Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Νοεμβρίου 2013 (*)

«Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Φόρος προστιθεμένης αξίας — Παράδοση αγαθών — Έννοια — Δόλια χρήση τραπεζικής κάρτας»

Στην υπόθεση C-494/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το First-tier Tribunal (Tax Chamber) (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Νοεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Dixons Retail plc

κατά

Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Dixons Retail plc, εκπροσωπούμενη από την A. Brown, advocate,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον A. Robinson,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και A. Cordewener, καθώς και από την C. Soulay,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 14, παράγραφος 1, και 73 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Dixons Retail plc (στο εξής: Dixons) και των Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs (ανεξάρτητου συλλογικού οργάνου με φορολογικές αρμοδιότητες, στο εξής: Commissioners), σχετικά με την άρνηση των τελευταίων να δεχθούν αίτηση επιστροφής φόρου που υπέβαλε η Dixons, αφορώσα τον φόρο προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) τον οποίο δήλωσε και κατέβαλε η εταιρία αυτή για εμπορικές πράξεις που διενεργήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 13 Νοεμβρίου 2005 και 30 Νοεμβρίου 2008.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 77/388/ΕΟΚ

3        Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία), ορίζει τα ακόλουθα:

«Στον [ΦΠΑ] υπόκεινται:

1.      οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν».

4         Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Ως “παράδοση αγαθού” θεωρείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος.»

5        Το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στο εσωτερικό της χώρας

1.      Βάση επιβολής του φόρου είναι:

α)      για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός των αναφερομένων κατωτέρω [στα στοιχεία] βʹ, γʹ και δʹ, οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται αμέσως με την τιμή των πράξεων αυτών·

[...]».

 Η οδηγία 2006/112

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 προβλέπει ότι οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή υπόκεινται σε ΦΠΑ.

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι:

«Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.»

8        Το άρθρο 73 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 74 έως 77, η βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή των πράξεων αυτών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Η Dixons είναι μέλος ομίλου επιχειρήσεων υποκείμενων στον ΦΠΑ που εμπορεύεται ηλεκτρικές συσκευές, η οποία εκπροσωπεί τον όμιλο αυτό.

10      Η Dixons συνδεόταν με την American Express Europe Ltd (στο εξής: AmEx) με σύμβαση δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως, από κάποιον από τους πελάτες της, κάρτας εκδοθείσας από την AmEx ως μέσου πληρωμής, η Dixons ήταν υποχρεωμένη να δέχεται την κάρτα αυτή και η AmEx αναλάμβανε την υποχρέωση, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των προβλεπομένων διαδικασιών, να καταβάλει στη Dixons την αξία των αγαθών που αγόρασε ο εν λόγω πελάτης με την κάρτα αυτή, μετά από αφαίρεση μιας προμήθειας.

11      Όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων η εξόφληση γινόταν με άλλες κάρτες πλην εκείνων που εκδίδει η AmEx, μια ανάλογη σύμβαση συνέδεε τη Dixons με την τράπεζα National Westminster Bank plc, ενεργούσα υπό την εμπορική ονομασία Streamline (στο εξής: Streamline).

12      Αφού δήλωσε και κατέβαλε τον ΦΠΑ που αντιστοιχούσε στις πράξεις αυτές οι οποίες διενεργήθηκαν μεταξύ 13 Νοεμβρίου 2005 και 30 Νοεμβρίου 2008, η Dixons ζήτησε την επιστροφή του φόρου αυτού από τους Commissioners, οι οποίοι απέρριψαν την αίτησή της.

13      Η Dixons άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου φορολογικού δικαστηρίου First-tier Tribunal (Tax Chamber) κατά της αποφάσεως των Commissioners προκειμένου να της επιστραφεί το ζητούμενο ποσό.

14      Η ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή αφορά εμπορικές συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων η εξόφληση γινόταν με κάρτα και ως προς τις οποίες, μολονότι αποκαλύφθηκε στη συνέχεια ότι η σχετική εξόφληση είχε γίνει μέσω καρτών που είχαν χρησιμοποιηθεί δολίως, η Dixons είχε εισπράξει το σχετικό τίμημα από την AmEx και τη Streamline, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προέβλεπαν οι συμβάσεις τις οποίες είχε συνάψει με τις τελευταίες αυτές εταιρίες.

