Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Τρόπος υπολογισμού των τόκων που συνδέονται με την ανάκτηση ενισχύσεων ασύμβατων προς την κοινή αγορά – Απλοί τόκοι ή τόκοι υπολογιζόμενοι με τη μέθοδο του ανατοκισμού – Εθνική νομοθεσία που παραπέμπει, για τον υπολογισμό των τόκων, στις διατάξεις του κανονισμού (EK) 794/2004 – Απόφαση περί ανακτήσεως κοινοποιηθείσα προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού»

Στην υπόθεση C-89/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

A2A SpA

κατά

Agenzia delle Entrate,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η A2A SpA, εκπροσωπούμενη από τους A. Santa Maria, G. Russo Corvace, G. Pizzonia, G. Zoppini και E. Gambaro, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Grespan και B. Stromsky,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14 του κανονισμού (EK) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και των άρθρων 9, 11 και 13 του κανονισμού (EK) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999 (ΕΕ L 140, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 286, σ. 3).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας A2A SpA (στο εξής: A2A) και της Agenzia delle entrate (Υπηρεσίας φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων) σχετικά με την ανάκτηση, με τη μέθοδο του ανατοκισμού, κρατικής ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, [περί κρατικής ενισχύσεως] σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια [που χορήγησε η Ιταλία] υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 659/1999

3        Η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 659/1999 έχει ως εξής:

«[Εκτιμώντας ότι] στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός· ότι, για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων· ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας· ότι η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής· ότι, για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής».

4        Το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, το οποίο τιτλοφορείται «Ανάκτηση της ενίσχυσης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

2.      Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 185 της Συνθήκης [ΕΚ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.»

 Η ανακοίνωση της Επιτροπής, σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως

5        Η ανακοίνωση της Επιτροπής, σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 8 Μαΐου 2003 (ΕΕ 2003, C 110, σ. 21), ορίζει τα εξής:

«[...]

Στο πλαίσιο της χρηστής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών για την εκτέλεση ορισμένων αποφάσεων περί ανάκτησης, έχει ανακύψει το ερώτημα κατά πόσον το επιτόκιο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή με τη μέθοδο του ανατοκισμού [...]. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσει επειγόντως τη θέση της επί του συγκεκριμένου ζητήματος, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της ανάκτησης παράνομων ενισχύσεων και της θέσης που το μέτρο αυτό κατέχει στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από τη συνθήκη συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

[...]

Βάσει της συναλλακτικής πρακτικής, οι τόκοι υπολογίζονται κατά κανόνα με τη μέθοδο του απλού τοκισμού όταν ο αποδέκτης των χρημάτων δεν μπορεί να κάνει χρήση του ποσού των τόκων πριν από τη λήξη της κρίσιμης χρονικής περιόδου, παραδείγματος χάρη όταν οι τόκοι καταβάλλονται μόλις κατά τη λήξη της κρίσιμης χρονικής περιόδου. Οι τόκοι υπολογίζονται κατά κανόνα με τη μέθοδο του ανατοκισμού σε περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι το ποσό των τόκων καταβάλλεται στον δικαιούχο κάθε χρόνο (ή κάθε κρίσιμη χρονική περίοδο), με αποτέλεσμα να προσαυξάνεται αντιστοίχως το ποσό του αρχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος αποκομίζει τόκο από τον τόκο που καταβάλλεται για κάθε περίοδο.

