Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 3ης Μαΐου 2012 (1)

Υπόθεση C-115/11

Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe Spółka z o. o.

κατά

Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie

[αίτηση του Sąd Apelacyjny — Sąd Pracy i Ubezpieczeń Społecznych
w Warszawie (Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Προσδιορισμόςτης εφαρμοστέας νομοθεσίας — Πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών — Παροχή εργασίας σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα και βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας — Πιστοποιητικό E 101 — Διαφορά μεταξύ της συμβάσεως εργασίας και της πραγματικής παροχής εργασίας»





I –    Εισαγωγή

1.        Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαρτίου 2011, το Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείο της Βαρσοβίας) (Πολωνία) υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (2), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (3) (στο εξής: κανονισμός 1408/71 ή κανονισμός).

2.        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe Sp. z o. o. (στο εξής: Format) και του απασχολούμενου σε αυτήν W. Kita, αφενός, και του Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie (Φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως, 1ο Γραφείο, Βαρσοβία, στο εξής: ZUS), αφετέρου, όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας στην περίπτωση του Wieslaw Kita βάσει του κανονισμού 1408/71.

3.        Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές στις οποίες βρισκόταν ο W. Kita, ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών» για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, οπότε μπορεί να εφαρμοστεί, κατ’ εξαίρεση, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας του μισθωτού —στην προκειμένη περίπτωση, η πολωνική νομοθεσία.

II – Νομικό πλαίσιο

4.        Στο μέτρο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», ορίζει τα εξής σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 μέχρι 17:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[…]».

5.        Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», ορίζει συναφώς ότι:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει με την επιφύλαξη των εξής εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

1.      α)      το πρόσωπο το οποίο εργάζεται ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως·

β)      αν η διάρκεια της προς εκτέλεση εργασίας παρατείνεται λόγω απροβλέπτων συνθηκών πέραν της διαρκείας που προβλέφθηκε αρχικά και υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εξακολουθεί να ισχύει η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους μέχρι τέλους της εργασίας αυτής, υπό τον όρον ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος, ή ο οργανισμός που ορίζεται από την αρχή αυτή θα έχει παράσχει τη συναίνεσή του· η συναίνεση αυτή πρέπει να ζητηθεί πριν λήξει η αρχική περίοδος των δώδεκα μηνών. Πάντως, η συναίνεση αυτή δεν δύναται να δοθεί για περίοδο υπερβαίνουσα τους δώδεκα μήνες.

2.      Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία η οποία προσδιορίζεται ως εξής:

α)      το πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί, για λογαριασμό δικό της ή τρίτων, διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, έχει δε την έδρα στο έδαφος κράτους μέλους, υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Πάντως:

[…]

β)      το πρόσωπο, πλην του αναφερομένου στο στοιχείο αʹ, υπόκειται:

i)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό ή αν απασχολείται για λογαριασμό περισσότερων επιχειρήσεων ή περισσότερων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών·

ii)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του, αν δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί τη δραστηριότητά του.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

6.        Όπως προκύπτει από τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου, η εταιρία Format, με καταστατική έδρα τη Βαρσοβία, δραστηριοποιείται ως υπεργολάβος στον κατασκευαστικό τομέα στις αγορές διαφόρων κρατών μελών. Το 2008 εμπλεκόταν σε πέντε έως έξι αγορές στις οποίες κατασκεύαζε ταυτόχρονα περίπου 15 έως 18 έργα. Η στρατηγική της Format συνίστατο στο να απασχολεί εργαζομένους που είχε προσλάβει στην Πολωνία, τους οποίους όμως αποσπούσε σε υπό κατασκευή έργα που εκτελούσε σε διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με τις ανάγκες της και το είδος των εκτελούμενων εργασιών.

7.        Όταν η εταιρία επρόκειτο να αποσπάσει τον εργαζόμενο σε άλλο εργοτάξιο, του έδινε εντολή να μεταβεί εκεί. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου και ελλείψει εργασίας, ο συγκεκριμένος εργαζόμενος επέστρεφε στην Πολωνία προκειμένου να του ανατεθεί άλλη εργασία, εν αναμονή δε της εργασίας αυτής είτε ελάμβανε άδεια άνευ αποδοχών είτε ελύετο η σύμβαση εργασίας του, τούτο δε αναλόγως του όγκου των εργασιών, οι οποίες κατά το 2008 και 2009 ήσαν λιγότερες (λόγω της κρίσεως κατά τα ανωτέρω έτη). Κατ’ αρχήν, ο εργαζόμενος έπρεπε να παρέχει την εργασία του στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κανείς εργαζόμενος της Format δεν εργάστηκε στην Πολωνία κατά τα έτη 2008 και 2009.

8.        Ειδικότερα, όσον αφορά τον W. Kita, η κατοικία του κατά την έννοια του ορισμού του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71 (ο τόπος της συνήθους διαμονής του) είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η Πολωνία.

9.        Ο W. Kita εργάστηκε στη Format ως πλήρως απασχολούμενος τρεις φορές βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

10.      Η πρώτη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνήφθη για το χρονικό διάστημα από 17 Ιουλίου 2006 έως 31 Ιανουαρίου 2007 και παρατάθηκε μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 2007. Η σύμβαση αυτή λύθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2006. Στη ρήτρα 2, σημείο 2, της εν λόγω συμβάσεως αναφέρονται ως τόπος παροχής εργασίας οι εγκαταστάσεις και τα εργοτάξια στην Πολωνία καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιρλανδία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Φινλανδία), αναλόγως των υποδείξεων του εργοδότη. Ωστόσο, ο W. Kita εργάστηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής μόνο στη Γαλλία.

