Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 2ας Μαρτίου 2017 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Άρθρο 7 – Ίση μεταχείριση – Μεθοριακός εργαζόμενος υποκείμενος στον φόρο εισοδήματος στο κράτος μέλος κατοικίας – Αποζημίωση καταβαλλόμενη από το κράτος μέλος απασχολήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Τρόπος υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας – Πλασματικός συνυπολογισμός του φόρου εισοδήματος του κράτους μέλους απασχολήσεως – Αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας κατώτερη των προγενέστερων καθαρών αποδοχών – Διμερής σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογήσεως»
Στην υπόθεση C-496/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landessozialgericht Rheinland-Pfalz, Mainz (ανώτερο δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Mainz, Γερμανία) με απόφαση της 23ης Ιουλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
Alphonse Eschenbrenner
κατά
Bundesagentur für Arbeit,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal, A. Rosas (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουλίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο Bundesagentur für Arbeit, εκπροσωπούμενος από τον B. Klug,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και A. Lippstreu,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer, M. Wasmeier και D. Martin,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7 του κανονισμού (EE) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Alphonse Eschenbrenner, Γάλλου υπηκόου, ο οποίος κατοικεί στη Γαλλία και εργάζεται στη Γερμανία, και του Bundesagentur für Arbeit (ομοσπονδιακού οργανισμού απασχολήσεως, Γερμανία, στο εξής: Οργανισμός), με αντικείμενο τον πλασματικό συνυπολογισμό του φόρου εισοδήματος στη Γερμανία κατά τον καθορισμό του ύψους της χορηγούμενης στον εργαζόμενο αυτόν αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη του.
Το νομικό πλαίσιο
Το διεθνές δίκαιο
3 Κατά το άρθρο 13 της Συμβάσεως που συνήφθη στις 21 Ιουλίου 1959 μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για την αποτροπή της διπλής φορολογήσεως και τη θέσπιση κανόνων αμοιβαίας διοικητικής και νομικής συνδρομής στον τομέα των φόρων εισοδήματος και περιουσίας καθώς και των φόρων επιτηδευματιών και των φόρων ακινήτων, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: γαλλογερμανική φορολογική σύμβαση):
«(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κάτωθι παραγράφων, τα εισοδήματα που προέρχονται από εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος όπου ασκείται η προσωπική δραστηριότητα που αποτελεί την πηγή των εισοδημάτων αυτών. Ως εισοδήματα προερχόμενα από εξαρτημένη εργασία θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι αποδοχές, μισθοί, δώρα ή άλλα επιδόματα, καθώς και όλες οι ανάλογες παροχές που καταβάλλονται ή χορηγούνται από πρόσωπα άλλα από εκείνα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 14.
[...]
(5) a) Κατά παρέκκλιση [από την παράγραφο 1] τα εισοδήματα που προέρχονται από εξαρτημένη εργασία προσώπων τα οποία εργάζονται εντός της μεθοριακής ζώνης ενός συμβαλλομένου κράτους και τα οποία έχουν τη μόνιμη κατοικία τους εντός της μεθοριακής ζώνης του ετέρου συμβαλλομένου κράτους, όπου επιστρέφουν συνήθως καθημερινά, φορολογούνται μόνον εντός αυτού του ετέρου κράτους·
[...]».
4 Το άρθρο 14 της Συμβάσεως αυτής ορίζει τα εξής:
«(1) Οι αποδοχές, μισθοί και ανάλογες αμοιβές, καθώς και οι συντάξεις γήρατος που καταβάλλονται από ένα συμβαλλόμενο κράτος, ένα Land ή ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του κράτους αυτού ή του Land σε φυσικά πρόσωπα που κατοικούν εντός του ετέρου κράτους, για παρεχόμενες ή παρασχεθείσες διοικητικές ή στρατιωτικές υπηρεσίες, φορολογούνται μόνον εντός του πρώτου κράτους [...]
(2) Οι διατάξεις της παραγράφου (1), περίοδος 1, έχουν εφαρμογή και:
1. Επί των ποσών που καταβάλλονται στο πλαίσιο του εκ του νόμου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων·
[...]».
