Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 14ης Μαΐου 2020(1)

Υπόθεση C-181/19

Jobcenter Krefeld – Widerspruchsstelle

κατά

JD

[αίτηση του Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen
(ανώτερου δικαστηρίου υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων –Πολίτης της Ένωσης ο οποίος έχει απολέσει την ιδιότητα του εργαζομένου – Δικαίωμα διαμονής – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Πρώην διακινούμενος εργαζόμενος ο οποίος συντηρεί τέκνα που φοιτούν σε σχολείο στο κράτος μέλος υποδοχής – Δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση – Αποτελεσματικότητα – Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα»






Περιεχόμενα


I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία 2004/38/ΕΚ

1. Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004

2. Ο κανονισμός (ΕΕ) 492/2011

Β. Το γερμανικό δίκαιο

II. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

III. Ανάλυση

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων παροχών

Β. Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

1. Επί της μη εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση

2. Επί του περιεχομένου του δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011

α) Το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 στη νομολογία του Δικαστηρίου

β) Δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 και δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στις βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας: η λογική συνέχεια

1) Πρώτη περίπτωση: το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 ως βάση του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως του JD

2) Δεύτερη περίπτωση: το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση ως θεμέλιο του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια

3. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

IV. Πρόταση


1.        Η Ευρωπαϊκή Ένωση διέρχεται κατά τον χρόνο που συντάσσονται οι παρούσες προτάσεις μια άνευ προηγουμένου κρίση δημόσιας υγείας στην οποία τα κράτη μέλη ανταποκρίθηκαν επιδεικνύοντας μια επίσης άνευ προηγουμένου υγειονομική αλληλεγγύη. Στην υπό κρίση υπόθεση εγείρεται το ζήτημα των ορίων της κοινωνικής αλληλεγγύης τα οποία το Δικαστήριο καλείται να προσδιορίσει αποφαινόμενο επί του ζητήματος του εύρους των κοινωνικών παροχών τις οποίες πρέπει ένα κράτος μέλος υποδοχής να χορηγεί σε πρώην διακινούμενο εργαζόμενο που αναζητεί εργασία και ασκεί την επιμέλεια των δύο τέκνων του, τα οποία φοιτούν σε σχολείο στο κράτος αυτό.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2004/38/ΕΚ

2.        Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (2), φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση». Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

1.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004

3.        Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (EE 2004, L 166, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43)(3), ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται επίσης στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 70».

4.        Το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι, «[ε]κτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του».

5.        Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 70 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:

«1.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα”, νοούνται εκείνες οι οποίες:

α)      προορίζονται να παρέχουν [...]:

i) συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στο άρθρο 3, παράγραφος 1, κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

[…]

και

β)      στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου […]·

και

γ)      περιλαμβάνονται στο παράρτημα X.»

6.        Το παράρτημα X του κανονισμού 883/2004 περιλαμβάνει, όσον αφορά τη Γερμανία, «παροχές για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης στο πλαίσιο της βασικής διάταξης για άτομα που αναζητούν εργασία εκτός, όσον αφορά αυτές τις παροχές, εάν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις ευελιξίας για προσωρινό συμπλήρωμα ύστερα από τη λήψη παροχής ανεργίας (άρθρο 24, παράγραφος 1, του [Βιβλίου] ΙΙ του [κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων]».

2.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 492/2011

7.        Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (4), έχει ως εξής:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

8.        Το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει, στο πρώτο εδάφιό του, ότι «[τ]α τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του». Εν συνεχεία, στο δεύτερο εδάφιο ορίζεται περαιτέρω ότι «[τ]α κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που καθιστούν δυνατό στα εν λόγω τέκνα να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις».

2.      Το γερμανικό δίκαιο

9.        Το άρθρο 7 του Βιβλίου II του Sozialgesetzbuch Zweites Buch (κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων), όπως τροποποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2016 (BGBl. I, σ. 3155, στο εξής: SGB II), ορίζει τα ακόλουθα:

«1)      1 Οι παροχές βάσει του παρόντος Βιβλίου προορίζονται για τα πρόσωπα τα οποία:

1.      έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος ηλικίας και δεν έχουν ακόμα συμπληρώσει το όριο ηλικίας του άρθρου 7a,

2.      είναι ικανά προς εργασία,

3.      είναι άπορα και

4.      έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (δικαιούχοι ικανοί προς εργασία).

2  Εξαιρούνται τα εξής πρόσωπα:

[...]

2.      Οι αλλοδαποί

a)      οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα διαμονής,

b)      το δικαίωμα διαμονής των οποίων θεμελιώνεται αποκλειστικά στον σκοπό αναζητήσεως εργασίας ή

c)      αντλούν το δικαίωμα διαμονής τους –αποκλειστικά ή παράλληλα προς το δικαίωμα διαμονής βάσει του στοιχείου βʹ– από το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011,

καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους,

[...].

2)      Παροχές λαμβάνουν επίσης τα πρόσωπα τα οποία διαβιούν σε αναγκαστική κοινότητα με ικανούς προς εργασία δικαιούχους.

[…]

3)      Μέλη αναγκαστικής κοινότητας αποτελούν

1.      οι ικανοί προς εργασία δικαιούχοι,

[…]

4.      τα μη έγγαμα τέκνα που ανήκουν στην οικογενειακή εστία των προσώπων που μνημονεύονται στα σημεία 1 έως 3, εφόσον δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να αποκτήσουν δικό τους εισόδημα ή περιουσία, οι δε παροχές καθιστούν δυνατή την κάλυψη των δαπανών τους διαβιώσεως.»

10.      Το άρθρο 2 του Gesetz über die allgemeine Freizügigkeit von Unionsbürgern (νόμου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, στο εξής: FreizügG)(5) προβλέπει τα εξής:

«1)      Οι πολίτες της Ένωσης που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και τα μέλη των οικογενειών τους έχουν δικαίωμα εισόδου και διαμονής στην ομοσπονδιακή επικράτεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2)      Βάσει του δικαίου της Ένωσης, απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας:

1.      οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι επιθυμούν να διαμείνουν ως εργαζόμενοι ή να συνεχίσουν επαγγελματική κατάρτιση,

1a.      οι αναζητούντες εργασία πολίτες της Ένωσης για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες πέραν δε αυτού μόνον εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν,

[…]

6.      τα μέλη της οικογενείας, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4,

[…]

3)      […]

Το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εξακολουθεί να υφίσταται για χρονικό διάστημα έξι μηνών σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας, βεβαιούμενης από τον αρμόδιο για την απασχόληση φορέα, κατόπιν απασχολήσεως για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους.»

11.      Το άρθρο 3 του FreizügG ορίζει τα εξής:

«1)      Τα μέλη της οικογένειας των πολιτών της Ένωσης που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 5, απολαύουν του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, όταν συνοδεύουν τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης ή εγκαθίστανται μαζί του στο πλαίσιο επανενώσεως. […]

2)      Ως μέλη της οικογένειας νοούνται

1.      ο/η σύζυγος, ο/η καταχωρισθείς/θείσα σύντροφος και οι κατιόντες των προσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 5 και 7, ή των συζύγων τους ή καταχωρισθέντων συντρόφων τους που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους […],

2.      οι ανιόντες ή οι κατιόντες των προσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 5 και 7, ή των συζύγων τους ή καταχωρισθέντων συντρόφων τους, των οποίων η αξιοπρεπής διαβίωση διασφαλίζεται από τα ως άνω πρόσωπα ή από τον/τη σύζυγο ή καταχωρισθέντα/θείσα σύντροφό τους.

[…]

4)      Τα τέκνα πολίτη της Ένωσης που απολαύει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και ο ασκών εν τοις πράγμασι την επιμέλεια των τέκνων γονέας διατηρούν δικαίωμα διαμονής μέχρι την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους ακόμη και μετά τον θάνατο ή την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από τον οποίο αντλούν το δικαίωμα διαμονής, εφόσον τα τέκνα διαμένουν στην ομοσπονδιακή επικράτεια και φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή κέντρο κατάρτισης.»

