Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Φόρος εισοδήματος — Νομοθεσία που σκοπεί στην αποτροπή της διπλής φορολογίας — Φορολόγηση των εισοδημάτων από ακίνητα που εισπράττονται εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος κατοικίας — Μέθοδος της απαλλαγής με την επιφύλαξη της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή εντός του κράτους μέλους κατοικίας — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ακινήτων που κείνται εντός του κράτους μέλους κατοικίας και εντός άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C-489/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Ronny Verest,

Gaby Gerards

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.-C. Halleux και τη M. Jacobs,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. De Bergues και J.-S. Pilczer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Cordewener και W. Roels,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του R. Verest και της G. Gerards, αφενός, και του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου), αφετέρου, όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση στο Βέλγιο ενός ακινήτου κειμένου στη Γαλλία.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κώδικα του 1992 περί φορολογίας εισοδήματος (στο εξής: CIP 92) ορίζει τα εξής:

«§ 1.      Tα εισοδήματα από ακίνητα είναι:

1°      για τα ακίνητα που δεν εκμισθώνονται:

a)      για τα κείμενα στο Βέλγιο ακίνητα:

−      το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα, οσάκις πρόκειται για μη οικοδομημένα ακίνητα, για υλικά και εξοπλισμό που έχουν τον χαρακτήρα ακινήτου ως εκ της φύσεως ή του προορισμού τους ή για την κατοικία του άρθρου 12 § 3·

−      το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα, προσαυξημένο κατά 40 % εφόσον πρόκειται για άλλα ακίνητα·

b)      για τα κείμενα στην αλλοδαπή ακίνητα: η μισθωτική αξία·

[...]»

4        Το άρθρο 13 του CIR 92 ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τη μισθωτική αξία, το μίσθωμα και τα πλεονεκτήματα που αντλεί ο εκμισθωτής από τη μίσθωση, ως καθαρό εισόδημα νοείται το μικτό ποσό του εισοδήματος το οποίο μειώνεται, για δαπάνες συντηρήσεως και επισκευής, κατά:

–        40 [%] για τα οικοδομημένα ακίνητα καθώς και για τα υλικά και τον εξοπλισμό που έχουν τον χαρακτήρα ακινήτου ως εκ της φύσεως ή του προορισμού τους [...]

[...]»

5        Το άρθρο 155 του CIR 92 προβλέπει τα εξής:

«Τα εισοδήματα που απαλλάσσονται βάσει διεθνών συμβάσεων για την αποτροπή της διπλής φορολογίας λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του φόρου, αλλά ο φόρος αυτός μειώνεται κατά τον λόγο των απαλλασσομένων εισοδημάτων προς το σύνολο των εισοδημάτων.

[...]»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμβάσεως μεταξύ της Γαλλίας και του Βελγίου με σκοπό την αποτροπή της διπλής φορολογίας και τη θέσπιση των κανόνων αμοιβαίας διοικητικής και νομικής συνεργασίας όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος, υπογραφείσας στις Βρυξέλλες στις 10 Μαρτίου 1964 (στο εξής: σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας), έχει ως εξής:

«Τα εισοδήματα από ακίνητα, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων, καθώς και των μηχανημάτων και των ζώων των γεωργικών και δασικών επιχειρήσεων, φορολογούνται μόνον εντός του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο κείνται.»

7        Το άρθρο 19, A, παράγραφοι 2 και 4, της συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας ορίζει τα εξής:

«Η διπλή φορολογία αποτρέπεται ως ακολούθως:

Α.      Όσον αφορά το Βέλγιο:

[...]

2.      Τα εισοδήματα πλην αυτών τα οποία αφορά η παράγραφος 1 ανωτέρω απαλλάσσονται από τους βελγικούς φόρους που παρατίθενται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, A, της παρούσας συμβάσεως, όταν η φορολογία τους έχει ανατεθεί αποκλειστικώς στη Γαλλία.

[...]

4.      Ανεξαρτήτως των ανωτέρω διατάξεων, οι βελγικοί φόροι τους οποίους αφορά η παρούσα σύμβαση είναι δυνατό να υπολογίζονται επί των εισοδημάτων που φορολογούνται στο Βέλγιο βάσει της εν λόγω συμβάσεως, με τον συντελεστή που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισοδημάτων που φορολογούνται κατά τη βελγική νομοθεσία.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης κατοικούν στο Βέλγιο, όπου φορολογούνται τα εισοδήματά τους. Μετά την αγορά ακινήτου στη Γαλλία τον Αύγουστο του 2004, κατέθεσαν, το επόμενο έτος, φορολογική δήλωση στην οποία επέφεραν διορθώσεις οι βελγικές φορολογικές αρχές. Οι εκκαλούντες αμφισβήτησαν τις διορθώσεις αυτές και προσέφυγαν ενώπιον του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείου Αμβέρσας).

