Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 22ας Νοεμβρίου 2018 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Πιστωτικά ιδρύματα – Τέλος σταθερότητας και σχετική ειδική εισφορά προσδιοριζόμενα βάσει του συνόλου του μη ενοποιημένου ισολογισμού των εγκατεστημένων στην Αυστρία πιστωτικών ιδρυμάτων – Συνεκτίμηση των τραπεζικών πράξεων διασυνοριακού χαρακτήρα – Εξαίρεση των πράξεων των θυγατρικών σε άλλο κράτος μέλος – Διαφορετική μεταχείριση – Περιορισμός – Δικαιολόγηση»
Στην υπόθεση C-625/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Vorarlberger Landes- und Hypothekenbank AG
παρισταμένης της:
Finanzamt Feldkirch,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev, E. Regan και C. G. Fernlund, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Vorarlberger Landes- und Hypothekenbank AG, εκπροσωπούμενη από τον C. Nauer, Rechtsanwalt,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal, καθώς και από τις N. Gossement και C. Tritz,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 και 63 ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vorarlberger Landes- und Hypothekenbank AG (στο εξής: Hypothekenbank) και της Finanzamt Feldkirch (φορολογικής αρχής του Feldkirch, Αυστρία) με αντικείμενο αποφάσεις της δεύτερης, της 20ής Ιανουαρίου 2015, με τις οποίες καθορίζεται το ποσό του τέλους σταθερότητας και της σχετικής ειδικής εισφοράς που η εταιρία αυτή πρέπει να καταβάλει για το έτος 2014.
Το νομικό πλαίσιο
3 Το άρθρο 1 του Stabilitätsabgabegesetz (νόμου περί σταθερότητας, στο εξής: StabAbgG), το οποίο προστέθηκε με τον Budgetbegleitgesetz 2011 (συνοδευτικό του προϋπολογισμού του 2011 νόμο), της 30ής Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. I, 111/2010), προβλέπει τα εξής:
«Η δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων υπόκειται σε τέλος σταθερότητας. Ως “πιστωτικά ιδρύματα” κατά την έννοια του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου νοούνται τα ιδρύματα που διαθέτουν άδεια δυνάμει του Bankwesengesetz (νόμου περί τραπεζικού συστήματος), BGBl. 532/1993, καθώς και τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο περί τραπεζικού συστήματος, έχουν άδεια να παρέχουν υπηρεσίες μέσω υποκαταστήματος εγκατεστημένου στην Αυστρία.
[...]»
4 Το άρθρο 2 του StabAbgG, όπως ίσχυε πριν από τη θέσπιση του ομοσπονδιακού νόμου BGBl. I, 184/2013, όριζε τα εξής:
«(1) Η βάση επιβολής του τέλους σταθερότητας αποτελείται από το σύνολο του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού (παράγραφος 2) του πιστωτικού ιδρύματος, μειωμένο κατά τα ποσά της παραγράφου 2. Για τα ημερολογιακά έτη 2011, 2012 και 2013, λαμβάνεται ως βάση το σύνολο του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού της χρήσεως που λήγει το 2010. Για το αμέσως επόμενο ημερολογιακό έτος λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού της χρήσεως που λήγει κατά το έτος που προηγείται του ημερολογιακού έτους για το οποίο πρέπει να καταβληθεί το τέλος σταθερότητας.
[…]
(6) Για τα πιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 1 που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος […] και δραστηριοποιούνται στην Αυστρία μέσω υποκαταστήματος, υπολογίζεται σύνολο πλασματικού ισολογισμού του όγκου συναλλαγών που αναλογούν στο υποκατάστημα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 5, και αυτό αποτελεί τη βάση επιβολής του φόρου.»
