Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Ιουνίου 2018 (1)

Υπόθεση C-135/17

X-GmbH

κατά

Finanzamt Stuttgart - Körperschaften

[αίτηση του Bundesfinanzhof
(ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Άρθρα 56 και 57 ΕΚ – Κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών – Περιορισμοί – Ρήτρα “standstill” – Άμεσες επενδύσεις – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη φορολόγηση των εισοδημάτων που προέρχονται από εταιρίες με έδρα στην αλλοδαπή – Δικαιολόγηση – Καταπολέμηση των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων – Ισόρροπη κατανομή της φορολογικής εξουσίας – Διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο, Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 56 και 57 ΕΚ (νυν άρθρα 63 και 64 ΣΛΕΕ, αντιστοίχως), προκειμένου να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το γερμανικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις «συμμετοχές σε αλλοδαπές ενδιάμεσες εταιρίες» (2) συνεπάγεται περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων έναντι τρίτων χωρών, περιορισμό ο οποίος, μολονότι δεν καλύπτεται από τη ρήτρα «standstill», του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως ειδικότερα η καταπολέμηση των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων.

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας γερμανικού δικαίου X και της Finanzamt Stuttgart-Körperschaften (δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της Στουτγάρδης – διεύθυνση νομικών προσώπων, Γερμανία) με αντικείμενο τον συνυπολογισμό των εισοδημάτων που αποκτήθηκαν κατά τα έτη 2005 και 2006 από την Y, εταιρία ελβετικού δικαίου η οποία ανήκει κατά ποσοστό 30 % στην X, στη φορολογική βάση της τελευταίας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Gesetz über die Besteuerung bei Auslandsbeziehungen (Aussensteuergesetz) (νόμου περί φορολογήσεως των συναλλαγών εξωτερικού) της 8ης Σεπτεμβρίου 1972 (3), όπως τροποποιήθηκε με τον Missbrauchsbekämpfungs- und Steuerbereinigungsgesetz (νόμο περί φορολογικής εναρμονίσεως και περί καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής) της 21ης Δεκεμβρίου 1993 (4) και από τον Gesetz zur Fortentwicklung des Unternehmenssteuerrechts (νόμο για την εξέλιξη του εταιρικού φορολογικού δικαίου), της 20ής Δεκεμβρίου 2001 (5) (στο εξής: UntStFG 2001) (στο εξής: AStG).

3.        Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφοι 6 και 6a, καθώς και του άρθρου 8 του AStG, τα εισοδήματα από αλλοδαπή εταιρία, στο κεφάλαιο της οποίας μετέχει υποκείμενος στον φόρο, κάτοικος Γερμανίας, με ποσοστό τουλάχιστον 1 %, είναι φορολογητέα για τον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο εφόσον πρόκειται για «ενδιάμεσα εισοδήματα από επενδύσεις», δηλαδή εφόσον αυτά υπόκεινται σε φορολόγηση, στην αλλοδαπή, των κερδών με συντελεστή χαμηλότερο του 25 % και δεν προέρχονται από τις λεγόμενες «ενεργές» οικονομικές δραστηριότητες.

4.        Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι η εταιρία Y χαρακτηρίστηκε από τη γερμανική φορολογική αρχή ως ενδιάμεση αλλοδαπή εταιρία ως προς «ενδιάμεσα εισοδήματα από επενδύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφοι 6 και 6a, του AStG. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις επίμαχες φορολογικές χρήσεις, η γερμανική φορολογική αρχή έκρινε ότι οι απαιτήσεις που απέκτησε η Y, από γερμανική εταιρία και, εν μέρει, λόγω δανείου που συνήψε η X, παρείχαν δικαίωμα συμμετοχής στα αθλητικά αποτελέσματα τεσσάρων γερμανικών αθλητικών σωματείων, κυρίως από κέρδη αντλούμενα από τα δικαιώματα μεταδόσεως αθλητικών γεγονότων των σωματείων αυτών. Επομένως, τα εισοδήματα της Y έπρεπε να χαρακτηριστούν ως ενδιάμεσα εισοδήματα από επενδύσεις και να συμπεριληφθούν στη φορολογική βάση της X όσον αφορά τις επίμαχες στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης δύο φορολογικές χρήσεις.

5.        Η X, αφού προσέβαλε ανεπιτυχώς τις αποφάσεις της γερμανικής φορολογικής αρχής, προσέφυγε ενώπιον του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου).

6.        Το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) επισημαίνει ότι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 7, παράγραφοι 6 και 6a, του AStG κανόνες σχετικά με τον συνυπολογισμό των ενδιάμεσων εισοδημάτων από επενδύσεις στη φορολογική βάση μετόχου, απεριόριστα υποκείμενου στον φόρο στη Γερμανία, αφορούν αποκλειστικά τις συμμετοχές σε αλλοδαπές εταιρίες. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η συγκεκριμένη γερμανική νομοθεσία θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος απαγορεύεται, κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ.

7.        Ωστόσο, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) διερωτάται εάν η εν λόγω εθνική νομοθεσία συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ρήτρας «standstill», κατά την οποία το άρθρο 56 ΕΚ δεν θίγει την εφαρμογή, σε τρίτες χώρες, των περιορισμών που ίσχυαν κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού δικαίου σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες, που αφορούν, ιδίως, άμεσες επενδύσεις. Υπενθυμίζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, καταρχήν, να καθορίσει, στο πλαίσιο αυτό, το περιεχόμενο της «ισχύουσας» κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 νομοθεσίας, το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει διασαφηνίσεις ως προς την επίμαχη γερμανική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά δύο παραμέτρους.

8.        Πρώτον, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου), οι ισχύοντες κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 κανόνες σχετικά με τον συνυπολογισμό «των ενδιάμεσων εισοδημάτων από επενδύσεις» στη φορολογική βάση μετόχου, απεριόριστα υποκείμενου στον φόρο στη Γερμανία, τροποποιήθηκαν από τον Gesetz zur Senkung der Steuersätze und zur Reform der Unternehmensbesteuerung (Steuersenkungsgesetz) (νόμο περί μειώσεως του φόρου και περί μεταρρυθμίσεως της φορολογίας των επιχειρήσεων), της 23ης Οκτωβρίου 2000, (στο εξής: StSenkG 2000) (6). Το δικαστήριο αυτό διαπιστώνει ότι, μολονότι ο StSenkG 2000 όντως αναδιάρθρωσε εκ βάθρων τους εν λόγω εφαρμοστέους κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 κανόνες, εντούτοις οι τροποποιήσεις τις οποίες θεωρείται ότι επέφερε η νομοθεσία αυτή στον AStG καταργήθηκαν με τον UntStFG 2001, προτού καν καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής, για πρώτη φορά, στα εισοδήματα αυτά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση.

9.        Συναφώς, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) εκτιμά ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον, δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, η διασφάλιση της διατηρήσεως ενός περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ο οποίος ίσχυε κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, μπορεί να καταστεί ανενεργή αποκλειστικά και μόνο λόγω του τυπικού κανονιστικού αποτελέσματος της τροποποιητικής ρυθμίσεως ή εάν η τροποποίηση πρέπει επίσης να είχε πράγματι εφαρμοστεί στην πράξη.

10.      Δεύτερον, ο UntStFG 2001 επανέφερε σε ισχύ, όσον αφορά τους κανόνες περί συνυπολογισμού των ενδιάμεσων εισοδημάτων από επενδύσεις στη φορολογική βάση μετόχου, απεριόριστα υποκείμενου στον φόρο στη Γερμανία, τις ισχύουσες κατά την 31η Δεκεμβρίου έννομες συνέπειες, εξαιρουμένου ενός στοιχείου. Ο UntStFG 2001, μεταξύ άλλων, μείωσε το απαιτούμενο για τον συνυπολογισμό ελάχιστο ποσοστό της συμμετοχής στην αλλοδαπή ενδιάμεση εταιρία από 10 %, που ίσχυε προηγουμένως, στο 1 %. Περαιτέρω, ο συνυπολογισμός αυτός πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εφαρμόζεται ακόμη και στις κατώτερες του 1 % συμμετοχές. Ωστόσο, κατά το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο), μολονότι η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω κανόνων στις κατώτερες του 10 % συμμετοχές χαρτοφυλακίου συνιστά ουσιώδη τροποποίηση η οποία διευρύνει τον περιορισμό των διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων κατά μη αμελητέο τρόπο, εντούτοις η τροποποίηση αυτή δεν αφορά τις άμεσες επενδύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά αποκλειστικά τις συμμετοχές χαρτοφυλακίου. Επομένως, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) εκτιμά ότι η ρήτρα «standstill» θα μπορούσε να έχει εφαρμογή εν προκειμένω, στον βαθμό που οι κανόνες που τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση της X, της οποίας η συμμετοχή κατά ποσοστό 30 % στην Y συνιστά άμεση επένδυση, δεν επηρεάστηκαν από την τροποποίηση που επήλθε με τον UntStFG 2001 όσον αφορά τις συμμετοχές χαρτοφυλακίου.

11.      Στην περίπτωση που η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν εμπίπτει στη ρήτρα «standstill» λόγω μίας από τις δύο αυτές παραμέτρους, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) διερωτάται αν και κατά πόσο μια τέτοια νομοθεσία δεν συνιστά απαγορευμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ο οποίος, ενδεχομένως, μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα σχετικά με τη φορολόγηση των εισοδημάτων των ενδιάμεσων εταιριών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:544). Εντούτοις, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση εκείνη εντασσόταν στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως που έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και όχι στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών με τρίτες χώρες. Σε περίπτωση που η νομολογία αυτή καλύπτει και περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με τον δικαιολογημένο χαρακτήρα της εθνικής νομοθεσίας.