II.    Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

12.      Ο JD είναι Πολωνός υπήκοος, πατέρας δύο τέκνων γεννηθέντων το 2005 και το 2010. Βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του, επίσης υπήκοο Πολωνίας, από το έτος 2012 ή 2013 –χρονικό σημείο αφίξεώς του στη Γερμανία κατόπιν διαμονής στις Κάτω Χώρες–, ο δε γάμος τους λύθηκε με διαζύγιο τον Ιανουάριο του 2019. Η σύζυγός του, η οποία μετοίκησε ταυτόχρονα με τον σύζυγό της από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία, επέστρεψε για να ζήσει στην Πολωνία τον Απρίλιο του 2016. Από τον Σεπτέμβριο του 2015 ο πατέρας και οι δύο θυγατέρες του δηλώνονται από κοινού στην ίδια διεύθυνση στη Γερμανία. Οι δύο θυγατέρες φοιτούν σε σχολείο στη Γερμανία τουλάχιστον από τον Αύγουστο του 2016. Το 2016 και το 2017 ο JD ελάμβανε αδιαλείπτως οικογενειακά επιδόματα για τις δύο θυγατέρες του καθώς και επίδομα διατροφής που του χορηγήθηκε από τον δήμο διαμονής της οικογενείας (6).

13.      Όσον αφορά την επαγγελματική δραστηριότητά του, ο JD άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες από το 2009 έως το 2011. Από τον Ιανουάριο του 2013 έως τον Μάρτιο του 2015 ήταν άνεργος. Από τις 6 Μαρτίου 2015 έως την 1η Σεπτεμβρίου 2015 άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στη Γερμανία. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2015 έως τις 17 Ιανουαρίου 2016, ήταν εκ νέου άνεργος. Στις 18 Ιανουαρίου 2016 άρχισε να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα κατά πλήρη απασχόληση, η οποία επρόκειτο να ολοκληρωθεί στις 31 Οκτωβρίου 2016. Από τις 4 Οκτωβρίου 2016 έως τις 7 Δεκεμβρίου 2016 κατέστη ανίκανος προς εργασία, διατηρώντας τον μισθό του μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 2016, εν συνεχεία δε του καταβλήθηκαν από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως αποδοχές αναρρωτικής αδείας μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 2016. Στις 31 Μαρτίου 2017 χορηγήθηκε στον JD επίδομα ανεργίας για την περίοδο από 23 Φεβρουαρίου 2017 έως 24 Αυγούστου 2017. Στις 13 Απριλίου 2017 ανακλήθηκε η χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων λόγω λήξεως ισχύος της εγγραφής του JD ως ανέργου. Στις 13 Ιουνίου 2017 αποφασίστηκε η χορήγηση των επιδομάτων αυτών στον JD για το χρονικό διάστημα από τις 12 Ιουνίου 2017 έως τις 23 Οκτωβρίου 2017.

14.      Από τις 2 Ιανουαρίου 2018 ο JD εργάζεται με πλήρη απασχόληση.

15.      Από την 1η Σεπτεμβρίου 2016 έως τις 7 Ιουνίου 2017 ο JD και οι θυγατέρες του λάμβαναν βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας δυνάμει του SGB II. Τον Ιούνιο του 2017 ο JD ζήτησε να συνεχισθεί η καταβολή των παροχών αυτών για τον ίδιο και τις θυγατέρες του. Στις 13 Ιουνίου 2017 το Jobcenter Krefeld απέρριψε, με πράξη του, την εν λόγω αίτηση θεωρώντας ότι στην περίπτωση αυτή είχε εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο b), του SGB II, δεδομένου ότι ο JD διέμενε πλέον στη Γερμανία αποκλειστικά προς αναζήτηση εργασίας. Το Jobcenter Krefeld απέρριψε επίσης και τη διοικητική ένσταση που υπέβαλαν ο JD και οι θυγατέρες του κατά της πράξεως αυτής με πράξη επί της διοικητικής ενστάσεως που εξέδωσε στις 27 Ιουλίου 2017. Ως εκ τούτου, ο JD και οι θυγατέρες του άσκησαν στις 31 Ιουλίου 2017 προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξεως της 13ης Ιουνίου 2017, όπως αυτή είχε επικυρωθεί με την πράξη της 27ης Ιουλίου 2017, και ζήτησαν να υποχρεωθεί το Jobcenter Krefeld στην καταβολή των βασικών παροχών κοινωνικής προστασίας για το χρονικό διάστημα από 8 Ιουνίου 2017 έως 31 Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: επίμαχο χρονικό διάστημα).

16.      Με απόφαση της 8ης Μαΐου 2018 το Sozialgericht Düsseldorf (δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως Ντίσελντορφ, Γερμανία) έκανε δεκτή την προσφυγή και υποχρέωσε το Jobcenter Krefeld να χορηγήσει στον JD και στις θυγατέρες του τις ζητούμενες παροχές για το επίμαχο χρονικό διάστημα. Από τις 7 Ιουλίου 2017 ο JD δεν μπορούσε, βεβαίως, να επικαλεστεί δικαίωμα διαμονής απορρέον από προηγούμενη απασχόληση βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, σημείο 2 ή δεύτερη περίοδος, του FreizügG. Εντούτοις, αντλούσε δικαίωμα διαμονής από το δικαίωμα διαμονής των θυγατέρων του βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011. Το εν λόγω δικαίωμα διαμονής κρίθηκε από το Sozialgericht Düsseldorf (δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως Ντίσελντορφ) ως αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα δικαιώματα διαμονής που ρυθμίζει η οδηγία 2004/38. Επομένως, η παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει εφαρμογή μόνον σε περίπτωση που υφίσταται δικαίωμα διαμονής απορρέον από την οδηγία 2004/38 και μόνον. A contrario, η εν λόγω παρέκκλιση δεν έχει εφαρμογή όταν ο ενδιαφερόμενος αντλεί δικαίωμα διαμονής από το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011. Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι ο αποκλεισμός από τη χορήγηση παροχών που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB II πρέπει να θεωρηθεί αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης.

17.      Στις 4 Ιουλίου 2018 το Jobcenter Krefeld άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

18.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας αποτελούν κοινωνικές παροχές κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 (7) και μπορούν επίσης να χαρακτηριστούν ως ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 (8) δεδομένου ότι σκοπός τους είναι η διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβιώσεως των τέκνων και των γονέων τους. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι παροχές αυτές αποτελούν επίσης κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

19.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση εφαρμογής εν προκειμένω του εθνικού δικαίου του, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η έφεση που άσκησε το Jobcenter Krefeld. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον συμβατό χαρακτήρα του αποκλεισμού από τη χορήγηση παροχών που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB II με το δίκαιο της Ένωσης. Υπενθυμίζει ότι ο JD, μολονότι δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα ούτε διέθετε επαρκή μέσα διαβιώσεως κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα και δεν μπορούσε να επικαλεστεί ούτε δικαίωμα μόνιμης διαμονής ούτε την ιδιότητα του εργαζομένου, εντούτοις απήλαυε, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δικαιώματος διαμονής παραγώγου του δικαιώματος διαμονής των θυγατέρων του βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011. Ωστόσο, το ζήτημα κατά πόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, δύναται να εφαρμοστεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 είναι εριζόμενο σε εθνικό επίπεδο.

