ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 21ης Μαΐου 2015 (*)
«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Εξαίρεση — Κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών — Εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα την κατ’ αποκοπήν φορολόγηση εισοδημάτων από κινητές αξίες προερχομένων από μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων — Μαύρα αμοιβαία κεφάλαια»
Στην υπόθεση C-560/13,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης
Finanzamt Ulm
κατά
Ingeborg Wagner-Raith,
παρισταμένου του:
Bundesministerium der Finanzen,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, E. Levits (εισηγητή), M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2014,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η I. Wagner-Raith, εκπροσωπούμενη από τον U. Ziegler, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze καθώς και από τις A. Wiedmann και K. Petersen,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Brighouse, επικουρούμενη από την K. Bacon, barrister,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. Scharf, A. Cordewener και W. Roels,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της I. Wagner-Raith, κληρονόμου της Maria Schweier, και του Finanzamt Ulm (φορολογικής αρχής του Ulm), όσον αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων από κινητές αξίες προερχομένων από μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων εδρευόντων στις Νήσους Κάιμαν (υπερπόντιο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας).
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1988 για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης [άρθρου καταργηθέντος με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ] (ΕΕ L 178, σ. 5), ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων. Για την ευχερέστερη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι κινήσεις κεφαλαίων ταξινομούνται σύμφωνα με την ονοματολογία του παραρτήματος Ι».
4 Μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361 περιλαμβάνεται, στο κεφάλαιο I, τιτλοφορούμενο «Άμεσες επενδύσεις», η συμμετοχή σε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις με σκοπό τη δημιουργία ή τη διατήρηση σταθερών οικονομικών δεσμών.
5 Το κεφάλαιο IV του εν παραρτήματος, τιτλοφορούμενο «Πράξεις επί μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων», περιλαμβάνει, στο μέρος A αυτού, το οποίο αφορά τις «[σ]υναλλαγές επί μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων», μεταξύ άλλων, την απόκτηση από κατοίκους ημεδαπής μεριδίων αλλοδαπών οργανισμών που είναι διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο και την απόκτηση από κατοίκους ημεδαπής μεριδίων αλλοδαπών οργανισμών που δεν είναι διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο.
6 Οι επεξηγηματικές σημειώσεις που περιέχονται στο ίδιο αυτό παράρτημα προβλέπουν τα ακόλουθα:
«Κατά την έννοια της παρούσας ονοματολογίας και για τους σκοπούς μόνον της οδηγίας, νοούνται ως:
Άμεσες επενδύσεις
Οι επενδύσεις πάσης φύσεως στις οποίες προβαίνουν τα φυσικά πρόσωπα, οι εμπορικές, βιομηχανικές ή χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι οποίες χρησιμεύουν για τη δημιουργία ή διατήρηση σταθερών και άμεσων σχέσεων ανάμεσα στον παρακοινωνό και τον επικεφαλής της επιχείρησης ή την επιχείρηση για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας. Ο όρος αυτός λοιπόν πρέπει να εκλαμβάνεται υπό την ευρύτερή του έννοια.
[...]
Όσον αφορά τις εταιρείες που αναφέρονται στο σημείο Ι 2 της ονοματολογίας και που έχουν το καταστατικό εταιρειών κατά μετοχές ή υπάρχει συμμετοχή με χαρακτήρα άμεσων επενδύσεων, εφόσον το πακέτο των μετοχών που βρίσκεται στην κατοχή ενός φυσικού προσώπου, μιας άλλης επιχείρησης ή οιουδήποτε άλλου κατόχου δίνει στους μετόχους αυτούς, είτε δυνάμει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας επί των εταιρειών κατά μετοχές είτε με διαφορετικό τρόπο, τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση της εν λόγω εταιρείας ή τον έλεγχό της.
[...]»
