ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 12ης Δεκεμβρίου 2013 (*)
«Έννομη προστασία — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών — Ένδικα βοηθήματα — Εθνική νομοθετική ρύθμιση — Αναδρομική και απροειδοποίητη σύντμηση της προθεσμίας παραγραφής των ισχυόντων ενδίκων βοηθημάτων»
Στην υπόθεση C-362/12,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης
Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation
κατά
Commissioners of Inland Revenue,
Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund (εισηγητή), A. Ó Caoimh, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Ιουνίου 2013,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation, εκπροσωπούμενη από τον G. Aaronson, QC, επικουρούμενο από τους P. Freund και P. Farmer, barristers, κατ’ εντολήν του S. Whitehead, solicitor,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενη από την H. Walker, επικουρούμενη από τον D. Ewart, QC, και την K. Bacon, barrister,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και W. Mölls,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2013,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των αρχών της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation (στο εξής: Test Claimants) και των Commissioners of Inland Revenue (στο εξής: Commissioners) και Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs, σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογούμενοι για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων οι οποίοι κρίθηκαν ασυμβίβαστοι με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
Το νομικό πλαίσιο
3 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το αγγλικό δίκαιο προέβλεπε δύο ένδικα βοηθήματα θεμελιούμενα στο «common law» προς αναζήτηση φόρου εταιριών που εισπράχθηκε κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.
4 Το πρώτο ένδικο βοήθημα, το οποίο αναγνωρίστηκε από το House of Lords με την απόφαση της 20ής Ιουλίου 1992, Woolwich Equitable Building Society κατά Inland Revenue Commissioners ([1993] AC 70, στο εξής: ένδικο βοήθημα Woolwich), είναι μια αγωγή προς ανάκτηση παρανόμως εισπραχθέντος φόρου.
5 Βάσει του άρθρου 5 του νόμου του 1980 περί παραγραφής (Limitation Act 1980, στο εξής: νόμος του 1980), η προθεσμία παραγραφής αυτού του ενδίκου βοηθήματος είναι εξαετής και αρχίζει να τρέχει από την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας της αγωγής.
6 Το δεύτερο ένδικο βοήθημα, το οποίο αναγνωρίστηκε με την απόφαση του House of Lords της 29ης Οκτωβρίου 1998, Kleinwort Benson κατά Lincoln City Council ([1999] 2 AC 349, στο εξής: ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson), καθιστά δυνατή την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο.
7 Δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 1980, η προθεσμία παραγραφής αυτού του ενδίκου βοηθήματος είναι εξαετής και αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο που ο ενάγων αντελήφθη την πλάνη περί το δίκαιο ή θα μπορούσε να την είχε αντιληφθεί επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
8 Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ορισμένες διατάξεις της νομοθεσίας περί φορολογήσεως εγκατεστημένων στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιριών αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεων όσον αφορά τη συμβατότητά τους με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
9 Κατόπιν τούτου υποβλήθηκε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-1727). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένες πτυχές του συστήματος προκαταβολής του φόρου εταιριών («advance corporation tax», στο εξής: ACT), το οποίο εφαρμοζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1973 έως το 1999, ήταν ασύμβατες με τις εν λόγω ελευθερίες.
10 Στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαδικασιών που αφορούσαν τις ίδιες φορολογικές διατάξεις, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2003, Deutsche Morgan Grenfell κατά Inland Revenue Commissioners ([2003] 4 All ER 645), έκρινε για πρώτη φορά ότι το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς ανάκτηση φόρου καταβληθέντος συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο. Μέχρι τότε ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα δεν μπορούσε να ασκηθεί κατά των φορολογικών αρχών.
11 Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι η ισχύουσα για το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson προθεσμία παραγραφής ήταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 1980, ήτοι έξι έτη από τον χρόνο που ο ενάγων αντελήφθη την πλάνη περί το δίκαιο ή θα μπορούσε να την είχε αντιληφθεί επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
12 Στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα προς ανάκτηση φόρων σε περιπτώσεις που οι καταβολές πραγματοποιήθηκαν συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο. Η πρωτοβουλία αυτή κατέληξε στη θέσπιση του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, ο οποίος εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 2004 (Finance Act 2004, στο εξής: άρθρο 320).