5 Το άρθρο 3 του StabAbgG, όπως ίσχυε πριν από τη θέσπιση του ομοσπονδιακού νόμου BGBl. I, 13/2014, ορίζει τα εξής:
«Το τέλος σταθερότητας υπολογίζεται επί της κατά το άρθρο 2 βάσεως επιβολής φόρου,
1. για το τμήμα μεταξύ ενός δισεκατομμυρίου ευρώ και 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, με συντελεστή 0,055 %,
2. για το τμήμα που υπερβαίνει τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, με συντελεστή 0,085 %.»
6 Το άρθρο 3 του StabAbgG, όπως τροποποιήθηκε με τον ομοσπονδιακό νόμο BGBl. I, 13/2014, προβλέπει τα εξής:
«Το τέλος σταθερότητας υπολογίζεται επί της κατά το άρθρο 2 βάσεως επιβολής φόρου,
1. για το τμήμα μεταξύ ενός δισεκατομμυρίου ευρώ και 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, με συντελεστή 0,09 %
2. για το τμήμα που υπερβαίνει τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, με συντελεστή 0,11 %.»
7 Κατά το άρθρο 7a, παράγραφος 1, του StabAbgG, η ειδική εισφορά επί του τέλους σταθερότητας υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή επί των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως τέλος σταθερότητας.
8 Κατά το άρθρο 7b, παράγραφος 2, του StabAbgG, το ύψος του τέλους σταθερότητας για το έτος 2014 προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, όπως ίσχυαν πριν και μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τους ομοσπονδιακούς νόμους BGBl. I, 184/2013 και BGBl. I, 13/2014.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
9 H Hypothekenbank είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Αυστρία, το οποίο παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες σε πελάτες που διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος καθώς και σε άλλα κράτη μέλη. Το σύνολο του ισολογισμού της Hypothekenbank προκύπτει κατά μεγάλο μέρος, δηλαδή σχεδόν κατά το ένα τέταρτο για το έτος 2014, από τραπεζικές συναλλαγές με τη δεύτερη ομάδα πελατών.
10 Με δύο αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2015, η φορολογική αρχή του Feldkirch καθόρισε, κατ’ εφαρμογή του StabAbgG, το ποσό του τέλους σταθερότητας και της σχετικής ειδικής εισφοράς που οφείλονταν από την Hypothekenbank κατά το έτος 2014. Η προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών απορρίφθηκε από το Bundesfinanzgericht (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 1ης Απριλίου 2016.
11 Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), η Hypothekenbank υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να πληρώσει καθόλου τέλος σταθερότητας και σχετική ειδική εισφορά, για τον λόγο ότι οι φόροι αυτοί είναι αντίθετοι, αφενός, προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και, αφετέρου, προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Ειδικότερα, το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2 του StabAbgG εισάγει δυσμενή διάκριση, στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων πράξεων. Ενώ οι τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται από πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Αυστρία, απευθείας ή μέσω υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, με υπηκόους άλλων κρατών μελών λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της βάσης επιβολής των επίμαχων φόρων, οι ίδιες πράξεις που διενεργούνται μέσω θυγατρικών εταιριών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος δεν λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό αυτόν.
12 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας όμιλος εταιριών φορολογείται ευνοϊκότερα απ’ ό,τι μια επιχείρηση η οποία δεν ανήκει σε όμιλο. Ειδικότερα, στην περίπτωση του ομίλου, το κριτήριο της μη ενοποιήσεως έχει αυτομάτως ως αποτέλεσμα να αποκλείονται από τη βάση επιβολής των επίμαχων φόρων οι ισολογισμοί των θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Αυστρίας. Δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση μεμονωμένης εταιρίας η οποία παρέχει η ίδια ή μέσω υποκαταστήματος υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη πέραν της Αυστρίας, καθόσον οι υπηρεσίες αυτές συμπεριλαμβάνονται αυτόματα στον ισολογισμό της εταιρίας και στη βάση επιβολής του τέλους σταθερότητας που οφείλει να καταβάλει. Η κατάσταση αυτή συνιστά δυσμενή διάκριση, πράγμα που συνάγεται από την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47). Η εν λόγω δυσμενής διάκριση είναι ικανή να παρακωλύει την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη πέραν της Αυστρίας. Θα μπορούσε δε να αποφευχθεί αν η βάση επιβολής του τέλους σταθερότητας και της σχετικής ειδικής εισφοράς καθοριζόταν επί του συνόλου του ενοποιημένου ισολογισμού, επιτρέποντας συγχρόνως τον καταλογισμό ενδεχόμενων φόρων της ίδιας φύσεως που πρέπει να καταβληθούν από τις θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη.
