Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώτα ενισχύσεως τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η κυβέρνηση του Γιβραλτάρ σχετικά με τη φορολόγηση των εταιριών – Απόφαση (ΕΕ) 2019/700 – Μη φορολόγηση του εισοδήματος από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία το καθεστώς ενισχύσεων κηρύχθηκε παράνομο και ασύμβατο με την εσωτερική αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως – Περιεχόμενο – Εθνική διάταξη που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής σχετικά με τις επίμαχες κρατικές ενισχύσεις – Συμψηφισμός του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για την αποφυγή της διπλής φορολογίας»

Στην υπόθεση C-705/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Income Tax Tribunal of Gibraltar (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών περί φόρου εισοδήματος, Γιβραλτάρ) με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Fossil (Gibraltar) Ltd

κατά

Commissioner of Income Tax,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Fossil (Gibraltar) Ltd, εκπροσωπούμενη από τους D. Feetham, KC, M. Levy, solicitor, και R. Pennington-Benton, barrister,

–        ο Commissioner of Income Tax, εκπροσωπούμενος από τους M. Llamas, KC, M. Petite, avocat, T. Rocca και την Y. Sanguinetti, barristers,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Flynn, την P. Němečková και τον B. Stromsky,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/700 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34914 (2013/C) που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά το καθεστώς φόρου εισοδήματος εταιρειών του Γιβραλτάρ (ΕΕ 2019, L 119, σ. 151).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Fossil (Gibraltar) Ltd και του Commissioner of Income Tax (Επιτρόπου φόρου εισοδήματος, Γιβραλτάρ) σχετικά με την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 1 της αποφάσεως 2019/700.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9):

«Στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων. Είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής.»

4        Το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», ορίζει:

«1.      Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]. Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

[...]

3.      Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 278 […] ΣΛΕΕ, η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας της Ένωσης.»

 Η απόφαση 2019/700

5        Στις 16 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να εξακριβώσει αν η μη φορολόγηση των εισοδημάτων από τους παθητικούς τόκους και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως, την οποία προβλέπει ο Income Tax Act 2010 (νόμος του 2010 περί φόρου εισοδήματος), ο οποίος είναι ο νόμος περί φορολογίας των εταιριών του Γιβραλτάρ (στο εξής: ITA  2010), ευνοούσε επιλεκτικά ορισμένες επιχειρήσεις, κατά παράβαση των κανόνων της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

6        Την 1η Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με την απόφασή της να επεκτείνει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκειμένου να περιλάβει την πρακτική των φορολογικών αποφάσεων (tax rulings) στο Γιβραλτάρ και, ειδικότερα, την έκδοση 165 φορολογικών αποφάσεων.

7        Στις 19 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2019/700. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι η «απαλλαγή» των εισοδημάτων τα οποία προέρχονται από τους παθητικούς τόκους και τα δικαιώματα, η οποία είχε εφαρμογή στο Γιβραλτάρ μεταξύ του έτους 2011 και τους έτους 2013 βάσει του ITA 2010, συνιστούσε καθεστώς κρατικών ενισχύσεων το οποίο παρανόμως είχε ισχύσει και ήταν ασύμβατο με την εσωτερική αγορά και, αφετέρου, ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφύλαξε η Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ βάσει των φορολογικών αποφάσεων τις οποίες χορήγησε σε πέντε εταιρίες εγκατεστημένες στο Γιβραλτάρ με μερίδια σε ολλανδικές ετερόρρυθμες εταιρίες (commanditaire vennootschap) οι οποίες εισέπρατταν εισοδήματα από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως συνιστούσε καθεστώς παράνομων κρατικών ενισχύσεων ασύμβατων με την εσωτερική αγορά.

8        Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2019/700 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή φορολογικής απαλλαγής του εισοδήματος από δικαιώματα εκμετάλλευσης που εφαρμοζόταν στο Γιβραλτάρ βάσει του [ΙΤΑ 2010] μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 και 31ης Δεκεμβρίου 2013 και τέθηκε παράνομα σε ισχύ από το Γιβραλτάρ κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

2.      Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή φορολογικής απαλλαγής του εισοδήματος από δικαιώματα εκμετάλλευσης που εφαρμοζόταν στο Γιβραλτάρ βάσει του [ΙΤΑ 2010] μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 και 31ης Δεκεμβρίου 2013 και τέθηκε παράνομα σε ισχύ από το Γιβραλτάρ κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].»

9        Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Οι ατομικές κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την κυβέρνηση του Γιβραλτάρ βάσει των φορολογικών αποφάσεων […] υπέρ πέντε επιχειρήσεων του Γιβραλτάρ με μερίδια σε ολλανδικές ετερόρρυθμες εταιρείες (Commanditaire Vennootschappen) με εισόδημα από δικαιώματα εκμετάλλευσης και παθητικούς τόκους, και οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].»

