      Με τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν ενώπιον του Bundesfinanzhof, ο W. Hudzinski και ο J. Wawrzyniak υποστηρίζουν ότι από την απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C-352/06, Bosmann (Συλλογή 2008, σ. I-3827), προκύπτει ότι τα άρθρα 62 επ. του EStG εξακολουθούν να εφαρμόζονται ακόμη και όταν, βάσει του κανονισμού 1408/71, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι το αρμόδιο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού στην περίπτωση του W. Hudzinski, και σύμφωνα με το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού στην περίπτωση του J. Wawrzyniak.

23      Επιπλέον, ο W. Wawrzyniak υποστηρίζει ότι το δικαίωμά του για επίδομα τέκνου στη Γερμανία δεν αποκλείεται ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 65, παράγραφος 2, του EStG, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο πεδίο που καλύπτεται από τον κανονισμό 1408/71.

24      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο φρονεί, καταρχάς, ότι το συμπέρασμα που συνάγεται από την προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann έγκειται στο ότι ένα κράτος μέλος, ακόμη και αν δεν είναι αρμόδιο κατά τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71, έχει πάντως τη δυνατότητα να χορηγεί σε διακινούμενο εργαζόμενο οικογενειακές παροχές κατά το εθνικό του δίκαιο.

25      Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η ως άνω δυνατότητα πρέπει να γίνεται δεκτή μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις.

26      Πρώτον, ένα κράτος μέλος το οποίο δεν είναι το αρμόδιο κατά την έννοια των άρθρων 13 επ. του κανονισμού 1408/71 έχει τη δυνατότητα αυτή μόνο στην περίπτωση που, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, η εκ μέρους του κράτους αυτού χορήγηση οικογενειακής παροχής είναι αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ένας εργαζόμενος να περιέλθει σε νομικώς δυσμενέστερη θέση επειδή άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας.

27      Πάντως, οι υποθέσεις των κύριων δικών δεν αφορούν μια τέτοια περίπτωση, διότι ο W. Hudzinski και ο J. Wawrzyniak δεν περιήλθαν σε νομικώς δυσμενέστερη θέση λόγω της προσωρινής απασχολήσεώς τους στη Γερμανία.

28      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, η εφαρμοστέα ως προς αυτούς νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μεταβλήθηκε οπότε, όσον αφορά το διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν προσωρινά στη Γερμανία, εξακολούθησαν να υπόκεινται στην πολωνική νομοθεσία.

29      Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να απολέσουν το πλεονέκτημα του υψηλότερου κατά το γερμανικό δίκαιο επιδόματος τέκνου, δεδομένου ότι ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα στην εν λόγω παροχή.

30      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι περιπτώσεις περί των οποίων πρόκειται στο πλαίσιο των κύριων δικών διαφέρουν ουσιωδώς από την επίμαχη κατάσταση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς την επίμαχη στην υπόθεση αυτή κατάσταση, στις υποθέσεις των κυρίων δικών η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι το κράτος μέλος κατοικίας των τέκνων. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν το στοιχείο αυτό συνιστά μια άλλη προϋπόθεση η οποία περιορίζει τη δυνατότητα κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το αρμόδιο να χορηγεί οικογενειακές παροχές σε διακινούμενο εργαζόμενο.

31      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι τίθεται επίσης το ζήτημα αν η εν λόγω δυνατότητα πρέπει να περιοριστεί στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται δικαίωμα λήψεως συγκρίσιμης οικογενειακής παροχής δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, όπως συνέβαινε στην περίπτωση περί της οποίας επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, αλλά αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στις υποθέσεις των κυρίων δικών, στις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται τέτοιων παροχών στο αρμόδιο κράτος μέλος.

32      Εν συνεχεία, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, αντίθετα προς την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο διαθέτει, σε περιπτώσεις όπως αυτές των κύριων δικών, τη δυνατότητα να χορηγεί οικογενειακές παροχές, μολονότι οι περιπτώσεις αυτές είναι ουσιωδώς διαφορετικές από την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, τίθεται το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ή η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων αντιτίθενται σε κανόνα, όπως αυτός του άρθρου 65 του EStG, κατά τον οποίο επίδομα τέκνου χορηγείται μόνο σε περίπτωση που δεν υφίσταται δικαίωμα του ενδιαφερομένου για συγκρίσιμη παροχή στο αρμόδιο κράτος μέλος.