Το γερμανικό δίκαιο
7 Το άρθρο 17 του νόμου για τη διάθεση μεριδίων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων και τη φορολόγηση των εισοδημάτων από μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων (Gesetz über den Vertrieb ausländischer Investmentanteile und über die Besteuerung der Erträge aus ausländischen Investmentanteilen), της 28ης Ιουλίου 1969 (BGBl. 1969 I, σ. 986), όπως ίσχυε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: AuslInvestmG), προέβλεπε, όσον αφορά τη φορολογία των εισοδημάτων από μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων, τα εξής:
«(1) Τα μερίσματα από μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων […] αποτελούν εισοδήματα από κινητές αξίες, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, του νόμου περί του φόρου εισοδήματος [...]
[...]
(3) Οι παράγραφοι 1 έως 2a εφαρμόζονται μόνον:
1. a) αν η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων έχει γνωστοποιήσει στις αρχές την πρόθεσή της να θέσει σε κυκλοφορία μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου διά της οδού της δημόσιας προσφοράς, της δημόσιας διαφημίσεως ή με άλλο παρόμοιο τρόπο […] ή
b) αν τα μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς επίσημη διαπραγμάτευση ή σε ρυθμιζόμενη αγορά σε γερμανικό Χρηματιστήριο δεν διατίθενται διά της οδού της δημόσιας προσφοράς, της δημόσιας διαφημίσεως ή με άλλο παρόμοιο τρόπο, εξαιρουμένων των ανακοινώσεων που επιβάλλονται από τις χρηματιστηριακές διατάξεις (άρθρο 1, παράγραφος 2), η δε αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων έχει διορίσει εκπρόσωπο με έδρα ή κατοικία εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου ο οποίος δύναται να την εκπροσωπεί ενώπιον των δημοσιονομικών αρχών και των φορολογικών δικαστηρίων, και
2. αν η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων γνωστοποιεί στους κατόχους των μεριδίων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων […] σε κάθε διανομή μερισμάτων [το ποσό του μερίσματος ανά μερίδιο και ορισμένα περιλαμβανόμενα σε αυτό ποσά] στη γερμανική γλώσσα
[...]
και αποδεικνύει την ορθότητα των στοιχείων αυτών εφόσον της ζητηθεί.»
8 Το άρθρο 18 του AuslInvestmG, όπως ίσχυε μεταξύ της 30ής Δεκεμβρίου 1993 και της 31ης Δεκεμβρίου 2000, προέβλεπε τα ακόλουθα:
«(1) Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 17, τα μερίσματα από μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων αποτελούν […] εισόδημα από κινητές αξίες, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί του φόρου εισοδήματος, [...].
(2) Οι φορολογικές βάσεις τις οποίες αφορά η παράγραφος 1 πρέπει να αποδεικνύονται. Τα χρησιμοποιούμενα προς απόδειξη έγγραφα πρέπει να είναι συντεταγμένα στη γερμανική γλώσσα ή να συνοδεύονται από γερμανική μετάφραση. Η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων οφείλει να διορίσει εκπρόσωπό της με έδρα ή κατοικία εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου ο οποίος δύναται να την εκπροσωπεί ενώπιον των δημοσιονομικών αρχών και των φορολογικών δικαστηρίων.
(3) Σε περίπτωση μη προσκομίσεως των ενδεδειγμένων δικαιολογητικών ή μη διορισμού εκπροσώπου, τα μερίσματα τα οποία ο κάτοχος μεριδίων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων έχει εισπράξει από τα μερίδια αυτά φορολογούνται προσαυξημένα κατά ποσοστό 90 % επί της υπεραξίας εκάστου μεριδίου αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων η οποία προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας καθορισθείσης τιμής εξαγοράς του μεριδίου εντός του ημερολογιακού έτους· κατ’ ελάχιστο φορολογείται το 10 % του ποσού της τελευταίας καθορισθείσης τιμής εξαγοράς. [...]»