9        Κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής τους, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση ενώπιον του hof van beroep te Antwerpen (εφετείου Αμβέρσας).

10      Σύμφωνα με το τελευταίο αυτό δικαστήριο, η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί αφορά τη φορολογική μεταχείριση στο Βέλγιο ενός ακινήτου κειμένου στη Γαλλία. Επισημαίνει συναφώς ότι, βάσει της συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, τα εισοδήματα από ακίνητα φορολογούνται μόνον εντός του κράτους μέλους στο οποίο κείται το ακίνητο. Η απαλλαγή αυτή συνοδεύεται με επιφύλαξη, υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου, της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή, στο πλαίσιο της οποίας τα εισοδήματα από τα κείμενα στη Γαλλία ακίνητα είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του συντελεστή που έχει εφαρμογή στα φορολογητέα εντός του Βελγίου εισοδήματα.

11      Το hof van beroep te Antwerpen επισημαίνει επίσης ότι το εισόδημα από τα κείμενα στο Βέλγιο ακίνητα τα οποία δεν εκμισθώνονται καθορίζεται με βάση το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα και ότι ένα υποθετικό εισόδημα από ακίνητα καθορίζεται κατά παρεμφερή τρόπο στη Γαλλία. Εντούτοις, κατά το άρθρο 7 του CIR 92, το εισόδημα από ακίνητα τα οποία δεν εκμισθώνονται, αλλά κείνται εντός άλλου κράτους μέλους πλην του Βελγίου, καθορίζεται με μόνο γνώμονα τη μισθωτική τους αξία. Το βελγικό τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα και το γαλλικό τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα είναι συγκρίσιμα, αλλά το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα είναι κατά γενικό κανόνα χαμηλότερο από τη μισθωτική αξία.

12      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το hof van beroep te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύει το άρθρο 56 ΕΚ τη φορολόγηση, εντός κράτους μέλους, ενός μη εκμισθωθέντος ακινήτου κειμένου εντός άλλου κράτους μέλους επί άλλης βάσεως και όχι επί του υπολογιζόμενου βάσει των στοιχείων του κτηματολογίου τοπικού τεκμαρτού εισοδήματος από το ακίνητο αυτό, ειδικότερα δε, εν προκειμένω, εφόσον το ως άνω τοπικό τεκμαρτό εισόδημα καθορίζεται κατά παρόμοιο τρόπο με το βελγικό τεκμαρτό εισόδημα από ακίνητα κείμενα στο Βέλγιο;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του περιεχομένου του ερωτήματος

13      Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση Brey, C-140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

14      Ως εκ τούτου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η παροχή χρήσιμης απάντησης στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εκτιμηθεί η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση, εντός του πραγματικού και του νομικού πλαισίου της, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής.

15      Δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπάρχει διαφωνία ως προς τη φορολογική μεταχείριση ενός ακινήτου το οποίο δεν εκμισθώνεται και το οποίο αποκτήθηκε στη Γαλλία από κατοίκους Βελγίου, τους εκκαλούντες της κύριας δίκης. Βάσει της συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας μεταξύ των δύο αυτών κρατών μελών, τα εισοδήματα από ακίνητα που αφορούν το αγαθό αυτό φορολογούνται μόνο στη Γαλλία. Εντούτοις, μια ρήτρα, καλούμενη «ρήτρα επιφυλάξεως της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή», επιτρέπει στις βελγικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη τα εισοδήματα αυτά προκειμένου να καθορίσουν τον φορολογικό συντελεστή που έχει εφαρμογή στα φορολογητέα στο Βέλγιο εισοδήματα.

16      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η διαδικασία καθορισμού των εισοδημάτων που προέρχονται από ακίνητα τα οποία δεν εκμισθώνονται διαφέρει αναλόγως του αν το ακίνητο βρίσκεται στο Βέλγιο ή εντός άλλου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το εισόδημα από το κείμενο στη Γαλλία ακίνητο το οποίο δεν εκμισθώνεται καθορίζεται με γνώμονα τη μισθωτική αξία, η οποία είναι υψηλότερη από το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα από ένα συγκρίσιμο ακίνητο κείμενο στο Βέλγιο.