33      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι αν, αντίθετα προς ό,τι φρονεί, στο τελευταίο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, τίθεται το ερώτημα πώς πρέπει να επιλυθεί η ανακύπτουσα σώρευση δικαιωμάτων.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, στην υπόθεση C-611/10, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι στερεί, σε κάθε περίπτωση, από κράτος μέλος άλλο από το κατά την προαναφερθείσα διάταξη αρμόδιο τη δυνατότητα να χορηγεί οικογενειακές παροχές σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο στον εργαζόμενο ο οποίος προσωρινώς μόνον απασχολείται στο έδαφός του, στην περίπτωση που ούτε ο ίδιος ο εργαζόμενος ούτε τα τέκνα του κατοικούν ή έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο κράτος μέλος αυτό;»

35      Στην υπόθεση C-612/10, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι στερεί, σε κάθε περίπτωση, από κράτος μέλος άλλο από το κατά την προαναφερθείσα διάταξη αρμόδιο, στο οποίο αποσπάται ο εργαζόμενος και το οποίο δεν είναι ούτε το κράτος κατοικίας των τέκνων του εργαζόμενου, τη δυνατότητα να χορηγεί στον αποσπασμένο εργαζόμενο οικογενειακές παροχές, όταν ο εργαζόμενος δεν περιέρχεται σε νομικώς δυσμενέστερη θέση λόγω της αποσπάσεώς του στο εν λόγω κράτος μέλος;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 14, [σημείο 1], στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι το κράτος που δεν είναι το αρμόδιο κράτος μέλος και στο οποίο αποσπάται ο εργαζόμενος δύναται, σε κάθε περίπτωση, να χορηγεί οικογενειακές παροχές, μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται δικαίωμα για συγκρίσιμη παροχή στο άλλο κράτος μέλος;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο εν λόγω ερώτημα:

Απαγορεύουν οι διατάξεις του [...] δικαίου της Ένωσης διάταξη εθνικού δικαίου, όπως αυτή του άρθρου 65 [...] του EStG [...], η οποία αποκλείει δικαίωμα λήψεως οικογενειακής παροχής, οσάκις είναι καταβλητέα στην αλλοδαπή συγκρίσιμη παροχή ή θα ήταν καταβλητέα κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο εν λόγω ερώτημα:

Πώς πρέπει να επιλυθεί η ανακύπτουσα σώρευση, αφενός, του δικαιώματος στο αρμόδιο κράτος που είναι ταυτόχρονα κράτος κατοικίας των τέκνων, και, αφετέρου, του δικαιώματος στο κράτος που δεν είναι ούτε το αρμόδιο κράτος, ούτε το κράτος κατοικίας των τέκνων;»

36      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2011, οι υποθέσεις C-611/10 και C-612/10 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του μοναδικού ερωτήματος στην υπόθεση C-611/10 και των δύο πρώτων ερωτημάτων στην υπόθεση C-612/10

37      Με το μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C-611/10 και τα δύο πρώτα ερωτήματα στην υπόθεση C-612/10, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη χορήγηση εκ μέρους κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το κατά τις διατάξεις αυτές αρμόδιο επιδόματος τέκνου, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, σε διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται προσωρινώς στο έδαφός του υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήτοι ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν περιήλθε σε νομικώς δυσμενέστερη θέση λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι διατήρησε το δικαίωμά του για οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος, και, δεύτερον, ότι ούτε ο εργαζόμενος αυτός ούτε το τέκνο για το οποίο ζητείται η εν λόγω παροχή έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο αυτός απασχολήθηκε προσωρινά.

38      Συναφώς διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμοστέα στην περίπτωση των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης νομοθεσία όσον αφορά το δικαίωμά τους για οικογενειακές παροχές καθορίζεται, αντιστοίχως, από τα άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71.