9 O νόμος περί εταιριών επενδύσεων κεφαλαίων (Gesetz über Kapitalanlagegesellschaften), όπως ίσχυε επί των ημεδαπών επενδυτικών κεφαλαίων κατά το κρίσιμο στην υπόθεση της κύριας δίκης χρονικό διάστημα, προέβλεπε κατ’ ουσίαν ότι οι κάτοχοι τίτλων μεριδίων φορολογούνταν σύμφωνα με την «αρχή της διαφάνειας», δηλαδή αντιμετωπίζονταν ως εάν είχαν πραγματοποιήσει οι ίδιοι απευθείας τα εισοδήματα που αποκόμισαν από τη συμμετοχή τους στο συλλογικό χαρτοφυλάκιο.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Κατά τα έτη 1997 έως 2003, η M. Schweier διατηρούσε λογαριασμό κινητών αξιών στην τράπεζα LGT Bank in Liechtenstein AG (στο εξής: LGT Bank) που περιείχε, μεταξύ άλλων, μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων με έδρα τις Νήσους Κάιμαν. Αυτοί τα επενδυτικά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν εκπληρώνονταν οι υποχρεώσεις περί δηλώσεως, εξουσιοδοτήσεως και αποδείξεως που προβλέπονταν στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του AuslInvestmG και δεν είχαν υποδείξει εκπρόσωπο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του AuslInvestmG, θεωρούνταν, για τον λόγο αυτόν, στη Γερμανία, ως «μαύρα» αμοιβαία κεφάλαια, ως προς τα οποία ήταν δυνατό να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG.
11 Κατά τη διάρκεια του 2008, η M. Schweier πληροφόρησε για πρώτη φορά το Finanzamt Ulm ότι, κατά τα κρίσιμα έτη, εισέπραξε εισοδήματα από κινητές αξίες προερχόμενα, μεταξύ άλλων, από τον λογαριασμό κινητών αξιών που διατηρούσε στην LGT. Ως εκ τούτου, μέσω διορθωτικών φορολογικών δηλώσεων, δήλωσε τα εισοδήματα αυτά στην εν λόγω φορολογική αρχή, αφού υπολόγισε το ποσό τους βάσει των εγγράφων τα οποία έθεσε στη διάθεσή της η LGT, κατόπιν δε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, καθόρισε ένα κατ’ αποκοπήν ποσό για καθεμία από τις επίμαχες φορολογικές χρήσεις.
12 Η αρμόδια φορολογική αρχή τροποποίησε τις πράξεις επιβολής φόρου της M. Schweier που αντιστοιχούσαν στις χρήσεις αυτές, προσδιορίζοντας το ποσό των εισοδημάτων από κεφάλαια που προέρχονταν από τους επίμαχους τίτλους μεριδίων σε 44 970,69 ευρώ για το 1997, σε 63 779,07 ευρώ για το 1998, σε 106 826,16 ευρώ για το 1999, σε 94 999,24 ευρώ για το 2000, σε 96 055,10 ευρώ για το 2001, σε 100 157,99 ευρώ για το 2002 και σε 116 823,07 ευρώ για το 2003, ήτοι συνολικά σε 623 611,32 ευρώ.
13 Η M. Schweier άσκησε διοικητική προσφυγή κατά των εν λόγω επιπλέον φόρων, επικαλούμενη το ασύμβατο της κατ’ αποκοπήν φορολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Κατ’ αυτήν, ο επιπλέον φόρος έπρεπε να στηριχθεί μόνο στα πραγματικά κέρδη, το ποσό των οποίων ήταν αναγκαίο να υπολογισθεί. Η M. Schweier ζήτησε τη φορολόγηση των εισοδημάτων της από κινητές αξίες σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του AuslInvestmG και έθεσε στη διάθεση της αρμόδιας φορολογικής αρχής τα αναγκαία προς τούτο έγγραφα και υπολογισμούς.
14 Αφού το Finanzamt Ulm απέρριψε την εν λόγω διοικητική προσφυγή, η M. Schweier άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικού δικαστηρίου του Baden Württemberg, Γερμανία). Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2012, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε κατ’ ουσίαν την προσφυγή αυτή, κρίνοντας ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και έκρινε, κατά συνέπεια, ότι τα εισοδήματα από κινητές αξίες τα οποία εισέπραξε η M. Schweier από τα εν λόγω μερίδια, ήταν, για καθεμία από τις επίμαχες φορολογικές χρήσεις, χαμηλότερα από το ποσό που καθορίσθηκε σύμφωνα το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, και ανέρχονταν σε συνολικό ποσό 260 872,97 ευρώ. Το Finanzamt Ulm υπέβαλε αίτηση Revision κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου).