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 492/2011
5 Το κεφάλαιο I του κανονισμού 492/2011 επιγράφεται «Απασχόληση, ισότητα μεταχείρισης και οικογένειες εργαζομένων». Στο τμήμα 2 του εν λόγω κεφαλαίου, με τίτλο «Άσκηση της απασχόλησης και ισότητα μεταχείρισης», το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:
«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.
2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.
[...]»
Η οδηγία 2008/94/ΕΚ
6 Στο κεφάλαιο I, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36), το άρθρο 1, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.»
7 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”.»
8 Στο κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Διατάξεις σχετικές με τους οργανισμούς εγγυήσεως», το άρθρο 3 έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»
9 Στο ίδιο κεφάλαιο, το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/94 ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3.
2. Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στη παράγραφο 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο.
[...]
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγύησης. Τα ανώτατα αυτά όρια δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από ένα όριο κοινωνικώς συμβατό με τον κοινωνικό στόχο της παρούσας οδηγίας.
[...]»
Το γερμανικό δίκαιο
10 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο b, του Einkommensteuergesetz (νόμου περί φορολογίας εισοδήματος) απαλλάσσει την αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας από τον φόρο εισοδήματος.
11 Το άρθρο 165, το οποίο επιγράφεται «Δικαιώματα» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο III, με τίτλο «Προώθηση της απασχολήσεως», του Sozialgesetzbuch (κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: SGB III) ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτη περίοδος, τα εξής:
«Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας εφόσον ασκούσαν επαγγελματική δραστηριότητα στην ημεδαπή και έχουν, σε περίπτωση επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις που ανάγονται στους τρεις τελευταίους μήνες της συμβάσεως εργασίας.»
12 Κατά το άρθρο 167 του SGB III, το οποίο επιγράφεται «Ποσό της αποζημιώσεως»:
«(1) Η αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας καταβάλλεται μέχρι του ύψους των καθαρών αποδοχών, οι οποίες αντιστοιχούν στις ακαθάριστες αποδοχές, εντός των ανωτάτων μηνιαίων ορίων για τον υπολογισμό των εισφορών κατά το άρθρο 341, παράγραφος 4, του SGB III, αφαιρουμένων των νομίμων κρατήσεων.
(2) Σε περίπτωση που ο μισθωτός εργαζόμενος
[...]
2. δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στην ημεδαπή και δεν φορολογείται σε σχέση με την αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων,
αφαιρείται από τις αποδοχές ο φόρος που θα εισπραττόταν μέσω μισθολογικών κρατήσεων, στην περίπτωση φορολογήσεως του εισοδήματός του στην ημεδαπή.»
13 Η πρώτη περίοδος του άρθρου 169 του SGB III, με τίτλο «Υποκατάσταση», έχει ως εξής:
«Οι μισθολογικές απαιτήσεις που θεμελιώνουν δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας μεταβιβάζονται διά υποκαταστάσεως στον [Οργανισμό] στις περιπτώσεις που προβάλλεται αξίωση αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας.»
Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 Ο Α. Eschenbrenner έχει τη γαλλική ιθαγένεια και κατοικεί στο Rahling (Γαλλία), κοντά στα σύνορα της Γερμανίας. Από το έτος 1996 εργαζόταν ως οδηγός στην επιχείρηση Philipp’s Reisen, η οποία ήταν εγκατεστημένη στο Pirmasens (Γερμανία). Κατά τα αναγραφόμενα σε βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας γαλλικής φορολογικής αρχής, ο Α. Eschenbrenner πληρούσε, λόγω της απασχολήσεως αυτής, τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί μεθοριακός εργαζόμενος κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 5, στοιχείο a, της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως και, κατά συνέπεια, ο μισθός που λάμβανε στη Γερμανία φορολογούνταν στη Γαλλία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της εν λόγω συμβάσεως.
