Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων υπέρ του εθνικού οργανισμού ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως – Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας – Αντιστάθμιση – Άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Απόφαση κηρύσσουσα καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά – Τροποποίηση του τρόπου χρηματοδοτήσεως – Φορολογικά μέτρα – Φόρος επιβαλλόμενος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως – Απόφαση κηρύσσουσα το τροποποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά – Λήψη υπόψη του τρόπου χρηματοδοτήσεως – Ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του φόρου και του καθεστώτος ενισχύσεων – Άμεση επιρροή του προϊόντος του φόρου επί του μεγέθους της ενισχύσεως – Κάλυψη του καθαρού κόστους εκπληρώσεως της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του υποκειμένου στον φόρο και του δικαιούχου της ενισχύσεως – Παραμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας»

Στην υπόθεση C-449/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2014,

DTS Distribuidora de Televisión Digital SA, με έδρα το Tres Cantos (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Brokelmann και M. Ganino, abogados,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Urraca Caviedes, B. Stromsky και G. Valero Jordana, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

η Telefónica de España SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

η Telefónica Móviles España SA, με έδρα τη Μαδρίτη,

εκπροσωπούμενες από τους F. González Díaz, F. Salerno και V. Romero Algarra, abogados,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. A. Sampol Pucurull,

η Corporación de Radio y Televisión Española SA (RTVE), με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους A. Martínez Sánchez και J. Rodríguez Ordóñez, abogados,

παρεμβάντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, E. Regan (εισηγητή), A. Arabadjiev, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2016,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η DTS Distribuidora de Televisión Digital SA (στο εξής: DTS) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2014, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής (T-533/10, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2014:629), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2011/1/ΕE της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 38/09 (πρώην NN 58/09) το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει η Ισπανία υπέρ του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTVE) (ΕΕ 2011, L 1, σ. 9, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η DTS είναι εταιρία εξειδικευμένη στη διαχείριση και την εκμετάλλευση, στην ισπανική αγορά, συνδρομητικής πλατφόρμας ψηφιακής δορυφορικής τηλεοράσεως, επονομαζόμενης Digital +, καθώς και στην ανάπτυξη θεματικών καναλιών.

3        Η Corporación de Radio y Televisión Española SA (στο εξής: RTVE) είναι ο δημόσιος οργανισμός ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως της Ισπανίας στον οποίο έχει ανατεθεί η αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας στους τομείς αυτούς με τον Ley 17/2006 de la radio y la televisión de titularidad estatal (νόμος 17/2006, σχετικά με τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση), της 5ης Ιουνίου 2006 (BOE αριθ. 134, της 6ης Ιουνίου 2006, σ. 21270).

4        Ο νόμος 17/2006 προέβλεπε μικτό σύστημα χρηματοδοτήσεως, κατά το οποίο η RTVE είχε έσοδα, αφενός, από τις εμπορικές της δραστηριότητες, μεταξύ δε άλλων από την πώληση διαφημιστικού χώρου, και, αφετέρου, ελάμβανε αντιστάθμιση από το ισπανικό κράτος για την εκπλήρωση της αποστολής της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

5        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε αυτό το σύστημα χρηματοδοτήσεως με τις αποφάσεις C(2005) 1163 τελικό, της 20ής Απριλίου 2005, σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ της RTVE (E 8/05) (σύνοψη στην ΕΕ 2006, C 239, σ. 17), και C(2007) 641 τελικό, της 7ης Μαρτίου 2007, σχετικά με τη χρηματοδότηση μέτρων μείωσης του εργατικού δυναμικού στην RTVE (NN 8/07) (σύνοψη στην ΕΕ 2007, C 109, σ. 2).

6        Το εν λόγω σύστημα χρηματοδοτήσεως τροποποιήθηκε με τον Ley 8/2009 de financiación de la Corporación de Radio y Televisión Española (νόμος 8/2009, σχετικά με τη χρηματοδότηση της RTVE), της 28ης Αυγούστου 2009 (BOE αριθ. 210, της 31ης Αυγούστου 2009, σ. 74003). Ο νόμος αυτός ετέθη σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2009.

7        Καταρχάς, ο νόμος 8/2009 προέβλεπε ότι, από το τέλος του 2009, οι διαφημίσεις, οι τηλεαγορές, οι χορηγίες και οι συνδρομητικές υπηρεσίες έπαυαν πλέον να αποτελούν πηγές χρηματοδοτήσεως της RTVE. Τα μόνα έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες που θα συνέχιζε να έχει η RTVE μετά από αυτήν την ημερομηνία ήταν τα έσοδα από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους, καθώς και από την πώληση των δικών της παραγωγών. Τα έσοδα αυτά περιορίζονταν σε ποσό ύψους 25 εκατομμυρίων ευρώ περίπου.

8        Εν συνεχεία, προς αντιστάθμιση της απώλειας των λοιπών εμπορικών εσόδων, ο νόμος 8/2009 εισήγαγε ή τροποποίησε, με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και με τα άρθρα 4 έως 6, διάφορα φορολογικά μέτρα (στο εξής: επίμαχα φορολογικά μέτρα), μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ένας νέος φόρος 1,5 % επί των εσόδων των εγκατεστημένων στην Ισπανία επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως (στο εξής: φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως). Η συνεισφορά του φόρου αυτού στον προϋπολογισμό της RTVE δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 20 % της συνολικής ενισχύσεως που προορίζεται ετησίως για την RTVE, κάθε δε φορολογικό έσοδο που υπερβαίνει τα ως άνω ποσοστά αποδίδεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Ο εν λόγω νόμος προέβλεπε επίσης, μεταξύ άλλων, έναν νέον φόρο επί των εσόδων των εγκατεστημένων στην Ισπανία επιχειρηματικών φορέων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

9        Εξάλλου, η αντιστάθμιση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η οποία προβλεπόταν από τον νόμο 17/2006, διατηρήθηκε σε ισχύ. Έτσι, εάν οι ανωτέρω χρηματοδοτικές πηγές δεν επαρκούσαν για την κάλυψη του συνόλου των δαπανών της RTVE για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, το κράτος ήταν υποχρεωμένο, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009 και του άρθρου 33 του νόμου 17/2006, να καλύπτει τη διαφορά αυτή, μεταβάλλοντας έτσι το μικτό σύστημα χρηματοδοτήσεως της RTVE σε σχεδόν αποκλειστικώς δημόσιο σύστημα χρηματοδοτήσεως.

10      Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009 προέβλεπε ανώτατο όριο για τα έσοδα της RTVE. Κατά τα δύο έτη 2010 και 2011, το σύνολο των εν λόγω εσόδων δεν μπορούσε να υπερβεί τα 1 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχούσε, επίσης, στο ανώτατο όριο των δαπανών της για κάθε οικονομικό έτος. Κατά τα τρία έτη από το 2012 έως το 2014, η μέγιστη αύξηση του ποσού αυτού ορίστηκε στο 1 % και, για τα επόμενα έτη, η αύξηση αυτή καθοριζόταν από την ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή.

11      Κατόπιν καταγγελίας η οποία υποβλήθηκε στις 22 Ιουνίου 2009 σχετικά με το σχέδιο νόμου που εν συνεχεία κατέστη ο νόμος 8/2009, η Επιτροπή, στις 2 Δεκεμβρίου 2009, ενημέρωσε το Βασίλειο της Ισπανίας για την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασία αναφορικά με την τροποποίηση του συστήματος χρηματοδοτήσεως της RTVE (σύνοψη στην ΕΕ 2010, C 8, σ. 31).