11.      Ως αρμόδιος συνταξιοδοτικός φορέας, ο ZUS εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101 —για το διάστημα από 17 Ιουλίου 2006 έως 22 Δεκεμβρίου 2007— όπως προβλέπεται βάσει του άρθρου 11α του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (4), επιβεβαιώνοντας, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, ότι εφαρμοστέα στην περίπτωση του W. Kita ήταν η νομοθεσία της Πολωνίας. Μετά τη λύση της συμβάσεως, το πιστοποιητικό τροποποιήθηκε ώστε να ισχύει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2006.

12.      Η δεύτερη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνήφθη μεταξύ της Format και του W. Kita στις 2 Ιανουαρίου 2007 για το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 2007 έως 21 Δεκεμβρίου 2008. Στη ρήτρα 2, σημείο 2, της συμβάσεως αναφερόταν ως τόπος της παροχής εργασίας η Πολωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιρλανδία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Φιλανδία), αναλόγως των υποδείξεων του εργοδότη.

13.      Στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής ο W. Kita εργάστηκε, εκτός από την Πολωνία, και στη Γαλλία. Η σύμβαση λύθηκε με συμφωνία των μερών στις 5 Απριλίου 2008 αλλά, το διάστημα από 22 Αυγούστου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2007, ο W. Kita δεν εργάστηκε λόγω ασθένειας. Ως εκ τούτου, στις 8 Ιανουαρίου 2008, o ZUS τροποποίησε το πιστοποιητικό Ε 101 που είχε εκδοθεί για την περίοδο που κάλυπτε η εν λόγω σύμβαση παρατείνοντας την ισχύ του μέχρι τις 22 Αυγούστου 2007.

14.      Με απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 (στο εξής: επίδικη απόφαση), απευθυνόμενη στη Format και στον W. Kita, ο ZUS αρνήθηκε —βάσει της πολωνικής νομοθεσίας και του άρθρου 14, παράγραφοι 1, στοιχείο αʹ, και 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71—να χορηγήσει το πιστοποιητικό E 101 όσον αφορά την εφαρμοστέα επί του W. Kita νομοθεσία ή να επιβεβαιώσει με το πιστοποιητικό αυτό ότι ο εργαζόμενος υπαγόταν, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2008 μέχρι 21 Δεκεμβρίου 2008, καθώς και από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2009, στο πολωνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά την απόφαση αυτή, ο W. Kita δεν ήταν εργαζόμενος απασχολούμενος κατά κανόνα στο έδαφος περισσότερων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αλλά αποσπασμένος εργαζόμενος καθ’ υπόδειξη του εργοδότη.

15.      Στις 24 Ιουλίου 2008, μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, συνήφθη τρίτη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ της Format και του W. Kita. Η σύμβαση αυτή συνήφθη για το χρονικό διάστημα από 30 Ιουλίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2012 και ο τόπος παροχής εργασίας ήταν ο ίδιος με εκείνον που αναφερόταν στις δύο προηγούμενες συμβάσεις. Ωστόσο, με προσθήκη στη σύμβαση της 12ης Ιουλίου 2008, ορίστηκε ως τόπος παροχής εργασίας το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στο Olkiluoto της Φινλανδίας. Αφού εργάστηκε στη Φινλανδία, ο W. Kita έλαβε άδεια άνευ αποδοχών από 1ης Νοεμβρίου 2008 μέχρι τις 31 Σεπτεμβρίου 2009 και ως εκ τούτου δεν υπείχε υποχρέωση να παρέχει εργασία έναντι αμοιβής. Η σύμβαση εργασίας λύθηκε κατόπιν συμφωνίας των μερών στις 16 Μαρτίου 2009.

16.      Η Format προσέβαλε την επίδικη απόφαση ενώπιον του Sąd Okręgowy — Sąd Ubezpieczeń Społecznych w Warszawie (πρωτοδικείου της Βαρσοβίας δικάζοντος κοινωνικοασφαλιστικές υποθέσεις), το οποίο απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009 με το σκεπτικό ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό ότι ο W. Kita είχε αποσπαστεί κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, διότι η Format δεν αναπτύσσει την κύρια δραστηριότητά της στη χώρα στην οποία έχει την έδρα της. Το Sąd Okręgowy δέχτηκε περαιτέρω ότι ο W. Kita δεν «ασκούσε κατά κανόνα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», αλλά, για χρονικό διάστημα αρκετών μηνών ή για περισσότερο από δέκα μήνες, παρείχε σε μόνιμη βάση την εργασία του στο έδαφος ενός (και του ιδίου) κράτους μέλους (Γαλλία και στη συνέχεια Φινλανδία), οπότε, στην περίπτωσή του, πρέπει να εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας του κοινοτικού συντονισμού δυνάμει του οποίου η εφαρμοστέα νομοθεσία προσδιορίζεται βάσει της αρχής του τόπου παροχής της εργασίας.

17.      Τόσο η Format όσο και ο W. Kita άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της αποφάσεως του Sąd Okręgowy.

18.      Κατά την ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία, η Format υποστήριξε ότι το σύστημα βάσει του οποίου απασχολούνται οι εργαζόμενοί της είναι το σύστημα που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71, το οποίο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη απασχόληση στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών κατά την ίδια περίοδο ούτε αναφέρει κανενός είδους περιόδους υπολογισμού ή τη συχνότητα με την οποία ο εργαζόμενος αλλάζει θέσεις ή μετακινείται μεταξύ των συνόρων.