15 Στις 29 Ιουνίου 2012, κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της επιχειρήσεως Philipp’s Reisen. Μολονότι οι μισθοί και οι αποδοχές είχαν καταβληθεί εξ ολοκλήρου από την επιχείρηση αυτή έως τον Μάρτιο του 2012, ο Α. Eschenbrenner είχε έναντι του εργοδότη του, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της συγκεκριμένης διαδικασίας αφερεγγυότητας, απαίτηση ανερχόμενη σε 5 571,88 ευρώ αφορώσα την οφειλόμενη σ’ αυτόν αμοιβή για τους μήνες Απρίλιο έως Ιούνιο του 2012.
16 Βάσει των ως άνω ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων, ο Α. Eschenbrenner ζήτησε, στις 13 Ιουλίου 2012, να του καταβληθεί αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας. Για τον υπολογισμό του ποσού της αποζημιώσεως αυτής, ο Οργανισμός αφαίρεσε από τις ακαθάριστες αποδοχές του Α. Eschenbrenner το ποσό των 3 550,24 ευρώ, το οποίο του είχε χορηγηθεί από τον προσωρινό σύνδικο πτωχεύσεως ως προχρηματοδότηση για την περίοδο μεταξύ της 1ης Απριλίου και της 28ης Ιουνίου 2012, καθώς και το ποσό των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και μιας προκαταβολής βάσει σημειώματος δαπανών την οποία είχε λάβει για τον μήνα Απρίλιο. Περαιτέρω, η αρχή αυτή αφαίρεσε, δυνάμει του άρθρου 167, παράγραφος 2, του SGB III, από τις εν λόγω αποδοχές το ποσό του αναλογούντος και υπολογισθέντος βάσει του γερμανικού δικαίου φόρου εισοδήματος, το οποίο ανερχόταν, για τους τρεις εν λόγω μήνες, σε 185 ευρώ, 175 ευρώ και 173 ευρώ αντιστοίχως. Κατά συνέπεια, με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2012, χορηγήθηκε στον Α. Eschenbrenner ως αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας το συνολικό ποσό των 356,77 ευρώ.
17 Στη διοικητική προσφυγή του κατά της αποφάσεως αυτής, ο Α. Eschenbrenner υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι ο συνυπολογισμός του φόρου βάσει του φορολογικού συντελεστή που ίσχυε στη Γερμανία, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, συνιστούσε δυσμενή διάκριση και αντέβαινε, συνεπώς, στο δίκαιο της Ένωσης, διότι ο ίδιος δεν φορολογούνταν στη Γερμανία. Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, αυτή η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε από τον Οργανισμό.
18 Ο Α. Eschenbrenner άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του Οργανισμού, υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος υπολογισμού του ύψους της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, διότι στερούσε από τους μεθοριακούς εργαζομένους, όπως ο Α. Eschenbrenner, τη δυνατότητα να εισπράξουν αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας αντίστοιχη προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές τους. Αντιθέτως προς τα ισχύοντα για όσους εργάζονται και κατοικούν στη Γερμανία, το ποσό της εν λόγω αποζημιώσεως για τους μεθοριακούς εργαζομένους υπολειπόταν των προηγούμενων καθαρών αποδοχών τους λόγω, μεταξύ άλλων, των διαφορετικών φορολογικών συντελεστών που ίσχυαν στη Γερμανία και στη Γαλλία. Κατόπιν απορρίψεως της προσφυγής του από το Sozialgericht Speyer (δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως του Speyer, Γερμανία), ο Α. Eschenbrenner άσκησε έφεση ενώπιον του Landessozialgericht Rheinland-Pfalz, Mainz (ανώτερου δικαστηρίου υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Mainz, Γερμανία).
19 Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η έφεση του Α. Eschenbrenner μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον εάν η προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως με τους Γερμανούς εργαζομένους αποκλείει τον πλασματικό συνυπολογισμό του γερμανικού φόρου εισοδήματος, βάσει του άρθρου 167, παράγραφος 2, του SGB III, κατά τον υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας. Διαπιστώνοντας ότι η αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 492/2011, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως από τους ημεδαπούς εργαζομένους λόγω της ιθαγένειάς τους και πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχουν τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς.