12.      Υπό τις συνθήκες αυτές το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) την έννοια ότι οι διατάξεις του άρθρου 56 ΕΚ (νυν άρθρου 63 ΣΛΕΕ) δεν θίγουν επιβληθέντα από κράτος μέλος και ισχύοντα, όσον αφορά τις άμεσες επενδύσεις, κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 περιορισμό της κινήσεως κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες, ακόμη και στην περίπτωση που η ισχύουσα κατά την εν λόγω ημερομηνία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, με την οποία περιοριζόταν η κίνηση κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες, κατ’ ουσίαν ίσχυε μόνο για τις άμεσες επενδύσεις, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή η εφαρμογή της επεκτάθηκε και σε συμμετοχές χαρτοφυλακίου σε αλλοδαπές εταιρίες κατά ποσοστό υπολειπόμενο του ορίου συμμετοχής 10 %;

2.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ [νυν άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ)] την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται ισχύουσα κατά την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1993 διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, με την οποία περιορίζεται η κίνηση κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες όσον αφορά τις άμεσες επενδύσεις, σε περίπτωση που εφαρμόζεται μεταγενέστερη του ισχύοντος κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία περιορισμού νομοθετική διάταξη, η οποία είναι κατ’ ουσίαν αντίστοιχη προς τον περιορισμό αυτόν, αλλά ο ισχύων κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία περιορισμός είχε τροποποιηθεί ουσιωδώς, μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία και για σύντομη περίοδο, με νόμο ο οποίος, μολονότι τέθηκε τυπικώς σε ισχύ, ωστόσο δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη, επειδή, ήδη πριν από την ημερομηνία της ενάρξεως εφαρμογής του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αντικαταστάθηκε από τη νυν εφαρμοζόμενη νομοθετική διάταξη;

3.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως σε ένα από τα δύο πρώτα ερωτήματα: αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ [νυν άρθρο 63 ΣΛΕΕ] ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, στη βάση επιβολής φόρου σε υποκείμενο στον φόρο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εκείνο και συμμετέχει κατά ποσοστό τουλάχιστον 1 % σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλη χώρα (εν προκειμένω στην Ελβετία), συνυπολογίζονται, αναλογικώς, αντιστοίχως προς το ακριβές ποσοστό συμμετοχής, τα εισοδήματα από επενδύσεις τα οποία απέκτησε η εν λόγω εταιρία, εφόσον τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε χαμηλότερη φορολόγηση συγκριτικώς προς το προαναφερθέν κράτος;»

13.      Επί των ερωτημάτων αυτών υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με εξαίρεση τη Γαλλική και τη Σουηδική Κυβέρνηση οι οποίες δεν παρέστησαν, οι υπόλοιποι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους με τις αγορεύσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Μαρτίου 2018.

II.    Ανάλυση

14.      Ενώ τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν την ερμηνεία της ρήτρας «standstill» που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, διάταξη της οποίας η εφαρμογή προϋποθέτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία χαρακτηρίζεται ως αντίθετος προς το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα θέτει ειδικώς το ζήτημα του χαρακτηρισμού αυτού και του δικαιολογημένου χαρακτήρα ενός τέτοιου περιορισμού.

15.      Επομένως, στην ανάλυση που ακολουθεί δεν θα τηρηθεί η σειρά με την οποία υποβλήθηκαν τα ερωτήματα από το αιτούν δικαστήριο. Θα εξετάσω, σε πρώτο στάδιο, εάν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης γερμανικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις «συμμετοχές σε αλλοδαπές ενδιάμεσες εταιρίες», συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, δεν αμφισβητείται (τίτλος A). Σε δεύτερο στάδιο, απαιτείται να προσδιοριστεί εάν ο περιορισμός αυτός μπορεί, εντούτοις, να παραμείνει σε ισχύ λόγω του ότι καλύπτεται από την προβλεπόμενη από το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ρήτρα «standstill» (τίτλος B). Συναφώς, εκ προοιμίου επισημαίνω ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία πληροί, κατ’ εμέ, τόσο το χρονικό όσο και το καθ’ ύλην κριτήριο που προβλέπει το άρθρο αυτό. Επομένως μόνον επικουρικώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την ανάλυσή μου σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της ρήτρας «standstill», θα εξετάσω, σε τρίτο στάδιο, εάν ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος επιβάλλεται από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία δύναται να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (τίτλος Γ).

1.      Επί της υπάρξεως περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ

1.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

16.      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι ο AStG έχει εφαρμογή στους υποκειμένους στον φόρο, κατοίκους Γερμανίας, οι οποίοι συμμετέχουν σε εταιρία τρίτης χώρας που επιβάλλει, κατά τον AStG, «χαμηλότερη» φορολογία στα κέρδη της εταιρίας αυτής, χωρίς η συμμετοχή αυτή του Γερμανού υποκειμένου στον φόρο να παρέχει κατ’ ανάγκη τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής στις αποφάσεις της εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της. Συγκεκριμένα, κατά τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης οικονομικά έτη, δυνάμει του άρθρου 7 του AStG, ο συνυπολογισμός των αποκτηθέντων από εταιρία τρίτης χώρας εισοδημάτων στη φορολογική βάση του εταίρου της εταιρίας αυτής, απεριόριστα υποκειμένου στον φόρο στη Γερμανία, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διανομής των κερδών, εφαρμόζεται αυτομάτως στις συμμετοχές που ανέρχονται σε ποσοστό 1 % τουλάχιστον στη συγκεκριμένη εταιρία της εν λόγω τρίτης χώρας.

17.      Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αμφισβητήθηκε από κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ το ίδιο το αιτούν δικαστήριο ορθώς απέρριψε τη δυνατότητα εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως στην επίμαχη εν προκειμένω φορολογική ρύθμιση.

18.      Συγκεκριμένα, κατ’ αναλογία προς τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Test Claimants in the FII Group Litigation (C-35/11, EU:C:2012:707, σκέψεις 98 έως 100 και 104), η ρύθμιση αυτή, η οποία, αφενός, δεν εφαρμόζεται μόνο στις συμμετοχές εταιρίας κράτους μέλους οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής στη συγκεκριμένη εταιρία τρίτης χώρας και, αφετέρου, αφορά αποκλειστικά τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων εταιρίας κράτους μέλους τα οποία απορρέουν από επενδύσεις πραγματοποιηθείσες σε εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, πρέπει, αναμφισβήτητα, να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ (7).

19.      Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί μόνον η εξέταση της εθνικής ρυθμίσεως για να εκτιμηθεί αν η επίμαχη φορολογική μεταχείριση εμπίπτει στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (8). Συνεπώς δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, δηλαδή, εν προκειμένω, η συμμετοχή κατά ποσοστό 30 % στην εταιρία Y στην Ελβετία. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η συμμετοχή αυτή μπορεί να παράσχει στην X τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στις αποφάσεις της Y το οποίο, καθαυτό, δεν είναι σαφές, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής του εταιρικού κεφαλαίου της Υ σε έναν μόνο άλλο μέτοχο οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν να οδηγήσουν, στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκουν οι επίμαχες διατάξεις του AStG, στον αποκλεισμό της δυνατότητας εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, προκειμένου να εφαρμοστεί η ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία, ως γνωστόν, δεν ισχύει ως προς τις σχέσεις με τρίτες χώρες (9).

20.      Εάν η δυνατότητα εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έπρεπε να υποχωρήσει έναντι της ελευθερίας εγκαταστάσεως βάσει μόνο των περιστάσεων αυτών, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα, όπως ήδη εξήγησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2013:710, σημείο 20), να στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας η προβλεπόμενη στο άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ απαγόρευση σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται, ωστόσο, κίνδυνος καταστρατηγήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

2.      Επί του περιοριστικού χαρακτήρα του άρθρου 7 του AStG στις κινήσεις των κεφαλαίων σε τρίτες χώρες

21.      Φρονώ ότι για την απάντηση στο ερώτημα εάν φορολογική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 7 του AStG, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.

22.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στα μέτρα που απαγορεύονται κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη (10).

23.      Εν προκειμένω, από τις παρασχεθείσες από το αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις προκύπτει ότι ο σκοπός των κανόνων περί συνυπολογισμού συνίσταται στην αποτροπή ή στην άρση των συνεπειών της μεταφοράς των (παθητικών) εισοδημάτων των απεριόριστα υποκειμένων στον φόρο στη Γερμανία σε κράτη τα οποία εφαρμόζουν, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, χαμηλό συντελεστή φορολογήσεως των κερδών. Συνεπώς οι κανόνες περί συνυπολογισμού σκοπούν στον καταλογισμό στον Γερμανό εταίρο, ο οποίος συμμετέχει κατά ποσοστό τουλάχιστον 1 % σε εταιρία τρίτης χώρας, των λεγόμενων παθητικών εισοδημάτων που απέκτησε η εταιρία αυτή, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διανομής των κερδών. Οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν εφαρμογής, εξ ορισμού, μόνο σε καταστάσεις διασυνοριακού χαρακτήρα.

24.      Συγκεκριμένα, όπως τόνισαν μεταξύ άλλων το αιτούν δικαστήριο, η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, Γερμανός εταίρος, απεριόριστα υποκείμενος στον φόρο στη Γερμανία, ο οποίος συμμετείχε κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό σε εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία ουδέποτε θα όφειλε να συνυπολογίσει στο φορολογητέο αποτέλεσμά του τα εισοδήματα της εταιρίας αυτής. Εξάλλου η ίδια η Γερμανική Κυβέρνηση παραδέχθηκε με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι οι εν λόγω κανόνες περί συνυπολογισμού συνιστούν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των συμμετοχών σε αλλοδαπές εταιρίες σε σχέση με τις συμμετοχές σε εταιρίες εγκατεστημένες στη Γερμανία, δεδομένου ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, τα εισοδήματα της εν λόγω εταιρίας ουδέποτε καταλογίζονται στους εταίρους της πριν από τη διανομή.

25.      Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση μπορεί αδιαμφισβήτητα να αποτρέψει Γερμανό φορολογούμενο από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη.

26.      Επομένως, εκτιμώ ότι διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 7 του AStG, συνιστά περιορισμό των κινήσεων των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, ο οποίος, κατ’ αρχήν, απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 56 ΕΚ.

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

27.      Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο, με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο περιορισμός των κινήσεων των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, τον οποίο μόλις επισήμανα, θα μπορούσε να καταργηθεί με την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ρήτρας «standstill».