12      Στις 18 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασία παραβάσεως κράτους μέλους, κρίνοντας ότι ο φόρος επί των εγκατεστημένων στην Ισπανία επιχειρηματικών φορέων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών αντέβαινε στο άρθρο 12 της οδηγίας 2002/20/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2002, L 108, σ. 21). Στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή, με αιτιολογημένη γνώμη, ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας να καταργήσει τον ως άνω φόρο λόγω της ασυμβατότητάς του προς την οδηγία αυτή.

13      Στις 20 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η προβλεπόμενη από τον νόμο 8/2009 τροποποίηση του συστήματος χρηματοδοτήσεως της RTVE ήταν συμβατή προς την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα δεν αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των προβλεπομένων από τον εν λόγω νόμο νέων στοιχείων ενισχύσεως και ότι τυχόν ασυμβατότητα των ως άνω φορολογικών μέτρων προς την οδηγία 2002/20 δεν επηρέαζε, ως εκ τούτου, την εξέταση του συμβατού του προς την εσωτερική αγορά. Εξάλλου, εκτίμησε ότι το τροποποιημένο χρηματοδοτικό καθεστώς της RTVE ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς πληρούσε τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2010, η DTS άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η DTS προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους σε παράβαση, αντιστοίχως, της εννοίας της «ενισχύσεως» του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη δυνατότητα διαχωρισμού των επίμαχων φορολογικών μέτρων, του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ.

15      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και τους τρεις λόγους ακυρώσεως επί της ουσίας και, ως εκ τούτου, την προσφυγή στο σύνολό της.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

16      Με την αίτηση αναιρέσεως, η DTS, υποστηριζόμενη από την Telefónica de España SA και την Telefónica Móviles España SA (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Telefónica), ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ή, επικουρικώς, να παραπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τους λοιπούς διαδίκους στα δικαστικά τους έξοδα ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την DTS στα δικαστικά έξοδα. Το Βασίλειο της Ισπανίας και η RTVE προβάλλουν, κυρίως, ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και, επικουρικώς, ζητούν από το Δικαστήριο να την απορρίψει ως αβάσιμη.

18      Οι εταιρίες Telefónica άσκησαν ανταναίρεση με την οποία ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή καθώς και τους λοιπούς διαδίκους που παρενέβησαν προς στήριξή της στα δικαστικά τους έξοδα ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. Η RTVE, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη αυτής της ανταναιρέσεως.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

19      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η DTS, αφού διευκρινίζει ότι, με αυτήν, προσάπτει μόνον στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποφάνθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι νομίμως η Επιτροπή αποφάσισε, με την επίδικη απόφαση, ότι δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει τη συμβατότητα με τη Συνθήκη ΛΕΕ του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως, προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

20      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της εννοίας της ενισχύσεως. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση της ιδίας διατάξεως, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πλήρη έλεγχο όσον αφορά την ύπαρξη ενισχύσεως και παραμόρφωσε το ισπανικό δίκαιο. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

 Επί του παραδεκτού της αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Η RTVE υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως, στο σύνολό της, είναι απαράδεκτη, διότι αριθμεί 40 σελίδες και άρα υπερβαίνει κατά πολύ τη μέγιστη έκταση των 25 σελίδων που είναι επιτρεπτή σύμφωνα με τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους σχετικά με τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, (ΕΕ 2014, L 31, σ. 1, στο εξής: πρακτικές οδηγίες), χωρίς η υπέρβαση αυτή να δικαιολογείται από την DTS.

22      Εξάλλου, η RTVE και το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζουν ότι στην αίτηση αναιρέσεως δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται έτσι στην επανάληψη των πρωτοδίκως προβληθέντων επιχειρημάτων.

23      Η DTS φρονεί ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24      Εν πρώτοις, πρέπει να τονιστεί ότι οι πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους είναι ενδεικτικές και όχι νομικά δεσμευτικές. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 των οδηγιών αυτών, οι οδηγίες αυτές εκδόθηκαν προκειμένου να συμπληρώσουν και να διευκρινίσουν τους κανόνες που ισχύουν στη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, και δεν αποσκοπούν να υποκαταστήσουν τις εφαρμοστέες διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου [βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010, Ziegler κατά Επιτροπής, C-113/09 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:242, σκέψη 33].

25      Έτσι, από το γράμμα του σημείου 20 αυτών των πρακτικών οδηγιών, κατά την οποία η «αίτηση αναιρέσεως […], εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 25 σελίδες», προκύπτει σαφώς ότι αυτή δεν επιβάλλει έναν απόλυτο περιορισμό στον αριθμό των σελίδων από τον οποίον εξαρτάται το παραδεκτό μιας αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά ότι περιορίζεται συναφώς σε μια υπόδειξη προς τους διαδίκους.

26      Επομένως η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη εκ του λόγου ότι υπερβαίνει έναν ορισμένο αριθμό σελίδων.

27      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, συμφώνως προς το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει με ακρίβεια τα βαλλόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C-295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εξάλλου, από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στον βαθμό που περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα απλώς και μόνον αίτηση επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-70/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:351, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Αντιθέτως, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-70/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:351, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Πάντως, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως συνάγεται ότι η DTS προσδιόρισε με σαφήνεια και ακρίβεια τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλουν οι λόγοι αναιρέσεως, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή πάσχει, κατ’ αυτήν, νομικά σφάλματα.

31      Περαιτέρω, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η RTVE και το Βασίλειο της Ισπανίας, η DTS δεν περιορίζεται, με την αίτηση αναιρέσεως, σε απλή επανάληψη των πρωτοδίκως προβληθέντων επιχειρημάτων. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί, κατά τα ουσιώδη, τον τρόπο με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποφαινόμενο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως τον οποίον οφείλει δεν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ενισχύσεως που χορηγείτο στην RTVE και, κατά τα λοιπά, του προσάπτει ότι η ίδια αυτή απόφασή του πάσχει σωρεία πλημμελειών παραμορφώσεως.

32      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

33      Πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτιμηθεί η βασιμότητά της με την εξέταση, πρώτον, του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, εν συνεχεία δε του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε πλήρη έλεγχο όσον αφορά την ύπαρξη ενισχύσεως και παραμόρφωσε το ισπανικό δίκαιο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η DTS και οι εταιρίες Telefónica υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε πλήρη έλεγχο στις εκτιμήσεις της Επιτροπής σε σχέση με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις σκέψεις 106 έως 111 της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks (C-333/07, EU:C:2008:764). Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε σε ποιον βαθμό το προβλεπόμενο ύψος των εσόδων επηρεάζει τον υπολογισμό της ενισχύσεως, παραμορφώνοντας ως προς το σημείο αυτό, στις σκέψεις 65 έως 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας στις οποίες στηρίχθηκε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό που εισπράττεται βάσει του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως δεν επηρεάζει το μέγεθος της ενισχύσεως προς για την RTVE, παραλείποντας ταυτοχρόνως να συνεκτιμήσει τις λοιπές κρίσιμες διατάξεις του δικαίου αυτού.