10      Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2019/700, το Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεούται να ανακτήσει από τους αποδέκτες τους όλες τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει, μεταξύ άλλων, των καθεστώτων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως.

11      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2019/700 ορίζει τα εξής:

«1.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, το Ηνωμένο Βασίλειο υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

[...]

β)      κατάλογο των αποδεκτών που έλαβαν ενίσχυση βάσει των καθεστώτων ενίσχυσης που αναφέρονται στο άρθρο 1, μαζί με τις ακόλουθες πληροφορίες για καθέναν από αυτούς και για κάθε σχετικό φορολογικό έτος:

–        το ύψος των κερδών που πραγματοποιήθηκαν (αναφέροντας ξεχωριστά τα κέρδη από δικαιώματα εκμετάλλευσης και τα κέρδη από παθητικούς τόκους), τη φορολογητέα βάση, τον ισχύοντα συντελεστή φόρου εισοδήματος, το ποσό του καταβληθέντος φόρου εισοδήματος και το ποσό του διαφυγόντος φόρου,

–        το συνολικό ποσό της ληφθείσας ενίσχυσης,

[...]

δ)      το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που πρέπει να εισπραχθούν από κάθε αποδέκτη (για όλες τις φορολογικές χρήσεις που υπόκεινται σε ανάκτηση),

[...]

στ)      έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους αποδέκτες να επιστρέψουν την ενίσχυση.»

12      Το τμήμα 10, με τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», της αποφάσεως 2019/700 περιέχει στοιχεία σχετικά με το ύψος των ατομικών ενισχύσεων που οι εθνικές αρχές οφείλουν να ανακτήσουν από τους αποδέκτες των ενισχύσεων. Ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις 223, 224 και 226 έχουν ως εξής:

«(223)      Σε περίπτωση παράνομης κρατικής ενίσχυσης φορολογικού χαρακτήρα, το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί θα πρέπει να υπολογίζεται συγκρίνοντας το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε πραγματικά με εκείνο που έπρεπε να καταβληθεί σε περίπτωση που δεν υφίστατο προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση.

(224)      Στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένου να καταλήξουν στο ποσό του φόρου που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί εάν δεν υφίστατο η προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση, οι βρετανικές αρχές θα πρέπει να υπολογίσουν εκ νέου τη φορολογική υποχρέωση των οντοτήτων που ωφελούνται από τα υπό εξέταση μέτρα για κάθε φορολογικό έτος για το οποίο ωφελήθηκαν από τα μέτρα αυτά.

[...]

(226)      Το ποσό του διαφυγόντος φόρου σε σχέση με συγκεκριμένο φορολογικό έτος θα πρέπει να υπολογιστεί ως εξής:

–        πρώτον, οι βρετανικές αρχές θα πρέπει να καθορίσουν το συνολικό κέρδος της σχετικής επιχείρησης για το συγκεκριμένο φορολογικό έτος (περιλαμβανομένου του κέρδους που προήλθε από εισόδημα από δικαιώματα εκμετάλλευσης ή/και παθητικούς τόκους),

–        με βάση το κέρδος αυτό, οι βρετανικές αρχές θα πρέπει να υπολογίσουν τη φορολογητέα βάση της οικείας επιχείρησης για το συγκεκριμένο φορολογικό έτος,

–        η φορολογητέα βάση πρέπει να πολλαπλασιαστεί με τον συντελεστή φόρου εισοδήματος εταιρειών που ισχύει για το εν λόγω φορολογικό έτος,

–        τέλος, οι βρετανικές αρχές θα πρέπει να αφαιρέσουν τον φόρο εισοδήματος εταιρειών που έχει ήδη καταβάλει η επιχείρηση για το συγκεκριμένο φορολογικό έτος (εάν υπάρχει).»

 Το εθνικό δίκαιο

 Το Gibraltar Constitution Order 2006

13      Το σύστημα διακυβερνήσεως του Γιβραλτάρ καθορίζεται στο Gibraltar Constitution Order 2006 (διάταγμα περί του Συντάγματος του Γιβραλτάρ του 2006), όπως τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007.

14      Το άρθρο 47, παράγραφος 3, του διατάγματος ορίζει τα ακόλουθα:

«Υπό την επιφύλαξη της ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου να εξασφαλίζει την εκ μέρους του Γιβραλτάρ τήρηση του δικαίου της Ένωσης, τα υπουργεία της Κυβερνήσεως του Γιβραλτάρ παραμένουν υπεύθυνα για οιοδήποτε ζήτημα εμπίπτει στις αρμοδιότητες τις οποίες τους απονέμει το παρόν Σύνταγμα, ακόμη και αν αυτό ανακύπτει στο πλαίσιο της Ένωσης.»