[…] Επομένως, ανεξάρτητα από τις ανομοιότητες των διαφόρων περιπτώσεων, προκύπτει ότι μία παράνομη ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή χρηματοδότησης στον αποδέκτη υπό όρους παρόμοιους με εκείνους ενός μεσοπρόθεσμου άτοκου δανείου. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη οι τόκοι από ανατοκισμό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι εξουδετερώνονται πλήρως τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

Με βάση τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή επιθυμεί να ενημερώσει τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους ότι στις αποφάσεις που ενδεχομένως θα εκδίδει μελλοντικώς διατάσσοντας την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως θα εφαρμόζει μεν το επιτόκιο αναφοράς το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορήγησης των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, αλλά με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού. Σύμφωνα με τη συνήθη συναλλακτική πρακτική, ο ανατοκισμός είναι ετήσιος. Αντιστοίχως, η Επιτροπή αναμένει από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τη μέθοδο του ανατοκισμού για την εκτέλεση εκκρεμουσών αποφάσεων ανάκτησης, εκτός αν αυτό αντιβαίνει σε μια από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.»

 Ο κανονισμός 794/2004

6        Τα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού 794/2004, περιλαμβανόμενα στο κεφάλαιο V του κανονισμού αυτού, αφορούν το επιτόκιο με το οποίο πρέπει να υπολογίζονται οι τόκοι που συνδέονται με την ανάκτηση παράνομων ενισχύσεων.

7        Με τίτλο «Μέθοδος προσδιορισμού του επιτοκίου», το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Εάν δεν έχει προβλεφθεί διαφορετικά με ειδική απόφαση, το επιτόκιο που εφαρμόζεται για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης είναι ετήσιο ποσοστό που καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό έτος.

Το εν λόγω επιτόκιο υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των πενταετών διατραπεζικών επιτοκίων ανταλλαγής (swap) για τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, συν 75 μονάδες βάσης. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να προσαυξήσει το ποσοστό κατά περισσότερες από 75 μονάδες βάσης ως προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

2.      Εάν ο τελευταίος διαθέσιμος τριμηνιαίος μέσος όρος των πενταετών διατραπεζικών επιτοκίων ανταλλαγής, προσαυξημένος κατά 75 μονάδες βάσης, αποκλίνει σε ποσοστό πάνω από 15 % από το ισχύον επιτόκιο ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή προβαίνει σε νέο υπολογισμό του επιτοκίου ανάκτησης της κρατικής ενίσχυσης.

Το νέο επιτόκιο εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τον εκ νέου υπολογισμό από μέρους της Επιτροπής. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη με επιστολή για το νέο υπολογισμό και για την ημερομηνία από την οποία ισχύει.

3.      Το επιτόκιο καθορίζεται για έκαστο κράτος μέλος ατομικά ή για δύο ή περισσότερα κράτη μέλη από κοινού.

4.      Εάν δεν είναι διαθέσιμα αξιόπιστα ή ισοδύναμα δεδομένα, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, σε στενή συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος ή τα οικεία κράτη μέλη, να καθορίσει επιτόκιο ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, σύμφωνα με διαφορετική μέθοδο και επί τη βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της.»

8        Με τίτλο «Μέθοδος εφαρμογής του επιτοκίου», το άρθρο 11 του κανονισμού 794/2004 ορίζει στην παράγραφο 2 αυτού τα ακόλουθα:

«Το επιτόκιο εφαρμόζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης της ενίσχυσης. Ο τόκος που έχει γεννηθεί κατά το προηγούμενο έτος υπόκειται σε τοκισμό σε κάθε μεταγενέστερο έτος.»

9        Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 794/2004 προβλέπει ότι αυτός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 30 Απριλίου 2004, άρχισε να ισχύει στις 20 Μαΐου 2004. Εξάλλου, κατά το άρθρο 13, πέμπτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 11 αυτού εφαρμόζεται σε κάθε απόφαση περί ανακτήσεως η οποία κοινοποιείται μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του.

 Η απόφαση 2003/193

10      Στις 5 Ιουνίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/193, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 7 Ιουνίου 2002. Στο άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η απαλλαγή από τον φόρο εταιριών που θέσπισε η Ιταλική Δημοκρατία υπέρ των κεφαλαιουχικών εταιριών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, την οποία αφορά το άρθρο αυτό, αποτελούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

11      Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως:

«Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενίσχυσης που περιγράφεται στο άρθρο 2 και η οποία [τους] χορηγήθηκε παράνομα.