35      Εν πρώτοις, η DTS υποστηρίζει ότι, εν αντιθέσει προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αποφάσεως αυτής, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009 δεν υποχρεώνει το κράτος, οσάκις τα έσοδα που διαθέτει η RTVE δεν επαρκούν για την κάλυψη του καθαρού κόστους που συνδέεται με την αποστολή της παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να παρέχει πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό του, προκειμένου να καλύψει το κόστος αυτό που καθορίζεται αντικειμενικά. Συγκεκριμένα, αφενός, η διάταξη αυτή επιβάλλει στο κράτος την υποχρέωση να συμπληρώνει το «προϋπολογιζόμενο κόστος» για την RTVE οσάκις, κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού, το ύψος των φορολογικών εσόδων είναι κατώτερο των δημοσιονομικών προβλέψεων. Αφετέρου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση πόρων από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους οσάκις οι δαπάνες υπερβαίνουν τις δημοσιονομικές προβλέψεις.

36      Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009 θα πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 34 του νόμου 17/2006 και το άρθρο 44 του Mandato-marco a la Corporación RTVE previsto en el articulo 4 de la Ley 17/2006 de la radio y la televisión de titularidad estatal, aprobado por los Plenos del Congreso de los Diputados y del Senado (εντολή-πλαίσιο προς την RTVE, προβλεφθείσα στο άρθρο 4 του νόμου 17/2006 και εγκριθείσα από την ολομέλεια της Βουλής και της Γερουσίας) (BOE αριθ. 157, της 30ής Ιουνίου 2008, σ. 28833).

37      Συγκεκριμένα, από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, τις οποίες δεν έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο, συνάγεται ότι η RTVE καταρτίζει η ίδια τον προϋπολογισμό της συνεκτιμώντας όχι μόνον το προβλεπόμενο κόστος της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και τα προβλεπόμενα έσοδα, περιλαμβανόμενου του προϊόντος των επίμαχων φορολογικών μέτρων. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία το πραγματικό προϊόν των μέτρων αυτών είναι κατώτερο από το προβλεπόμενο ύψος των εισπράξεων και δεν καθιστά δυνατή την κάλυψη του προϋπολογισθέντος από την RTVE κόστους παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το κράτος υποχρεούται να συμπληρώνει το «προϋπολογιζόμενο κόστος» από τον γενικό προϋπολογισμό του. Ωστόσο, το «προϋπολογιζόμενο κόστος» πρέπει να καταρτίζεται με βάση το προβλεπόμενο ύψος των εσόδων που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από τον φόρο επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως και, συνεπώς, το ύψος αυτό επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως. Η επιρροή του προϊόντος του φόρου αυτού επί της εκτελέσεως του προϋπολογισμού δεν θα έπρεπε, επομένως, να συγχέεται με την επιρροή που ασκεί το προβλεπόμενο ύψος των εσόδων του εν λόγω φόρου στην αρχική κατάρτιση του εν λόγω προϋπολογισμού και, ως εκ τούτου, στο μέγεθος της ενισχύσεως.

38      Οι εταιρίες Telefónica προσθέτουν ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις που διαψεύδουν το ενδεχόμενο μιας υποτιθέμενης συμπληρωματικής συνεισφοράς από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, καθώς η εισηγητική έκθεση του νόμου 8/2009 διαλαμβάνει, επί παραδείγματι, ότι «η εγγύηση της χρηματοδοτήσεως δεν είναι εύλογο να συνεπάγεται αύξηση της συνεισφοράς του κράτους». Εξάλλου, πρόκειται για δευτερεύον ενδεχόμενο. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009, δύο προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν προκειμένου το κράτος να χρηματοδοτήσει ένα μέρος του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Πρώτον, για ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, το προϊόν του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως θα πρέπει να είναι μικρότερο από το κόστος εκπληρώσεως της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας και, δεύτερον, το ύψος του κεφαλαίου του αποθεματικού ταμείου θα πρέπει να μην επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών της RTVE για το εν λόγω οικονομικό έτος. Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει μια υποκείμενη σε αυτούς τους περιορισμούς κρατική εγγύηση, η οποία συνιστά νέα ενίσχυση, δεν εμποδίζει τον καθορισμό της χορηγούμενης στην RTVE ενισχύσεως με βάση το προϊόν του φόρου αυτού ούτε, σε περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί, την ανάληψη δεσμεύσεως από το κράτος για την κάλυψη του κενού.

39      Δεύτερον, η DTS προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε, στις σκέψεις 66 έως 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο του άρθρου 33 του νόμου 17/2006 και του άρθρου 8 του νόμου 8/2009, σε σχέση με τον ρόλο του κράτους οσάκις τα έσοδα από τον φόρο επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως υπερβαίνουν το καθαρό κόστος λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι τα έσοδα της RTVE δεν μπορούν να υπερβούν ένα απόλυτο ανώτατο όριο είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι θα πρέπει να διερευνάται εάν, εντός του ανώτατου αυτού ορίου, το ποσό της ενισχύσεως αποτελεί συνάρτηση των προβλεπόμενων εσόδων από τον φόρο αυτόν. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 8/2009 συνάγεται ότι το πλεόνασμα που καταβάλλεται στο αποθεματικό ταμείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την RTVE μόνον κατόπιν ρητής αδείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, παραλείποντας το πρώτο σκέλος της διατάξεως αυτής κατά το οποίο «[τ]ο κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αντιστάθμιση των ζημιών προηγούμενων οικονομικών ετών και για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων αναφορικά με την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας». Όμως, το ύψος των συμπληρωματικών αυτών πόρων εξαρτάται κατ’ ανάγκην από το προϊόν των φόρων, αφού το εν λόγω κεφάλαιο τροφοδοτείται από αυτούς.

40      Εξάλλου, οι εταιρίες Telefónica υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου 17/2006 και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009, καθόσον διαπίστωσε ότι οι διατάξεις αυτές καταργούν κάθε σχέση μεταξύ του ύψους της ενισχύσεως και του ύψους των εσόδων που εισπράττονται με βάση τα επίμαχα φορολογικά μέτρα. Αφενός, το γεγονός ότι τα έσοδα είναι δυνατό να κατατεθούν στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους δεν συνιστά παρά δευτερεύον ενδεχόμενο. Συγκεκριμένα, στο δημόσιο ταμείο κατατίθενται μόνον τα έσοδα τα οποία υπερβαίνουν το όριο του 10 % των ετήσιων δαπανών της RTVE. Αφετέρου, από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει ότι το μέγεθος της ενισχύσεως είναι ανεξάρτητο από το ύψος των φορολογικών εσόδων. Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου 17/2006 καθιερώνει, το πολύ, ένα όριο στο μέγεθος της ενισχύσεως, πράγμα που δεν εμποδίζει τη μετατροπή του συνολικώς εισπραττόμενου φόρου σε ενίσχυση, εντός του καθοριζόμενου από τον εθνικό νομοθέτη ορίου.

41      Οι εταιρίες Telefónica προσθέτουν ότι από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται, περαιτέρω, ότι το κράτος δεν είναι διατεθειμένο να συμπληρώνει τον προϋπολογισμό της RTVE. Μολονότι τα στοιχεία αυτά είναι μεταγενέστερα της επίδικης αποφάσεως, επιβεβαιώνουν όσα διαλαμβάνουν οι νομοπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου 8/2009, και δη ότι «η εγγύηση της χρηματοδοτήσεως δεν είναι εύλογο να συνεπάγεται αύξηση της συνεισφοράς του κράτους».

42      Η RTVE, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή φρονούν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΕΚ, τη νομική υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις εξ αυτής αντληθείσες έννομες συνέπειες. Η εκτίμηση συνεπώς των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών αυτών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 78).

44      Έτσι, όσον αφορά τον αναιρετικό έλεγχο των σχετικών με το εθνικό δίκαιο εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αποκλειστικώς και μόνον αν υπήρξε παραμόρφωση του δικαίου αυτού (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 79 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 80).

