ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 5ης Ιουλίου 2012 (*)
«Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρα 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, και 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5 — Διαπραγμάτευση πράξεως περί μεταβιβάσεως μετοχών εταιριών — Πράξη που συνεπάγεται επίσης τη μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτων των εν λόγω εταιριών — Απαλλαγή»
Στην υπόθεση C-259/11,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Απριλίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο της δίκης
DTZ Zadelhoff vof
κατά
Staatssecretaris van Financiën,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους U. Lõhmus, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η DTZ Zadelhoff vof, εκπροσωπούμενη από τον B. van Zadelhoff, belastingadviseur,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και C. Schillemans,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Soulay και W. Roels,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, και 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείo 5, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της DTZ Zadelhoff vof (στο εξής: DTZ Zadelhoff) και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών των Κάτω Χωρών) σχετικά με τον χαρακτηρισμό, για τους σκοπούς της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), μιας μεταβιβάσεως μετοχών εταιριών, η οποία συνεπαγόταν επίσης τη μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτων που ανήκαν στις τελευταίες εταιρίες.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας:
«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:
1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν».
4 Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της έκτης οδηγίας προβλέπει:
«1. Ως “παράδοση αγαθού” θεωρείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος.
[…]
3. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως ενσώματα αγαθά:
[…]
γ) μερίδια και τις μετοχές, των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά ή πραγματικά, την περιέλευση κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ακινήτου ή τμήματος ακινήτου.»
5 Το άρθρο 13, B, της έκτης οδηγίας, με τίτλο «Λοιπές απαλλαγές», ορίζει:
«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:
[…]
δ) τις ακόλουθες πράξεις:
[…]
5. τις εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως, άλλ’ εξαιρέσει της φυλάξεως και της διαχειρίσεως, οι οποίες αφορούν μετοχές και μερίδια εταιριών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, εξαιρέσει:
[…]
– δικαιωμάτων ή τίτλων αναφερομένων στο άρθρο 5 παράγραφος 3·
[…]».
6 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει ασκήσει τη δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της έκτης οδηγίας.
Το ολλανδικό δίκαιο
7 Το άρθρο 11 του νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών (Wet op de omzetbelasting) της 28ης Ιουνίου 1968 (Staatsblad 1968, αριθ. 329) ορίζει:
«1. Απαλλάσσονται του φόρου, υπό προϋποθέσεις που ορίζονται με κανονιστική διοικητική απόφαση:
[…]
i) οι ακόλουθες παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών:
[…]
2° οι εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως, εξαιρουμένων όμως της φυλάξεως και της διαχειρίσεως, οι οποίες αφορούν κινητές αξίες και λοιπούς τίτλους, εξαιρουμένων τίτλων που αντιπροσωπεύουν εμπορεύματα,
[…]».
Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 Κατά τη διάρκεια της επίμαχης στην κύρια δίκη περιόδου, η Fabege AB (στο εξής: Fabege), εταιρία με έδρα τη Σουηδία, κατείχε εμμέσως το σύνολο των μετοχών της World Fashion Centre Amsterdam BV, εταιρίας που είχε στην κυριότητά της και εκμεταλλευόταν τους πύργους Ι και ΙΙ του κτιριακού συγκροτήματος World Fashion Centre (στο εξής: WFC), οι οποίοι βρίσκονται στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Η Fabege κατείχε, επίσης εμμέσως, το 100 % των μετοχών της Fabege WF BV, εταιρίας η οποία είχε στην κυριότητά της και εκμεταλλευόταν τον πύργο IV του WFC.
9 Η Stienstra BV Bedrijfshuisvesting (στο εξής: Stienstra), εταιρία με έδρα το s-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες), κατείχε εμμέσως το σύνολο των μετοχών της De Herven III BV (στο εξής: De Herven), η οποία είχε στην κυριότητά της και εκμεταλλευόταν το συγκρότημα γραφείων Soetelieve στην ίδια πόλη.
10 Η DTZ Zadelhoff παρέχει υπηρεσίες μεσιτείας και συμβουλές σχετικά με ακίνητα.