15      Συναφώς, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, παρά τη δόλια χρήση των καρτών, ούτε η AmEx ούτε η Streamline, αντιστοίχως, είχαν ζητήσει σχετικό συμψηφισμό έναντι της Dixons ούτε είχαν απορρίψει το σχετικό χρεωστικό αίτημα, όπως είχαν το δικαίωμα δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως των προβλεπόμενων διαδικασιών. Κατά συνέπεια, η Dixons κράτησε τα ποσά των ως άνω πληρωμών στις οποίες είχαν προβεί η AmEx και η Streamline, τα οποία περιελάμβαναν κατά ένα μέρος τον ΦΠΑ.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το First-tier Tribunal (Tax Chamber) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται όταν η υλική μεταβίβαση αγαθού επιτυγχάνεται δι’ εξαπατήσεως συνισταμένης στο ότι η εκ μέρους του αποκτώντος το αγαθό πληρωμή πραγματοποιείται μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας εν γνώσει του ιδίου ότι δεν νομιμοποιείται να τη χρησιμοποιεί;

2)      Όταν η υλική μεταβίβαση αγαθού επιτυγχάνεται διά δολίας χρήσεως κάρτας, πραγματοποιείται ή όχι ‟μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό” κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112;

3)      Έχει το άρθρο 73 της οδηγίας 2006/112 την έννοια ότι εφαρμόζεται όταν ο μεταβιβάζων αγαθό επιτυγχάνει την είσπραξη του τιμήματος βάσει συμφωνίας με τρίτον ο οποίος ανέλαβε να προβεί στην αφορώσα τη συγκεκριμένη συναλλαγή πληρωμή μέσω κάρτας, παρά το ότι ο αποκτών το αγαθό γνωρίζει ότι δεν νομιμοποιείται να κάνει χρήση της κάρτας;

4)      Σε περίπτωση πληρωμής από τρίτον σε εκτέλεση συμφωνίας μεταξύ αυτού και του μεταβιβάζοντος το αγαθό, κατόπιν χρησιμοποιήσεως για την πληρωμή στον μεταβιβάζοντα κάρτας την οποία ο αποκτών το αγαθό δεν νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί, συνιστά η εκ μέρους του τρίτου πληρωμή ‟αντιπαροχή” για την παράδοση κατά την έννοια του άρθρου 73 της οδηγίας 2006/112;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

17      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά βάση, αν η υλική μεταβίβαση αγαθού σε αγοραστή ο οποίος χρησιμοποιεί δολίως τραπεζική κάρτα ως μέσο πληρωμής αποτελεί «παράδοση αγαθών» υπό την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 και αν, στο πλαίσιο μιας τέτοιας μεταβιβάσεως, συνιστά «αντιπαροχή», υπό την έννοια των άρθρων 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας και 73 της οδηγίας 2006/112, η πραγματοποιηθείσα από τρίτον πληρωμή, κατ’ εφαρμογήν συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του τελευταίου και του προμηθευτή του αγαθού αυτού, με την οποία ο ως άνω τρίτος ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει στον προμηθευτή τα αγαθά που ο τελευταίος πωλεί σε αγοραστές οι οποίοι χρησιμοποιούν μια τέτοια κάρτα ως μέσο πληρωμής.

18      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, καθόσον η οδηγία 2006/112 άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2007, οι διατάξεις της ισχύουν μόνο για τις επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις που είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας αυτής. Οι προγενέστερες πράξεις καλύπτονται από τις διατάξεις της έκτης οδηγίας. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, δεν είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ των εν λόγω δύο οδηγιών, οι οποίες πρέπει να εκληφθούν ως κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες ως προς το περιεχόμενό τους για τις ανάγκες της ερμηνείας στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

 Επί της υπάρξεως «μεταβιβάσεως» υπό την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112

19      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η υπόμνηση ότι η έκτη οδηγία και η οδηγία 2006/112 θεσπίζουν ένα κοινό σύστημα ΦΠΑ το οποίο στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον ενιαίο ορισμό των φορολογητέων πράξεων (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-354/03, C-355/03 και C-484/03, Optigen κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-483, σκέψη 36· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-1609, σκέψη 48, καθώς και της 20ής Ιουνίου 2013, C-653/11, Newey, σκέψη 39).

20      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο χρησιμοποιούμενος στα άρθρα 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 όρος «παράδοση αγαθών» δεν αναφέρεται στη μεταβίβαση της κυριότητας υπό τις μορφές που προβλέπονται στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλά καλύπτει κάθε πράξη μεταβιβάσεως ενσώματου αγαθού από έναν συμβαλλόμενο, που παρέχει τη δυνατότητα στον αντισυμβαλλόμενό του να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2005, C-435/03, British American Tobacco και Newman Shipping, Συλλογή 2005, σ. I-7077, σκέψη 35· Optigen κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 39· Halifax κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 51· της 3ης Ιουνίου 2010, C-237/09, De Fruytier, Συλλογή 2010, σ. I-4985, σκέψη 24, και της 18ης Ιουλίου 2013, C-78/12, Evita-K, σκέψη 33).