46      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις σκέψεις 65 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, με βάση τον νόμο 8/2009, ότι, όπως ορθώς κατ’ αυτό είχε κρίνει η Επιτροπή, το ύψος της ενισχύσεως υπέρ της RTVE δεν εξαρτάται από το ύψος των φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στην DTS, δεδομένου ότι το ύψος της ενισχύσεως καθορίζεται με βάση το καθαρό κόστος εκπληρώσεως της αποστολής της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

47      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, στη σκέψη 66 της αποφάσεως αυτής ότι, δυνάμει του άρθρου 33 του νόμου 17/2006, στην περίπτωση κατά την οποία τα έσοδα της RTVE υπερβαίνουν το κόστος εκπληρώσεως της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, το υπερβάλλον αποδίδεται, αναλόγως του εάν υπερβαίνει ή όχι το 10 % των ετήσιων προϋπολογισμένων εξόδων της RTVE, σε αποθεματικό ταμείο ή στο δημόσιο ταμείο. Ως προς την πρώτη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 67 της εν λόγω αποφάσεως, ότι από το άρθρο 8 του νόμου 8/2009 συνάγεται ότι το κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον κατόπιν ρητής αδείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και ότι, εάν δεν χρησιμοποιηθεί εντός τεσσάρων ετών, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει τις συνεισφορές που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό του ισπανικού κράτους. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, στη σκέψη 68 της ιδίας αποφάσεως, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009 προβλέπει ένα ανώτατο όριο για τα έσοδα της RTVE το οποίο ορίζεται στα 1 200 εκατομμύρια ευρώ για τα έτη 2010 και 2011 και ότι κάθε πλεόνασμα πέραν του ορίου αυτού αποδίδεται άμεσα στον γενικό προϋπολογισμό του ισπανικού κράτους.

48      Αφετέρου, στις σκέψεις 69, 76 και 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου 8/2009, στην περίπτωση κατά την οποία τα έσοδα της RTVE δεν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος εκπληρώσεως της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, το ισπανικό κράτος υποχρεούται να καλύψει το κενό μέσω συνεισφορών προερχομένων από τον γενικό προϋπολογισμό.

49      Πάντως, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό το πρόσχημα ότι προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του ελέγχου επί της επίδικης αποφάσεως και ότι παραμόρφωσε αυτές τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παραλείποντας ταυτοχρόνως να λάβει υπόψη του κάποιες άλλες, η DTS και οι εταιρίες Telefónica απλώς επικρίνουν, στην πραγματικότητα, την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 65 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Σκοπούν έτσι να την υποκαταστήσουν με μια εναλλακτική ερμηνεία και, ως εκ τούτου, να επιτύχουν, επικαλούμενες μεταξύ άλλων εθνικές διατάξεις που δεν συζητήθηκαν πρωτοδίκως, την εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων. Ουδόλως επιδιώκουν να διαπιστωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις που προδήλως αντιβαίνουν στο περιεχόμενο του εν λόγω εθνικού δικαίου ή ότι, σε σχέση προς τα στοιχεία της δικογραφίας, προσέδωσε στο δίκαιο αυτό περιεχόμενο που προφανώς δεν έχει.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας της ενισχύσεως

 Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται στο γεγονός ότι η σχέση που υφίσταται μεταξύ του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως και της ενισχύσεως που χορηγείται στην RTVE δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν που υφίσταται μεταξύ ενός φόρου γενικής ισχύος και της απαλλαγής από αυτόν

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Η DTS φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στις σκέψεις 92 και 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι σκοπούσε, με την προσφυγή της, να θέσει εν αμφιβόλω τη νομολογία του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε βάσει της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Banks (C-390/98, EU:C:2001:456). Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή αφορούσε αποκλειστικώς την απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων από φόρο γενικής ισχύος. Ωστόσο, εν προκειμένω, η DTS δεν αντιτίθεται στην είσπραξη του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως για τον λόγο ότι η RTVE τυγχάνει απαλλαγής που συνιστά κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι ο εν λόγω φόρος, δεδομένου ότι της επιβλήθηκε κατά τρόπο ασύμμετρο, προκειμένου να χρηματοδοτήσει ευθέως το καθεστώς ενισχύσεων υπέρ της RTVE, συνιστά αυτός καθαυτόν ενίσχυση, όπως ακριβώς και ο επίμαχος φόρος στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Laboratoires Boiron (C-526/04, στο εξής: απόφαση Laboratoires Boiron, EU:C:2006:528).

52      Η RTVE και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος αυτό, είναι αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, στερείται ερείσματος, όπως υποστηρίζει και το Βασίλειο της Ισπανίας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις σκέψεις 92 και 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, με τα επιχειρήματά της που στηρίζονταν στην παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ των επίμαχων φορολογικών μέτρων και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που έχει η RTVE, η DTS επιδίωκε να θέσει εν αμφιβόλω την απορρέουσα από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αρχή, κατοχυρούμενη στη σκέψη 80 της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Banks (C-390/98, EU:C:2001:456), σύμφωνα με την οποία οι υποκείμενοι σε υποχρεωτική εισφορά δεν μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η απαλλαγή της οποίας απολαύουν άλλα πρόσωπα συνιστά κρατική ενίσχυση, ώστε να αποφύγουν την καταβολή της εν λόγω εισφοράς.

54      Όμως, η αιτίαση που διατυπώνει η DTS έναντι αυτών των διαπιστώσεων στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως ουδόλως μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι, όπως ορθώς υποστηρίζουν η RTVE και η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα εν λόγω επιχειρήματα της DTS για τους λόγους που παρατίθενται όχι στις σκέψεις 92 και 93 της αποφάσεως αυτής, αλλά στις σκέψεις 94 έως 105 της αποφάσεως οι οποίες αφορούν τη σημασία της αποφάσεως Laboratoires Boiron για τον έλεγχο της επίμαχης ενισχύσεως, λόγοι οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο του δευτέρου σκέλους του παρόντος λόγου αναιρέσεως.

55      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

 Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται στο ότι ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως είναι ασύμμετρος φόρος που συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια της αποφάσεως Laboratoires Boiron

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Εν πρώτοις, η DTS υποστηρίζει ότι ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ενισχύσεως που χορηγείται στην RTVE στον βαθμό που συνιστά ασύμμετρο φόρο δυνάμενο να εξομοιωθεί προς τον φόρο που αποτελούσε το αντικείμενο της αποφάσεως Laboratoires Boiron. Συγκεκριμένα, ο φόρος αυτός επιβάλλεται σε μία μόνον κατηγορία επιχειρηματιών, ήτοι στους δραστηριοποιούμενους στον τομέα της συνδρομητικής τηλεοράσεως επιχειρηματικούς φορείς οι οποίοι βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με την RTVE. Η ενίσχυση απορρέει έτσι τόσο από το γεγονός ότι, αφενός, ένας ανταγωνιστής του δικαιούχου της ενισχύσεως υπόκειται σε φόρο όσο και από το γεγονός ότι, αφετέρου, το προϊόν του εν λόγω φόρου προορίζεται για τη χρηματοδότηση της εν λόγω ενισχύσεως.

57      Κατά δεύτερο λόγο, η DTS υποστηρίζει ότι οι διαφορές που εντόπισε το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως και του φόρου που αποτέλεσε το αντικείμενο εξετάσεως στην απόφαση Laboratoires Boiron δεν είναι κρίσιμες.

