Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Ιουλίου 2016 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-164/15 P και C-165/15 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Aer Lingus και Ryanair

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ιρλανδικός φόρος στους επιβάτες αεροπορικών πτήσεων – Εφαρμογή διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών – Μειωμένος φορολογικός συντελεστής για τους προορισμούς που βρίσκονται κατ’ ανώτατο όριο 300 χιλιόμετρα από τον αερολιμένα του Δουβλίνου – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Εκτίμηση στην περίπτωση που το φορολογικό μέτρο ενδέχεται να συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ανάκτηση – Ειδικοί φόροι καταναλώσεως – Μετακύλιση του πλεονεκτήματος στους πελάτες της ωφελούμενης επιχειρήσεως»





1.        Στις παρούσες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, η Επιτροπή ζητεί τη μερική αναίρεση των αποφάσεων που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2015 στις υποθέσεις T-473/12, Aer Lingus κατά Επιτροπής (EU:T:2015:78) και T-500/12, Ryanair κατά Επιτροπής (EU:T:2015:73) (καλούμενες στο εξής είτε μεμονωμένα, απόφαση Aer Lingus και απόφαση Ryanair αντίστοιχα, είτε από κοινού, αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις). Με τις εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως τίθεται το ζήτημα αν και σε ποιον βαθμό η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους της ενισχύσεως που πρόκειται να ανακτηθεί, το γεγονός ότι οι λήπτες της ενισχύσεως μετακύλησαν στους πελάτες τους το οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο αποκόμισαν.

2.        Κατά των ως άνω αποφάσεων, η Aer Lingus και η Ryanair (στο εξής: πρωτοδίκως προσφεύγουσες) άσκησαν, η καθεμία χωριστά, ανταναίρεση, εγείροντας διάφορα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τον χαρακτηρισμό κρατικού μέτρου ως ενισχύσεως, ιδίως όταν το εν οικείο μέτρο ενδέχεται να συνιστά ταυτόχρονα περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας.

I –    Ιστορικό των διαφορών

3.        Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, συνοψίζεται ως ακολούθως.

4.        Από τις 30 Μαρτίου 2009, η Ιρλανδία θέσπισε ειδικό φόρο καταναλώσεως, με την ονομασία «Air Travel Tax» (φόρος επί των αεροπορικών μεταφορών, στο εξής: ΦΑΜ), ο οποίος εισπράττεται απευθείας από τους αερομεταφορείς, για κάθε επιβάτη σε πτήση που αναχωρεί από αερολιμένα ευρισκόμενο στην Ιρλανδία (2). Κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του, ο ΦΑΜ υπολογιζόταν βάσει της αποστάσεως μεταξύ του αερολιμένα αναχωρήσεως και του αερολιμένα αφίξεως, με συντελεστή δύο ευρώ στην περίπτωση πτήσεως με προορισμό ευρισκόμενο κατ’ ανώτατο όριο 300 χιλιόμετρα από τον αερολιμένα του Δουβλίνου, και δέκα ευρώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

5.        Η Ryanair υπέβαλε στην Επιτροπή δύο χωριστές καταγγελίες κατά του ΦΑΜ, η μία για παράβαση των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων και η άλλη βασισμένη στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και στον κανονισμό (EK) 1008/2008 (3). Κατόπιν της δεύτερης καταγγελίας, η Επιτροπή κίνησε έρευνα σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, στις 18 Μαρτίου 2010, απέστειλε στις ιρλανδικές αρχές προειδοποιητική επιστολή (στο εξής: προειδοποιητική επιστολή στις ιρλανδικές αρχές). Ακολούθως, η Ιρλανδία τροποποίησε, από την 1η Μαρτίου 2011, τους κανόνες υπολογισμού του ΦΑΜ θεσπίζοντας ενιαίο συντελεστή τριών ευρώ ανεξαρτήτως της διανυόμενης αποστάσεως (4). Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή περάτωσε την έρευνά της.

6.        Στις 13 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, με αντικείμενο τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή που εφαρμόσθηκε στο πλαίσιο του ΦΑΜ κατά το διάστημα από τις 30 Μαρτίου 2009 έως την 1η Μαρτίου 2011. Στις 25 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2013/199/ΕΕ, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.29064 (11/C, πρώην 11/NN) – Εφαρμογή από την Ιρλανδία διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών στους αεροπορικούς ναύλους (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (5). Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά η ενίσχυση την οποία η Ιρλανδία χορήγησε, παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, στο διάστημα από τις 30 Μαρτίου 2009 έως την 1η Μαρτίου 2011, υπό τη μορφή χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή στους αεροπορικούς ναύλους για όλες τις πτήσεις με αεροσκάφη μεταφορικής ικανότητας άνω των 20 επιβατών, που δεν χρησιμοποιούνταν για κρατικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς και αναχωρούσαν από αερολιμένα με ετήσια επιβατική κίνηση άνω των 10 000 επιβατών για προορισμό σε μέγιστη απόσταση 300 χιλιομέτρων από τον αερολιμένα του Δουβλίνου. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, επιβλήθηκε στην Ιρλανδία υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως. Κατά την αιτιολογική σκέψη 70 της αποφάσεως, το ύψος της ενισχύσεως αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ και του κανονικού συντελεστή των 10 ευρώ (ήτοι 8 ευρώ ανά επιβάτη), στους δε λήπτες της ενισχύσεως περιλαμβάνονταν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες.

II – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

7.        Η Aer Lingus και η Ryanair άσκησαν, την 1η Νοεμβρίου 2012 και στις 15 Νοεμβρίου 2012 αντίστοιχα, προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Καθεμία από τις προσφεύγουσες προέβαλε πέντε λόγους προς στήριξη της προσφυγής της.

8.        Στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον πέμπτο λόγο αμφότερων των προσφυγών, περί αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (6), και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής της Ryanair, περί μη κοινοποιήσεως της αποφάσεως ανακτήσεως από την Επιτροπή (7). Οι ανταναιρέσεις δεν αφορούν τα συγκεκριμένα σημεία του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον πρώτο λόγο αμφότερων των προσφυγών, με τον οποίο αμφισβητούνταν κατ’ ουσίαν ο χαρακτηρισμός του μειωμένου συντελεστή του ΦΑΜ ως ενισχύσεως. Οι ανταναιρέσεις στρέφονται κατά αυτών ακριβώς των σημείων του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και έκανε εν μέρει δεκτό τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής της Aer Lingus και τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο της προσφυγής της Ryanair, οι οποίοι αφορούσαν τον τρόπο υπολογισμού του ύψους της ενισχύσεως. Οι αιτήσεις αναιρέσεως τις οποίες άσκησε η Επιτροπή αφορούν τα αντίστοιχα σημεία του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων.

9.        Στο πρώτο σημείο του διατακτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως «καθόσον με αυτό διατάσσεται η ανάκτηση της ενισχύσεως από τους δικαιούχους, για ποσό καθοριζόμενο με την αιτιολογική σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως στα οκτώ ευρώ ανά επιβάτη». Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις οι προσφυγές απορρίπτονται κατά τα λοιπά (σημείο 2 των αντίστοιχων διατακτικών) και η Επιτροπή καταδικάζεται, πέραν των δικαστικών της εξόδων, στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Aer Lingus και της Ryanair (σημείο 3 των αντίστοιχων διατακτικών).

III – Ανάλυση

10.      Η Επιτροπή βάλλει, με τις αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του πρώτου σημείου του διατακτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων. Υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει το συγκεκριμένο σημείο του διατακτικού, να απορρίψει στο σύνολό τους τις προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή, επικουρικώς, να αναπέμψει τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο και να καταδικάσει την Aer Lingus και τη Ryanair στα δικαστικά έξοδα (ή να επιφυλαχθεί ως προς αυτά, σε περίπτωση αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο). Προς στήριξη αμφότερων των αιτήσεων αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 (8).

11.      Από την άλλη πλευρά, οι ανταναιρέσεις στρέφονται κατά του σημείου 2 του διατακτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε «κατά τα λοιπά» τις προσφυγές της Aer Lingus και της Ryanair. Οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει το σημείο αυτό του διατακτικού, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Με αμφότερες τις ανταναιρέσεις προβάλλεται ένας και μόνο λόγος, ο οποίος υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη και στρέφεται κατά της απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο των λόγων προσφυγής που προέβαλαν η Aer Lingus και η Ryanair σχετικά με τον χαρακτηρισμό του μειωμένου συντελεστή στο πλαίσιο του ΦΑΜ ως κρατικής ενισχύσεως.

12.      Θα ξεκινήσω με την ανάλυση των ανταναιρέσεων, καθόσον αφορούν πτυχή των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων (χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως) η οποία προηγείται λογικά του αντικειμένου των κύριων αιτήσεων αναιρέσεως (νομιμότητα της επιβολής υποχρεώσεως ανακτήσεως).

 Α – Επί των ανταναιρέσεων

13.      Οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλουν η Aer Lingus και η Ryanair με τις αντίστοιχες ανταναιρέσεις τους συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό. Χάριν ευκολίας, όπου είναι εφικτό, θα αναφέρομαι σε αυτά από κοινού και θα τα εξετάζω μαζί.

1.      Επί της αιτιάσεως σχετικά με νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι ο παράνομος χαρακτήρας του μέτρου είναι άνευ σημασίας για το χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως (πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Aer Lingus)

 α)      Aπόφαση Aer Lingus

14.      Η πρώτη αιτίαση της Aer Lingus στο πλαίσιο του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως στρέφεται κατά της σκέψεως 43 της αποφάσεως Aer Lingus, όπου το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και ότι το ζήτημα της υπάρξεως πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ «πρέπει να εξετάζεται βάσει των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, και όχι βάσει άλλων στοιχείων, όπως η νομιμότητα του μέτρου με το οποίο χορηγήθηκε η ενίσχυση».

 β)      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

15.      Η Aer Lingus διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με τη σκέψη 43 της αποφάσεως Aer Lingus, αν αυτή έχει την έννοια ότι, κατά την εξέταση της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι εν μέρει παράνομο, ή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός παράνομου μέτρου. Κατά την Aer Lingus, αν δεν λαμβανόταν υπόψη ο παράνομος χαρακτήρας του εθνικού μέτρου από το οποίο απορρέει το ως άνω πλεονέκτημα, τούτο θα αντέβαινε στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου βάσει της οποίας η ύπαρξη ενισχύσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του μέτρου στο σύνολό του, καθώς και του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται. Η Aer Lingus υπενθυμίζει ότι είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, ότι ο υψηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ ήταν παράνομος ως αντίθετος προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και προς τον κανονισμό 1008/2008 και, αφετέρου, ότι ο καταβληθείς με τον συγκεκριμένο συντελεστή ΦΑΜ έπρεπε να επιστραφεί. Εφόσον διαπιστωνόταν, ο παράνομος αυτός χαρακτήρας θα είχε σημασία για την εκτίμηση τόσο της υπάρξεως όσο και του ύψους του οικονομικού πλεονεκτήματος που φέρεται να παρασχέθηκε στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέβαλλαν τον ΦΑΜ με τον χαμηλότερο συντελεστή. Συγκεκριμένα, δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως τέτοιο πλεονέκτημα η παράλειψη της Ιρλανδίας να εισπράξει από τις εν λόγω επιχειρήσεις έναν παράνομο φόρο και, εν πάση περιπτώσει, το πλεονέκτημα αυτό συνίστατο μόνο στο όφελος από την άμεση εφαρμογή του χαμηλότερου συντελεστή, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η άσκηση αγωγής με αίτημα την επιστροφή των σχετικών ποσών.

16.      Η Επιτροπή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση διαφωνούν με την αιτίαση αυτή, τα δε επιχειρήματά τους ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό.

 γ)      Εκτίμηση

17.      Φρονώ ότι η υπό εξέταση αιτίαση βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 43 της αποφάσεως Aer Lingus. Στο πρώτο μέρος της προαναφερθείσας σκέψεως, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει (παραφράζοντάς την) στην πάγια νομολογία, την οποία άλλωστε επικαλείται και η ίδια η Aer Lingus στην ανταναίρεση, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (9). Βάσει της σχετικής νομολογίας, ούτε το νομικό καθεστώς των οργανισμών, δημόσιων ή ιδιωτικών, που χορήγησαν την ενίσχυση (10), ούτε οι ενέργειες ή οι δηλώσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (11), ούτε η μορφή, η αιτία ή ο σκοπός (12) των κρατικών παρεμβάσεων αρκούν για να αποκλεισθεί εκ προοιμίου ο χαρακτηρισμός τους ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πλην όμως μπορούν, ενδεχομένως, να έχουν σημασία για την εκτίμηση είτε της συμβατότητας των παρεμβάσεων αυτών με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (13) είτε της υποχρεώσεως επιστροφής της ενισχύσεως (14).

18.      Παραπέμποντας στην προεκτεθείσα νομολογία, στο δεύτερο μέρος της σκέψεως 43 της αποφάσεως Aer Lingus, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η νομιμότητα του κρατικού μέτρου είναι άνευ σημασίας για την εξέταση της υπάρξεως πλεονεκτήματος κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η κρίση αυτή –δηλαδή ότι, άπαξ διαπιστωθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα, το γεγονός και μόνον ότι το μέτρο ενδέχεται να αποδειχθεί παράνομο βάσει είτε του εθνικού δικαίου είτε του δικαίου της Ένωσης, είτε και αμφότερων, δεν αρκεί αυτό καθαυτό για να αποκλεισθεί ο χαρακτηρισμός του ως ενισχύσεως–συνάγεται, εμμέσως πλην σαφώς, από την ανάγνωση της σκέψεως 43 στο σύνολό της και επιβεβαιώνεται από την παραπομπή στην απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2010, DHL Aviation και DHL Hub Leipzig κατά Επιτροπής (T-452/08, EU:T:2010:427). Με την απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες εταιρίες, ότι το γεγονός ότι τα επίδικα μέτρα ενισχύσεως περιέχονταν σε συμφωνία η οποία έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη βάσει του γερμανικού δικαίου –καθόσον συνήφθη κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ−, και επομένως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, είχε ως αποτέλεσμα αυτές να μην έχουν αποκομίσει πραγματικά οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα δυνάμενο να επιστραφεί (15). Με τη σκέψη 40 της αποφάσεως, στην οποία παραπέμπει η σκέψη 43 της αποφάσεως Aer Lingus, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ενδεχόμενη ακυρότητα ab initio των συμβατικών ρητρών βάσει του γερμανικού δικαίου δεν έθετε εν αμφιβόλω το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες εταιρίες επωφελήθηκαν πραγματικά των εν λόγω ρητρών, οι οποίες τους παρείχαν πλεονέκτημα στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, ούτε ασκούσε επιρροή, στην περίπτωση εκείνη, ως προς την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως από την οποία είχαν επωφεληθεί στην πράξη (16). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο άφησε μεν ανοικτό το ενδεχόμενο να μπορεί ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας του κρατικού μέτρου να ασκήσει κάποια επιρροή ως προς την επιβολή υποχρεώσεως ανακτήσεως, πλην όμως απέκλεισε ρητώς κάθε ενδεχόμενο να αποκλείει ο παράνομος αυτός χαρακτήρας τον χαρακτηρισμό ως «πλεονεκτήματος», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του οικονομικού όφελους το οποίο αποκομίσθηκε στην πράξη από την οικεία επιχείρηση ή τις οικείες επιχειρήσεις.