17      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί αν το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει, κατά την εφαρμογή μιας ρήτρας προοδευτικότητας που περιέχεται σε σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, ότι, για τον καθορισμό του συντελεστή του φόρου εισοδήματος, τα εισοδήματα που αποφέρει ένα κείμενο εντός άλλου κράτους μέλους ακίνητο το οποίο δεν εκμισθώνεται καθορίζονται με βάση τη «μισθωτική αξία» του, ενώ τα εισοδήματα που αποφέρει ένα τέτοιο ακίνητο κείμενο εντός του πρώτου κράτους μέλους καθορίζονται με βάση το «τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα» και ενώ το τελευταίο αυτό εισόδημα είναι, κατά κανόνα, χαμηλότερο από τη «μισθωτική αξία».

 Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

18      Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει μέτρων ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως θεσπισθέντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των κριτηρίων φορολογήσεως των εισοδημάτων και της περιουσίας προκειμένου να εξαλειφθεί, ενδεχομένως διά της συμβατικής οδού, η διπλή φορολογία. Στην αλληλουχία αυτή, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, να καθορίζουν τα στοιχεία συνδέσεως για την κατανομή της φορολογικής αρμοδιότητας (απόφαση Imfeld και Garcet, C-303/12, EU:C:2013:822, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Παρά ταύτα, η εν λόγω κατανομή της φορολογικής αρμοδιότητας δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μέτρα αντίθετα προς τις ελευθερίες κυκλοφορίας που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ. Πράγματι, όσον αφορά την άσκηση της φορολογικής εξουσίας που έχει κατανεμηθεί κατά τον τρόπο αυτό στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τους κανόνες της Ένωσης (απόφαση Imfeld και Garcet, EU:C:2013:822, σκέψη 42).

20      Εντεύθεν συνάγεται ότι, υπό την επιφύλαξη των ελευθεριών κυκλοφορίας τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να προβλέπει, προκειμένου να φορολογεί τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, μεθόδους εκτιμήσεως του εισοδήματος από ακίνητο το οποίο δεν εκμισθώνεται διαφορετικώς αναλόγως του αν το ακίνητο κείται εντός του κράτους μέλους αυτού ή εντός άλλου κράτους μέλους.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι μεταξύ των μέτρων που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων, περιλαμβάνονται τα μέτρα τα οποία ενδέχεται να αποτρέψουν τους κατοίκους κράτους μέλους από το να επενδύσουν επί ακινήτων σε άλλα κράτη μέλη (απόφαση Libert κλπ., C-197/11 και C-203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 44).

22      Σε κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι όλα τα εισοδήματα από ακίνητα των κατοίκων Βελγίου λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή που έχει εφαρμογή επί των φορολογητέων στο Βέλγιο εισοδημάτων τους. Ωσαύτως δεν αμφισβητείται ότι το εισόδημα από κείμενο στο Βέλγιο ακίνητο το οποίο δεν εκμισθώνεται καθορίζεται με γνώμονα το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα, το οποίο είναι χαμηλότερο από τη μισθωτική αξία που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του εισοδήματος από ένα τέτοιο ακίνητο το οποίο κείται εντός άλλου κράτους μέλους.

23      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν, για τον λόγο αυτόν, τα φορολογητέα εισοδήματα των κατοίκων Βελγίου που είναι κύριοι ακινήτου κειμένου σε άλλο κράτος μέλος πλην του Βελγίου, το οποίο δεν εκμισθώνεται, ενδέχεται να υπαχθούν σε φορολογικό συντελεστή υψηλότερο από τον εφαρμοστέο στα εισοδήματα των εν λόγω κατοίκων οι οποίοι έχουν συγκρίσιμο ακίνητο στο Βέλγιο.

24      Αν τούτο συμβαίνει, κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη θα συνιστά διαφορετική μεταχείριση ικανή να αποτρέψει τους κατοίκους Βελγίου από το να επενδύσουν σε ακίνητα εντός άλλων κρατών μελών πλην του Βελγίου, πράγμα το οποίο ενδέχεται να συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, απαγορευόμενο κατ’ αρχήν από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

 Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

25      Κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας τους οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους.

26      Η διάταξη αυτή, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική νομοθεσία που διακρίνει μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου κατοικίας τους ή του κράτους μέλους εντός του οποίου έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους είναι άνευ ετέρου συμβατή με τη Συνθήκη (βλ. απόφαση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Πράγματι, η παρέκκλιση την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη περιορίζεται από το άρθρο 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63» (βλ. απόφαση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, EU:C:2014:249, σκέψη 56).