58      Πρώτον, το γεγονός, το οποίο επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κύριος σκοπός του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως δεν είναι να αποκαταστήσει την ισορροπία των συνθηκών του ανταγωνισμού μεταξύ της RTVE και των λοιπών επιχειρηματικών φορέων, δεν αποτελεί καθοριστικής σημασίας στοιχείο. Συγκεκριμένα, η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική έννοια. Εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός του φόρου αυτού είναι σε μεγάλο βαθμό ανάλογος προς αυτόν του φόρου που αποτέλεσε το αντικείμενο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Laboratoires Boiron, δεδομένου ότι σκοπεί να συμβάλλει στη χρηματοδότηση των δαπανών στις οποίες προβαίνει η RTVE για την εκπλήρωση της αποστολή της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

59      Δεύτερον, δεν είναι ορθό να θεωρηθεί, όπως θεώρησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σχέση μεταξύ του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως και της ενισχύσεως είναι λιγότερο στενή από αυτήν που διαπιστώθηκε στην απόφαση Laboratoires Boiron. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως διαπίστωσε ότι η ενδεχόμενη ασυμβατότητα του φόρου αυτού με το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει ως άμεση συνέπεια να τεθεί εν αμφιβόλω η καταβαλλόμενη στην RTVE ενίσχυση. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε, συγκεκριμένα, να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η επιβληθείσα στην DTS υποχρέωση να συμβάλλει στη χρηματοδότηση ενός ανταγωνιστή επιτείνει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού λόγω της μεταφοράς πόρων στον ανταγωνιστή. Η RTVE επωφελείται έτσι από ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αγορές αποκτήσεως οπτικοακουστικών περιεχομένων, όχι μόνον συνεπεία των πόρων που αυτή λαμβάνει για την εκπλήρωση της αποστολής της παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και εκ του λόγου ότι από τους πόρους αυτούς δεν επωφελούνται οι ανταγωνιστές της. Πάντως, αυτό το τελευταίο πλεονέκτημα θα έπαυε τελείως να υφίσταται εάν ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως καταργούνταν.

60      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 102 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν αντιθέσει προς τα πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Laboratoires Boiron, το μέγεθος της καταβαλλόμενης στην RTVE ενισχύσεως δεν καθορίζεται από το ύψος του φόρου των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει η RTVE ενισχύεται από το ύψος του φόρου αυτού που επιβάλλεται στην DTS, καθώς όσο πιο αυξημένο είναι, τόσο λιγότεροι θα είναι οι πόροι που διαθέτει προκειμένου να ανταγωνιστεί την RTVE. Η σχέση μεταξύ του εν λόγω φόρου και της ενισχύσεως είναι συνεπώς στενότερη από αυτήν που διαπιστώθηκε στην απόφαση Laboratoires Boiron. Συγκεκριμένα, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά δημοσίων πόρων στην RTVE συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

61      Οι εταιρίες Telefónica φρονούν, εν πρώτοις, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας συσταλτικά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ο τρόπος χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, ενώ οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο τελολογικής ερμηνείας.

62      Δεύτερον, οι εταιρίες Telefónica υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις που έχει διατυπώσει η νομολογία προκειμένου να διαπιστώνεται ότι ένα φορολογικό μέτρο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενισχύσεως, ήτοι ο προορισμός του φόρου για τη χρηματοδότηση της εν λόγω ενισχύσεως και η άμεση επιρροή του προϊόντος του φόρου επί του μεγέθους της εν λόγω ενισχύσεως, δεν είναι προϋποθέσεις διακριτές και σωρευτικές. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο προορισμός συνεπάγεται την ύπαρξη μιας αναγκαίας σχέσεως μεταξύ του μεγέθους των εσόδων και της ενισχύσεως. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε έτσι σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως της 13ης Ιανουαρίου 2005, Streekgewest (C-174/02, EU:C:2005:10), δεδομένου ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε μόνον αν υφίστατο κατ’ ανάγκην υποχρεωτική σχέση προορισμού μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως με βάση τη συναφή εθνική νομοθεσία και έκρινε ότι, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, συνάγεται λογικά η ύπαρξη άμεσης επιρροής του φορολογικού μέτρου επί του μεγέθους της ενισχύσεως.

63      Τρίτον, οι εταιρίες Telefónica εκτιμούν ότι η ερμηνεία των αποφάσεων της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ. (C-261/01 και C-262/01, EU:C:2003:571), και της 27ης Νοεμβρίου 2003, Enirisorse (C-34/01 έως C-38/01, EU:C:2003:640), στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται σχετικά με την απαίτηση άμεσης επιρροής του φορολογικού μέτρου επί του ποσού της ενισχύσεως δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι πρόκειται για πρόσθετη προϋπόθεση προκειμένου να καθοριστεί εάν ο τρόπος χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως αποτελεί μέρος της, αλλά θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν τις πρώτες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος της δυνατότητας διαχωρισμού.

64      Η RTVE, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή φρονούν ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, οι φόροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, εκτός εάν αποτελούν τρόπο χρηματοδοτήσεως του μέτρου ενισχύσεως, οπότε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου αυτού (αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, Streekgewest, C-174/02, EU:C:2005:10, σκέψη 25, της 13ης Ιανουαρίου 2005, Pape, C-175/02, EU:C:2005:11, σκέψη 14, και της 27ης Οκτωβρίου 2005, Distribution Casino France κ.λπ., C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, EU:C:2005:657, σκέψη 34).

66      Πράγματι, αφενός, μια κατά κυριολεξία ενίσχυση μπορεί να μην αλλοιώνει μεν ουσιωδώς το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να αναγνωρίζεται έτσι ως επιτρεπτή, πλην όμως να επιδεινώνει την εντεύθεν διατάραξη λόγω ενός τρόπου χρηματοδοτήσεως που καθιστά τη συνολική ρύθμιση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Αφετέρου, οσάκις ένας φόρος που προορίζεται ειδικά για τη χρηματοδότηση ενισχύσεως κρίνεται αντίθετος προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά το σύστημα ενισχύσεως στο οποίο εντάσσεται ο φόρος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ., C-261/01 και C-262/01, EU:C:2003:571, σκέψεις 47 και 48 καθώς και παρατιθέμενη νομολογία).

67      Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως μπορεί συνεπώς να καθιστά ασυμβίβαστο προς την εσωτερική αγορά το σύνολο του καθεστώτος ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, η εξέταση μιας ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς της (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, AEM και AEM Torino, C-128/03, και C-129/03, EU:C:2005:224, σκέψη 45).

68      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου ένας φόρος να μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος ενός μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται κατ’ ανάγκην σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως και επηρεάζει άμεσα το ύψος της και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν είναι συμβατή η ενίσχυση αυτή προς την εσωτερική αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2006, Air Liquide Industries Belgium, C-393/04 και C-41/05, EU:C:2006:403, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 99).