28.      Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, «[ο]ι διατάξεις του άρθρου 56 δεν θίγουν την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν [κατά την] 31η Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού ή του […] δικαίου [της Ένωσης] σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις […]» (11).

29.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να εμπίπτουν οι προβλεπόμενοι από νομοθεσία κράτους μέλους περιορισμοί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει όχι μόνο να έχουν εφαρμογή ως προς τρίτη χώρα, πράγμα που δεν αμφισβητείται όσον αφορά, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, την Ελβετική Συνομοσπονδία, αλλά και να πληρούν τα κριτήρια, χρονικό και καθ’ ύλην, που καθιερώνει το άρθρο αυτό (12).

1.      Επί του χρονικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

30.      Όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να τονιστεί ότι η επίμαχη εκδοχή του AStG είναι μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1993.

31.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε εθνική ρύθμιση που θεσπίζεται μετά από την ημερομηνία αυτή δεν αποκλείεται, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, από το σύστημα παρεκκλίσεων που καθιερώνει το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, υπάγεται στο εν λόγω σύστημα παρεκκλίσεων η ρύθμιση που ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με την προϊσχύσασα νομοθεσία ή που απλώς περιορίζει ή εξαλείφει εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Ένωσης το οποίο περιλαμβάνεται στην προϋφιστάμενη νομοθεσία (13).

32.      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνάγεται από τη νομολογία ότι η δυνατότητα κράτους μέλους να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ προϋποθέτει, αφενός, ότι ο περιορισμός στις κινήσεις των κεφαλαίων αποτελεί αδιαλείπτως από την 31η Δεκεμβρίου 1993 μέρος της έννομης τάξεως του κράτους μέλους αυτού (14) και, αφετέρου, ότι ο περιορισμός αυτός δεν εντάσσεται σε νομοθεσία βασιζόμενη σε διαφορετική λογική απ’ ό,τι η ισχύουσα κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 και θέτει σε εφαρμογή νέες διαδικασίες (15).

33.      Στην υπό κρίση υπόθεση, σε αντίθεση με τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1993 εκδοχή του AStG καταργήθηκε με τον StSenkG 2000, πράγμα που συνεπάγεται ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ρήτρα «standstill» δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στις μεταγενέστερες της 31ης Δεκεμβρίου 1993, επίμαχες διατάξεις του AStG, διότι αυτές δεν υφίσταντο αδιαλείπτως στη γερμανική έννομη τάξη.

34.      Τα επιχειρήματα αυτά δεν με πείθουν.

35.      Βεβαίως, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, με τη θέσπιση του StSenkG 2000 ο γερμανός νομοθέτης αποφάσισε να τροποποιήσει εκ βάθρων τους κανόνες περί συνυπολογισμού τους οποίους προέβλεπε ο ισχύων κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 AStG. Ωστόσο, όπως προκύπτει και από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, μολονότι ο StSenkG 2000 είχε τεθεί σε ισχύ, ο γερμανός νομοθέτης επέλεξε να μεταθέσει την εφαρμογή του στο οικονομικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2002. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι πριν ακόμη ανασταλεί η εφαρμογή του StSenkG 2000 για το οικονομικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2002, ο νόμος αυτός καταργήθηκε από τον UntStFG 2001, που έχει εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2002, καθώς και κατά τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας οικονομικά έτη, ο οποίος, κατ’ ουσίαν, επανέλαβε κατά γράμμα τους κανόνες περί συνυπολογισμού του AStG, οι οποίοι, κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, τύγχαναν εφαρμογής στις άμεσες επενδύσεις.

36.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όσον αφορά τα οικονομικά έτη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001, οι Γερμανοί υποκείμενοι στον φόρο που βρίσκονταν σε ανάλογη κατάσταση με την X εξακολουθούσαν να υπόκεινται στους κανόνες περί συνυπολογισμού του AStG, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί φορολογικής εναρμονίσεως και περί καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής, της 21ης Δεκεμβρίου 1993, και από το οικονομικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά, οι εν λόγω υποκείμενοι στον φόρο όφειλαν να συμμορφώνονται προς τους κατ’ ουσίαν ίδιους κανόνες περί συνυπολογισμού του UntStFG 2001, όπως ο νόμος αυτός τροποποίησε τον AStG.

37.      Κατά συνέπεια ο ισχύων κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 περιορισμός για τον οποίο διαμαρτύρεται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν έπαυσε να έχει εφαρμογή στις σχέσεις με τρίτες χώρες και εξακολούθησε να αποτελεί μέρος της έννομης τάξης του οικείου κράτους μέλους από την ημερομηνία εκείνη. Συγκεκριμένα, οι Γερμανοί υποκείμενοι στον φόρο, οι οποίοι είχαν αποκτήσει εισοδήματα ανάλογα με εκείνα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης από πανομοιότυπη άμεση επένδυση στην Ελβετία, τα οποία αφορούσαν τόσο το οικονομικό έτος που έληγε την 31η Δεκεμβρίου 1993 όσο και τα μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής οικονομικά έτη, υπέκειντο, αδιαλείπτως, στους ίδιους κανόνες περί συνυπολογισμού των εισοδημάτων αυτών στη βάση επιβολής φόρου τον οποίο όφειλαν στη Γερμανία για τα συγκεκριμένα οικονομικά έτη.

38.      Εντούτοις, κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ το οποίο, επαναλαμβάνω, ορίζει ότι ««[ο]ι διατάξεις του άρθρου 56 δεν θίγουν την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν[κατά την]31η Δεκεμβρίου 1993» (16), δεν έχει τόσο σημασία το ότι μία νομοθεσία καταργήθηκε τυπικώς ή τροποποιήθηκε εκ βάθρων, αλλά το ότι ο ισχύων κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 περιορισμός τον οποίο αυτή προβλέπει, εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά του και ως εκ τούτου να έχει εφαρμογή, αδιαλείπτως, μετά την ημερομηνία αυτή στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Τούτο ισχύει εν προκειμένω, διότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι Γερμανοί υποκείμενοι στον φόρο οι οποίοι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση με την προσφεύγουσα της κύριας δίκης εξακολούθησαν, τόσο πριν όσο και μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993, να υπόκεινται στους κανόνες περί συνυπολογισμού των εισοδημάτων που απορρέουν από άμεσες επενδύσεις σε εταιρίες τρίτου κράτους, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 7 του AStG, ανεξαρτήτως της εκδοχής, προγενέστερης ή μεταγενέστερης της 31ης Δεκεμβρίου 1993, της πράξεως αυτής.

39.      Η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία στηρίζεται στην «εφαρμογή» των ισχυόντων την 31η Δεκεμβρίου 1993 περιορισμών και στα «αποτελέσματα» της εθνικής νομοθεσίας, επιρρωννύεται από την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, X (C-317/15, EU:C:2017:119, σκέψη 21), κατά την οποία «η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [πρώην άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ] δεν εξαρτάται από το αντικείμενο της εθνικής ρυθμίσεως που περιέχει αυτούς τους περιορισμούς, αλλά από τα αποτελέσματά της».

40.      Η προσέγγιση που υποστηρίζω δεν αναιρείται από την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας της εξαιρέσεως του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ (17), εφόσον η προσέγγιση αυτή ερείδεται στο ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου, όπως τούτο υπενθυμίζεται και στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, X (C-317/15, EU:C:2017:119, σκέψη 21).

41.      Η προσέγγιση αυτή δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 49), και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 87), με τις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [πρώην άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ] δεν αφορά διατάξεις που, ενώ είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες προς μια ισχύουσα στις 31 Δεκεμβρίου 1993 νομοθεσία, επανεισήγαγαν εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων το οποίο, κατόπιν της καταργήσεως της προηγούμενης νομοθεσίας, είχε παύσει να υφίσταται» (18).

42.      Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 49 και 88 των αποφάσεων αυτών, το Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του, κατά πάσα πιθανότητα, σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «συνήθεις», στις οποίες η κατάργηση εθνικής νομοθεσίας συνεπάγεται την άμεση εξάλειψη του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, χωρίς, επομένως, τα αποτελέσματα της εν λόγω νομοθεσίας να συνεχίζουν να υφίστανται μετά την τυπική κατάργησή της.

43.      Κατά τα λοιπά, εκτιμώ ότι και η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804), μάλλον επικυρώνει, την ερμηνεία που συνάγεται από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ και την οποία προτείνω.

44.      Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι, στην υπόθεση αυτή, οι διατάξεις της σουηδικής φορολογικής νομοθεσίας, οι οποίες παρείχαν φορολογικό πλεονέκτημα μόνο στις εγκατεστημένες στη Σουηδία εταιρίες, καταργήθηκαν πριν την 31η Δεκεμβρίου 1993 και στη συνέχεια θεσπίστηκαν εκ νέου το 1995. Πάντως, αντίθετα προς την ανάλυση του γενικού εισαγγελέα (19), το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά την τυπική και προσωρινή κατάργηση των εν λόγω διατάξεων, το Βασίλειο της Σουηδίας μπορούσε να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ στον βαθμό που η «χορήγηση» του πλεονεκτήματος αυτού (η απαλλαγή των μερισμάτων που καταβάλλονται από εταιρίες εγκατεστημένες στη Σουηδία) ουδέποτε εφαρμοζόταν, τουλάχιστον από το 1992, σε εταιρίες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, μη μέλος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία δεν είχε συνάψει σύμβαση προβλέπουσα την ανταλλαγή πληροφοριών με το Βασίλειο της Σουηδίας (20).

45.      Επομένως το Δικαστήριο απέδωσε μεγαλύτερη σημασία, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, στα αποτελέσματα του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, δηλαδή στην αδιάλειπτη διατήρηση της εξαιρέσεως της απαλλαγής έναντι των εταιριών των συγκεκριμένων τρίτων κρατών, παρά στην τυπική και προσωρινή κατάργηση των εθνικών διατάξεων που παρείχαν την απαλλαγή αυτή υπέρ των σουηδικών εταιριών.