39      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, όσον αφορά το μικρότερο του έτους διάστημα κατά το οποίο ο J. Wawrzyniak αποσπάσθηκε στη Γερμανία, εξακολούθησε να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η εταιρία για την οποία κανονικά εργάζεται, ήτοι στην πολωνική νομοθεσία.

40      Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, όσον αφορά το μικρότερο του έτους διάστημα κατά το οποίο ο W. Hudzinski άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα στη Γερμανία, εξακολούθησε να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί κανονικά έμμισθη δραστηριότητα, ήτοι στην πολωνική νομοθεσία.

41      Κατόπιν αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, βάσει των οποίων καθορίζεται η εφαρμοστέα νομοθεσία προκειμένου περί εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκοπούν ιδίως την καταρχήν υπαγωγή των ενδιαφερομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποτρέπονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που μπορούν να ανακύψουν από αυτήν. Η αρχή αυτή εκφράζεται με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-16/09, Schwemmer, Συλλογή 2010, σ. I-9717, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 48 ΣΛΕΕ προβλέπει τον συντονισμό και όχι την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που είναι ασφαλισμένα δεν επηρεάζονται από την εν λόγω διάταξη και κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίζει με τη νομοθεσία του, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011, C-388/09, da Silva Martins, Συλλογή 2011, σ. Ι-5737, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν εξασφαλίζει στον ασφαλισμένο ότι η μετακίνησή του προς άλλο κράτος μέλος δεν θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά την κοινωνική ασφάλισή του. Επομένως, το γεγονός ότι εφαρμόζεται, δυνάμει ενδεχομένως των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, μια εθνική ρύθμιση που είναι λιγότερο ευνοϊκή όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί καταρχήν να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση da Silva Martins, προπαρατεθείσα, σκέψη 72).

44      Από τις ανωτέρω αρχές προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι μετακινήθηκαν από ένα κράτος μέλος σε άλλο, και συγκεκριμένα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προκειμένου να εργαστούν στο κράτος αυτό, έχουν, καταρχήν, δικαίωμα μόνο στις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, μόνη εφαρμοστέα νομοθεσία δυνάμει του κανονισμού 1408/71, ακόμη και όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οι παροχές αυτές είναι λιγότερο ευνοϊκές απ’ ό,τι οι ίδιας φύσεως παροχές που προβλέπονται από τη γερμανική νομοθεσία.

45      Επομένως, μολονότι οι γερμανικές αρχές δεν υποχρεούνται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης να καταβάλλουν το επίμαχο στο πλαίσιο των κύριων δικών επίδομα τέκνου, τίθεται εντούτοις το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως μιας τέτοιας παροχής, δεδομένου ιδίως ότι, όπως προκύπτει από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης δικαιούνται, δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, το εν λόγω επίδομα για μόνον τον λόγο ότι υπόκεινται πλήρως ή θεωρούνται ότι υπόκεινται πλήρως στον φόρο εισοδήματος, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

46      Συναφώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 29 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bosmann, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το άρθρο 42 ΣΛΕΕ, το οποίο σκοπεί τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και συνεπάγεται, ιδίως, ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται ούτε απώλεια των δικαιωμάτων τους για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μείωση του ποσού τους λόγω του γεγονότος ότι έχουν ασκήσει το δικαίωμα για ελεύθερη κυκλοφορία που τους παρέχει η Συνθήκη.

47      Επίσης, το Δικαστήριο, με τη σκέψη 30 της ίδιας αποφάσεως, επισήμανε ότι, κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71, οι κανόνες συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφαλίσεως, τους οποίους περιλαμβάνει ο κανονισμός αυτός, εντάσσονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και οφείλουν να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου ζωής τους και των συνθηκών απασχολήσεως τους.

48      Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, το Δικαστήριο, με τη σκέψη 31 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bosmann, έκρινε ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το κράτος μέλος κατοικίας δεν μπορεί να στερηθεί της δυνατότητας να χορηγεί οικογενειακές παροχές στα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφός του. Συγκεκριμένα, μολονότι βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εντούτοις δεν είναι δυνατό βάσει του κανονισμού αυτού να απαγορευθεί στο κράτος κατοικίας να χορηγεί, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του, οικογενειακές παροχές στο πρόσωπο αυτό.