20 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η πλασματική αφαίρεση του γερμανικού φόρου εισοδήματος συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση, αφενός, στο πλαίσιο υπολογισμού του ύψους του προσωρινού συμπληρωματικού επιδόματος υπέρ των πρώην πολιτικών υπαλλήλων των συμμαχικών δυνάμεων στη Γερμανία (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, , C-400/02, EU:C:2004:537) και, αφετέρου, στο πλαίσιο υπολογισμού του ύψους των καταβαλλόμενων μισθολογικών προσαυξήσεων στους εργαζομένους που τελούν υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως πριν από τη συνταξιοδότησή τους (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, , C-172/11, EU:C:2012:399).
21 Βεβαίως, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις τις οποίες αφορούσαν οι δύο εκείνες υποθέσεις, το άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III δεν συνεπάγεται, στην πράξη, διπλή φορολόγηση υπό τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιστάσεις, δεδομένου ότι η αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας φορολογείται μεν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, σημείο 1, της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως, στο κράτος που χορηγεί την αποζημίωση αυτή, απαλλάσσεται δε του φόρου στη Γερμανία βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος και, συνεπώς, μόνον ο φόρος που θα οφειλόταν στη Γερμανία συνυπολογίζεται πλασματικά κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας.
22 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ύψος της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας πρέπει, κατ’ αρχήν, να ισούται προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του εργαζομένου. Όμως μολονότι, κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης στο άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III μεθόδου υπολογισμού, οι μεθοριακοί εργαζόμενοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους εργαζομένους που κατοικούν και εργάζονται στη Γερμανία όσον αφορά το ποσό της εισπραττόμενης αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, η μέθοδος αυτή στερεί ειδικά από τους μεθοριακούς εργαζομένους τη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση ισόποση προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές τους.
23 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εξάλλου, εάν το αποτέλεσμα αυτό συνάδει προς την οδηγία 2008/94. Παραπέμποντας ιδίως στις αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2004, (C-19/01, C-50/01 και C-84/01, EU:C:2004:119), καθώς και της 17ης Νοεμβρίου 2011, (C-435/10, EU:C:2011:751), το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι, μολονότι η εν λόγω οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγυήσεως, προβλέπει εντούτοις την πλήρη ικανοποίηση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν τα συγκεκριμένα ανώτατα όρια. Όμως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων έχει ως αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται εξ ολοκλήρου οι ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις.
24 Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει επίσης, αντιθέτως προς την εκτίμηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην απόφασή του, ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Α. Eschenbrenner έχει, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, τη δυνατότητα να προβάλει έναντι του εργοδότη του απαίτηση καταβολής της διαφοράς μεταξύ του ποσού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας που υπολογίζεται βάσει του άρθρου 167, παράγραφος 2, του SGB III, και του ποσού των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landessozialgericht Rheinland-Pfalz, Mainz (ανώτερο δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Mainz) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνάδει προς τις διατάξεις του πρωτογενούς και/ή του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (ιδίως προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ […] και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011), το γεγονός ότι, στην περίπτωση εργαζομένου που έχει προηγουμένως εργαστεί στη Γερμανία, κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και δεν υπόκειται στον γερμανικό φόρο εισοδήματος ούτε φορολογείται, βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων, σε σχέση με την αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας, ο φόρος εισοδήματος ο οποίος θα εισπραττόταν, εάν ο εν λόγω εργαζόμενος υπαγόταν στη γερμανική φορολογία εισοδήματος, αφαιρείται πλασματικά από τις αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζεται η οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, όταν ο εργαζόμενος δεν δύναται πλέον να προβάλει έναντι του εργοδότη την απαίτηση καταβολής των υπόλοιπων ακαθάριστων αποδοχών;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υπάρχει συμβατότητα με τις διατάξεις του πρωτογενούς και/ή του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης, εάν ο εργαζόμενος στην προαναφερόμενη περίπτωση διατηρεί την απαίτηση έναντι του εργοδότη του για καταβολή των υπόλοιπων ακαθάριστων αποδοχών;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
26 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, χορηγούμενης από κράτος μέλος σε μεθοριακό εργαζόμενο που δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο συγκεκριμένο κράτος ούτε φορολογείται σε σχέση με την αποζημίωση αυτή, διά της αφαιρέσεως, από τις αποδοχές που αποτελούν τη βάση υπολογισμού της εν λόγω αποζημιώσεως, του ισχύοντος σ’ αυτό το κράτος φόρου εισοδήματος, με συνέπεια ο συγκεκριμένος μεθοριακός εργαζόμενος να μη λαμβάνει, αντιθέτως προς όσους κατοικούν και εργάζονται στο ίδιο κράτος, αποζημίωση αντίστοιχη προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του. Περαιτέρω, το δικαστήριο αυτό διερωτάται εάν επηρεάζει την ανάλυση αυτή το γεγονός ότι ο εν λόγω μεθοριακός εργαζόμενος δεν μπορεί να προβάλει έναντι του εργοδότη του απαίτηση καταβολής του μέρους των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του το οποίο δεν έλαβε λόγω της αφαιρέσεως αυτής.