11 Το 1999, η Fabege ανέθεσε στην DTZ Zadelhoff, έναντι αμοιβής, να αναζητήσει αγοραστές για το WFC. Η Fabege προτίθετο να μεταβιβάσει το κτιριακό αυτό συγκρότημα μέσω μεταβιβάσεως των μετοχών των εταιριών που είχαν εμμέσως την κυριότητά του. H ζητηθείσα τιμή πωλήσεως για τις μετοχές εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικώς από την εμπορική αξία του WFC ως ακινήτου. Στο πλαίσιο της αποστολής της, η DTZ Zadelhoff βρήκε αγοραστή, στον οποίο πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν οι μετοχές μεταξύ 5 Οκτωβρίου 1999 και 24 Ιανουαρίου 2000.
12 Το 2000, η Stienstra ανέθεσε στην DTZ Zadelhoff, έναντι αμοιβής, να αναζητήσει αγοραστές για το συγκρότημα γραφείων Soetelieve. Προσωρινώς, δεν είχε διευκρινιστεί αν θα μεταβιβαζόταν η κυριότητα επί του εν λόγω συγκροτήματος ή οι μετοχές της De Herven. Τελικώς, η παρέμβαση της DTZ Zadelhoff είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί αγοραστής, στον οποίο πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν οι μετοχές της De Herven.
13 Η DTZ Zadelhoff δεν χρέωσε ούτε απέδωσε ΦΠΑ για την παροχή υπηρεσιών, που συνίσταντο στην αναζήτηση αγοραστών για τα προμνημονευθέντα ακίνητα, τις οποίες παρέσχε στις Fabege και Stienstra. Έκρινε είτε ότι οι υπηρεσίες αυτές απαλλάσσονται του φόρου δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο i, περίπτωση 2, του νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών της 28ης Ιουνίου 1968 είτε ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν φορολογούνται στις Κάτω Χώρες, δεδομένου ότι μια παροχή υπηρεσίας θεωρείται ως μη πραγματοποιηθείσα εντός του εδάφους των Κάτω Χωρών όταν ο εντολέας δεν είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος.
14 Ο Inspecteur van de Belastingdienst (στο εξής: Inspecteur) έκρινε ότι η απαλλαγή δεν έχει εφαρμογή και ότι οι παροχές υπηρεσιών έπρεπε να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες στις Κάτω Χώρες, συνεπώς εξέδωσε εις βάρος της DTZ Zadelhoff αναδρομική βεβαίωση ΦΠΑ για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2000. Κατόπιν υποβολής διοικητικής ενστάσεως εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας, το ποσό της αναδρομικής αυτής βεβαιώσεως μειώθηκε με απόφαση του Inspecteur.
15 Η DTZ Zadelhoff άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Inspecteur ενώπιον του Rechtbank te Haarlem (πρωτοδικείο του Haarlem), το οποίο την απέρριψε ως αβάσιμη. Η εν λόγω εταιρία άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam (εφετείο του Άμστερνταμ), το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Κατόπιν τούτου, η DTZ Zadelhoff άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden.
16 Το Hoge Raad der Nederlanden φρονεί ότι το Gerechtshof te Amsterdam ορθώς καθόρισε τον τόπο στον οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε η παροχή των υπηρεσιών. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό, για τους σκοπούς της απαλλαγής από τον ΦΠΑ, της πράξεως μεταβιβάσεως μετοχών εταιριών, η οποία συνεπάγεται επίσης τη μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτων που ανήκαν στις εταιρίες αυτές.