49      Το Δικαστήριο, με τη σκέψη 32 της ίδιας αποφάσεως, πρόσθεσε ότι η αρχή που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω της παρούσας αποφάσεως και κατά την οποία η νομοθεσία που καθορίζεται βάσει των διατάξεων του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέα δεν συνιστά έρεισμα για τον αποκλεισμό της δυνατότητας κράτους μέλους, το οποίο δεν είναι το αρμόδιο κράτος και δεν εξαρτά το δικαίωμα λήψεως οικογενειακής παροχής από προϋποθέσεις απασχολήσεως ή ασφαλίσεως, να χορηγεί τέτοια παροχή σε πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφός του, όταν η δυνατότητα τέτοιας χορηγήσεως προκύπτει ουσιαστικά από τη νομοθεσία του.

50      Στις υπό κρίση υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η δυνατότητα που αναγνωρίζεται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, σε κράτος μέλος το οποίο δεν είναι το αρμόδιο κατά τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 να χορηγεί οικογενειακή παροχή σε πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφός του πρέπει επίσης να γίνει δεκτή υπό περιστάσεις όπως αυτές των κύριων δικών, παρά το γεγονός ότι οι περιστάσεις αυτές διαφέρουν από πολλές απόψεις από την κατάσταση περί της οποίας επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση Bosmann.

51      Πρώτον, όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών δεν υπέστησαν απώλεια δικαιωμάτων για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μείωση του ποσού τους λόγω του γεγονότος ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι διατήρησαν το δικαίωμά τους για οικογενειακές παροχές στο αρμόδιο κράτος μέλος, το γεγονός αυτό και μόνο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα κράτος μέλος, το οποίο δεν είναι αρμόδιο, να έχει τη δυνατότητα να χορηγεί τέτοιες παροχές.

52      Συγκεκριμένα, μολονότι με τη σκέψη 29 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bosmann το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται ούτε απώλεια των δικαιωμάτων τους για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μείωση του ποσού των παροχών αυτών λόγω του γεγονότος ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που τους παρέχει η Συνθήκη, εντούτοις, η επισήμανση αυτή είχε ρητώς τον χαρακτήρα παραδείγματος των πιθανών συνεπειών του άρθρου 48 ΣΛΕΕ και του επιδιωκόμενου από τη διάταξη αυτή σκοπού βάσει του οποίου πρέπει να ερμηνεύεται ο κανονισμός 1408/71.

53      Επιπροσθέτως, η ανωτέρω επισήμανση, η οποία πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα της ιδιαιτερότητας της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την αρχή η οποία πρωτίστως τονίζεται στην ίδια αυτή σκέψη της εν λόγω αποφάσεως και η οποία αποτελεί πάγια νομολογία, ότι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύονται βάσει του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, ο οποίος συνίσταται στην επίτευξη της όσο το δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση da Silva Martins, προπαρατεθείσα, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Συναφώς πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι σκοπός του είναι να συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών απασχολήσεως των διακινούμενων εργαζομένων.

55      Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τυχόν ερμηνεία του κανονισμού 1408/71 υπό την έννοια ότι απαγορεύει σε κράτος μέλος να παρέχει στους εργαζομένους και στα μέλη της οικογενείας τους ευρύτερη κοινωνική προστασία από εκείνη που απορρέει από την εφαρμογή του θα ήταν όχι μόνον εκτός των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, αλλά και εκτός των σκοπών και του πλαισίου του άρθρου 48 ΣΛΕΕ| (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-208/07, von Chamier-Glisczinski, Συλλογή 2009, σ. I-6095, σκέψη 56).

56      Πράγματι, η ρύθμιση της Ένωσης για τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των σκοπών που επιδιώκει, δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να στερεί τον διακινούμενο εργαζόμενο ή τους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα από παροχές χορηγούμενες δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους μέλους, εκτός αν προβλέπεται συναφώς ρητή εξαίρεση σύμφωνη προς τους σκοπούς αυτούς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση da Silva Martins, προπαρατεθείσα, σκέψη 75).