20.      Κατά τον εθνικό νομοθέτη, ο αποκλεισμός από τη χορήγηση παροχών που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB II συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, διότι άλλως οι διατάξεις της οδηγίας 2004/38 καθίστανται άνευ αντικειμένου. Κατά τον χρόνο θεσπίσεως του αποκλεισμού αυτού στο εθνικό δίκαιο, ο εν λόγω νομοθέτης επέμεινε ιδιαιτέρως στην αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2004/38, δηλαδή στον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό της αποτροπής του ενδεχομένου να καταστούν τα πρόσωπα που ασκούν το δικαίωμα διαμονής υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και στον σκοπό της διατηρήσεως της οικονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που το ίδιο το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει (9). Για τον λόγο αυτό, ο αποκλεισμός θα μπορούσε να επεκταθεί και στους υπηκόους της Ένωσης των οποίων το δικαίωμα διαμονής βασίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 χωρίς να συνιστά για τον εθνικό νομοθέτη πηγή συγκρούσεως με το δίκαιο της Ένωσης. Μία τάση της νομολογίας ακολουθεί τη λογική αυτή, κρίνοντας ότι το πεδίο της εξαιρέσεως του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 δεν περιορίζεται στην τελευταία αυτή οδηγία και ότι το εν λόγω άρθρο συνιστά εξαίρεση από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ ακόμη και στην περίπτωση που το δικαίωμα διαμονής βασίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011. Σύμφωνα με τη νομολογιακή τάση αυτή, η άποψή της επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθόσον το Δικαστήριο δεν ακολούθησε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα του Δικαστηρίου στην υπόθεση Alimanovic (10) και δεν προέβη σε διαφορετική κρίση λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι στην περίπτωση εκείνη υφίστατο και έτερη νομική βάση του δικαιώματος διαμονής εκτός της οδηγίας 2004/38.

21.      Εντούτοις, φαίνεται ότι την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται όλα τα εθνικά δικαστήρια, ορισμένα εκ των οποίων ερμηνεύουν διαφορετικά την απόφαση Alimanovic (11), κρίνοντας ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 αποκλειστικά στο πλαίσιο δικαιώματος διαμονής βάσει της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής σε πολίτη της Ένωσης ο οποίος διαθέτει άδεια διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 δεν έχει επιλυθεί. Επιπλέον, τα εν λόγω εθνικά δικαστήρια έχουν την άποψη ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ως εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, εντός των ορίων του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής και μόνον.

22.      Το αιτούν δικαστήριο συμμερίζεται τη δεύτερη αυτή ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία ενισχύεται, κατά την άποψή του, από το γεγονός ότι το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 δεν υπόκειται στην τήρηση των προϋποθέσεων της οδηγίας 2004/38. Επιπλέον, οι παροχές που ζητεί ο JD παροχές πρέπει να θεωρηθούν κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, έστω και αν οι εν λόγω παροχές δεν έχουν καθεαυτές σχέση με τη σχολική εκπαίδευση ή κατάρτιση. Η ίση μεταχείριση, όμως, πρέπει να διασφαλίζεται στον τομέα των κοινωνικών πλεονεκτημάτων βάσει του εν λόγω άρθρου. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 2004/38 δεν μπορεί να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 (12). Τέλος, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, ενώ είχε την ευκαιρία να το πράξει κατά την θέσπιση του κανονισμού 492/2011, δεν εισήγαγε στον εν λόγω κανονισμό διάταξη βάσει της οποίας θα έπρεπε το Δικαστήριο να μεταβάλει τη νομολογία του επί του προϊσχύσαντος κανονισμού προκειμένου να αποκλείσει ρητώς από το ευεργέτημα της ίσης μεταχειρίσεως τους πολίτες των οποίων το δικαίωμα διαμονής στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011.

23.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (ανώτερο δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και, με απόφαση που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου 2019, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 10 του κανονισμού 492/2011, ο αποκλεισμός των πολιτών της Ένωσης που έχουν δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 από τη χορήγηση κοινωνικών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38;

α)      Συνιστά κοινωνική παροχή κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 ένα κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011;

β)      Εφαρμόζεται η περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στην επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 10 του κανονισμού 492/2011;

2)      Συνάδει προς την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, ο αποκλεισμός των πολιτών της Ένωσης από ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 3, και 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, αν οι πολίτες αυτοί έχουν δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 και είναι ενταγμένοι σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε σύστημα οικογενειακών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004;»

24.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Jobcenter Krefeld, η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2020.

III. Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων παροχών

25.      Όπως υπενθύμισε το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων χορηγήσεως των παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB ΙΙ, καθόσον το Δικαστήριο έχει ήδη προβεί στον χαρακτηρισμό των εν λόγω παροχών υπό το πρίσμα διαφόρων διατάξεων του παραγώγου δικαίου που θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμες για την επίλυση της υπό κρίση υποθέσεως.

26.      Υπενθυμίζεται, επομένως, ότι οι επίμαχες παροχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 και, ως τέτοιες, μνημονεύονται στο παράρτημα X του κανονισμού 883/2004 (13).

27.      Οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης παροχές εμπίπτουν επίσης στην έννοια των «κοινωνικών παροχών» κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, έννοια η οποία αναφέρεται στο σύνολο των συστημάτων πρόνοιας που καθιερώνονται από τις δημόσιες αρχές, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, στα οποία μπορούν να υπάγονται όσοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους καθώς και τις ανάγκες των οικογενειών τους και διατρέχουν, για τον λόγο αυτό, τον κίνδυνο να καταστούν, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής, τέτοιο που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο των βοηθημάτων που δύναται να χορηγήσει το κράτος αυτό (14). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η προεξάρχουσα λειτουργία των επίμαχων παροχών είναι «η διασφάλιση των αναγκαίων πόρων, ώστε οι δικαιούχοι να ζουν αξιοπρεπώς»(15).

28.      Απομένει να εξεταστεί το ζήτημα αν οι επίμαχες παροχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Επ’ αυτού, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι ως «κοινωνικά πλεονεκτήματα», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να νοούνται «όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια, και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, δύναται επομένως να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης […] και, ως εκ τούτου, την ενσωμάτωσή τους στο κράτος μέλος υποδοχής»(16). Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχες παροχές οι οποίες προορίζονται για τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του τέκνου και του ασκούντος εν τοις πράγμασι την επιμέλεια γονέα του κατά τη διάρκεια της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως συνιστούν όντως κοινωνικά πλεονεκτήματα (17).

29.      Όπως ορθώς κατά τη γνώμη μου επεσήμανε η Επιτροπή, η βασική κοινωνική προστασία που παρέχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB ΙΙ, καθόσον προϋποθέτει την ικανότητα προς εργασία, φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός ότι ο δικαιούχος υπήρξε εργαζόμενος, είναι εργαζόμενος με ανεπαρκή εισοδήματα ή θα είναι εργαζόμενος. Τουλάχιστον στις δύο πρώτες από τις περιπτώσεις που μόλις απαρίθμησα, η χορήγηση της επίμαχης παροχής φαίνεται να συνδέεται με την ιδιότητα του αιτούντος την παροχή ως εργαζομένου, έστω απολεσθείσα. Τέλος, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 (18) –προϊσχύσαντος του κανονισμού 492/2011– κοινωνική παροχή η οποία εξασφαλίζει εν γένει ένα κατώτατο όριο διαβιώσεως (19). Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες παροχές εμπίπτουν επίσης στην έννοια των «κοινωνικών πλεονεκτημάτων» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη, όπως επανειλημμένως έχει πράξει το Δικαστήριο, η λειτουργία της προστασίας αυτής υπέρ της ενσωμάτωσης του διακινούμενου εργαζομένου, στην οποία θα επανέλθω κατωτέρω (20).

30.      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων αυτών καθεαυτά.

2.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

31.      Ο αποκλεισμός του JD και των θυγατέρων του από τη χορήγηση παροχών προς διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβιώσεως συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Με τα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία προτείνω να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει διαδοχικώς, κατά περίπτωση, τις διάφορες πιθανές νομικές βάσεις για τη χορήγηση στον JD και στις δύο θυγατέρες του παροχών προς διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβιώσεως για το επίμαχο χρονικό διάστημα, και πιο συγκεκριμένα για την αναγνώριση, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως.