21      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εν λόγω έννοια έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των σκοπών και των αποτελεσμάτων των οικείων πράξεων, η δε φορολογική αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της προθέσεως του υποκειμένου στον φόρο ή ακόμη να λαμβάνει υπόψη την πρόθεση άλλου συναλλασσόμενου ο οποίος παρεμβαίνει στην ίδια αλυσίδα παραδόσεων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Optigen κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψεις 44 έως 46, καθώς και 51 και 55· Halifax κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψεις 56 και 57· της 6ης Ιουλίου 2006, C-439/04 και C-440/04, Kittel και Recolta Recycling, Συλλογή 2006, σ. I-6161, σκέψεις 41 έως 44, καθώς και Newey, προαναφερθείσα, σκέψη 41).

22      Εξ αυτού προκύπτει ότι πράξεις όπως οι επίμαχες της κύριας δίκης αποτελούν παραδόσεις αγαθών υπό την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, διότι ικανοποιούν τα αντικειμενικά κριτήρια στα οποία στηρίζεται η έννοια αυτή και δεν βαρύνονται με απάτη σκοπούσα την αποφυγή καταβολής ΦΠΑ (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσες αποφάσεις Optigen κ.λπ., σκέψεις 51 και 52, καθώς και Halifax κ.λπ., σκέψεις 58 και 59).

23      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Dixons ήταν ο κύριος των αγαθών που παραδίδονταν στο πλαίσιο των επίμαχων στην κύρια δίκη εμπορικών συναλλαγών και ότι, κατά συνέπεια, η εταιρία αυτή είχε τη δυνατότητα να μεταβιβάσει στον αγοραστή των ως άνω αγαθών την εξουσία να τα διαθέτει ως κύριος.

24      Ομοίως, κανένα από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν δίδει λαβή για αμφιβολία περί του ότι η Dixons παρέδωσε εκουσίως τα εν λόγω αγαθά στον ως άνω αγοραστή προκειμένου να μπορεί ο τελευταίος να τα διαθέτει στην πράξη ως κύριος.

25      Εξάλλου, δεν προκύπτει διάπραξη φοροδιαφυγής στο πλαίσιο των επίμαχων στην κύρια δίκη πράξεων, διότι, όπως συνάγεται από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, η Dixons δήλωνε και κατέβαλλε τακτικά τον σχετικό με τις πράξεις αυτές ΦΠΑ.

26      Η δόλια χρήση τραπεζικής κάρτας ως μέσου πληρωμής επ’ ευκαιρία των εν λόγω πράξεων δεν επηρεάζει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως παραδόσεων αγαθών υπό την έννοια της έκτης οδηγίας και της οδηγίας 2006/112. Πράγματι, η χρήση αυτή δεν συναρτάται με τα αντικειμενικά κριτήρια στα οποία στηρίζεται η έννοια αυτή, αλλά με την πρόθεση του ατόμου που μετέσχε, ως αγοραστής, στις επίμαχες πράξεις, καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμενοποιήθηκε η πρόθεση αυτή.

27      Επομένως, όντως επήλθε «μεταβίβαση», υπό την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, μεταξύ της Dixons και των πελατών της, έστω και αν οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν δολίως, επ’ ευκαιρία των επίμαχων στην κύρια δίκη πράξεων, τραπεζική κάρτα ως μέσο πληρωμής προκειμένου να καταβάλουν το αντίτιμο των αγαθών που παρέδωσε η Dixons.

28      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Dixons, καταστάσεις όπως αυτή της κύριας δίκης πρέπει να διακρίνονται από εκείνη της κλοπής εμπορευμάτων, που δεν εμπίπτει στην έννοια της «παραδόσεως αγαθών», όπως αυτή προκύπτει από την έκτη οδηγία και την οδηγία 2006/112 (βλ. προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco και Newman Shipping, σκέψη 33).

29      Πράγματι, η κλοπή εμπορευμάτων δεν έχει ως αποτέλεσμα την παροχή στον δράστη της κλοπής της δυνατότητας να διαθέτει τα εμπορεύματα υπό τους ίδιους όρους όπως και ο κύριος. Επομένως, δεν μπορεί να λογίζεται ότι με την κλοπή επέρχεται μεταβίβαση μεταξύ του θύματος και του δράστη του αδικήματος αυτού, κατά την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 (βλ. προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco και Newman Shipping, σκέψη 36).