57      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ερμηνεία των άρθρων 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 υπό την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος να χορηγεί οικογενειακές παροχές σε κατάσταση όπως αυτή των κύριων δικών στην οποία ο διακινούμενος εργαζόμενος δεν υπέστη απώλεια δικαιωμάτων για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μείωση του ποσού τους λόγω του γεγονότος ότι άσκησε το δικαίωμα για ελεύθερη κυκλοφορία, δεδομένου ότι διατήρησε το δικαίωμά του για οικογενειακές παροχές της ιδίας φύσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος, δεν πρέπει να αποκλείεται, διότι είναι ικανή να συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών απασχολήσεως των διακινούμενων εργαζομένων, παρέχοντάς τους ευρύτερη κοινωνική προστασία από εκείνη που απορρέει από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και, επομένως, εξυπηρετεί τον σκοπό που επιδιώκουν οι οικείες διατάξεις και ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

58      Δεύτερον, όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στην προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann αναφορές στην κατοικία του διακινούμενου εργαζομένου εντός του εδάφους κράτους μέλους το οποίο δεν είναι αρμόδιο και του οποίου η οικογενειακή παροχή ζητείται να καταβληθεί, αυτές εξηγούνται από το γεγονός ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε δικαίωμα στη σχετική παροχή, δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 1, του EStG, απλώς και μόνον λόγω του ότι κατοικούσε στο κράτος αυτό, χωρίς το δικαίωμα αυτό κατά την εν λόγω διάταξη να εξαρτάται από προϋποθέσεις απασχολήσεως ή ασφαλίσεως.

59      Επομένως, πρόκειται για αναφορές στο έρεισμα του δικαιώματος για την επίμαχη οικογενειακή παροχή στην εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και, ειδικότερα, στο περιλαμβανόμενο στη νομοθεσία αυτή συνδετικό στοιχείο που συνίσταται στην κατοικία.

60      Πάντως, το άρθρο 62, παράγραφος 1, του EStG προβλέπει ότι επίδομα τέκνου χορηγείται επίσης σε κάθε πρόσωπο το οποίο, μολονότι δεν κατοικεί ή δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο εθνικό έδαφος, εντούτοις, υπόκειται πλήρως στον φόρο εισοδήματος ή θεωρείται ότι υπόκειται πλήρως στον φόρο αυτό.

61      Το ως άνω δεύτερο συνδετικό στοιχείο είναι αυτό το οποίο αμφισβητείται στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών.

62      Στο μέτρο, πάντως, που δυνάμει του εθνικού δικαίου τα δύο συνδετικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο άρθρο 62, παράγραφος 1, του EStG θεμελιώνουν, αυτά καθεαυτά, το δικαίωμα στο επίδομα τέκνου, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η περιεχόμενη στην προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann αναφορά στο συνδετικό στοιχείο της κατοικίας του διακινούμενου εργαζομένου δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι κράτος μέλος το οποίο δεν είναι το αρμόδιο κράτος, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, μπορεί να χορηγεί οικογενειακή παροχή μόνον αν το δικαίωμα στη σχετική παροχή θεμελιώνεται στο ως άνω συνδετικό στοιχείο και ότι, αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή αποκλείεται σε περίπτωση που εφαρμόζεται το άλλο συνδετικό στοιχείο.

63      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί η επιρροή που ασκεί το γεγονός ότι, στις υποθέσεις της κύριας δίκης, αντίθετα προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, το τέκνο δεν κατοικεί στο έδαφος του μη αρμόδιου κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η καταβολή επιδόματος για το τέκνο αυτό.

64      Συναφώς διαπιστώνεται ότι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στην ύπαρξη, στην περίπτωση αυτή, του εν λόγω συνδετικού στοιχείου με το έδαφος του μη αρμόδιου κράτους μέλους, προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμα ότι το οικείο κράτος έχει τη δυνατότητα να χορηγεί οικογενειακές παροχές.