27 Κατ’ αρχάς πρέπει να αναλυθεί η φορολογική μεταχείριση της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας στην περίπτωση μεθοριακών εργαζομένων, όπως ο Α. Eschenbrenner.
28 Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, σημείο 1, της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει την εξουσία φορολογήσεως των κοινωνικών πλεονεκτημάτων, όπως η επίμαχη αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας, που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού. Ομοίως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο Α. Eschenbrenner δεν φορολογείται, εν τοις πράγμασι, για τη συγκεκριμένη αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας στη Γαλλία.
29 Εξάλλου, η γερμανική φορολογική νομοθεσία απαλλάσσει αυτή την αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας από τον φόρο εισοδήματος, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος.
30 Συνεπώς, η χορήγηση της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας υπό τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιστάσεις δεν υπάγεται τυπικώς ούτε σε διπλή φορολόγηση ούτε στον γερμανικό φόρο εισοδήματος. Λαμβάνεται όμως πλασματικά υπόψη ο φόρος που θα είχε εισπραχθεί μέσω κρατήσεων επί του μισθού του Α. Eschenbrenner στην περίπτωση φορολογήσεως του εισοδήματός του στη Γερμανία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη του.
31 Συναφώς, οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης διακρίνονται από εκείνες των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, (C-400/02, EU:C:2004:537), και της 28ης Ιουνίου 2012, (C-172/11, EU:C:2012:399), στις οποίες παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, και οι οποίες αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες οι επίμαχες παροχές φορολογούνταν κατ’ ουσίαν και στα δύο κράτη μέλη. Πράγματι, αντιθέτως προς την περίπτωση της κύριας δίκης, ένα κράτος μέλος είχε, βάσει της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως, την εξουσία φορολογήσεως των επίμαχων παροχών στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις, ενώ οι εν λόγω παροχές υπάγονταν σε πλασματική αφαίρεση φόρου στο άλλο κράτος μέλος (βλ., αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, , C-400/02, EU:C:2004:537, σκέψεις 11 και 24, καθώς και της 28ης Ιουνίου 2012, , C-172/11, EU:C:2012:399, σκέψη 34).
32 Όσον αφορά, ακολούθως, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, ως προς την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Η διάταξη αυτή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, το οποίο ορίζει ότι ο εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των λοιπών κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.
33 Πρέπει να διαπιστωθεί, καταρχάς, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III μέθοδος υπολογισμού δεν συνιστά διαφορετική μεταχείριση των οικείων εργαζομένων λόγω ιθαγένειας, καθόσον η διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων γίνεται βάσει, μεταξύ άλλων, του εάν ο εργαζόμενος φορολογείται στη Γερμανία.
34 Ο Α. Eschenbrenner υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III, χωρίς να εισάγει άμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας, έχει εντούτοις δυσμενή εις βάρος του αποτελέσματα σε σχέση με τα πρόσωπα που εργάζονται και κατοικούν στη Γερμανία, τα οποία λαμβάνουν την ίδια αποζημίωση.