19.      Ο W. Kita προβάλλει τους ίδιους ισχυρισμούς, υποστηρίζοντας με την έφεσή του ότι στην περίπτωσή του έχει εφαρμογή ο κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71, διότι, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεώς του με τη Format, είχε ασκήσει «κατά κανόνα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», δηλαδή βάσει συμβάσεων που είχαν συναφθεί για έξι κράτη μέλη, έστω και αν η δραστηριότητα ασκήθηκε μέχρι τώρα μόνο σε δύο κράτη μέλη (Γαλλία και Φινλανδία). Περαιτέρω, εάν επρόκειτο να μετακινηθεί σε εργοτάξιο στην Πολωνία, τότε θα είχε επίσης εφαρμογή το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i.

20.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στη διάταξη περί παραπομπής ότι, σε μία άλλη υπόθεση, η οποία αφορούσε επίσης εργαζόμενο απασχολούμενο στη Format, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι δεν είναι απόλυτα σαφής η έννοια του «προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος περισσότερων από δύο κρατών μελών», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71. Η έννοια αυτή ενδέχεται να υποδηλώνει τόσο (i) τον εργαζόμενο ο οποίος παρέχει την εργασία του στο πλαίσιο μίας (και της αυτής) εργασιακής σχέσεως κατά την ίδια χρονική περίοδο (ταυτόχρονα) σε περισσότερα κράτη μέλη όσο και (ii) το πρόσωπο το οποίο εργάζεται επί τη βάσει συμβάσεως εργασίας που έχει συναφθεί με έναν (και τον αυτόν) εργοδότη σε διαδοχικές περιόδους σε περισσότερα κράτη μέλη. Εντούτοις, υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού, και ειδικότερα υπό το πρίσμα του σκοπού της άρσης των διοικητικών ή τεχνικών δυσχερειών οι οποίες θα προέκυπταν από την εφαρμογή της lex loci laboris στο πλαίσιο προσωρινής απασχολήσεως και του σκοπού της προώθησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, θα ήταν εύλογο, κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, να θεωρηθεί ως «κανονικά ασκών μισθωτή δραστηριότητα» στο έδαφος περισσότερων κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού, ο εργαζόμενος ο οποίος υποχρεούται, στο πλαίσιο μίας (και της αυτής) εργασιακής σχέσεως, σε διαρκή (κανονική) παροχή εργασίας σε περισσότερα κράτη μέλη, πλην αυτού στο οποίο κατοικεί.

21.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή εγείρει δύο ερωτήματα. Πρώτον, δεν είναι σαφές αν η διάρκεια των διαδοχικών χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες παρέχεται εργασία στα διάφορα κράτη μέλη, και των διακοπών μεταξύ των χρονικών αυτών περιόδων αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτού του ζητήματος, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη ο προβλεπόμενος στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, χρονικός περιορισμός των 12 μηνών που αφορά την προσωρινή απόσπαση εργαζομένων.

22.      Δεύτερον, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71 όταν η βάσει της συμβάσεως εργασίας υποχρέωση σε μόνιμη βάση σε περισσότερα κράτη μέλη περιλαμβάνει την παροχή εργασίας στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο εργαζόμενος, μολονότι η συγκεκριμένη παροχή εργασίας σε αυτήν ακριβώς τη χώρα φαίνεται ότι είχε αποκλειστεί κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως εργασίας. Στη συνέχεια, προκύπτει το ζήτημα αν, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, μπορεί να έχει εφαρμογή το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού.

23.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Apelacyjny αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Το γεγονός ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου [...] περιλαμβάνει το “πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών” —για το οποίο διευκρινίζεται στο στοιχείο βʹ της εν λόγω διατάξεως ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο δεν εμπίπτει στο στοιχείο αʹ— σημαίνει ότι o εργαζόμενος ο οποίος βάσει της εργασιακής σχέσεως απασχολείται από έναν και μόνο εργοδότη,

α)      εξομοιώνεται προς ένα τέτοιο πρόσωπο, εάν λόγω του χαρακτήρα της απασχολήσεως παρέχει εργασία σε διάφορα κράτη μέλη κατά τον ίδιο χρόνο (ταυτόχρονα), πράγμα το οποίο περιλαμβάνει και σχετικά σύντομα χρονικά διαστήματα, και συχνά στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του αυτής μεταβαίνει από ένα κράτος σε άλλο,

και ότι

β)      εξομοιώνεται προς ένα τέτοιο πρόσωπο, εάν υποχρεούται, στο πλαίσιο μίας (και της αυτής) εργασιακής σχέσεως, να παρέχει εργασία σε μόνιμη βάση (κανονικά) σε διάφορα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων στη χώρα όπου κατοικεί, ή σε διάφορα άλλα κράτη μέλη εκτός από αυτό στο οποίο κατοικεί,

—      ανεξαρτήτως της διάρκειας των διαδοχικών χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στα διάφορα κράτη μέλη, και των ενδιάμεσων διακοπών, ή με κάποιο χρονικό περιορισμό;

2.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως του Δικαστηρίου στην εκτιθέμενη υπό βʹ ερμηνεία, ερωτάται εάν το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, [περίπτωση] ii, του κανονισμού 1408/71 μπορεί να εφαρμοστεί σε μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας, βάσει της απορρέουσας από την εργασιακή σχέση μεταξύ του εργαζομένου και ενός (και του ιδίου) εργοδότη υποχρεώσεως που συνίσταται στην παροχή εργασίας σε μόνιμη βάση σε περισσότερα κράτη μέλη, τίθεται ζήτημα εκπληρώσεως των υποχρεώσεων στο κράτος μέλος στο οποίο ο εργαζόμενος κατοικεί, ακόμη και στην περίπτωση που μια τέτοια κατάσταση —παροχή εργασίας στη χώρα κατοικίας— φαίνεται να αποκλείεται κατά τον χρόνο της υπογραφής της συμβάσεως εργασίας, μπορεί δε, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, να έχει εφαρμογή το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, [περίπτωση] i, του κανονισμού 1408/71;»

IV – Νομική ανάλυση

 Α       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

24.      Πριν την ανάλυση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις προκειμένου να προσδιοριστούν τα ζητήματα που εγείρονται με τα υποβληθέντα ερωτήματα.