Η ανάκτηση της ενίσχυσης γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης.

Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία που τέθηκε η ενίσχυση στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.»

 Το ιταλικό δίκαιο

12      Το άρθρο 1283 του αστικού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Ελλείψει αντίθετων συναλλακτικών ηθών, οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι δύνανται να παραγάγουν τόκους μόνον από την ημέρα ασκήσεως αγωγής ή βάσει συμβάσεως μεταγενέστερης από την ημερομηνία λήξεώς τους [κατά την οποία καθίστανται απαιτητοί], και πάντοτε εφόσον πρόκειται για τόκους οφειλόμενους για τουλάχιστον έξι μήνες.»

13      Το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος 185, περί επειγόντων μέτρων στήριξης των νοικοκυριών, της εργασίας, της απασχόλησης και των επιχειρήσεων και για την τροποποίηση του εθνικού στρατηγικού πλαισίου μέσω μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης (decreto-legge n. 185 – Misure urgenti per il sostegno a famiglie, lavoro, occupazione e impresa e per ridisegnare in funzione anti-crisi il quadro strategico nazionale), της 29ης Νοεμβρίου 2008, που έλαβε κατόπιν τη μορφή νόμου, με τροποποιήσεις, με τον νόμο 2 της 28ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 185/2008), τιτλοφορούμενο «Εφαρμογή των ευρωπαϊκών αποφάσεων περί ανακτήσεως παράνομων ενισχύσεων», προβλέπει, στην παράγραφο 4 αυτού, ότι:

«Οι τόκοι περί των οποίων γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 υπολογίζονται με βάση τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού [...] 794/2004 [...]».

14      Το άρθρο 36 του νομοθετικού αυτού διατάγματος ορίζει ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του την ημέρα δημοσιεύσεώς του στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana. Η δημοσίευση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2008.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      H A2A είναι εταιρία που προήλθε από τη συγχώνευση των εταιριών ASM Brescia SpA και AEM SpA. Υπέρ των εταιριών αυτών ίσχυσε τριετής απαλλαγή από τον φόρο εταιριών παραχωρηθείσα από την Ιταλική Δημοκρατία υπέρ των κεφαλαιουχικών εταιριών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου. Με την απόφασή της 2003/193, που κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 7 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή έκρινε ότι η απαλλαγή αυτή αποτελούσε κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

16      Με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-207/05, EU:C:2006:366, σκέψη 54), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά με την απόφαση 2003/193, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση αυτή.

17      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Ιταλική Δημοκρατία, για να ρυθμίσει τα της ανακτήσεως των ως άνω ενισχύσεων, θέσπισε διαδοχικά το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 10, περί διατάξεων προς εκπλήρωση των κοινοτικών υποχρεώσεων, (decreto-legge n. 10 – Disposizioni volte a dare attuazione ad obblighi comunitari ed internazionali), της 15ης Φεβρουαρίου 2007, που μετατράπηκε σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 46, της 6ης Απριλίου 2007 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 10/2007), με τίτλο «Εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Ιουνίου 2006 στην υπόθεση C-207/05. Εφαρμογή της αποφάσεως 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002. Διαδικασία λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ 2006/2456», το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 και το άρθρο 19 του νομοθετικού διατάγματος 135, περί επειγουσών διατάξεων για την εκπλήρωση των κοινοτικών υποχρεώσεων και για την εκτέλεση αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (decreto-legge n. 135 – Disposizioni urgenti per l’attuazione di obblighi comunitari e per l’esecuzione di sentenze della Corte di giustizia delle Comunità europee), της 25ης Σεπτεμβρίου 2009, που μετατράπηκε σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 166, της 20ής Νοεμβρίου 2009.