30      Επιπροσθέτως, εξ ορισμού, η κλοπή εμπορευμάτων δεν αποτελεί αιτία για οποιαδήποτε οικονομική αντιπαροχή υπέρ του θύματος της κλοπής. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, ως τέτοια, να λογίζεται ως παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», κατά την έννοια των άρθρων 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας και 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 (βλ. προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco και Newman Shipping, σκέψη 32).

 Επί της υπάρξεως «αντιπαροχής» υπό την έννοια των άρθρων 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας και 73 της οδηγίας 2006/112

31      Όσον αφορά το ζήτημα αν, στο πλαίσιο των επίμαχων στην κύρια δίκη πράξεων, οι πληρωμές εκ μέρους της AmEx και της Streamline στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συνάψει οι τελευταίες με τη Dixons αποτελούν «αντιπαροχή», υπό την έννοια των άρθρων 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας και 73 της οδηγίας 2006/112, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του συστήματος ΦΠΑ, οι φορολογητέες πράξεις προϋποθέτουν την ύπαρξη εμπορικής πράξεως μεταξύ των μερών συνεπαγομένης καθορισμό τιμής ή ανταλλάγματος. Κατά συνέπεια, όταν η δραστηριότητα του προμηθευτή συνίσταται αποκλειστικώς στην άνευ άμεσης αντιπαροχής παράδοση αγαθών, δεν υπάρχει βάση για την επιβολή φορολογίας και, επομένως, η παράδοση των αγαθών αυτών δεν υπόκειται στον ΦΠΑ (βλ., ιδίως, στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, C-16/93, Tolsma, Συλλογή 1994, σ. I-743, σκέψη 12, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C-93/10, GFKL Financial Services, Συλλογή 2011, σ. I-10791, σκέψη 17).

32      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι παράδοση αγαθών πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», υπό την έννοια των άρθρων 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας και 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, και, επομένως, η παράδοση αυτή αυτή είναι φορολογητέα, μόνον αν υφίσταται μεταξύ του προμηθευτή και του αποκτώντος το αγαθό έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, το δε αντάλλαγμα που λαμβάνει ο προμηθευτής του αγαθού συνιστά την πραγματική αντιπαροχή έναντι του αγαθού το οποίο παραδίδεται στον αγοραστή (βλ., ιδίως, στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, προαναφερθείσες αποφάσεις Tolsma, σκέψη 14, και GFKL Financial Services, σκέψη 18).

33      Πράγματι, η βάση επιβολής του φόρου για την παράδοση αγαθού είναι ό,τι καταβάλλεται ως αντιπαροχή έναντι του παραδιδόμενου αγαθού (βλ., ιδίως, στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, αποφάσεις Tolsma, προαναφερθείσα, σκέψη 13, και της 29ης Ιουλίου 2010, C-40/09, Astra Zeneca UK, Συλλογή 2010, σ. I-7505, σκέψη 28), οπότε μια τέτοια παράδοση πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», υπό την έννοια των άρθρων 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας και 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του παραδιδόμενου αγαθού και της λαμβανόμενης αντιπαροχής (βλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2010, C-53/09 και C-55/09, Loyalty Management UK και Baxi Group, Συλλογή 2010, σ. I-9187, σκέψη 51, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2012, C-165/11, Profitube, σκέψη 51).

34      Όταν ο αγοραστής καταβάλλει το τίμημα του εμπορεύματος μέσω πιστωτικής κάρτας, πραγματοποιούνται δύο συναλλαγές: αφενός, η πώληση του εμπορεύματος από τον προμηθευτή, ο οποίος συνυπολογίζει στην απαιτουμένη συνολική τιμή και τον ΦΠΑ που θα καταβληθεί από τον αγοραστή ως τελικό καταναλωτή και θα εισπραχθεί από τον προμηθευτή για λογαριασμό του Δημοσίου, και, αφετέρου, η παροχή υπηρεσιών στον προμηθευτή εκ μέρους του εκδότη της κάρτας. Η δεύτερη αυτή παροχή έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση της πληρωμής του εμπορεύματος του οποίου η αγορά πραγματοποιήθηκε με την κάρτα, την προώθηση των εργασιών του προμηθευτή με τη δυνατότητα αποκτήσεως νέας πελατείας, την ενδεχομένως πραγματοποιουμένη υπέρ του προμηθευτή διαφήμιση ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο (βλ. απόφαση της 25ης Μαΐου 1993, C-18/92, Bally, Συλλογή 1993, σ. I-2871, σκέψη 9).