19.      Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Aer Lingus, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας του κρατικού μέτρου (ή μέτρου που συνδέεται με αυτό) στερείται σημασίας αν, από την ανάλυση των αποτελεσμάτων του, προκύπτει ότι αυτό παρέχει στην πράξη επιλεκτικό και αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πλεονέκτημα σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχει ο παράνομος χαρακτήρας συνέπειες ως προς τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων του μέτρου. Ως εκ τούτου, η ως άνω κρίση δεν αντιβαίνει προς τη νομολογία την οποία επικαλείται η Aer Lingus, σχετικά με την επιστροφή φόρων εισπραχθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ή με την καταβολή ποσών εν είδει αποζημιώσεως για ζημίες που προκάλεσαν δημόσιες αρχές (17). Συγκεκριμένα, σε αμφότερες αυτές τις περιπτώσεις νομολογιακών προηγουμένων, το Δικαστήριο απέκλεισε πράγματι τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως όχι, όμως, λόγω του παράνομου ή αθέμιτου χαρακτήρα της αντίστοιχης κρατικής παρεμβάσεως (18), αλλά επειδή δεν διαπιστώθηκε να παρέχουν οποιοδήποτε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πλεονέκτημα τα μέτρα που προορίζονταν να εξαλείψουν τις συνέπειες τις οποίες η παρέμβαση αυτή για τον αποδέκτη. Έτσι, η επιστροφή φόρου εισπραχθέντος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την προηγούμενη καταβολή του οικείου φόρου από τις υπόχρεες επιχειρήσεις –η οποία εντούτοις ήταν αχρεώστητη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της πράξεως επιβολής του−, συνιστούσε πράξη οικονομικά ουδέτερη για τις επιχειρήσεις αυτές (19). Το ίδιο ισχύει για την αποκατάσταση από το κράτος των ζημιών που προκάλεσε προηγουμένως η συμπεριφορά δημόσιων αρχών (20). Αντιθέτως, η προκειμένη περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική. Το πλεονέκτημα το οποίο, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, αποκόμισε η Aer Lingus ως προς τις εσωτερικές πτήσεις (δηλαδή η εφαρμογή φορολογικού συντελεστή χαμηλότερου από εκείνον που η Επιτροπή θεωρεί κανονικό) δεν αποσκοπούσε στην αντιστάθμιση κάποιας επιβαρύνσεως την οποία υπέστη λόγω προηγούμενης παράνομης παρεμβάσεως του κράτους και είχε, επομένως, ως αποτέλεσμα για αυτήν καθαρό όφελος (ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό και την ποσοτικοποίηση του οφέλους). Όσον αφορά την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni κατά Επιτροπής (T-62/08, EU:T:2010:268), την οποία επικαλέσθηκε επίσης η Aer Lingus προς στήριξη των επιχειρημάτων της, αυτή δεν αφορούσε, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, την ανόρθωση από το κράτος ζημιών που προκλήθηκαν από προηγούμενο παράνομο μέτρο, αλλά αποζημίωση καταβληθείσα λόγω απαλλοτριώσεως περιουσιακών στοιχείων (21).

20.      Επομένως, ερμηνευόμενη βάσει των προεκτεθέντων, η σκέψη 43 της αποφάσεως Aer Lingus, αφενός, συνάδει με την προαναφερθείσα στο σημείο 17 νομολογία τόσο του Γενικού Δικαστηρίου όσο και του Δικαστηρίου και, αφετέρου, δεν αντιβαίνει στα νομολογιακά προηγούμενα για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 19. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με τη σκέψη 43, όπως διατείνεται η Aer Lingus στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως.

2.      Επί των αιτιάσεων σχετικά με νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι ο παράνομος χαρακτήρας του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή του ΦΑΜ δεν εμπόδιζε τον χαρακτηρισμό του ως κανονικού συντελεστή για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Aer Lingus· δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair)

 α)      Αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

21.      Στις αντίστοιχες προσφυγές τους, η Aer Lingus και η Ryanair είχαν υποστηρίξει, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να θεωρήσει τον υψηλότερο συντελεστή του ΦΑΜ ως συντελεστή αναφοράς για την εκτίμηση της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος, καθόσον ο συντελεστής αυτός αντέβαινε στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και ήταν, ως εκ τούτου, παράνομος. Στη σκέψη 58 της αποφάσεως Aer Lingus και στη σκέψη 83 της αποφάσεως Ryanair, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εν λόγω αιτιάσεις βασίζονταν στην εσφαλμένη παραδοχή ότι, στην προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο αυτός ακριβώς ο συντελεστής, και όχι η εφαρμογή διαφοροποιημένων συντελεστών για εσωτερικές και ενδοενωσιακές πτήσεις, συνιστούσε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

 β)      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

22.      Αμφότερες οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες διατείνονται ότι, αν η εφαρμογή στις ενδοενωσιακές πτήσεις υψηλότερου συντελεστή από τον ισχύοντα για τις εσωτερικές πτήσεις συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο συγκεκριμένος συντελεστής πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί παράνομος. Αυτό συνάγεται σαφώς, κατά την άποψή τους, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (22) και, ιδίως, από την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, Στυλιανάκης (C-92/01, EU:C:2003:72) (23). Η Ryanair προσθέτει ότι η αναγωγή του υψηλότερου συντελεστή, τον οποίο θεωρεί παράνομο, σε συντελεστή αναφοράς για την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων όχι μόνον δεν είναι εύλογη, αλλά αντιβαίνει και στις αρχές της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του ελέγχου των ενισχύσεων, αποθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις να καταγγέλλουν παρόμοιους φορολογικούς μηχανισμούς αν έχουν επωφεληθεί, έστω ελάχιστα, από τον χαμηλότερο συντελεστή.

23.      Με επιχειρήματα σε μεγάλο βαθμό παρόμοια, η Επιτροπή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση αντιτείνουν ότι οι ως άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα της Ryanair είναι επίσης αλυσιτελή.

 γ)      Εκτίμηση

24.      Φρονώ ότι τα επιχειρήματα της Aer Lingus και της Ryanair δεν μπορούν να θέσουν σοβαρά υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η συλλογιστική των δύο εταιριών εκκινεί από εσφαλμένη παραδοχή. Ανεξάρτητα από τον οριστικό ή μη χαρακτήρα και από το περιεχόμενο της διαπιστώσεως που περιέχεται στην προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές (24), θεωρώ προφανές ότι δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν η εφαρμογή συντελεστή δέκα ευρώ στις πτήσεις με προορισμούς ευρισκόμενους σε απόσταση άνω των 300 χιλιομέτρων από τον αερολιμένα του Δουβλίνου (στην πράξη το σύνολο σχεδόν των ενδοενωσιακών πτήσεων) η οποία δημιουργεί αμφιβολίες για τη συμβατότητα με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, αλλά η διάρθρωση του φόρου στο σύνολό του. Ειδικότερα, εκτιμώ ότι δεν είναι καν ακριβές να υποστηριχθεί ότι οι αμφιβολίες γεννώνται από την κατ’ αρχήν διαφοροποίηση των συντελεστών, αφού το πρόβλημα έγκειται μάλλον στο ότι η διαφοροποίηση συνίσταται στην εφαρμογή, χωρίς να υφίσταται κατά τα φαινόμενα θεμιτή δικαιολογητική βάση (25), επαχθέστερων όρων στις ενδοενωσιακές απ’ ό,τι στις εσωτερικές πτήσεις ή –αντίστροφα– στην εφαρμογή λιγότερο επαχθών όρων στις δεύτερες από ό,τι στις πρώτες, όπερ καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα. Αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται και δεν αναιρείται από την απόφαση Στυλιανάκης (C-92/01, EU:C:2003:72), η οποία αφορούσε τέλος με διάρθρωση παρόμοια με αυτήν του επίμαχου εν προκειμένω φόρου (26). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εφόσον το ποσό των αερολιμενικών τελών επηρεάζει ευθέως και αυτομάτως την τιμή του δρομολογίου, η διαφοροποίηση του ύψους των τελών που βαρύνουν τους επιβάτες έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος της μεταφοράς (27). Αφού διαπίστωσε ότι, παρά τον φαινομενικά ουδέτερο χαρακτήρα του κριτηρίου της διαφοροποιήσεως του ύψους του τέλους, το υψηλότερο τέλος αφορούσε ειδικά τις υπόλοιπες πτήσεις πλην των εσωτερικών (28), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αντιβαίνει στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών «μέτρο θεσπιζόμενο από κράτος μέλος, […] με το οποίο επιβάλλεται ουσιαστικά στις πτήσεις προς τα άλλα κράτη μέλη τέλος αερολιμένα υψηλότερο από το εφαρμοζόμενο στις πτήσεις εντός αυτού του κράτους μέλους». Το Δικαστήριο διευκρίνισε ρητώς, πάντως, ότι το ως άνω συμπέρασμα ισχύει εφόσον δεν αποδεικνύεται «ότι τα τέλη αυτά συνιστούν αμοιβή για τις αερολιμενικές υπηρεσίες που είναι αναγκαίες προς εξυπηρέτηση των επιβατών και ότι το κόστος των εν λόγω υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται στους επιβάτες με προορισμό τα άλλα κράτη μέλη είναι υψηλότερο κατά την ίδια αναλογία του κόστους εκείνων οι οποίες είναι αναγκαίες προς εξυπηρέτηση των επιβατών των εσωτερικών πτήσεων». Είναι σαφές ότι, κατά το Δικαστήριο, το φορολογικό σύστημα εξεταζόμενο στο σύνολό του, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων και των σκοπών του, και όχι κάποιο μεμονωμένο στοιχείο του, είναι εκείνο που δημιουργεί, ενδεχομένως, ασύμβατα προς το δίκαιο της Ένωσης εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

25.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε στα νομικά σφάλματα που του καταλογίζουν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ούτε σε οποιαδήποτε αντίφαση, όταν έκρινε, με τη σκέψη 58 της αποφάσεως Aer Lingus και με τη σκέψη 83 της αποφάσεως Ryanair, ότι η επιχειρηματολογία τους βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο υψηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ είναι εγγενώς παράνομος.

26.      Επιπλέον, ακόμη και αν ο ΦΑΜ δεν εξετασθεί στο σύνολό του, αλλά εστιάζοντας στο κάθε επιμέρους στοιχείο του όπως κάνουν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, φρονώ ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση αναπόδραστο το συμπέρασμα ότι η ασυμβατότητα του φόρου προς τους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο υψηλότερος συντελεστής είναι παράνομος (κατά το μέτρο της αποκλίσεώς του από τον χαμηλότερο συντελεστή). Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση –από όπου προκύπτει ότι μόνον το 10-15 % του συνόλου των πτήσεων στις οποίες εφαρμόζεται ο φόρος πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του συντελεστή των δύο ευρώ– θα ήταν ορθότερο να υποστηριχθεί ότι το «παράνομο στοιχείο» του φόρου είναι μάλλον ο χαμηλότερος συντελεστής, καθόσον παρεκκλίνει από τον γενικώς ισχύοντα συντελεστή, παρέχοντας, στην πράξη, φορολογική έκπτωση στις εταιρίες που εκτελούν εσωτερικές πτήσεις (κατά το μέτρο της διαφοράς μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή) (29). Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται η Aer Lingus, το διαπιστωθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση πλεονέκτημα υπέρ των επιχειρήσεων οι οποίες κατά την επίμαχη περίοδο εκτελούσαν εσωτερικές πτήσεις, δεν συνίσταται στο ότι οι εταιρίες αυτές εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής του παράνομου κατά το υπερβάλλον συντελεστή, αλλά στο ότι έτυχαν, για τις οικείες πτήσεις, φορολογικής απαλλαγής, που συνιστά ταυτόχρονα κρατική ενίσχυση και περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ένα πλαίσιο το οποίο είχε ήδη εξετασθεί από το Δικαστήριο (30).

27.      Τέλος, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, σύμφωνα με την ερμηνεία που προτείνουν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, ότι, βάσει της σχετικής διαπιστώσεως στην προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές, ο συντελεστής των δέκα ευρώ ο οποίος εφαρμόσθηκε στις ενδοενωσιακές πτήσεις είναι παράνομος, καθόσον συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εκτιμώ ότι αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο συντελεστή ως συντελεστή αναφοράς για την ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν οι αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο χαμηλότερος συντελεστής. Πράγματι, δεν θεωρώ ότι ένας τέτοιος νομικός χαρακτηρισμός μπορεί αυτός καθ’ εαυτόν να επηρεάσει την καταλληλότητα του συντελεστή να καταδείξει την ύπαρξη και τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που απέκτησαν οι οικείες εταιρίες. Ειδικότερα, σε εκείνη τη φάση της έρευνας του κρατικού μέτρου, η ανάλυση της Επιτροπής επικεντρώνεται στα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων κατά την περίοδο αναφοράς. Ως εκ τούτου, παράγοντες οι οποίοι δεν είχαν πραγματικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα αυτά είναι, κατ’ αρχήν, άνευ σημασίας. Ορισμένες ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση συνάγονται από την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, Heiser (C-172/03, EU:C:2005:130), την οποία μνημονεύει η Επιτροπή, καίτοι οι περιστάσεις στις υπό κρίση υποθέσεις διαφέρουν αντικειμενικά από τις αντίστοιχες σε εκείνη την υπόθεση. Στην περίπτωση εκείνη, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι, αν ήταν ασύμβατο προς το δίκαιο της Ένωσης το μέτρο περί επιβολής του φόρου από τον οποίο απαλλασσόταν ο προσφεύγων, τότε η απαλλαγή δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί πλεονέκτημα κατά τις διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, η σχετική ρύθμιση «είναι δυνατόν να παράγει τα αποτελέσματά της ενόσω δεν καταργείται ή, τουλάχιστον, ενόσω δεν διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητάς της». Επομένως, εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως παρατηρεί η Aer Lingus, ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ίσχυε στην υπόθεση Heiser, ο παράνομος χαρακτήρας του ΦΑΜ με διαφοροποιημένους συντελεστές είχε ήδη διαπιστωθεί οριστικά με την προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση αυτή επ’ ουδενί εμπόδισε την είσπραξη του φόρου κατά την περίοδο αναφοράς –περίπου το ήμισυ εισπράχθηκε, εξάλλου, πριν από την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής (31) –ούτε την επέλευση των συνεπειών της εφαρμογής των διαφοροποιημένων συντελεστών.

28.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι είναι επίσης αβάσιμο το επιχείρημα της Ryanair ότι, χρησιμοποιώντας ως συντελεστή αναφοράς τον συντελεστή των δέκα ευρώ, τον οποίο η Ryanair θεωρεί παράνομο, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης. Όπως θα εξηγηθεί με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω, τίθεται εν προκειμένω αναμφίβολα το λεπτό ζήτημα του συντονισμού μεταξύ δύο ομάδων κανόνων της Συνθήκης, ήτοι, αφενός, των σχετικών με τις θεμελιώδεις ελευθερίες και, αφετέρου, των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις, πλην όμως υπό μια διαφορετική πτυχή από εκείνη την οποία επιχειρεί να αναδείξει Ryanair στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτιάσεως.

29.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι η αιτίαση την οποία προέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, περί της σημασίας του φερόμενου ως παράνομου χαρακτήρα του υψηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ, είναι αβάσιμη και, κατ’ επέκταση, απορριπτέα.