18      Η Agenzia delle entrate απηύθυνε στην A2A, το 2009, πράξεις επιβολής φόρου προκειμένου να ανακτήσει τα οφειλόμενα ποσά στο πλαίσιο του φόρου εταιριών τον οποίο οι ASM Brescia SpA και AEM SpA δεν είχαν καταβάλει δυνάμει της χορηγηθείσας από την Ιταλική Δημοκρατία απαλλαγής. Με τις ως άνω πράξεις επιβολής φόρου απαιτείτο η καταβολή, επιπλέον του ποσού των 170 εκατομμυρίων ευρώ για το οφειλόμενο κεφάλαιο, ποσού 120 εκατομμυρίων ευρώ λόγω τόκων υπολογιζομένων με τη μέθοδο του ανατοκισμού.

19      Η A2A άσκησε προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων επιβολής φόρου. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Corte suprema di cassazione (ανώτατου ακυρωτικού), υποστήριξε ότι το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης. Για τον υπολογισμό τόκων, η διάταξη αυτή παραπέμπει στα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού 794/2004, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 13, πέμπτο εδάφιο, αυτού, ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην απόφαση 2003/193, καθόσον αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού.

20      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς, αναφερόμενο στην απόφαση Επιτροπή κατά Département du Loiret (C-295/07 P, EU:C:2008:707, σκέψη 46), ότι ούτε το δίκαιο της Ένωσης ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου διευκρίνιζαν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 2003/193, ότι οι τόκοι που συνδέονται με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή έπρεπε να υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η πρακτική της Επιτροπής συνίστατο τότε σε παραπομπή στις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Το ιταλικό δίκαιο όμως προβλέπει, στο άρθρο 1282 του αστικού κώδικα, απλούς τόκους και δεν δέχεται την εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού σε χρηματικές υποχρεώσεις παρά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 1283 του αστικού κώδικα, προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται όσον αφορά την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων της κύριας δίκης.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione διερωτάται επί του αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις όπως το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 ή αν παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου του ανατοκισμού σε ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, όταν η σχετική απόφαση περί ανακτήσεως έχει κοινοποιηθεί προ της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 794/20004.

22      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, το ως άνω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Αντιτίθενται το άρθρο 14 του [κανονισμού 659/1999] και τα άρθρα 9, 11 και 13 του [κανονισμού 794/2004] σε εθνική νομοθεσία η οποία, όσον αφορά την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής που κοινοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου 2002, ορίζει ότι οι τόκοι προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού 794/2004 (ειδικότερα με βάση τα άρθρα 9 και 11 αυτού) και, επομένως, με επιτόκιο υπολογιζόμενο με τη μέθοδο του ανατοκισμού;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατά βάση να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, καθώς και τα άρθρα 11 και 13 του κανονισμού 794/2004 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 που προβλέπει, μέσω παραπομπής στον κανονισμό 794/2004, την εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού για τον υπολογισμό των τόκων προκειμένου για την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, ενώ η απόφαση με την οποία κηρύχθηκε η ενίσχυση αυτή ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διέταξε την ανάκτησή της έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προ της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού.

24      Εισαγωγικώς, διαπιστώνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται όχι μόνο στο άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008, αλλά και στο άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 10/2007, καθώς και στο άρθρο 19 του νομοθετικού διατάγματος 135, της 25ης Σεπτεμβρίου 2009, που μνημονεύονται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, καθόσον ενδιαφέρει την υπόθεση της κύριας δίκης, το άρθρο 1, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 10/2007, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, και το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 είναι ταυτόσημα.

25      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν εκθέτει σαφώς ποια από τις διατάξεις αυτές έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Διαπιστώνει μόνον ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζεται στην παραδοχή ότι «ο υπολογισμός τόκων με τη μέθοδο του ανατοκισμού είναι ορθός, καθόσον πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008». Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

26      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως επί υποθέσεως παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο. Η προς επιστροφή ενίσχυση δυνάμει αποφάσεως περί ανακτήσεως περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τόκους. Εντούτοις, η τελευταία αυτή διάταξη δεν διευκρινίζει αν οι τόκοι αυτοί πρέπει να είναι απλοί ή με τη μέθοδο του ανατοκισμού.