28      Οι διαφορές μεταχειρίσεως τις οποίες επιτρέπει το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ πρέπει, επομένως, να διακρίνονται από τις απαγορευόμενες από την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου διακρίσεις. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου μια εθνική φορολογική ρύθμιση να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει η διαφορετική μεταχείριση την οποία προβλέπει να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (βλ. απόφαση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, EU:C:2014:249, σκέψη 57).

29      Αφενός, στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι, δυνάμει της συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας όπως εφαρμόζεται στο Βέλγιο, τα εισοδήματα από κείμενα στη Γαλλία ακίνητα δεν φορολογούνται στο Βέλγιο, ενώ τα εισοδήματα από τα ακίνητα τα οποία κείνται στο Βέλγιο περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής του φόρου. Εντούτοις, η σύμβαση αυτή επιτρέπει στις βελγικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη τα εισοδήματα από κείμενα στη Γαλλία ακίνητα, προκειμένου να καθορίζουν, κατ’ εφαρμογήν της «επιφυλάξεως της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή» την οποία προβλέπει η εν λόγω σύμβαση, τον φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στα φορολογητέα στο Βέλγιο εισοδήματα.

30      Επισημαίνεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μέθοδος της απαλλαγής με την «επιφύλαξη της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή» επιτρέπει να διασφαλίζεται ότι τα εισοδήματα ενός υποκειμένου στον φόρο τα οποία απαλλάσσονται εντός του κράτους μέλους κατοικίας μπορούν παρά ταύτα να λαμβάνονται υπόψη από το κράτος μέλος αυτό για την εφαρμογή του κανόνα της εφαρμογής προοδευτικού φορολογικού συντελεστή κατά τον υπολογισμό του ποσού του φόρου επί των λοιπών εισοδημάτων του φορολογουμένου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Asscher, C-107/94, EU:C:1996:251, point 47).

31      Σκοπός μιας τέτοιας ρυθμίσεως είναι να αποτραπεί, εντός του κράτους μέλους κατοικίας, η επιβολή χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή στα φορολογητέα εισοδήματα ενός υποκειμένου στον φόρο, κυρίου ακινήτου κειμένου εντός άλλου κράτους μέλους, από τον φορολογικό συντελεστή που επιβάλλεται στα εισοδήματα των υποκειμένων στον φόρο οι οποίοι είναι κύριοι συγκρίσιμων ακινήτων εντός του κράτους μέλους κατοικίας.

32      Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, η κατάσταση των υποκειμένων στον φόρο που έχουν αποκτήσει ακίνητο εντός του κράτους μέλους κατοικίας είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των υποκειμένων στον φόρο που έχουν αποκτήσει τέτοιο ακίνητο εντός άλλου κράτους μέλους.

33      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε κανένα σκοπό γενικού συμφέροντος ο οποίος μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογητικός λόγος.

34      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να καταλήξει, κατά την εφαρμογή μιας ρήτρας προοδευτικότητας η οποία περιέχεται σε σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, σε υψηλότερο συντελεστή του φόρου εισοδήματος, απλώς και μόνο διότι η μέθοδος καθορισμού των εισοδημάτων από ακίνητα συνεπάγεται ότι τα εισοδήματα από κείμενα εντός άλλου κράτους μέλους ακίνητα τα οποία δεν εκμισθώνονται εκτιμώνται σε ποσό υψηλότερο από τα εισοδήματα από τέτοια ακίνητα κείμενα εντός του πρώτου κράτους μέλους. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν τούτο είναι πράγματι το αποτέλεσμα της επίμαχης στην κύρια δίκη κανονιστικής ρυθμίσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να καταλήξει, κατά την εφαρμογή μιας ρήτρας προοδευτικότητας η οποία περιέχεται σε σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, σε υψηλότερο συντελεστή του φόρου εισοδήματος, απλώς και μόνο διότι η μέθοδος καθορισμού των εισοδημάτων από ακίνητα συνεπάγεται ότι τα εισοδήματα από κείμενα εντός άλλου κράτους μέλους ακίνητα τα οποία δεν εκμισθώνονται εκτιμώνται σε ποσό υψηλότερο από τα εισοδήματα από τέτοια ακίνητα κείμενα εντός του πρώτου κράτους μέλους. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν τούτο είναι πράγματι το αποτέλεσμα της επίμαχης στην κύρια δίκη κανονιστικής ρυθμίσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.