 Ο ITA 2010

15      Ο ITA 2010 τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011 και αντικατέστησε τον προηγούμενο νόμο περί φορολογήσεως των εταιριών του Γιβραλτάρ, χρονολογούμενο από το 1952 (Income Tax Act 1952). Με τον ITA 2010 θεσπίσθηκε ένας γενικός συντελεστής φόρου εισοδήματος 10 % που έχει εφαρμογή επί του συνόλου των επιχειρήσεων του Γιβραλτάρ, πλην των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, των φορέων παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και των επιχειρήσεων οι οποίες κατέχουν και κάνουν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά, οι οποίες υπόκεινται σε ειδικό συντελεστή 20 %.

16      Οι εταιρίες οι οποίες υπόκεινται στον φόρο βάσει του ITA 2010 είναι οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στο Γιβραλτάρ καθώς και εκείνες που δεν είναι εγκατεστημένες στο Γιβραλτάρ, αλλά ασκούν εκεί εμπορικές δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας.

17      Ο ITA 2010 θεσπίζει καθεστώς εδαφικής φορολογίας, καθόσον τα κέρδη ή οι υπεραξίες μπορούν να φορολογηθούν μόνον αν το εντεύθεν εισόδημα «αποκτάται ή προέρχεται από» το Γιβραλτάρ. Σύμφωνα με το άρθρο 74 του ITA 2010, η έκφραση «αποκτάται ή προέρχεται από» αφορά τον τόπο όπου ασκούνται οι δραστηριότητες από τις οποίες προκύπτουν τα κέρδη ή οι υπεραξίες, ο οποίος εν γένει καθορίζεται κατά περίπτωση. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας και διέπονται από κανονιστικές διατάξεις του Γιβραλτάρ λογίζονται ως ασκούμενες στο Γιβραλτάρ.

18      Στην αρχική του μορφή ο ITA 2010 (που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2011) προέβλεπε ότι οι παθητικοί τόκοι και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως δεν υπόκειντο σε φόρο, ανεξάρτητα από την πηγή του εισοδήματος ή την εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας. Κατόπιν των επενεχθεισών το 2013 τροποποιήσεων στον ITA 2010, με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2013, όλοι οι τόκοι δανείων μεταξύ επιχειρήσεων φορολογούνται με γενικό συντελεστή 10 %, εφόσον οι εισπραχθέντες ή εισπρακτέοι φόροι ανά επιχείρηση πηγή υπερβαίνουν τις 100 000 λίρες στερλίνες (GBP) ετησίως. Εξάλλου, κατόπιν των επενεχθεισών το 2013 τροποποιήσεων στον ITA 2010, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, όλα τα εισπραχθέντα ή εισπρακτέα από εταιρία εγγεγραμμένη στο Γιβραλτάρ δικαιώματα εκμεταλλεύσεως φορολογούνται επίσης με τον ίδιο συντελεστή του 10 %.

19      Το άρθρο 37 του ITA 2010, με τίτλο «Έκπτωση του καταβληθέντος στην αλλοδαπή φόρου», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 8, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει, με έκπτωση ή άλλως, τον φόρο που οφείλεται βάσει του παρόντος νόμου για τα κέρδη ή τις υπεραξίες που προέρχονται από πηγές ευρισκόμενες στο Γιβραλτάρ ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, έδαφος ή δικαιοδοσία, ή που υπέχει εκεί υποχρέωση καταβολής τέτοιου φόρου, και το οποίο αποδεικνύει, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τον Commissioner [of Income Tax], ότι έχει καταβάλει, με έκπτωση ή με άλλο τρόπο, τον φόρο εισοδήματος στην άλλη χώρα, έδαφος ή δικαιοδοσία για τα ίδια κέρδη ή υπεραξίες, ή το οποίο οφείλει εκεί έναν τέτοιο φόρο, έχει δικαίωμα μειώσεως του οφειλόμενου βάσει του παρόντος νόμου φόρου τον οποίον κατέβαλε ή τον οποίον οφείλει για τα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες, μέχρι του ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο μικρότερο μεταξύ των κάτωθι δύο ποσών:

a)      του φόρου που οφείλεται βάσει του παρόντος νόμου για τα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες, ή

b)      του φόρου εισοδήματος στην άλλη χώρα, έδαφος ή δικαιοδοσία για το εν λόγω εισόδημα.»

