ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 18ης Απριλίου 2013 (*)
«Επιστροφή φόρων εισπραχθέντων από κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Εθνικό σύστημα προβλέπον περιορισμό των καταβλητέων από το εν λόγω κράτος μέλος τόκων επί του επιστραφέντος φόρου – Τόκοι υπολογισθέντες από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του φόρου – Μη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης – Αρχή της αποτελεσματικότητας»
Στην υπόθεση C-565/11,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Tribunalul Sibiu (Ρουμανία) με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης
Mariana Irimie
κατά
Administraţia Finanţelor Publice Sibiu,
Administraţia Fondului pentru Mediu,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Jarašiūnas, A. Ó Caoimh, C. Toader και C. G. Fernlund, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet
γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Οκτωβρίου 2012,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η M. Irimie, εκπροσωπούμενη από τον D. Târşia, avocate,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. H. Radu καθώς και από τις R. M. Giurescu και A. Voicu,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.-P. Keppenne καθώς και από τις L. Bouyon και C. Barslev,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με εθνικό σύστημα το οποίο περιορίζει τους καταβαλλόμενους τόκους, σε περίπτωση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του φόρου αυτού.
2 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Mariana Irimie, Ρουμάνας υπηκόου, και, αφετέρου, της Administraţia Finanţelor Publice Sibiu (Γενικής Διευθύνσεως Δημόσιων Οικονομικών της πόλεως Sibiu) και της Administraţia Fondului pentru Mediu (Διοικήσεως του Ταμείου για το περιβάλλον) με αντικείμενο την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή φόρου τον οποίο υποχρεώθηκε να καταβάλει κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.
Το ρουμανικό δίκαιο
Το επείγον κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 50/2008
3 Στη ρουμανική έννομη τάξη, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών τα οποία οδήγησαν στη διαφορά της κύριας, ο φόρος λόγω ρυπάνσεως διεπόταν από το επείγον κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 50/2008 περί θεσπίσεως φόρου λόγω ρυπάνσεως από αυτοκίνητα οχήματα (Ordonanţă de Urgenţă a Guvernului nr. 50/2008 pentru instituirea taxei pe poluare pentru autovehicule), της 21ης Απριλίου 2008 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 327 της 25ης Απριλίου 2008, στο εξής: ΕΚΔ αριθ. 50/2008).
Το κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 92/2003
4 Επί φορολογικών υποθέσεων, η διαδικασία διέπεται από το κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 92 περί του κώδικα φορολογικής δικονομίας (Ordonanţa Guvernului nr. 92 privind Codul de procedură fiscală), της 24ης Δεκεμβρίου 2003 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 513 της 31ης Ιουλίου 2007), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: ΚΦΔ 92/2003).
5 Το άρθρο 70 του ΚΦΔ 92/2003, τιτλοφορούμενο «Προθεσμία διακανονισμού των αιτήσεων των φορολογουμένων», προβλέπει:
«(1) Η φορολογική αρχή οφείλει να αποφανθεί επί των αιτήσεων που υποβάλλουν οι φορολογούμενοι σύμφωνα με τον παρόντα κώδικα εντός προθεσμίας 45 ημερών από την πρωτοκόλληση της αιτήσεως.
(2) Εφόσον απαιτούνται προς τούτο συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται επί το χρονικό διάστημα το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως περί παροχής πληροφοριακών στοιχείων και εκείνης της λήψεώς τους.»
6 Το άρθρο 124 του ΚΦΔ 92/2003, τιτλοφορούμενο «Επιτόκιο ισχύον επί των ποσών τα οποία αποδίδονται ή επιστρέφονται εκ του προϋπολογισμού», ορίζει στην παράγραφο 1:
«Οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εισπράξουν, επί των ποσών τα οποία πρέπει να αποδίδονται ή να επιστρέφονται εκ του προϋπολογισμού, τόκους υπολογιζόμενους από τη λήξη της προβλεπόμενης στο […] άρθρο 70 προθεσμίας, μέχρι την ημερομηνία παραγραφής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον νόμο λεπτομέρειες. Οι τόκοι καταβάλλονται κατόπιν αιτήματος των φορολογουμένων.»
Ο νόμος αριθ. 554/2004 περί διοικητικών διαφορών
7 Οι διοικητικές διαφορές διέπονται κατά το ρουμανικό δίκαιο από τον νόμο αριθ. 554 περί διοικητικών διαφορών, της 2ας Δεκεμβρίου 2004 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1154 της 7ης Δεκεμβρίου 2004), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: νόμος 554/2004).