15 Στο πλαίσιο της αιτήσεως Revision, το Finanzamt Ulm προέβαλε ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, διότι η διάταξη αυτή εμπίπτει στη ρήτρα standstill του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, αφενός, δεδομένου ότι η συμπεριφορά ενός επενδυτικού κεφαλαίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη προς τη φορολογία των επενδυτών που κατέχουν μερίδια στο κεφάλαιο αυτό, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG αφορά όχι μόνον τους επενδυτές, αλλά και τα επενδυτικά κεφάλαια, και επομένως έχει σχέση με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, η συμμετοχή σε επενδυτικό κεφάλαιο αποτελεί άμεση επένδυση.
16 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κατ’ αποκοπήν φορολόγηση την οποία προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG είναι ικανή να αποτρέψει τους Γερμανούς επενδυτές από την επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια τα οποία δεν πληρούν τις επιταγές των άρθρων 17 και 18, παράγραφος 1, του AuslInvestmG, στο μέτρο που αυτή η κατ’ αποκοπήν φορολογία είναι, κατά κανόνα, βαρύτερη από τη φορολογία που επιβάλλεται στους επενδυτές οι οποίοι κατέχουν μερίδια σε εγχώρια αμοιβαία κεφάλαια και δεν προσκομίζουν αποδείξεις ως προς το εισόδημα που αντλούν από αυτά. Επιπλέον, ο κάτοχος μεριδίων σε ένα από τα καλούμενα «μαύρα» αμοιβαία κεφάλαια αδυνατεί να αποδείξει το ύψος των εισοδημάτων που πράγματι εισέπραξε και, ως εκ τούτου, να αποφύγει την επιβολή του εν λόγω κατ’ αποκοπήν φόρου, ενώ ο νόμος περί εταιριών επενδύσεων κεφαλαίων δεν προβλέπει τέτοιας φύσεως κατ’ αποκοπήν φορολογία σε περίπτωση επενδύσεως σε εγχώριο αμοιβαίο κεφάλαιο.
17 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατ’ ουσίαν, ο κανόνας του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG τον οποίο εφάρμοσε ως προς την M. Schweier το Finanzamt Ulm για το κρίσιμο χρονικό διάστημα, υφίστατο ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 1993. Το δικαστήριο αυτό προσθέτει ότι τα επενδυτικά κεφάλαια στα οποία κατείχε μερίδια η M. Schweier έπρεπε να θεωρηθούν ως προερχόμενα από τρίτη χώρα, δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά συστάθηκαν βάσει των κανόνων εξουσιοδοτήσεως και ελέγχου που ισχύουν στις Νήσους Κάιμαν και ότι οι εταιρίες διαχειρίσεως των οικείων επενδυτικών κεφαλαίων είχαν την έδρα τους στις νήσους αυτές.
18 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και αν το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG αναφέρεται στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή στις άμεσες επενδύσεις.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Στην περίπτωση συμμετοχής σε επενδυτικά κεφάλαια τρίτων χωρών, μπορεί να κριθεί ότι εθνική ρύθμιση (εν προκειμένω το άρθρο 18, παράγραφος 3, AuslInvestmG) κατά την οποία σε ημεδαπούς μεριδιούχους αλλοδαπού επενδυτικού κεφαλαίου καταλογίζονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκτός των μερισμάτων και πλασματικά εισοδήματα ίσα με το 90 % της διαφοράς μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας τιμής εξαγοράς του μεριδίου εντός του ημερολογιακού έτους, αλλά τουλάχιστον ίσα με το 10 % της τελευταίας τιμής εξαγοράς (ή της χρηματιστηριακής ή αγοραίας τιμής), δεν αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων κατά το άρθρο [63 ΣΛΕΕ] για τον λόγο ότι η εν λόγω ρύθμιση, η οποία ισχύει από τις 31 Δεκεμβρίου 1993 χωρίς να έχει υποστεί ουσιαστικές τροποποιήσεις, είναι σχετική με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της ρήτρας περί διατηρήσεως της ισχύουσας καταστάσεως (“standstill”) του άρθρου [64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ];
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
2) Συνιστά η συμμετοχή σε επενδυτικό κεφάλαιο με ανάλογα χαρακτηριστικά, το οποίο έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα, άμεση επένδυση κατά την έννοια του άρθρου [64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] ή μήπως η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον η συμμετοχή παρέχει στον επενδυτή, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το επενδυτικό κεφάλαιο ή για άλλους λόγους, τη δυνατότητα να συμμετέχει πραγματικά στη διαχείριση και τον έλεγχο του κεφαλαίου αυτού;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
20 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 64 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την κατ’ αποκοπήν φορολογία των εισοδημάτων των κατόχων μεριδίων επενδυτικού κεφαλαίου που εδρεύει στην αλλοδαπή, όταν το κεφάλαιο αυτό δεν έχει εκπληρώσει ορισμένες εκ του νόμου υποχρεώσεις, συνιστά μέτρο σχετικό με κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου αυτού.