13 Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν από την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως σχετικής με την ελευθερία εγκαταστάσεως, καθώς και από τις αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-174/04, EU:C:2005:350), της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation (C-446/04, EU:C:2006:774), και της 24ης Μαΐου 2007, C-157/05, Holböck (EU:C:2007:297), σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, προκύπτει ότι ο StabAbgG δεν είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης.
14 Εξάλλου, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, ιδίως από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Finanzamt Linz (C-66/14, EU:C:2015:661, σκέψη 21), προκύπτει ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορεί, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου, να ισχυριστεί ότι ένα φορολογικό μέτρο από το οποίο ευνοούνται άλλες επιχειρήσεις συνιστά κρατική ενίσχυση. Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαία η υποβολή σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων.
15 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή τέλους επί του συνόλου του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά τα άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ και/ή στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία πληρωμών κατά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι το τέλος αυτό υπολογίζεται επί του συνόλου του μη ενοποιημένου (μη συμπεριλαμβανομένου σε ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις) ισολογισμού, στην περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Αυστρία υποχρεούται να καταβάλλει το ως άνω τέλος για τις τραπεζικές συναλλαγές με πελάτες στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αυτό δεν ισχύει για πιστωτικό ίδρυμα με έδρα την Αυστρία το οποίο, ως μητρική εταιρία ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων, πραγματοποιεί τέτοιες συναλλαγές μέσω πιστωτικού ιδρύματος του ομίλου που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο ισολογισμός του οποίου ενοποιείται λόγω της συμμετοχής του στον όμιλο με τον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος που έχει την ιδιότητα της μητρικής εταιρίας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
16 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το τέλος σταθερότητας και η σχετική ειδική εισφορά, των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Αυστρία, καθώς και τα εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων. Η βάση επιβολής των φόρων αυτών καθορίζεται βάσει του «συνόλου του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού» των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στην Αυστρία και, στην περίπτωση των υποκαταστημάτων των αλλοδαπών εταιριών, βάσει ενός πλασματικού ισολογισμού. Ο όρος «μη ενοποιημένος» σημαίνει ότι το τέλος σταθερότητας και η σχετική ειδική εισφορά υπολογίζονται βάσει του συνολικού ισολογισμού κάθε επιμέρους νομικού προσώπου και όχι βάσει του ενοποιημένου ισολογισμού του ομίλου εταιριών.
17 Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, οι τραπεζικές συναλλαγές αποτυπώνονται στο σύνολο του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατά συνέπεια, το προς καταβολή ποσό των επίμαχων φόρων ποικίλλει αναλόγως των τραπεζικών πράξεων οι οποίες διενεργούνται από πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Αυστρία είτε απευθείας είτε μέσω των υποκαταστημάτων τους. Οι τραπεζικές πράξεις των θυγατρικών των εν λόγω αυστριακών πιστωτικών ιδρυμάτων οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της βάσης επιβολής των φόρων αυτών.
18 Εξάλλου, η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης Hypothekenbank να παρέχει υπηρεσίες μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως σε κράτος μέλος πέραν της Δημοκρατίας της Αυστρίας ή να εγκατασταθεί σε αυτό. Όπως επιβεβαίωσε η ίδια με τις γραπτές παρατηρήσεις της, παρέχει υπηρεσίες στους πελάτες της που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε αυτά.