27      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι καίτοι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 794/2004 ορίζει ότι το επιτόκιο υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού μέχρι την ημερομηνία ανακτήσεως της ενισχύσεως και ότι οι γεγενημένοι τόκοι κάθε έτους υπόκεινται σε τοκισμό σε κάθε μεταγενέστερο έτος, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 13, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, μόνο στις αποφάσεις περί ανακτήσεως που κοινοποιούνται μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω κανονισμού, ήτοι μετά τις 20 Μαΐου 2004.

28      Επομένως, δεδομένου ότι η απόφαση 2003/193, η οποία κήρυξε ασύμβατες προς την κοινή αγορά τις ενισχύσεις που αποτελούν το αντικείμενο ανακτήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης, κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 7 Ιουνίου 2002, ήτοι προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 794/2004, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν είναι εφαρμοστέο, καθαυτό, στην υπόθεση της κύριας δίκης.

29      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα σχετικά με το ποια κανονιστική ρύθμιση είχε εφαρμογή για το προ της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 794/2004 διάστημα προς προσδιορισμό του αν οι τόκοι πρέπει να υπολογίζονται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση Επιτροπή κατά Département du Loiret (C-295/07 P, EU:C:2008:707, σκέψη 46), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, την ημερομηνία εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, ήτοι στις 12 Ιουλίου 2000, ούτε το κοινοτικό δίκαιο ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου διευκρίνιζαν αν οι τόκοι που οφείλονται σε περίπτωση επιστροφής αναζητούμενης ενισχύσεως πρέπει να είναι απλοί ή να υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού. Ελλείψει σχετικής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρακτική της Επιτροπής, που περιγράφεται λεπτομερώς ιδίως στο έγγραφό της προς τα κράτη μέλη SG (91) D/4577, της 4ης Μαρτίου 1991, συνδέει το ζήτημα του υπολογισμού των τόκων με τη διαδικασία ανακτήσεως και παραπέμπει, συναφώς, στο εθνικό δίκαιο (απόφαση Επιτροπή κατά Département du Loiret, C-295/07, EU:C:2008:707, σκέψεις 82 έως 84).

30      Η Επιτροπή ανακοίνωσε ρητώς ότι θα υπολόγιζε το επιτόκιο με τη μέθοδο του ανατοκισμού σε κάθε απόφαση που διατάσσει την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως την οποία θα εξέδιδε στο μέλλον (απόφαση Επιτροπή κατά Département du Loiret, C-295/07, EU:C:2008:707, σκέψη 46), μόλις με τη δημοσιευθείσα στις 8 Μαΐου 2003 ανακοίνωσή της σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως, προσθέτοντας ότι ανέμενε από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τη μέθοδο του ανατοκισμού κατά την εκτέλεση κάθε σχετικής αποφάσεως περί ανακτήσεως.

31      Όσον αφορά την απόφαση 2003/193, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής επιτάσσει η είσπραξη της ενισχύσεως να πραγματοποιείται «αμελλητί», σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει συμπληρωματικές ενδείξεις όσον αφορά το αν οι εν λόγω τόκοι πρέπει να είναι απλοί ή να υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού.

32      Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 7 Ιουνίου 2002, ήτοι πριν από τη μεταβολή της πρακτικής της Επιτροπής που γνωστοποιήθηκε με την ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως Επιτροπή κατά Département du Loiret (C-295/07, EU:C:2008:707), πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το εθνικό δίκαιο είναι αυτό που προσδιορίζει αν, εν προκειμένω, οι σχετικοί τόκοι πρέπει να είναι απλοί ή να υπολογιστούν με τη μέθοδο του ανατοκισμού

33      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του περί παραπομπής ότι το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 παραπέμπει μόνο στο κεφάλαιο V του κανονισμού 794/2004, και όχι στο κεφάλαιο VI αυτού, το οποίο περιλαμβάνει τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 13, οπότε η εν λόγω παραπομπή δεν διέπεται, βάσει του εθνικού δικαίου, από τον χρονικό περιορισμό τον οποίο θέτει το άρθρο αυτό.