13 Το εν λόγω άρθρο 320 προβλέπει:
«Το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, [του νόμου του] 1980 […] ([μεγαλύτερη] προθεσμία για την άσκηση αγωγής σε περίπτωση πλάνης) δεν έχει εφαρμογή όταν πρόκειται για πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners […].
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν από τις 8 Σεπτεμβρίου 2003 και εφεξής.»
14 Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2005, το Court of Appeal (England & Wales) εξαφάνισε την προμνησθείσα απόφαση του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, Deutsche Morgan Grenfell κατά Inland Revenue Commissioners. Η εν λόγω απόφαση του Court of Appeal ακυρώθηκε με τη σειρά της από το House of Lords στις 25 Οκτωβρίου 2006. Το House of Lords επικύρωσε την απόφαση του High Court και επιβεβαίωσε ότι, προκειμένου να ζητήσουν την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, οι φορολογούμενοι μπορούσαν να ασκήσουν είτε το ένδικο βοήθημα Woolwich, το οποίο θεμελιώνεται στην είσπραξη παρανόμως επιβληθέντων φόρων και υπόκειται σε εξαετή παραγραφή που αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο καταβολής του φόρου, είτε το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson, το οποίο θεμελιώνεται σε πλάνη περί το δίκαιο και υπόκειται σε εξαετή παραγραφή που αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο που ο ενάγων αντελήφθη την πλάνη περί το δίκαιο ή θα μπορούσε να την είχε αντιληφθεί επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
15 Κατόπιν της προμνησθείσας αποφάσεως του House of Lords της 25ης Οκτωβρίου 2006, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11753), προκειμένου να επιτύχει τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής. Το Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα στις 6 Δεκεμβρίου 2006.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε στο πλαίσιο ομαδικής αγωγής που ασκήθηκε από τους Test Claimants ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Αποτελεί τη συνέχεια δύο προηγούμενων αιτήσεων επί των οποίων εκδόθηκαν η προμνησθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, και η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, C-35/11, Test Claimants in the FII Group Litigation, που αφορούν την ενδεχόμενη αντίθεση προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως δε προς την ελευθερία εγκαταστάσεως κατ’ άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κατ’ άρθρο 63 ΣΛΕΕ, της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων που καταβάλλονται σε μητρικές εταιρίες εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο από θυγατρικές εταιρίες που δεν είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος.
17 Οι υποθέσεις που επέλεξε το Supreme Court of the United Kingdom ως πιλοτικές υποθέσεις ενόψει της υποβολής της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν αιτήσεις ανακτήσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος ACT, τις οποίες υπέβαλαν εταιρίες του ομίλου Aegis (στο εξής: όμιλος Aegis). Πρόκειται για αιτήσεις ανακτήσεως φόρων που είχαν καταβληθεί σε χρόνο άνω των έξι ετών πριν την άσκηση της αγωγής του ομίλου Aegis.
18 Κατόπιν της προμνησθείσας αποφάσεως Metallgesellschaft κ.λπ. και της προμνησθείσας αποφάσεως του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, Deutsche Morgan Grenfell κατά Inland Revenue Commissioners, ο όμιλος Aegis άσκησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 ένδικο βοήθημα προς ανάκτηση ποσών, και συγκεκριμένα το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson προς αναζήτηση των ποσών του ACT που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από το 1973 έως το 1999.
19 Δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 1980, η ισχύουσα για το εν λόγω ένδικο βοήθημα προθεσμία παραγραφής άρχιζε να τρέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε αντιληπτή η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία οφειλόταν η καταβολή του φόρου, εν προκειμένω δε από τον χρόνο εκδόσεως της προμνησθείσας αποφάσεως Metallgesellschaft κ.λπ., ήτοι από τις 8 Μαρτίου 2001.
20 Το άρθρο 320 είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της εφαρμογής της μεγαλύτερης προθεσμίας που προβλεπόταν στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 1980 στις διαδικασίες περί επιστροφής ποσών καταβληθέντων λόγω πλάνης περί το δίκαιο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αγωγή αφορά φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners. Το άρθρο αυτό, το οποίο θεσπίσθηκε στις 24 Ιουνίου 2004, τέθηκε αναδρομικά σε ισχύ από τις 8 Σεπτεμβρίου 2003, ημερομηνία η οποία συμπίπτει με την ανακοίνωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας θεσπίσεώς του καθώς και με την άσκηση της αγωγής του ομίλου Aegis.