69      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 65 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αλυσιτελώς βάλλονται στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ότι από τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου συνάγεται ότι το ποσό της καταβαλλόμενης στην RTVE ενισχύσεως δεν εξαρτάται ευθέως από τα έσοδα που προέρχονται από τα επίμαχα φορολογικά μέτρα, δεδομένου ότι το ποσό αυτό καθορίζεται αναλόγως του καθαρού κόστους της εκπληρώσεως της ανατεθείσας στην RTVE αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

70      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι, οσάκις τα φορολογικά έσοδα που διαθέτει η RTVE υπερβαίνουν το κόστος της εκ μέρους της εκπληρώσεως της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το υπερβάλλον ποσό πρέπει να ανακατευθύνεται, κατά περίπτωση, προς ένα αποθεματικό ταμείο ή προς το δημόσιο ταμείο, δεδομένου ότι τα ίδια αυτά έσοδα υπόκεινται, επιπλέον, σε έναν απόλυτο περιορισμό, οπότε κάθε υπερβάλλον ποσό επίσης ανακατευθύνεται προς τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, οσάκις τα εν λόγω έσοδα δεν επαρκούν για την κάλυψη του κόστους αυτού, το Ισπανικό Δημόσιο υποχρεούται να καλύπτει τη διαφορά.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι η χρηματοδότηση της καταβαλλόμενης στην RTVE ενισχύσεως διασφαλίζεται μέσω των επίμαχων φορολογικών μέτρων, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν η DTS και οι εταιρίες Telefónica, να συμπεράνει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτά τα φορολογικά μέτρα δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω ενισχύσεως.

72      Πράγματι, δεδομένου ότι το προϊόν των επίμαχων φορολογικών μέτρων δεν ασκεί άμεση επιρροή επί του μεγέθους της ενισχύσεως που χορηγείται στην RTVE, ούτε η χορήγηση ούτε το ύψος της ενισχύσεως αποτελούν συνάρτηση του προϊόντος αυτού, δεδομένου δε ότι αυτό το τελευταίο δεν χρησιμοποιείται κατ’ ανάγκην για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής, στον βαθμό που ένα μέρος του εν λόγω προϊόντος μπορεί να διατεθεί για άλλους σκοπούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται κατ’ ανάγκην σχέση μεταξύ αυτών των φορολογικών μέτρων και της επίμαχης ενισχύσεως.

73      Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα εισήχθησαν προκειμένου να αντισταθμιστεί η κατάργηση των εμπορικών εσόδων που είχε προηγουμένως η RTVE, ιδίως αυτών που προέρχονταν από τη διαφήμιση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2005, Streekgewest, C-174/02, EU:C:2005:10, σκέψη 27).

74      Η στηριζόμενη επί της αποφάσεως Laboratoires Boiron επιχειρηματολογία της DTS δεν δύναται να κλονίσει τις εκτιμήσεις αυτές.

75      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι στην περίπτωση της ασύμμετρης επιβολής ενός φόρου, ήτοι οσάκις επιβάλλεται φόρος σε μία μόνον από τις δύο κατηγορίες επιχειρηματιών που βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού, οι επιχειρηματίες που έχουν την υποχρέωση καταβολής του φόρου μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι ο φόρος αυτός είναι παράνομος. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, η ενίσχυση απορρέει από το γεγονός ότι μια άλλη κατηγορία επιχειρηματιών με την οποία η φορολογούμενη κατηγορία τελεί σε άμεση σχέση ανταγωνισμού δεν υπόκειται στον εν λόγω φόρο. Το μέτρο της ενισχύσεως συνίσταται, ως εκ τούτου, στον φόρο αυτόν καθαυτόν, δεδομένου ότι ο φόρος και η ενίσχυση συνιστούν δύο αρρήκτως συνδεδεμένα μεταξύ τους στοιχεία ενός και του αυτού φορολογικού μέτρου. Συνεπώς, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς αυτήν μιας οποιασδήποτε απαλλαγής από έναν γενικής ισχύος φόρο από την οποία ο φόρος αυτός μπορεί να διαχωριστεί (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Laboratoires Boiron, σκέψεις 30 έως 48).

76      Το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στις σκέψεις 98 έως 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως τον οποίον οφείλει η DTS δεν είναι συγκρίσιμος με τον ασύμμετρο φόρο τον οποίο αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Laboratoires Boiron.

77      Πράγματι, εν προκειμένω, τα επίμαχα φορολογικά μέτρα και η ενίσχυση υπέρ της RTVE δεν αποτελούν, όπως παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα δύο αρρήκτως συνδεδεμένα στοιχεία ενός και του αυτού φορολογικού μέτρου, οπότε, εν αντιθέσει προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Laboratoires Boiron, η τυχόν αδυναμία εφαρμογής των επίμαχων φορολογικών μέτρων λόγω ενδεχόμενης ασυμβατότητάς τους με το δίκαιο της Ένωσης δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια να κλονιστεί η νομιμότητα της ενισχύσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 70 της παρούσας αποφάσεως, το Ισπανικό Δημόσιο υποχρεούται να καλύπτει το χρηματοδοτικό κενό μεταξύ των πηγών χρηματοδοτήσεως που διαθέτει η RTVE και του συνόλου των δαπανών της για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

78      Περαιτέρω, όπως ορθώς επίσης παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Laboratoires Boiron, το μέγεθος της ενισχύσεως καθοριζόταν αποκλειστικώς από το ύψος του φόρου, δεδομένου ότι το πλεονέκτημα το οποίο οι δικαιούχοι της ενισχύσεως αντλούσαν από την επιβολή του φόρου αυτού επί των ανταγωνιστών τους τελούσε κατ’ ανάγκην σε συνάρτηση προς το ύψος του. Αντιθέτως, εν προκειμένω, το ύψος της ενισχύσεως καθορίζεται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 69 έως 71 της παρούσας αποφάσεως, από το καθαρό κόστος εκπληρώσεως της υποχρεώσεως της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

79      Βεβαίως, όπως ορθώς υποστηρίζει η DTS, στην παρούσα υπόθεση, ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως προορίζεται επίσης για τη χρηματοδότηση ενός καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ της RTVE για το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση καταβολής του φόρου αυτού επιβάλλει συνεπώς στην DTS ένα πρόσθετο ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις αγορές στις οποίες ασκεί τις δραστηριότητές της ανταγωνιζόμενη την RTVE, δεδομένου ότι αυτή η τελευταία δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου.

80      Εντούτοις, όπως ορθώς παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 84 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός αυτό και μόνον δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι ένας τέτοιος φόρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ενισχύσεως.

81      Πράγματι, αφενός, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το ζήτημα εάν ένας φόρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενισχύσεως χρηματοδοτούμενης από φόρο δεν εξαρτάται από την ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ του οφειλέτη του φόρου αυτού και του δικαιούχου της ενισχύσεως, αλλά μόνον από την ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του εν λόγω φόρου και της οικείας ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψεις 93 έως 99).

82      Έτσι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι δεν υφίσταται αναγκαστική σχέση μεταξύ ενός φόρου και της απαλλαγής μιας κατηγορίας επιχειρήσεων από τον φόρο αυτόν, και δη ακόμη και όταν αυτές οι τελευταίες ασκούν τις δραστηριότητές τους σε ανταγωνισμό με τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον εν λόγω φόρο. Πράγματι, η εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής και η έκτασή της δεν εξαρτώνται από το προϊόν του φόρου. Συνεπώς, οι υποκείμενοι σε φόρο δεν μπορούν να προβάλουν το ότι η απαλλαγή άλλων επιχειρήσεων συνιστά κρατική ενίσχυση ώστε αυτοί να απαλλαγούν από την καταβολή του εν λόγω φόρου ή να επιτύχουν την επιστροφή του (βλ., στο ίδιο πνεύμα, μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Distribution Casino Γαλλία κ.λπ., C-266/04 έως C-70/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, EU:C:2005:657, σκέψεις 41 και 42).

83      Αφετέρου, και όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, οι φόροι δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Πάντως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 96 των προτάσεών του, η επιχειρηματολογία της DTS, εάν γινόταν δεκτή, θα σήμαινε ότι κάθε φόρος που εισπράττεται σε τομεακό επίπεδο και βαρύνει επιχειρήσεις που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού προς τον δικαιούχο της χρηματοδοτούμενης με τον φόρο αυτόν ενισχύσεως πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ.