65      Τέλος, διαπιστώνεται ότι, ασφαλώς, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosmann, η κατοικία του διακινούμενου εργαζομένου και η κατοικία του τέκνου στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο δεν ήταν το αρμόδιο συνιστούσαν συγκεκριμένα και ιδιαιτέρως ισχυρά συνδετικά στοιχεία, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσεως της επίμαχης παροχής.

66      Στις υποθέσεις των κύριων δικών, το συνδετικό στοιχείο των επίμαχων περιπτώσεων με το έδαφος κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το αρμόδιο και του οποίου οι οικογενειακές παροχές ζητείται να καταβληθούν συνίσταται στην πλήρη υπαγωγή στον φόρο εισοδήματος των εισοδημάτων που προκύπτουν από την προσωρινή απασχόληση στο κράτος μέλος αυτό. Ένα τέτοιο συνδετικό στοιχείο στηρίζεται σε συγκεκριμένο κριτήριο και μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς ισχυρό, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη του ότι η οικογενειακή παροχή της οποίας ζητείται η καταβολή χρηματοδοτείται από φορολογικά έσοδα.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές δεν προκύπτει ότι η χορήγηση, στις περιπτώσεις των κύριων δικών, της οικείας παροχής η οποία δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις απασχολήσεως ή ασφαλίσεως είναι ικανή να επηρεάσει υπέρμετρα τη δυνατότητα προβλέψεως και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των κανόνων συντονισμού του κανονισμού 1408/71, δηλαδή απαιτήσεις που αφορούν την ασφάλεια δικαίου και προστατεύουν τα συμφέροντα των διακινούμενων εργαζομένων, στις οποίες εξάλλου περιλαμβάνεται η αρχή που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας και κατά την οποία εφαρμόζεται, καταρχήν αποκλειστικά, η νομοθεσία του κράτους μέλους το οποίο καθορίζεται ως αρμόδιο δυνάμει των κανόνων αυτών.

68      Κατόπιν των ανωτέρω, στο μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C-611/10 και στα δύο πρώτα ερωτήματα στην υπόθεση C-612/10 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το κατά τις διατάξεις αυτές αρμόδιο χορήγηση επιδόματος τέκνου, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, σε διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται προσωρινώς στο έδαφός του υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήτοι ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν περιήλθε σε νομικώς δυσμενέστερη θέση λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι διατήρησε το δικαίωμά του για οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος, και, δεύτερον, ότι ούτε ο εργαζόμενος αυτός ούτε το τέκνο για το οποίο ζητείται η εν λόγω παροχή έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο αυτός απασχολήθηκε προσωρινά.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος στην υπόθεση C-612/10

69      Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα στην υπόθεση C-612/10, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, οι κανόνες περί αποφυγής της σωρεύσεως που προβλέπονται από το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 10 του κανονισμού 547/72, οι κανόνες της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων και η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, διατάξεως του εθνικού δικαίου, όπως αυτή του άρθρου 65 του EStG, η οποία αποκλείει το δικαίωμα για επίδομα τέκνου, οσάκις είναι καταβλητέα σε άλλο κράτος συγκρίσιμη παροχή ή θα ήταν καταβλητέα αν είχε υποβληθεί σχετική αίτηση.

70      Συναφώς, δεδομένου ότι από την εξέταση των δύο πρώτων ερωτημάτων στην υπόθεση C-612/10 προκύπτει ότι το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η οποία δεν είναι το αρμόδιο δυνάμει της ως άνω διατάξεως κράτος έχει τη δυνατότητα, άλλα όχι την υποχρέωση, να χορηγήσει επίδομα τέκνου σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο σε αποσπασμένο εργαζόμενο που απασχολείται προσωρινώς στο έδαφός της, το εν λόγω κράτος πρέπει, καταρχήν, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, να μπορεί επίσης να αποφασίσει αν και, ενδεχομένως, με ποιο τρόπο προτίθεται να λάβει υπόψη το γεγονός ότι στο αρμόδιο, δυνάμει της ως άνω διατάξεως, κράτος μέλος, εν προκειμένω στη Δημοκρατία της Πολωνίας, υφίσταται δικαίωμα για συγκρίσιμη παροχή.