3.      Επί της αιτιάσεως σχετικά με νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι ήταν άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο χαμηλότερος και ο υψηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ θεσπίσθηκαν με την ίδια ρύθμιση (τέταρτο σκέλος του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair)

 α)      Η απόφαση Ryanair

30.      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Ryanair επέκρινε και από άλλη άποψη την επιλογή της Επιτροπής να θεωρήσει «κανονικό» τον υψηλότερο συντελεστή των δέκα ευρώ. Κατά τη Ryanair, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει συνήθως με τις κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα, δεν επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για ένα προϋφιστάμενο γενικό φορολογικό καθεστώς και για μέτρα τα οποία ελήφθησαν μεταγενέστερα με σκοπό την ευνοϊκή ή τη δυσμενή μεταχείριση συγκεκριμένης κατηγορίας φορολογουμένων. Επειδή ακριβώς η προκειμένη περίπτωση ήταν διαφορετική, δεν έπρεπε, κατά τη Ryanair, να γίνει δεκτό ότι ο χαμηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με τον υψηλότερο συντελεστή. Στη σκέψη 89 της αποφάσεως Ryanair το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα, υπενθυμίζοντας ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις με γνώμονα τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές και ότι, επομένως, ουδεμία σημασία είχε ότι οι δύο συντελεστές του ΦΑΜ θεσπίσθηκαν ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς τη διαπίστωσή της ότι ο συντελεστής των δύο ευρώ συνιστούσε παρέκκλιση από τον συντελεστή των δέκα ευρώ.

 β)      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

31.      Κατά τη Ryanair, η ταυτόχρονη θέσπιση του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ δεν είναι απλώς ζήτημα «τεχνικής», όπως υποστηρίζει το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, οι ιρλανδικές αρχές ουδέποτε θα θέσπιζαν τον υψηλότερο συντελεστή χωρίς να θεσπίσουν ταυτόχρονα τον χαμηλότερο συντελεστή, όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι αυτές αντικατέστησαν αργότερα τους δύο συντελεστές με έναν ενιαίο συντελεστή τριών ευρώ, αντί να καταργήσουν απλώς την «εξαίρεση» του συντελεστή των δύο ευρώ. Η Ryanair υποστηρίζει επιπλέον ότι η συχνότητα των φορολογητέων πράξεων είναι, το πολύ, ένα από τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθορισθεί ποιος είναι ο «κανονικός» φορολογικός συντελεστής, και όχι κατ’ ανάγκην το αποφασιστικό στοιχείο.

32.      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η αιτίαση είναι αβάσιμη, ενώ η Ιρλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει απαράδεκτη.

 γ)      Εκτίμηση

33.      Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη (32). Το γεγονός ότι –στο πλαίσιο συγκεκριμένου καθεστώτος– το μέτρο που παρέχει σε ορισμένες επιχειρήσεις όφελος υπό μορφή απαλλαγής, ολικής ή μερικής, από φορολογική υποχρέωση η οποία τις βαρύνει κανονικά, θεσπίζεται ταυτόχρονα με το μέτρο που επιβάλλει την υποχρέωση αυτή είναι, κατ’ αρχήν, άνευ σημασίας για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα του εν λόγω οφέλους και δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να θεωρηθεί το πρώτο μέτρο εξαίρεση από το δεύτερο. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην αμφισβητούμενη σκέψη της αποφάσεως Ryanair, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει, στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 89), ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των αποτελεσμάτων τους και επομένως ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων τεχνικών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε, με τη συγκεκριμένη απόφαση, ότι δεν είχε σημασία το γεγονός ότι το πλεονέκτημα για τις ωφελούμενες επιχειρήσεις δεν ήταν αποτέλεσμα της χορηγήσεως απαλλαγής, αλλά του τρόπου οριοθετήσεως του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του επίμαχου φορολογικού μέτρου (33). Στην απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C-106/09 P και C-107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 92), η οποία μνημονεύεται επίσης στο σημείο 89 της αποφάσεως Ryanair, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι θα αντέβαινε στη νομολογία που δίνει έμφαση στην ανάλυση των αποτελεσμάτων των ενισχύσεων να ερμηνεύεται το κριτήριο της επιλεκτικότητας υπό την έννοια ότι προϋποθέτει ότι, για να χαρακτηρισθεί επιλεκτικό, ένα φορολογικό σύστημα πρέπει να έχει σχεδιασθεί σύμφωνα με συγκεκριμένη νομοτεχνική προσέγγιση, όπερ θα σήμαινε ότι, εκ προοιμίου, ορισμένοι εθνικοί φορολογικοί κανόνες δεν θα ενέπιπταν στον έλεγχο περί κρατικών ενισχύσεων για τον λόγο και μόνον ότι έχουν σχεδιασθεί, από νομοτεχνικής απόψεως, διαφορετικά μολονότι παράγουν, κατά νόμον ή εν τοις πράγμασι, τα ίδια αποτελέσματα. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει χρειαστεί να προχωρήσει στις διευκρινίσεις αυτές σε περιπτώσεις πολύπλοκων φορολογικών συστημάτων που, αντί να θεσπίζουν για το σύνολο των επιχειρήσεων γενικούς κανόνες από τους οποίους να προβλέπουν παρεκκλίσεις υπέρ κάποιων επιχειρήσεων, καταλήγουν σε παρεμφερές αποτέλεσμα προσαρμόζοντας και συνδυάζοντας τους φορολογικούς κανόνες ούτως ώστε η εφαρμογή τους να οδηγεί σε διαφοροποιημένη φορολογική επιβάρυνση των διαφόρων επιχειρήσεων (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C-106/09 P και C-107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 93) ή οριοθετώντας το πεδίο εφαρμογής του φόρου κατά τρόπο ώστε να εξαιρούνται συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται, από πλευράς των σκοπών του επίμαχου συστήματος, σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 89). Στις παρούσες υποθέσεις, πρόκειται αντιθέτως για σχετικά απλό σύστημα, όπου υπόκεινται στον φόρο, καίτοι με διαφορετικούς συντελεστές, όλες οι επιχειρήσεις που ασκούν την οικονομική δραστηριότητα η οποία θεωρείται γενεσιουργός αιτία του φόρου.

34.      Επιπλέον, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως υποστηρίζει η Ryanair, ότι η συχνότητα των φορολογητέων πράξεων δεν αποτελεί από μόνη της αποφασιστικό στοιχείο για τον καθορισμό του κανονικού επιπέδου φορολογήσεως στο πλαίσιο συγκεκριμένου φορολογικού καθεστώτος, είναι δύσκολο, σε περίπτωση φόρου όπως ο ΦΑΜ, με δύο διαφορετικούς συντελεστές, όπου σε μικρό ποσοστό των πτήσεων που υπόκεινται στον φόρο (10 %-15 %, βάσει των στοιχείων τα οποία διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή από τις ιρλανδικές αρχές και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Ryanair) εφαρμόζεται ενιαίος χαμηλότερος συντελεστής, ενώ για τις υπόλοιπες πράξεις ισχύει ενιαίος υψηλότερος συντελεστής, να μην θεωρηθεί ότι ο πρώτος συντελεστής αποτελεί εξαίρεση από τον δεύτερο. Εκτιμώ ότι το μοναδικό επιχείρημα που προέβαλε η Ryanair για να αντικρούσει το συγκεκριμένο συμπέρασμα –δηλαδή ότι τα εν λόγω ποσοστά αντικατοπτρίζουν απλώς τη βούληση των ιρλανδικών αρχών να χορηγήσουν ενίσχυση στην εταιρία Aer Arann και να υποστηρίξουν τις εσωτερικές πτήσεις και τη δραστηριότητα των εθνικών αερολιμένων εις βάρος των εταιρειών που πραγματοποιούν διεθνείς πτήσεις, οι οποίες είναι περισσότερες και έχουν μεγαλύτερη οικονομική βαρύτητα– επιβεβαιώνει μάλλον παρά αναιρεί τη διαπίστωση ότι ο χαμηλότερος συντελεστής συνιστά εξαίρεση. Εξάλλου, με το επιχείρημα αυτό η Ryanair φαίνεται να υπονοεί ότι η παρέμβαση για τη στήριξη της Aer Arann δεν περιορίσθηκε σε φορολογική ελάφρυνση για τις εσωτερικές πτήσεις, αλλά είχε επίσης τη μορφή υπερβολικής και «αντικανονικής» φορολογήσεως των εταιρειών που πραγματοποιούν διεθνείς πτήσεις. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φορολόγηση στην οποία υπόκειται το σύνολο σχεδόν των διεθνών πτήσεων καθορίσθηκε σκόπιμα σε επίπεδο ασυνήθιστα υψηλό, με σκοπό να ευνοηθεί η Aer Arann, φρονώ ότι η μόνη προσέγγιση η οποία επιτρέπει να εκτιμηθεί πλήρως η εμβέλεια του εν λόγω πλεονεκτήματος είναι ακριβώς να ληφθεί το συγκεκριμένο επίπεδο φορολογήσεως ως σημείο αναφοράς για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων περί ενισχύσεων. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, ούτε άλλωστε η Ryanair υποστήριξε κάτι τέτοιο, ότι –ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η πρόθεση των ιρλανδικών αρχών ήταν να εισαγάγουν διακρίσεις εις βάρος των εταιρειών που πραγματοποιούν διεθνείς πτήσεις, ή σε κάθε περίπτωση να τις αποδυναμώσουν, με σκοπό να ευνοήσουν εταιρία ανταγωνιστική αυτών στα εσωτερικά δρομολόγια–, το όφελος το οποίο αποκόμισαν πραγματικά οι πρώτες στα ίδια δρομολόγια πρέπει να αξιολογηθεί διαφορετικά, ως απλό «παρεπόμενο αποτέλεσμα» της κρατικής παρεμβάσεως. Πράγματι, πέραν των προθέσεων του κράτους που χορήγησε την ενίσχυση, εκείνο το οποίο έχει σημασία σε θέματα ενισχύσεων, όπως έχω ήδη τονίσει, είναι τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου. Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι η Ryanair επωφελήθηκε του συντελεστή των δύο ευρώ σε βαθμό δυσανάλογα μικρότερο σε σχέση με άλλες αεροπορικές εταιρίες (34) στερείται σημασίας εφόσον προκύπτει ότι αυτή ωφελήθηκε πράγματι από το πλεονέκτημα (35).

35.      Τέλος, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είχαν ήδη την ευκαιρία να εξετάσουν φορολογικά συστήματα στα οποία η ρύθμιση που επιβάλλει τη φορολογική υποχρέωση και εκείνη που προβλέπει την απαλλαγή από αυτήν θεσπίζονται ταυτόχρονα. Εκτός των υποθέσεων που ανέφερε η Επιτροπή, παραπέμπω, ενδεικτικώς στις υποθέσεις στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2011, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (C-143/99, EU:C:2001:598) (36), και της 15ης Ιουνίου 2006, Air Liquide Industries Belgium (C-393/04 και C-41/05, EU:C:2006:403) (37).

36.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι η τέταρτη αιτίαση του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

4.      Επί της αιτιάσεως σχετικά με νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο εκτιμώντας ότι δεν ήταν κρίσιμος ο συντελεστής των τριών ευρώ που θεσπίσθηκε από τις ιρλανδικές αρχές τον Μάρτιο του 2011 (πρώτο σκέλος του μόνου λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair)

 α)      Η απόφαση Ryanair

37.      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ryanair είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένου υπόψη του παράνομου χαρακτήρα του ΦΑΜ με τους διαφοροποιημένους συντελεστές, ο μόνος συντελεστής τον οποίο η Επιτροπή θα μπορούσε δικαιολογημένα να χρησιμοποιήσει ως συντελεστή αναφοράς ήταν εκείνος των τριών ευρώ που θεσπίσθηκε τον Μάρτιο του 2011. Στις σκέψεις 74 έως 76 της αποφάσεως Ryanair, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη συγκεκριμένη αιτίαση επισημαίνοντας ότι ο συντελεστής αυτός, εφόσον δεν είχε εφαρμοσθεί στην πράξη κατά την περίοδο που εξέτασε η Επιτροπή, δεν ήταν κατάλληλος για να καταδείξει πλήρως τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου, ούτε, επομένως, μπορούσε να χρησιμεύσει ως ενδεδειγμένος συντελεστής αναφοράς.

 β)      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

38.      Κατά τη Ryanair, το γεγονός ότι ο συντελεστής των τριών ευρώ δεν εφαρμόσθηκε κατά την εξετασθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση περίοδο δεν αποκλείει την επιλογή του ως συντελεστή αναφοράς, καθόσον το φορολογικό σύστημα και οι σκοποί που αυτό επιδιώκει παραμένουν ίδιοι. Η Ryanair ισχυρίστηκε επίσης ότι, δεδομένου ότι ο τόσο ο υψηλότερος όσο και ο χαμηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ ο οποίος εφαρμόσθηκε κατά την κρίσιμη για την προσβαλλόμενη απόφαση περίοδο, θεσπίσθηκαν και καταργήθηκαν ταυτόχρονα, δεν υπήρξε ποτέ, εν προκειμένω, προϋφιστάμενος συντελεστής που να μπορεί να χαρακτηρισθεί «κανονικός».

39.      Η Επιτροπή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση αντιτείνουν ότι η αιτίαση είναι αλυσιτελής και αβάσιμη, προβάλλοντας τα ίδια κατ’ ουσίαν επιχειρήματα.

 γ)      Εκτίμηση

40.      Συμφωνώ με την Επιτροπή και με την Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν αντικρούουν τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 75 και 76 της αποφάσεως Ryanair και είναι, επομένως, κατ’ αρχάς, αλυσιτελή. Ειδικότερα, η Ryanair δεν αντικρούει την παρατήρηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο συντελεστής, ο οποίος θεσπίσθηκε μεταγενέστερα και είναι ενδιάμεσος σε σχέση με τους δύο συντελεστές που εφαρμόσθηκαν στην πράξη, δεν επιτρέπει να γίνουν πλήρως αντιληπτά τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου. Εξάλλου, η Ryanair δεν εξηγεί για ποιον λόγο ο συγκεκριμένος συντελεστής είναι καταλληλότερος από εκείνους που εφαρμόσθηκαν στην πράξη για να καταδείξει τα οικεία αποτελέσματα.

41.      Επί της ουσίας, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα, που πρέπει να συντρέχει για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, πληρούται από όποιο κρατικό μέτρο είναι ικανό, στο πλαίσιο συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος, να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με το εν λόγω καθεστώς σκοπό, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (38). Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί ορθώς η κατάσταση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, ώστε να καταστεί σαφές ποιες φορολογικές υποχρεώσεις τους επιβάλλονται και ποια τυχόν οφέλη αποκομίζουν λόγω του επίμαχου μέτρου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις ως έχουν κατά τον χρόνο εφαρμογής του μέτρου, καθώς και όσες, καίτοι ανάγονται σε διαφορετικό χρόνο, μπορούν να έχουν συγκεκριμένο αντίκτυπο στην ως άνω εκτίμηση (39). Εν προκειμένω, δεν είναι εμφανές με ποιον τρόπο η θέσπιση –μετά την υπό εξέταση περίοδο– ενιαίου συντελεστή ΦΑΜ τριών ευρώ μπορεί να επηρεάσει συγκεκριμένα τον προσδιορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων που υπείχαν και των οφελών που αποκόμισαν οι επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε ο ΦΑΜ με διαφοροποιημένους συντελεστές. Εν πάση περιπτώσει, η Ryanair δεν παρέσχε κανένα στοιχείο ως προς το ζήτημα αυτό. Ισχυρίζεται παρά ταύτα ότι ο υψηλότερος συντελεστής των δέκα ευρώ δεν επιτρέπεται να επιλεγεί ως συντελεστής αναφοράς, επειδή θεσπίσθηκε ταυτόχρονα με τον χαμηλότερο συντελεστή και επειδή είναι παράνομος. Αμφότερα τα επιχειρήματα είναι αβάσιμα. Συναφώς, περιορίζομαι να παραπέμψω στα όσα προεκτέθηκαν στα σημεία 33 έως 35 ανωτέρω όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, και στα σημεία 24 έως 29 ανωτέρω όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα.

42.      Τέλος, σημειώνω ότι η θέση της πρωτοδίκως προσφεύγουσας θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «κανονικός» ένας φορολογικός συντελεστής ο οποίος, κατά την περίοδο αναφοράς, δεν ίσχυε για καμία από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

43.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι η πρώτη αιτίαση του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, ενώ τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξή της είναι αβάσιμα.