17 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο [13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5], της έκτης οδηγίας την έννοια ότι εμπίπτουν σε αυτό επίσης πράξεις, όπως αυτές που διενεργήθηκαν από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, οι οποίες, εν τέλει, αφορούν ακίνητα που κατείχαν οι οικείες εταιρίες και την (έμμεση) μεταβίβαση των εν λόγω ακινήτων, απλώς και μόνον λόγω του ότι οι πράξεις αυτές είχαν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα να μεταβιβαστούν οι μετοχές των εταιριών αυτών;
2) Έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη στο άρθρο [13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, δεύτερη περίπτωση,] της έκτης οδηγίας εξαίρεση από την απαλλαγή αν το κράτος μέλος δεν έχει ασκήσει τη δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο [5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ], της [ίδιας] οδηγίας να θεωρεί ως ενσώματα αγαθά τα μερίδια και τις μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει την περιέλευση, κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ενός ακινήτου;
3) Αν στο προηγούμενο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, πρέπει ως μερίδια και μετοχές υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως να νοηθούν και μετοχές εταιριών, οι οποίες έχουν άμεσα ή έμμεσα (μέσω θυγατρικών τους εταιριών ή θυγατρικών των θυγατρικών τους) την κυριότητα επί ακινήτων, ανεξαρτήτως του αν εκμεταλλεύονται τα ακίνητα αυτά ως τέτοια ή του αν τα χρησιμοποιούν στο πλαίσιο επιχειρήσεως διαφορετικής φύσεως;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος
18 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί, αφενός, κατά πόσον το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην απαλλαγή αυτή από τον ΦΠΑ πράξεις, όπως οι διενεργηθείσες από την DTZ Zadelhoff στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες αποσκοπούσαν και είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση μετοχών των οικείων εταιριών, αφορούσαν, όμως, εν τέλει, ακίνητα που κατείχαν οι εν λόγω εταιρίες και την (έμμεση) μεταβίβασή τους, για τον λόγο και μόνον ότι οι πράξεις αυτές είχαν ως αντικείμενο και αποτέλεσμα τη μεταβίβαση των μετοχών των εταιριών αυτών και, αφετέρου, κατά πόσον η προβλεπόμενη στο ίδιο σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, εξαίρεση από την εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται ακόμα και όταν το κράτος μέλος δεν άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της προαναφερθείσας οδηγίας δυνατότητα να θεωρήσει ως ενσώματα αγαθά τα μερίδια και τις μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικώς ή πραγματικώς την περιέλευση, κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ενός ακινήτου.
19 Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι απαλλαγές του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την αποτροπή αποκλίσεων κατά την εφαρμογή του συστήματος του ΦΠΑ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-349/96, CPP, Συλλογή 1999, σ. I-973, σκέψη 15, καθώς και της 10ης Μαρτίου 2011, C-540/09, Skandinaviska Enskilda Banken, Συλλογή 2011, σ. Ι-1509, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
20 Κατά πάγια επίσης νομολογία, οι όροι που χρησιμοποιούνται για να καθοριστούν οι προμνημονευθείσες απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, καθόσον οι απαλλαγές αυτές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή, κατά την οποία ο ΦΠΑ εισπράττεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-8/01, Taksatorringen, Συλλογή 2003, σ. I-13711, σκέψη 36· της 3ης Μαρτίου 2005, C-472/03, Arthur Andersen, Συλλογή 2005, σ. I-1719, σκέψη 24, και της 21ης Ιουνίου 2007, C-453/05, Ludwig, Συλλογή 2007, σ. I-5083, σκέψη 21).
21 Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία των όρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 απαλλαγές και να σέβεται τις επιταγές της αρχής της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Τουτέστιν, ο κανόνας αυτός συσταλτικής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των απαλλαγών του εν λόγω άρθρου 13 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθίστανται ανενεργές οι εν λόγω απαλλαγές (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2007, C-445/05, Haderer, Συλλογή 2007, σ. I-4841, σκέψη 18, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-461/08, Don Bosco Onroerend Goed, Συλλογή 2009, σ. I-11079, σκέψη 25).
22 Όσον ειδικότερα αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι οι εργασίες οι οποίες αφορούν τις μετοχές και τους λοιπούς τίτλους είναι πράξεις που διενεργούνται στην αγορά των κινητών αξιών και ότι το εμπόριο τίτλων περιλαμβάνει πράξεις που μεταβάλλουν τη νομική και οικονομική κατάσταση μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C-2/95, SDC, Συλλογή 1997, σ. I-3017, σκέψεις 72 και 73, καθώς και της 29ης Οκτωβρίου 2009, C-29/08, SKF, Συλλογή 2009, σ. I-10413, σκέψη 48).