34      Το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008, όπως ερμηνεύεται από το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να λογίζεται ως αντίθετο προς το άρθρο 13 του κανονισμού 794/2004. Πράγματι, καίτοι το τελευταίο αυτό άρθρο καθορίζει, στο πρώτο του εδάφιο, την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού και ορίζει ειδικότερα, στο πέμπτο εδάφιο, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, που αφορά τον υπολογισμό των τόκων με τη μέθοδο του ανατοκισμού, έχει εφαρμογή αποκλειστικά στις αποφάσεις περί ανακτήσεως που κοινοποιούνται μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του ίδιου κανονισμού, δεν μπορεί ωστόσο να συναχθεί από έναν τέτοιο περιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού 794/2004 μια αρχή που να απαγορεύει στα κράτη μέλη, μόνα αρμόδια, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 2003/193, για να προσδιορίσουν τη βάση υπολογισμού των τόκων, να νομοθετήσουν συναφώς με συγκεκριμένο τρόπο και όχι με κάποιον άλλο. Κατά συνέπεια, το άρθρο 13 του κανονισμού 794/2004 δεν θεσπίζει κανόνα μη αναδρομικότητας όσον αφορά τις προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 794/2004 εθνικές νομοθεσίες.

35      Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το νομοθετικό διάταγμα 185/2008, διέπον τις λεπτομέρειες υπολογισμού των τόκων προκειμένου περί ανακτήσεως κρατικής ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, αποσκοπεί ιδίως στην εκτέλεση του άρθρου 3 της αποφάσεως 2003/193. Ειδικότερα, θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Από πάγια όμως νομολογία απορρέει ότι, όταν τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα με τα οποία θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούνται να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού (απόφαση Ålands Vindkraft, C-573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 125).

36      Μεταξύ των γενικών αυτών αρχών περιλαμβάνονται ιδίως η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει την αναδρομική εφαρμογή ενός κανονισμού, ήτοι σε κατάσταση που έχει διαμορφωθεί προ της ενάρξεως ισχύος του, τούτο δε ανεξάρτητα από τις ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες που η εν λόγω εφαρμογή μπορεί να έχει για τον ενδιαφερόμενο, η ίδια αρχή απαιτεί κάθε πραγματική κατάσταση να εκτιμάται κατά κανόνα, εκτός αντίθετης ρητής μνείας, βάσει των ισχυόντων κανόνων δικαίου. Εντούτοις, καίτοι η νέα νομοθεσία ισχύει μόνο για το μέλλον, αυτή έχει εφαρμογή, πλην παρεκκλίσεως, επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεως δημιουργηθείσας υπό το κράτος της παλαιάς νομοθεσίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Bavaria, C-120/08, EU:C:2010:798, σκέψεις 40, 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Ομοίως, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το πεδίο εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να διευρυνθεί τόσο ώστε να παρακωλύεται γενικά η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό το κράτος προγενέστερης ρυθμίσεως (απόφαση Stadt Papenburg, C-226/08, EU:C:2010:10, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού προβλέφθηκε με την εθνική ρύθμιση περί της οποίας γίνεται λόγος στις σκέψεις 24 και 25 της παρούσας αποφάσεως. Προ της ενάρξεως ισχύος της ρυθμίσεως αυτής, το ιταλικό δίκαιο προέβλεπε, σύμφωνα με το άρθρο 1282 του αστικού κώδικα, απλούς τόκους.

40      Προβλέποντας την εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού για την ανάκτηση των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2003/193, το νομοθετικό διάταγμα 185/2008 δεν έχει κανένα αναδρομικό αποτέλεσμα και απλώς περιορίζεται στην εφαρμογή μιας νέας κανονιστικής ρυθμίσεως σε μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το κράτος της προγενέστερης νομοθεσίας.