20      Το άρθρο 37, παράγραφος 8, του ΙΤΑ 2010 ορίζει τα εξής:

«Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο στον φόρο που καταβλήθηκε σε χώρα στην οποία αποκτάται ή προέρχεται το εισόδημα από την υποκείμενη εμπορική δραστηριότητα από την οποία προέκυψαν τα κέρδη ή οι υπεραξίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»

21      Για την εφαρμογή της αποφάσεως 2019/700, η Income Tax (Amendment) Regulations 2019 [κανονιστική απόφαση του 2019 σχετικά με τον φόρο εισοδήματος (τροποποίηση)] τροποποίησε τον ITA 2010 προκειμένου να καταστεί δυνατή η αναδρομική φορολόγηση εισοδήματος από δικαιώματα εισπραχθέντα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 και 31ης Δεκεμβρίου 2013.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Η Fossil (Gibraltar), εταιρία με έδρα το Γιβραλτάρ, είναι θυγατρική ανήκουσα κατά 100 % στη Fossil Group Inc., εταιρία εδρεύουσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της δημιουργίας και της κατασκευής ειδών μόδας. Η Fossil (Gibraltar) εισπράττει δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που αποκτώνται από τη χρήση, σε παγκόσμια κλίμακα, διαφόρων σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων που ανήκουν στη Fossil Group.

23      Η Fossil (Gibraltar), η οποία δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των 165 φορολογικών αποφάσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως, άντλησε έσοδα από δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τα οποία δεν φορολογήθηκαν βάσει του ITA 2010. Αντιθέτως, δήλωσε το σύνολο των εισπραχθέντων εισοδημάτων στη φορολογική αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου καταβλήθηκε φόρος επί των εισοδημάτων αυτών με συντελεστή 35 %.

24      Στις 19 Φεβρουαρίου 2019, ο Commissioner of Income Tax, ο οποίος είναι η αρμόδια αρχή του Γιβραλτάρ για την είσπραξη του φόρου εισοδήματος, απέστειλε στην Επιτροπή κατάλογο των αποδεκτών ενισχύσεως, στον οποίο περιλαμβανόταν η Fossil (Gibraltar), και της κοινοποίησε τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως από τη Fossil (Gibraltar).

25      Με επιστολή της 8ης Απριλίου 2019, ο Commissioner of Income Tax πρότεινε στην Επιτροπή αναπροσαρμογή του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως από τη Fossil (Gibraltar). Η προταθείσα προσαρμογή ελάμβανε υπόψη πρόσθετο φόρο που είχε καταβληθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Fossil Group κατόπιν της εφαρμογής των αμερικανικών κανόνων σχετικά με τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες.

26      Με επιστολές της 13ης Μαΐου και της 6ης Ιουνίου 2019, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής έκρινε ότι η εν λόγω προσαρμογή έπρεπε να απορριφθεί.

27      Με επιστολή της 26ης Μαρτίου 2020, η ΓΔ «Ανταγωνισμός» διευκρίνισε ότι, για τον καθορισμό του οφειλόμενου φόρου, ο Commissioner of Income Tax δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τον καταβληθέντα στις Ηνωμένες Πολιτείες φόρο επί των εισοδημάτων της Fossil (Gibraltar) τα οποία είχε αποκτήσει από τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως.

28      Κατά τη ΓΔ «Ανταγωνισμός», η μέθοδος υπολογισμού του φόρου που οφείλεται για την ανάκτηση της ενισχύσεως που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 226 της αποφάσεως 2019/700 δεν έχει ως σκοπό να επιτρέψει την έκπτωση των φόρων που καταβλήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατ’ εφαρμογήν των αμερικανικών κανόνων σχετικά με τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες. Συγκεκριμένα, ο φόρος τον οποίο προβλέπουν οι κανόνες αυτοί ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη φορολογική λογική, ήτοι στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, οπότε δεν ασκεί επιρροή στη συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση 2019/700 και στη μέθοδο υπολογισμού της προς ανάκτηση ενισχύσεως από τη Fossil (Gibraltar). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διευκρίνισαν, μεταξύ άλλων, ότι το σημείο 102 της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 2019, C 247, σ. 1), το οποίο επιτρέπει σε κράτος μέλος να λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως, αν ο αποδέκτης παράνομης ενισχύσεως κατέβαλε ή όχι φόρους επί του ποσού της ληφθείσας ενισχύσεως, δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η Fossil (Gibraltar) δεν είχε καταβάλει τέτοιους φόρους.

29      Στις 31 Οκτωβρίου 2020, κατόπιν της απορρίψεως της Επιτροπής της μεθόδου υπολογισμού της προς ανάκτηση ενισχύσεως από τη Fossil (Gibraltar), την οποία χρησιμοποίησε ο Commissioner of Income Tax, αυτός απηύθυνε στη Fossil (Gibraltar) νέες διαταγές ανακτήσεως.