84      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως δεν αποτελεί μέρος του καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ της RTVE.

85      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

86      Η DTS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τη νομική βάση του προβληθέντος πρωτοδίκως δευτέρου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 151 και 152 της αποφάσεως αυτής, δεν προέβαλε, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κανένα επιχείρημα σχετικά με τα αποτελέσματα της ενισχύσεως αυτής καθαυτήν που χορηγούνταν στην RTVE, αλλά υποστήριξε μόνον ότι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως αυτής επέτεινε την εντεύθεν στρέβλωση του ανταγωνισμού και καθιστούσε το σύνολο που περιλαμβάνει την ενίσχυση και τον εν λόγω τρόπο χρηματοδοτήσεως ασυμβίβαστο προς το κοινό συμφέρον. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως, ως προς το σημείο αυτό, αρκετά από τα επιχειρήματά της.

87      Κατά την DTS, αυτή η παραμόρφωση οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί πέραν των αιτηθέντων, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν το αντικείμενο της διαφοράς. Αφού η ίδια διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως προβαλλόταν μόνον για την περίπτωση κατά την οποία θα γινόταν δεκτός ο πρώτος λόγος, το Γενικό Δικαστήριο, καθώς απέρριψε τον πρώτο λόγο, δεν μπορούσε να εξετάσει αυτόν τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να αποφανθεί επ’ αυτού του λόγου ακυρώσεως, δεν μπορούσε να τον απορρίψει παρά μόνον για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον οποίον η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να συνεκτιμήσει τα αποτελέσματα του φόρου επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως, καθώς αυτό το φορολογικό μέτρο δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ενισχύσεως. Το Γενικό Δικαστήριο μετέβαλε, εντούτοις, το αντικείμενο της διαφοράς ερμηνεύοντας εκ νέου τον προταθέντα ενώπιόν του δεύτερο λόγο ακυρώσεως, στη σκέψη 152 της αποφάσεως αυτής, ως σχετιζόμενο με τα αποτελέσματα της ενισχύσεως αυτής καθαυτήν.

88      Πράττοντας τούτο, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη, κατά την DTS, τα όρια της δικαιοδοσίας του κατά τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων της Επιτροπής ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, μπορούσε μόνον να εξετάσει εάν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, χωρίς να μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση αυτής της τελευταίας με τη δική του εκτίμηση ούτε, κατά μείζονα λόγο, να εξετάσει ζητήματα που αυτή δεν ανέλυσε. Έτσι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής κατά την οποία ο φόρος επί των επιχειρηματικών φορέων συνδρομητικής τηλεοράσεως δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ενισχύσεως δεν μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει ότι το όργανο αυτό νομίμως επέτρεψε την εν λόγω ενίσχυση. Αντιθέτως, δεν μπορούσε να κρίνει ζητήματα όπως ο κίνδυνος εφαρμογής από την RTVE πρακτικών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, ιδίως μάλιστα καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε τέτοια ζητήματα.

89      Η RTVE υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, φρονεί, όπως και το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή, ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής ή, τουλάχιστον, αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

90      Πρέπει να τονιστεί ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην προκειμένη ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το περιεχόμενο του προβληθέντος πρωτοδίκως δευτέρου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

91      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την αίτηση αναιρέσεως, η DTS δεν αμφισβητεί καμία από τις εκτιμήσεις τις οποίες διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 113 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόρριψη αυτού του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

92      Ειδικότερα, η DTS ουδόλως ισχυρίζεται ότι αυτό το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι τονίζει ευθύς εξ αρχής ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν αφορά την εξέταση της συμβατότητας της χορηγούμενης στην RTVE ενισχύσεως προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

93      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, και βάσιμος υποτιθέμενος, ουδόλως μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

94      Υπό τις συνθήκες αυτές, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί των προβληθέντων από τις εταιρίες Telefónica λόγων αναιρέσεως περί παραβάσεως του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

95      Με το υπόμνημά τους επί της αιτήσεως αναιρέσεως, οι εταιρίες Telefónica προέβαλαν λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

96      Οι εταιρίες Telefónica προέβαλαν επίσης, με το ίδιο υπόμνημα, λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ισχυριζόμενες ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ασκώντας έναν άκρως περιορισμένο έλεγχο σε σχέση με το κατά πόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, στηριζόμενο συναφώς στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή.

97      Είναι προφανές ότι με αυτούς τους λόγους αναιρέσεως επιδιώκεται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για λόγους που δεν προβλήθηκαν από την DTS στο πλαίσιο της αναιρέσεώς της.

98      Πράγματι, αφενός, η DTS ουδόλως επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως. Αφετέρου, μολονότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά τύποις την παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η ίδια η DTS διευκρίνισε με την αίτηση αναιρέσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως, ότι δεν αμφισβητεί την εξέταση της συμβατότητας της χορηγούμενης στην RTVE ενισχύσεως υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής, περιοριζόμενη, στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως, να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε ορισμένα από τα επιχειρήματά της.

99      Δυνάμει του άρθρου 174 του Κανονισμού Διαδικασίας, με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως ζητείται να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ολικώς ή μερικώς η αίτηση αναιρέσεως.

100    Εξάλλου, συμφώνως προς το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως μπορεί να υποβάλει, με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, ανταναίρεση η οποία, κατά το άρθρο 178, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να έχει ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για διαφορετικούς λόγους και νομικά επιχειρήματα από αυτούς που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

101    Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για λόγους διαφορετικούς και αυτοτελείς σε σχέση προς αυτούς που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως, δεδομένου ότι τέτοιοι λόγοι δεν μπορούν να προβληθούν παρά μόνον στο πλαίσιο ανταναιρέσεως.

102    Κατά συνέπεια, οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν οι εταιρίες Telefónica και οι οποίοι στηρίζονται στην παράβαση του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

 Επί της ανταναιρέσεως

103    Προς στήριξη της ανταναιρέσεώς τους, οι εταιρίες Telefónica επικαλούνται έναν και μόνον λόγο αναιρέσεως, ήτοι την παράβαση του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Οι εταιρίες Telefónica υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να απορρίψει ως απαράδεκτους τους προταθέντες πρωτοδίκως λόγους ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, εκ του λόγου ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα παρεμβάσεως, οπότε δεν συνδέονταν με το αντικείμενο της διαφοράς.

105    Καταρχάς, στη σκέψη 216 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κακώς, κατά τη γνώμη τους, στηρίχθηκε στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C-150/94, EU:C:1998:547), δεδομένου ότι οι εταιρίες Telefónica δεν είχαν παραπέμψει στην απόφαση αυτή.

106    Εξάλλου, στη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε, κατ’ αυτές, με ποιον τρόπο η απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-334/08, EU:C:2010:414), δικαιολογεί να έχει ο παρεμβαίνων στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως, οσάκις προτίθεται να επικαλεστεί λόγους που δεν προβλήθηκαν από τον κύριο διάδικο, μεγαλύτερη ελευθερία από ό,τι ο παρεμβαίνων στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Εάν ο παρεμβαίνων υποχρεούτο να περιοριστεί στους λόγους που προβάλλονται από τον κύριο διάδικο, το άρθρο 132, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο του επιβάλλει να εκθέτει τους ισχυρισμούς του, θα καθίστατο κενό περιεχομένου.