25.      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν, κατά τα επίδικα στο πλαίσιο της κύριας δίκης χρονικά διαστήματα, ο W. Kita μπορούσε να θεωρηθεί —κατά ορθή εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 και, ειδικότερα, των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14— ως υπαγόμενος στην πολωνική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, οπότε, ως αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας, ο ZUS έπρεπε να εκδώσει το πιστοποιητικό Ε 101, που βεβαιώνει την υπαγωγή του στο εν λόγω σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

26.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει ως δεδομένο ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 που αφορά την προσωρινή απόσπαση των εργαζομένων δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του W. Kita, διότι —όπως φαίνεται— η Format, ως εργοδότρια εταιρία, δεν ασκεί κανονικώς σημαντικές δραστηριότητες στην Πολωνία, κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, όπως απαιτείται βάσει της διατάξεως αυτής (5).

27.      Δεν θα αμφισβητήσω την εκτίμηση αυτή για τους σκοπούς της προκειμένης διαδικασίας, καθώς έχει επίσης επιβεβαιωθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, η Format δεν εκτέλεσε στην πραγματικότητα καμία κατασκευαστική εργασία στην Πολωνία.

28.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο περιορίζει τις ερωτήσεις του, κατ’ ουσίαν, στο κατά πόσον, περίπτωση όπως αυτή του W. Kita μπορεί να υπάγεται είτε στην περίπτωση i είτε στην περίπτωση ii του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή και των δύο αυτών διατάξεων, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, αποτελεί η ύπαρξη «προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος περισσότερων από δύο κρατών μελών».

29.      Σημειωτέον, συναφώς, στη συνέχεια ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως χαρακτηρίζονται —όπως ορθώς παρατήρησαν ορισμένοι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία και όπως προκύπτει, ιδίως, από τη διατύπωση του δεύτερου ερωτήματος— αφενός, από τη διαφορά μεταξύ των όρων των αντίστοιχων συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν μεταξύ της Format και του W. Κίτα, και, αφετέρου, από τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν οι εν λόγω συμβάσεις στην πράξη, στη διαφορά δε αυτή οφείλεται, ως ένα βαθμό, και η ασάφεια των ερωτημάτων του εθνικού δικαστηρίου.

30.      Έτσι, στις συμβάσεις εργασίας, ως τόπος της εργασίας ορίζονταν, κατά περίπτωση, οι εγκαταστάσεις και τα εργοτάξια στην Πολωνία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιρλανδία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Φινλανδία), αναλόγως των υποδείξεων του εργοδότη.

31.      Στην πραγματικότητα, όμως, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που παρέσχον το αιτούν δικαστήριο και οι διάδικοι, στην περίπτωση του W. Kita είχαν συναφθεί διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με ένα μόνον εργοδότη (τη Format) και σύμφωνα με αυτές ο εργαζόμενος παρείχε μονίμως την εργασία του για διάστημα αρκετών μηνών ή για περισσότερο από 10 μήνες στο έδαφος ενός κράτους μέλους, δηλαδή, βάσει της πρώτης συμβάσεως —όπως και βάσει άλλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου πριν από αυτήν— στη Γαλλία και, βάσει της επόμενης συμβάσεως, στη Φινλανδία. Πρέπει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του εθνικού δικαστηρίου, η συνήθης διαμονή του W. Κίτα, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71, ακόμα και κατά τη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες παρείχε την εργασία του στη Γαλλία ή στη Φινλανδία, ήταν η Πολωνία.

32.      Προκύπτει επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά το πέρας των εργασιών, ο εργαζόμενος ελάμβανε άδεια άνευ αποδοχών και ακολουθούσε πρόωρη λύση της συμβάσεως εργασίας με συμφωνία των μερών. Όπως προκύπτει, περαιτέρω, δεν αμφισβητείται, και αποτελεί μάλιστα την υπόθεση στην οποία στηρίζεται το δεύτερο ερώτημα, ότι, στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων, ο W. Kita δεν παρείχε στην πραγματικότητα καμία εργασία στην Πολωνία, δηλαδή στο κράτος μέλος όπου είχε την κατοικία του.

33.      Είναι επομένως απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο ορθή και χρήσιμη απάντηση, να γίνει διάκριση εννοιολογικώς μεταξύ, πρώτον, του ζητήματος της ερμηνείας των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, αντίστοιχα, του κανονισμού 1408/71 και, δεύτερον, του ζητήματος της διαφοράς, στην υπό εξέταση περίπτωση, μεταξύ των συμβάσεων εργασίας και των θέσεων απασχόλησης που «προβλέπονται» σε αυτές —βάσει των οποίων η Format ζήτησε το πιστοποιητικό E 101— και του τρόπου με τον οποίο εκτελέστηκαν στην πράξη οι εν λόγω συμβάσεις.