21 Με την αναίρεσή της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο όμιλος Aegis υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι από την απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer (Συλλογή 2002, σ. I-6325), προκύπτει ότι το άρθρο 320 είναι αντίθετο προς τις ισχύουσες στο δίκαιο της Ένωσης αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
22 Κατά τον όμιλο Aegis, η παραβίαση των αρχών αυτών έγκειται στο γεγονός ότι ο συνεπεία του άρθρου 320 απροειδοποίητος και αναδρομικός αποκλεισμός της προθεσμίας παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson στις περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο σχετικής με φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners της στέρησε τη δυνατότητα άσκησης αγωγής την οποία άλλως θα είχε ασκήσει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης υπερβολικά δυσχερή, αν όχι αδύνατη.
23 Οι Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί μόνον την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος προς προβολή των δικαιωμάτων που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης. Το ένδικο βοήθημα Woolwich πληροί την απαίτηση αυτή. Εφόσον ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα παραμένει διαθέσιμο, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το άρθρο 320 κατήργησε τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής ενός εναλλακτικού ενδίκου βοηθήματος του εθνικού δικαίου, προκειμένου να την ευθυγραμμίσει με την προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Woolwich.
24 Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία του άρθρου 320 με το δίκαιο της Ένωσης, το Supreme Court of the United Kingdom αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Όταν βάσει του δικαίου ενός κράτους μέλους ο φορολογούμενος δύναται να επιλέξει μεταξύ δύο εναλλακτικών νομικών βάσεων για την άσκηση αγωγής για την ανάκτηση φόρων που εισπράχθηκαν σε αντίθεση με τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ και η μία από αυτές τις νομικές βάσεις απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, είναι συμβατό με τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης να θεσπίσει αυτό το κράτος μέλος νομοθετική ρύθμιση η οποία συντέμνει αυτή τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής απροειδοποίητα και αναδρομικά από την ημερομηνία της δημόσιας αναγγελίας της προταθείσας νέας νομοθετικής ρυθμίσεως;
2) Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα αν, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φορολογούμενος άσκησε την αγωγή του χρησιμοποιώντας τη νομική βάση που απολαύει της μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, στο εθνικό δίκαιο η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της νομικής αυτής βάσεως είχε αναγνωριστεί μόνον i) πρόσφατα και ii) από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή μόνον αργότερα;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
25 Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν δυνάμει του εθνικού δικαίου δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων προς ανάκτηση φόρου καταβληθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το ένα εκ των οποίων απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, είναι αντίθετη προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η διά νόμου απροειδοποίητη και αναδρομική σύντμηση αυτής της προθεσμίας παραγραφής.
26 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει επ’ αυτού ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί τα δυνάμει του εθνικού δικαίου προβλεπόμενα εναλλακτικά ένδικα βοηθήματα προς ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, λαμβανόμενα μεμονωμένα, να συνάδουν με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, οι αρχές που απορρέουν από την προμνησθείσα απόφαση Marks & Spencer δεν έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ο αποκλεισμός της εφαρμογής της προθεσμίας παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson στις περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο σχετικής με φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners ουδόλως επηρέασε την προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Woolwich, το οποίο συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας και το οποίο ο όμιλος Aegis μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ασκήσει προς ανάκτηση των εισπραχθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης φόρων.
27 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσθέτει ότι η δυνατότητα ανακτήσεως φόρων εισπραχθέντων συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο αναγνωρίστηκε πέραν αμφιβολίας το πρώτον με την προμνησθείσα απόφαση του House of Lords της 25ης Οκτωβρίου 2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της ασκήσεως της αγωγής του ομίλου Aegis. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι ευλόγως ενημερωμένοι φορολογούμενοι δεν είναι δυνατό να θεωρούσαν ότι θα ανακτούσαν τον αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο στηριζόμενοι στη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
28 Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι υπάρχει σημαντική ομοιότητα μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Marks & Spencer. Εκτιμά ότι, ακόμη και αν το ένδικο βοήθημα Woolwich συνιστά, αυτό καθεαυτό, αποτελεσματικό μέσο παροχής έννομης προστασίας, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson μπορούσε να καταργηθεί απροειδοποίητα και αναδρομικά.