46.      Ομοίως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, και όπως επισήμανα ανωτέρω, το εμπόδιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έναντι τρίτων κρατών κάθε άλλο παρά καταργήθηκε, αλλά εξακολούθησε να ισχύει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993, εξαιτίας της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων του AStG έως την έναρξη ισχύος του UntStFG 2001 (21), ο οποίος, μετά την ημερομηνία αυτή, επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, κατά γράμμα τους κανόνες περί συνυπολογισμού που ίσχυαν, κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, ως προς τις άμεσες επενδύσεις.

47.      Συνεπώς φρονώ ότι πληρούται το χρονικό κριτήριο του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ στην υπόθεση της κύριας δίκης.

48.      Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστούν οι αντιρρήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης σχετικά με την πλήρωση του καθ’ ύλην κριτηρίου της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ότι πράγματι πληρούται το κριτήριο αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης.

2.      Επί του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

49.      Κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ο UntStFG 2001 τροποποίησε ουσιωδώς τον AStG, όπως ίσχυε πριν την 31η Δεκεμβρίου 1993, οπότε, έχοντας εφαρμογή όχι μόνο στις άμεσες επενδύσεις, αλλά και στις λεγόμενες επενδύσεις «χαρτοφυλακίου» σε τρίτες χώρες, η πράξη αυτή, όπως ίσχυε μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993, δεν καλύπτεται πλέον από την εξαίρεση που θέτει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

50.      Δεν συμμερίζομαι τη συγκεκριμένη άποψη για τους ακόλουθους λόγους.

51.      Όπως έχω ήδη επισημάνει στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, κατά τη νομολογία, εθνική νομοθεσία μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1993, η οποία τροποποιεί τη λογική στην οποία στηριζόταν η προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής νομοθεσία και θέτει σε εφαρμογή νέες διαδικασίες, δεν μπορεί να καλύπτεται από τη ρήτρα «standstill» του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

52.      Κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν συμβαίνει με την τροποποίηση που επέφερε ο UntStFG 2001 στον AStG, μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993, με την οποία, όπως σαφώς εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ο Γερμανός νομοθέτης απλώς μείωσε το κατώτατο όριο εφαρμογής των ορισθέντων από τον AStG κανόνων περί συνυπολογισμού των εισοδημάτων, περιλαμβάνοντας, πλέον, και τις συμμετοχές κάτω του 10 % του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας της εν λόγω τρίτης χώρας, ενώ κατά τα λοιπά η νομοθεσία παρέμεινε ίδια.

53.      Βεβαίως, δεν αμφισβητείται ότι οι σχετικές διατάξεις του AstG, όπως ίσχυε πριν την 31η Δεκεμβρίου 1993, προέβλεπαν όσον αφορά τους Γερμανούς υποκειμένους στον φόρο τον συνυπολογισμό των εισοδημάτων από συμμετοχές σε εταιρίες τρίτης χώρας κατά ποσοστό τουλάχιστον 10 % του εταιρικού κεφαλαίου των εν λόγω εταιριών.

54.      Όπως έχει επισημάνει το αιτούν δικαστήριο και όπως δέχεται η και η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ο AStG, όπως ίσχυε πριν την 31η Δεκεμβρίου 1993, είχε εφαρμογή αποκλειστικά σε άμεσες επενδύσεις, κατά την έννοια των άρθρων 56 ΕΚ και 57 ΕΚ.

55.      Από τη νομολογία συνάγεται ότι η έννοια των «άμεσων επενδύσεων» αφορά πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Όσον αφορά τη συμμετοχή σε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις, συσταθείσες υπό μορφή μετοχικών εταιριών, ο σκοπός της δημιουργίας ή της διατηρήσεως σταθερών οικονομικών δεσμών προϋποθέτει ότι οι μετοχές παρέχουν στον μέτοχο, είτε βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί μετοχικών εταιριών, είτε κατ’ άλλον τρόπο, τη δυνατότητα να μετέχει ουσιαστικά στη διαχείριση της εταιρίας αυτής ή στον έλεγχό της (22). Η έννοια αυτή καλύπτει και τα εισοδήματα που απορρέουν από τέτοιες άμεσες επενδύσεις (23).

56.      Επομένως, ένα ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής της τάξεως του 10 % στο κεφάλαιο εταιρίας, όπως προέβλεπε ο AStG, ως ίσχυε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1993, αναφέρεται κατ’ αρχήν σε άμεση επένδυση, καθώς το εν λόγω ποσοστό συμμετοχής δεν επαρκεί μεν για τον έλεγχο μιας εταιρίας, αλλά αναμφισβήτητα παρέχει τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαχείρισή της (24).

57.      Επίσης, πράγματι, αντίθετα προς το άρθρο 56 ΕΚ, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57 ΕΚ δεν καλύπτει τις λεγόμενες επενδύσεις «χαρτοφυλακίου» και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διατήρηση περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν τέτοιες επενδύσεις από ή προς τρίτες χώρες. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια των «επενδύσεων χαρτοφυλακίου» υποδηλώνει την απόκτηση τίτλων στην αγορά κεφαλαίων με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως (25).

58.      Η μείωση του ποσοστού συμμετοχής από 10 % σε 1 % λόγω της τροποποιήσεως που επέφερε ο UntStFG 2001 στον AStG έχει αναμφίβολα ως αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου (26).

59.      Ωστόσο, όπως το αιτούν δικαστήριο τείνει να δεχθεί, το αποτέλεσμα αυτό, που επηρεάζει μια κατηγορία επενδύσεων η οποία, πάντως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ουδόλως επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου αυτού στο πλαίσιο περιπτώσεων που αφορούν μόνον άμεσες επενδύσεις.

60.      Συγκεκριμένα, ρύθμιση κράτους μέλους η οποία περιορίζει αδιακρίτως τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου και τις άμεσες επενδύσεις από και προς τρίτες χώρες (27) ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή τυγχάνει εφαρμογής στις τελευταίες αυτές επενδύσεις.

61.      Αυτό ακριβώς δέχθηκε έμμεσα το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 52), κρίνοντας ότι η μη εφαρμογή της απαλλαγής από τον φόρο στα επίμαχα μερίσματα στην υπόθεση εκείνη θα μπορούσε να εμπίπτει, με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ «τουλάχιστον κατά το μέτρο που τα μερίσματα προέρχονται από άμεσες επενδύσεις στη διανέμουσα εταιρία» και αποφαινόμενο ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν τα ανωτέρω.

62.      Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε ρητά με την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, X (C-317/15, EU:C:2017:119, σκέψεις 21, 24 και 25). Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι εθνική ρύθμιση που εισάγει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος μπορεί να τύχει εφαρμογής και σε κατηγορίες κινήσεων κεφαλαίων διαφορετικές από εκείνες που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ) δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε περιστάσεις τις οποίες το άρθρο αυτό προβλέπει.

63.      Επομένως, κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία περιορίζει, χωρίς διαφοροποίηση, όσον αφορά τρίτες χώρες, αφενός, τις άμεσες επενδύσεις, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, και, αφετέρου, τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, μπορεί να επικαλεστεί τη ρήτρα «standstill» του εν λόγω άρθρου, στον βαθμό που η εν λόγω εθνική νομοθεσία έχει εφαρμογή στις άμεσες επενδύσεις (28).

64.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, και σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, εφόσον οι άμεσες επενδύσεις θίγονται, δεδομένου ότι ο UntStFG 2001 δεν τροποποίησε τη λογική του AStG, όπως ίσχυε κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, ούτε εισήγαγε νέες διαδικασίες, δεν βλέπω γιατί να μην μπορεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επικαλεστεί την εφαρμογή του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα αυτή ισχύει στον βαθμό που, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, οι συμμετοχές στην εταιρία της συγκεκριμένης τρίτης χώρας επιτρέπουν στον Γερμανό εταίρο, απεριόριστα υποκείμενο στον φόρο στη Γερμανία, να μετέχει ουσιαστικά στη διαχείριση ή στον έλεγχο της εταιρίας αυτής, δηλαδή αντιστοιχούν σε άμεση επένδυση, υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου.

65.      Γενικώς, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για τους σκοπούς της εφαρμογής της ρήτρας standstill» του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ κατά πόσο ο περιορισμός στις κινήσεις των κεφαλαίων έναντι των εν λόγω τρίτων χωρών αφορά τις απαριθμούμενες στο άρθρο αυτό κατηγορίες, και ιδίως τις άμεσες επενδύσεις.

66.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν χαρακτήρισε ρητά ως άμεση επένδυση τη συμμετοχή κατά 30 % της X στο εταιρικό κεφάλαιο της ελβετικής εταιρίας Y, εντούτοις σε αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση στηρίχθηκε το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ειδάλλως το ερώτημα αυτό δεν θα είχε κανένα νόημα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το ποσοστό συμμετοχής παρέχει στον μέτοχο τη δυνατότητα να αποκτήσει, αν όχι από κοινού έλεγχο της εν λόγω εταιρίας, τουλάχιστον συμμετοχή στη διαχείρισή της (29). Εξάλλου, όπως προέβαλε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η τροποποίηση που επήλθε με τον UntStFG 2001 στο κατώτατο όριο εφαρμογής των ορισθέντων από τον AStG κανόνων περί συνυπολογισμού των εισοδημάτων δεν επηρεάζει την κατάσταση της X, λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο της Y. Συγκεκριμένα, τόσο πριν όσο και μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993, γερμανική εταιρία ευρισκόμενη στην ίδια ακριβώς κατάσταση με εκείνη της X όφειλε να προβεί, στη βάση επιβολής του φόρου που έπρεπε να καταβάλει στη Γερμανία, στον συνυπολογισμό των προερχόμενων από τη συμμετοχή αυτή εισοδημάτων (30).

67.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, στον βαθμό που η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση άπτεται ενός περιορισμού στις κινήσεις κεφαλαίων, ο οποίος ίσχυε κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, και αφορά άμεσες επενδύσεις, χωρίς οι τροποποιήσεις της νομοθεσίας που προέβλεπε τον περιορισμό αυτό μετά την εν λόγω ημερομηνία να έχουν μεταβάλει τη λογική στην οποία στηριζόταν η προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1993 νομοθεσία και να έχουν θέσει σε εφαρμογή νέες διαδικασίες.

68.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο συμφωνήσει με την ανάλυση αυτή, η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καθίσταται άνευ αντικειμένου. Επομένως θα εξετάσω μόνον επικουρικώς το ερώτημα αυτό.