34.      Επομένως, θα εξετάσω ευθύς αμέσως, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του W. Kita, όπως περιγράφεται ανωτέρω, τις προϋποθέσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 και στη συνέχεια θα εξετάσω το ζήτημα της διαφοράς μεταξύ των όρων των σχετικών συμβάσεων και της εκτέλεσής τους στην πράξη. Τούτο οδηγεί, κατά βάση, στο ερώτημα με ποιον τρόπο —ή, μάλλον, βάσει ποιων πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων— πρέπει η αρμόδια αρχή να εξακριβώσει, για τους σκοπούς της έκδοσης του πιστοποιητικού Ε 101, αν πληρούνται σε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού.

 Β —      Κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

35.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Format και ο ZUS, η Πολωνική, η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Με εξαίρεση τη Γερμανική Κυβέρνηση, οι ανωτέρω διάδικοι παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Φεβρουαρίου 2012.

36.      Η Format υποστηρίζει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 καλύπτει και το πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο μίας και της αυτής σχέσεως εργασίας, υποχρεούται να παρέχει την εργασία του μονίμως σε αρκετά κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τη διάρκεια των διαδοχικών περιόδων κατά τις οποίες παρέχει την εργασία του στα οικεία κράτη μέλη και τη διάρκεια των διαστημάτων μεταξύ των περιόδων αυτών, και προτείνει, κατ’ ουσίαν, να δοθεί καταφατική απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα. Οι λοιποί διάδικοι —τις αντίστοιχες προτάσεις των οποίων επίσης δεν παραθέτω λεπτομερώς— προτείνουν διάφορους ορισμούς της έννοιας του «προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη, και οι περισσότεροι τάσσονται υπέρ μιας περισσότερο περιοριστικής ερμηνείας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού από εκείνη που υποστήριξε η Format.

 Γ —      Εκτίμηση

37.      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, τμήμα των οποίων αποτελεί το άρθρο 14, παράγραφος 2, συνιστούν, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα πλήρες και ενιαίο σύστημα κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και σκοπούν στο να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι που διακινούνται εντός της Κοινότητας θα υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποτρέπονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που μπορούν να ανακύψουν από αυτήν. Η αρχή αυτή εκφράζεται ειδικότερα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο ορίζει ότι ο εργαζόμενος επί του οποίου εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπόκειται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους (6).

38.      Συναφώς, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, κατά τον οποίο ο εργαζόμενος υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα (κανόνας της lex loci laboris) (7).

39.      Όπως σαφώς προκύπτει από την πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, οι εξαιρέσεις αφορούν τα πρόσωπα που ασκούν «κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών».

40.      Συναφώς, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, που έχει εφαρμογή στα πρόσωπα αυτά (εκτός από τα μέλη του ταξιδεύοντος ή ιπτάμενου προσωπικού μιας επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ), προβλέπει, πρώτον, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, ότι εάν ο οικείος εργαζόμενος ασκεί τη δραστηριότητά του εν μέρει στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του, τότε έχει εφαρμογή η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού (8).

41.      Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω —όπως τόνισε η Βελγική Κυβέρνηση— ότι η περίπτωση του W. Kita δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, καθόσον έχει αποδειχθεί ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν είχε ασκήσει καμία δραστηριότητα στην Πολωνία, κράτος μέλος κατοικίας του. Συνεπώς, κατά την άποψή μου —αλλά υπό την επιφύλαξη του τελικού καθορισμού του ζητήματος αυτού από το εθνικό δικαστήριο και της βαρύτητας που πρέπει να δοθεί στο πλαίσιο αυτό στο γράμμα της συμβάσεως εργασίας, όπως αναφέρεται κατωτέρω— πρέπει να αποκλειστεί, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71 έχει εφαρμογή υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

42.      Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού ορίζει ότι ένα πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση που τον απασχολεί εφόσον αυτός δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί τη δραστηριότητά του.

43.      Μολονότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται με την απόφαση περί παραπομπής, ο W. Kita φαίνεται να πληροί τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, η εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71 στην περίπτωσή του εξαρτάται —όπως και η εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i— από το αν αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών».

44.      Είναι αληθές ότι ο κανονισμός δεν δίδει ειδικότερο ορισμό της έννοιας αυτής, αλλά γενικώς μπορεί να υποστηριχθεί, καταρχάς, ότι, προφανώς, η έννοια αυτή δηλώνει την απασχόληση η οποία δεν περιορίζεται στο έδαφος ενός και του ιδίου κράτους μέλους, αλλά εκτείνεται κανονικά και συνήθως —δηλαδή, κατά κανόνα και όχι μόνο κατ’ εξαίρεση ή προσωρινά— στο έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών μελών (9).

45.      Μερικά παραδείγματα του είδους της απασχόλησης που αφορά η πρώτη περίοδος του άρθρου 14, παράγραφος 2, παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός και η νομολογία του Δικαστηρίου.

46.      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, τα μέλη του ταξιδεύοντος ή ιπτάμενου προσωπικού επιχειρήσεως που διενεργεί διεθνείς μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων θεωρούνται, κατ’ αρχήν, ως πρόσωπα που ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

47.      Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει, για παράδειγμα, ότι η κατάσταση μισθωτού εργαζομένου, ο οποίος, έχοντας την κατοικία του σε ένα κράτος μέλος, απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος, στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσεως εργασίας, παρέχει συνήθως —περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως και για περίοδο που δεν περιορίζεται στους δώδεκα μήνες— μέρος της εργασίας του εντός του πρώτου κράτους μέλους, διέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71 (10).

48.      Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται σε καταστάσεις στις οποίες, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο μιας εργασιακής σχέσης, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του περίπου ταυτόχρονα ή παράλληλα σε διάφορα —δηλαδή σε δύο τουλάχιστον— κράτη μέλη.