23 Η φράση «εργασίες οι οποίες αφορούν τίτλους», υπό την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας αφορά, επομένως, πράξεις δυνάμενες να γεννήσουν, να τροποποιήσουν ή να εξαλείψουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις επί των τίτλων των συμβαλλομένων μερών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-235/00, CSC Financial Services, Συλλογή 2001, σ. I-10237, σκέψη 33, και SKF, προπαρατεθείσα, σημείο 48).
24 Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, ούτε από την Ολλανδική Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι οι Fabege και Stienstra, αφού χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες της DTZ Zadelhoff, πώλησαν και μεταβίβασαν τις μετοχές τις οποίες κατείχαν εμμέσως.
25 Ως προς τούτο, στερείται σημασίας το γεγονός ότι η Stienstra, όταν ανέθεσε στην DTZ Zadelhoff να αναζητήσει αγοραστές για το συγκρότημα γραφείων Soetelieve, δεν ανέφερε αν θα μεταβιβάζονταν στους αγοραστές η κυριότητα επί του εν λόγω συγκροτήματος ή οι μετοχές της De Herven. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σύμφωνα με τους σκοπούς του συστήματος του ΦΠΑ που έγκεινται στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και στη διευκόλυνση των συμφυών προς την επιβολή του φόρου πράξεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, η αντικειμενική φύση της οικείας πράξεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 1995, C-4/94, BLP Group, Συλλογή 1995, σ. I-983, σκέψη 24, και SKF, προπαρατεθείσα, σκέψη 47). Επομένως, παρά τις ενδεχόμενες αρχικές προθέσεις της Stienstra, η αντικειμενική φύση της πράξεως που τελικώς διενεργήθηκε συνίστατο σε μια πράξη η οποία αφορούσε μετοχές και, ως εκ τούτου, πρέπει, πλην εξαιρέσεως, να ληφθεί υπόψη ως τέτοια.
26 Δεύτερον, όσον ειδικότερα αφορά το ζήτημα κατά πόσον οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπηρεσίες που παρέσχε η DTZ Zadelhoff εμπίπτουν στον όρο «διαπραγμάτευση», ο οποίος απαντά στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με τη φράση «περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως» δεν σκοπείται ο ορισμός του βασικού περιεχομένου της απαλλαγής που προβλέπει η διάταξη αυτή, αλλά η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της απαλλαγής αυτής στις διαπραγματευτικές δραστηριότητες (προπαρατεθείσα απόφαση CSC Financial Services, σκέψη 38).
27 Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ακριβές περιεχόμενο του όρου «διαπραγμάτευση», ο οποίος απαντά εξάλλου και σε άλλες διατάξεις της έκτης οδηγίας, μεταξύ αυτών, στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημεία 1 έως 4, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο του σημείου 5, ο όρος αυτός αφορά μια δραστηριότητα που παρέχεται από ενδιάμεσο πρόσωπο το οποίο δεν επέχει θέση συμβαλλομένου σε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο ένα χρηματοοικονομικό προϊόν και η δραστηριότητα του οποίου διαφέρει από τις συνήθεις συμβατικές παροχές των συμβαλλομένων στο πλαίσιο τέτοιου είδους συμβάσεων. Πράγματι, η δραστηριότητα της διαπραγματεύσεως είναι μια υπηρεσία που παρέχεται σε ένα συμβαλλόμενο και αμείβεται από αυτόν ως διακεκριμένη μεσολαβητική δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή είναι δυνατόν να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας τέτοιας συμβάσεως, στην προσέγγιση του ετέρου συμβαλλομένου και στη διαπραγμάτευση επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πελάτη των λεπτομερειών των αμοιβαίων παροχών. Επομένως, σκοπός της δραστηριότητας αυτής είναι η διενέργεια των αναγκαίων προκειμένου δύο μέρη να συνάψουν μια σύμβαση χωρίς ο διαπραγματευτής να έχει ίδιο συμφέρον ως προς το περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση CSC Financial Services, σκέψη 39).