3.      Επικουρικές παρατηρήσεις επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

69.      Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΕΚ, προκειμένου μια εθνική νομοθεσία, η οποία δεν εμπίπτει στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει η διαφορετική μεταχείριση την οποία προβλέπει να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (31).

1.      Επί της αντικειμενικής συγκρισιμότητας των καταστάσεων

70.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση που υπογραμμίστηκε στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων αφορούσε καταστάσεις που δεν ήταν αντικειμενικώς συγκρίσιμες. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση αυτή, οι κανόνες περί συνυπολογισμού των εισοδημάτων ενδιάμεσης αλλοδαπής εταιρίας, τους οποίους προέβλεπε ο AStG, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, δεν αφορούσαν εταιρίες με έδρα σε τρίτη χώρα, οι οποίες υπόκεινται σε χαμηλότερη φορολόγηση. Η αναρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως προς τη φορολόγηση εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις σε αλλοδαπή εταιρία αποτελεί ουσιώδη διαφορά σε σχέση με την κατάσταση εισοδημάτων προερχόμενων από αντίστοιχες επενδύσεις στο εταιρικό κεφάλαιο γερμανικής εταιρίας. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Timac Agro Deutschland (C-388/14, EU:C:2015:829, σκέψη 65), το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την έλλειψη συγκρισιμότητας μεταξύ της καταστάσεως υποκειμένου στον φόρο ο οποίος είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη Γερμανία και εκείνης υποκειμένου στον φόρο που είναι εγκατεστημένος στην αλλοδαπή.

71.      Ουδόλως συμμερίζομαι το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το ίδιο το αντικείμενο του άρθρου 7 του AStG, ανεξαρτήτως της εκδοχής στην οποία στηρίζεται η ανάλυση, είναι ακριβώς να διασφαλιστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ασκεί τη φορολογική αρμοδιότητά της επί των εισοδημάτων που απέκτησε ημεδαπή εταιρία που έχει πραγματοποιήσει επένδυση σε εταιρία τρίτης χώρας η οποία εφαρμόζει φορολογία, χαρακτηριζόμενη, κατά το γερμανικό φορολογικό δίκαιο, ως «χαμηλότερη». Επομένως η εν λόγω διάταξη έχει ως σκοπό να εξομοιωθεί κατά το δυνατόν η κατάσταση των εταιριών αυτών με εκείνη των ημεδαπών εταιριών που επένδυσαν τα κεφάλαιά τους σε εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία, με την προοπτική να εξαλειφθούν στο μέτρο του δυνατού τα φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία οι πρώτες ενδέχεται να αποκομίσουν από επενδύσεις στην αλλοδαπή.

72.      Το αντικείμενο του άρθρου 7 του AStG και η κατάσταση στην οποία η διάταξη αυτή θέτει ημεδαπή εταιρία που πραγματοποίησε επενδύσεις σε εταιρία τρίτης χώρας με «χαμηλότερη» φορολογία παραπέμπουν στις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:544), σχετικά με τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου για τις ΕΑΕ. Πράγματι, τα πραγματοποιηθέντα από την ΕΑΕ κέρδη θεωρούνταν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, ως κέρδη της ημεδαπής μητρικής εταιρίας, δεδομένου ότι η ΕΑΕ υπέκειτο σε «χαμηλότερο» συντελεστή φορολογήσεως, κατά την έννοια της εν λόγω νομοθεσίας, στο κράτος στο οποίο αυτή ήταν εγκατεστημένη.

73.      Πάντως, όσον αφορά τη συγκρισιμότητα μεταξύ της καταστάσεως αυτής και μιας εσωτερικής καταστάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε «διαφορετική μεταχείριση» που δημιουργεί «φορολογικό μειονέκτημα» για την ημεδαπή εταιρία στην οποία εφαρμόζεται η νομοθεσία για τις ΕΑΕ, λόγω του ότι, αντίθετα προς μια ημεδαπή εταιρία που έχει θυγατρική η οποία φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ως άνω ημεδαπή εταιρία φορολογήθηκε για τα κέρδη άλλου νομικού προσώπου (32).

74.      Αυτό ισχύει και στην περίπτωση γερμανικής εταιρίας, στην οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 7 του AStG, όπως και στην X, που επένδυσε κεφάλαια σε εταιρία εγκατεστημένη στην Ελβετία, όπως η Y.

75.      Κατά τη γνώμη μου, τα συμπεράσματα αυτά δεν αναιρούνται από την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Timac Agro Deutschland (C-388/14, EU:C:2015:829, σκέψη 65), την οποία επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, μολονότι είναι αληθές ότι, στη σκέψη εκείνη της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η κατάσταση μιας μόνιμης επιχειρηματικής εγκαταστάσεως στην Αυστρία δεν είναι συγκρίσιμη προς εκείνη μιας μόνιμης επιχειρηματικής εγκαταστάσεως στη Γερμανία όσον αφορά τα μέτρα που έχει προβλέψει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την αποφυγή ή τον περιορισμό της διπλής φορολογήσεως των κερδών ημεδαπής εταιρίας», εντούτοις ακριβώς λόγω της περιστάσεως αυτής η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπαυσε, όσον αφορά το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη οικονομικό έτος, να ασκεί «φορολογική αρμοδιότητα επί των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας μόνιμης επιχειρηματικής εγκαταστάσεως, δεδομένου ότι στη Γερμανία έχει παύσει να επιτρέπεται η έκπτωση των ζημιών της». (33)

76.      Πάντως, όπως κατέστησα σαφές, στην κρινόμενη υπόθεση, το άρθρο 7 του AStG παρέχει ακριβώς στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φορολογική αρμοδιότητα επί των εισοδημάτων που προέρχονται από αλλοδαπή ενδιάμεση εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, εν προκειμένω από τη Y, με τον συνυπολογισμό των εισοδημάτων αυτών στη φορολογική βάση άλλου νομικού προσώπου, εγκατεστημένου στη Γερμανία, δηλαδή, στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην εταιρία X. Επιπλέον, όπως σαφώς προκύπτει από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης η εν λόγω φορολογική αρμοδιότητα ασκείται, ως προς την εγκατεστημένη στη Γερμανία εταιρία, τόσο επί των κερδών που πραγματοποίησε όσο και επί των ζημιών που κατέγραψε η ενδιάμεση εταιρία, ενώ, τα μεν κέρδη συνυπολογίζονται, οι δε ζημίες λαμβάνονται υπόψη, στη βάση επιβολής φόρου της πρώτης εταιρίας.

77.      Μολονότι το φορολογικό καθεστώς της εγκατεστημένης στη Γερμανία εταιρίας η οποία συμμετέχει σε εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα με «χαμηλότερη» φορολογία είναι αναμφίβολα διαφορετικό από εκείνο που τυγχάνει εφαρμογής στην ημεδαπή εταιρία που επένδυσε κεφάλαια σε άλλη εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, ότι μόνο η εφαρμογή διαφορετικών φορολογικών καθεστώτων στις ημεδαπές εταιρίες, ανάλογα με το αν κατέχουν συμμετοχές σε ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες, δεν μπορεί να αποτελεί βάσιμο κριτήριο για την εξακρίβωση του αν ορισμένες καταστάσεις είναι συγκρίσιμες και συνεπώς για τη διαπίστωση των αντικειμενικών διαφορών τους (34). Συγκεκριμένα, η εφαρμογή διαφορετικών φορολογικών καθεστώτων είναι η αιτία της διαφορετικής μεταχείρισης, μολονότι, στο πλαίσιο των δύο αυτών περιπτώσεων, το συγκεκριμένο κράτος μέλος ασκεί τη φορολογική αρμοδιότητά του επί των εισοδημάτων των εν λόγω ημεδαπών εταιριών.

78.      Επομένως, φρονώ ότι η δικαιολόγηση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μπορεί να διατηρηθεί, στην περίπτωση που δεν επιτρέπεται βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, μόνο δυνάμει επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος.

2.      Επί της ενδεχόμενης υπάρξεως επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος

79.      Μολονότι, στο αιτιολογικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο απορρίπτει τη θέση ότι ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έναντι τρίτων χωρών, ο οποίος απορρέει από το άρθρο 7 του AStG, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως των φορολογικών εσόδων, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα δικαιολογήσεως βάσει του σκοπού της αντιμετωπίσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων που αποσκοπούν στην αποφυγή της υπαγωγής στη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, όπως αυτός ο δικαιολογητικός λόγος έγινε, καταρχήν, δεκτός με την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:544). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, αφενός, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας αυτής, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως και, αφετέρου, σε περίπτωση που η νομολογία αυτή έπρεπε να εφαρμοστεί εξ ολοκλήρου σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, ως προς τον αναλογικό χαρακτήρα των κανόνων περί συνυπολογισμού τους οποίους θέτει ο AStG. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν εφαρμογής όχι μόνο στην περίπτωση αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, αλλά και ανεξαρτήτως της οικονομικής λειτουργίας που επιτελεί η ενδιάμεση εταιρία που είναι εγκατεστημένη στην εν λόγω τρίτη χώρα, ο δε υποκείμενος στον φόρο κάτοικος Γερμανίας δεν έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η επένδυσή του πληροί οικονομικά κριτήρια.

80.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις του AStG κανόνες περί συνυπολογισμού δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι συνίστανται στην ισόρροπη κατανομή της φορολογικής εξουσίας (35) και στην αποτροπή της φοροαποφυγής (36), δυνάμει της οποίας η Κυβέρνηση αυτή προβάλλει την ανάγκη καταπολεμήσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι οι κανόνες περί συνυπολογισμού θα μπορούσαν επίσης να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο του σκοπού διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων (37).

81.      Κατά την άποψή μου, πρώτον, συντάσσομαι πλήρως με την ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων προς τρίτες χώρες λόγω της διασφαλίσεως της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων. Συγκεκριμένα, ο λόγος αυτός, αμιγώς οικονομικής φύσεως, έχει ήδη απορριφθεί από το Δικαστήριο σε περιπτώσεις που αφορούσαν τις κινήσεις κεφαλαίων σε τρίτες χώρες (38). Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από τη λύση αυτή. Κατά τα λοιπά, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αποπειράθηκε καν να προβάλει έναν τέτοιο λόγο ενώπιον του Δικαστηρίου.