71      Εντούτοις, αν σε μια κατάσταση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το αρμόδιο προβλέπει δικαίωμα για οικογενειακή παροχή συνεπαγόμενο πρόσθετη κοινωνική προστασία για τον διακινούμενο εργαζόμενο, επειδή αυτός υπείχε πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος στο εν λόγω κράτος ή θεωρήθηκε ως υποκείμενος πλήρως στον φόρο για το διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε στο εν λόγω κράτος, ενδεχόμενοι κανόνες περί αποφυγής της σωρεύσεως οι οποίοι προβλέπονται από την εν λόγω νομοθεσία, όπως αυτοί του άρθρου 65 του EStG, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οσάκις διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή αυτή είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

72      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Schwemmer, στην οποία παραπέμπουν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, έκρινε ότι, στην κατάσταση περί της οποίας επρόκειτο στην υπόθεση αυτή, ο κανόνας περί αποφυγής της σωρεύσεως του άρθρου 10 του κανονισμού 574/72 είχε την έννοια ότι το δικαίωμα για επίδομα τέκνου που οφείλεται κατά το γερμανικό δίκαιο δεν μπορεί να αναστέλλεται μερικώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 1, του EStG, μέχρι του ποσού το οποίο θα μπορούσε να εισπραχθεί στην Ελβετία.

73      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες κατάσταση δεν εμπίπτει στον λεγόμενο κανόνα περί αποφυγής της σωρεύσεως ούτε εξάλλου στον κανόνα του άρθρου 76 του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι δεν αφορά περίπτωση σωρεύσεως δικαιωμάτων προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας του οικείου τέκνου και δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως το οποίο καθορίζεται ως αρμόδιο κράτος δυνάμει του εν λόγω κανονισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Bosmann, σκέψη 24, καθώς και Schwemmer, σκέψεις 43 και 51).

74      Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις των κύριων δικών, η Δημοκρατία της Πολωνίας είναι τόσο το κράτος μέλος κατοικίας του οικείου τέκνου όσο και το κράτος μέλος απασχολήσεως του αποσπασμένου εργαζομένου το οποίο καθορίζεται ως αρμόδιο κράτος, δυνάμει του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ήτοι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η εταιρία στην οποία αυτός κανονικά εργάζεται.

75      Επομένως, οι κανόνες περί αποφυγής της σωρεύσεως που προβλέπονται από το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 10 του κανονισμού 574/72 δεν απαγορεύουν τον αποκλεισμό, εν προκειμένω, του δικαιώματος λήψεως επιδόματος τέκνου, κατ’ εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου περί αποφυγής της σωρεύσεως όπως αυτή του άρθρου 65 του EStG.

76      Εντούτοις, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, η εφαρμογή ενός τέτοιου κανόνα του εθνικού δικαίου περί αποφυγής της σωρεύσεως σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης φαίνεται να συνεπάγεται όχι τη μείωση του ποσού της παροχής κατά το ποσό συγκρίσιμης παροχής η οποία εισπράττεται σε άλλο κράτος, αλλά τον αποκλεισμό της παροχής αυτής, ενδέχεται να συνιστά σημαντικό μειονέκτημα το οποίο, στην πράξη, να επηρεάζει πολύ μεγαλύτερο αριθμό διακινούμενων εργαζομένων απ’ ό,τι μη διακινούμενων, που άσκησαν το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στο οικείο κράτος μέλος, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

77      Συγκεκριμένα, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι είναι κυρίως αυτοί οι οποίοι μπορεί να λάβουν συγκρίσιμες παροχές, αν και ενδεχομένως πολύ διαφορετικού ύψους, σε άλλο κράτος, ιδίως στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχονται.