41      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 ορίζει ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του διατάγματος αυτού την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στη Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2008, οπότε το νομοθετικό αυτό διάταγμα δεν άρχισε να ισχύει πριν από την ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του. Αφετέρου, οι πράξεις επιβολής φόρου που προβλέπουν την καταβολή τόκων με τη μέθοδο του ανατοκισμού κοινοποιήθηκαν στην A2A κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του ως άνω νομοθετικού διατάγματος. Καθόσον η κηρυχθείσα ασύμβατη προς την κοινή αγορά ενίσχυση, επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν είχε ανακτηθεί αλλ’ ούτε και είχε αποτελέσει το αντικείμενο πράξεως επιβολής φόρου κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τού εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, το τελευταίο δεν μπορεί να λογίζεται ότι επηρεάζει μια κατάσταση που είχε διαμορφωθεί προηγουμένως.

42      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του μακρού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε μεταξύ της εκδόσεως, στις 5 Ιουνίου 2002, της αποφάσεως 2003/193, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε την ανάκτηση της επίμαχης κρατικής ενισχύσεως της κύριας δίκης και της εκδόσεως, το έτος 2009, πράξεων επιβολής φόρου προς εξασφάλιση της ουσιαστικής ανακτήσεως της ενισχύσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού συνιστά ιδιαίτερα πρόσφορο μέσο προς εξουδετέρωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε παρανόμως στις επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν την εν λόγω κρατική ενίσχυση.

43      Κατά συνέπεια, οι γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη νομοθετικό διάταγμα 185/2008.

44      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα που προέβαλε η A2A με τις γραπτές παρατηρήσεις της, σχετικά με το αν το νομοθετικό διάταγμα 185/2008 παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που θέτουν οι διάδικοι της κύριας δίκης πέραν των ερωτημάτων που αποτελούν το αντικείμενο της προδικαστικής αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Kersbergen-Lap και Dams-Schipper, C-154/05, EU:C:2006:449, σκέψεις 21 και 22 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Δεν αμφισβητείται όμως ότι, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν έθεσε τέτοιο ζήτημα.

46      Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν η A2A επιχειρεί να επικαλεστεί εθνική πρακτική ενδεχομένως αντίθετη προς την αρχή της νομιμότητας. Κατά πάγια όμως νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβαδίζει με την τήρηση της νομιμότητας, κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλεστεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου (απόφαση The Rank Group, C-259/10 και C-260/10, EU:C:2011:719, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

47      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξετάσει το επιχείρημα που προέβαλε η A2A σχετικά με ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση, αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβαλλόμενο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, καθώς και τα άρθρα 11 και 13 του κανονισμού 794/2004 δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008 που προβλέπει, μέσω παραπομπής στον κανονισμό 794/2004, την εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού στην ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, ενώ η απόφαση με την οποία η ενίσχυση αυτή κηρύχθηκε ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάχθηκε η ανάκτηση της ανακτήσεως εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προ της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 14 του κανονισμού (EK) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ [108 ΣΛΕΕ], καθώς και τα άρθρα 11 και 13 του κανονισμού (EK) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 185/2008, της 29ης Νοεμβρίου 2008, περί επειγόντων μέτρων στήριξης των νοικοκυριών, της εργασίας, της απασχόλησης και των επιχειρήσεων και για την τροποποίηση του εθνικού στρατηγικού πλαισίου μέσω μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης, που έλαβε κατόπιν τη μορφή νόμου, με τροποποιήσεις, με τον νόμο 2 της 28ης Ιανουαρίου 2009, που προβλέπει, μέσω παραπομπής στον κανονισμό 794/2004, την εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού στην ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, ενώ η απόφαση με την οποία η ενίσχυση αυτή κηρύχθηκε ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάχθηκε η ανάκτηση της ανακτήσεως εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.