5.      Επί των αιτιάσεων σχετικά με νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι το δικαίωμα των εταιρειών προς επιστροφή του ΦΑΜ που κατέβαλαν αχρεωστήτως δεν ασκεί επιρροή στη δυνατότητα της Επιτροπής να ορίσει ως κανονικό συντελεστή τον υψηλότερο συντελεστή των δέκα ευρώ (δεύτερο, τρίτο και τέταρτο σκέλος του μόνου λόγου ανταναιρέσεως της Aer Lingus και τρίτο σκέλος του μόνου λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair)

 α)      Αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

44.      Στη σκέψη 63 της αποφάσεως Aer Lingus και στη σκέψη 88 της αποφάσεως Ryanair, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, αφενός, ότι η Ιρλανδία διέθετε, μεταξύ διάφορων πιθανών επιλογών για να επανορθώσει την υφιστάμενη φορολογική διάκριση, τη δυνατότητα να εναρμονίσει προς τα πάνω τους συντελεστές (σκέψη 60 της αποφάσεως Aer Lingus και σκέψη 85 της αποφάσεως Ryanair) και, αφετέρου, ότι ενδεχόμενο δικαίωμα των εταιρειών στις οποίες εφαρμοζόταν ο υψηλότερος συντελεστές να εξασφαλίσουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν αναγνωριζόταν αυτομάτως αλλά εξαρτιόταν από σειρά παραγόντων, όπως οι ισχύουσες προθεσμίες παραγραφής στο εθνικό δίκαιο και ο σεβασμός γενικών αρχών όπως η απουσία αδικαιολόγητου πλουτισμού (σκέψη 61 της αποφάσεως Aer Lingus και σκέψη 86 της αποφάσεως Ryanair). Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι δικαιολογημένα η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει τον συντελεστή των δέκα ευρώ ως φορολογικό συντελεστή αναφοράς του ΦΑΜ χωρίς να λάβει υπόψη τυχόν αιτήσεις επιστροφής, οι οποίες ήταν απλώς υποθετικές και με αβέβαιη έκβαση.

 β)      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

45.      Οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες διατείνονται ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το δικαίωμα επιστροφής φόρων καταβληθέντων δυνάμει εθνικών μέτρων που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης δεν είναι απλώς υποθετικό, αλλά απορρέει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Η εν λόγω επιστροφή δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του ενδιαφερόμενου κράτους. Επομένως, εν προκειμένω, η Ιρλανδία δεν μπορούσε να επανορθώσει τη φορολογική διάκριση που διαπίστωσε η Επιτροπή επιβάλλοντας αναδρομικά τον υψηλότερο συντελεστή στις εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο χαμηλότερος συντελεστής. Κατά την Aer Lingus, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει δύο διαφορετικά ζητήματα: ποιες ενέργειες πρέπει να αναλάβει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για να παύσει η διάκριση και ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν προς επανόρθωση των συνεπειών της παρανομίας η οποία διαπράχθηκε κατά την περίοδο εφαρμογής των συντελεστών που εισήγαγαν τη διάκριση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο παράνομος χαρακτήρας του ΦΑΜ έγκειται στη διαφοροποίηση των συντελεστών, η κατ’ αρχήν υποχρέωση των ιρλανδικών αρχών να επιστρέψουν τον αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο θα σήμαινε επίσης ότι δεν επιτρέπεται ο υψηλότερος συντελεστής των δέκα ευρώ –από τον οποίο προκύπτει το προς επιστροφή ποσό– να οριστεί ως «κανονικός συντελεστής» και να θεωρηθούν οι εταιρίες που κατέβαλαν τον χαμηλότερο συντελεστή των δύο ευρώ ως ωφελούμενες από επιλεκτικό πλεονέκτημα. Στο πλαίσιο αυτό, η έκβαση των διαδικασιών επιστροφής ουδεμία απολύτως σημασία έχει.

46.      Η Επιτροπή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι οι αιτιάσεις είναι αβάσιμες, προβάλλοντας κατ’ ουσίαν τα ίδια επιχειρήματα.

 γ)      Εκτίμηση

47.      Συμφωνώ με την Επιτροπή και με την Ιρλανδική Κυβέρνηση ότι το επιχείρημα της Aer Lingus ότι το Γενικό Δικαστήριο συγχέει τα μέτρα τα οποία μπορεί να θεσπίσει κράτος μέλος για να παύσει η φορολογική διάκριση με τα αναγκαία μέτρα για την εξάλειψη των συνεπειών της, πρέπει να απορριφθεί καθόσον βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Aer Lingus. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 60 της εν λόγω αποφάσεως (όπως και στη σκέψη 87 της αποφάσεως Ryanair, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο), το Γενικό Δικαστήριο περιορίζεται να επισημάνει ότι, δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να «θέσει τέλος» σε τέτοια διάκριση εναρμονίζοντας τους φορολογικούς συντελεστές προς τα πάνω, ο υψηλότερος συντελεστής δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί καθ’ εαυτόν παράνομος και μόνον η ταυτόχρονη εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι επισημάνσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο μιας προβληματικής, η οποία εκτίθεται στις δύο προηγούμενες σκέψεις και προηγείται του ζητήματος της υπάρξεως υποχρεώσεως της Ιρλανδίας να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ των δύο συντελεστών του ΦΑΜ, ζήτημα επί του οποίου, εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο σκοπίμως δεν λαμβάνει οριστική θέση.

48.      Σημειωτέον ότι τα επιχειρήματα των πρωτοδίκως προσφευγουσών χαρακτηρίζονται, γενικώς, όπως τονίζουν τόσο η Επιτροπή όσο και η Ιρλανδική Κυβέρνηση, από μια τυπολατρία που δεν συνάδει κατ’ αρχήν με τη νομοθεσία περί ενισχύσεων, στην οποία επικρατεί αντιθέτως μια πιο ουσιαστική προσέγγιση, βασισμένη στην ανάλυση των αποτελεσμάτων των κρατικών παρεμβάσεων. Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, η ανάλυση προκειμένου να διαπιστωθεί αν και σε ποιον βαθμό ένας φόρος οφείλεται «κανονικά», ώστε να κριθεί κατά πόσον κρατικό μέτρο το οποίο καταργεί ή μειώνει, για συγκεκριμένες επιχειρήσεις, την επιβάρυνση που συνεπάγεται ο σχετικός φόρος παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις επιλεκτικό πλεονέκτημα κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη διάρθρωση του φορολογικού συστήματος αναφοράς καθώς και τις πραγματικές (παραδείγματος χάριν, τη σχέση μεταξύ φορολογητέων και απαλλασσόμενων πράξεων) και τις νομικές (παραδείγματος χάριν, το νομικό καθεστώς των υπόχρεων επιχειρήσεων) περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να ασκούν άμεσα και συγκεκριμένα επιρροή στην ως άνω ανάλυση (40). Επομένως, εν προκειμένω, η επιστροφή της διαφοράς μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ, στην οποία θα υποχρεούνταν κατ’ αρχήν να προβούν οι ιρλανδικές αρχές αν διαπιστωνόταν περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εξεταζόμενου φορολογικού συστήματος και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί κανονιστικό στοιχείο αυτού, στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί ο καθορισμός του ύψους του κανονικά οφειλόμενου φόρου.

49.      Επιπλέον, επισημαίνω ότι η θέση της Aer Lingus θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείεται εκ των πραγμάτων η εφαρμογή των κανόνων περί ενισχύσεων σε φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στις περιπτώσεις όπου αυτές συνεπάγονται ταυτόχρονα περιορισμούς κάποιας θεμελιώδους ελευθερίας, επιβάλλοντας κατ’ αρχήν στο ενδιαφερόμενο κράτος την υποχρέωση να αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο, από φορολογικής απόψεως, τις επιχειρήσεις οι οποίες υφίστανται διάκριση. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα σαφώς δεν είναι επιθυμητό. Οι διατάξεις περί ενισχύσεων και περί θεμελιωδών ελευθεριών πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται σωρευτικά στην ίδια υπόθεση (41), καίτοι, όπως αναλύεται κατωτέρω, απαιτείται συντονισμός για την εξασφάλιση της συνοχής μεταξύ των δύο κανονιστικών τομέων και την αποφυγή της θεσπίσεως ρυθμίσεων οι οποίες δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους.

50.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι οι υπό εξέταση αιτιάσεις, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Aer Lingus και του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ανταναιρέσεως της Ryanair, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

6.      Πρόταση επί των ανταναιρέσεων

51.      Δεδομένου ότι, όπως συνάγεται από την προεκτεθείσα ανάλυση, εκτιμώ ότι καμία από τις αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο των ανταναιρέσεων δεν πρέπει να γίνει δεκτή, προτείνω στο Δικαστήριο να τις απορρίψει στο σύνολό τους.

 Β –      Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

52.      Προς υποστήριξη αμφότερων των αναιρέσεών της, η Επιτροπή προβάλλει, με τα ίδια επιχειρήματα, έναν και μοναδικό λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/99. Ο λόγος αυτός στρέφεται κατά των σκέψεων 88 έως 127 της αποφάσεως Aer Lingus και των σκέψεων 119 έως 152 της αποφάσεως Ryanair.

1.      Οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

53.      Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στα σημεία του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων κατά των οποίων στρέφεται η Επιτροπή είναι κατ’ ουσίαν η ίδια στις δύο αποφάσεις και μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

54.      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι ο ΦΑΜ είναι ειδικός φόρος καταναλώσεως, ο οποίος προορίζεται να μετακυλίεται στους επιβάτες, λόγω και της υποχρεώσεως των αεροπορικών εταιρειών, δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 1008/2008 (42), να αναγράφουν το ύψος των φόρων χωριστά στην τιμή κάθε εισιτηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ακολούθως ότι, όπως και ο φόρος, το πλεονέκτημα που απορρέει από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή, δηλαδή τα οκτώ ευρώ της διαφοράς μεταξύ του κανονικού και του μειωμένου συντελεστή, μπορεί να μετακυλίεται εν όλω ή εν μέρει στους πελάτες των αεροπορικών εταιρειών. Στην περίπτωση αυτή, όπως διαπιστώνει το Γενικό Δικαστήριο, οι αεροπορικές εταιρίες δεν διατηρούν το εν λόγω πλεονέκτημα ή το διατηρούν μόνον εν μέρει. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κακώς η Επιτροπή έλαβε ως δεδομένο ότι το πλεονέκτημα το οποίο πραγματικά αποκόμισαν και διατήρησαν οι αεροπορικές εταιρίες χάρη στην εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή ισούται, σε κάθε περίπτωση, με οκτώ ευρώ ανά επιβάτη. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση μετακυλίσεως, το πλεονέκτημα που πραγματικά αποκομίζουν οι αεροπορικές εταιρίες δεν συνίσταται κατ’ ανάγκη στη διαφορά μεταξύ των δύο συντελεστών, αλλά στη δυνατότητα παροχής ελκυστικότερων τιμών στους πελάτες, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κύκλο εργασιών τους. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει σε ποιον βαθμό οι αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο συντελεστής των δύο ευρώ είχαν πραγματικά μετακυλήσει στους πελάτες τους το οικονομικό όφελος που απέρρεε από την εφαρμογή του ΦΑΜ με τον μειωμένο συντελεστή, προκειμένου να ποσοτικοποιηθεί με ακρίβεια το πλεονέκτημα που αυτές αποκόμισαν πραγματικά, ή να ζητήσει από τις εθνικές αρχές να αναλάβουν το έργο αυτό. Επιπλέον, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι σε όλες τις περιπτώσεις το πλεονέκτημα αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ, η Επιτροπή δεν έλαβε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αρκούντως υπόψη την κατάσταση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και το γεγονός ότι σε όλες τις αεροπορικές εταιρίες που πραγματοποιούν πτήσεις σε απόσταση κατώτερη των 300 χιλιόμετρα από τον αερολιμένα του Δουβλίνου εφαρμοζόταν ο ΦΑΜ με τον ίδιο συντελεστή των δύο ευρώ. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε επαρκώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους η επιστροφή ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του κανονικού και του μειωμένου συντελεστή ήταν απαραίτητη για την επαναφορά στην κατάσταση ως είχε προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί ισούται με τη διαφορά μεταξύ του μειωμένου συντελεστή και του κανονικού συντελεστή του ΦΑΜ, υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως και σε νομικό σφάλμα.

2.      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

55.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία, διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή δεν ελήφθη υπόψη ο βαθμός στον οποίο το πλεονέκτημα που απέρρεε από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή του ΦΑΜ μετακυλίσθηκε από τις ωφελούμενες αεροπορικές εταιρίες στους επιβάτες, έθεσε νέο οικονομικό κριτήριο για τον καθορισμό του ποσού που πρέπει να επιστραφεί, σε περίπτωση ενισχύσεως η οποία συνίσταται στην εφαρμογή χαμηλότερου συντελεστή σε σχέση με τον κανονικό.

56.      Η Aer Lingus υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για έμμεση ενίσχυση, την οποία η Επιτροπή αντιμετώπισε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως άμεση ενίσχυση. Ισχυρίζεται ότι, όταν η Επιτροπή προβαίνει η ίδια στην ποσοτικοποίηση του ύψους της ενισχύσεως που πρέπει να επιστραφεί, οφείλει να το πράττει με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, χωρίς να βασίζεται σε απλουστευτικές εικασίες. Επιπλέον, η Aer Lingus παρατηρεί ότι δεν είχε το δικαίωμα να εισπράττει από τους επιβάτες των πτήσεων στους οποίους εφαρμοζόταν ο χαμηλότερος συντελεστής ποσό υψηλότερο από τον εν λόγω συντελεστή και ότι, αν υποχρεωνόταν να επιστρέψει τα οκτώ ευρώ ανά εισιτήριο όπως ζήτησε η Επιτροπή, το σχετικό ποσό δεν θα ήταν αναδρομικά ανακτήσιμο από τους επιβάτες που αγόρασαν το εισιτήριο με τον μειωμένο συντελεστή. Εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η Aer Lingus δεν απέκτησε ποτέ, ούτε στην πράξη ούτε θεωρητικά, το ποσό αυτό. Κατά την Aer Lingus, η Επιτροπή σφάλλει όταν υποστηρίζει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου θα έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να ζητηθεί καμία ανάκτηση από τις ωφελούμενες εταιρίες. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Aer Lingus. Τέλος, η Aer Lingus εκτιμά ότι είναι ανυπόστατοι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής περί ανακολουθιών προς την υφιστάμενη νομολογία.

57.      Η Ryanair υποστηρίζει, κατά βάση, ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή είναι αλυσιτελής. Ειδικότερα, η Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις μόνον επί της πρώτης εκ των τριών αιτιολογιών στις οποίες στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί ότι το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως έπρεπε να ακυρωθεί, δηλαδή, πρώτον, ότι δεν ελήφθη υπόψη η μετακύλιση του ΦΑΜ στους επιβάτες, δεύτερον, ότι δεν ελήφθη υπόψη η κατάσταση της αγοράς και, τρίτον, ότι δεν εξηγήθηκε για ποιον λόγο ήταν αναγκαία η ανάκτηση της διαφοράς μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση. Επικουρικώς, η Ryanair υποστηρίζει ότι ο λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε απλώς την αρχή ότι πρέπει να υπολογίζεται η πραγματική αξία του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε με την ενίσχυση. Επιπλέον, η Επιτροπή μεγαλοποιεί τις δυσκολίες τις οποίες ενέχει η ακριβής ποσοτικοποίηση του ύψους της ενισχύσεως αν πρόκειται να εφαρμοσθεί η λύση που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο. Τέλος, η Ryanair παρατηρεί ότι θα ήταν παράλογο να μην ληφθεί υπόψη η μετακύλιση στους πελάτες του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο λήπτης της ενισχύσεως, όταν αντιθέτως η μετακύλιση του πρόσθετου κόστους, το οποίο οφείλεται σε παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, στους πελάτες της φερόμενης ως ζημιωθείσας ανταγωνίστριας επιχειρήσεως έχει ως συνέπεια να μην είναι δυνατό να προβληθεί αξίωση αποζημιώσεως κατά του παραβάτη (43).