8 Το άρθρο 1 του νόμου 554/2004, τιτλοφορούμενο «Λόγοι βάσει των οποίων επιλαμβάνονται τα δικαστήρια», προβλέπει στην παράγραφο 1:
«Οποιοσδήποτε εκτιμά ότι δημόσια αρχή θίγει ένα από τα δικαιώματα ή τα νόμιμα συμφέροντά του λόγω της εκ μέρους της εκδόσεως διοικητικής πράξεως ή λόγω μη εξετάσεως αιτήματός του εντός της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία προθεσμίας δύναται να ασκήσει, ενώπιον του αρμόδιου επί των διοικητικών διαφορών δικαιοδοτικού οργάνου, προσφυγή προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, την αναγνώριση του προβαλλόμενου δικαιώματος ή του νόμιμου συμφέροντος και την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. [...]»
9 Το άρθρο 8 του νόμου 554/2004, τιτλοφορούμενο «Αντικείμενο της προσφυγής», ορίζει στην παράγραφο 1:
«Κάθε πρόσωπο του οποίου θίγεται δικαίωμα αναγνωριζόμενο από τον νόμο ή νόμιμο συμφέρον λόγω της εκδόσεως μονομερούς διοικητικής πράξεως και το οποίο κρίνει ως μη ικανοποιητική τη ληφθείσα απάντηση επί της ασκηθείσας προηγουμένως ενώπιον της εκδούσας τη διοικητική πράξη δημόσιας αρχής ενστάσεώς του ή το οποίο δεν έλαβε εμπροθέσμως απάντηση [...] δύναται να ασκήσει, ενώπιον του αρμόδιου επί των διοικητικών διαφορών δικαιοδοτικού οργάνου, προσφυγή αιτούμενος την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας και, ενδεχομένως, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ομοίως, δύναται να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου διοικητικών διαφορών οποιασδήποτε εκτιμά ότι θίγεται ένα από τα αναγνωριζόμενα από τη νομοθεσία δικαιώματά του λόγω της εκπρόθεσμης εξετάσεως ή της αδικαιολόγητης αρνήσεως [της διοικήσεως] να εξετάσει την αίτησή του [...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
10 Το 2007, η M. Irimie αγόρασε αυτοκίνητο όχημα ταξινομημένο στη Γερμανία. Προκειμένου να το ταξινομήσει στη Ρουμανία, κατέβαλε, σύμφωνα με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2008 της Administraţia Finanţelor Publice Sibiu, τον προβλεπόμενο από το ΕΚΔ αριθ. 50/2008 φόρο λόγω ρυπάνσεως ύψους 6 707 ρουμανικών λέι (RON).
11 Στις 31 Αυγούστου 2009 η M. Irimie άσκησε ενώπιον του Tribunalul Sibiu (Πολυμελούς Πρωτοδικείου της πόλεως Sibiu) προσφυγή κατά της Administraţia Finanţelor Publice Sibiu και της Administraţia Fondului pentru Mediu, με αίτημα να καταδικαστούν οι καθών, αφενός, να της επιστρέψουν το ποσό που κατέβαλε ως φόρο λόγω ρυπάνσεως και, αφετέρου, να της καταβάλουν τους νόμιμους τόκους που αντιστοιχούσαν στον εν λόγω φόρο από της ημερομηνίας πληρωμής του.
12 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όσον αφορά την πτυχή της διαφοράς σχετικά με το αίτημα περί επιστροφής του καταβληθέντος ως φόρου λόγω ρυπάνσεως ποσού, δεν ανακύπτουν σημαντικά προβλήματα, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2011, C-402/09, Tatu (Συλλογή 2011, σ. I-2711), καθώς και της μεταγενέστερης επιβεβαιωτικής της αποφάσεως αυτής νομολογίας.
13 Όσον αφορά, αντιθέτως, το αίτημα περί καταβολής τόκων επί του ύψους του φόρου λόγω ρυπάνσεως, υπολογιζομένων από της ημερομηνίας πληρωμής του, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι αδυνατεί, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 70 και 124 του ΚΦΔ 92/2003, να το ικανοποιήσει. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο απαντώντας σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων του Δικαστηρίου, από πάγια και απολύτως σαφή εθνική νομολογία προκύπτει ότι, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, οι τόκοι επί των επιστρεπτέων εκ του προϋπολογισμού ποσών γεννώνται μόνον από της επομένης της υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής.
14 Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το αν ο εν λόγω κανόνας συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως προς τις αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας, καθώς και προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 ΣΕΕ.
15 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunalul Sibiu αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας, εφαρμοζόμενες επί των ενδίκων βοηθημάτων που στηρίζονται σε παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου σε βάρος ιδιωτών στο πλαίσιο της εφαρμογής νομοθεσίας απάδουσας προς το δίκαιο [της Ένωσης], αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου […], συνδυαζόμενες με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ] και στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι αντίκεινται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου περιοριστικές του ύψους της αποζημιώσεως της οποίας δύναται να τύχει ο ιδιώτης για τη ζημία την οποία υπέστη από την προσβολή δικαιώματός του;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
16 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, με το υποβληθέν ερώτημα ερωτάται κατ’ ουσίαν αν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης εθνικό σύστημα, όπως το υπό κρίση στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το οποίο περιορίζει τους εισπραττόμενους κατά την επιστροφή φόρου καταβληθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης τόκους στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του φόρου.