35      Συναφώς, το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα απευθείας στον προμηθευτή αλλά μέσω του εκδότη της κάρτας, καθώς και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες της πληρωμής στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ αγοραστή και προμηθευτή, δεν μπορούν να μεταβάλουν τη βάση επιβολής του φόρου. Η έκτη οδηγία και η οδηγία 2006/112 δεν απαιτούν, προκειμένου να χωρήσει παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών «εξ επαχθούς αιτίας», την απευθείας καταβολή από τον αποδέκτη της αντιπαροχής για την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Πράγματι, κατά τα άρθρα 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας και 73 της οδηγίας 2006/112, η καταβολή της αντιπαροχής για παράδοση αγαθών μπορεί να πραγματοποιείται όχι μόνον από τον αγοραστή, αλλά και από τρίτον, εν προκειμένω από τον εκδότη της κάρτας (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Bally, σκέψεις 16 και 17, καθώς και Loyalty Management UK και Baxi Group, σκέψη 56).

36      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η καταβολή του τιμήματος των αγαθών που παρέδωσε η Dixons στο πλαίσιο των επίμαχων πράξεων της κύριας δίκης πραγματοποιήθηκε από τρίτον, εν προκειμένω από την AmEx και τη Streamline, δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω καταβολή δεν αποτελεί την αντιπαροχή που λαμβάνει η Dixons για την παράδοση των αγαθών αυτών.

37      Ομοίως, καθόσον, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η Dixons τήρησε τις διαδικασίες οι οποίες προβλέπονταν από τις συμβάσεις που είχε συνάψει με την AmEx και τη Streamline και καθόσον, εξάλλου, οι επίμαχες στην κύρια δίκη πωλήσεις ικανοποιούν τα αντικειμενικά κριτήρια στα οποία στηρίζεται η χρησιμοποιούμενη στην έκτη οδηγία και στην οδηγία 2006/112 έννοια της «παραδόσεως αγαθών», το γεγονός ότι απεδείχθη στη συνέχεια ότι οι ως άνω αγορές είχαν εξοφληθεί με δολίως χρησιμοποιηθείσες κάρτες δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια το ότι η καταβολή του αντιτίμου των αγαθών αυτών δεν συνιστά την αντιπαροχή που λαμβάνει η Dixons στο πλαίσιο των πωλήσεων αυτών.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, σημείο 1, 5, παράγραφος 1, και 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, καθώς και 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, 14, παράγραφος 1, και 73 της οδηγίας 2006/112 έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, η υλική μεταβίβαση αγαθού σε αγοραστή ο οποίος χρησιμοποιεί δολίως τραπεζική κάρτα ως μέσο πληρωμής αποτελεί «παράδοση αγαθών» υπό την έννοια των εν λόγω άρθρων 2, σημείο 1, 5, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 1, και ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας μεταβιβάσεως, η πληρωμή που πραγματοποιείται από τρίτον, κατ’ εφαρμογή συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του τελευταίου και του προμηθευτή του αγαθού αυτού, με την οποία ο ως άνω τρίτος ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει στον προμηθευτή τα αγαθά τα οποία αυτός πωλεί σε αγοραστές που χρησιμοποιούν μια τέτοια κάρτα ως μέσο πληρωμής, αποτελεί «αντιπαροχή», υπό την έννοια των εν λόγω άρθρων 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 73.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 2, σημείο 1, 5, παράγραφος 1, και 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, καθώς και 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, 14, παράγραφος 1, και 73 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, η υλική μεταβίβαση αγαθού σε αγοραστή ο οποίος χρησιμοποιεί δολίως τραπεζική κάρτα ως μέσο πληρωμής αποτελεί «παράδοση αγαθών» υπό την έννοια των εν λόγω άρθρων 2, σημείο 1, 5, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 1, και ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας μεταβιβάσεως, η πληρωμή που πραγματοποιείται από τρίτον, κατ’ εφαρμογή συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του τελευταίου και του προμηθευτή του αγαθού αυτού, με την οποία ο ως άνω τρίτος ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει στον προμηθευτή τα αγαθά τα οποία αυτός πωλεί σε αγοραστές που χρησιμοποιούν μια τέτοια κάρτα ως μέσο πληρωμής, αποτελεί «αντιπαροχή», υπό την έννοια των εν λόγω άρθρων 11, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 73.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.