107    Η RTVE υποστηρίζει ότι η ανταναίρεση είναι απαράδεκτη. Αφενός, με την ανταναίρεση αυτή προβάλλεται, κατά παράβαση του άρθρου 178, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, ένας μοναδικός λόγος πανομοιότυπος προς έναν εκ των λόγων που προέβαλαν οι εταιρίες Telefónica με το υπόμνημά τους επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Αφετέρου, αυτή η ανταναίρεση δεν προσδιορίζει με ακρίβεια, κατά παράβαση της πρώτης περιόδου της ιδίας διατάξεως, τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία αμφισβητεί. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω ανταναίρεση είναι αβάσιμη. Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή φρονούν επίσης ότι τα επιχειρήματα των εταιριών Telefónica πρέπει να απορριφθούν.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί του παραδεκτού της ανταναιρέσεως

108    Ως προς το παραδεκτό της ανταναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, συμφώνως προς το άρθρο 178, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι λόγοι και τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της ανταναιρέσεως πρέπει, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 100 της παρούσας αποφάσεως, να διαφέρουν από αυτούς που προβλήθηκαν με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

109    Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, βεβαίως, ο μοναδικός λόγος που προβάλλουν οι εταιρίες Telefónica προς στήριξη της ανταναιρέσεώς τους, ήτοι ο λόγος περί παραβάσεως του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιστοιχεί καθ’ όλα τα σημεία προς έναν εκ των λόγων που προέβαλαν με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως της DTS.

110    Εντούτοις, η απαίτηση του άρθρου 178, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να εννοηθεί παρά μόνον ως ερειδόμενη επί της παραδοχής ότι οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που περιλαμβάνει το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως είναι, αυτοί καθαυτούς, ανάλογοι προς τους προβληθέντες με την αίτηση αναιρέσεως, διότι ειδάλλως θα ετίθετο εν αμφιβόλω η διάκριση, στην οποία προβαίνει ο Κανονισμός Διαδικασίας, μεταξύ της αιτήσεως αναιρέσεως και της ανταναιρέσεως.

111    Πάντως, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 95 έως 102 της παρούσας αποφάσεως, ο λόγος περί παραβάσεως του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ανέπτυξαν οι εταιρίες Telefónica στο υπόμνημά τους επί της αιτήσεως αναιρέσεως της DTS, είναι απαράδεκτος, διότι διαφέρει από αυτούς της αιτήσεως αναιρέσεως.

112    Ως προς την τήρηση της απαιτήσεως του άρθρου 178, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, αρκεί η διαπίστωση ότι η ανταναίρεση βάλλει ρητώς κατά των σκέψεων 207 έως 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ότι, επομένως, προσδιορίζει με την απαιτούμενη ακρίβεια τα αμφισβητούμενα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανταναίρεση είναι παραδεκτή στον βαθμό που βάλλει κατά των σκέψεων 207 έως 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της ουσίας

114    Όσον αφορά το βάσιμο της ανταναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο παρεμβαίνων δυνάμει του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό έχει οριοθετηθεί από τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς ή λόγους που έχουν προβάλει οι κύριοι διάδικοι. Επομένως, παραδεκτά είναι μόνον τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο που έχει καθοριστεί με τα εν λόγω αιτήματα και ισχυρισμούς ή λόγους (απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου, C-399/12, EU:C:2014:2258, σκέψη 27).

115    Εν προκειμένω, με τον μοναδικό λόγο της ανταναιρέσεως, οι εταιρίες Telefónica προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε ως απαράδεκτους, στις σκέψεις 207 έως 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προβληθέντες με το υπόμνημα παρεμβάσεως λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προσήπταν στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

116    Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η DTS δεν είχε επικαλεστεί πρωτοδίκως την παράβαση της διατάξεως αυτής προς στήριξη της προσφυγής της, δεδομένου ότι οι προταθέντες από αυτήν τρεις λόγοι ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως αφορούσαν την παράβαση, αντιστοίχως, του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, των άρθρων 49 και 64 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

117    Επομένως, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι προταθέντες από τις εταιρίες Telefónica λόγοι στο πλαίσιο του υπομνήματος παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνδέονταν προς το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό είχε προσδιοριστεί από την DTS και άρα τροποποιούσαν το πλαίσιό της κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

118    Συναφώς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-334/08, EU:C:2010:414), στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν επί προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

119    Πράγματι, η διαδικασία λόγω παραβάσεως στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση της μη τηρήσεως εκ μέρους κράτους μέλους των υποχρεώσεων που του επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-562/07, EU:C:2009:614, σκέψη 18).

120    Εντεύθεν συνάγεται ότι, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής, το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες διαπιστώσεις προκειμένου να καταλήξει στην ύπαρξη παραβάσεως, οπότε αμυντικός ισχυρισμός, προβληθείς από παρεμβαίνοντα, που αφορά πραγματικό ή νομικό στοιχείο το οποίο η Επιτροπή πρέπει υποχρεωτικώς να εξετάσει στο πλαίσιο της αναλύσεώς της δεν είναι ικανός να τροποποιήσει το πλαίσιο της διαφοράς, έστω και εάν δεν προβλήθηκε από το οικείο κράτος μέλος. Αντιθέτως, η προσφυγή ακυρώσεως οριοθετείται, ιδίως, από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων.

121    Εξάλλου, μολονότι, βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το υπόμνημα παρεμβάσεως πρέπει να περιέχει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι αυτός είναι ελεύθερος να επικαλεστεί νέους λόγους, διαφορετικούς από αυτούς που προέβαλε ο προσφεύγων. Πράγματι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 219 των προτάσεών του, η διάταξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των ορίων που χαράσσει η διαδικασία παρεμβάσεως και πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο αποκλειστικώς την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων του ενός των διαδίκων και είναι παρεπόμενη της κύριας διαφοράς, ο δε παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

122    Ως προς την αιτίαση την οποία οι εταιρίες Telefónica προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, ήτοι ότι αυτό παρέπεμψε, με τη σκέψη 216 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C-150/94, EU:C:1998:547), αρκεί η διαπίστωση ότι είναι απολύτως αλυσιτελής, δεδομένου ότι δεν δύναται να πλήξει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως πάσχουσα πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον μάλιστα οι εν λόγω εταιρίες ουδόλως ισχυρίζονται ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στην εν λόγω σκέψη είναι νομικώς εσφαλμένη.

123    Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

124    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

125    Δεδομένου ότι η DTS ηττήθηκε ως προς τους λόγους της αναιρέσεως και η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, πρέπει η DTS να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

126    Όσον αφορά την ανταναίρεση, δεδομένου ότι οι εταιρίες Telefónica ηττήθηκαν και ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, πρέπει επίσης να υποχρεωθούν να φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υπεβλήθη η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανταναιρέσεως.

127    Συμφώνως προς το άρθρο 184, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, οι εταιρίες Telefónica φέρουν τα έξοδά τους σε σχέση με την κύρια αίτηση αναιρέσεως, ενώ η RTVE φέρει τα έξοδά της σε σχέση με την αίτηση αναιρέσεως και την ανταναίρεση.

128    Δυνάμει του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του εν λόγω άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συμφώνως προς τις διατάξεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η DTS Distribuidora de Televisión Digital SA φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συνδέονται με την αίτηση αναιρέσεως.

3)      Η Telefónica de España SA και η Telefónica Móviles España SA φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συνδέονται με την ανταναίρεση.

4)      Η Corporación de Radio y Televisión Española SA (RTVE) και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.