49.      Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, είναι επίσης πιθανό η έννοια της κανονικής άσκησης μισθωτής δραστηριότητας στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών να περιλαμβάνει και περίπτωση, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διαδοχική ή εναλλακτική παροχή εργασίας σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

50.      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο σκοπός των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71 —όπως και των άλλων εξαιρέσεων από τον κανόνα του κράτους απασχολήσεως, που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού— έγκειται στην υπερπήδηση των εμποδίων που είναι δυνατό να δυσχεράνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και η διευκόλυνση της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως διά της αποφυγής των διοικητικών περιπλοκών, ειδικότερα, όσον αφορά τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις (11).

51.      Τα εμπόδια και οι περιπλοκές αυτές μπορούν σαφώς να προκύψουν και στην περίπτωση του εργαζομένου που δεν παρέχει την εργασία του, κατά την έννοια που χρησιμοποιείται ανωτέρω, ταυτόχρονα στο έδαφος πολλών κρατών μελών, αλλά απασχολείται σε διαφορετικά κράτη μέλη διαδοχικά ή εναλλακτικά.

52.      Στο πλαίσιο αυτό και όσον αφορά το ίδιο θέμα, είναι επίσης ενδεικτικό —αν και αφορά τον νέο κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 (12), ο οποίος δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην παρούσα υπόθεση— ότι, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 (13), η έννοια αυτού που «ασκεί κανονικά δραστηριότητα ως μισθωτός σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» αναφέρεται τόσο σε όποιον ασκεί τη δραστηριότητα αυτή ταυτόχρονα όσο και σε όποιον, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, μετακινείται συνεχώς μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

53.      Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, η δεύτερη αυτή περίπτωση ισχύει ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή την τακτικότητα της εναλλαγής.

54.      Δυσχερώς επίσης μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, ελλείψει οποιασδήποτε προς τούτο διατάξεως, συγκεκριμένη συχνότητα εναλλαγής ή συγκεκριμένη διάρκεια την οποία δεν δύναται να υπερβεί η κατά χρόνον άσκηση μιας δραστηριότητας σε ένα από τα οικεία κράτη μέλη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, όπως πρότειναν ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ποικιλοτρόπως οι μετέχοντες στη δίκη.

55.      Αφετέρου, όπως επισήμαναν το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, για τους σκοπούς της εξαιρέσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ο νομοθέτης θεώρησε προφανώς ότι η αποστολή εργαζομένου σε άλλα κράτη μέλη για διάστημα μέχρι και 12 μήνες είναι «προσωρινή» και «σύντομης διάρκειας» και ότι, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η εξαίρεση από τον κανόνα του κράτους μέλους απασχόλησης, με το αιτιολογικό της ενθάρρυνσης της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως και της αποφυγής των διοικητικών επιπλοκών (14).

56.      Για τον ίδιο λόγο, πρόσωπο που ασκεί —κατά τη διάρκεια των διαδοχικών περιόδων εργασίας— δραστηριότητες σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», εάν η διάρκεια του διαστήματος συνεχούς εργασίας σε ένα κράτος μέλος δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

57.      Ωστόσο, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη δίκη προβάλλουν μία άλλη άποψη η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι καθοριστικότερη για τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η παρούσα υπόθεση. Το ζήτημα αν κάποιος απασχολείται «κανονικά» στο έδαφος περισσότερων του ενός κρατών μελών —δηλαδή, εάν τα καθήκοντά του χαρακτηρίζονται πράγματι από τη διαδοχική, εναλλασσόμενη παροχή εργασίας σε διάφορα κράτη μέλη— μπορεί να καθοριστεί μόνο σε σχέση με ένα πλαίσιο αναφοράς, και τέτοιο πλαίσιο αναφοράς είναι, κατά τη γνώμη μου, η σχέση εργασίας, όπως αυτή ορίζεται στη σύμβαση εργασίας.

58.      Κατά την άποψή μου, η περίπτωση της απασχόλησης που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 διαφέρει, για παράδειγμα, εκείνης ενός προσώπου που απασχολείται επί συγκεκριμένο έτος, στο κράτος μέλος Α, το δε επόμενο έτος, βάσει διαφορετικής συμβάσεως εργασίας, στο κράτος μέλος Β, αλλά αφορά μάλλον σχέση εργασίας με σταθερό και συνεχή χαρακτήρα, η οποία εκτείνεται, είτε ταυτόχρονα είτε κατά διαδοχικές περιόδους, στο έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών μελών (15).

59.      Αντιθέτως, είναι προφανές ότι ο απασχολούμενος βάσει μίας και της αυτής συμβάσεως εργασίας, ο οποίος κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η εν λόγω σχέση εργασίας απασχολείται σε ένα και το αυτό κράτος μέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απασχολούμενος κανονικά στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών. Πρέπει να προστεθεί ότι τούτο ισχύει ακόμη και στην περίπτωση στην οποία ο εργαζόμενος απασχολείται, στο πλαίσιο διαδοχικών, χωριστών συμβάσεων εργασίας με τον ίδιο εργοδότη, σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος που ορίζεται στην πρώτη σύμβαση εργασίας (16).

60.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω, ως πρώτο μέρος της απαντήσεως που θα δοθεί στο αιτούν δικαστήριο, τα εξής: η φράση «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», όπως χρησιμοποιείται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει και το πρόσωπο το οποίο, κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από μία και την αυτή σύμβαση εργασίας —και εντός του πλαισίου της συμβάσεως αυτής—, την οποία συνήψε με έναν και τον αυτό εργοδότη, παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία όχι ταυτόχρονα ή παράλληλα, αλλά κατά διαδοχικές περιόδους στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος συνεχούς εργασίας σε κάθε κράτος μέλος δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τους 12 μήνες.