29 Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson στον τομέα της φορολογίας, οι φορολογούμενοι μπορούσαν πάντως ευλόγως να θεωρούν ότι το ένδικο αυτό βοήθημα σε περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο είχε γενική εφαρμογή και, ως εκ τούτου, εφαρμοζόταν επίσης στον τομέα της φορολογίας. Επομένως, το άρθρο 320 είναι αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας καθώς και προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Προς τήρηση των αρχών αυτών θα έπρεπε να παρασχεθεί εύλογος χρόνος μεταξύ της ανακοινώσεως της προτάσεως θεσπίσεως του άρθρου 320 και της θέσεώς του σε ισχύ, κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα δικαιώματά τους.
Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας
30 Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προς επιστροφή φόρων που έχουν εισπραχθεί εντός κράτους μέλους κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αποτελεί συνέπεια και συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμουν στους φορολογουμένους οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη οφείλουν κατ’ αρχήν να επιστρέφουν τους εισπραχθέντες κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης φόρους (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-591/10, Littlewoods Retail κ.λπ., σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
31 Ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ανάκτηση εσωτερικών φόρων αχρεωστήτως καταβληθέντων, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, να ορίζει τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα και να ρυθμίζει τις δικονομικές λεπτομέρειες ασκήσεως των μέσων παροχής έννομης προστασίας που σκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που οι φορολογούμενοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Τα κράτη μέλη οφείλουν πάντως να εξασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, την αποτελεσματική προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, C-93/12, Agrokonsulting-04, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Ως εκ τούτου, οι δικονομικές λεπτομέρειες ασκήσεως των μέσων παροχής έννομης προστασίας που σκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που οι φορολογούμενοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρεμφερή μέσα έννομης προστασίας εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να έχουν καθοριστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, C-317/08 έως C-320/08, Alassini κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-2213, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Agrokonsulting-04, σκέψη 36).
33 Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και την αρμόδια αρχή. Πράγματι, τέτοιες εύλογες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, για να εγγυάται μια προθεσμία την ασφάλεια δικαίου, πρέπει να τάσσεται εκ των προτέρων (προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer, σκέψεις 35 και 39 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Όσον αφορά την ανάκτηση εσωτερικών φόρων αχρεωστήτως καταβληθέντων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια τριετής αποσβεστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου, η οποία αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο της επίμαχης καταβολής, θεωρείται εύλογη (βλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-228/96, Aprile, Συλλογή 1998, σ. I-7141, σκέψη 19, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-255/00, Grundig Italiana, Συλλογή 2002, σ. I-8003, σκέψη 34). Κατά συνέπεια, μια εξαετής προθεσμία παραγραφής, όπως η ισχύουσα για το ένδικο βοήθημα Woolwich, η οποία αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο της αχρεώστητης καταβολής φόρου, θεωρείται, αυτή καθεαυτή, εύλογη.
35 Η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αποκλείει κατ’ αρχήν ούτε την αναδρομική εφαρμογή μιας νέας προθεσμίας συντομότερης και, ενδεχομένως, περιοριστικότερης για τον φορολογούμενο έναντι της προϊσχύσασας, εφόσον η εφαρμογή της αφορά αγωγές προς ανάκτηση εθνικών φόρων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης οι οποίες δεν έχουν ασκηθεί κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ της νέας προθεσμίας, αλλά αφορούν ποσά καταβληθέντα ενόσω ίσχυε η προηγούμενη προθεσμία (προπαρατεθείσα απόφαση Grundig Italiana, σκέψη 35).