32.      Εντούτοις, μια τέτοια εξέταση δεν θα είχε νόημα αν το Δικαστήριο αποφαινόταν ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση ενέπιπτε, εν πάση περιπτώσει, στην εξαίρεση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Πρέπει, επομένως, να διευκρινιστούν εκ προοιμίου οι λόγοι για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω η συγκεκριμένη διάταξη, για να εξεταστεί εν συνεχεία αν το περιεχόμενο του δικαιώματος διαμονής που αναγνωρίζεται δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 είναι τέτοιο ώστε να καλύπτει και το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως στις επίμαχες παροχές. Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που θα συναγάγω από την εξέταση του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, δεν παρίσταται αναγκαία ειδική εξέταση του κανονισμού 883/2004.

1.      Επί της μη εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση

33.      Δεν αμφισβητείται από τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι ο JD απήλαυε, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, το οποίο ήταν παράγωγο του δικαιώματος διαμονής των δύο θυγατέρων του στο κράτος μέλος υποδοχής. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ο JD είχε απολέσει την ιδιότητα του εργαζομένου και αναζητούσε εργασία.

34.      Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 αφορά την ίση μεταχείριση. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως «όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της [εν λόγω] οδηγίας», αλλά «[μ]ε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο». Συναφώς, η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής προβλέπει ρητώς παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί εντός των οριζόμενων προθεσμιών δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές «σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα, ή στα μέλη των οικογενειών τους».

35.      Η Γερμανική Κυβέρνηση, συμμεριζόμενη εν μέρει την επιχειρηματολογία του Jobcenter Krefeld, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, ανεξαρτήτως του αν το δικαίωμα διαμονής του JD στη Γερμανία είχε επίσης έρεισμα στην οδηγία 2004/38 (21), δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε διαμείνει κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στη Γερμανία αποκλειστικώς προς αναζήτηση εργασίας εντός του συγκεκριμένου κράτους, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας λειτουργεί ως οριζόντια διάταξη, ρυθμίζουσα κατά τρόπο εξαντλητικό το ζήτημα της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά παροχές κοινωνικής πρόνοιας και υπερβαίνοντας ως εκ τούτου το κανονιστικό πλαίσιο της οδηγίας 2004/38. Επομένως, ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι νομική βάση του δικαιώματος διαμονής του JD είναι το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, οι πολίτες της Ένωσης που δεν έχουν πλέον την ιδιότητα του εργαζομένου δεν απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των παροχών κοινωνικής πρόνοιας. Τυχόν μη εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 σε περιπτώσεις όπως αυτή του JD θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τον περιορισμό που η διάταξη αυτή προβλέπει και τα περιθώρια ευελιξίας που η οδηγία κατ’ ανάγκην αναγνωρίζει στα κράτη μέλη τα οποία πρέπει να προστατεύονται από τον «τουρισμό προς αναζήτηση κοινωνικών παροχών», προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να καταστούν οι οικονομικά ανενεργοί πολίτες της Ένωσης υπέρμετρο βάρος για τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Συγκεκριμένα, θα αρκούσε στους εν λόγω πολίτες να επικαλεστούν τη σχολική φοίτηση των τέκνων τους στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να εξουδετερώσουν τον μηχανισμό άμυνας των συστημάτων αυτών τον οποίο συνιστά η εξαίρεση του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Τέλος, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση Alimanovic (22). Στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής, της οποίας το πραγματικό και νομικό πλαίσιο είναι από κάθε άποψη παρεμφερές με αυτό της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, μολονότι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες της Ένωσης, μη έχοντας την ιδιότητα διακινούμενων εργαζομένων, απήλαυαν επίσης δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011.

36.      Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα επιχειρήματα αυτά.

37.      Καταρχάς, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της διατάξεως, το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών της Ένωσης που διαμένουν εντός του κράτους μέλους υποδοχής «[μ]ε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο». Επομένως, η παρέκκλιση του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 από την εν λόγω αρχή λειτουργεί πάντοτε εντός των ιδίων αυτών ορίων. Εξάλλου, μια τέτοια παραπομπή του άρθρου 24 σε άλλες διατάξεις του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου δύσκολα συμβιβάζεται με την άποψη περί πλήρους και οριζόντιας εναρμονίσεως του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως.

38.      Εν συνεχεία, από συστηματικής απόψεως, ουδόλως δύναται να εντοπισθεί οιαδήποτε ένδειξη ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 έχει εφαρμογή πέραν αυτής και μόνον της οδηγίας. Αν ανατρέξουμε εκ νέου στο γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο αυτό, με τις παραπομπές σε άλλες διατάξεις της οδηγίας, συνδέει απόλυτα την παρέκκλιση που περιλαμβάνει με το πεδίο της ίδιας της οδηγίας. Η διατήρηση στον κανονισμό 492/2011 διατάξεως για την ίση μεταχείριση των εργαζομένων όσον αφορά τις κοινωνικές παροχές έρχεται επίσης σε αντίθεση με την άποψη περί πλήρους και οριζόντιας εναρμονίσεως του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως από την οδηγία 2004/38.

39.      Τέλος, και από τελολογικής απόψεως, φρονώ ότι ο θεμιτός σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης και τον οποίο περαιτέρω προβάλλουν ο Γερμανός νομοθέτης και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτού, την εφαρμογή κανόνα του παραγώγου δικαίου και σε διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο. Η αδυναμία, εξάλλου, της Γερμανικής Κυβερνήσεως να προσκομίσει –είτε με τις γραπτές παρατηρήσεις της είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου μολονότι ερωτήθηκε ακριβώς επ’ αυτού– ακριβή αριθμητικά στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν την απειλή που θα συνεπαγόταν για το γερμανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τυχόν ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 υπό την έννοια ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει ερείσματος διαφορετικού από εκείνο της εν λόγω οδηγίας, και ενώ η Γερμανική Κυβέρνηση επέσειε τον κίνδυνο του «τουρισμού προς αναζήτηση κοινωνικών παροχών», αποδυνάμωσε σημαντικά την ισχύ της επιχειρηματολογίας της.

40.      Θα προσθέσω τρεις ακόμη δέσμες παρατηρήσεων.

41.      Αφενός, το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να υφίσταται δικαίωμα διαμονής δυνάμει του κανονισμού 492/2011 χωρίς να έχει απαραιτήτως προηγηθεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38 δεν μπορεί να στερήσει από τον εν λόγω κανονισμό τη ρυθμιστική αυτοτέλειά του. Αρκεί προς τούτο η διαπίστωση, όπως θα υπενθυμίσω κατωτέρω, ότι το δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 εξαιρείται από την τήρηση των προϋποθέσεων που κατά παράδοση προβλέπει η οδηγία 2004/38 όσον αφορά τους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης.

42.      Αφετέρου, μολονότι όλοι οι ανωτέρω λόγοι συνηγορούν, αυτοί καθεαυτούς, υπέρ του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στη συγκεκριμένη οδηγία και μόνον, προσθέτω, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ότι κάθε εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη τυγχάνει, στο δίκαιο της Ένωσης, περιοριστικής ερμηνείας. Εξάλλου, η συγκεκριμένη ερμηνευτική αρχή έχει ήδη τύχει εφαρμογής από το Δικαστήριο σε σχέση με το ίδιο το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, καθόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, «[ω]ς παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ και απλώς διευκρινίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 24 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς»(23).

43.      Τέλος, όσον αφορά την αξία της αποφάσεως Alimanovic (24) ως νομολογιακού προηγουμένου, η εν λόγω απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της σκέψεώς της 40, στην οποία το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι κατά το αιτούν δικαστήριο που είχε τότε επιληφθεί της υποθέσεως «το δικαίωμα διαμονής της N. Alimanovic και της θυγατέρας της Sonita στηριζ[όταν] στην ιδιότητά τους ως προσώπων που αναζητούν εργασία και ότι το αιτούν δικαστήριο δεσμευ[όταν] από τις συναφείς πραγματικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου της ουσίας». Υιοθετώντας μια τυπολατρική ερμηνεία της αποφάσεως, θα μπορούσε, ωστόσο, να αντιταχθεί ότι η εν λόγω σκέψη 40 έχει τεθεί στην εισαγωγή του μέρους της αποφάσεως που αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων στην υπόθεση εκείνη παροχών –οι ίδιες που μας απασχολούν και σήμερα. Εντούτοις, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 40 δεν ασκεί, από νομικής απόψεως, επιρροή στη διαδικασία χαρακτηρισμού των παροχών καθεαυτήν, ώστε τα διδάγματα τα οποία πρέπει να συναχθούν από τη συγκεκριμένη σκέψη να μην περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο μέρος της αποφάσεως (25).