35 Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία προβλέπεται τόσο στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011, απαγορεύει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή έμμεσης διακρίσεως, η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων διαχωριστικών κριτηρίων, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, , C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Μια διάταξη του εθνικού δικαίου, έστω και αν εφαρμόζεται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγένειας, πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγεται εμμέσως διάκριση, εφόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικότερα τους διακινούμενους εργαζομένους, εκτός εάν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, , C-514/12, EU:C:2013:799, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Προκειμένου να καθοριστεί εάν η μέθοδος υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας που προβλέπει το άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III, συνιστά διαφορετική μεταχείριση που αντιβαίνει στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν ένας μεθοριακός εργαζόμενος, όπως ο Α. Eschenbrenner, βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με πρόσωπο που εργάζεται και κατοικεί στη Γερμανία, ενώ συντρέχουν κατά τα λοιπά οι ίδιες περιστάσεις.
38 Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα πρόσωπα που εργάζονται και κατοικούν στη Γερμανία λαμβάνουν, βάσει του άρθρου 167, παράγραφος 1, του SGB III, αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας της οποίας το ύψος αντιστοιχεί, κατ’ αρχήν, στις προηγούμενες καθαρές αποδοχές τους.
39 Αντιθέτως, στην περίπτωση των μεθοριακών εργαζομένων που δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στη Γερμανία, όπως ο Α. Eschenbrenner, η ισχύουσα μέθοδος υπολογισμού του ύψους της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας προβλέπεται στο άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III, κατά το οποίο πρέπει, για τον σκοπό αυτό, να αφαιρούνται από τις προηγούμενες αποδοχές του εν λόγω εργαζομένου οι φόροι που θα είχαν εισπραχθεί επί των αποδοχών του στην περίπτωση φορολογήσεως του εισοδήματός του στη Γερμανία.
40 Κατ’ εφαρμογήν της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως, στις αποδοχές του Α. Eschenbrenner επιβλήθηκε φόρος εισοδήματος στη Γαλλία, ενώ ο ίδιος ήταν εν ενεργεία εργαζόμενος, ο δε φορολογικός συντελεστής που ίσχυε στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήταν κατώτερος του ισχύοντος στη Γερμανία. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτού του μεθοριακού εργαζομένου, η εφαρμογή της μνημονευόμενης στην προηγούμενη σκέψη μεθόδου υπολογισμού είχε ως αναγκαίο αποτέλεσμα να λάβει αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας η οποία δεν αντιστοιχούσε στις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του.
41 Όσον αφορά τη συμβατότητα του αποτελέσματος αυτού με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 πρέπει να υπομνησθεί, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει, κατ’ εφαρμογήν της γαλλογερμανικής φορολογικής συμβάσεως, την εξουσία φορολογήσεως της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας. Το γεγονός ότι το κράτος αυτό απαλλάσσει την εν λόγω αποζημίωση από τον φόρο, προβλέποντας παραλλήλως, για τον υπολογισμό του ύψους της, την αφαίρεση ενός ποσού το οποίο αντιστοιχεί στον φόρο εισοδήματος, βάσει του ισχύοντος στο εν λόγω κράτος φορολογικού συντελεστή, ουδόλως μεταβάλλει το συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση εμπίπτει, κατ’ ουσίαν, στο πεδίο ασκήσεως της φορολογικής αρμοδιότητας του κράτους αυτού.
42 Πράγματι, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απαλλαγή αυτή και η πλασματική αφαίρεση φόρου προβλέπονται ιδίως προκειμένου να αποφευχθεί, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων για τη χορήγηση της εν λόγω αποζημιώσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας επιχειρήσεως, μια διαδικασία φορολογήσεως σε δύο στάδια, στο πρώτο εκ των οποίων θα λαμβάνονταν υπόψη οι ακαθάριστες αποδοχές για τον υπολογισμό της εν λόγω αποζημιώσεως, ενώ στο δεύτερο θα επιβαλλόταν φόρος εισοδήματος στην αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας.