36 Πράγματι, εφόσον οι διαδικαστικές λεπτομέρειες επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων εθνικών φόρων διέπονται από το εθνικό δίκαιο, το ζήτημα της δυνατότητας αναδρομικής εφαρμογής τους διέπεται επίσης από το εθνικό δίκαιο υπό την προϋπόθεση ότι η ενδεχόμενη αυτή εφαρμογή δεν παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας (προαναφερθείσα απόφαση Grundig Italiana, σκέψη 36).
37 Εντούτοις, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με τη σκέψη 38 της προμνησθείσας αποφάσεως Marks & Spencer, μολονότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση περί συντμήσεως της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, τούτο ισχύει πάντως υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η νέα οριζόμενη προθεσμία είναι εύλογη, αλλά επίσης ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση προβλέπει μεταβατικό καθεστώς το οποίο εξασφαλίζει στους ιδιώτες επαρκές χρονικό διάστημα, μετά τη θέσπισή της, για την υποβολή των αιτήσεων επιστροφής που είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως. Ένα τέτοιο μεταβατικό καθεστώς είναι αναγκαίο, καθόσον η άμεση εφαρμογή συντομότερης, σε σχέση με την προϊσχύσασα, προθεσμίας παραγραφής στις εν λόγω αιτήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική στέρηση από ορισμένους ιδιώτες του δικαιώματός τους επιστροφής των καταβληθέντων ή θα τους κατέλειπε υπερβολικά μικρό χρονικό περιθώριο για την προβολή αυτού του δικαιώματος.
38 Εντεύθεν προκύπτει ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας αντίκειται σε εθνική νομοθεσία η οποία συντέμνει, αναδρομικά και απροειδοποίητα, την προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer, σκέψη 47).
39 Το γεγονός ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer ο φορολογούμενος είχε στη διάθεσή του ένα μόνον ένδικο βοήθημα, ενώ στην υπόθεση της κύριας δίκης ο φορολογούμενος έχει στη διάθεσή του δύο ένδικα βοηθήματα, δεν μπορεί, υπό περιστάσεις όπως αυτές που υποβλήθηκαν στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
40 Εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξεταστούν τα δικαιώματα που εξασφάλιζε στους φορολογουμένους το εθνικό τους δίκαιο πριν από τη θέσπιση της επίμαχης τροποποιητικής νομοθετικής ρυθμίσεως, καθώς και οι συνέπειες αυτής της τροποποιήσεως στην άσκηση του δικαιώματος ανακτήσεως καταβληθέντων ποσών που τους απονέμει το δίκαιο της Ένωσης.
41 Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, πριν από τη θέσπιση του άρθρου 320, οι φορολογούμενοι είχαν τη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος βασιζόμενοι σε πλάνη περί το δίκαιο, και συγκεκριμένα του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson, προς ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, εντός εξαετίας από τη διαπίστωση της πλάνης στην οποία οφειλόταν η καταβολή του φόρου. Η θέσπιση του εν λόγω άρθρου είχε ως συνέπεια να στερηθούν οι φορολογούμενοι τη δυνατότητα αυτή, αναδρομικά και απροειδοποίητα, στο μέτρο που το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος λόγω πλάνης περί το δίκαιο δεν έχει εφαρμογή όταν η εν λόγω πλάνη αφορά φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners. Ως εκ τούτου, το αίτημα των φορολογουμένων περί ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων μπορούσε πλέον να αφορά μόνον την περίοδο από το 1997 έως το 1999.
42 Πάντως, μολονότι δεν αντιβαίνουν στην αρχή της αποτελεσματικότητας ούτε η νομοθετικώς προβλεπόμενη σύντμηση της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ούτε το να θεωρείται εύλογη αυτή καθεαυτή μια εξαετής προθεσμία ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος η οποία αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο καταβολής των αχρεωστήτων φόρων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει επίσης, σύμφωνα με την νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, η νέα νομοθετική ρύθμιση να προβλέπει μεταβατικό καθεστώς το οποίο εξασφαλίζει στους φορολογουμένους επαρκές χρονικό διάστημα, μετά τη θέσπισή της, για την υποβολή των αιτήσεων επιστροφής που είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν υπό το καθεστώς της προηγούμενης ρυθμίσεως.