61.      Όσον αφορά, ακολούθως, το ζήτημα —σχετικά με την έκδοση του πιστοποιητικού Ε 101— της πιθανής διαφοράς μεταξύ των όρων της σχετικής συμβάσεως εργασίας και της πραγματικής κατάστασης του εργαζομένου τον οποίο αφορά η εν λόγω σύμβαση, είναι σαφές, κατ’ αρχάς, ότι, για να προσδιοριστεί αν ένα πρόσωπο καλύπτεται από συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας πρέπει να προβεί σε ορθή εκτίμηση, δηλαδή πρέπει να είναι σε θέση να πιστοποιήσει ότι εξακολουθεί να είναι εφαρμοστέα η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους κατοικίας για συγκεκριμένη περίοδο μόνον εάν η κατάσταση του οικείου εργαζομένου πληροί όντως στην πράξη τις σχετικές προϋποθέσεις του κανονισμού.

62.      Προς τούτο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (πρώην άρθρο 10 ΕΚ) επιβάλλει στον φορέα που εκδίδει το πιστοποιητικό, όταν πρόκειται για την εφαρμογή των κανόνων των σχετικών με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, να προβαίνει στην ορθή εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, να εγγυάται την ακρίβεια των περιλαμβανόμενων στο πιστοποιητικό Ε 101 στοιχείων (17).

63.      Συναφώς, πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι το πιστοποιητικό Ε 101 εκδίδεται, κατά κανόνα, πριν από την έναρξη της περιόδου την οποία αφορά —και, ως εκ τούτου, τότε γίνεται και η προαναφερθείσα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών— και, έτσι, το εν λόγω πιστοποιητικό δημιουργεί, κατ’ ουσίαν, τεκμήριο ως προς την εφαρμοστέα νομοθεσία (18). Εκδίδεται, επομένως, από τον αρμόδιο φορέα βάσει της μελλοντικής κατάστασης της απασχόλησης του εν λόγω εργαζομένου, η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να προσδιοριστεί, κατά κύριο λόγο, βάσει της συμβάσεως εργασίας που περιγράφει τη φύση της απασχόλησης.

64.      Εφόσον, όμως, από άλλα συναφή στοιχεία και από περιστασιακές αποδείξεις προκύπτει ότι η κατάσταση της απασχόλησης του εργαζομένου διαφέρει στην πραγματικότητα σημαντικά από αυτήν που περιγράφεται στη σύμβαση εργασίας του, η προαναφερθείσα υποχρέωση ορθής εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 σημαίνει ότι ο αρμόδιος φορέας μπορεί να στηρίξει τα πορίσματά του στην πραγματική κατάσταση του εργαζομένου μη λαμβάνοντας υπόψη τα συνομολογηθέντα στην εν λόγω σύμβαση, και, κατά περίπτωση, να αρνηθεί την έκδοση του πιστοποιητικού Ε 101. Επίσης, εάν τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε το πιστοποιητικό αποδειχθούν στη συνέχεια κατ’ ουσίαν εσφαλμένα, μπορεί να ζητηθεί, ενδεχομένως από τον αρμόδιο φορέα —ή, στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών, από το αρμόδιο δικαστήριο— η ανάκληση ή η ακύρωση του πιστοποιητικού (19).

65.      Κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως για τους σκοπούς της έκδοσης του πιστοποιητικού Ε 101, ο φορέας που το εκδίδει μπορεί να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα οριζόμενα στη σύμβαση εργασίας, και στοιχεία όπως ο τρόπος με τον οποίο έχουν ήδη εφαρμοστεί στην πράξη παρόμοιες συμβάσεις αυτού του είδους μεταξύ του εργοδότη και του οικείου εργαζομένου ή, γενικότερα, τα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων της οικείας επιχείρησης (20), στον βαθμό που τα στοιχεία αυτά μπορούν να φωτίσουν την πραγματική φύση της εν λόγω εργασίας ή να παράσχουν ενδείξεις για καταχρηστικές πρακτικές.

66.      Έπεται επίσης ότι, εάν, βάσει της εκτίμησης αυτής, καθίσταται σαφές ότι, παρά τα συνομολογηθέντα στην υποβληθείσα σύμβαση εργασίας, ο οικείος εργαζόμενος δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή συγκεκριμένης διατάξεως του κανονισμού 1408/71 —όπως η προϋπόθεση που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα, ότι, δηλαδή, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού, η εργασία πρέπει να παρέχεται στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο εργαζόμενος—, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

67.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο, ως δεύτερο μέρος της απάντησης που θα δοθεί στο αιτούν δικαστήριο, τα εξής: προκειμένου να καθοριστεί, για τους σκοπούς της έκδοσης πιστοποιητικού Ε 101, εάν η κατάσταση ενός προσώπου εμπίπτει στην περίπτωση i ή στην περίπτωση ii του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, πρέπει να χωρήσει ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων αυτών, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι η κατάσταση του οικείου εργαζομένου πληροί πράγματι τις σχετικές προϋποθέσεις βάσει των εν λόγω κανόνων. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται, κυρίως, βάσει της συμβάσεως εργασίας, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλα συναφή στοιχεία, όπως ο τρόπος με τον οποίο έχουν ήδη εφαρμοστεί στην πράξη παρόμοιες συμβάσεις αυτού του είδους μεταξύ του εργοδότη και του οικείου εργαζομένου και, γενικότερα, τα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων που ασκεί η εν λόγω επιχείρηση. Εάν, τότε, καθίσταται σαφές ότι, σε αντίθεση προς τα οριζόμενα στη σύμβαση εργασίας, ο οικείος εργαζόμενος δεν πληροί προϋπόθεση που θέτει κανόνας περιλαμβανόμενος στον κανονισμό 1408/71 —όπως είναι ο κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i ή του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο β, περίπτωση ii—, ο εν λόγω κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