44.      Ουδέποτε, στην απόφαση Alimanovic (26), απέστη το Δικαστήριο από την παραδοχή που διατυπώνεται στη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως. Ουδέποτε, επομένως, αναφέρθηκε στην περίπτωση, της οποίας μνεία έκανε εντούτοις ο γενικός εισαγγελέας, αν και μόνον επικουρικώς (27), το δικαίωμα διαμονής της N. Alimanovic και της θυγατέρας της να μπορεί να βασίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011.

45.      Η σκέψη 40 της αποφάσεως Alimanovic (28) έχει, επομένως ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως αυτής στους πολίτες της Ένωσης που έχουν δικαίωμα διαμονής αποκλειστικά βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της ειδικότερης περιπτώσεως που υποβάλλεται στην κρίση μας σήμερα, απλούστατα επειδή αυτή δεν αποτελούσε αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν τότε υποβληθεί ενώπιόν του (29).

46.      Εν πάση περιπτώσει, αξίζει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Alimanovic (30), συνέδεσε σαφέστατα την εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 με την άσκηση δικαιώματος διαμονής –πλην του δικαιώματος βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 (31)– ερειδόμενου στην οδηγία 2004/38 (32).

47.      Ως εκ τούτου, αν έπρεπε απλώς να γίνει δεκτό ότι ο JD έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, τότε δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Εντούτοις, και όπως έχω μέχρι τούδε επιχειρήσει να καταδείξω, το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 δεν ρυθμίζει το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε πολίτη της Ένωσης που απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 (33).

2.      Επί του περιεχομένου του δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011

48.      Αφ’ ης στιγμής αποκλείστηκε η εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στην υπόθεση της κύριας δίκης, απομένει να εξεταστεί αν ο JD και οι θυγατέρες του δύνανται να επικαλεστούν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στις βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας. Δεδομένου ότι απολαύουν δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, πρέπει να καθοριστεί αν μια τέτοια ίση μεταχείριση μπορεί να απορρέει από τον ίδιο τον κανονισμό, ενδεχομένως ερμηνευόμενος σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις.

49.      Αφού υπενθυμίσω το περιεχόμενο που το Δικαστήριο έχει αποδώσει στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, θα προτείνω δύο εναλλακτικές συλλογιστικές βάσει των οποίων οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι πρέπει, εν προκειμένω, να αναγνωριστεί δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως.

1)      Το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 στη νομολογία του Δικαστηρίου

50.      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 και, ως εκ τούτου, η σχετική με την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως νομολογία του Δικαστηρίου έχει εφαρμογή mutatis mutandis και στην περίπτωση της ερμηνείας της πρώτης (34).

51.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός του κανονισμού 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαιτεί, «για να εξασφαλιστεί η κυκλοφορία αυτή υπό συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, να υπάρχουν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση της οικογένειας του κοινοτικού εργαζόμενου στο περιβάλλον του κράτους μέλους υποδοχής» (35) και ότι η επίτευξη μιας τέτοιας ενσωματώσεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα του τέκνου διακινούμενου εργαζομένου να πραγματοποιεί τη σχολική του εκπαίδευση και τις σπουδές του στο κράτος μέλος υποδοχής (36).

52.      Και για τον σκοπό αυτό, οι δικαιούχοι του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 ορίζονται ευρέως, δεδομένου ότι τα τέκνα μπορούν να μην είναι τα ίδια πολίτες της Ένωσης και μπορούν να μην είναι κοινά τέκνα του διακινούμενου εργαζομένου και του/της συζύγου του (37). Η έκδοση διαζυγίου μεταξύ του διακινούμενου εργαζομένου και του/της συζύγου του, το οποίο συνοδεύεται από επιστροφή του εν λόγω εργαζομένου στο κράτος καταγωγής του ενώ ο/η σύζυγός του εξακολουθεί να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής μαζί με τα τέκνα τους, δεν έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση του δικαιώματος προσβάσεως των εν λόγω τέκνων στην εκπαίδευση στο τελευταίο αυτό κράτος (38). Ομοίως, τυχόν απώλεια της ιδιότητας του εργαζομένου εκ μέρους του γονέα από τον οποίο τα τέκνα άντλησαν αρχικώς το δικαίωμά τους προσβάσεως στην εκπαίδευση δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (39).

53.      Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, το δικαίωμα αυτό πρέπει κατ’ ανάγκηn να συνοδεύεται από αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής αναγνωριζόμενο στα τέκνα (40).

54.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ιδιότητα του εργαζομένου είναι εκείνη που θεμελιώνει, υπέρ των τέκνων του, το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση και, επομένως, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011. Αφ’ ης στιγμής, όμως, πληρούνται οι προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό, τούτο «αυτονομείται» προς παροχή ενισχυμένης προστασίας στη νομική κατάσταση των τέκνων για τα οποία δεν απαιτείται πλέον μόνο να διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και να φοιτούν σε σχολείο στο κράτος αυτό (41).

55.      Η ενισχυμένη αυτή έννομη προστασία της καταστάσεως των τέκνων επηρεάζει, εμμέσως, την κατάσταση του γονέα που έχει την επιμέλειά τους. Επομένως, ενώ το δικαίωμα διαμονής των τέκνων βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 γεννάται από την κτήση, σε δεδομένο χρονικό σημείο, της ιδιότητας του εργαζομένου από έναν από τους γονείς, το δικαίωμα διαμονής του έχοντος την επιμέλεια γονέα θα μπορούσε να παραταθεί πέραν της απώλειας της ιδιότητας του εργαζομένου ή ελλείψει της ιδιότητας αυτής ενόσω τα τέκνα φοιτούν σε σχολείο. Για να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά προερχόμενη από το συντακτικό, ο γονέας ο οποίος ήταν η κύρια πρόταση καθίσταται δευτερεύουσα και το τέκνο, το οποίο αρχικώς αντιπροσώπευε τη δευτερεύουσα πρόταση, καθίσταται κύρια πρόταση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που τα τέκνα έχουν, βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, το δικαίωμα να συνεχίσουν τη σχολική τους εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, «η μη αναγνώριση στους γονείς αυτούς της δυνατότητας να παραμείνουν στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τη διάρκεια της σχολικής εκπαιδεύσεως των τέκνων τους θα μπορούσε να στερήσει τα τέκνα αυτά από ένα δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο νομοθέτης της Ένωσης»(42). Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι ο κανονισμός 1612/68 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της απαιτήσεως σεβασμού της οικογενειακής ζωής που προβλέπεται στο άρθρο 8 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (43), απεφάνθη ότι «[τ]ο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 στο τέκνο διακινούμενου εργαζόμενου να συνεχίσει, υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, τη σχολική του εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το τέκνο αυτό έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από εκείνον που όντως έχει την επιμέλειά του και, κατά συνέπεια, ότι ο έχων την επιμέλεια πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαμένει με το τέκνο στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Το να μη χορηγηθεί άδεια διαμονής στον γονέα που όντως έχει την επιμέλεια του τέκνου το οποίο ασκεί το δικαίωμά του να συνεχίσει τη σχολική του εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής θα έθιγε το δικαίωμα αυτό» (44). Το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει ότι, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και του σκοπού του κανονισμού 1612/68 και του άρθρου του 12, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικώς και, εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να στερηθεί της πρακτικής του αποτελεσματικότητας (45). Επομένως, ο γονέας που έχει την επιμέλεια τέκνου το οποίο έχει δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 απολαύει δικαιώματος διαμονής παραγώγου του δικαιώματος του τέκνου του, τούτο δε ακόμη και αν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο εν λόγω γονέας δεν έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης ή δεν είχε ή δεν έχει πλέον την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής (46).