28 Δεδομένου ότι οι δραστηριότητες μεσιτείας και παροχής συμβουλών, τις οποίες ανέπτυξε η DTZ Zadelhoff στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνίσταντο στην αναζήτηση, έναντι αμοιβής, αγοραστών για τα ακίνητα, τα οποία ακολούθως πωλήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν μέσω μεταβιβάσεων μετοχών, αποσκοπούσαν στο να εξασφαλισθεί ότι, αφενός, η Fabege και ο αγοραστής και, αφετέρου, η Stienstra και ο αγοραστής θα συνήπταν αντιστοίχως σύμβαση, χωρίς να έχει η DTZ Zadelhoff ίδιο συμφέρον ως προς το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών. Συνεπώς, οι εν λόγω δραστηριότητες αντιστοιχούν στον όρο «διαπραγμάτευση» που αφορά μετοχές υπό την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας.
29 Τρίτον, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον οι δραστηριότητες αυτές εμπίπτουν στην εξαίρεση από την απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, η οποία μνημονεύεται στο ίδιο σημείο 5, δεύτερη περίπτωση.
30 Από το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, της έκτης οδηγίας απορρέει ότι, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, μεταξύ άλλων, τις εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως, οι οποίες αφορούν μετοχές και μερίδια εταιριών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, εξαιρουμένων των αναφερομένων στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας δικαιωμάτων ή τίτλων.
31 Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της έκτης οδηγίας, τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως ενσώματα αγαθά, μεταξύ άλλων, τα μερίδια και τις μετοχές, των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά ή πραγματικά την περιέλευση κατά την κυριότητα ή κατ’ επικαρπία ακινήτου ή τμήματος ακινήτου.
32 Επομένως, μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά ή πραγματικά την κυριότητα ή την επικαρπία ακινήτου ή τμήματος ακινήτου, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορούν να θεωρηθούν από τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς του ΦΠΑ, ως ενσώματα αγαθά.
33 Δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.
34 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ασκούν το δικαίωμα επιλογής που τους παρέχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας, ακόμη και επιβάλλοντας ορισμένες προϋποθέσεις, εφόσον αυτές δεν αλλοιώνουν ουσιωδώς τη φύση της εν λόγω επιλογής, δεδομένου ότι ουδεμία διάταξη της έκτης οδηγίας περιορίζει, με οποιοδήποτε τρόπο, τη σχετική διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-326/99, «Goed Wonen», Συλλογή 2001, σ. I-6831, σκέψη 34).
35 Συνεπώς, αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας επιτρέπει την εξομοίωση προς ενσώματα αγαθά όλων των εξεταζομένων δικαιωμάτων, ή την εξομοίωση προς τέτοια αγαθά μόνο ενός ή ορισμένων από τα δικαιώματα αυτά, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει εξίσου τον περιορισμό της εξομοιώσεως αυτής μόνο στα δικαιώματα που πληρούν τα συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία θέτει το οικείο κράτος μέλος (προπαρατεθείσα απόφαση «Goed Wonen», σκέψη 34).
36 Αντιθέτως, δυσχερώς συμβιβάζεται με την οικονομία της έκτης οδηγίας τυχόν παραδοχή ότι η μνεία, στο άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας, του άρθρου 5, παράγραφος 3, αυτής αφορά όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους που αναφέρει η τελευταία αυτή διάταξη, ανεξαρτήτως του αν το κράτος μέλος έκανε χρήση ή μη της επιλογής που του παρέχει η ίδια διάταξη.