3.      Εκτίμηση

58.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί το κύριο επιχείρημα της Ryanair ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή είναι αλυσιτελής. Πράγματι, αφενός, οι τρεις αιτιολογίες στις οποίες αναφέρεται η Ryanair δεν αποτελούν, στην οικονομία της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου, αυτοτελείς λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, αφετέρου, η Επιτροπή ανέλυσε, στο πλαίσιο του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, τις διάφορες πτυχές του σκεπτικού της αποφάσεως Ryanair οι οποίες οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

59.      Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να καταργήσει, μέσω ανακτήσεως, ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έκρινε ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά αποσκοπεί στην επαναφορά στην προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση (44). Η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση επιτυγχάνεται μέσω της «επιστροφής της ενισχύσεως», δηλαδή μέσω της επιστροφής του ποσού που το κράτος έθεσε στη διάθεση της επιχειρήσεως, αυξημένου ενδεχομένως με τόκους (45). Με την επιστροφή αυτή, ο λήπτης χάνει πράγματι το πλεονέκτημα του οποίου ετύγχανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του (46).

60.      Η ποσοτικοποίηση της επιστρεπτέας ενισχύσεως γίνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση. Για παράδειγμα, όταν το κράτος θέτει στη διάθεση των ωφελούμενων επιχειρήσεων χρηματικά ποσά ή παρέχει είτε αγαθά είτε υπηρεσίες του χαριστικώς ή σε προνομιακές τιμές, οι επιχειρήσεις θα υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να επιστρέψουν ποσό ίσο με το ονομαστικό ποσό που τους χορηγήθηκε ή με το τίμημα (ή τη διαφορά σε σχέση με την τιμή της αγοράς) των αγαθών ή των υπηρεσιών που έλαβαν (47), αυξημένο με τους σχετικούς τόκους.

61.      Όταν η ενίσχυση έχει τη μορφή φορολογικού πλεονεκτήματος, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση περιλαμβάνει κατά κανόνα την ανάκτηση, από τις ωφελούμενες επιχειρήσεις ποσού αντίστοιχου προς τον φόρο ή το τέλος που θα οφειλόταν δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας αν δεν υφίστατο παράνομη ενίσχυση, αυξημένου με τους σχετικούς τόκους (48). Η ιδέα στην οποία βασίζεται ο ως άνω κανόνας είναι ότι η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, καίτοι διαφέρει από την επιχορήγηση κατά τη στενή του όρου έννοια, παράγει ανάλογα αποτελέσματα από πλευράς στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, τα οποία είναι, κατ’ αρχήν, τα ίδια ως αν είχε τεθεί στη διάθεση της οικείας επιχειρήσεως ποσό ίσο με τη διαφορά λόγω της μικρότερης φορολογικής επιβαρύνσεως. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα μπορεί να απορρέει από μέτρα άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων –λόγου χάριν, με τη μορφή μειώσεως της βάσεως υπολογισμού του φόρου, μερικής ή πλήρους μειώσεως του ποσού του φόρου ή αναβολής, ακυρώσεως ή πληρωμής φορολογικής οφειλής, ή ακόμη και έκτακτης αναδιατάξεώς της– ή από μέτρα έμμεσης φορολογίας, όπως απαλλαγή ή μείωση ειδικών φόρων καταναλώσεως ή άλλων φόρων, υπό τον όρο, εντούτοις, ότι η οικεία απαλλαγή ή μείωση συνεπάγεται ελάφρυνση από επιβαρύνσεις που θα εγγράφονταν κανονικά στον προϋπολογισμό της ωφελούμενης επιχειρήσεως (49).

62.      Για τον σκοπό του καθορισμού του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο το πλεονέκτημα που απορρέει από τη χορήγηση της ενισχύσεως χρησιμοποιήθηκε στην πράξη από την ωφελούμενη επιχείρηση. Σκοπός της επιστροφής δεν είναι η κατάργηση του οφέλους που αποκόμισε πραγματικά η επιχείρηση ως αποτέλεσμα της χορηγήσεως της ενισχύσεως, αλλά η εξάλειψη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο αποκόμισε αυτή αρχικά με την εν λόγω χορήγηση. Αυτό σημαίνει, αφενός, ότι η ανάκτηση πρέπει κατά κανόνα να περιορίζεται στο άμεσο όφελος που προκύπτει από τη χορήγηση της ενισχύσεως και δεν μπορεί να επεκτείνεται στα ενδεχόμενα έμμεσα οφέλη τα οποία είναι επίσης συνέπεια της χορηγήσεως της ενισχύσεως (50). Επομένως, ανεξαρτήτως αν, κάνοντας χρήση της ενισχύσεως (λόγου χάριν, με μείωση των τιμών της ή με επένδυση στη διαφήμιση) η ωφελούμενη επιχείρηση μεγάλωσε το μερίδιό της στην αγορά ή αν, χάρη στην ενίσχυση, της ανατέθηκε διαγωνισμός ή απέφυγε την πτώχευση, η επιχείρηση θα υποχρεωθεί να επιστρέψει ποσό αντίστοιχο μόνο προς το πλεονέκτημα το οποίο τέθηκε στη διάθεσή της με την ενίσχυση. Αφετέρου, η επιχείρηση θα κληθεί να επιστρέψει το σύνολο του ποσού όταν, κατόπιν κακής διαχειρίσεως της ενισχύσεως ή λόγω των χαρακτηριστικών της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται, της θέσεως που κατέχει σε αυτήν, της χρηματοοικονομικής καταστάσεώς της ή του τρόπου ασκήσεως της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, δεν επωφελήθηκε πλήρως του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που απέρρεε από τη χορήγηση της ενισχύσεως. Με άλλα λόγια, οι επιλογές στις οποίες προβαίνει η επιχείρηση μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως ή άλλα μεταγενέστερα γεγονότα είναι, κατ’ αρχήν, άνευ σημασίας για τον προσδιορισμό της εκτάσεως (51) της υποχρεώσεως επιστροφής (52). Επιπλέον, η υποχρέωση επιστροφής υφίσταται ανεξαρτήτως των αρνητικών συνεπειών –ακόμη και όταν είναι ποσοτικά περισσότερες από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη χορήγηση της ενισχύσεως– που αυτή μπορεί να έχει στην οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση του λήπτη της ενισχύσεως. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί η υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως, προκύπτει ότι, κατά κανόνα και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, η Επιτροπή δεν κάνει κατάχρηση της διακριτικής εξουσίας της όταν ζητεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να ανακτήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομης ενισχύσεως (53), και τούτο ακόμη και αν η ανάκτηση αποτελεί, για την ωφελούμενη επιχείρηση, επιβάρυνση ικανή να προκαλέσει την εξαφάνισή της από την αγορά (54).

63.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι «η επαναφορά στην προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση» –η οποία, όπως κατέστη σαφές, αποτελεί τον κύριο σκοπό της ανακτήσεως– δεν σημαίνει την αναδημιουργία των συνθηκών ανταγωνισμού που υπήρχαν κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, ορισμένες συνέπειες αυτής είναι μη αναστρέψιμες και θα ήταν ανεδαφικό να θεωρηθεί ότι η επιστροφή ποσών αντίστοιχων προς το πλεονέκτημα που αποκόμισε η ωφελούμενη επιχείρηση (ή οι ωφελούμενες επιχειρήσεις) αρκεί για να επαναφέρει τους φορείς της αγοράς στις συνθήκες ανταγωνισμού οι οποίες επικρατούσαν πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως (55). Επομένως, ενδέχεται, ακόμη και μετά την επιστροφή της ενισχύσεως, η ωφελούμενη επιχείρηση (ή οι ωφελούμενες επιχειρήσεις) να συνεχίσουν στην πράξη να επωφελούνται των θετικών συνεπειών της δημόσιας παρεμβάσεως ως προς την ανταγωνιστική θέση τους. Ομοίως, ενδέχεται, παρά το πλεονέκτημα που αποκόμισαν, η ανταγωνιστική θέση τους μετά την επιστροφή της ενισχύσεως να επιδεινωθεί σε σχέση με εκείνη πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως.

64.      Τέλος, στη νομολογία αναγνωρίζεται η δυνατότητα των αρμόδιων για την ανάκτηση εθνικών αρχών, να λαμβάνουν υπόψη, εντός ορισμένων ορίων, περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να περιορίζουν το πλεονέκτημα που αποκόμισε η ωφελούμενη επιχείρηση με τη χορήγηση της ενισχύσεως και, επομένως, να ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό των επιστρεπτέων ποσών. Συγκεκριμένα, αν, παραδείγματος χάριν, η χορήγηση της ενισχύσεως συνεπαγόταν πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για την οικεία επιχείρηση, ό,τι επιπλέον εισπράχθηκε ως φόρος θα πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί. Ομοίως, λαμβάνονται υπόψη τυχόν φορολογικές ελαφρύνσεις τις οποίες δικαιούνταν η επιχείρηση βάσει σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομοθεσίας που ίσχυε κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως (56). Καίτοι δεν θίγεται το δικαίωμα των επιχειρήσεων να αμυνθούν κατά την εθνική διαδικασία ανακτήσεως –ιδίως όταν ανατίθεται στις εθνικές αρχές ο προσδιορισμός του κύκλου των ωφελουμένων, καθώς και η ποσοτικοποίηση της ενισχύσεως–, φαίνεται περιορισμένη η δυνατότητά τους να αποτρέψουν την περιστολή ή την εξουδετέρωση του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν χάρη στην ενίσχυση προβάλλοντας περιστάσεις σχετικές με το οργανωτικό και στρατηγικό πρότυπο βάσει του οποίου η ωφελούμενη εταιρία δραστηριοποιείται στην αγορά ή με το πλαίσιο ανταγωνισμού εντός του οποίου δραστηριοποιείται.

65.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, εκτός από τον σκοπό της εξαλείψεως του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο ωφελούμενος (ή οι ωφελούμενοι) από την ενίσχυση, με την ανάκτηση επιδιώκεται και η αποθάρρυνση των επιχειρήσεων, οι οποίες οφείλουν να ελέγχουν ότι η ενίσχυση χορηγείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της Συνθήκης (57). Όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υποχρέωση του κράτους να ανακτήσει την ενίσχυση που χορηγήθηκε παρανόμως προβλέπεται ως διορθωτικό μέτρο για μια προβληματική κατάσταση, ήτοι την αθέτηση της υποχρεώσεως standstill, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Καίτοι δεν πρόκειται για μέτρο καταστολής, έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να εμπλακούν σε μια τέτοια παράβαση ή να τις παροτρύνει να προστατεύονται κατά του κινδύνου να υποχρεωθούν να επιστρέψουν την ενίσχυση που έλαβαν όταν δεν είναι στην πράξη σε θέση να αποφύγουν τη χορήγηση της ενισχύσεως, όπως συμβαίνει συχνά όταν η ενίσχυση παρέχεται στο πλαίσιο φορολογικού καθεστώτος.

66.      Από το σύνολο των προεκτεθεισών αρχών συνάγεται ότι η ανάκτηση φορολογικής ενισχύσεως η οποία συνίσταται στην εφαρμογή φορολογικού συντελεστή χαμηλότερου από τον κανονικό θα αφορά κατ’ αρχήν τη διαφορά μεταξύ του κανονικού συντελεστή και εκείνου που εφαρμόσθηκε στην πράξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η ωφελούμενη εταιρία θα επιβαρυνθεί τελικώς με τη φορολογική υποχρέωση από την οποία απαλλάχθηκε παρανόμως. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, η ποσοτικοποίηση της ενισχύσεως προϋποθέτει μόνον τον καθορισμό του ποσού της μη καταβληθείσας φορολογικής οφειλής και δεν απαιτεί πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις ούτε, κατ’ αρχήν, ανάλυση των συνθηκών ανταγωνισμού της σχετικής αγοράς ή της συμπεριφοράς των ενδιαφερόμενων φορέων στην αγορά αυτήν.

67.      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σύμφωνη με τις ως άνω αρχές στον βαθμό που η Επιτροπή επέβαλε στην Ιρλανδία την υποχρέωση να ανακτήσει τη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ για κάθε εισιτήριο το οποίο είχε εκδοθεί.

68.      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον ήταν δικαιολογημένη βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου να ακυρώσει, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που προέβλεπε την υποχρέωση επιστροφής.

69.      Εντούτοις, πριν από την εξέταση αυτή, εκτιμώ ότι πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συλλογιστική που οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την επιβληθείσα υποχρέωση έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να ζητηθεί καμία επιστροφή από τις αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο χαμηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ. Αντιθέτως προς τα όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, η αποδοχή της δυνατότητας των ωφελούμενων από την ενίσχυση επιχειρήσεων να επικαλεσθούν ενδεχόμενη ολική ή μερική μετακύλιση του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν δεν σημαίνει ότι απαλλάσσονται από κάθε υποχρέωση επιστροφής, αλλά ότι πρέπει να καθορισθεί με ειδικό τρόπο το ποσό που θα πρέπει να ανακτηθεί. Το Γενικό Δικαστήριο κατέστησε σαφές, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις ότι, σε περίπτωση ολικής ή μερικής μετακυλίσεως στους επιβάτες του πλεονεκτήματος που απορρέει από τη μείωση του συντελεστή του ΦΑΜ, το εν λόγω πλεονέκτημα δεν είναι πλέον δυνατόν να θεωρείται σε κάθε περίπτωση ίσο με τη διαφορά μεταξύ των δύο συντελεστών του ΦΑΜ, αλλά αντιστοιχεί στην αύξηση του κύκλου εργασιών που προκύπτει από την προσφορά καλύτερων τιμών στην αγορά. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα πρέπει να προσδιορισθεί πιθανότατα χρησιμοποιώντας μεθοδολογία υπολογισμού ανάλογη με εκείνη που εφαρμόζει η Επιτροπή στην περίπτωση των έμμεσων ενισχύσεων (58), δηλαδή εκτιμώντας τον αντίκτυπο της μειώσεως του αεροπορικού ναύλου στη ζήτηση, με σκοπό να καθορισθεί ο αριθμός των πρόσθετων εισιτηρίων που πωλήθηκαν λόγω της συγκεκριμένης μειώσεως. Η χρήση μιας τέτοιας μεθοδολογίας καθιστά αναμφίβολα πιο πολύπλοκο, αλλά όχι αδύνατο, το εγχείρημα της ποσοτικοποιήσεως της επιστρεπτέας ενισχύσεως και, επομένως, δεν αποκλείει εκ προοιμίου, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, κάθε αξίωση επιστροφής από τις ωφελούμενες αεροπορικές εταιρίες.

70.      Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η συλλογιστική που οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή υπολόγισε το επιστρεπτέο ποσό στηρίζεται, όπως προεκτέθηκε, στο γεγονός ότι ο ΦΑΜ είναι ειδικός φόρος καταναλώσεως, δηλαδή έμμεσος φόρος που προορίζεται από τυπική και οικονομική άποψη να μετακυλισθεί στους επιβάτες. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η μετακύλιση του ΦΑΜ στην πράξη οφείλεται κυρίως στην υποχρέωση των αεροπορικών εταιρειών, δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 1008/2008, να αναφέρουν χωριστά το ποσό των φόρων στην τιμή κάθε πωλούμενου εισιτηρίου, υποχρέωση η οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους.