21 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει αποκλειστική απαρίθμηση των κινήσεων κεφαλαίων επί των οποίων είναι δυνατό να μην εφαρμόζεται το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και πρέπει, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. απόφαση Welte, C-181/12, EU:C:2013:662, σκέψη 29).
22 Συνεπώς, πρέπει να κριθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία αναφέρεται στις κινήσεις κεφαλαίων και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι κινήσεις κεφαλαίων αυτές αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
23 Δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν ορίζει την έννοια του όρου «κινήσεις κεφαλαίων», το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η ονοματολογία του παραρτήματος Ι της οδηγίας 88/361 έχει ενδεικτικό χαρακτήρα, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με το εισαγωγικό κείμενό του, ο κατάλογος που περιέχει δεν είναι εξαντλητικός (βλ. μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις van Hilten-van der Heijden, C-513/03, EU:C:2006:131, σκέψη 39, Missionswerk Werner Heukelbach, C-25/10, EU:C:2011:65, σκέψη 15, και Welte, C-181/12, EU:C:2013:662, σκέψη 20).
24 Η εκ μέρους κατοίκων ημεδαπής απόκτηση μεριδίων, εισηγμένων ή μη στο Χρηματιστήριο, αλλοδαπών οργανισμών περιλαμβάνεται μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων που απαριθμούνται στο μέρος A, το οποίο αφορά τις «[σ]υναλλαγές επί μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων», του κεφαλαίου IV του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361, τιτλοφορούμενου «Πράξεις επί μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων».
25 Η είσπραξη μερισμάτων οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, μολονότι δεν περιλαμβάνεται ρητώς στην ονοματολογία αυτή ως «κίνηση κεφαλαίων», μπορεί να υπαχθεί στην απόκτηση μεριδίων, εισηγμένων ή μη στο Χρηματιστήριο, αλλοδαπών οργανισμών και, συνεπώς, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη προς κίνηση κεφαλαίων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Verkooijen, C-35/98, EU:C:2000:294, σκέψη 29).
26 Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία διέπει τη φορολογία των εισοδημάτων των επενδυτών που κατέχουν μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, προβλέποντας διαφορετικό τρόπο φορολογήσεως με γνώμονα την τήρηση, από το οικείο εδρεύον στην αλλοδαπή επενδυτικό κεφάλαιο, των διατάξεων των άρθρων 17, παράγραφος 3, και 18, παράγραφος 2, του AuslInvestmG, συνιστά μέτρο το οποίο αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων, υπό την έννοια της εν λόγω ονοματολογίας.
27 Συνεπώς, πρέπει να κριθεί αν οι κινήσεις κεφαλαίων στις οποίες αναφέται νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
28 Πρέπει, πρώτον, να εξετασθεί η θέση την οποία υποστηρίζουν ιδίως το αιτούν δικαστήριο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά την οποία μόνον τα μέτρα που αφορούν άμεσα τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες καθεαυτούς και τα οποία διέπουν την εκτέλεση και τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών πράξεών τους, καθώς και την έγκριση ή την εκκαθάρισή τους, θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν ισχύει ως προς τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν τη φορολόγηση των επενδυτών.