43 Δεν πληροί την απαίτηση περί προβλέψεως μεταβατικού καθεστώτος εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει ως συνέπεια τη σύντμηση της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων προς ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από έξι έτη από τη διαπίστωση της πλάνης στην οποία οφειλόταν η αχρεώστητη καταβολή φόρου σε έξι έτη από την εν λόγω καταβολή, προβλέποντας ότι η σύντμηση αυτή έχει άμεση εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την ημερομηνία θεσπίσεως της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως καθώς και στις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί μεταξύ της εν λόγω ημερομηνίας και μιας μεταγενέστερης ημερομηνίας, η οποία συμπίπτει εν προκειμένω με την ημερομηνία ανακοινώσεως της πρωτοβουλίας θεσπίσεως της εν λόγω ρυθμίσεως καθώς και με την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ. Μια νομοθετική ρύθμιση αυτού του είδους καθιστά εν τοις πράγμασιν αδύνατη την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων το οποίο οι φορολογούμενοι διέθεταν υπό το προγενέστερο καθεστώς. Εντεύθεν προκύπτει ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι αντίθετη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.
Επί των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
44 Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, από την οποία απορρέει η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιτάσσει να είναι σαφής και ακριβής η νομοθετική ρύθμιση που επιφέρει δυσμενείς συνέπειες έναντι των ιδιωτών, η δε εφαρμογή της να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, C-17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-4983, σκέψη 80). Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου μια προθεσμία παραγραφής να εγγυάται την ασφάλεια δικαίου, πρέπει να τάσσεται εκ των προτέρων.
45 Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αντίκειται σε τροποποίηση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που στερεί αναδρομικά από έναν ιδιώτη το δικαίωμα που είχε πριν από την εν λόγω τροποποίηση να ανακτήσει φόρους εισπραχθέντες κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Marks & Spencer, σκέψη 46).
46 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, πριν από τη θέσπιση του άρθρου 320 οι φορολογούμενοι είχαν δικαίωμα να ασκήσουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson προς ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και μπορούσαν να αναμένουν ότι το ζήτημα του βασίμου της αγωγής τους θα κρινόταν από τα δικαστήρια αυτά.
47 Η θέσπιση του άρθρου 320 είχε όμως ως συνέπεια τη στέρηση αυτού του δικαιώματος αναδρομικά και χωρίς πρόβλεψη μεταβατικού καθεστώτος. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση εισήγαγε, επομένως, μια τροποποίηση η οποία επηρέασε αρνητικά την κατάσταση των εν λόγω φορολογουμένων, χωρίς να τους δοθεί χρόνος προετοιμασίας.
48 Συνεπώς, μια νομοθετική τροποποίηση αυτού του είδους δεν συνάδει με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
49 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν δυνάμει του εθνικού δικαίου δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων προς ανάκτηση φόρου καταβληθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το ένα εκ των οποίων απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, είναι αντίθετη προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η διά νόμου απροειδοποίητη και αναδρομική σύντμηση αυτής της προθεσμίας παραγραφής.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
50 Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φορολογούμενος άσκησε ένδικο βοήθημα, η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος με τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής είχε αναγνωριστεί μόλις προσφάτως από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή σε μεταγενέστερο στάδιο.
51 Διαπιστώνεται συναφώς ότι παρόμοιες περιστάσεις δεν ασκούν επιρροή. Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης οι φορολογούμενοι είχαν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή προς επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων χρησιμοποιώντας το εν λόγω ένδικο βοήθημα.
52 Συνεπώς, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι είναι άνευ σημασίας για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φορολογούμενος άσκησε ένδικο βοήθημα, η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος με τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής είχε αναγνωριστεί μόλις προσφάτως από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή σε μεταγενέστερο στάδιο.
Επί των δικαστικών εξόδων
53 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν δυνάμει του εθνικού δικαίου δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων προς ανάκτηση φόρου καταβληθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το ένα εκ των οποίων απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, είναι αντίθετη προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η διά νόμου απροειδοποίητη και αναδρομική σύντμηση αυτής της προθεσμίας παραγραφής.
2) Είναι άνευ σημασίας για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φορολογούμενος άσκησε ένδικο βοήθημα, η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος με τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής είχε αναγνωριστεί μόλις προσφάτως από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή σε μεταγενέστερο στάδιο.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.