19 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο μέτρο που επιβάλλει στα εγκατεστημένα στην Αυστρία πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να διαθέτουν μόνιμες εγκαταστάσεις σε αυτά, να καταβάλλουν φόρο που καθορίζεται βάσει του «συνόλου του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού», ο οποίος περιλαμβάνει τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται από τα ιδρύματα αυτά απευθείας με υπηκόους άλλων κρατών μελών, ενώ δεν περιλαμβάνει τις ίδιες πράξεις που διενεργούνται από θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Αυστρία, όταν αυτές είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.
Επί της εφαρμοστέας ελευθερίας
20 Δεδομένου ότι το προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 56 ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, πρέπει να διαπιστωθεί κατ’ αρχάς εάν και κατά πόσο μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να επηρεάσει την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Fidelity Funds κ.λπ., C-480/16, EU:C:2018:480, σκέψη 32).
21 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο μέτρο που τραπεζικές υπηρεσίες παρέχονται σε κατοίκους άλλων κρατών μελών πέραν της Αυστρίας, τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Αυστρία υπόκεινται σε διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά το τέλος σταθερότητας και τη σχετική ειδική εισφορά, αναλόγως του αν παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές απευθείας ή μέσω των θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.
22 Ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου), η Hypothekenbank υποστηρίζει ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση συνεπάγεται δυσμενή διάκριση και είναι ικανή να παρακωλύει, αφενός, την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε κράτη μέλη πέραν της Αυστρίας και, αφετέρου, την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων.
23 Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι τραπεζικές πράξεις όπως η κατ’ επάγγελμα χορήγηση πιστώσεων άπτονται καταρχήν τόσο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια των άρθρων 56 επ. ΣΛΕΕ, όσο και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, κατά την έννοια των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, Fidium Finanz, C-452/04, EU:C:2006:631, σκέψη 43).
24 Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι στις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό μέτρο άπτεται τόσο της ελεύθερης εγκαταστάσεως όσο και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών το Δικαστήριο εξετάζει καταρχήν το επίμαχο μέτρο υπό το πρίσμα της μίας μόνον από τις δύο αυτές ελευθερίες, εφόσον προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μία εξ αυτών είναι όλως δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να συνενωθεί με αυτήν [απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, NN (L) International, C-48/15, EU:C:2016:356, σκέψη 39].
25 Από τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι η πτυχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών επικρατεί εκείνης της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Πράγματι, με την επιχειρηματολογία της, όπως συνοψίζεται από το αιτούν δικαστήριο, η Hypothekenbank υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση, για τον προσδιορισμό του τέλους σταθερότητας και της σχετικής ειδικής εισφοράς, των τραπεζικών πράξεων που διενεργεί η ίδια απευθείας με πελάτες σε κράτη μέλη πέραν της Αυστρίας αυξάνει το κόστος των πράξεων αυτών, καθιστώντας συνεπώς τη διασυνοριακή δραστηριότητα λιγότερο ελκυστική. Η συνέπεια αυτή αφορά πρωτίστως την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, ενώ οι συνέπειες επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων αποτελούν απλώς ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμά της.
26 Ως εκ τούτου, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όχι των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αλλά των άρθρων 56 επ. ΣΛΕΕ περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.
Σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών
27 Επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του αν το τέλος σταθερότητας και η σχετική ειδική εισφορά συνιστούν άμεσο ή έμμεσο φόρο, οι φόροι αυτοί δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Ένωσης και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία υποχρεούνται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-253/09, EU:C:2011:795, σκέψη 42).