29 Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, η οριοθέτηση μεταξύ των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και αυτών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
30 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το γράμμα των άρθρων 56 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ, καθώς και από τη θέση που καταλαμβάνουν σε δύο διαφορετικά κεφάλαια του τίτλου IV της Συνθήκης, προκύπτει ότι, αν και συνδέονται στενά, προορίζονται για τη ρύθμιση διαφορετικών καταστάσεων και το καθένα έχει χωριστό πεδίο εφαρμογής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Fidium Finanz, C-452/04, EU:C:2006:631, σκέψη 28).
31 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, προκειμένου να κριθεί αν μια εθνική νομοθεσία εμπίπτει στη μεν ή στη δε από τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Holböck, C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, Dijkman και Dijkman-Lavaleije, C-233/09, EU:C:2010:397, σκέψη 26, καθώς και Test Claimants in the FII Group Litigation, C-35/11, EU:C:2012:707, σκέψη 90).
32 Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, εθνική νομοθεσία της οποίας το αντικείμενο αφορά κυρίως την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εμπίπτει στις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, μολονότι θα μπορούσε να συνεπάγεται ή να αφορά κινήσεις κεφαλαίων.
33 Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική ρύθμιση με την οποία κράτος μέλος εξαρτά από προηγούμενη άδεια την άσκηση, στο έδαφός του, της δραστηριότητας χορηγήσεως πιστώσεων κατ’ επάγγελμα από εταιρία εδρεύουσα σε τρίτο κράτος και η οποία έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει την πρόσβαση μιας τέτοιας εταιρίας στη χρηματοπιστωτική αγορά, θίγει προπάντων την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια των άρθρων 56 ΣΛΕΕ επ. (απόφαση Fidium Finanz, C-452/04, EU:C:2006:631, σκέψεις 49 και 50).
34 Αντιθέτως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ τα εθνικά μέτρα των οποίων το αντικείμενο αφορά, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο, κινήσεις κεφαλαίων.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν, για να θεωρηθεί ότι τα μέτρα εμπίπτουν στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ετίθετο ως προϋπόθεση τα μέτρα αυτά να αφορούν άμεσα τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες καθεαυτούς και να διέπουν την εκτέλεση και τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών πράξεών τους, καθώς και την έγκριση ή την εκκαθάρισή τους, τούτο θα έθετε υπό αμφισβήτηση την οριοθέτηση μεταξύ των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και αυτών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
36 Η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν έχει ως αντικείμενο τις καταστάσεις που εμπίπτουν στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επιβεβαιώνεται επίσης από το ότι, αντιθέτως προς το κεφάλαιο το οποίο αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, το κεφάλαιο το οποίο αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν περιέχει καμία διάταξη με την οποία να επεκτείνονται οι ευνοϊκές ρυθμίσεις του και στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι υπήκοοι τρίτων κρατών και είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών υπέρ των υπηκόων κρατών μελών (απόφαση Fidium Finanz, C-452/04, EU:C:2006:631, σκέψη 25).
37 Αντιθέτως, από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι απαγορεύεται κατ’ αρχήν οποιοσδήποτε περιορισμός των μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών κινήσεων κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εκτός εάν ένας τέτοιος περιορισμός ίσχυε, δυνάμει του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης, στις 31 Δεκεμβρίου 1993 ή, κατά περίπτωση, στις 31 Δεκεμβρίου 1999.
38 Συνεπώς, λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και αυτών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, όσον αφορά το κατά τόπον και το προσωπικό πεδίο εφαρμογής τους, οι καταστάσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι κατ’ ανάγκην διαφορετικές από αυτές τις οποίες αφορούν τα άρθρα 56 ΣΛΕΕ επ.
39 Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, το καθοριστικό κριτήριο του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αφορά τον σύνδεσμο αιτίου-αιτιατού που υφίσταται μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων και της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και όχι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του επίδικου εθνικού μέτρου ή τη σχέση του με τον παρέχοντα την υπηρεσία μάλλον παρά με τον αποδέκτη της. Πράγματι, όπως έχει ήδη υπομνησθεί στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθορίζεται με βάση τις κατηγορίες κινήσεων κεφαλαίων επί των οποίων είναι δυνατό να επιβληθούν περιορισμοί.