30      Στις 4 Δεκεμβρίου 2020, η Fossil (Gibraltar) άσκησε προσφυγή κατά των διαταγών ανακτήσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

31      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο Commissioner of Income Tax εκτιμά ότι πρέπει να ακολουθήσει την άποψη της ΓΔ «Ανταγωνισμός». Θεωρεί ότι, μολονότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 37 του ITA 2010 φορολογική ελάφρυνση δεν εξετάσθηκε αυτή καθεαυτήν από τη ΓΔ «Ανταγωνισμός», η θέση που αυτή έλαβε έχει ως συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εφαρμογή του.

32      Η Fossil (Gibraltar) υποστηρίζει ότι, μολονότι η εθνική νομοθεσία περί φόρου εισοδήματος, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπει πλέον την αναδρομική φορολόγηση των εισοδημάτων από δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που αποκτήθηκαν μεταξύ των ετών 2011 και 2013, ο Commissioner of Income Tax εξακολουθεί να έχει την εξουσία, βάσει του εσωτερικού δικαίου και σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, να χορηγεί κάθε φορολογική ελάφρυνση που προβλέπεται δυνάμει του ITA 2010 κατά τη φορολόγηση των εισοδημάτων αυτών. Επισημαίνει, συναφώς, ότι η απόφαση 2019/700 δεν εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 37 του ITA 2010 ή τη συμβατότητα του άρθρου αυτού με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη Fossil (Gibraltar), ο Commissioner of Income Tax συγχέει τον υπολογισμό του φόρου που οφείλεται για την ανάκτηση της ενισχύσεως, όπως προβλέπεται στην απόφαση 2019/700, με τις φορολογικές ελαφρύνσεις που μπορούν να εφαρμόσουν οι αρχές του Γιβραλτάρ επί του ακαθάριστου ποσού που πρέπει να ανακτηθεί, κατ’ εφαρμογήν του ITA 2010.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση του Commissioner of Income Tax (Επιτρόπου φόρου εισοδήματος του Γιβραλτάρ) περί χορήγησης φορολογικής απαλλαγής, δυνάμει του ITA 2010, για καταβληθέντα στις Ηνωμένες Πολιτείες φόρο επί του εισοδήματος της [Fossil (Gibraltar)] από δικαιώματα εκμετάλλευσης συνιστά παράβαση της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/700 ή ότι η απόφαση αυτή αντιτίθεται στη λήψη ενός τέτοιου μέτρου για οποιονδήποτε άλλον λόγο;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η απόφαση 2019/700 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ανάκτηση, από τον αποδέκτη, παράνομης και ασύμβατης προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεως να εφαρμόζουν εθνική διάταξη η οποία προβλέπει μηχανισμό συμψηφισμού των φόρων που κατέβαλε ο αποδέκτης της στην αλλοδαπή με εκείνους που οφείλει στο Γιβραλτάρ.

35      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το ερώτημα, όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο και στο οποίο καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο, στηρίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 37 του ITA 2010, το οποίο προβλέπει μηχανισμό συμψηφισμού του καταβληθέντος σε τρίτο κράτος φόρου προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

36      Βεβαίως, ο Commissioner of Income Tax και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης φαίνεται να μην πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του μηχανισμού του συμψηφισμού βάσει του άρθρου 37 του ITA 2010. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν συναφώς ισοδυναμούν με αμφισβήτηση της εκτιμήσεως του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 37 του ITA 2010 πληρούνταν στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

37      Πάντως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο να ελέγξει το βάσιμο αυτής της εκτιμήσεως του εθνικού δικαίου. Συναφώς, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ θεσπίζει διαδικασία άμεσης συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, στο οποίο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, ενώ το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους του νομοθετήματος της Ένωσης, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C-62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 15, και της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 28).

38      Εν προκειμένω, και με βάση την παραδοχή ότι το άρθρο 37 του ITA 2010 έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να καθορισθεί αν η μείωση του ύψους του ποσού της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί από τη Fossil (Gibraltar), επί τη βάσει της ως άνω διατάξεως, μπορεί να διακυβεύσει την αποτελεσματική εκτέλεση της διαταγής ανακτήσεως η οποία περιλαμβάνεται στην απόφαση 2019/700.

39      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Συνεπώς, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Πρέπει να επιτύχει την αποτελεσματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών προκειμένου να εξαλειφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε με την παράνομη ενίσχυση (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-529/09, EU:C:2013:31, σκέψεις 90 και 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Με την ανάκτηση της ενισχύσεως, ο αποδέκτης της χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και αποκαθίσταται η πρότερη της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano, C-148/04, EU:C:2005:774, σκέψη 113).