71.      Η Επιτροπή αντικρούει τις παραδοχές αυτές, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ότι αυτή συντάσσεται με την ερμηνεία η οποία δόθηκε στο άρθρο 23 του κανονισμού 1008/2008 με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις και, αφετέρου, ότι η φύση του ΦΑΜ ως ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν οι αεροπορικές εταιρίες χάρη στην εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή.

72.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Επιτροπή διατείνεται ότι υποστήριξε σταθερά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι το άρθρο 23 του κανονισμού 1008/2008 δεν επιβάλλει στις αεροπορικές εταιρίες την υποχρέωση να αναγράφουν χωριστά το ποσό του φόρου στη τιμή του εισιτηρίου σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνον όταν αποφασίζουν να τον περιλάβουν στον ναύλο. Συναφώς επισημαίνω απλώς ότι τόσο το γράμμα όσο και η ratio της διατάξεως, η οποία αναδεικνύεται ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 16 (59) του ως άνω κανονισμού, φαίνεται να τάσσονται υπέρ της ερμηνείας που της δίνει η Επιτροπή, δηλαδή ότι η υποχρέωση χωριστής μνείας του ποσού των εφαρμοστέων φόρων στη συνολική τιμή του εισιτηρίου υφίσταται μόνο στην περίπτωση και στον βαθμό που η εταιρία αποφασίζει να μετακυλήσει το κόστος αυτών στους επιβάτες. Εντούτοις, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί οριστική θέση εν προκειμένω επί της ερμηνείας του άρθρου 23 του κανονισμού 1008/2008, υπογραμμίζεται ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι, δυνάμει της συγκεκριμένης διατάξεως, οι αεροπορικές εταιρίες υποχρεούνται να αναγράφουν πάντοτε και σε κάθε περίπτωση το συνολικό ποσό του ΦΑΜ στην τιμή του εισιτηρίου, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτές δεν θα μπορούσαν –μειώνοντας την τιμή του εισιτηρίου προ φόρων και, ως εκ τούτου, το περιθώριο κέρδους τους στην κάθε επιμέρους συναλλαγή– να καλύψουν μέρος ή ακόμη και το σύνολο του κόστους του ΦΑΜ (60). Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο ΦΑΜ προοριζόταν τυπικά να μετακυλίεται στους επιβάτες δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις δεν διέθεταν κάποιο περιθώριο ελιγμών όσον αφορά την οικονομική μετακύλιση του φόρου.

73.      Όσον αφορά το δεύτερο σημείο το οποίο επισήμανε η Επιτροπή και υπενθυμίσθηκε στο σημείο 71 ανωτέρω, συντάσσομαι με τη θέση της Επιτροπής ότι η σημασία που απέδωσε το Γενικό Δικαστήριο, στην οικονομία της συλλογιστικής του, στο γεγονός ότι ο ΦΑΜ είναι ειδικός φόρος καταναλώσεως, πρέπει να τοποθετηθεί στις πραγματικές διαστάσεις της.

74.      Πρώτον, καίτοι οι τέτοιοι προορίζονται να μετακυλίονται στους καταναλωτές, βαρύνουν, τουλάχιστον τυπικώς, τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως η οποία θεωρείται υπόχρεος καταβολής τους. Εισπράττονται εξ αφορμής και επ’ ευκαιρία της δραστηριότητας της επιχειρήσεως (61), στην περίπτωση του ΦΑΜ με την πράξη παροχής της υπηρεσίας μεταφοράς. Τυχόν μείωση των εν λόγω φόρων αποτελεί, για την ωφελούμενη από τη φορολογική ελάφρυνση επιχείρηση, άμεσο πλεονέκτημα υπό την έννοια της νομοθεσίας περί ενισχύσεων, το οποίο δεν εξομοιώνεται, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Aer Lingus, με το έμμεσο πλεονέκτημα που αυτή αποκομίζει σε περίπτωση επιδοτήσεων χορηγούμενων στους καταναλωτές για την αγορά των αγαθών τα οποία παράγει η ίδια (62).

75.      Δεύτερον, η τυπική μετακύλιση του ειδικού φόρου καταναλώσεως ενδέχεται να μην μεταφράζεται σε οικονομική μετακύλιση αυτού, καθόσον το κόστος το οποίο αναλογεί στον φόρο μπορεί να αναλαμβάνεται, εν όλω ή εν μέρει, από την επιχείρηση που παρέχει το αγαθό ή την υπηρεσία, μέσω προσαρμογής της τιμής (63). Ομοίως, μείωση του φόρου ενδέχεται να μετατραπεί εν όλω ή εν μέρει σε εισόδημα για την επιχείρηση, όταν η συνολική τιμή του προσφερόμενου προϊόντος ή της προσφερόμενης υπηρεσίας παραμένει αμετάβλητη ή μειώνεται σε μικρότερο βαθμό από τη φορολογική ελάφρυνση. Υπό την έννοια αυτή, η κατάσταση των υποκείμενων στον ΦΑΜ αεροπορικών εταιρειών διαφέρει από εκείνη των ελληνικών καζίνων στο πλαίσιο του συστήματος των διαφορετικών εισιτηρίων που εξετάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T-425/11, EU:T:2014:768), και αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, βάσει του συστήματος εκείνου, η τιμή των εισιτηρίων στο καζίνο καθοριζόταν από το κράτος, όπως και το ποσοστό της τιμής το οποίο κάθε καζίνο δικαιούνταν να παρακρατεί ως «δικαίωμα διαθέσεως». Μη μπορώντας να παρέμβουν ούτε στην τιμή του εισιτηρίου (64) ούτε στο τέλος που τους οφειλόταν, τα καζίνο ενεργούσαν, εν αντιθέσει με τις αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμοζόταν ο ΦΑΜ, ως απλοί διαμεσολαβητές επιφορτισμένοι με την είσπραξη (65).

76.      Τρίτον, ο μηχανισμός μετακυλίσεως δεν αφορά μόνον τους ειδικούς φόρους επί της παραγωγής ή επί της καταναλώσεως (66), αλλά γενικά κάθε έμμεσο φόρο –παραδείγματος χάριν, τέλος προς το Δημόσιο Ταμείο για παρεχόμενη υπηρεσία– ο οποίος, συμμετέχοντας στο κόστος παραγωγής, μετακυλίεται στην τελική τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Επιπλέον, μορφή μετακυλίσεως της φορολογικής επιβαρύνσεως μπορεί επίσης να υφίσταται σε σχέση με τους άμεσους φόρους. Λόγου χάριν, η αύξηση της φορολογήσεως του εισοδήματος επιχειρήσεων, ιδίως όταν αφορά ειδικό φόρο, μπορεί να ωθήσει τον παραγωγό να μετακυλήσει στα παραγόμενα αγαθά, μέσω αυξήσεως των τιμών, το αυξημένο φορολογικό κόστος, ή να τον ωθήσει να μειώσει την επένδυσή του στον τομέα που πλήττεται από τον φόρο μέσω μειώσεως της προσφοράς και αυξήσεως των τιμών. Επιπλέον, ο φόρος μπορεί να μετακυλισθεί από τον παραγωγό, όχι μόνον σε επόμενο στάδιο, στον καταναλωτή, αλλά και σε προηγούμενο στάδιο, στους προμηθευτές, και καθέτως (πλάγια μετακύλιση), παραδείγματος χάριν αυξάνοντας την τιμή προϊόντων διαφορετικών από εκείνα στα οποία εφαρμόζεται ο φόρος. Με άλλα λόγια, υφίστανται διάφοροι μηχανισμοί που παρέχουν στην επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται φόρος, ακόμη και άμεσος, τη δυνατότητα να μετακυλήσει εν όλω ή εν μέρει το κόστος σε τρίτους. Όταν οι εν λόγω μηχανισμοί τίθενται σε εφαρμογή, είναι πιθανό το πλεονέκτημα που τυχόν απορρέει από ελάφρυνση της φορολογικής υποχρεώσεως να μπορεί να μετακυλισθεί, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της σχετικής αγοράς, και σε άλλα πρόσωπα, πέραν του φορολογουμένου.

77.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι ούτε οι συγκεκριμένες περιστάσεις των προκειμένων υποθέσεων, και ειδικότερα η φύση του επίμαχου φόρου, ούτε η ενδεχόμενη υποχρέωση των αεροπορικών εταιρειών να συμμορφώνονται με τα κριτήρια του άρθρου 23 του κανονισμού 1008/2008 όσον αφορά την τιμολόγηση αρκούν για να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την εφαρμογή των κριτηρίων που εφαρμόζονται συνήθως για την ποσοτικοποίηση ενισχύσεως χορηγηθείσας υπό τη μορφή της εφαρμογής μειωμένου φορολογικού συντελεστή.

78.      Το Γενικό Δικαστήριο βασίζει σε προηγούμενη νομολογία το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη ενδεχόμενη μετακύλιση στους επιβάτες του πλεονεκτήματος από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή του ΦΑΜ, και παραπέμπει ειδικότερα στις αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2007, Scott κατά Επιτροπής (T-366/00, EU:T:2007:99), και της 22ας Ιανουαρίου 2013, Salzgitter κατά Επιτροπής (T-308/00, EU:T:2013:30), στις οποίες τονίζεται η υποχρέωση της Επιτροπής να περιορίζει την υποχρέωση ανακτήσεως στα οικονομικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη διάθεση της ενισχύσεως.

79.      Εντούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσον η ως άνω νομολογία ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, οι διαφορές επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν περιπτώσεις όπου η ποσοτικοποίηση του πλεονεκτήματος που σχετιζόταν με την ενίσχυση (δωρεάν προκαταβολή ρευστότητας ως αποτέλεσμα αναβολής φόρου στην υπόθεση Salzgitter και χρηματοδότηση υπό τη μορφή μεταβιβάσεως οικοπέδου σε προνομιακή τιμή στην υπόθεση Scott) απαιτούσε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, των οποίων την ορθότητα αμφισβήτησαν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, εν προκειμένω, αυτό που προσήφθη στην Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι ότι δεν έλαβε υπόψη περιστάσεις μεταγενέστερες της χορηγήσεως της ενισχύσεως (την ενδεχόμενη μετακύλιση του πλεονεκτήματος στους επιβάτες), ικανές να μεταβάλουν τη φύση και το ύψος του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν αρχικά οι ωφελούμενες εταιρίες υπό τη μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή ο οποίος ποσοτικοποιήθηκε ορθώς από την Επιτροπή (67). Με άλλα λόγια, στις παρούσες υποθέσεις το ζήτημα που τίθεται είναι η δυνατότητα προβολής, ως αμυντικού ισχυρισμού, της μετακυλίσεως της ενισχύσεως από τις ωφελούμενες επιχειρήσεις, με σκοπό τη μείωση του επιστρεπτέου ποσού, και όχι –τουλάχιστον όχι άμεσα– τυχόν σφάλμα στον υπολογισμό του μεγέθους της ενισχύσεως, όπως στις περιπτώσεις των αποφάσεων στις οποίες παρέπεμψε το Γενικό Δικαστήριο.

80.      Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο ακριβής καθορισμός των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη χορήγηση ενισχύσεως δεν απαιτεί, κατ’ αρχήν, έρευνα σχετικά με τον τρόπο χρήσεώς τους στην πράξη μετά τη χορήγηση. Επομένως, ο βαθμός στον οποίο τα εν λόγω πλεονεκτήματα μετακυλίονται από τους λήπτες σε άλλα πρόσωπα μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως δεν πρέπει να ασκεί επιρροή για τους σκοπούς του καθορισμού του ποσού που πρέπει να επιστραφεί. Σαφείς ενδείξεις υπό την έννοια αυτή υπάρχουν στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Alcan Deutschland (C-24/95, EU:C:1997:163), όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην επιβολή υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως εθνική νομοθεσία κράτους μέλους, βάσει της οποίας η επιστροφή αποκλειόταν στην περίπτωση που καλόπιστος ωφελούμενος μπορούσε να αποδείξει ότι εξέλιπε ο πλουτισμός που προέκυψε από τη χορήγηση της ενισχύσεως (68). Στις προτάσεις του για την υπόθεση εκείνη, ο γενικός εισαγγελέας F.G. Jacobs τάχθηκε ρητώς κατά της επικλήσεως της μετακυλίσεως ως αμυντικού ισχυρισμού στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (69), την οποία είχε αντιθέτως δεχθεί το Δικαστήριο στον τομέα των ενωσιακών ενισχύσεων με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, Deutsche Milchkontor κ.λπ. (205/82 έως 215/82, EU:C:1983:233).

81.      Η επιστροφή ποσού ίσου προς εκείνο της χορηγηθείσας ενισχύσεως (εν προκειμένω, το ποσό της μη καταβληθείσας φορολογικής οφειλής), αυξημένου ενδεχομένως με τόκους, θεωρείται κατ’ αρχήν, όπως προεκτέθηκε, πρόσφορη για την εξαφάνιση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο ωφελούμενος και για την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση. Οποιοσδήποτε άλλος κανόνας –ο οποίος επιτρέπει, λόγου χάριν, στον λήπτη ενισχύσεως να αντιταχθεί στην επιβληθείσα υποχρέωση ανακτήσεως προβάλλοντας τη μετακύλιση του οφέλους στους πελάτες του διά της μειώσεως της τιμής,– θα ήταν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στις προτάσεις του που μνημονεύονται στο προηγούμενο σημείο, δύσκολο να εφαρμοσθεί και, στο μέτρο που θα συνεπαγόταν την επιστροφή μικρότερου ποσού, δεν θα καθιστούσε εφικτή την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης (70).

82.      Η Ryanair θεωρεί ότι η μη αποδοχή της επικλήσεως της μετακυλίσεως ως αμυντικού ισχυρισμού σε θέματα ενισχύσεων αντιβαίνει στη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι η άμυνα αυτή επιτρέπεται στις αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας υπέρ επιχειρήσεων που διέπραξαν παραβάσεις οιονεί ποινικής φύσεως, ενώ δεν θα επιτρέπεται σε επιχειρήσεις, όπως οι αεροπορικές εταιρίες στις παρούσες υποθέσεις, οι οποίες δεν είχαν στην πράξη τη δυνατότητα να αντιταχθούν στη χορήγηση της ενισχύσεως. Συναφώς, καίτοι αναγνωρίζω ότι ο μηχανισμός με τον οποίο επιχείρηση μετακυλίει στους πελάτες της το όφελος που αποκόμισε από τη χορήγηση ενισχύσεως μπορεί, από νομική και οικονομική άποψη, να εξομοιώνεται με εκείνον που επιτρέπει στον ζημιωθέντα ανταγωνιστή να μετακυλήσει στους καταναλωτές τη ζημία που υπέστη, σημειώνω ότι η επίκληση της μετακυλίσεως ως αμυντικού ισχυρισμού γίνεται, στις παρούσες υποθέσεις, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου των ενισχύσεων από τις δημόσιες αρχές (public enforcement), και όχι, όπως στον τομέα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, στο πλαίσιο της προσφυγής ιδιωτών ενώπιον των δικαστηρίων (private enforcement). Η δεύτερη ακολουθεί λογική αποζημιώσεως για την προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων, διαφορετική από εκείνη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού από την Επιτροπή, η οποία καθοδηγείται από την επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος για τη διατήρηση του ανταγωνισμού στις αγορές. Επομένως, εκτιμώ ότι ο παραλληλισμός τον οποίο εισηγείται η Ryanair δεν μπορεί, τουλάχιστον από την άποψη αυτή, να γίνει δεκτός. Επιπλέον, στο πλαίσιο της προσφυγής ιδιωτών ενώπιον των δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τίποτε δεν εμποδίζει τις αποδέκτριες της ενισχύσεως επιχειρήσεις, όταν είναι εναγόμενες σε διαδικασία αποζημιώσεως, να προβάλουν κατά της επιχειρήσεως που εκτιμά ότι ζημιώθηκε την ενδεχόμενη ολική ή μερική μετακύλιση της ζημίας στους πελάτες της. Επομένως, η έλλειψη συνοχής την οποία προβάλλει η Ryanair δεν υφίσταται ούτε από την άποψη αυτή.