43 Ομοίως, μολονότι η μέθοδος υπολογισμού του ύψους της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας που καταβάλλεται στους μεθοριακούς εργαζομένους, όπως ο Α. Eschenbrenner, ορίζεται στο άρθρο 167, παράγραφος 2, του SGB III, δηλαδή σε διάταξη του δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως, εντούτοις η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στον φόρο εισοδήματος και προβλέπει τον συνυπολογισμό του φόρου αυτού για τον υπολογισμό του ύψους της εν λόγω αποζημιώσεως.
44 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα αποτελέσματα αυτής της εθνικής νομοθεσίας στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων πρέπει να εκτιμηθούν λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου περί φορολογικών μέτρων.
45 Μολονότι είναι αληθές ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητά τους στον τομέα της άμεσης φορολογίας τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και, μεταξύ άλλων, τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η ΣΕΕ (βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 171 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εντούτοις από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τις δυσμενείς συνέπειες στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που απορρέουν από τις διαφορές μεταξύ των φορολογικών κλιμάκων των κρατών μελών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, , C-336/96, EU:C:1998:221, σκέψεις 47 και 53).
46 Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών ρυθμίσεων των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα, η απόφαση ενός εργαζομένου να ασκήσει την ελεύθερη κυκλοφορία δυνάμει, ιδίως, του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, μπορεί να αποβεί, ανάλογα με την περίπτωση, περισσότερο ή λιγότερο επωφελής ή επιζήμια για τον εν λόγω εργαζόμενο από φορολογικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, αντιστοίχως όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, , C-365/02, EU:C:2004:449, σκέψη 34, και της 12ης Ιουλίου 2005, , C-403/03, EU:C:2005:446, σκέψη 45· όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2007, , C-298/05, EU:C:2007:754, σκέψη 51, και της 28ης Φεβρουαρίου 2008, , C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 43· και, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, , C-322/11, EU:C:2013:716, σκέψη 80).
47 Εν προκειμένω, μολονότι η αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας που έλαβε ο Α. Eschenbrenner υπολείπεται των καθαρών αποδοχών τις οποίες ελάμβανε πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη του, αυτή η δυσμενής συνέπεια είναι αποτέλεσμα του γεγονότος και μόνον ότι ο ισχύων φορολογικός συντελεστής στο κράτος μέλος που χορηγεί την αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας, το οποίο και έχει την εξουσία φορολογήσεως της αποζημιώσεως αυτής, είναι μεγαλύτερος από τον ισχύοντα στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούσε ο εργαζόμενος αυτός κατά το διάστημα που ήταν εν ενεργεία.
48 Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο εάν οι διαφορετικές φορολογικές ρυθμίσεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, επηρεάζουν το ποσό της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας που εισπράττει ένας μεθοριακός εργαζόμενος, όπως ο Α. Eschenbrenner, καθόσον τούτο εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως. Πράγματι, το ποσό αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του εν λόγω εργαζομένου, αναλόγως του ισχύοντος φορολογικού συντελεστή στα οικεία κράτη μέλη.
49 Συνεπώς, στο μέτρο που το επίμαχο στην κύρια δίκη δυσμενές αποτέλεσμα είναι απόρροια των διαφορετικών φορολογικών κλιμάκων στα οικεία κράτη μέλη, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 δεν εμποδίζουν τη θέσπιση νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
50 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τις εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την οδηγία 2008/94.
51 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
52 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας αυτής συνίσταται στο να διασφαλίσει σε όλους τους μισθωτούς μια ελάχιστη προστασία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν τις αποδοχές συγκεκριμένης περιόδου (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, , C-435/10, EU:C:2011:751, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, , C-454/15, EU:C:2016:891, σκέψεις 32 και 35).