56.      Τέλος, το Δικαστήριο, επ’ ευκαιρία μεταγενέστερης αναπτύξεως της νομολογίας του σχετικά με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, έχει κρίνει ότι «τα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται ή εργάστηκε στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και ο έχων την επιμέλεια των τέκνων αυτών γονέας μπορούν να επικαλεστούν δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 και μόνον, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 2004/38» (47). Ειδικότερα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν εξαρτά το δικαίωμα διαμονής των τέκνων και του έχοντος την επιμέλεια γονέα τους από την οικονομική αυτάρκειά τους –ήτοι από την κατοχή επαρκών πόρων και πλήρους ασφάλισης υγείας στο κράτος μέλος– και ότι μια τέτοια απαίτηση δεν απορρέει ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου (48).

57.      Το νομολογιακό οικοδόμημα που μόλις περιέγραψα αναπτύχθηκε, επομένως, σε τρία στάδια: κατ’ αρχάς, χρειάστηκε να καθιερωθεί η ιδέα ότι το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση που προβλέπεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 έπρεπε οπωσδήποτε να συνοδεύεται από την αναγνώριση αυτοτελούς δικαιώματος διαμονής των τέκνων. Εν συνεχεία, η επιταγή περί αποτελεσματικότητας του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση αποτέλεσε τον λόγο για την αναγνώριση παραγώγου δικαιώματος διαμονής στους ασκούντες την επιμέλεια των τέκνων αυτών γονείς. Τέλος, η διασφάλιση της νομικής καταστάσεως των φοιτούντων σε σχολείο τέκνων απαιτούσε να μην εξαρτάται ούτε το αυτοτελές δικαίωμα διαμονής των τέκνων ούτε το παράγωγο δικαίωμα διαμονής των γονέων από την προϋπόθεση της οικονομικής αυτάρκειας.

58.      Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να προχωρήσει σε ένα νέο στάδιο ως προς τη διαμόρφωση του νομικού καθεστώτος που συνδέεται με το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011.

2)      Δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011 και δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στις βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας: η λογική συνέχεια

59.      Όπως προαναγγέλθηκε, υπάρχουν, κατά την άποψή μου, δύο εναλλακτικές συλλογιστικές, αναλόγως του αν θεωρηθεί ότι δικαιούχος του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως είναι ο JD (πρώτη περίπτωση) ή ότι δικαιούχοι αυτού είναι οι δύο θυγατέρες του (δεύτερη περίπτωση).

1)      Πρώτη περίπτωση: το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 ως βάση του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως του JD

60.      Έχει επαρκώς αναφερθεί ότι ο JD έχει δικαίωμα διαμονής παρεπόμενο του δικαιώματος διαμονής των θυγατέρων του δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011.

61.      Ο κανονισμός 492/2011 περιλαμβάνει ειδική έκφραση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στο άρθρο 7, το οποίο στην παράγραφο 2 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους απολαύει, εντός των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

62.      Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το εν λόγω άρθρο 7 αποτελεί το πρώτο άρθρο του τμήματος 2 του κανονισμού 492/2011 το οποίο φέρει τον τίτλο «Άσκηση της απασχόλησης και ισότητα μεταχείρισης». Ομοίως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το γράμμα της διάταξης αφορά ρητώς «εργαζόμενο», πράγμα το οποίο δεν ισχύει πλέον για τον JD.

63.      Τυχόν διασταλτική, ωστόσο, ερμηνεία της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Βεβαίως, το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 δεν κάνει λόγο, όπως πράττει το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού, για υπήκοο κράτους μέλους που είναι ή ήταν εργαζόμενος· εντούτοις, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 492/2011 συνάγεται ότι η παρεχόμενη προστασία βαίνει πέραν της περιόδου απασχολήσεως του εν λόγω εργαζομένου και ενδεχομένως ακόμη και της περιόδου κατά την οποία είχε ακριβώς την ιδιότητα αυτή. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 492/2011 καθιερώνει το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως «ιδίως όσον αφορά [...] την απόλυση [...] ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος» (49).

64.      Εξάλλου, μολονότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι υπήκοοι της Ένωσης οι οποίοι μετακινούνται αποκλειστικά προς εύρεση εργασίας δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, εκείνοι, αντιθέτως, που έχουν ήδη εισέλθει στην αγορά εργασίας προφανώς δύνανται να την επικαλεστούν (50).

65.      Εν προκειμένω, η αναγνώριση δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως βάσει του γεγονότος ότι ο αιτών είναι πρώην εργαζόμενος –και όχι υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος μετέβη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής αποκλειστικά προς εύρεση εργασίας χωρίς ποτέ να είχε εκ των πραγμάτων εισέλθει στην αγορά εργασίας– δικαιολογεί τη μη επέκταση των παροχών κοινωνικής πρόνοιας σε κάθε πολίτη ο οποίος, άλλως, θα μπορούσε να αρκεστεί στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να εργαστεί εκεί και, στη συνέχεια, να εγγράψει αμέσως τα τέκνα του σε σχολείο στο κράτος αυτό, προκειμένου να τύχει, μέχρι το πέρας της σχολικής τους εκπαιδεύσεως, δικαιώματος διαμονής και των χορηγούμενων στο κράτος υποδοχής κοινωνικών παροχών (51).

66.      Με άλλα λόγια, η προτεινόμενη ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού 492/2011 θα υποχρέωνε, βεβαίως, τα κράτη μέλη να προβούν στη χορήγηση κοινωνικών παροχών σε πρώην εργαζομένους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα, διατηρώντας, ωστόσο, την ευχέρεια να αρνούνται τη χορήγηση των παροχών αυτών στους πολίτες της Ένωσης που κάνουν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας επιλέγοντας να παραμείνουν ανενεργοί οικονομικά, μη δυνάμενοι, ως εκ τούτου, να επικαλεστούν την παρεχόμενη βάσει της διατάξεως αυτής προστασία. Η ερμηνεία αυτή καθίσταται εξάλλου δυνατή και λόγω της ρυθμιστικής αυτοτέλειας μεταξύ του κανονισμού 492/2011 και της οδηγίας 2004/38.

67.      Πρέπει περαιτέρω να διακριβωθεί ότι η δυσμενής διάκριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί (52). Επ’ αυτού, μολονότι δεν χωρεί αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα του επιδιωκόμενου από τον Γερμανό νομοθέτη σκοπού, δεδομένου ότι αυτός συμπίπτει με τον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη της Ένωσης, η εν λόγω δυσμενής διάκριση δεν πληροί το κριτήριο της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SGB II καταλήγει σε συστηματικό αποκλεισμό κάθε υπηκόου κράτους μέλους έχοντος δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, χωρίς να λαμβάνει υπόψη κανένα στοιχείο για την ατομική κατάσταση του εν λόγω υπηκόου κράτους μέλους, ιδίως δε όσον αφορά τους δεσμούς που διατηρεί με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και για τη φύση και την ισχύ των δεσμών που διατηρεί με την κοινωνία του εν λόγω κράτους.

68.      Επομένως, από την προηγηθείσα ανάλυση συνάγεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι πρέπει να αναγνωρίζεται δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνικά πλεονεκτήματα, όπως είναι οι βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας, σε πρώην διακινούμενο εργαζόμενο του οποίου τα τέκνα φοιτούν σε σχολείο του κράτους μέλους υποδοχής και ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού.

2)      Δεύτερη περίπτωση: το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση ως θεμέλιο του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια

69.      Το ίδιο κατά την άποψή μου συμπέρασμα –εκείνο του δικαιώματος προσβάσεως του JD και των δύο θυγατέρων του στις επίδικες παροχές– είναι επίσης δυνατό να συναχθεί εστιάζοντας αυτή τη φορά στα δικαιώματα των τέκνων.