83.      Τέλος, η Aer Lingus και η Ryanair τονίζουν, όπως και το Γενικό Δικαστήριο στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις (71), ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες οφείλουν να επιστρέψουν τη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ δεν έχουν τη δυνατότητα να ανακτήσουν εκ των υστέρων τον υψηλότερο μη καταβληθέντα φόρο από τους επιβάτες που αγόρασαν τα εισιτήρια με τον χαμηλότερο συντελεστή. Δεν θεωρώ ότι τούτο ασκεί επιρροή, καθόσον οι ενδιαφερόμενες εταιρίες θα έχουν σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να μετακυλήσουν στην πελατεία τους το κόστος που συνδέεται με την επιστροφή της ενισχύσεως επ’ ευκαιρία της εκδόσεως νέων εισιτηρίων (72). Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι στην προμνησθείσα απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής (T-445/05, EU:T:2009:50), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι οικείοι επενδυτικοί οργανισμοί ή οι επιχειρήσεις που τους διαχειρίζονται όφειλαν να επιτρέψουν τη διαφορά μεταξύ του τακτικού φόρου και του μειωμένου φόρου που προέκυπτε από το επίμαχο μέτρο ανεξάρτητα από τη δυνατότητα αυτών να στραφούν ενδεχομένως, εν συνεχεία, κατά των προεγγραφομένων για αγορά μεριδίων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου (73). Τέλος, καίτοι αληθεύει ότι, στην πράξη, η ανάκτηση ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ έχει αποτέλεσμα ανάλογο με εκείνο της αναδρομικής εφαρμογής του υψηλότερου συντελεστή, όπως υπονόησαν η Ryanair και η Aer Lingus, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το γεγονός αυτό αποτελεί φυσιολογική συνέπεια του χαρακτηρισμού της επίμαχης φορολογικής εκπτώσεως ως ενισχύσεως (74).

84.      Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων και των λόγων που προεκτέθηκαν, καταλήγω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ακυρώνοντας, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο μέτρο που η Επιτροπή είχε διατάξει την ανάκτηση ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την αναίρεση της Επιτροπής και να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.

 Γ –      Επί της αναπομπής των υποθέσεων στο Γενικό Δικαστήριο

85.      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται είτε να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον δεύτερο λόγο προσφυγής ούτε μέρος του τέταρτου λόγου προσφυγής στην υπόθεση T-473/12, καθώς και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου προσφυγής στην υπόθεση T-500/12. Φρονώ ότι είναι σκόπιμο να αναπεμφθούν οι παρούσες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να εξετάσει τους εν λόγω λόγους και τα επιχειρήματα.

86.      Επομένως, οι παρατηρήσεις που ακολουθούν παρατίθενται για το ενδεχόμενο να αποφασίσει το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς.

87.      Για τους λόγους που εκτίθενται στις παρούσες προτάσεις, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος προσφυγής στην υπόθεση T-473/12 και ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος προσφυγής, στο μέτρο που εξετάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, στην υπόθεση T-500/12, οι οποίοι έγιναν δεκτοί από το Γενικό Δικαστήριο στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

88.      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της προσφυγής της στην υπόθεση T-473/12, τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, η Aer Lingus υποστήριξε ότι, αποφασίζοντας την ανάκτηση της ενισχύσεως, η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη το δικαίωμα των αεροπορικών εταιρειών στις οποίες εφαρμόσθηκε ο υψηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ να εξασφαλίσουν την επιστροφή του πέραν του δέοντος καταβληθέντος ποσού, κατά παράβαση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και του κανονισμού 1008/2008, καθώς και του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Διατάσσοντας την ανάκτηση της διαφοράς μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ υπό τις προμνησθείσες περιστάσεις, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της αποτελεσματικότητας και της χρηστής διαχειρίσεως.

89.      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της προσφυγής της στην υπόθεση T-500/12, το οποίο επίσης δεν εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο, η Ryanair προέβαλε ανάλογα επιχειρήματα κατά της νομιμότητας της διαταγής ανακτήσεως. Τόνισε ειδικότερα τις σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα προκύψουν από τον συνδυασμό του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για την εξασφάλιση της επιστροφής του φόρου που καταβλήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ με την απόφαση ανακτήσεως, στρεβλώσεις οι οποίες θα ζημιώσουν ιδίως τις μικρές αεροπορικές εταιρίες, όπως την Aer Arann.

90.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της Aer Lingus κατά το οποίο υφίσταται δικαίωμα επιστροφής του ΦΑΜ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει ήδη απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 65-76 της αποφάσεως Aer Lingus. Το συγκεκριμένο μέρος του σκεπτικού δεν αποτελεί αντικείμενο αναιρέσεως.

91.      Τούτων λεχθέντων, επισημαίνω ότι τα επιχειρήματα της Aer Lingus και της Ryanair πρέπει να απορριφθούν επίσης κατά το μέρος που βασίζονται στο προβαλλόμενο δικαίωμα επιστροφής του ΦΑΜ δυνάμει των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

92.      Βάσει πάγιας νομολογίας, η ανάκτηση ενισχύσεως αποτελεί λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παρανόμου χαρακτήρα της (75). Επομένως, κατά κανόνα, οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκαλούνται από παράνομη ενίσχυση αίρονται επιβάλλοντας στους λήπτες την επιστροφή της ενισχύσεως στην οντότητα που τη χορήγησε.

93.      Σκοπός της ανακτήσεως είναι η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση. Στην περίπτωση ενισχύσεως χορηγηθείσας υπό μορφή (ολικής ή μερικής) απαλλαγής από φόρο, ο σκοπός αυτός επιδιώκεται κατά κανόνα με τη λήψη από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μέτρων, τα οποία επιτάσσουν στις επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από την ενίσχυση να καταβάλουν ποσά των οποίων το ύψος αντιστοιχεί προς το ποσό της φορολογικής απαλλαγής που τους χορηγήθηκε παρανόμως (76). αν η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα της επίμαχης απαλλαγής, οφείλει να απόσχει από την επιβολή, στο κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση, της λήψεως τέτοιων μέτρων προκειμένου να επιτραπεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να ασκήσουν το δικαίωμα επιστροφής του φόρου σε περίπτωση που το φορολογικό μέτρο συνιστά στο σύνολό του περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών, η επίτευξη του ως άνω σκοπού θα διακυβευθεί κατ’ ανάγκη.

94.      Εν αντιθέσει προς τα όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Aer Lingus, η άσκηση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των διαδικασιών επιστροφής του ΑΦΜ βάσει του άρθρου 56 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελέσει μηχανισμό εναλλακτικό της ανακτήσεως, με σκοπό την άρση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της ενισχύσεως που διαπίστωσε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ενδεχόμενο μέτρο επιστροφής θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό των εν λόγω αποτελεσμάτων, μειώνοντας τον αριθμό των θιγόμενων οικονομικών φορέων (77), παραμένει γεγονός ότι η θέσπισή του απόκειται στην πρωτοβουλία των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και εξαρτάται από τον σεβασμό κανόνων τόσο δικονομικών όσο και ουσιαστικών. Επιπλέον, η εξαφάνιση κατ’ αυτόν τον τρόπο των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως θα επιτυγχανόταν μόνον αν όλες οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόσθηκε ο υψηλότερος συντελεστής ζητούσαν και εξασφάλιζαν την εν λόγω επιστροφή. Είναι πρόδηλο ότι μια τέτοια κατάσταση δεν παρέχει καμία εγγύηση ότι θα επιτευχθεί πραγματικά ο σκοπός της επαναφοράς στην κατάσταση προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως.

95.      Επομένως, εκτιμώ ότι, διατάσσοντας την ανάκτηση της ενισχύσεως, χωρίς να λάβει υπόψη το προβαλλόμενο δικαίωμα επιστροφής από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέβαλαν τον ΦΑΜ με υψηλότερο συντελεστή, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 ούτε τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης που επικαλείται η Aer Lingus (78).

96.      Τούτου λεχθέντος, αν η προσφυγή στη διαδικασία επιστροφής δεν αποτελεί βάσιμη εναλλακτική δυνατότητα της διαταγής ανακτήσεως, είναι πρόδηλο ότι τα δύο διορθωτικά μέτρα δεν μπορούν ούτε να εφαρμοστούν παράλληλα, καθόσον παράγουν αποτελέσματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ενδεχόμενο μέτρο επιστροφής θα είχε ως αποτέλεσμα να επεκτείνει στις αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο υψηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ το πλεονέκτημα που συνίσταται στην εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή, ενώ η διαταγή ανακτήσεως επιβάλλει στις αεροπορικές εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο μειωμένος συντελεστής την επιστροφή του εν λόγω πλεονεκτήματος. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς επισήμανε τόσο η Aer Lingus όσο και η Ryanair, αν επρόκειτο να επιτραπεί η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο μηχανισμών, τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα του ΦΑΜ θα παρέμεναν, ακόμη και αν θα εναλλάσσονταν οι θέσεις της ομάδας των ευνοημένων φορέων και της ομάδας των θιγόμενων φορέων.

97.      Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο παράδοξο αποτέλεσμα, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαδικασίας επιστροφής να λάβει υπόψη τις συνέπειες της αποφάσεως ανακτήσεως. Επομένως, φρονώ ότι είναι πρόδηλο ότι η απόφαση ανακτήσεως, επεκτείνοντας εκ των πραγμάτων την εφαρμογή του κανονικού συντελεστή του ΦΑΜ στις εταιρίες στις οποίες εφαρμόσθηκε ο μειωμένος συντελεστής, καταργεί αναδρομικά τη διάκριση που απορρέει από την εφαρμογή διαφοροποιημένων συντελεστών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, αν επιτραπεί η επιστροφή, ο κύκλος των ωφελουμένων από την ενίσχυση θα διευρυνθεί και τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα αυτής θα επεκταθούν (79).

98.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος της προσφυγής στην υπόθεση T-473/12 και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της προσφυγής στην υπόθεση T-500/12, εφόσον εξετασθούν από το Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

99.      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου της προσφυγής της, η πρωτοδίκως προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν είναι εφικτό να ανακτηθούν εκ των υστέρων, από τους επιβάτες που επωφελήθηκαν του χαμηλότερου συντελεστή του ΦΑΜ, τα οκτώ ευρώ που αποτελούν αντικείμενο της διαταγής ανακτήσεως, η ανάκτηση θα λειτουργήσει ως πρόσθετος φόρος και, επομένως, ως παράνομη κύρωση, και θα παραβιάζει τόσο την αρχή της αναλογικότητας όσο και το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999. Συναφώς, παραπέμπω απλώς στις παρατηρήσεις που ήδη ανέπτυξα στο σημείο 83 ανωτέρω.

100. Λαμβανομένου υπόψη όλων των σκέψεων που προεκτέθηκαν, εκτιμώ ότι, αν το Δικαστήριο αποφασίσει να επιληφθεί το ίδιο των υποθέσεων που εξετάσθηκαν σε πρώτο βαθμό, κατόπιν αναιρέσεως των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, οι σχετικές προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

IV – Πρόταση

101. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις ανταναιρέσεως, να κάνει δεκτές τις αιτήσεις αναιρέσεως και να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις αναπέμποντας τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο. Αν, κατόπιν της αναιρέσεως, το Δικαστήριο αποφασίσει να κρίνει το ίδιο τις υποθέσεις T-473/12 και T-500/12, προτείνω να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, με εξαίρεση το σημείο 5 των αντίστοιχων διατακτικών, που αφορά τα έξοδα των παρεμβαινόντων, να απορρίψει στο σύνολό τους τις προσφυγές κάθε υποθέσεως και να καταδικάσει την Aer Lingus και τη Ryanair στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 –      Ο ΦΑΜ θεσπίσθηκε με το άρθρο 55 του Finance Act (αριθ. 2) 2008, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 30 Μαρτίου 2009.


3 –      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην [Ένωση] (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3).


4 –      Ο συντελεστής μηδενίσθηκε μεταγενέστερα και ο ΦΑΜ καταργήθηκε εκ των πραγμάτων.


5 –      ΕΕ 2013, L 119, σ. 30.


6 –      Σκέψεις 22 έως 37 της αποφάσεως Aer Lingus και σκέψεις 23 έως 41 της αποφάσεως Ryanair.


7 –      Σκέψεις 42 έως 56 της αποφάσεως Ryanair.


8 –      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1). Ο κανονισμός 659/1999 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από τις 13 Οκτωβρίου 2015, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248, σ. 9), ο οποίος τον κωδικοποίησε.


9 –      Βλ. ιδίως σκέψη 85 της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C-487/06 P, EU:C:2008:757), στην οποία παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 43 της αποφάσεως Aer Lingus.


10 –      Βλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike & Weinlig (78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 21), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-415/05, T-416/05 και T-423/05, EU:T:2010:386, σκέψη 212).


11 –      Βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C-272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 53).


12 –      Βλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 10ης Μαΐου 2000, SIC κατά Επιτροπής (T-46/97, EU:T:2000:123, σκέψεις 83 και 84).


13 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 92), και της 10ης Μαΐου 2000, SIC κατά Επιτροπής (T-46/97, EU:T:2000:123, σκέψη 84).


14 –      Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C-272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 53).


15 –      Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες εταιρίες δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη ενισχύσεως και, επομένως, πλεονεκτήματος, αλλά μόνον την επιβληθείσα από την Επιτροπή υποχρέωση ανακτήσεως του πλεονεκτήματος αυτού (βλ. σκέψη 38).


16 –      Βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2010, DHL Aviation και DHL Hub Leipzig κατά Επιτροπής (T-452/08, EU:T:2010:427, σκέψη 40).


17 –      Η πρωτοδίκως προσφεύγουσα παραπέμπει στις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1980, Denkavit italiana (61/79, EU:C:1980:100), της 10ης Ιουλίου 1980, Ariete (811/79, EU:C:1980:195) και της 1ης Ιουλίου 2010, ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni κατά Επιτροπής (T-62/08, EU:T:2010:268).


18 –      Σημειωτέον εξάλλου ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στις παρούσες υποθέσεις, παράνομο ή αθέμιτο ήταν το μέτρο που είχε ληφθεί σε προηγούμενο στάδιο από το μέτρο με το οποίο παρεχόταν το εικαζόμενο πλεονέκτημα.


19 –      Βλ. σκέψη 31 της αποφάσεως της 27ης Μαρτίου 1980, Denkavit italiana (61/79, EU:C:1980:100), και σκέψη 15 της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 1980, Ariete (811/79, EU:C:1980:195).


20 –      Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Αστερίς κ.λπ. (106/87 έως 120/87, EU:C:1988:457, σκέψεις 23 και 24).


21 –      Βλ. σκέψεις 62 και 63.


22 –      Η Aer Lingus παραπέμπει στις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Amministrazione delle finanze dello Stato κατά San Giorgio (199/82, EU:C:1983:318, σκέψη 12), της 14ης Ιανουαρίου 1997, Comateb κ.λπ. (C-192/95 έως C-218/95, EU:C:1997:12, σκέψη 20), της 8ης Μαρτίου 2001, Metallgesellschaft κ.λπ. (C-397/98 και C-410/98, EU:C:2001:134, σκέψη 87), και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation (C-446/04, EU:C:2006:774, σκέψη 205).


23 –      Η Aer Lingus αναφέρεται, ιδίως, στη σκέψη 10.


24 –      Σε αυτό το προκαταρκτικό συμπέρασμα καταλήγει η Επιτροπή με την προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές.


25 –      Στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, Στυλιανάκης (C-92/01, EU:C:2003:72), το Δικαστήριο κάνει μνεία στο ενδεχόμενο να αποτελεί το τέλος αμοιβή για αερολιμενικές υπηρεσίες, οπότε το κόστος των υπηρεσιών αυτών να είναι υψηλότερο για τους επιβάτες διασυνοριακών πτήσεων (σκέψεις 27 και 29).