40      Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, η ανάκτηση ενισχύσεως η οποία κρίθηκε παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά με απόφαση της Επιτροπής πρέπει, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού , να πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια προϋπόθεση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας που έχει καθιερώσει η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Για τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που του έχουν γνωστοποιηθεί. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, να προκύψει από τον εν λόγω υπολογισμό που πραγματοποίησε το εθνικό δικαστήριο ποσό της ενισχύσεως χαμηλότερο από εκείνο που προκύπτει από τη μεμονωμένη συνεκτίμηση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η επιστροφή της ενισχύσεως που κηρύχθηκε ασύμβατη με την εσωτερική αγορά, ή ακόμη και μηδενικό ποσό (πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C-69/13, EU:C:2014:71, σκέψεις 36 και 37).

42      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως συνεπάγεται επαναφορά, κατά το μέτρο του δυνατού, στην κατάσταση που θα ίσχυε εάν οι επίμαχες πράξεις είχαν συντελεσθεί χωρίς τη λήψη του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano, C-148/04, EU:C:2005:774, σκέψη 117).

43      Αν τα προς επιστροφή ποσά δεν μπορούν να καθορισθούν σε συνάρτηση με υποθετικές πράξεις στις οποίες θα μπορούσαν να έχουν προβεί οι επιχειρήσεις αντί των πράξεων που γεννούν δικαίωμα ενισχύσεως, οι δικαιούχοι ενός καθεστώτος ενισχύσεων μπορούν, στο στάδιο της ανακτήσεως, να επικαλεσθούν εκπτώσεις και μειώσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο αν αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων πράξεων, ότι όντως δικαιούντο να επωφεληθούν από αυτές. Πράγματι, προς τον σκοπό της επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση μπορεί να ληφθεί υπόψη, κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως από τις εθνικές αρχές, μόνον η ενδεχομένως ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση του κοινού δικαίου στην οποία θα υπέκειτο, δυνάμει συμβατών προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών κανόνων και εφόσον δεν είχε χορηγηθεί η παράνομη ενίσχυση, η τελικώς τελεσθείσα πράξη (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano, C-148/04, EU:C:2005:774, σκέψεις 114 έως 119).

44      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, όσον αφορά, κατά πρώτον, το ζήτημα αν η απόφαση 2019/700 αντιτίθεται, αυτή καθεαυτήν, στη μείωση που ζητείται δυνάμει του άρθρου 37 του ITA 2010, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κήρυξε παράνομα και ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά, αφενός, το καθεστώς που χορηγήθηκε υπό μορφή μη φορολογήσεως των εισοδημάτων από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως και, αφετέρου, τα μέτρα των ατομικών ενισχύσεων, ήτοι τις πέντε φορολογικές αποφάσεις, μεταξύ των 165 που αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2014 περί επεκτάσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ που μνημονεύθηκε στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως.

45      Όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν υπό τη μορφή μη φορολογήσεως των εισοδημάτων από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως, τα οποία είναι τα μόνα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την απόφαση 2019/700 προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα χαρακτηρίσθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις απαγορευόμενες από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ιδίως επειδή παρείχαν επιλεκτικό πλεονέκτημα.

46      Ειδικότερα, ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω μη φορολόγηση προσέκρουε στη γενική αρχή κατά την οποία ο φόρος εταιριών καταβάλλεται από όλους τους υποκειμένους στον φόρο που εισπράττουν εισόδημα που προέρχεται από το Γιβραλτάρ ή αποκτάται σε αυτό. Σύμφωνα με την Επιτροπή, «το εισόδημα από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμετάλλευσης θα πρέπει κανονικά να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της φορολογίας» (αιτιολογική σκέψη 82 της αποφάσεως 2019/700). Πάντως, η ελάφρυνση φόρου τον οποίον θα όφειλαν άλλως να καταβάλουν οι επιχειρήσεις συνιστά a priori επιλεκτικό πλεονέκτημα (αιτιολογική σκέψη 83 της αποφάσεως 2019/700), στο μέτρο που ευνοεί κυρίως τους πολυεθνικούς ομίλους (αιτιολογικές σκέψεις 103 και 104 της εν λόγω αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 107 της ίδιας αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της μη φορολογήσεως, το επιχείρημα που αντλείται από την ανάγκη αποφυγής της διπλής φορολογίας είναι αβάσιμο, «δεδομένου ότι ο (αλλοδαπός) υπόχρεος πληρωμής φορέας δικαιούται γενικά έκπτωσης των τόκων ή των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης για φορολογικούς σκοπούς».

47      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι η απόφαση 2019/700 αφορά αποκλειστικώς τη διαπίστωση ότι ορισμένες κατηγορίες εισοδημάτων, εν προκειμένω αυτών που προκύπτουν από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως, δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών στο Γιβραλτάρ.