78      Ένα τέτοιο μειονέκτημα παρίσταται ακόμη λιγότερο δικαιολογημένο καθόσον η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης παροχή χρηματοδοτείται από φορολογικά έσοδα και, κατά την επίμαχη εθνική νομοθεσία, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης έχει δικαίωμα στην παροχή αυτή λόγω του ότι ήταν υποκείμενος πλήρως στον φόρο εισοδήματος στη Γερμανία.

79      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δεχτεί ότι ο σκοπός των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι έχαναν, αφού ασκούσαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία τους διασφαλίζει η νομοθεσία ενός και μόνο κράτους μέλους (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση da Silva Martins, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ έως 48 ΣΛΕΕ, όπως και ο κανονισμός 1408/71, ο οποίος έχει εκδοθεί για την εφαρμογή τους, έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή του ενδεχομένου να υφίσταται ο εργαζόμενος ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας δυσμενέστερη μεταχείριση, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος, έναντι του εργαζομένου που έχει διανύσει όλο τον εργασιακό του βίο σε ένα μόνο κράτος μέλος (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Επομένως, το μειονέκτημα περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη και αν μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται παρά την ύπαρξη των κανόνων συντονισμού που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, είναι, πάντως, αντίθετο προς τις απαιτήσεις που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, απόφαση da Silva Martins, προπαρατεθείσα, σκέψεις 72 και 73 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον σκοπό του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 ο οποίος, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, συνίσταται στην προώθηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο μια εγκαταστημένη στο έδαφος κράτους μέλους επιχείρηση να υποχρεούται να ασφαλίζει τους εργαζομένους της, που υπόκεινται κατά κανόνα στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους αυτού, στο αντίστοιχο σύστημα ενός άλλου κράτους μέλους, στο οποίο αυτοί έχουν ενδεχομένως αποσπαστεί για την εκτέλεση εργασιών περιορισμένης χρονικώς διάρκειας, γεγονός το οποίο θα καθιστούσε περιπλοκότερη την εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως άσκηση της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-202/97, FTS, Συλλογή 2000, σ. I-883, σκέψεις 28 και 29).

83      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο αποκλεισμός του δικαιώματος λήψεως επιδόματος τέκνου στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατ’ εφαρμογή εθνικού κανόνα περί αποφυγής της σωρεύσεως όπως αυτός του άρθρου 65 του EStG, δεν σκοπεί την αποφυγή των δαπανών και των διοικητικών επιβαρύνσεων που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια η μεταβολή της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών οι οποίες αποσπούν εργαζόμενους στη Γερμανία.

84      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης παροχή χορηγείται χωρίς οι επιχειρήσεις στις οποίες υπάγονται οι οικείοι εργαζόμενοι να υποχρεούνται να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της παροχής αυτής και χωρίς να τους επιβάλλονται, στο πλαίσιο αυτό, διοικητικές διατυπώσεις.

85      Επομένως, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα στην υπόθεση C-612/10 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, διατάξεως του εθνικού δικαίου, όπως αυτή του άρθρου 65 του EStG, καθόσον αυτή συνεπάγεται όχι τη μείωση του ποσού της παροχής κατά το ποσό συγκρίσιμης παροχής η οποία εισπράττεται σε άλλο κράτος, αλλά τον αποκλεισμό της οικείας παροχής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 14α, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους το οποίο δεν είναι το κατά τις διατάξεις αυτές αρμόδιο χορήγηση επιδόματος τέκνου, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, σε διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται προσωρινώς στο έδαφός του υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήτοι ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν περιήλθε σε νομικώς δυσμενέστερη θέση λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι διατήρησε το δικαίωμά του για οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος και, δεύτερον, ότι ούτε ο εργαζόμενος αυτός ούτε το τέκνο για το οποίο ζητείται η εν λόγω παροχή έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο αυτός απασχολήθηκε προσωρινά.

2)      Οι κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, διατάξεως του εθνικού δικαίου όπως αυτή του άρθρου 65 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz), καθόσον αυτή συνεπάγεται όχι τη μείωση του ποσού της παροχής κατά το ποσό συγκρίσιμης παροχής η οποία εισπράττεται σε άλλο κράτος, αλλά τον αποκλεισμό της οικείας παροχής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.