28 Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαιτεί την κατάργηση κάθε περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ο οποίος επιβάλλεται λόγω του ότι ο παρέχων είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, TTL, C-553/16, EU:C:2018:604, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
29 Συνιστούν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα εθνικά μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, TTL, C-553/16, EU:C:2018:604, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
30 Το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών που αναγνωρίζει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ στους υπηκόους των κρατών μελών εμπεριέχει την «παθητική» ελευθερία παροχής των υπηρεσιών, δηλαδή την ελευθερία των αποδεκτών υπηρεσιών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να τους παρασχεθεί εκεί μια υπηρεσία, χωρίς να εμποδίζονται από περιορισμούς (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Piringer, C-342/15, EU:C:2017:196, σκέψη 35).
31 Επισημαίνεται συναφώς ότι το τέλος σταθερότητας και η σχετική ειδική εισφορά δεν διακρίνουν αναλόγως της προελεύσεως των πελατών ή του τόπου της παροχής. Πράγματι, για τον καθορισμό της βάσεως επιβολής των φόρων αυτών βάσει του συνόλου του μη ενοποιημένου ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Αυστρία, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των τραπεζικών πράξεων που διενεργεί το ίδρυμα αυτό απευθείας στην Αυστρία ή σε άλλο κράτος μέλος.
32 Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι οι φόροι αυτοί είναι δυνατόν να αυξάνουν το κόστος των τραπεζικών συναλλαγών δεν μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν καλύπτει τα μέτρα των οποίων το μόνο αποτέλεσμα είναι να καθιστούν οικονομικά επαχθέστερη τη συγκεκριμένη παροχή υπηρεσιών και τα οποία πλήττουν εξίσου την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών και την παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Mobistar και Belgacom Mobile, C-544/03 και C-545/03, EU:C:2005:518, σκέψη 31, και της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C-98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 36).
33 Όσον αφορά το επιχείρημα ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση εις βάρος των εγκατεστημένων στην Αυστρία τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία διενεργούν απευθείας τραπεζικές πράξεις σε άλλο κράτος μέλος σε σχέση με εκείνα που παρέχουν την υπηρεσία αυτή μέσω ανεξάρτητων θυγατρικών εταιριών εγκατεστημένων στο κράτος αυτό, επισημαίνεται ότι τα δεύτερα επέλεξαν να ασκήσουν την ελευθερία εγκαταστάσεως που τους αναγνωρίζεται από τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ, ενώ τα πρώτα είναι απλώς εγκατεστημένα στην Αυστρία και παρέχουν υπηρεσίες διασυνοριακού χαρακτήρα, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών που διασφαλίζει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.
34 Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ των πεδίων εφαρμογής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και της ελεύθερης εγκαταστάσεως. Προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να εξακριβώνεται αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει την επίμαχη υπηρεσία. Όταν είναι εγκατεστημένος στο κράτος αυτό, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Όταν αντιθέτως δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος προορισμού, πρόκειται για διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, η οποία εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Schnitzer, C-215/01, EU:C:2003:662, σκέψεις 28 και 29, και της 10ης Μαΐου 2012, Duomo Gpa κ.λπ., C-357/10 έως C-359/10, EU:C:2012:283, σκέψη 30).
35 Ειδικότερα, η έννοια της «εγκαταστάσεως», κατά τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, προϋποθέτει την πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας μέσω σταθερής εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος υποδοχής επ’ αόριστον. Προϋποθέτει, επομένως, την πραγματική εγκατάσταση της ενδιαφερόμενης εταιρίας στο εν λόγω κράτος μέλος και την άσκηση ουσιαστικής οικονομικής δραστηριότητας εντός αυτού (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, C-196/04, EU:C:2006:544, σκέψη 54).
36 Αντιθέτως, στην περίπτωση στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας μεταβαίνει σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος, οι διατάξεις του σχετικού με τις υπηρεσίες κεφαλαίου της Συνθήκης, και ιδίως το άρθρο 57, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προβλέπουν ότι ο πάροχος της υπηρεσίας ασκεί εκεί τη δραστηριότητά του προσωρινώς (αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard, C-55/94, EU:C:1995:411, σκέψη 26, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Schnitzer, C-215/01, EU:C:2003:662, σκέψη 27).