48      Μολονότι η απόφαση 2019/700 επιβάλλει, επομένως, στις αρμόδιες εθνικές αρχές να ανακτήσουν τον φόρο ο οποίος θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί αν δεν υφίστατο η απαλλαγή για τα εισοδήματα που προκύπτουν από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως (αιτιολογική σκέψη 223 της εν λόγω αποφάσεως), εντούτοις δεν εξετάζει, αντιθέτως, την ενδεχόμενη δυνατότητα επικλήσεως των εκπτώσεων και των μειώσεων τις οποίες προβλέπει η νομοθεσία του Γιβραλτάρ, οι οποίες θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου. Η εν λόγω απόφαση, και ιδίως η αιτιολογική σκέψη της 226, δεν εμποδίζει επομένως, σύμφωνα με την αρχή που κατοχυρώνεται από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, την επίκληση ενός μηχανισμού όπως είναι αυτός τον οποίον προβλέπει το άρθρο 37 του ITA 2010. Ως εκ τούτου, δεν αμφισβητεί ούτε τη δυνατότητα της φορολογικής αρχής του Γιβραλτάρ, κατ’ εφαρμογήν του μηχανισμού αυτού, να συμψηφίσει τους φόρους που αφορούν δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που καταβλήθηκαν στην αλλοδαπή με τον φόρο επί των ιδίων αυτών δικαιωμάτων που πρέπει να καταβληθεί στο Γιβραλτάρ.

49      Οι δε θέσεις που απορρέουν από τις επιστολές που απηύθυνε η Επιτροπή στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο των ανταλλαγών που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της άμεσης και αποτελεσματικής εκτελέσεως της αποφάσεως 2019/700, όπως αυτές μνημονεύονται στις σκέψεις 26 έως 28 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που μπορούν να εκδοθούν βάσει του κανονισμού 2015/1589, δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση του περιεχομένου της αποφάσεως 2019/700 και πρέπει να θεωρηθούν ως στερούμενες οποιασδήποτε δεσμευτικής ισχύος (πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C-69/13, EU:C:2014:71, σκέψεις 24 έως 28).

50      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν η συνεκτίμηση, κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως, πιστώσεως φόρου χορηγηθείσας βάσει του άρθρου 37 του ITA 2010 καταλήγει να διακυβεύει την αποτελεσματικότητα της αποφάσεως 2019/700, καθόσον η συνεκτίμηση αυτή περιάγει κατ’ αποτέλεσμα τη Fossil (Gibraltar) σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που θα είχε αν οι επίμαχες πράξεις είχαν πραγματοποιηθεί χωρίς τη λήψη των επίμαχων στην κύρια δίκη μέτρων ενισχύσεων.

51      Συναφώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 2015/1589, τα οικεία κράτη μέλη «θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής» με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση ενισχύσεως ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά.

52      Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να ανακτήσει πράγματι τα οφειλόμενα ποσά προκειμένου να εξαλειφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε από τις παράνομες ενισχύσεις. Μολονότι, βεβαίως, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να καταστρατηγήσει το περιεχόμενο αποφάσεως της Επιτροπής με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων με σκοπό να καταστούν άνευ αντικειμένου οι συνέπειες της αποφάσεως αυτής, εντούτοις δεν μπορεί να εμποδίσει τους αποδέκτες των επίμαχων ενισχύσεων να επικαλεσθούν, κατά το στάδιο της ανακτήσεως, εκπτώσεις και μειώσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο αν αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων πράξεων, ότι όντως δικαιούντο να τύχουν των εν λόγω εκπτώσεων και μειώσεων κατά τον χρόνο των πράξεων αυτών.

53      Ειδικότερα, η εν λόγω απαίτηση δεν θέτει a priori σε κίνδυνο την εφαρμογή ενός μηχανισμού όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 37 του ITA 2010, ο οποίος καθιστά δυνατή, προς αποφυγή της διπλής φορολογίας του ίδιου εισοδήματος, τη χορήγηση φορολογικής απαλλαγής σε σχέση με τον φόρο που καταβλήθηκε από νομικό ή φυσικό πρόσωπο σε χώρα ή σε έδαφος εντός της οποίας αποκτάται ή προέρχεται το εισόδημα αυτό.