70.      Κατά την προμνησθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικώς, πρέπει δε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητά του· ο κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της επιταγής του σεβασμού της οικογενειακής ζωής που προβλέπεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

71.      Υπό τις συνθήκες αυτές, ποιο θα ήταν το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση, το οποίο ουδείς αμφισβητεί ότι οι δύο θυγατέρες του JD απολαύουν, αν δεν αναγνωρίζεται υπέρ αυτών και του πατέρα τους δικαίωμα προσβάσεως στις επίμαχες παροχές;

72.      Πρέπει βεβαίως να αναγνωριστεί ότι, από εννοιολογικής απόψεως, το δικαίωμα διαμονής δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το δικαίωμα προσβάσεως στις παροχές αυτές. Από λειτουργικής απόψεως, όμως, ποιο θα ήταν τελικά το πραγματικό –ουσιαστικό– περιεχόμενο της νομολογίας του Δικαστηρίου, που μεριμνά ιδιαιτέρως για την τύχη των τέκνων των διακινούμενων εργαζομένων, και ενώ το δικαίωμα διαμονής του γονέα που έχει την επιμέλειά τους δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοχής επαρκών πόρων και πλήρους ασφάλισης υγείας, αν το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει σήμερα ότι ο γονέας αυτός, η παρουσία του οποίου είναι απαραίτητη κατά τη σχολική εκπαίδευση των τέκνων του, δεν δικαιούται να ζητήσει κρατικές κοινωνικές παροχές;

73.      Θα ήταν παραπλανητικό, νομική ψευδαίσθηση να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση είναι αποτελεσματικό απλώς και μόνον επειδή παρέχεται δικαίωμα διαμονής στον έχοντα την επιμέλεια των τέκνων γονέα, χωρίς το δικαίωμα αυτό να συνοδεύεται και από παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Επομένως, καλώ ακριβώς το Δικαστήριο να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση.

74.      Το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση «υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους [μέλους]» (53). Μολονότι οι άποροι γονείς φοιτούντος σε σχολείο τέκνου οι οποίοι είναι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε παροχές κοινωνικής πρόνοιας προς εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβιώσεως και σχολικής φοιτήσεως στο τέκνο αυτό και, κατ’ επέκταση, στο οικογενειακό του περιβάλλον, και στο μέτρο που η κατάσταση ένδειας συνιστά προδήλως εμπόδιο στην πρόσβαση κάθε τέκνου στην εκπαίδευση, το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές θα πρέπει να ερμηνεύεται ως μέρος των «όρων» του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, διότι άλλως το τέκνο θα στερούνταν δικαιώματος το οποίο του έχει αναγνωριστεί από τον νομοθέτη (54).

75.      Η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει ως εκ τούτου την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου. Επιπλέον, φαίνεται ότι συνάδει πλήρως με τον αρχικό σκοπό του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ποιος εργαζόμενος θα εγκατέλειπε τη χώρα καταγωγής του, θα προσπαθούσε να ενταχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ακόμη και οικονομικώς, στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής και να εγγράψει τα τέκνα του σε σχολείο στο κράτος αυτό αν γνώριζε ότι, σε περίπτωση που η κατάστασή του επιδεινωνόταν, θα έπρεπε αναγκαστικά, μη δυνάμενος να στηριχθεί στην αλληλεγγύη του κράτους μέλους υποδοχής, να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και να απομακρύνει απότομα τα τέκνα του από το εκπαιδευτικό και γλωσσικό σύστημα στο οποίο είχαν μέχρι τότε ενταχθεί; Περαιτέρω, η εν λόγω ερμηνεία φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία εξαιρεί το δικαίωμα διαμονής των τέκνων και του ασκούντος την επιμέλεια γονέα τους από την τήρηση της προϋποθέσεως περί οικονομικής αυτάρκειας (55).

76.      Για τους ίδιους λόγους που προβλήθηκαν προηγουμένως (56), η δυσμενής διάκριση που εισάγει το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο c, του SBG II δεν κρίνεται κατά την άποψή μου δικαιολογημένη.

77.      Στο παρόν στάδιο της αναλύσεως, κλίνω επομένως προς την άποψη ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι δικαίωμα προσβάσεως στις βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας πρέπει να αναγνωρίζεται στα τέκνα που έχουν δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, καθώς και στον ασκούντα εν τοις πράγμασι την επιμέλεια των τέκνων αυτών γονέα.

3.      Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

78.      Επομένως, η προηγηθείσα ανάλυση, η οποία θέτει το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 στον πυρήνα της συλλογιστικής που ακολουθήθηκε για την επίλυση της υπό κρίση υποθέσεως, αποτελεί, κατά την άποψή μου, την κύρια προς τον σκοπό αυτό συλλογιστική. Εντούτοις, για λόγους πληρότητας, επιθυμώ να προσθέσω ακόμη ορισμένα στοιχεία προβληματισμού σχετικά, πρώτον, με τον κανονισμό 883/2004 και, δεύτερον, με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο, ωστόσο, που τα στοιχεία αυτά παρατίθενται επικουρικώς και μόνο, η ανάλυση θα είναι κατ’ ανάγκη συνοπτικότερη.

79.      Όσον αφορά τον κανονισμό 883/2004, αναφέρθηκε ήδη ότι οι επίμαχες βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και ότι το άρθρο 4 αυτού καθιερώνει δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως για τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός εκτός αν ο κανονισμός προβλέπει άλλως. Από τη διατύπωση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι ο JD πρέπει να θεωρηθεί ενταγμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους υποδοχής ή στο οικείο σύστημα οικογενειακών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Μολονότι ο καθορισμός των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση παροχών όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη απόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους (57), εντούτοις τα κράτη μέλη οφείλουν, στο πλαίσιο αυτό, να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν τη χορήγηση κοινωνικών παροχών μόνο στους πολίτες της Ένωσης που πληρούν τους όρους διαμονής βάσει της οδηγίας 2004/38 (58) και ότι τα εν λόγω κράτη μπορούν να αποκλείουν από τη χορήγηση παροχών τους πολίτες της Ένωσης κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής ή τους πολίτες των οποίων η διαμονή βασίζεται αποκλειστικώς στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό από τη συγκεκριμένη νομολογία να συναχθεί μέριμνα για τη συνοχή μεταξύ του άρθρου 4 του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, υπό την έννοια ότι η αποτελεσματικότητα του δεύτερου απαιτεί τον περιορισμό του πρώτου, μια τέτοια συνδυαστική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων δεν θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπως αυτή του JD όπου το δικαίωμα διαμονής δεν θεμελιώνεται πλέον στην οδηγία 2004/38 ή δεν θεμελιώνεται πλέον αποκλειστικά σε αυτήν, αλλά στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011. Επομένως, η ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση σε ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, όπως οι βασικές κοινωνικές παροχές, μπορεί επίσης να θεμελιωθεί, για πολίτες της Ένωσης όπως ο JD, ο οποίος απολαύει, περαιτέρω, δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011, στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004.

80.      Τέλος, στο μέτρο που θεώρησα ότι η επίλυση των ζητημάτων που εγείρονται από το αιτούν δικαστήριο είναι δυνατή μέσω ερμηνείας του κανονισμού 492/2011, ο οποίος περιλαμβάνει ειδική έκφανση της κατοχυρωμένης γενικώς στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, φρονώ ότι παρέλκει μια αυτοτελής ανάλυση του τελευταίου αυτού άρθρου (59).

IV.    Πρόταση

81.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (ανώτερου δικαστηρίου υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία) ως εξής:

1)      Βασικές κοινωνικές παροχές όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη συνιστούν κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης.

2)      Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, δεν ρυθμίζει το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε πολίτη της Ένωσης ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011.

3)      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι πρέπει να αναγνωρίζεται σε πρώην διακινούμενο εργαζόμενο του οποίου τα τέκνα φοιτούν σε σχολείο του κράτους μέλους υποδοχής και ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνικά πλεονεκτήματα όπως είναι οι βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας.