82.      Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό σχετικά με την ανάγκη αντιμετωπίσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο σκοπός αυτός ήταν ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών τόσο στο πλαίσιο της συνδέσεώς του με άλλους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η καταπολέμηση των καταχρηστικών πρακτικών (39), η αποτροπή της φοροδιαφυγής ή της φοροαποφυγής (40), καθώς και, συνδυαστικά με καθέναν από τους λόγους αυτούς, η ισόρροπη κατανομή της φορολογικής αρμοδιότητας μεταξύ των κρατών μελών (41), όσο, προφανώς, και ως σκοπός αυτοτελούς γενικού συμφέροντος (42).

83.      Σε αντίθεση προς όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, το θεμιτό της επιδιώξεως του λόγου αυτού δεν αναγνωρίστηκε μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, αλλά και ως προς περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (43), καθώς και μεταξύ των κρατών αυτών και των τρίτων χωρών (44).

84.      Επί του τελευταίου αυτού ζητήματος, παρατηρώ ότι, με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψεις 59 έως 62), το Δικαστήριο εξέτασε εάν διαφορετική φορολογική μεταχείριση εταιριών εγκατεστημένων στην Πορτογαλία, αναλόγως του αν λάμβαναν μερίσματα τα οποία διανέμονταν από εταιρίες εγκατεστημένες στο κράτος μέλος αυτό ή σε τρίτες χώρες (Τυνησία και Λίβανο) διαφορετική μεταχείριση η οποία χαρακτηρίστηκε ως περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων , μπορούσε εν πάση περιπτώσει να δικαιολογηθεί από την ανάγκη αποτροπής της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Βάσει της εξετάσεως αυτής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη φορολογική νομοθεσία «απ[έ]κλειε γενικώς τη δυνατότητα αποφυγής ή μειώσεως της από οικονομικής απόψεως διπλής φορολογήσεως των μερισμάτων, στις περιπτώσεις που τα μερίσματα αυτά διανέμοντα[ν] από εταιρίες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, χωρίς να αποβλέπει ειδικώς στην αποτροπή συμπεριφορών που συνίστανται σε καθαρά τεχνητές μεθοδεύσεις, μη έχουσες πραγματική οικονομική υπόσταση και αποσκοπούσες στην αποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά ή στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος» (45). Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από λόγους σχετικούς με την ανάγκη αποτροπής της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

85.      Από την ως άνω απόφαση μπορούν να αντληθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, η εν λόγω απόφαση καταδεικνύει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί κάλλιστα να επικαλεστεί τον σκοπό της καταπολεμήσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων οι οποίες αποσκοπούν στην αποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά προκειμένου να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες. Δεν αντιλαμβάνομαι, εξάλλου, ποια είναι η λογική στην οποία στηρίζεται η άρνηση σε κράτος μέλος της δυνατότητας να επικαλεστεί αυτό τον δικαιολογητικό λόγο αποκλειστικά στο πλαίσιο των σχέσεών του με τις τρίτες χώρες. Αφετέρου, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει ότι ο σκοπός αυτός έχει το ίδιο περιεχόμενο μόνον όταν γίνεται επίκλησή του στο πλαίσιο των σχέσεων με τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, η επίμαχη φορολογική νομοθεσία πρέπει να έχει ως ειδικό σκοπό την αποτροπή των συμπεριφορών που συνιστούν αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις.

86.      Επομένως, αυτή είναι ειδικότερα η πτυχή βάσει της οποίας εκτιμώ ότι, ανεξαρτήτως του αν η καταπολέμηση των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων που έχουν ως μοναδικό σκοπό την αποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά πρέπει να εξεταστεί, όπως ακριβώς προτείνει το αιτούν δικαστήριο, ως αυτοτελής επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος ή, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο του λόγου που αφορά την αποτροπή της φοροαποφυγής, οι προβλεπόμενοι από τον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

87.      Πράγματι, οι κανόνες αυτοί αφορούν όχι ειδικάτις αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις, αλλά τυγχάνουν εφαρμογής, βάσει ενός αμάχητου τεκμηρίου φοροαποφυγής (46), γενικώς, σε κάθε απεριόριστα υποκείμενο στον φόρο ο οποίος συμμετέχει κατά ποσοστό τουλάχιστον 1 % σε εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που εφαρμόζει φορολογία που χαρακτηρίζεται, μονομερώς από τη γερμανική φορολογική ρύθμιση ως «χαμηλότερη».

88.      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γενικού περιεχομένου τους, οι κανόνες περί συνυπολογισμού του AStG δεν αποσκοπούν ειδικώς στην πρόληψη συμπεριφορών που συνίστανται σε αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις, οι οποίες δεν έχουν πραγματική οικονομική υπόστασηκαι αποσκοπούν μόνο στην αποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά (47).

89.      Επομένως, εκτιμώ ότι οι προβλεπόμενοι από τον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από λόγους που κατατείνουν στην αποτροπή της φοροαποφυγής και στην αντιμετώπιση των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων.

90.      Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της προτάσεως που διατύπωσε η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, βάσει της οποίας το Δικαστήριο έπρεπε να αναγνωρίσει ότι, ως προς τρίτες χώρες, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατηρήσουν τις εθνικές ρυθμίσεις τους που κατατείνουν στην αντιμετώπιση των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων οι οποίες έχουν ως βασικό, και όχι ωςαποκλειστικό σκοπό, τηναποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά (48). Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψη 165), και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 59), ακόμη και στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες, συγκεκριμένη συναλλαγή συνιστά αμιγώς τεχνητή μεθόδευση όταν έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή του φόρου που θα οφειλόταν κανονικά ή την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος.

91.      Τρίτον, η απάντηση στο ζήτημα αν οι προβλεπόμενοι στον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού μπορούν να δικαιολογηθούν, από κοινού, από την ανάγκη διασφαλίσεως της κατανομής της φορολογικής αρμοδιότητας μεταξύ των κρατών και από τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, είναι, κατ’ εμέ, δυσχερέστερη.

92.      Σε επίπεδο αρχής, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο εξέτασε από κοινού τους δύο αυτούς επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (49) και έκρινε ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλεστούν τους λόγους αυτούς προκειμένου να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες (50).

93.      Όσον αφορά την ανάγκη διασφαλίσεως της φορολογικής εξουσίας των κρατών μελών, ο λόγος αυτός μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον το επίμαχο καθεστώς έχει ως σκοπό να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να υπονομεύσουν το δικαίωμα του κράτους μέλους να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του (51).

94.      Κατά τη γνώμη μου, δεν αμφισβητείται ότι οι προβλεπόμενοι από τον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού είναι πρόσφοροι για την επίτευξη του σκοπού της αντιμετωπίσεως τέτοιων συμπεριφορών, δεδομένου ότι επιδιώκουν να αποφευχθεί, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το ενδεχόμενο οι δραστηριότητες των γερμανικών αθλητικών σωματείων να μην υπαχθούν στη φορολογική αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με την ανάθεση της διαχειρίσεως των συμμετοχών στα κέρδη των σωματείων αυτών σε εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα. Ως εκ τούτου τα εισοδήματα που απέκτησε η εταιρία αυτή από τη δραστηριότητα διαχειρίσεως των συμμετοχών στα κέρδη των γερμανικών αθλητικών σωματείων συνυπολογίζονται στη βάση επιβολής φόρου του Γερμανού εταίρου της, δηλαδή της εταιρίας Χ, με σκοπό την αποφυγή της διαβρώσεως της φορολογικής βάσεως της Χ στη Γερμανία.

95.      Κατά την άποψή μου, ορισμένες πτυχές του εν λόγω εθνικού μέτρου φαίνεται να είναι εξίσου πρόσφορες. Κατ’ αρχάς, οι προβλεπόμενοι από τον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού τυγχάνουν εφαρμογή μόνο στις λεγόμενες «παθητικές» δραστηριότητες των ενδιάμεσων εταιριών εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες που εφαρμόζουν κατώτερο του 25 % συντελεστή φορολογήσεως των κερδών. Στη συνέχεια, μολονότι οι κανόνες περί συνυπολογισμού έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διανομής των κερδών, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις οι αποτελεσματικές διανομές στις οποίες προέβη η ενδιάμεση εταιρία στους Γερμανούς εταίρους της εξαιρούνται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τέλος, ο παρακρατηθείς στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα φόρος στην πηγή επί του ποσού της διανομής μπορεί να συμψηφιστεί με τον φόρο που βαρύνει το ποσό προς συνυπολογισμό στη φορολογική βάση του γερμανού εταίρου ή να εκπέσει από το ποσό του φόρου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του AStG.

96.      Ωστόσο, δυνάμει του AStG, ο Γερμανός μέτοχος ενδιάμεσης εταιρίας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα δεν μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή των κανόνων περί συνυπολογισμού, αποδεικνύοντας ότι, παρά τον «παθητικό» χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκεί η εν λόγω ενδιάμεση εταιρία, η δραστηριότητα αυτή υπαγορεύεται από πραγματικούς λόγους εμπορικής ή οικονομικής φύσεως, έτσι ώστε να μην επιβληθεί εις βάρος του εν λόγω εταίρου φόρος επί των εισοδημάτων της ενδιάμεσης εταιρίας.

97.      Είναι αληθές ότι, μολονότι, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης δεν μπορεί εξ αρχής να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι φορολογούμενοι να είναι σε θέση να προσκομίσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά ώστε οι φορολογικές αρχές του κράτους μέλους φορολογήσεως να μπορούν να επαληθεύσουν ότι αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις για τις οποίες τους παρέχεται φορολογικό πλεονέκτημα, εντούτοις το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτούσια στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών οι οποίες εντάσσονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο (52).

98.      Πράγματι, στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες, η εφαρμογή της ισχύουσας μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης νομολογίας απαιτεί την ανάληψη δεσμεύσεως αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των αρμοδίων αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους και εκείνων της οικείας τρίτης χώρας, ισοδύναμης στο πλαίσιο της προβλεπόμενης συνεργασίας, εντός της Ένωσης, με την οδηγία 77/799/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των Κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (53).