40 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένα εθνικό μέτρο αφορά κατά κύριο λόγο τον επενδυτή και όχι τον παρέχοντα χρηματοπιστωτική υπηρεσία δεν εμποδίζει την υπαγωγή του στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
41 Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι φορολογικές ρυθμίσεις των κρατών μελών είναι δυνατό να εμπίπτουν στον άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕE (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, C-446/04, EU:C:2006:774, σκέψεις 174 έως 196, Holböck, C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψεις 37 έως 45, καθώς και Prunus και Polonium, C-384/09, EU:C:2011:276, σκέψεις 27 έως 37).
42 Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η στενή ερμηνεία της εξαιρέσεως αυτής σκοπεί στη διατήρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρο 63 ΣΛΕΕ.
43 Συνεπώς, προκειμένου να εμπίπτει στην εν λόγω εξαίρεση, το εθνικό μέτρο πρέπει να αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων που έχουν αρκούντως στενή σχέση με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
44 Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, προκειμένου να υπάρχει αρκούντως στενή σχέση, απαιτείται να υπάρχει σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της κινήσεως κεφαλαίων και της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
45 Συνεπώς, εμπίπτει στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία ή οποία, ενώ έχει εφαρμογή στις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες, περιορίζει συγχρόνως την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογίαν προς τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν άμεσες επενδύσεις ή εγκατάσταση, υπό την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, C-446/04, EU:C:2006:774, σκέψη 183, και Holböck, C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψη 36).
46 Εν προκειμένω, η απόκτηση μεριδίων σε επενδυτικά κεφάλαια εγκατεστημένα στις Νήσους Κάιμαν, καθώς και η είσπραξη των μερισμάτων από τα κεφάλαια αυτά, συνδέονται με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τα εν λόγω επενδυτικά κεφάλαια υπέρ του οικείου επενδυτή. Μια τέτοια επένδυση διακρίνεται από την άμεση απόκτηση μεριδίων εταιριών στην αγορά εκ μέρους επενδυτή, καθόσον του παρέχει τη δυνατότητα, χάρη στις υπηρεσίες αυτές, να απολαύει αυξημένης διαφοροποιήσεως μεταξύ διαφόρων στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και καλύτερη κατανομή των κινδύνων.
47 Εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει κατ’ αποκοπήν φορολογία, σε συνδυασμό με την αδυναμία του επενδυτή να φορολογηθεί για τα εισοδήματα τα οποία πράγματι εισέπραξε, όταν το εδρεύον στην αλλοδαπή επενδυτικό κεφάλαιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 17, παράγραφος 3, και 18, παράγραφος 2, του AuslInvestmG, ενδέχεται να αποτρέπει τους κατοίκους ημεδαπής επενδυτές από την αγορά μεριδίων στα εδρεύοντα στην αλλοδαπή επενδυτικά κεφάλαια και έχει, ως εκ τούτου, ως συνέπεια την εκ μέρους των επενδυτών αυτών λιγότερο συχνή χρήση των υπηρεσιών των εν λόγω κεφαλαίων.
48 Κατά συνέπεια, κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 64 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την κατ’ αποκοπήν φορολογία των εισοδημάτων των κατόχων μεριδίων επενδυτικού κεφαλαίου που εδρεύει στην αλλοδαπή, όταν το κεφάλαιο αυτό δεν έχει εκπληρώσει ορισμένες εκ του νόμου υποχρεώσεις, συνιστά μέτρο σχετικό με κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου αυτού.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
49 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 64 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την κατ’ αποκοπήν φορολογία των εισοδημάτων των κατόχων μεριδίων επενδυτικού κεφαλαίου που εδρεύει στην αλλοδαπή, όταν το κεφάλαιο αυτό δεν έχει εκπληρώσει ορισμένες εκ του νόμου υποχρεώσεις, συνιστά μέτρο σχετικό με κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου αυτού.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.