4)      Το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι δικαίωμα προσβάσεως στις βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας πρέπει να αναγνωρίζεται στα τέκνα τα οποία έχουν δικαίωμα διαμονής βάσει του εν λόγω άρθρου 10 καθώς και στον γονέα ο οποίος ασκεί εν τοις πράγμασι την επιμέλεια των τέκνων αυτών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2004, L 158, σ. 77.


3      Στο εξής: κανονισμός 883/2004.


4      EE 2011, L 141, σ. 1.


5      Όπως ίσχυε στις 2 Δεκεμβρίου 2014 (BGBl. Ι, σ. 1922).


6      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το εν λόγω επίδομα διατροφής καταβάλλεται στον JD για τις θυγατέρες του από 1ης Οκτωβρίου 2015 έως τη συμπλήρωση του 12ου έτους της ηλικίας των τέκνων του.


7      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει συναφώς τις αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C-333/13, EU:C:2014:2358), της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597), και της 25ης Φεβρουαρίου 2016, García-Nieto κ.λπ. (C-299/14, EU:C:2016:114).


8      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει συναφώς τις αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C-333/13, EU:C:2014:2358), της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597), και της 25ης Φεβρουαρίου 2016, García-Nieto κ.λπ. (C-299/14, EU:C:2016:114).


9      Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C-333/13, EU:C:2014:2358), της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597), και της 25ης Φεβρουαρίου 2016, García-Nieto κ.λπ. (C-299/14, EU:C:2016:114).


10      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


11      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


12      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει εν προκειμένω τις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80), και Teixeira (C-480/08, EU:C:2010:83).


13      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597, σκέψη 43).


14      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597, σκέψη 45).


16      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľSociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ. (C-447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Η Γερμανική Κυβέρνηση δεν έλαβε θέση επί του ζητήματος, χωρίς ωστόσο να αποκλείει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.


18      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).


19      Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 1985, Hoeckx (249/83, EU:C:1985:139), μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη 27 της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk (C-184/99, EU:C:2001:458).


20      Για τον χαρακτηρισμό από το Δικαστήριο διαφόρων μέτρων ως κοινωνικών πλεονεκτημάτων κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, με ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία τους υπέρ της ενσωμάτωσης του διακινούμενου εργαζομένου στη χώρα υποδοχής, βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľSociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ. (C-447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 48).


21      Βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38.


22      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


23      Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C-75/11, EU:C:2012:605, σκέψη 54).


24      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


25      Τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τη σκέψη 41, στην οποία γίνεται απλώς υπόμνηση του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκαν τότε στο Δικαστήριο και, επομένως, δεν έχει σχέση με τον χαρακτηρισμό των παροχών στον οποίο προβαίνει το Δικαστήριο στις σκέψεις 42 έως 46 της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597).


26      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


27      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:210, σημεία 117 έως 122).


28      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


29      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597, σκέψη 38).


30      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (C-67/14, EU:C:2015:597).


31      Δεδομένου ότι αποτελεί αντικείμενο ρητής εξαιρέσεως στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.


32      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597, σκέψη 49). Βλ., επίσης, σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως.


33      Επ’ αυτού, επισημαίνεται επίσης ότι στη σκέψη 49 της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Alimanovic (C-67/14, EU:C:2015:597), το Δικαστήριο έκρινε ότι, «όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές [...], κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να τύχει ίσης μεταχειρίσεως με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, μόνον εφόσον η διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38» (η υπογράμμιση δική μου). Δεδομένου ότι το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011 εκφεύγει ακριβώς της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών, το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 δεν είναι η διάταξη υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να εξετάζεται το ζήτημα της ενδεχόμενης ίσης μεταχειρίσεως της οποίας θα ετύγχανε ο JD.


34      Στην ανάλυση, εξάλλου, που θα ακολουθήσει γίνονται παραπομπές αδιακρίτως σε αμφότερους τους κανονισμούς.


35      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 50).


36      Βλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 51), και της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80, σκέψη 43).


37      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψεις 56 και 57).


38      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 63).


39      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 63).


40      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 63).


41      Βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Teixeira (C-480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 49). Σχετικά με τον αυτοτελή χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής, βλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80, σκέψεις 35, 40 και 41), και της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Teixeira (C-480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 46).


42      Αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 71), και της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80, σκέψη 30).


43      Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


44      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 73).


45      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 74.


46      Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 (C-413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 75).


47      Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, C-310/08, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80, σκέψη 50). Η υπογράμμιση δική μου.


48      Βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, C-310/08, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80, σκέψεις 52 και 53). Όσον αφορά την νομική κατάσταση των τέκνων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του τέκνου διακινούμενου εργαζομένου κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68 σημαίνει «κυρίως ότι το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει την ανάγκη χορηγήσεως των κρατικών σπουδαστικών επιδομάτων, με σκοπό την ένταξη των εν λόγω τέκνων στην κοινωνική ζωή του κράτους μέλους υποδοχής, η ανάγκη δε αυτή καθίσταται επιτακτικότερη στις περιπτώσεις που οι ωφελούμενοι από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού είναι σπουδαστές που έφθασαν στο κράτος αυτό σε προσχολική ακόμη ηλικία» [απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, EU:C:1989:130, σκέψη 35), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 54 της αποφάσεως της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (C-310/08, EU:C:2010:80)].


49      Επισημαίνεται ότι το γράμμα της συγκεκριμένης διατάξεως δεν περιορίζει ρητώς το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τη διάρκεια της περιόδου ανεργίας.


50      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Collins (C-138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 31).


51      Επ’ αυτού, θα ήθελα στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι η κατάσταση του JD και των δύο θυγατέρων του διαφοροποιείται από εκείνη της προσφεύγουσας στην υπόθεση Dano [απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014 (C-333/13, EU:C:2014:2358)], στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δύναται να αρνείται, βάσει της οδηγίας 2004/38, «τη χορήγηση κοινωνικών παροχών σε μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας με μοναδικό σκοπό να τύχουν των κοινωνικών παροχών που χορηγεί άλλο κράτος μέλους, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να μπορούν να ζητήσουν να τους αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής» (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano, C-333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 78, η υπογράμμιση δική μου). Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, ουδεμία αιτίαση περί απάτης ή καταχρήσεως δικαιώματος δύναται να προσαφθεί σε βάρος του JD, ο οποίος, άλλωστε, δεν έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας με μοναδικό σκοπό να τύχει των επίμαχων κοινωνικών παροχών.


52      Κατ’ αναλογίαν, βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ. (C-238/15, EU:C:2016:949).


53      Η υπογράμμιση δική μου.


54      Σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


55      Πράγματι, τυχόν διαφορετική κρίση θα είχε εμμέσως ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μιας προϋποθέσεως περί οικονομικής αυτάρκειας για την πραγματική άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στην εκπαίδευση.


56      Βλ. σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.


57      Βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C-140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 41), και της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C-333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 83).


58      Βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C-333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 83), και της 25ης Φεβρουαρίου 2016, García-Nieto κ.λπ. (C-299/14, EU:C:2016:114, σκέψη 52).


59      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα που να συνδέονται μόνο με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Μια τέτοια ανάλυση θα ήταν αναγκαία μόνο σε περίπτωση που κριθεί από το Δικαστήριο ότι ο JD δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38 ούτε μπορεί να τύχει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 λόγω απώλειας της ιδιότητας του εργαζομένου ούτε απολαύει προστασίας, άμεσης ή έμμεσης, από κάθε διάκριση κατά την πρόσβαση στις βασικές κοινωνικές παροχές βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 492/2011. Το μόνο που θα απέμενε πλέον στον JD θα ήταν να επικαλεστεί την ιδιότητα του μη ασκούντος οικονομική δραστηριότητα πολίτη της Ένωσης ο οποίος διαμένει νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής και ζητεί να του χορηγηθεί βασική κοινωνική παροχή. Μια τέτοια περίπτωση θα προσομοίαζε επομένως με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Trojani (C-456/02, EU:C:2004:488).