37 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι θεμιτό τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω διαφορές και, κατά συνέπεια, να αντιμετωπίζουν διαφορετικά, προς τον σκοπό της φορολογήσεως, τις δραστηριότητες των ιδιωτών και των επιχειρήσεων που άπτονται αντιστοίχως της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και συνεπάγονται, κατά κανόνα, διαφορετικές νομικές και οικονομικές συνέπειες.
38 Επομένως, εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν είναι ικανή να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.
39 Όσον αφορά τις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με το κατά πόσον είναι κρίσιμη η απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47), ζήτημα το οποίο ήγειρε ενώπιόν του η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 37 έως 41 της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και στη σκέψη 23 της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C-234/16 και C-235/16, EU:C:2018:281), το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρεωτική εισφορά που προβλέπει προδήλως αντικειμενικό κριτήριο διαφοροποιήσεως, αλλά περιάγει σε μειονεκτική θέση στις περισσότερες περιπτώσεις, λόγω των χαρακτηριστικών της, τις εταιρίες που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη και που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση με εκείνες που εδρεύουν στο κράτος μέλος φορολογήσεως, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω του τόπου της έδρας των εταιριών, η οποία απαγορεύεται από τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ.
40 Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18 και 26 της παρούσας αποφάσεως, στη διαφορά της κύριας δίκης, η Hypothekenbank δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελεύθερης εγκαταστάσεως.
41 Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, Jehovan todistajat, C-25/17, EU:C:2018:551, σκέψη 28).
42 Βεβαίως, με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η Hypothekenbank υποστηρίζει ότι, στην πράξη, τα περιφερειακά πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της Αυστρίας παρέχουν συχνότερα υπηρεσίες διασυνοριακού χαρακτήρα απ’ ό,τι τα λοιπά περιφερειακά πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα το τέλος σταθερότητας και η σχετική ειδική εισφορά να επηρεάζουν κυρίως τα πρώτα. Η κατάσταση αυτή συνιστά δυσμενή διάκριση παρόμοια με εκείνη την οποία αφορούσε η απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47). Ωστόσο, τα ελάχιστα στοιχεία που παρέχονται από την Hypothekenbank σχετικά με τον τραπεζικό τομέα στην Αυστρία δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της. Εν πάση περιπτώσει, τα σχετικά πραγματικά στοιχεία δεν εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.
43 Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση είναι ικανή να δημιουργήσει κατάσταση ανάλογη προς την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47), παρέλκει η εξέταση του αν είναι δυνατή η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως σε υποθέσεις ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
44 Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι εγκατεστημένα στην Αυστρία και, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη, χωρίς να χρησιμοποιούν μόνιμη εγκατάστασή τους στα κράτη αυτά, να καταβάλλουν ορισμένο φόρο που καθορίζεται βάσει του «συνόλου του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού», ο οποίος περιλαμβάνει τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται από τα ιδρύματα αυτά απευθείας με υπηκόους άλλων κρατών μελών, ενώ δεν περιλαμβάνει τις ίδιες πράξεις που διενεργούνται από θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Αυστρία, όταν οι θυγατρικές αυτές είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.
Επί των δικαστικών εξόδων
45 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι εγκατεστημένα στην Αυστρία και, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη, χωρίς να χρησιμοποιούν μόνιμη εγκατάστασή τους στα κράτη αυτά, να καταβάλλουν ορισμένο φόρο που καθορίζεται βάσει του «συνόλου του μέσου μη ενοποιημένου ισολογισμού», ο οποίος περιλαμβάνει τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται από τα ιδρύματα αυτά απευθείας με υπηκόους άλλων κρατών μελών, ενώ δεν περιλαμβάνει τις ίδιες πράξεις που διενεργούνται από θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Αυστρία, όταν οι θυγατρικές αυτές είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.