53 Τα κράτη μέλη οφείλουν, συνεπώς, να διασφαλίζουν την πληρωμή του συνόλου των ανεξόφλητων απαιτήσεων, εντός ενός ανωτάτου ορίου εγγυήσεως της πληρωμής των εν λόγω απαιτήσεων, το οποίο δικαιούνται να καθορίζουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, , C-19/01, C-50/01 και C-84/01, EU:C:2004:119, σκέψη 36).
54 Εντούτοις, μολονότι οι οργανισμοί εγγυήσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω ανεξόφλητες απαιτήσεις, ιδίως δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/94, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να διευκρινίσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τον όρο «απαίτηση» και να καθορίσει το περιεχόμενό του (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, , C-69/08, EU:C:2009:468, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
55 Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών να προσδιορίσει τη φορολογική μεταχείριση των ανεξόφλητων απαιτήσεων τις οποίες αναλαμβάνουν οι οργανισμοί εγγυήσεως κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2008/94. Το ούτως οριζόμενο καθεστώς δεν μπορεί, εντούτοις, να θίγει τον κοινωνικό σκοπό της εν λόγω οδηγίας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως και, γενικότερα, να αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης.
56 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2008/94 δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν στον εργαζόμενο αποζημίωση, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ίση προς τις προηγούμενες ακαθάριστες αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του μέρους των αποδοχών αυτών που αντιστοιχεί στον φόρο.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2008/94 ωσαύτως δεν απαιτεί να έχει ο εργαζόμενος έναντι του εργοδότη του απαίτηση καταβολής του μέρους των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του που αντιστοιχεί στον φόρο, το οποίο δεν καλύπτεται από τη χορηγούμενη αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας.
58 Ομοίως, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο σχετικά με τη συμβατότητα της υπό κρίση εθνικής νομοθεσίας προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές δεν απαιτούν να λαμβάνει ένας μεθοριακός εργαζόμενος, όπως ο Α. Eschenbrenner, αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας αντίστοιχη προς τον προηγούμενο ακαθάριστο μισθό του, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, ούτε επιβάλλουν, συνεπώς, να έχει ο εργαζόμενος αυτός, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, απαίτηση έναντι του εργοδότη για την καταβολή του μέρους των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του το οποίο δεν καλύπτεται από τη χορηγούμενη αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας.
59 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, χορηγούμενης από κράτος μέλος σε μεθοριακό εργαζόμενο που δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο συγκεκριμένο κράτος ούτε φορολογείται σε σχέση με την αποζημίωση αυτή, διά της αφαιρέσεως, από τις αποδοχές που αποτελούν τη βάση υπολογισμού της εν λόγω αποζημιώσεως, του ισχύοντος σ’ αυτό το κράτος φόρου εισοδήματος, με συνέπεια ο συγκεκριμένος μεθοριακός εργαζόμενος να μη λαμβάνει, αντιθέτως προς όσους κατοικούν και εργάζονται στο ίδιο κράτος, αποζημίωση αντίστοιχη προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει, έναντι του εργοδότη του, απαίτηση καταβολής του μέρους των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του το οποίο δεν έλαβε λόγω της αφαιρέσεως αυτής είναι συναφώς άνευ σημασίας.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
60 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
61 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, χορηγούμενης από κράτος μέλος σε μεθοριακό εργαζόμενο που δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο συγκεκριμένο κράτος ούτε φορολογείται σε σχέση με την αποζημίωση αυτή, διά της αφαιρέσεως, από τις αποδοχές που αποτελούν τη βάση υπολογισμού της εν λόγω αποζημιώσεως, του ισχύοντος σ’ αυτό το κράτος φόρου εισοδήματος, με συνέπεια ο συγκεκριμένος μεθοριακός εργαζόμενος να μη λαμβάνει, αντιθέτως προς όσους κατοικούν και εργάζονται στο ίδιο κράτος, αποζημίωση αντίστοιχη προς τις προηγούμενες καθαρές αποδοχές του. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει, έναντι του εργοδότη του, απαίτηση καταβολής του μέρους των προηγούμενων ακαθάριστων αποδοχών του το οποίο δεν έλαβε λόγω της αφαιρέσεως αυτής είναι συναφώς άνευ σημασίας.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.