37 Μια τέτοια ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της έκτης οδηγίας. Όπως ανέφερε η Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις, η πρότασή της για την έκτη οδηγία [COM(73) 950 τελικό] προέβλεπε, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, αυτής, ότι τα μερίδια και οι μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά η πραγματικά την περιέλευση κατά κυριότητα η κατ’ επικαρπία ακινήτου ή τμήματος ακινήτου αντιμετωπίζονται πάντα όπως τα ακίνητα τα οποία αφορούν.
38 Από τις αιτιολογικές σκέψεις της προαναφερθείσας προτάσεως οδηγίας (σ. 6) προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμούσε ότι «[ο]ι εξομοιώσεις της παραγράφου 1 αποσκοπούν στο να υπόκεινται στον [ΦΠΑ], για προφανείς λόγους ίσης μεταχειρίσεως, πράξεις οι οποίες, από οικονομικής απόψεως, ισοδυναμούν προς την παράδοση ακινήτου ή τμήματος ακινήτου».
39 Σε κάθε περίπτωση, μετά την υποβολή περαιτέρω προτάσεων εκ μέρους της Επιτροπής, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επέλεξε τελικώς μια άλλη διατύπωση που επιτρέπει στα κράτη μέλη, χωρίς να τα υποχρεώνει, να θεωρούν ως ενσώματα αγαθά τα «μερίδια και τις μετοχές, των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά ή πραγματικά, την περιέλευση κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ακινήτου ή τμήματος ακινήτου».
40 Ως προς τούτο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι είναι βεβαίως αληθές ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται προς καθορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, δεδομένου ότι οι απαλλαγές αυτές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή ότι ο ΦΠΑ εισπράττεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2003, C-305/01, MKG-Kraftfahrzeuge-Factoring, Συλλογή 2003, σ. I-6729, σκέψη 63, καθώς και της 19ης Απριλίου 2007, C-455/05, Velvet & Steel Immobilien, Συλλογή 2007, σ. I-3225, σκέψη 14), εντούτοις, τυχόν συσταλτική ερμηνεία δεν μπορεί να περιορίσει μια απαλλαγή κατά τρόπο μη δυνάμενο να στηριχθεί στο γράμμα της επίμαχης διατάξεως. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν, πράγματι, αντίθετη προς τους σκοπούς του συστήματος του ΦΠΑ, δηλαδή την εγγύηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση SKF, σκέψεις 46 και 47).
41 Η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως δεν μπορεί εξάλλου να συνεπάγεται ερμηνεία αντιβαίνουσα στο γράμμα του άρθρου 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 3, αυτής.
42 Ως εκ τούτου, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην απαλλαγή αυτή από τον ΦΠΑ πράξεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες έχουν ως σκοπό και αποτέλεσμα τη μεταβίβαση μετοχών των οικείων εταιριών, αφορούν, όμως, εν τέλει, ακίνητα που κατείχαν οι εν λόγω εταιρίες και την (έμμεση) μεταβίβασή τους. Η προβλεπόμενη στο ίδιο σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, εξαίρεση από την εν λόγω απαλλαγή δεν εφαρμόζεται αν το κράτος μέλος δεν άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας δυνατότητα να θεωρήσει ως ενσώματα αγαθά τα μερίδια και τις μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικώς ή πραγματικώς την περιέλευση, κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ενός ακινήτου.
Επί του τρίτου ερωτήματος
43 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.
Επί των δικαστικών εξόδων
44 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην απαλλαγή αυτή από τον φόρο προστιθεμένης αξίας πράξεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες έχουν ως σκοπό και αποτέλεσμα τη μεταβίβαση μετοχών των οικείων εταιριών, αφορούν, όμως, εν τέλει, ακίνητα που κατείχαν οι εν λόγω εταιρίες και την (έμμεση) μεταβίβασή τους. Η προβλεπόμενη στο ίδιο σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, εξαίρεση από την εν λόγω απαλλαγή δεν εφαρμόζεται αν το κράτος μέλος δεν άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας δυνατότητα να θεωρήσει ως ενσώματα αγαθά τα μερίδια και τις μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικώς ή πραγματικώς την περιέλευση, κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία, ενός ακινήτου.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.