54      Τρίτον και τελευταίο, πρέπει να εξετασθεί αν η απόφαση 2019/700, με την οποία χαρακτηρίζεται το καθεστώς μη φορολογήσεως των εισοδημάτων που προέρχονται από παθητικούς τόκους και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως ως κρατική ενίσχυση, καθόσον, μεταξύ άλλων, το καθεστώς αυτό αποκλίνει από την αρχή της εδαφικότητας που καθιερώνει η φορολογική νομοθεσία του Γιβραλτάρ, συνεπάγεται, κατ’ επέκταση, ότι το άρθρο 37 του ITA 2010, το οποίο επικαλείται η Fossil (Gibraltar), πρέπει να εξομοιωθεί με ένα τέτοιο καθεστώς και, κατά συνέπεια, να απαγορευθεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

55      Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τον χρόνο των επίμαχων πράξεων, η Fossil (Gibraltar) μπορούσε πράγματι να επικαλεσθεί την εφαρμογή του άρθρου 37 του ITA 2010, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να εξετασθεί αν ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή συμψηφισμός φόρου σχετικού με τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως ο οποίος καταβλήθηκε στην αλλοδαπή μπορεί να συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

56      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, επί της συμβατότητας κανόνων του εσωτερικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να ερμηνεύει εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, εντούτοις είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να του δώσουν τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο μπορεί, μεταξύ άλλων, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα ερμηνευτικά στοιχεία που του παρέχουν τη δυνατότητα να κρίνει αν ένα εθνικό μέτρο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C-78/08 έως C-80/08, EU:C:2011:550, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Πάντως, υπενθυμίζεται ότι για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Κατά πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Κατά δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Κατά τρίτον, πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Κατά τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C-51/19 P και C-64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εθνικά μέτρα που παρέχουν φορολογικό πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι μέτρο τοιαύτης φύσεως το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, εντούτοις περιάγει τους αποδέκτες σε ευνοϊκότερη κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους δύναται να προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους αποδέκτες και, ως εκ τούτου, να συνιστά «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, θεωρείται κρατική ενίσχυση, μεταξύ άλλων, παρέμβαση η οποία ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και η οποία, ως εκ τούτου, χωρίς να είναι επιδότηση υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρει ταυτόσημα αποτελέσματα. Αντιθέτως, φορολογικό πλεονέκτημα που απορρέει από μέτρο γενικής ισχύος το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Τούτου δοθέντος, πέραν των τομέων στους οποίους το φορολογικό δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο εναρμονίσεως, ο καθορισμός των συστατικών χαρακτηριστικών κάθε φόρου εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών, με σεβασμό της φορολογικής αυτονομίας τους, η δε εξουσία αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό της βάσεως επιβολής του φόρου και της γενεσιουργού αιτίας του (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 38).

60      Όπως, όμως, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών της, το ζήτημα ποιοι είναι οι αλλοδαποί φόροι που μπορούν να συμψηφισθούν με την εσωτερική φορολογική οφειλή και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατός ο συμψηφισμός αυτός αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως γενικού χαρακτήρα, η οποία εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών κατά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών που συνιστούν τον φόρο.

61      Μέτρο όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 37 του ITA 2010, το οποίο αποσκοπεί στην αποφυγή της διπλής φορολογίας προβλέποντας μηχανισμό συμψηφισμού των φόρων που καταβάλλονται από φορολογούμενο στην αλλοδαπή με τους φόρους που οφείλει στο Γιβραλτάρ, εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στη φορολογική αυτονομία των κρατών μελών και δεν μπορεί, εκτός αν αποδειχθεί ότι στηρίζεται σε παραμέτρους που εισάγουν διακρίσεις, να χαρακτηρισθεί ως απαγορευόμενη κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αυτό αφορά μόνον την κατάργηση των επιλεκτικών πλεονεκτημάτων των οποίων θα μπορούσαν να τύχουν ορισμένες επιχειρήσεις εις βάρος άλλων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 41).

62      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η απόφαση 2019/700 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στις εθνικές αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την ανάκτηση, από τον αποδέκτη, παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως να εφαρμόζουν εθνική διάταξη η οποία προβλέπει μηχανισμό συμψηφισμού των φόρων που κατέβαλε ο αποδέκτης της εν λόγω ενισχύσεως στην αλλοδαπή με εκείνους που οφείλει στο Γιβραλτάρ, εφόσον προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη είχε εφαρμογή κατά την ημερομηνία των επίμαχων πράξεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η απόφαση (ΕΕ) 2019/700 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34914 (2013/C) που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά το καθεστώς φόρου εισοδήματος εταιρειών του Γιβραλτάρ,

έχει την έννοια ότι:

δεν απαγορεύει στις εθνικές αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την ανάκτηση, από τον αποδέκτη, παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως να εφαρμόζουν εθνική διάταξη προβλέπουσα μηχανισμό συμψηφισμού των φόρων τους οποίους κατέβαλε ο αποδέκτης της εν λόγω ενισχύσεως στην αλλοδαπή με εκείνους που οφείλει στο Γιβραλτάρ, εφόσον προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη είχε εφαρμογή κατά την ημερομηνία των επίμαχων πράξεων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.