26 –      Η διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση εκείνη είχε ως αντικείμενο προσφυγή του Γ. Στυλιανάκη κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αίτημα την επιστροφή ποσού ίσου με το ήμισυ του τέλους εκσυγχρονισμού και αναπτύξεως αερολιμένων, το οποίο είχε υποχρεωθεί να καταβάλει κατά τη μετάβασή του αεροπορικώς από το Ηράκλειο στη Μασσαλία. Το τέλος χρεωνόταν στους επιβάτες κατά την αναχώρηση από τους ελληνικούς αερολιμένες και το ύψος του καθοριζόταν, όπως και εν προκειμένω, σε συνάρτηση με την απόσταση από τον τελικό προορισμό της πτήσεως του αερολιμένα αναχωρήσεως: για πτήσεις με τελικό προορισμό ευρισκόμενο σε απόσταση άνω των 750 χιλιομέτρων από τον αερολιμένα αναχωρήσεως το ύψος του τέλους ήταν διπλάσιο εκείνου που κατέβαλλαν οι επιβάτες πτήσεων με τελικό προορισμό ευρισκόμενο σε απόσταση από 100 έως 750 χιλιόμετρα από τον αερολιμένα αναχωρήσεως.


27 –      Σκέψη 28.


28 –      Σκέψη 26.


29 –      Αυτήν ακριβώς την ερμηνεία προκρίνει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου ο μειωμένος συντελεστής για τις πτήσεις με τελικό προορισμό ευρισκόμενο κατ’ ανώτατο όριο σε απόσταση 300 χιλιόμετρα από τον αερολιμένα του Δουβλίνου χαρακτηρίσθηκε ως «εξαίρεση από το σύστημα αναφοράς»an exception from the reference system»), βλ. αιτιολογικές σκέψεις 14 και 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η ίδια θέση διατυπώθηκε ρητώς κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας από τις ιρλανδικές αρχές, οι οποίες διευκρίνισαν ότι η παρέκκλιση από τον κανονικό συντελεστή αποσκοπούσε στην εισαγωγή ενός στοιχείου αναλογικότητας, ώστε το ύψος του φόρου να έχει σε σχέση με την απόσταση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 33 και 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), και επανέλαβαν την άποψη αυτή στα υπομνήματα που κατέθεσαν στο Γενικό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο.


30 –      Βλ., για την πιο πρόσφατη περίπτωση, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2009, Presidente del Consiglio dei Ministri (C-169/08, EU:C:2009:709).


31 –      Η προειδοποιητική επιστολή προς τις ιρλανδικές αρχές φέρει ημερομηνία 18 Μαρτίου 2010 και το διάστημα που εξετάζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την περίοδο από τις 30 Μαρτίου 2009 έως την 1η Μαρτίου 2011 (βλ. αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω αποφάσεως).


32 –      Αντιθέτως, δεν θεωρώ ότι είναι αλυσιτελής. Έστω και αν τα επιχειρήματά της είναι ισχνά, η Ryanair όντως επιχειρεί να θέσει εν αμφιβόλω, αφενός, την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ταυτόχρονη θέσπιση των συντελεστών είναι ζήτημα αμιγώς νομοθετικής τεχνικής και, επομένως, στερείται σημασίας, και, αφετέρου, τη διαπίστωση ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς το συμπέρασμά της ότι ο χαμηλότερος συντελεστής αποτελεί εξαίρεση από τον υψηλότερο συντελεστή.


33 –      Βλ. επίσης σημείο 100 των προτάσεών μου στην υπόθεση British Aggregates κατά Επιτροπής (EU:C:2008:419).


34 –      Στην προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ryanair υποστήριξε ότι, το 2008, ο χαμηλότερος συντελεστής εφαρμόσθηκε σε 50 % των επιβατών της Aer Arann και μόνο σε 1,9 % των δικών της επιβατών.


35 –      Σημειωτέον ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ryanair είχε υποστηρίξει ότι μια συνολική ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή να αναγνωρίσει τον συνολικά αρνητικό αντίκτυπο που είχε το καθεστώς αυτό στην κατάστασή της και, επομένως, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είχε αυτή αποκομίσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα από τη χορηγηθείσα μέσω του εν λόγω καθεστώτος ενίσχυση. Εντούτοις, η Ryanair δεν προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου το κεφάλαιο της αποφάσεως Ryanair στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στο ως άνω επιχείρημα.


36 –      Οι δύο νόμοι με τους οποίους προβλέφθηκε στην Αυστρία, με τον μεν έναν ο φόρος επί της ενέργειας, με τον δε άλλον το δικαίωμα μερικής επιστροφής του φόρου αυτού μόνον όμως υπέρ των επιχειρήσεων που παράγουν ενσώματα αγαθά, καίτοι χωριστοί, εγκρίθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ ταυτόχρονα, βλ. σκέψη 3 της αποφάσεως.


37 –      Με την επίμαχη κανονιστική πράξη, η οποία εκδόθηκε από το δημοτικό συμβούλιο της βελγικής πόλης Seraing, θεσπίσθηκε φόρος κινητήριας δύναμης, προβλέφθηκαν όμως ταυτόχρονα διάφορες περιπτώσεις απαλλαγής από τον φόρο: βλ. σκέψεις 6 έως 9 της αντίστοιχης αποφάσεως.


38 –      Αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum187 κατά Επιτροπής (C-182/03 και C-217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 119), της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C-106/09 P και C-107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 75), της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C-518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 55), και της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ministerio de Defensa και Navantia (C-522/13, EU:C:2014:2262, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


39 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής (C-81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 21), και της 1ης Οκτωβρίου 2015, Electrabel και Dunamenti Erőmű κατά Επιτροπής (C-357/14 P, EU:C:2015:642, σκέψη 105).


40 –      Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής (C-81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 23).


41 –      Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2009, Presidente del Consiglio dei Ministri (C-169/08, EU:C:2009:709).


42 –      Παρατίθεται στην υποσημείωση 3 ανωτέρω.


43 –      Η Ryanair παραπέμπει συναφώς στην οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1).


44 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-350/93, EU:C:1995:96, σκέψη 21).


45 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-348/93, EU:C:1995:95, σκέψη 22), της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής (C-277/00, EU:C:2004:238, σκέψη 75), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen (C-520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψη 57).


46 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-348/93, EU:C:1995:95, σκέψη 27), της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής (C-277/00, EU:C:2004:238, σκέψεις 74 έως 76), και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV (C-275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 34).


47 –      Βλ., παραδείγματος χάριν, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, SEYDALAND (C-239/09, EU:C:2010:778), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott (C-290/07 P, EU:C:2010:480).


48 –      Για ορισμένα παραδείγματα, τα οποία εμφανίζουν αναλογίες με την παρούσα υπόθεση, βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής (T-445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 201) και απόφαση της Επιτροπής 2006/323/ΕΚ, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία, η οποία επικυρώθηκε τελικά από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV, EU:T:2012:134).


49 –      Στην πραγματικότητα, όταν η επιχείρηση ενεργεί ως απλός διαμεσολαβητής επιφορτισμένος με την είσπραξη του φόρου για λογαριασμό του δημόσιου ταμείου, ο φόρος δεν βαρύνει τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως και η τυχόν μείωσή του δεν αποτελεί πλεονέκτημα με τη μορφή της ελαφρύνσεως των επιβαρύνσεων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως, όπως αποσαφήνισε πρόσφατα το Δικαστήριο σε σχέση με τα δικαιώματα εισόδου στα ελληνικά καζίνα, βλ. διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-530/14 P, EU:C:2015:727, σκέψη 32).


50 –      Τα εν λόγω οφέλη, στο μέτρο που προκαλούν ζημία σε ανταγωνιστές ή τρίτους, μπορούν αντιθέτως να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από τα εν λόγω πρόσωπα κατά του αποδέκτη της ενισχύσεως ή του κράτους που τη χορήγησε: βλ. ανακοίνωση της επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια, 2009/C 85/01, ενότητα 2.2.4, ιδίως σημείο 49, στοιχείο βʹ.


51 –      Μπορούν αντιθέτως να ασκήσουν επιρροή στον καθορισμό του υποχρέου της επιστροφής.


52 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, με παραπομπή σε ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito (C-148/04, EU:C:2005:774, σκέψη 118). Βλ. επίσης απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Alcan Deutschland (C-24/95, EU:C:1997:163).


53 –      Βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C-75/97, EU:C:1999:311, σκέψη 66), και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής (C-310/99, EU:C:2002:143, σκέψη 99).


54 –      Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής (C-372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 104).


55 –      Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρονται η περίπτωση όπου η ενίσχυση επέτρεψε στην ωφελούμενη εταιρία να αποφύγει την εξαφάνισή της από την αγορά, να διευρύνει σταθερά το μερίδιο της στην αγορά ή να διεισδύσει σε άλλη αγορά ή, αντιστρόφως, η περίπτωση όπου η ενίσχυση προκάλεσε την εξαφάνιση ανταγωνίστριας επιχειρήσεως από την αγορά.


56 –      Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, BNP Paribas και BNL κατά Επιτροπής (T-335/08, EU:T:2010:271, σκέψη 50).


57 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Alcan Deutschland (C-24/95, EU:C:1997:163, σκέψεις 34 έως 36).


58 –      Πρόκειται για επιδοτήσεις χορηγούμενες άμεσα στους καταναλωτές για την αγορά αγαθών που προέρχονται από επιχειρήσεις οι οποίες προσδιορίσθηκαν επιλεκτικά, και είναι εμμέσως ωφελούμενες από αυτές. Βλ., παραδείγματος χάριν, την απόφαση 2007/374/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 52/2005 που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία μέσω της συνεισφοράς για την αγορά ψηφιακών αποκωδικοποιητών (ΕΕ 2007, L 147, σ. 1).


59 –      Η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1008/2008 έχει ως εξής: «Οι πελάτες θα πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν αποτελεσματικά τις τιμές των διαφόρων εταιρειών για την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορών. Συνεπώς, το τελικό αντίτιμο που θα πρέπει να καταβάλει ο πελάτης για τις υπηρεσίες αερομεταφορών με προέλευση την [Ένωση] θα πρέπει να αναγράφεται πάντοτε συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων, των επιβαρύνσεων και των τελών. Οι αερομεταφορείς [της Ένωσης] ενθαρρύνονται επίσης να σημειώνουν το τελικό αντίτιμο για τις υπηρεσίες αερομεταφορών από τρίτες χώρες προς την [Ένωση]».


60 –      Ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να είναι υποχρεωτικό. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην καταγγελία της η Ryanair τόνισε ότι, επειδή είναι εταιρία χαμηλού κόστους, η μετακύλιση του ΦΑΜ στους επιβάτες θα είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στην τιμή των εισιτηρίων.


61 –      Βλ., ενδεικτικώς, για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών και των βιομηχανοποιημένων καπνών, την οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), στην οποία προσδιορίζεται ως χρόνος γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως η πράξη της παραγωγής και ως χρόνος κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός η θέση σε ανάλωση.


62 –      Παράδειγμα τέτοιων ενισχύσεων εκτίθεται στην απόφαση που παρατίθεται στην υποσημείωση 60 ανωτέρω.


63 –      Αυτό θα συμβεί ιδίως όταν οι συνθήκες του ανταγωνισμού και η ελαστικότητα της ζητήσεως του αγαθού δεν επιτρέπουν την εύκολη μετακύλιση του φόρου. Σε αγορές στις οποίες οι φορείς μπορούν να εφαρμόζουν τιμές σημαντικά διαφορετικές, όπως στην περίπτωση προϊόντων ή υπηρεσιών με ανελαστική ζήτηση, η μετακύλιση του φόρου μπορεί να αποδεικνύεται στην πράξη περιορισμένη.


64 –      Παρά μόνον στην εξαιρετική περίπτωση εκδόσεως δωρεάν εισιτηρίων.


65 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-530/14 P, EU:C:2015:727, σκέψη 32).


66 –      Στη σκέψη 119 της αποφάσεως Aer Lingus, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής το οποίο βασιζόταν στην πρακτική που ακολουθείται στην περίπτωση των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί της ενέργειας, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η συγκεκριμένη πρακτική αφορούσε την απαλλαγή από φόρους οι οποίοι δεν προορίζονταν, όπως ο ΦΑΜ, να μετακυλισθούν στους πελάτες. Εντούτοις, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είδος ειδικών φόρων καταναλώσεως είναι ήδη απαιτητό από τη θέση σε ανάλωση και όχι μόνο στη φάση της πωλήσεως στον καταναλωτή δεν αποκλείει να μπορούν σε κάθε περίπτωση να υπόκεινται στον μηχανισμό της μετακυλίσεως.


67 –      Από διάφορα σημεία του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε εσφαλμένο αφ’ εαυτό το κριτήριο του υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την ποσοτικοποίηση του πλεονεκτήματος που απορρέει από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή του ΦΑΜ, αλλά μάλλον το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το ενδεχόμενο να μετακύλησαν οι ωφελούμενες αεροπορικές εταιρίες στους επιβάτες το πλεονέκτημα που καθορίσθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο (βλ. σκέψεις 97 έως 101 και 116 της αποφάσεως Aerlingus και σκέψεις 129 έως 133 και 147 της αποφάσεως Ryanair).


68 –      Σκέψεις 44 έως 54. Το Δικαστήριο συνδέει τη δυνατότητα προβολής ενός τέτοιου επιχειρήματος με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και υπενθυμίζει ότι οι ωφελούμενες από ενίσχυση επιχειρήσεις μπορούν να επικαλεσθούν τέτοια εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον αν αυτή χορηγήθηκε τηρουμένης διαδικασίας που προβλέπεται στη Συνθήκη (σκέψεις 48 και 49).


69 –      EU:C:1996:433, σημείο 40.


70 –      Σημείο 39.


71 –      Σκέψη 115 της αποφάσεως Aer Lingus και σκέψη 146 της αποφάσεως Ryanair.


72 –      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση επιστροφής, της οποίας το κόστος θα αποτελούσε αντικείμενο μετακυλίσεως, αφορά όλες τις αεροπορικές εταιρίες που πραγματοποιούν δρομολόγια στα οποία εφαρμόζεται ο χαμηλότερος συντελεστής του ΦΑΜ και οι οποίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους στα εν λόγω δρομολόγια.


73 –      Βλ. σκέψεις 196 έως 201.


74 –      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 1993, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-183/91, EU:C:1993:233, σκέψη 17).


75 –      Βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C-142/87, EU:C:1990:125, σκέψη 66).


76 –      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 1993, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-183/91, EU:C:1993:233, σκέψη 17).


77 –      Βλ., καίτοι σε διαφορετικό πλαίσιο, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Laboratoires Boiron (C-526/04, EU:C:2006:528).


78 –      Επιπλέον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν είχε ενημερωθεί για ήδη κινηθείσες διαδικασίες επιστροφής.


79 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2006, Transalpine Ölleitung in Österreich (C-368/04, EU:C:2006:644, σκέψη 49) και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Finanzamt Linz (C-66/14, EU:C:2015:242, σημείο 30). Αντιθέτως, στην απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Laboratoires Boiron (C-526/04, EU:C:2006:528), το Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο η επιστροφή του επίμαχου φόρου να μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κύκλου των ωφελουμένων από την ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε μέσω της θεσπίσεως του φόρου. Εντούτοις, επισημαίνεται απλώς ότι, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 65 έως 76 της αποφάσεως Aer Lingus, η παρούσα υπόθεση διαφέρει σαφώς από την υπόθεση Laboratoires Boiron και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει κανένα παραλληλισμός μεταξύ εκείνης της υποθέσεως και των παρουσών υποθέσεων.