V –    Πρόταση

68.      Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Apelacyjny:

H φράση «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών», όπως χρησιμοποιείται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (κανονισμός 1408/11), έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει και το πρόσωπο το οποίο, κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από μία και την αυτή σύμβαση εργασίας —και εντός του πλαισίου της συμβάσεως αυτής—, την οποία συνήψε με έναν και τον αυτό εργοδότη, παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία όχι ταυτόχρονα ή παράλληλα, αλλά κατά διαδοχικές περιόδους στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος συνεχούς εργασίας σε κάθε κράτος μέλος δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τους 12 μήνες.

Προκειμένου να καθοριστεί, για τους σκοπούς της έκδοσης πιστοποιητικού Ε 101, εάν η κατάσταση ενός προσώπου εμπίπτει στην περίπτωση i ή στην περίπτωση ii, του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, πρέπει να χωρήσει ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων αυτών, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι η κατάσταση του οικείου εργαζομένου πληροί πράγματι τις σχετικές προϋποθέσεις βάσει των εν λόγω κανόνων. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται, κυρίως, βάσει της συμβάσεως εργασίας, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλα συναφή στοιχεία, όπως ο τρόπος με τον οποίο έχουν ήδη εφαρμοστεί στην πράξη παρόμοιες συμβάσεις αυτού του είδους μεταξύ του εργοδότη και του οικείου εργαζομένου και, γενικότερα, τα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων που ασκεί η εν λόγω επιχείρηση. Εάν, τότε, καθίσταται σαφές ότι, σε αντίθεση προς τα οριζόμενα στη σύμβαση εργασίας, ο οικείος εργαζόμενος δεν πληροί προϋπόθεση που θέτει κανόνας περιλαμβανόμενος στον κανονισμό 1408/71 —όπως είναι ο κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, ή του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii— ο εν λόγω κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί.


1—      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 —      ΕΕ L 28, σ. 1.


3—      ΕΕ L 392, σ. 1.


4—      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.


5—      Βλ., ειδικότερα, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-202/97, FTS (Συλλογή 2000, σ. I-883, σκέψη 45).


6 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2008, C-352/06, Bosmann (Συλλογή 2008, σ. I-3827, σκέψη 16), προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψη 20), της 16ης Φεβρουαρίου 1995, C-425/93, Calle Grenzshop Andresen (Συλλογή 1995, σ. I-269, σκέψη 9), της 13ης Μαρτίου 1997, C-131/95, Huijbrechts (Συλλογή 1997, σ. I-1409, σκέψη 17), και της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96, Kuusijärvi (Συλλογή 1998, σ. I-3419, σκέψη 28).


7—      Βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-404/98, Plum (Συλλογή 2000, σ. I-9379, σκέψεις 14 και 15).


8 —      Η δεύτερη περίπτωση που αναφέρεται στη διάταξη αυτή —αν ο εργαζόμενος απασχολείται για λογαριασμό περισσότερων επιχειρήσεων ή περισσότερων εργοδοτών— δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω.


9 —      Σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο της ερμηνείας άλλων διατάξεων του άρθρου 14 του κανονισμού 1408/71, όπως, ιδίως, το άρθρο 14α, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, το Δικαστήριο αντιδιέστειλε σε ορισμένες περιπτώσεις τον όρο «κανονικά» προς τον όρο «προσωρινά» ή έκρινε τον όρο «κανονικά» ως συνώνυμο του «συνήθους»: βλ., για παράδειγμα, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Plum (σκέψεις 20 και 21), προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψεις 22 και 23), και απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, C-178/97, Banks κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2005, σκέψη 25).


10—      Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Calle Grenzshop Andresen (σκέψη 15).


11 —      Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Plum (σκέψεις 19 και 20), προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψεις 28 και 29), και απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 35/70, Manpower (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 657, σκέψη 10).


12—      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1).


13—      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284, σ. 1).


14 —      Βλ. στο ίδιο πνεύμα, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Plum (σκέψεις 19 και 20). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Calle Grenzshop Andresen (σκέψεις 9 έως 11).


15 —      Βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, 13/73, Hakenberg (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 649, σκέψη 19).


16 —      Όπως ορθώς επισήμανε συναφώς η Βελγική Κυβέρνηση, εάν διαδοχικές και χωριστές συμβατικές σχέσεις, όπως αυτές που συνθέτουν τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, θεωρούνταν συνεχής εργασιακή σχέση, τούτο θα ισοδυναμούσε στην ουσία με εκ των υστέρων διαπίστωση του εναλλακτικού, διαδοχικώς μεταβαλλόμενου, χαρακτήρα της απασχόλησης, πράγμα που φαίνεται τεχνητό και ενδέχεται να δώσει έδαφος για καταχρήσεις και καταστρατηγήσεις.


17 —      Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Banks κ.λπ. (σκέψη 38) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψη 38).


18 —      Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Banks κ.λπ. (σκέψεις 40 και 53).


19 —      Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψη 55) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Banks κ.λπ. (σκέψη 43).


20 —      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση FTS (σκέψεις 42 και 43).