99.      Σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της κρινόμενης υποθέσεως, ένα τέτοιο πλαίσιο συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της φορολογίας μπορεί να εξασφαλίσει στις αρχές του οικείου κράτους μέλους τη δυνατότητα να εξετάσουν, μεταξύ άλλων, εάν η εγκατεστημένη στην εν λόγω τρίτη χώρα εταιρία, παρά τον «παθητικό» χαρακτήρα της δραστηριότητάς της, ασκεί αληθινή ή πραγματική οικονομική δραστηριότητα μέσω προσωπικού, εξοπλισμού, αγαθών ή εγκαταστάσεων, χωρίς, ειδικότερα, να αποτελεί απλώς μία εταιρία που λειτουργεί ως «ταχυδρομική θυρίδα».

100. Εντούτοις, γενικώς, με την παράλειψη της διακρίσεως των τρίτων χωρών αναλόγως του αν έχουν συνάψει ή όχι πλαίσιο συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών αντίστοιχο με εκείνο της οδηγίας 77/799 με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι προβλεπόμενοι από τον AStG κανόνες περί συνυπολογισμού φαίνεται, κατά την άποψή μου, να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της διατηρήσεως της φορολογικής εξουσίας του εν λόγω κράτους μέλους και της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Η εφαρμογή των προβλεπομένων από τον AStG κανόνων περί συνυπολογισμού, στην περίπτωση Γερμανού φορολογουμένου ο οποίος συμμετέχει σε εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα και για την οποία αποδεικνύεται, βάσει κυρίως ενός συμβατικού πλαισίου αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας μεταξύ της χώρας αυτής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ότι αυτή, πράγματι, ασκεί αληθινή οικονομική δραστηριότητα, προσκρούει στη φορολογική εξουσία του κράτους της έδρας της εταιρίας και συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι οι κανόνες περί συνυπολογισμού του AStG αποσκοπούν, εν τέλει, στην εξασφάλιση εσόδων για το γερμανικό Δημόσιο (54).

101. Τούτου δοθέντος, υπό την επιφύλαξη περαιτέρω διακριβώσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η διαπίστωση αυτή ενδέχεται να στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της κρινόμενης υποθέσεως.

102. Συναφώς, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει κανένα στοιχείο στο Δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη πλαισίου συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της φορολογίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δεν μπορεί να αγνοηθεί παντελώς το γεγονός ότι τέθηκε σε εφαρμογή ένα τέτοιο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών κρατών, αφότου τέθηκε σε ισχύ, την 1η Ιανουαρίου 2017, στην Ελβετική Συνομοσπονδία, η Σύμβαση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Συμβουλίου της Ευρώπης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 25 Ιανουαρίου 1988, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα (55). Το άρθρο 4 της συμβάσεως αυτής ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν πληροφορίες που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σημασία για τη διοίκηση ή για την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 2 συμβάσεως αυτής, ο φόρος επί των εισοδημάτων και ο φόρος επί των κερδών.

103. Ωστόσο, κατά το άρθρο 30 της σύμβασης, με τίτλο «Επιφυλάξεις», η Ελβετική Συνομοσπονδία, κατά την κατάθεση του νομοθετήματος με το οποίο κύρωσε την εν λόγω σύμβαση, διευκρίνισε ότι «δεν θα παρέχει καμία συνδρομή σε σχέση με φορολογικές οφειλές που υφίστανται ήδη κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως» δηλαδή ως προς το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, πριν την 1η Ιανουαρίου 2017.

104. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όσον αφορά τις επίμαχες στην κρινόμενη υπόθεση φορολογικές χρήσεις που αφορούν, υπενθυμίζω, τα έτη 2005 και 2006, το αιτούν δικαστήριο θα οδηγηθεί πιθανότατα στη διαπίστωση ότι η σύμβαση που αφορά την αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα της φορολογίας δεν επιτρέπει στις γερμανικές φορολογικές αρχές να εξακριβώσουν μέσω των ελβετικών ομόλογων τους αρχών τον αληθινό χαρακτήρα της δραστηριότητας της εγκατεστημένης στην Ελβετία ενδιάμεσης εταιρίας.

105. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κρινόμενης υποθέσεως, και εκτός του υφιστάμενου διμερούς πλαισίου ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας το οποίο έχει εφαρμογή στην προκείμενη ένδικη διαφορά, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, εκτιμώ ότι ηεφαρμογή των προβλεπομένων από τον AStG κανόνων περί συνυπολογισμού μπορεί να δικαιολογηθεί από την επιδίωξη της διατηρήσεως της φορολογικής εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

III. Πρόταση

106. Λαμβανομένων υπόψη όσων αναπτύχθηκαν με τις προτάσεις μου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ έχει την έννοια ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού εμπίπτει εθνική ρύθμιση η οποία, κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993, προέβλεπε, για φορολογούμενο ενός κράτους μέλους, τη φορολόγηση των άμεσων επενδύσεων σε αλλοδαπή εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, εφόσον η συμμετοχή σε αυτή αντιστοιχούσε σε ποσοστό 10 % και άνω, και η οποία εξακολούθησε να παράγει αποτελέσματα και μετά την 31η Δεκεμβρίου 1993 πριν από την αντικατάστασή της από άλλη εθνική ρύθμιση, η οποία, όσον αφορά τις άμεσες επενδύσεις, είναι πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, με την ισχύουσα κατά την 31η Δεκεμβρίου 1993 ρύθμιση.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική


2      Τελικώς, πρόκειται για το καθεστώς σχετικά με τις «ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες» (στο εξής: ΕΑΕ). Σημειωτέον ότι η συμβατότητα ενός τέτοιου καθεστώτος με τις θεμελιώδεις ελευθερίες κυκλοφορίας έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Columbus Container Services (C-298/05, EU:C:2007:754), μολονότι η οντότητα αυτή δεν θεωρήθηκε κατά το γερμανικό δίκαιο ως προσωπική εταιρία αλλά ως κεφαλαιουχική: βλ., συναφώς προτάσεις μου στην υπόθεση Columbus Container Services (C-298/05, EU:C:2007:197, σημεία 32 έως 37, καθώς και υποσημείωση 14).


3      BGBl. 1972 I, σ. 1713.


4      BGBl. 1993 I, σ. 2310.


5      BGBl. 2001 I, σ. 3858.


6      BGBl. 2000 I, σ. 1433.


7      Βλ., επίσης, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψεις 27 έως 32), της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Kronos International (C-47/12, EU:C:2014:2200, σκέψεις 38, 41 και 54), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψεις 34, 35 και 41 έως 43).


8      Βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση σε κράτος μέλος των μερισμάτων που προέρχονται από τρίτο κράτος, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 29), και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 34).


9      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Kronos International (C-47/12, EU:C:2014:2200, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο των σχέσεων με την Ελβετική Συνομοσπονδία, το δικαίωμα εγκαταστάσεως καλύπτεται εν μέρει από τη συμφωνία μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της και, αφετέρου, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6), και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2002 (στο εξής: ΣΕΚΠ). Ωστόσο, τα νομικά πρόσωπα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται με την ΣΕΚΠ: βλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, Grimme (C-351/08, EU:C:2009:697, σκέψεις 37 και 39), και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Fokus Invest (C-541/08, EU:C:2010:74, σκέψη 31).


10      Βλ., μεταξύ άλλων απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 39).


11      Η υπογράμμιση δική μου.


12      Υπενθυμίζεται ότι, τα ανωτέρω δύο κριτήρια προβλέπονται σωρευτικώς: βλ., απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 53).


13      Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2007, Holböck (C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψη 41), της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 49), καθώς και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Fokus Invest (C-541/08, EU:C:2010:74, σκέψη 42). Σημειωτέον ότι, με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψεις 89 έως 92), έχει κρίνει επίσης ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ σε περίπτωση που, χωρίς τυπική κατάργηση ή τροποποίηση της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως, συνάπτει διεθνή συμφωνία, όπως είναι η Συμφωνία Συνδέσεως, η οποία προβλέπει, με διάταξη αμέσου αποτελέσματος, την απελευθέρωση των άμεσων επενδύσεων σε τρίτες χώρες. Η περίπτωση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης διότι η ΣΕΚΠ δεν καθιερώνει καμία απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της.


14      Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 48).


15      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2007, Holböck (C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψη 41), της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 49), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 88).


16      Η υπογράμμιση δική μου.


17      Βλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, Welte (C-181/12, EU:C:2013:662, σκέψη 29), και της 21ηςΜαΐου 2015, Wagner-Raith (C-560/13, EU:C:2015:347, σκέψεις 21 και 42).


18      Η υπογράμμιση δική μου.


19      Βλ., προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση A (C-101/05, EU:C:2007:493, σημεία 109 και 115).


20      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 51).


21      Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζω ότι τα αποτελέσματα εθνικής ρυθμίσεως η οποία καταργήθηκε λαμβάνονται επίσης υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση εκ μέρους κράτους μέλους υποχρεώσεώς του βάσει του δικαίου της Ένωσης, εάν τα αποτελέσματα αυτά εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-456/05, EU:C:2007:755, σκέψεις 15 και 16 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2008, Orange European Smallcap Fund (C-194/06, EU:C:2008:289, σκέψεις 100 έως 102), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψεις 75 και 76).


23      Βλ. όσον αφορά ην καταβολή μερισμάτων που αποφέρουν άμεσες επενδύσεις, μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


24      Βλ., συναφώς, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση EV (C-685/16, EU:C:2018:70, σκέψη 83).


25      Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C-201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26      Με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψη 137), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι συμμετοχές κάτω του 10 % του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας δεν εμπίπτουν στην έννοια των άμεσων επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.


27      Υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, Holböck (C-157/05, EU:C:2007:297), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ μπορούσε να καλύπτει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, τους οποίους προβλέπει κανονιστική ρύθμιση εφαρμοζόμενη αδιακρίτως για τα κράτη μέλη και για τις τρίτες χώρες η οποία αφορούσε την καταβολή μερισμάτων συνδεόμενων με συμμετοχές που παρείχαν τη δυνατότητα στον μέτοχο να μετέχει ουσιαστικά στη διαχείριση ή στον έλεγχο της διανέμουσας εταιρίας.