17 Η M. Irimie και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούν ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση, ενώ η Ρουμανική, η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι δεν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης σύστημα όπως το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης.
18 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης φόρος όπως ο θεσπισθείς με το ΕΚΔ αριθ. 50/2008, κατά την ισχύουσα επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης εκδοχή του, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει την εισαγωγή και τη θέση σε κυκλοφορία στη Ρουμανία μεταχειρισμένων οχημάτων αγορασθέντων σε άλλα κράτη μέλη (προαναφερθείσα απόφαση Tatu, σκέψεις 58 και 61).
19 Πρέπει να τονιστεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 19 των προτάσεων του, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό του ενδίκου βοηθήματος που άσκησε η ενδιαφερομένη της κυρίας δίκης. Εν προκειμένω, στην ίδια εναπόκειται να προσδιορίσει τον χαρακτήρα και τη βάση στην οποία στηρίζεται το εν λόγω βοήθημα υπό τον έλεγχο του αιτούντος δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, Συλλογή 2007, σ. I-2107, σκέψη 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
20 Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προς επιστροφή φόρων που έχουν εισπραχθεί εντός κράτους μέλους κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμουν στους ιδιώτες οι απαγορεύουσες τέτοιους φόρους διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται κατ’ αρχήν να επιστρέψουν τους εισπραχθέντες κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης φόρους (αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, C-398/09, Lady & Kid κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι-7375, σκέψη 17, καθώς και της 19ης Ιουλίου 2012, C-591/10, Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψη 24).
21 Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αν ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα επιστροφής όχι μόνον του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, αλλά και των άμεσα σχετιζόμενων με τον φόρο αυτό ποσών που το εν λόγω κράτος εισέπραξε ή παρακράτησε. Τούτο περιλαμβάνει και τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας κεφαλαίων επειδή ο φόρος κατέστη πρόωρα απαιτητός (βλ. αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-1727, σκέψεις 87 έως 89· της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψη 205· προαναφερθείσα απόφαση Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψη 25, καθώς και απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, C-113/10, C-147/10 και C-234/10, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., σκέψη 65).
22 Εξ αυτού έπεται ότι η κατ’ αρχήν υποχρέωση των κρατών μελών να επιστρέφουν εντόκως τα ποσά των εισπραχθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης φόρων απορρέει από το δίκαιο αυτό (προαναφερθείσα αποφάσεις Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψη 26, καθώς και Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., σκέψη 66).
23 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ελλείψει νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να προβλέψει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να καταβάλλονται οι σχετικοί τόκοι, περιλαμβανομένων και των ρυθμίσεων που αφορούν το επιτόκιο των τόκων αυτών και τον τρόπο υπολογισμού τους. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συνάδουν προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δηλαδή δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αιτήσεις βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
24 Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει κανένα στοιχείο γενεσιουργό αμφιβολίας ως προς το σύννομο του επίδικου στο πλαίσιο της κύριας δίκης συστήματος προς την ανωτέρω αρχή.
25 Πράγματι, όπως παρίσταται από την κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης σύστημα, αναγνωρίζοντας τους τόκους μόνον από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου, καταλαμβάνει όλα τα επιστρεπτέα εκ του προϋπολογισμού ποσά, ήτοι τα εισπραχθέντα τόσο κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσο και του εθνικού δικαίου, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.
26 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η αρχή αυτή επιτάσσει, σε περίπτωση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος από κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, οι εθνικοί κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον υπολογισμό των τυχόν οφειλομένων τόκων να μην καταλήγουν σε μη προσήκουσα αποζημίωση του υποκειμένου στον φόρο για τη ζημία την οποία προκάλεσε το ότι ο φόρος κατεβλήθη αχρεωστήτως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψη 29).
27 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν πληροί την ως άνω επιταγή ένα σύστημα, όπως είναι το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης, προβλέπον περιορισμό των τόκων στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου.
28 Πράγματι, η σχετική απώλεια εξαρτάται ιδίως από τη μη διαθεσιμότητα του αχρεωστήτως, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ποσού και υπό την έννοια αυτή η επέλευσή της χωρεί κατ’ αρχήν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της αχρεώστητης καταβολής του επίδικου φόρου και της ημερομηνίας επιστροφής του τελευταίου.
29 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης εθνικό σύστημα, όπως είναι το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το οποίο περιορίζει τους καταβαλλόμενους κατά την επιστροφή φόρου εισπραχθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης τόκους στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του οικείου φόρου.
Επί των δικαστικών εξόδων
30 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης εθνικό σύστημα, όπως είναι το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το οποίο περιορίζει τους καταβαλλόμενους κατά την επιστροφή φόρου εισπραχθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης τόκους στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του οικείου φόρου.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.