28      Βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, X (C-317/15, EU:C:2017:119, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι στο εταιρικό κεφάλαιο της Y συμμετείχε, εκτός από την X, μία εταιρία ελβετικού δικαίου. Επομένως η εν λόγω εταιρία κατέχει ποσοστό 70 % εταιρικών μεριδίων της Y, πράγμα που μπορεί να συνεπάγεται από κοινού έλεγχο της τελευταίας.


30      Η αναφορά ενός γενικού υποθετικού παραδείγματος επιβάλλεται διότι η Χ, υπενθυμίζω, συμμετείχε στο κεφάλαιο της Y μόλις από το 2005, χρονική περίοδος σαφέστατα μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1993.


31      Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:544, σκέψη 45). Υπενθυμίζω ότι, στη σκέψη αυτή της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης τη συγκρισιμότητα της καταστάσεως ημεδαπής εταιρίας που υπόκειται στη νομοθεσία περί των ΕΑΕ και εκείνης ημεδαπής εταιρίας της οποίας η θυγατρική, εγκατεστημένη εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, δεν υπέκειτο σε χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή, δηλαδή τη συγκρισιμότητα δύο καταστάσεων διασυνοριακού χαρακτήρα. Η συνεκτίμηση αυτού του κριτηρίου συγκρίσεως, το οποίο φαίνεται να επαναλαμβάνεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ph. Léger στην υπόθεση Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:278), έχει αποτελέσει στη Γερμανία αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ των γενικών εισαγγελέων [βλ. προτάσεις στην υπόθεση Columbus Container Services (C-298/05, EU:C:2007:197, σημεία 124 έως 155) καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Orange European Smallcap Fund (C-194/06, EU:C:2007:403, σημεία 101 έως 108)], αλλά δεν εφαρμόστηκε εκ νέου, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, από τη μεταγενέστερη νομολογία. Επομένως, δεν θα το εξετάσω εν προκειμένω.


33      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, για τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεχόταν την έκπτωση των ζημιών τις οποίες είχε καταγράψει μια μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση στην Αυστρία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κατάσταση ημεδαπής εταιρίας η οποία διατηρεί μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση στην Αυστρία είναι συγκρίσιμη προς εκείνη μιας ημεδαπής εταιρίας η οποία διατηρεί μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση στη Γερμανία: βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Timac Agro Deutschland (C-388/14, EU:C:2015:829, σκέψεις 28 και 59).


34      Βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, STEKO Industriemontage (C-377/07, EU:C:2009:29, σκέψη 33).


35      Επί της αναγνωρίσεως του θεμιτού του σκοπού της διατηρήσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Marks & Spencer (C-446/03, EU:C:2005:763, σκέψη 45), της 10ης Μαΐου 2012, Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (C-338/11 έως C-347/11, EU:C:2012:286, σκέψη 47), καθώς και της 24ης Φεβρουαρίου 2015, Grünewald (C-559/13, EU:C:2015:109, σκέψη 40). Επί της επεκτάσεως αυτού του δικαιολογητικού λόγου υπέρ των περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έναντι τρίτων χωρών, βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36      Επί της αναγνωρίσεως του χαρακτήρα γενικού συμφέροντος της αποτροπής της φοροαποφυγής, ακόμη και στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2007, Επιτροπή κατά Δανίας (C-150/04, EU:C:2007:69, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 21ης Ιανουαρίου 2010, SGI (C-311/08, EU:C:2010:26, σκέψη 65), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 62).


37      Επί της αναγνωρίσεως του χαρακτήρα γενικού συμφέροντος της ανάγκης διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, ακόμη και στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, A (C-101/05, EU:C:2007:804, σκέψη 55), και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 58).


38      Βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψεις 125 και 126), και της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 101).


39      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2008, Jobra (C-330/07, EU:C:2008:685, σκέψη 35), και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Tankreederei I (C-287/10, EU:C:2010:827, σκέψη 28). Όσον αφορά τη σύνδεση του λόγου αυτού με την πρόληψη των καταχρήσεων και της φοροαποφυγής, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C-196/04, EU:C:2006:544, σκέψεις 48, 51 και 55), και της 18ης Ιουνίου 2009, Aberdeen Property Fininvest Alpha (C-303/07, EU:C:2009:377, σκέψεις 63 έως 65). Όσον αφορά τη σύνδεση του λόγου αυτού με την πρόληψη των καταχρήσεων και της φορολογικής απάτης βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Masco Denmark και Damixa (C-593/14, EU:C:2016:984, σκέψη 30).


40      Βλ. όσον αφορά τη σύνδεση του λόγου αυτού με την αποτροπή της φοροδιαφυγής, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-540/07, EU:C:2009:717, σκέψη 57), της 28ης Οκτωβρίου 2010, Établissements Rimbaud (C-72/09, EU:C:2010:645, σκέψη 34), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 59). Βλ., όσον αφορά τη σύνδεση του λόγου αυτού με την αποτροπή της φοροαποφυγής, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Oy AA (C-231/05, EU:C:2007:439, σκέψη 58), της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome (C-182/08, EU:C:2009:559, σκέψη 89), της 21ης Ιανουαρίου 2010, SGI (C-311/08, EU:C:2010:26, σκέψη 65), καθώς και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Timac Agro Deutschland (C-388/14, EU:C:2015:829, σκέψη 42). Βλ., όσον αφορά τη σύνδεση με τους δύο επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Itelcar (C-282/12, EU:C:2013:629, σκέψεις 33 έως 35), και της 7ης Νοεμβρίου 2013, K (C-322/11, EU:C:2013:716, σκέψεις 61 και 62).


41      Βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C-524/04, EU:C:2007:161, σκέψεις 74 και 75).


42      Βλ. αποφάσεις της 1ηςΑπριλίου 2014, Felixstowe Dock and Railway Company κ.λπ. (C-80/12, EU:C:2014:200, σκέψεις 31 και 35), και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψεις 114 και 115).


43      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome (C-182/08, EU:C:2009:559, σκέψεις 89), της 3ης Οκτωβρίου 2013, Itelcar (C-282/12, EU:C:2013:629, σκέψη 34), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψεις 114 και 115).


44      Αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψη 165), και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψεις 59 έως 62).


45      Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 61) (η υπογράμμιση δική μου).


46      Σημειωτέον ότι η Γερμανική Κυβέρνηση παραδέχθηκε τον αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.


47      Βλ. συναφώς, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ηςΑπριλίου 2014, Felixstowe Dock and Railway Company κ.λπ. (C-80/12, EU:C:2014:200, σκέψη 34), της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψη 165), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 61).


48      Η Γαλλική Κυβέρνηση στηρίζει την επιχειρηματολογία της, αφενός, στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C-524/04, EU:C:2007:161, σκέψη 81), και, αφετέρου, σε ορισμένες πράξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, σαφώς μεταγενέστερες των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (και συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, μη ασκούσες επιρροή), μεταξύ των οποίων, ιδίως, στην οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ 2016, L 193, σ. 1). Μολονότι η σκέψη 81 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C-524/04, EU:C:2007:161), παραπέμπει στον «κύριο» και όχι στον αποκλειστικό χαρακτήρα του σκοπού που επιδιώκει συγκεκριμένη πράξη προκειμένου να χαρακτηριστεί ως αμιγώς τεχνητή μεθόδευση, εντούτοις επισημαίνω ότι στη σκέψη 82 της αποφάσεως αυτής οι αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις χαρακτηρίζονται λόγω των «αποκλειστικά φορολογικών σκοπών» που εξυπηρετούν. Εξ όσων γνωρίζω, η σκέψη 81 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C-524/04, EU:C:2007:161), μνημονεύθηκε μόνο μία φορά, στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2008, Lammers & Van Cleeff (C-105/07, EU:C:2008:24). Αντιθέτως, η σαφέστατα πλειοψηφούσα νομολογιακή τάση επισημαίνει τον αποκλειστικό ή μοναδικό χαρακτήρα του σκοπού που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη συναλλαγή: βλ., αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2008, Jobra (C-330/07, EU:C:2008:685, σκέψη 35), της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome (C-182/08, EU:C:2009:559, σκέψεις 89 και 92), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Tankreederei I (C-287/10, EU:C:2010:827, σκέψη 28), της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψη 165), της 5ης Ιουλίου 2012, SIAT (C-318/10, EU:C:2012:415, σκέψη 41), της 3ης Οκτωβρίου 2013, Itelcar (C-282/12, EU:C:2013:629, σκέψη 34), της 13ης Νοεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C-112/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2369, σκέψη 25), της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C-464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 59), καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka (C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 34). Βλ., επίσης, διάταξη της 23ης Απριλίου 2008, Test Claimants in the CFC and Dividend Group Litigation (C-201/05, EU:C:2008:239, σκέψη 84).


49      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, SIAT (C-318/10, EU:C:2012:415, σκέψη 48).


50      Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψεις 71 και 100 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


51      Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52      Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψεις 81 και 82 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


53      ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


54      Κατά τα λοιπά, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, και μετά την παρέλευση των επίμαχων οικονομικών ετών στην υπό κρίση υπόθεση, ο Γερμανός νομοθέτης τροποποίησε τον AStG με τον Jahressteuergesetz 2008 (νόμο περί χρηματοδοτήσεων για το έτος 2008, BGBl. I, σ. 3150), παρέχοντας στους Γερμανούς φορολογουμένους το δικαίωμα να αποφύγουν την εφαρμογή των κανόνων περί συνυπολογισμού εφόσον αποδείξουν ότι η εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος εταιρία ασκεί πραγματική οικονομική δραστηριότητα.


55      STE αριθ. 127. Το κείμενο της συμβάσεως, οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν σε αυτή καθώς και η επισκόπηση των κυρώσεων είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση: https://www.coe.int/fr/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/127. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κύρωσε την εν λόγω σύμβαση στις 28 Αυγούστου 2015, ενώ τέθηκε σε ισχύ στο κράτος μέλος αυτό την 1η Δεκεμβρίου 2015.